Αριθμός απόφασης 2273/2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», με διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Μπάκας (ΑΜΔΣΑ 24492), δυνάμει του υπ’ αριθ. …/28.12.2016 γενικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μαυρουδή, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …, με Α.Φ.Μ. …, 2) …, με Α.Φ.Μ. …, και 3) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκων …, για τους οποίους κατέθεσε κοινές προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Φώτιος Παπαγεωργίου (ΑΜΔΣΑ 13110), δυνάμει των από 23.09.2019 ειδικών πληρεξουσίων, που χορηγήθηκαν με ιδιωτικά έγγραφα, στα οποία το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από τον ίδιο δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4548/2019 και με Ε.Α.Κ. 2265/2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 16.05.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 23.12.2019 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, «Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 807 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, «Αν δεν ορίστηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από το δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου, ενώ δεν είναι αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία της (Βλ. ΑΠ 1182/2019 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι : 1) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, 2) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 3) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει πως με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία του που απομένει να μη επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει πως συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει, μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά τον χρόνο αυτόν αφερέγγυος, και 5) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής. Επίσης, η παραπάνω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Αν υπάρχουν περισσότεροι συνοφειλέτες, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, δεν απαιτείται, για την άσκηση της εκ του άρθρου 939 ΑΚ αγωγής εναντίον ενός από αυτούς, η έλλειψη περιουσιακών στοιχείων στο πρόσωπο και των λοιπών συνοφειλετών, αφού καθένας από αυτούς ευθύνεται απεριόριστα για ολόκληρο το χρέος έναντι του δανειστή, ο οποίος δικαιούται κατ’ αρέσκεια να αξιώσει το χρέος από οποιονδήποτε εις ολόκληρον συνοφειλέτη, συγχρόνως ή διαδοχικά, χωρίς να μπορεί να αντιταχθεί σε βάρος του η ύπαρξη και άλλων εις ολόκληρον συνοφειλετών (άρθρο 481 ΑΚ). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 και 851 ΑΚ με τη σύμβαση εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του, που είναι έναντι άλλου δανειστής, την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σε αυτόν η οφειλή του άλλου. Με αυτή τη σύμβαση ο εγγυητής ενέχεται προς τον αντισυμβαλλόμενό του, όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης απέναντι στο δανειστή του, και συνεπώς όταν καταβάλει σε αυτόν, εκπληρώνει μεν την παροχή του πρωτοφειλέτη, συγχρόνως όμως εκπληρώνει και τη δική του οφειλή. Είναι συνεπώς και ο εγγυητής οφειλέτης κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ και κάθε απαλλοτρίωση, που έγινε από εκείνον προς βλάβη του αντισυμβαλλομένου του και δανειστή του, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία εκείνου για την ικανοποίηση αυτού, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τους όρους των διατάξεων του περί καταδολιεύσεως δανειστών κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα (Βλ. AΠ 1382/2019 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 942 ΑΚ, δηλαδή από χαριστική αιτία, είναι και η γονική παροχή του άρθρου 1509 του ίδιου Κώδικα, αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το χαρακτηρισμό της, στο πρώτο εδάφιο της ως άνω διάταξης, ως δωρεάς ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησής της, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία. Ενώ το γεγονός ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (Βλ. ΑΠ 28/2017, ΑΠ 778/2015, AΠ 1217/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι η ενάγουσα χορήγησε λόγω δανείου στον πρώτο εναγόμενο το ποσό των 380.000 ευρώ, με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς ενός σκάφους αναψυχής, καταρτισθέντων προς τούτο της περιγραφόμενης στο δικόγραφο σύμβασης έντοκου δανείου και των αναφερόμενων τροποποιητικών συμφωνιών. Ότι η δεύτερη εναγόμενη συμβλήθηκε ως εγγυήτρια υπέρ του πρώτου εναγόμενου, αναλαμβάνοντας εις ολόκληρον με αυτόν την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων από τη σύμβαση δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου. Ότι κατά τον αναφερόμενο χρόνο λήξης του δανείου το οφειλόμενο υπέρ της ενάγουσας ποσό για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα ανερχόταν σε 422.523,20 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα, και ότι πλέον του παραπάνω ποσού της οφείλεται και το ποσό των 41.631,05 ευρώ για έξοδα και για εξωλογιστικούς τόκους κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα. Ότι με το περιγραφόμενο στην αγωγή νομίμως μεταγραφέν συμβολαιογραφικό έγγραφο η δεύτερη εναγόμενη, με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, μεταβίβασε στον τρίτο εναγόμενο κατά ψιλή κυριότητα, λόγω γονικής παροχής, το περιγραφόμενο στο δικόγραφο διαμέρισμα, που αποτελούσε το μοναδικό αξιόλογο εμφανές περιουσιακό στοιχείο της, και η αξία της εν λόγω απαλλοτρίωσης κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ανέρχεται σε 80.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, ζητείται: Α) Να υποχρεωθούν οι πρώτος και δεύτερη εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 464.154,25 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 24.10.2017 μέχρι την εξόφληση, και Β) Να διαρρηχθεί ως καταδολιευτική η αναφερόμενη στο δικόγραφο απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Επίσης, η ενάγουσα αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, με την οποία σωρεύονται αντικειμενικά αιτήσεις απόδοσης έντοκου δανείου και διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας (άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς, με βάση τα ιστορούμενα, σκοπός της επίδικης σύμβασης δανείου ήταν η χρηματοδότηση της αγοράς σκάφους αναψυχής (άρθρα 7, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 18, 22 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α – Β περ. ε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 16.05.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στους εναγόμενους την επόμενη ημέρα (Βλ. τις προσαγόμενες με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Επίσης, ως προς τη σωρευόμενη αίτηση διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, με βάση τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς αυτή καταχωρήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου … την …………….. (Βλ. το προσαγόμενο με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης). Εξάλλου, η αγωγή είναι ορισμένη, διότι διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή της στοιχεία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στις νομικές σκέψεις που παρατέθηκαν αμέσως παραπάνω, και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 296, 341, 345, 361, 806, 808, 847, 848, 849, 851, 939, 941, 942, 943, 1509 ΑΚ, 110 ΕισΝΑΚ, 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 936 παρ. 3, 992 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετα υποστηριζόμενων από τους εναγόμενους. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από … απόδειξη συναλλαγής), να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά το άρθρο 178 ΑΚ, «Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, με βάση το σύνολο των περιστάσεων και των συνθηκών που την συνοδεύουν, και όχι μεονωμένα με βάση την αιτία που κίνησε τους συμβαλλόμενους να την καταρτίσουν ή τον σκοπό στον οποίο απέβλεπαν. Κατά το επόμενο άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα, το οποίο συνιστά ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178 ΑΚ, «Άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα από τη δεύτερη προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τα εξής τρία στοιχεία: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων, και γ) η εκμετάλλευση της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του ενός συμβαλλόμενου από τον αντισυμβαλλόμενο του. Φανερή δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη του λογικού ανθρώπου που έχει πείρα των συναλλαγών, η οποία υπερβαίνει το ανθρώπινα ανεκτό μέτρο να αποκομίζει κάποιος όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία άλλου, κρίνεται δε εν όψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας κατά το χρόνο κατάρτισής της. Ως κουφότητα του συμβαλλόμενου νοείται η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του, ως απειρία η έλλειψη της απαιτούμενης συνήθως πείρας ως προς τις συναλλαγές και τη ζωή γενικά, έστω και σε σχέση με έναν συγκεκριμένο τομέα. Τέλος, ως ανάγκη θεωρείται -εκτός άλλων- και η οικονομική ανάγκη, εφόσον έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξάρτητα, αν είναι παροδικής ή μόνιμης φύσης. Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν όμως λείπει ένα από τα παραπάνω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, χωρίς να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας αυτής λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία που προσδίδουν σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (Βλ. ΑΠ 912/2019, ΑΠ 1467/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, η οποία τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Βλ. ΑΠ 1382/2019, ό.π.). Επίσης, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς, και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (Βλ. ΑΠ 1185/2019 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, η γενική ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, τόσο του οφειλέτη, όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξαιτίας ειδικών συνθηκών μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή. Αντίθετα έτσι με τη ρήτρα του άρθρου 200 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην ερμηνεία των συμβάσεων, όταν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων δεν είναι σαφείς, επιβάλλοντας ως ερμηνευτικά κριτήρια την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη με στόχο την ανεύρεση του αποφασιστικού νοήματος των δηλώσεων βούλησης, δηλαδή τον καθορισμό της ενυπάρχουσας στη σύμβαση αυτόνομης δικαιοπρακτικής ρύθμισης, η εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ έπεται της ερμηνείας της δικαιοπραξίας, με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, επιβάλλοντας στα μέρη ετερόνομη ρύθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους, όταν κατά τα παραπάνω χρειάζεται να συμπληρωθούν ή να διορθωθούν, για να μην προκαλούνται στο ένα μέρος δυσβάστακτες συνέπειες από τη λειτουργία του ενοχικού δεσμού (Βλ. ΑΠ 1467/2018, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι, σε σχέση με την σωρευόμενη αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, προβάλλουν με τις προτάσεις τους αρνητικό ισχυρισμό περί έλλειψης δόλου στο πρόσωπο της δεύτερης από αυτούς κατά τον χρόνο της επίδικης απαλλοτρίωσης (Ως προς το ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δόλου είναι αρνητικός βλ. ΑΠ 778/2015 ΤΝΠ NOMOS) και, περαιτέρω, προς αντίκρουση της σωρευόμενης αγωγής απόδοσης δανείου, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της δεύτερης από αυτούς – εγγυήτριας, αλλά και προς αντίκρουση της σωρευόμενης αγωγής διάρρηξης, ισχυρίζονται ότι η σύμβαση εγγύησης είναι άκυρη ως αντίθετη με τα χρηστά ήθη, καθώς και ότι η αντίδικός τους ασκεί καταχρηστικά το διαπλαστικό δικαίωμα διάρρηξης ως καταδολιευτικής της δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης και του τρίτου από αυτούς. Για τη θεμελίωση των εν λόγω ισχυρισμών εκτίθεται ότι: Α) Η ενάγουσα δεν ζήτησε εμπράγματη εξασφάλιση με την εγγραφή προσημείωσης επί του ακινήτου της δεύτερης από αυτούς, αλλά αντίθετα διαβεβαίωσε την παραπάνω διάδικο ότι η θέση της ως εγγυήτριας είναι τυπική και ότι αρκούσε προς εξασφάλιση των απαιτήσεων από τη σύμβαση η εγγραφή ναυτικής υποθήκης επί του σκάφους, ιδιοκτησίας του πρώτου από αυτούς. Β) Η ενάγουσα δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν απέβλεπε στην ικανοποίηση των απαιτήσεών της διά του επίδικου ακινήτου, καθώς, παρόλο που από το έτος 2011 ο πρώτος από αυτούς αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση δανείου, η ενάγουσα προς εξασφάλιση της απαίτησής της δεν ζήτησε την εγγραφή συναινετικής προσημείωσης επί του ακινήτου της δεύτερης από αυτούς και μόνο το έτος 2014 αιτήθηκε με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του εν λόγω ακινήτου. Γ) Η ενάγουσα έλαβε γνώση της μεταβίβασης λόγω γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας του ακινήτου της δεύτερης από αυτούς ήδη από το έτος της κατάρτισης του συμβολαίου (2014), αλλά ήγειρε την κρινόμενη αγωγή μόλις πέντε ημέρες πριν την προβλεπόμενη με το άρθρο 946 ΑΚ παραγραφή. Δ) Η ενάγουσα δεν αποδέχθηκε αίτημα του πρώτου από αυτούς για τη ρύθμιση του δανείου, αρνήθηκε την εξεύρεση λύσης για την αποπληρωμή του, ούτε όμως πριν την έγερση της κρινόμενης αγωγής προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού, και, ειδικότερα, δεν κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, δεν αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν προέβη σε κατάσχεση ναύλων εις χείρας τρίτων, δεν προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση του σκάφους του πρώτου από αυτούς, διότι αποσκοπούσε στη διόγκωση της οφειλής και επιδίωκε υπέρμετρο κέρδος, μέσω κεφαλαιοποίησης τόκων και ανατοκισμού. Ε) Η επίδικη μεταβίβαση αφορά σε ακίνητο χαμηλής αξίας, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία των εναγόμενων, ενώ οι αξιώσεις της ενάγουσας θα καλύπτονταν από την μεταβίβαση προς αυτήν της κυριότητας του σκάφους του πρώτου από αυτούς, εάν αυτή είχε δεχθεί την εν λόγω μεταβίβαση. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, κατά το σκέλος που επιχειρούν να τον θεμελιώσουν σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους της αντιδίκου τους, είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν κρίνονται ικανά να δημιουργήσουν εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν επρόκειτο να ασκήσει τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ενόψει μάλιστα του ότι, με βάση τα ιστορούμενα, η ενάγουσα ήδη από το έτος 2014 είχε καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αιτούμενη την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου της δεύτερης εναγόμενης. Επιπλέον, ενόψει της δυνατότητας της ενάγουσας ως δανείστριας να αξιώσει, κατ’ αρέσκεια, το χρέος από οποιονδήποτε εις ολόκληρον συνοφειλέτη, συγχρόνως ή διαδοχικά, η τυχόν εξασφάλιση της απαίτησης με περιουσιακά στοιχεία άλλου συνοφειλέτη δεν αρκεί για να ασκήσει την άσκηση του δικαιώματος διάρρηξης καταχρηστική, αφού κάθε συνοφειλέτης ευθύνεται απεριόριστα για το χρέος έναντι του δανειστή. Επίσης, τα επικαλούμενα περιστατικά ότι η ενάγουσα δεν αποδέχθηκε το αίτημα του πρώτου από αυτούς – δανειολήπτη για τη ρύθμιση της αποπληρωμής του δανείου, δεν αποδέχθηκε την πρότασή του για μεταβίβαση του σκάφους του, καθώς και ότι, παρόλο που ήδη από το έτος 2011 ο πρώτος από αυτούς αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, η ενάγουσα δεν κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, δεν υπέβαλε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν προέβη σε κατάσχεση ναύλων εις χείρας τρίτων, ούτε σε αναγκαστική κατάσχεση του σκάφους του πρώτου από αυτούς, χωρίς να συνοδεύονται από άλλες περιστάσεις, δεν εξέρχονται των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, ενόψει του ότι η αποδοχή ή μη αιτήματος για ρύθμιση, η επιλογή της καταγγελίας ή μη της σύμβασης δανείου πριν τον χρόνο λήξης της, καθώς και η επιλογή των δικαστικών ενεργειών για την ικανοποίηση απαιτήσεων αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με την περιουσία του δανειστή, και εν προκειμένω της ενάγουσας, ενώ δικαίωμα συνυφασμένο με την περιουσία του δανειστή αποτελεί και η αποδοχή ή μη της πρότασης του οφειλέτη περί μεταβίβασης προς τον δανειστή περιουσιακού στοιχείου, αντί καταβολής, και εν προκειμένω η πρόταση του πρώτου εναγόμενου προς την ενάγουσα περί μεταβίβασης του σκάφους του, αντί καταβολής. Επίσης, ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της σύμβασης εγγύησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης, λόγω αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθενται: α) περιστατικά φανερούς δυσαναλογίας, με βάση τις περιστάσεις και τη φύση της σύμβασης εγγύησης, κατά το χρόνο κατάρτισής της, και β) περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η ενάγουσα εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία της δεύτερης εναγόμενης, δηλαδή δεν εκτίθενται περιστατικά που να προσδίδουν καταπλεονεκτικό – αισχροκερδή χαρακτήρα στη σύμβαση εγγύησης, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, ούτε όμως άλλα επιλήψιμα στοιχεία επηρεασμού της βούλησης της παραπάνω διαδίκου, που να προσδίδουν στη σύμβαση χαρακτήρα αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, κατά το άρθρο 178 ΑΚ, χωρίς να αρκεί προς τούτο μόνο η τυχόν διαβεβαίωση προς την εναγόμενη ότι η θέση της ως εγγυήτριας ήταν τυπική, χωρίς να συνοδεύεται από άλλες περιστάσεις.
Κατά το άρθρο 300 ΑΚ, «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της», ενώ κατά το άρθρο 862 ΑΚ, «Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη». Με την τελευταία διάταξη τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφριά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν αποκλείεται από ενδεχομένη παραίτησή του εκ των προτέρων από το δικαίωμα διζήσεως, κατά το άρθρο 855 ΑΚ. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της παραπάνω ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζόμενου με αυτή ευεργετήματος (ελευθέρωσης), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή έγινε αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου. Τούτο διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ. α’ ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, στην εγγύηση αορίστου χρόνου θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867 – 868 ΑΚ) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερόμενη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρατείνει την προθεσμία εξόφλησης, εν αγνοία του εγγυητή, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος, ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σε αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθέρωσής του. Περαιτέρω, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαριάς αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή της βαριάς (Βλ. ΑΠ 1216/2019, ΑΠ 1491/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Τέλος, για να είναι ορισμένος ο σχετικός ισχυρισμός από τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ πρέπει να εκτίθεται ποια ακριβώς ήταν η οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη πριν γίνει αναξιόχρεος, δηλαδή ποια ήταν τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε και ποια η αξία τους, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η έγκαιρη και ορθή συναλλακτικά συμπεριφορά του δανειστή θα είχε λογικά ως αποτέλεσμα την ικανοποίησή του (πρβλ. ΑΠ 1137/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τις προτάσεις των εναγόμενων προβάλλεται ένσταση ελευθερώσεως της δεύτερης από αυτούς από την εγγύηση που παρείχε υπέρ του πρώτου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη, με επίκληση ότι από δόλο, άλλως από βαριά αμέλεια της ενάγουσας κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από την περιουσία του πρωτοφειλέτη. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού ιστορούνται τα ακόλουθα: Α) Ότι η ενάγουσα επέδειξε βαριά αμέλεια κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης δανείου, διότι προέβη στην κατάρτισή της παρόλο που γνώριζε αφενός ότι ο πρώτος εναγόμενος – πρωτοφειλέτης δεν είχε την αντίστοιχη πιστοληπτική ικανότητα και τα μηνιαία εισοδήματά του δεν επαρκούσαν για την πληρωμή των δόσεων αποπληρωμής, αφετέρου ότι σε προγενέστερο χρόνο είχε λάβει καταναλωτικό δάνειο από την ενάγουσα, το οποίο δεν είχε αποπληρώσει. Β) Ότι παρόλο που κατά τα έτη 2009 και 2010 ο πρωτοφειλέτης υπήρξε ασυνεπής ως προς την πληρωμή των δόσεων και από τα τέλη του έτους 2011 έπαυσε τις καταβολές, η ενάγουσα τα έτη 2010 και 2012 προέβη σε τροποποιητικές πράξεις, όμως αρνήθηκε αυθαίρετα να προβεί σε σχετική τροποποιητική σύμβαση το έτος 2014, παρά τα όσα είχε αντίθετα συμφωνήσει προφορικά με τον πρώτο εναγόμενο. Γ) Ότι από το έτος 2014 και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής η ενάγουσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε νομική ενέργεια για την ικανοποίηση της οφειλής, και συγκεκριμένα δεν κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, δεν αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν προέβη σε κατάσχεση ναύλων εις χείρας τρίτων, δεν προέβη σε ενέργειες αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού του σκάφους του πρώτου εναγόμενου, επί του οποίου είχε εγγράψει ναυτική υποθήκη, παρά μόνο το έτος 2014 προς εξασφάλιση της απαίτησής της αιτήθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου της δεύτερης εναγόμενης, ενώ η ίδια αρνήθηκε την πρόταση του πρωτοφειλέτη για μεταβίβαση προς αυτήν της κυριότητας του σκάφους του, προς εξόφληση της οφειλής. Δ) Ότι εξαιτίας της καθυστέρησης της ενάγουσας να προβεί στις απαραίτητες νομικές ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησής της, η οποία οφείλεται σε δόλο, άλλως σε βαριά αμέλεια, μειώθηκε η εμπορική αξία του σκάφους του πρώτου εναγόμενου, επί του οποίου η ενάγουσα είχε εγγράψει ναυτική υποθήκη, ενώ εάν η ενάγουσα είχε προβεί σε καταγγελία της σύμβασης δανείου το έτος 2011, όταν ο πρωτοφειλέτης έπαυσε τις πληρωμές, και σε κάθε περίπτωση το έτος 2014, όταν απορρίφθηκε η αίτησή της για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου της δεύτερης εναγόμενης, θα είχε πετύχει την ικανοποίηση της μέχρι τότε οφειλής της από το πλειστηρίασμα του σκάφους, του οποίου η εμπορική αξία το έτος 2014 ήταν 350.000 ευρώ. Ε) Ότι από βαριά αμέλεια η ενάγουσα ούτε κατά το χρόνο λήξης του δανείου (06.06.2016) προέβη σε νομικές ενέργειες για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού και δεν επιδίωξε την ικανοποίησή της από τον πλειστηριασμό του σκάφους, του οποίου η εμπορική αξία ανερχόταν τότε σε 300.000 ευρώ και σήμερα σε 240.000 ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο, ο παραπάνω ισχυρισμός, που προβλήθηκε παραδεκτά με τις κοινές προτάσεις των εναγόμενων, είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος ως προς τα περιστατικά που ιστορούνται σε σχέση με τη συμπεριφορά της ενάγουσας πριν και κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, τα οποία είναι νομικά αδιάφορα για τη θεμελίωση του εν λόγω ισχυρισμού, καθώς και ως προς όσα αναφέρονται σχετικά με την απόφαση της ενάγουσας να μην προβεί το έτος 2014 σε κατάρτιση τροποποιητικής συμφωνίας για τη ρύθμιση της μέχρι τότε οφειλής και την επιλογή της να μην αποδεχθεί την πρόταση του πρωτοφειλέτη για μεταβίβαση προς αυτήν της κυριότητας του σκάφους του, προς εξόφληση της οφειλής, τα οποία, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνδέονται αιτιωδώς με την αδυναμία ικανοποίησης της ενάγουσας από την περιουσία του πρωτοφειλέτη – πρώτου εναγόμενου. Κατά τα λοιπά, ο παραπάνω ισχυρισμός είναι ορισμένος και νόμιμος, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Ι. Σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 8 του N. 2251/1994 και 181, 200 και 371 ΑΚ: «6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται 7…8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί» (άρθρο 2 παρ. 6 και 8 του Ν. 2251/1994), «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος» (άρθρο 181 ΑΚ), «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» (άρθρο 200 ΑΚ) και «αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο» (άρθρο 371 ΑΚ). Από τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός σύμφωνα με το νόμο όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτήν ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται κατ’ αρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης, κατά το άρθρο 200 ΑΚ. Ενόψει όλων αυτών, η ευδοκίμηση του ισχυρισμού του εναγόμενου δανειολήπτη επί αγωγής από σύμβαση δανείου ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς έναν ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας επιφέρει μόνο την μερική ακύρωση της σύμβασης, και, συγκεκριμένα, μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του εναγόμενου (πρβλ. ΑΠ 105/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος που αναλώνει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπρόσθετα, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, γινόταν δεκτό ότι όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του ως άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ίδιου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του (Βλ. ΟλΑΠ 13/2015, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1463/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισης της παραπάνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο διότι, στο μέτρο που οι τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από το Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Όμως, η μετακύλιση της παραπάνω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, μπορεί να ελεγχθεί από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση κατά τον καθορισμό του επιτοκίου γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, ώστε να αποτελεί ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (Βλ. ΑΠ 368/2019, ό.π., ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ NOMOS). Το ίδιο ισχύει και ως προς τον εκτοκισμό και ανατοκισμό του ποσού της εισφοράς, καθώς αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (Βλ. ΕΑ 4424/2009, ΜονΕΛαρ 504/2019, ΜονΕΘ 2256/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, Ψυχομάνη Σπ., Τα τραπεζικά επιτόκια ΝοΒ 1995.16). ΙΙΙ. Ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον -όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών- για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερο τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της Οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23.6.2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β’ 917/23.06.2010) στην καταναλωτική πίστη με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ’ αριθ. 30/14.2.2000 (ΦΕΚ Α’ 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος, αφού οι παραπάνω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος, καταργώντας την μέχρι τότε διάκριση μεταξύ έντοκου και άτοκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού ισχυρισμού επιφέρει τη μείωση του τελικού ποσού της οφειλής μόνο κατά το σχετικό μέρος που αντιστοιχεί στην ακυρότητα του ΓΟΣ (πρβλ. ΑΠ 368/2019, ό.π.). IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8.8.1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 131 Α’/29.8.1991), «απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα», ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ. α’ της 2501/31.10.2001 ΠΔΤΕ, που αντικατέστησε την παραπάνω ΠΔΤΕ 1969/1991, «δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ι) προμήθειας, οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, ii) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ)» (Βλ. ΑΠ 368/2019, ό.π.). Από την παραπάνω διατύπωση συνάγεται ότι στην έννοια της «προμήθειας» δεν περιλαμβάνονται δαπάνες που αφορούν σε διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα, αμοιβές για παρεχόμενες υπηρεσίες και έξοδα υπέρ τρίτων, τα οποία μπορούν, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, να επιβαρύνουν τον πιστούχο, εφόσον ικανοποιούνται οι απαιτήσεις ενημέρωσης και διαφάνειας. Περαιτέρω, με ακυρότητα μπορούν να πλήττονται και γενικοί όροι συναλλαγών σε τραπεζικές δανειακές συμβάσεις, με τους οποίους προβλέπεται η επιβολή εφάπαξ επιβάρυνσης συγκεκριμένου ποσού (ενδεχομένως και βάσει ποσοστού επί του αντικειμένου της σύμβασης) για «διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα», «προμήθεια φακέλου», «έξοδα φάκελου», «προμήθεια συγκέντρωσης στοιχείου», «προμήθεια εξέτασης δανείου», «έξοδα μελέτης φακέλου», «δικαιώματα για την αίτηση δανείου», «έξοδα διαχείρισης φακέλου», «έξοδα παρακολούθησης δανείου» ή «προμήθεια διεκπεραίωσης» και δη είτε λόγω της αδιαφάνειας τους ως προς την αιτία της επιβολής της σχετικής πρόσθετης επιβάρυνσης, είτε λόγω της αοριστίας τους υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ε’ του Ν. 2251/1994, είτε λόγω της διάψευσης δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή κατά παράβαση της γενικής διάταξης του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 (Βλ. AΠ 430/2005, ό.π., AΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128). Με τους εν λόγω όρους, δηλαδή, είναι δυνατόν να προκαλείται σύγχυση στον καταναλωτή για το τι καλύπτει ο τόκος και τι η προμήθεια και να δημιουργείται αδιαφάνεια και μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων τραπεζών παρεμποδιζομένης και της λειτουργίας του υγιούς ανταγωνισμού επ’ ωφελεία του καταναλωτή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που με την επίρριψη των εν λόγω χρεώσεων στον καταναλωτή δεν εξειδικεύονται τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται η τράπεζα, με ποιο τρόπο προκύπτουν τα εν λόγω ποσά και το ύψος τους, με αποτέλεσμα ο όρος να αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994 (Βλ. ΠΠΘ 3236/2019 ΤΝΠ NOMOS). V. H συνήθης στην τραπεζική πρακτική σύναψη δάνειων με κυμαινόμενο επιτόκιο δεν είναι per se παράνομη ή αντικείμενη στο νόμο περί προστασίας του καταναλωτή. Όμως, η συνομολόγηση όρου περί κυμαινόμενου επιτοκίου ελέγχεται με βάση την αρχή της διαφάνειας, που διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. και είναι ενσωματωμένη στην ημεδαπή έννομη τάξη με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, η οποία (αρχή) επιτάσσει κάθε όρος να είναι διατυπωμένος με σαφή και κατανοητό τρόπο, και, ειδικότερα ως προς το επιτόκιο, να περιλαμβάνει σαφή και προδιατυπωμένα κριτήρια καθορισμού του (πρβλ. ΑΠ 994/2018 ΤΝΠ NOMOS). Πάντως για το ορισμένο του ισχυρισμού εκ μέρους του εναγόμενου δανειολήπτη περί παραβίασης της αρχής της διαφάνειας του όρου για τον καθορισμό του επιτοκίου πρέπει να εκτίθεται το ύψος του εφαρμοσθέντος επιτοκίου στη σύμβαση, αλλά και τα ποσά των τόκων που προέκυψαν κατ’ εφαρμογή του όρου αυτού, ενόψει του ότι η ευδοκίμηση του ισχυρισμού αυτού επιφέρει μόνο την μερική ακύρωση της σύμβασης, και, συγκεκριμένα, μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του εναγόμενου (πρβλ. ΑΠ 105/2019, ό.π.). VI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15.04.1998 (ΦΕΚ Α’ 81/1998), από την ισχύ του εν λόγω νομοθετήματος οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ, ενώ εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι από τη δημοσίευση του παραπάνω νόμου επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του, τόσο ως προς το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64 – 67 του Ν.Δ/τος 177/13-08-1923 «περί ειδικών διατάξεων Ανωνύμων Εταιριών», που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ’ ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την Απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α’ 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (Βλ. ΟλΑΠ 8/1998 και 9/1998). Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του παραπάνω νομοθετήματος και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νομοθέτημα ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Ενώ αν δεν υπάρχει καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (Βλ. ΑΠ 74/2002 ΕλλΔ/νη 43.771, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ NOMOS, ΜονΕΛαρ 499/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, με το άρθρο 27 παρ 1 του N. 2076/1992, όπως τροποποιήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 38 του N. 2937/2001 (ΦΕΚ A’ 169/26.7.2001), ορίζεται ότι «Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τον εκτοκισμό δανείων μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος έξι μηνών, κατά το οποία λογισθέντες τόκοι επί των δανείων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι. Μετά την πάροδο του ως άνω εξάμηνου επιτρέπεται μόνο ο εξιολογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανόμενων και τυχόν τόκων υπερημερίας οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται, όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι, προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του εξαμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων, προκειμένου να μη παύσει ο εκτοκισμός των δανείων». Η παραπάνω διάταξη θεσπίστηκε με σκοπό την ενσωμάτωση στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων της 89/646/ΕΟΚ Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το συντονισμό των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και την τροποποίηση της Οδηγίας 77/78Ο/ΕΟΚ, καθώς και τη ρύθμιση συναφών θεμάτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του εν λόγω νομοθετήματος, δηλαδή θεσπίστηκε για τη ρύθμιση εσωτερικών λειτουργιών των τραπεζών, τα ως άνω δε οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 27 του Ν. 2076/1992, αφορούν αποκλειστικά τον ισολογισμό των τραπεζών και τούτο για να μην εμφανίζουν οι τράπεζες έσοδα τα οποία δεν έχουν εσπραχθεί, δηλαδή αφορά μόνο τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των τόκων, περιλαμβανόμενων και τυχόν τόκων υπερημερίας που τηρούνται σε λογαριασμό τάξεως και οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χρησιμοποιούμενος όρος «εκτοκισμός των δανείων» σημαίνει μονάχα τον λογιστικό υπολογισμό των τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων και ότι αν τέτοιοι τόκοι παραμείνουν ανείσπρακτοι για χρονικό διάστημα έξι μηνών δεν επιτρέπεται να λογιστικοποιούνται, δηλαδή να εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, και όχι ότι δεν οφείλονται, αφού γενεσιουργός αιτία της οφειλής τόκων επί τόκων, όπως και κάθε ενοχής δεν μπορεί παρά να είναι είτε διάταξη νόμου είτε η σύμβαση. Αυτό ενισχύεται και από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 27 του Ν. 2076/1992, που ορίζει ότι «απαγορεύεται επίσης η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών κατά τα ανωτέρω», και το οποίο, μολονότι αναφέρεται σε απαγόρευση της λογιστικής απλώς κεφαλαιοποίησης τόκων χάριν της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, αφήνει να εννοηθεί ότι γενικά οφείλονται τόκοι τόκων, τόσο όταν προβλέπεται η οφειλή τους σε σύμβαση -αρχική η μεταγενέστερη- όσο και όταν δεν προβλέπεται ο,τιδήποτε σχετικό στη σύμβαση, οπότε η οφειλή θα έχει έρεισμα το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 110 – 112 ΕισΝΑΚ. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το τελευταίο εδάφιο της τέταρτης παραγράφου του παραπάνω άρθρου κατά το οποίο «το φορολογητέο εισόδημα των πιστωτικών ιδρυμάτων προσαρμόζεται σύμφωνα με τις προβλέψεις των παρ. 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου». Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση τα ποσά των εν λόγω λογιστικοποιημένων τόκων αποτελούν οφειλόμενο τμήμα της οφειλής προς τη δανείστρια τράπεζα. Ως εκ τούτου η παύση εκτοκισμού των δανείων συνεπάγεται μεν την παύση εμφάνισης των τόκων στο ενεργητικό του ισολογισμού, όμως, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να αναγράφουν την αξία των οφειλόμενων τόκων σε εκτός ισολογισμού λογαριασμούς (Βλ. ΑΠ 490/2004 ΤΝΠ NOMOS). Ο N. 2076/1992 καταργήθηκε μεν με το άρθρο 92 παρ. 1 του N. 3601/2007, με τον οποίο έγινε η ενσωμάτωση στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων των Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με αριθμό 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα και 2006/49/ΕΚ για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, ωστόσο, στο άρθρο 88 παρ. 1 του N. 3601/2007 συμπεριλήφθηκε παρόμοιου περιεχομένου ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία: «1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανόμενων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α’), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανόμενων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών. Εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων». Και τούτη, όμως, η διάταξη καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ I του Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ Α’ 107/05.05.2014), με τον οποίο έγινε η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ», και καταργήθηκε ο προϋφιστάμενος Ν. 3601/2007, όμως στο άρθρο 150 του Ν. 4261/2014 συμπεριλήφθηκε και πάλι όμοιου περιεχομένου ρύθμιση. Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους προβάλλουν ισχυρισμούς περί ακυρότητας Γ.Ο.Σ. που συμπεριλήφθηκαν στην επίδικη σύμβαση δανείου, με βάση τους οποίους προσδιορίσθηκε η χρηματική οφειλή έναντι της ενάγουσας. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι, από τους οποίους ο πρώτος και η δεύτερη εμπίπτουν στην έννοια του καταναλωτή, κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθώς ο πρώτος με την ιδιότητα του δανειολήπτη απέκτησε τραπεζικό προϊόν για επαγγελματικές του ανάγκες, ως τελικός αποδέκτης, και η δεύτερη εγγυήθηκε υπέρ του πρώτου, χωρίς να ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την ενάγουσα, ισχυρίζονται, κατά την εκτίμηση των ισχυρισμών τους: Α) Ότι στο αιτούμενο από την ενάγουσα ποσό συμπεριλαμβάνονται και χρεώσεις από παράνομο εκτοκισμό και ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, καθώς και ότι το ποσό που αντιστοιχεί στη χρέωση της εν λόγω εισφοράς κατά το χρονικό διάστημα από 03.06.2008 έως 24.10.2017 ανέρχεται σε 20.447,80 ευρώ, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στον παράνομο κατά τους ισχυρισμούς τους ανατοκισμό ανέρχεται σε 123,56 ευρώ. Β) Ότι με όρο της σύμβασης, που αποτελεί αδιαφανή ΓΟΣ, οι τόκοι συμφωνήθηκε να υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών και ότι εξαιτίας του υπολογισμού αυτού κατά το χρονικό διάστημα από 03.06.2008 έως 24.10.2017 η ένδικη οφειλή επιβαρύνθηκε με το ποσό των 2.643,36 ευρώ. Γ) Ότι στο αιτούμενο με την αγωγή συνολικό ποσό συμπεριλαμβάνεται και αυτό των 7.096,63 ευρώ, που αντιστοιχεί σε έξοδα της επίδικης σύμβασης δανείου και σε παράνομο εκτοκισμό και ανατοκισμό τους, όπως αυτά επιμέρους αναλύονται με τις προτάσεις τους. Ότι το ποσό των εξόδων ανέρχεται σε 1,87 % του ποσού του δανείου, ότι παρόλο που ο καθορισμός των εξόδων από την ενάγουσα ήταν σύννομος, στον σχετικό όρο που συμπεριλήφθηκε στην επίδικη σύμβαση δανείου δεν προβλέπεται ποσοστιαίος ή αριθμητικός προσδιορισμός τους, ενώ ο εκτοκισμός και ανατοκισμός τους ήταν παράνομος. Δ) Ότι με τον Όρο 3.2.α της σύμβασης δανείου ορίσθηκε ότι: «…Το συμβατικό επιτόκιο συντίθεται από ένα σταθερό τμήμα το οποίο αποκαλείται «περιθώριο» και ανέρχεται σε ποσοστό 1,80% ετησίως και το οποίο θα προσαυξάνεται με το κόστος της δανείστριας τράπεζας που θα οφείλεται στην εφαρμογή διοικητικών μέτρων και περιορισμών, όπως «δεσμεύσεις» ή άλλες επιβαρύνσεις που επιβάλλονται ή τυχόν θα επιβληθούν στα πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, και από ένα κυμαινόμενο τμήμα, το οποίο ισούται με το Euribor». Ότι, περαιτέρω, με όρο της από 20.01.2010 τροποποιητικής συμφωνίας επήλθε μεταβολή του σταθερού τμήματος (περιθωρίου) από 1,80% σε 3%, ενώ, ακολούθως με τον όρο 3.02.02 της από 30.09.2010 τροποποιητικής συμφωνίας επήλθε μεταβολή του σταθερού τμήματος (περιθωρίου) σε 3,95%. Ότι εφόσον το τμήμα αυτό του επιτοκίου (περιθώριο) ορίσθηκε ως σταθερό με την αρχική σύμβαση δεν υπήρχε η δυνατότητα αύξησής του με τις μεταγενέστερες τροποποιητικές συμβάσεις, καθώς δεν προβλέφθηκαν παράγοντες μεταβλητότητας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξησή του. Ότι ο πρώτος από αυτούς – δανειολήπτης δεν θα προέβαινε σε κατάρτιση της σύμβασης εάν γνώριζε ότι υπήρχε δυνατότητα μονομερούς αύξησης του σταθερού τμήματος του επιτοκίου και δεν επωφελήθηκε από τη μείωση του κυμαινόμενου τμήματος του επιτοκίου Euribor και από την επιλογή του για κυμαινόμενο επιτόκιο. Ε) Ότι με τον όρο 13.1 της επίδικης σύμβασης δανείου προβλέφθηκε ότι η ενάγουσα έχει το δικαίωμα να τηρεί «έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σύμφωνα με την εκάστοτε λογιστική τάξη της. Η δανείστρια δικαιούται, κατά την τήρηση ενός λογαριασμού, να τον διαχωρίζει οποτεδήποτε σε περισσότερους ή να συνενώνει οποτεδήποτε τους περισσότερους σε έναν…Κατά τη συνένωση η δανείστρια θα αθροίζει ή θα συμψηφίζει τα υπόλοιπα αυτών των λογαριασμών, το δε συνολικό υπόλοιπο από το άθροισμα ή τον συμψηφισμό των επιμέρους κονδυλίων θα αποτελεί, ανεξάρτητα από τη συνένωση, ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο οφειλής…». Ότι εν προκειμένω η ενάγουσα, κατά παράβαση του άρθρου 150 παρ. 1 του Ν. 4261/2014, πίστωσε καταβολές, συνολικού ποσού 10.269,27 ευρώ, στην καρτέλα εξωλογιστικών τόκων, αντί με τις καταβολές αυτές να μειώσει το ύψος του κεφαλαίου του δανείου από 330.964 ευρώ σε 320.694,73 ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό στοιχείο Α’ ισχυρισμός των εναγόμενων είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθώς, εφόσον οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται εν προκειμένω ότι δεν έχουν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης σε σχέση με την μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975, η επιβολή της εν λόγω εισφοράς με σχετική ρήτρα κατά τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμη, και το ίδιο ισχύει ως προς τον εκτοκισμό και τον ανατοκισμό του ποσού που αντιστοιχεί στην εισφορά αυτή, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Περαιτέρω, ο υπό στοιχείο Β’ ισχυρισμός των εναγόμενων, που αφορά σε υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών, είναι ορισμένος και νόμιμος, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην τρίτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ερειδόμενος στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Εξάλλου, ο υπό στοιχείο Γ’ ισχυρισμός, με τον οποίο οι εναγόμενοι, χωρίς να ισχυρίζονται ότι δεν τηρήθηκαν εκ μέρους της αντιδίκου τους οι αρχές διαφάνειας και ενημέρωσης ως προς τα έξοδα με τα οποία χρεώθηκαν, αντίθετα εκθέτουν ότι ο καθορισμός των εξόδων υπήρξε «σύννομος», βάλλουν κατά του εκτοκισμού και του ανατοκισμού των εξόδων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν προσδιορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στην επικαλούμενη παράνομη επιβάρυνση από τον εκτοκισμό και τον ανατοκισμό των εξόδων. Επίσης, απαράδεκτος λόγω αοριστίας και απορριπτέος είναι και ο υπό στοιχείο Δ’ ισχυρισμός, με τον οποίο οι εναγόμενοι, παρόλο που επικαλούνται ακυρότητα των όρων για τον καθορισμό του συμβατικού επιτοκίου, δεν προσδιορίζουν το ύψος του εφαρμοσθέντος επιτοκίου, ούτε τα ποσά των τόκων που προέκυψαν κατ’ εφαρμογή των όρων αυτών, και τελικά δεν προσδιορίζουν το ύψος της οφειλής, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν χωρίς την εφαρμογή του άκυρου κατά τους ισχυρισμούς τους Γ.Ο.Σ.. Τέλος, ο υπό στοιχείο Ε’ ισχυρισμός, με τον οποίο οι εναγόμενοι, με επίκληση καταχρηστικότητας του όρου 13.1 της επίδικης σύμβασης, ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα έχει παραβιάσει τις υποχρεώσεις της από το άρθρο 150 παρ. 1 του Ν. 4261/2014, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι από την προαναφερόμενη διάταξη προκύπτει ότι ο όρος περί «εκτοκισμού των δανείων» σημαίνει τον λογιστικό υπολογισμό των τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων και ότι αν τέτοιοι τόκοι παραμείνουν ανείσπρακτοι, κατά τις σχετικές στο νόμο επιμέρους διακρίσεις, δεν επιτρέπεται να λογιστικοποιούνται, δηλαδή δεν επιτρέπεται να εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, δεν σημαίνει όμως ότι δεν οφείλονται οι τόκοι, οι οποίοι αναγράφονται σε εκτός ισολογισμού λογαριασμούς, αφού γενεσιουργός αιτία της οφειλής τόκων και τόκων επί τόκων, δεν μπορεί παρά να είναι διάταξη νόμου ή σύμβαση, ενώ το γεγονός ότι τηρήθηκε ξεχωριστός λογαριασμός δεν ασκεί επιρροή ως προς τον καταλογισμό των τυχόν καταβολών, οι οποίες, ελλείψει σχετικής συμφωνίας, γίνονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 422 – 423 ΑΚ.
Κατά το άρθρο 181 ΑΚ, «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη την δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας) πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία εξωτερικά δικαιοπραξία αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε εξάρτηση μεταξύ τους και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, επί συμβάσεως, το μέρος εκείνο που γνώριζε την ακυρότητα, μόνο αυτό, δεν δικαιούται να επικαλεστεί την εφαρμογή της. Η αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης των συμβληθέντων γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.) βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση να πρόκειται περί πραγματικής ερμηνείας της δήλωσης βούλησης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ (Βλ. ΑΠ 982/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι προβάλλουν με τις προτάσεις τους ισχυρισμό περί ολικής ακυρότητας της επίδικης σύμβασης δανείου, χωρίς όμως να επικαλούνται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη απέδωσαν τέτοια σημασία σε συγκεκριμένους, καταχρηστικούς, κατά τους ισχυρισμούς τους Γ.Ο.Σ., ώστε σε περίπτωση που γνώριζαν την ακυρότητά τους, δεν θα προέβαιναν στην κατάρτιση της σύμβασης. Επομένως, ο παραπάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας.
Με την ΚΥΑ Ζ1-699/23.06.2010 (ΦΕΚ Β’ 917/2010) ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2008/48/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 «για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου». Με το άρθρο 8 της παραπάνω ΚΥΑ ορίζονται τα εξής: «1. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας, ερευνά και αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα και φερεγγυότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή κατά το προσυμβατικό στάδιο αλλά και εκείνων που έχει παράσχει κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας συναλλακτικής σχέσης, και κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις για την εποπτεία των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. 2. Εάν τα μέρη συμφωνήσουν να μεταβάλουν το συνολικό ποσό της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας επικαιροποιεί τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τον καταναλωτή και αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα και φερεγγυότητα του καταναλωτή πριν από οποιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης. 3. Εάν ο πιστωτικός φορέας παραβιάσει υπαίτια τις υποχρεώσεις του κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το συνολικό κόστος της πίστωσης, περιλαμβανομένων των τόκων, και έχει υποχρέωση να καταβάλει μόνο το ποσό του κεφαλαίου σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση πίστωσης δόσεις». Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 περ. γ’ της παραπάνω αναφερόμενης ΚΥΑ συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής της δεν εμπίπτουν οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, με επίκληση των διατάξεων του άρθρου 8 της ΚΥΑ που αναφέρεται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, ισχυρίζονται ότι λόγω παραβίασης εκ μέρους της ενάγουσας της αρχής του υπεύθυνου δανεισμού, ο πρώτος από αυτούς – δανειολήπτης, υποχρεούται σε καταβολή μόνο του κεφαλαίου του δανείου, που απομένει μετά τις επιμέρους καταβολές, συνολικού ποσού 119.690,33 ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι η επίδικη σύμβαση αφορά σε δάνειο, ποσού 380.000 ευρώ, όπως συνομολογείται από τους εναγόμενους, επομένως, αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραπάνω ΚΥΑ, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι για τη θεμελίωση του ισχυρισμού. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 με Απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών οφειλών δανείων Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 31.12.2014. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του εν λόγω Κώδικα αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των 30 ημερολογιακών ημερών έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμόζει τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα σύμφωνα με τον Κώδικα υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν το χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», όπως ορίσθηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού xρέους του Ν. 4224/2013. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (i) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (ii) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές των ανωτέρω εντός 15 εργασίμων ημερών, (iii) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τους ανωτέρω, (iν) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του και (ν) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα. Η ΔΕΚ του Κώδικα αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντας γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων 15 ημερολογιακών ημερών, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξη τους στη ΔΕΚ, λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Στάδιο 2 της ΔΕΚ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην παραπάνω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή, αξιολογούνται ενδεικτικά, στοιχεία όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύφος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητα του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο ή σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με το δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητα του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στο δανειολήπτη (λύση ρύθμισης, λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόφη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.5.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για το σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Τίθεται ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Καταρχήν, από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρούμενων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της «καταλληλότερης» κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωση τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος. Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα, ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων δεν δύναται όμως να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα, καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις, όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσης κυρώσεις (πρβλ. ΠΠΘ 10214/2019, ΠΠΗ 33/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα, κατά παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας, δεν κάλεσε τον πρώτο από αυτούς για να υπαχθεί σε διαδικασία βιώσιμης επίλυσης καθυστερήσεων ή σε βιώσιμη αναδιάρθρωση του χρέους, δεν απάντησε κατά τα έτη 2014 και 2016 σε σχετικές προσκλήσεις του πρώτου προς διευθέτηση της ληξιπρόθεσμης οφειλής, παρά μόνο με την 23.10.2017 επιστολή της απέρριψε την πρόταση που της είχε υποβληθεί το έτος 2016, ενώ εξαιτίας της αδράνειάς της αυτής διογκώθηκε το επίδικο χρέος. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, κατά το σκέλος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη μη τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι η μη τήρηση της προβλεπόμενης από τον εν λόγω Κώδικα διαδικασίας συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσης κυρώσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Περαιτέρω, κατά το σκέλος που επιχειρείται να θεμελιωθεί καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ο ισχυρισμός είναι επίσης μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε συμβιβαστική λύση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, αφού η τυχόν επιτευχθείσα λύση πρέπει να συμβαδίζει με τις εποπτικές υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε μόνο η μη ανταπόκριση της ενάγουσας στις προτάσεις του πρώτου εναγόμενου για την επίτευξη λύσης να μην θεμελιώνει αυτοτελώς ισχυρισμό από το άρθρο 281 ΑΚ (Βλ. ΜονΕΛαρ 499/2019, ό.π., ΜονΕΘ 2277/2017 ΤΝΠ NOMOS). Από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χάριτος Ζαχαριά, την οποία προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενοι και λήφθηκε με επιμέλειά τους, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, -μεταξύ των οποίων- α) η από … τεχνική έκθεση της …, β) η από … τεχνική γνωμοδότηση του …, τις οποίες προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενοι, και γ) η από … έκθεση εκτίμησης του …, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ (Βλ. ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 64/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), καθώς και από τις ομολογίες τους που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. … σύμβασης δανείου, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου, η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στον δεύτερο δάνειο, ποσού 380.000 ευρώ, για τη χρηματοδότηση της αγοράς ενός νεότευκτου σκάφους, τύπου Majesty 44, κατασκευής του ναυπηγείου … Ο εναγόμενος δανειολήπτης ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα τόκο στο νόμισμα του δανείου, ο οποίος θα υπολογιζόταν τοκαριθμικώς, με βάση έτος 360 ημερών, επί του εκάστοτε ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου, με βάση το συμβατικό επιτόκιο (Όρος 3.1). Το συμβατικό επιτόκιο συμφωνήθηκε να συντίθεται από ένα σταθερό τμήμα («περιθώριο»), που ανερχόταν σε 1,80% ετησίως, το οποίο θα προσαυξανόταν με το κόστος της δανείστριας που θα οφειλόταν σε εφαρμογή διοικητικών μέτρων και περιορισμών, όπως δεσμεύσεις ή άλλες επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν ή τυχόν θα επιβάλλονταν σε πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, και από ένα κυμαινόμενο τμήμα, που θα ισούταν με το Euribor (Όρος 3.2.α). Οι τόκοι συμφωνήθηκε να καταβάλλονται, χωρίς ειδοποίηση ή όχληση, ανά εξάμηνο (περίοδος εκτοκισμού) και, συγκεκριμένα, την τελευταία ημέρα του εξαμήνου, με πρώτη περίοδο εκτοκισμού το εξάμηνο που θα άρχιζε από την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (Όρος 3.3), ενώ ο δανειολήπτης ανέλαβε και την υποχρέωση να καταβάλλει στη δανείστρια κατά τις ημερομηνίες καταβολής τόκων και ποσό ίσο με τις εισφορές του Ν. 128/1975 για τη χρονική περίοδο που αφορούσαν οι τόκοι (Όρος 3.4). Η εξόφληση του δανείου συμφωνήθηκε σε δεκατρείς εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, της πρώτης από αυτές, ποσού 29.230,76 ευρώ, καταβαλλομένης την αντίστοιχη ημερομηνία του 12ου μήνα από την εκταμίευση του ποσού του δανείου, και των υπολοίπων δώδεκα, ποσού 29.230,77 ευρώ η καθεμία, ανά εξάμηνο μετά την καταβολή της πρώτης δόσης (Όρος 4). Οι καταβολές του οφειλέτη συμφωνήθηκαν να καταλογίζονται ως εξής: α) στα έξοδα μαζί με τους σχετικούς τόκους, β) στις εισφορές, γ) στους τόκους επί των ληξιπρόθεσμων τόκων και τόκων υπερημερίας, δ) στους τόκους υπερημερίας, ε) στους λοιπούς τόκους, και στ) στο κεφάλαιο (Όρος 5). Περαιτέρω, με τον Όρο 6 συμφωνήθηκαν τα εξής: «6.1 Εάν ο οφειλέτης δεν εξοφλήσει εμπροθέσμως οποιοδήποτε ποσό οφείλει δυνάμει της σύμβασης, καθίσταται υπερήμερος αυτοδικαίως και χωρίς καμία όχληση, με μόνη την παρέλευση της ημέρας κατά την οποία η οφειλή έγινε ληξιπρόθεσμη. Στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να καταβάλλει στη δανείστρια τόκο υπερημερίας, προς επιτόκιο ίσο με το συμβατικό επιτόκιο (το οποίο μεταβάλλεται και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας με ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων ανωτέρω στην παράγραφο 3.2), προσαυξανόμενο κατά τον ανώτατο επιτρεπόμενο εκάστοτε αριθμό μονάδων (σήμερα 2,5 μονάδες). Εάν παύσει ο διοικητικός καθορισμός του ύψους του επιτοκίου υπερημερίας, το συμβατικό επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά 4 μονάδες. Η δανείστρια έχει το δικαίωμα να μετατρέπει, κατά την κρίση της, την τυχόν ληξιπρόθεσμη οφειλή ξένου νομίσματος σε ισότιμη οφειλή ευρώ, με βάση την επίσημη τιμή πωλήσεως του ξένου νομίσματος που ισχύει κατά την ημέρα κατά την οποία η εν λόγω οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη. Η οφειλή αυτή σε ευρώ φέρει τόκο υπερημερίας προς κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το άθροισμα: α) του βασικού επιτοκίου κεφαλαίου κινήσεως της δανείστριας, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 8,85% ετησίως και το οποίο μεταβάλλει η ίδια με ανακοίνωσή της, η οποία δημοσιεύεται δια του τύπου ή κατ’ άλλον, τυχόν επιβαλλόμενο από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις τρόπο (με ισχύ από την επομένη της κατά τα ανωτέρω πρώτης σχετικής δημοσίευσης ημέρα) και β) του ανώτατου αριθμού μονάδων με τις οποίες επιτρέπεται να προσαυξάνεται ο τόκος υπερημερίας για τραπεζικό δανεισμό (σήμερα 2,5 μονάδες) ή εάν παύσει ο διοικητικός καθορισμός του ύψους του επιτοκίου υπερημερίας, 4 μονάδων. 6.2 Συνομολογείται ότι για ληξιπρόθεσμους πάσης φύσεως τόκους ενός τουλάχιστον εξαμήνου εκάστοτε ο οφειλέτης υποχρεούται εφεξής να καταβάλλει επί αυτών τόκους υπερημερίας, προς το αυτό ως άνω υπό 6.1 επιτόκιο υπερημερίας. Οι τόκοι αυτοί λογίζονται ανά εξάμηνο και ειδικότερα στις ημερομηνίες λογισμού τόκων που ορίζονται στο άρθρο 3.3 κατά την εκάστοτε συμπλήρωση εξαμήνου». Επίσης, με τον Όρο 13 συμφωνήθηκαν τα εξής: «13.1 Η δανείστρια θα τηρεί για το δάνειο έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, σύμφωνα με την εκάστοτε λογιστική τάξη της. Η δανείστρια δικαιούται, κατά την τήρηση ενός λογαριασμού, να τον διαχωρίζει οποτεδήποτε σε περισσότερους ή να συνενώνει οποτεδήποτε τους περισσότερους σε έναν. Κατά τη συνένωση η δανείστρια θα αθροίζει ή θα συμψηφίζει τα υπόλοιπα αυτών των λογαριασμών, το δε συνολικό υπόλοιπο από το άθροισμα ή τον συμψηφισμό των επιμέρους υπολοίπων, θα αποτελεί, ανεξάρτητα από τη συνένωση, ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο οφειλής, το οποίο ασφαλίζεται με όλες τις προσωπικές και εμπράγματες ασφάλειες που έχουν παρασχεθεί κατά τους όρους της σύμβασης. 13.2 Απόσπασμα που εκδίδει η δανείστρια από τα βιβλία της και στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του/των ανωτέρω υπό 13.1 λογαριασμών από το άνοιγμά τους ή από οποιαδήποτε αναγνώρισή τους εκ μέρους του οφειλέτη συμφωνείται ότι αποτελεί υποστατό και νόμιμο αποδεικτικό μέσο που πληροί τους όρους του εγγράφου επέχον θέση πρωτοτύπου και παρέχει πλήρη απόδειξη για τις απαιτήσεις της δανείστριας κατά του οφειλέτη από τη σύμβαση και έγγραφο κατάλληλο για την έκδοση διαταγής πληρωμής», με τον Όρο 14 συμφωνήθηκε ότι: «14.1 Φόροι, τέλη, εισφορές (επιπλέον αυτών που αναφέρονται στον Όρο 3.4), δικαιώματα ή οποιασδήποτε φύσεως επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου ή οποιωνδήποτε τρίτων που επιβάλλονται επί του κεφαλαίου, των τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων του δανείου ή έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη σύμβαση βαρύνουν τον οφειλέτη, στον οποίο και επιρρίπτονται. Τον οφειλέτη βαρύνουν επίσης τα έξοδα, κάθε φύσεως, για την τυχόν παροχή, εγγραφή, τροπή, συμπληρωματική εγγραφή, εξάλειψη οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος ή την παροχή οποιωνδήποτε άλλων ασφαλειών για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της δανείστριας, την ασφάλιση ενυπόθηκων ή ενεχυρασμένων πραγμάτων, τα δικαστικά έξοδα, τα έξοδα εκτελέσεως, ανεξάρτητα από την περάτωσή της, τα έξοδα εκτιμήσεως υπέγγυας περιουσίας, οικονομοτεχνικής εκτιμήσεως, καταρτίσεως μελέτης ή παρεπόμενων συμβάσεων, και όλα γενικώς τα έξοδα και οι δαπάνες που γίνονται ή θα γίνουν με αιτία ή αφορμή τη σύμβαση ή την εκτέλεσή της. 14.2 Εάν η δανείστρια τυχόν καταβάλει, καίτοι δεν έχει υποχρέωση, ποσά στα οποία αφορά το παρόν άρθρο, θα χρεώνει με αυτά τον οφειλέτη μαζί με τόκους προς το βασικό επιτόκιο κεφαλαίου κίνησης. Η χρέωση αυτή του οφειλέτη θα γίνεται από την ημέρα καταβολής των ανωτέρω ποσών από τη δανείστρια έως την προσεχή λήξη δόσεως του δανείου, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση, χωρίς όχληση, να αποδώσει στη δανείστρια αυτά τα ποσά μαζί με τους ανωτέρω τόκους. Αν καταστεί υπερήμερος, οφείλει τόκο υπερημερίας προς το επιτόκιο υπερημερίας οφειλής σε ευρώ που ορίζεται ανωτέρω υπό 6.1», στον Όρο 15 ορίσθηκε ότι: «15.1 Ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασφαλίσει με δικές του δαπάνες και να διατηρεί ασφαλισμένο το πλοίο, τόσο κατά τη διάρκεια ναυσιπλοΐας του όσο και κατά τη διάρκεια ελλιμενισμού του, έως την ολοσχερή εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τη σύμβαση, σε ασφαλιστική εταιρία που εγκρίνει η δανείστρια για τους ακόλουθους κινδύνους: α)…β)…γ)…δ)…ε)…στ)…15.2 Ο οφειλέτης συμφωνεί με τη δανείστρια να φροντίσει ώστε: α) Οι ανωτέρω ασφάλειες να συναφθούν μέσω ασφαλιστικών εταιριών της αποδοχής της δανείστριας, β) Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια να ανανεώνονται τουλάχιστον 14 ημέρες πριν από τη λήξη τους και οι ασφαλιστές να ενημερώνουν εγγράφως τη δανείστρια για το χρόνο πραγματοποιήσεως της κάθε ανανεώσεως, γ) Οι ασφαλιστές να συμφωνούν στο να δίνεται έγγραφη ειδοποίηση στη δανείστρια τουλάχιστον 14 ημέρες πριν την ακύρωση, μεταβολή, τερματισμό ή λήξη των ασφαλιστήριων συμβολαίων. 15.3 Αν ο οφειλέτης παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του που αναφέρονται ανωτέρω στο παρόν άρθρο, η δανείστρια δικαιούται, κατά την κρίση της, να προβαίνει στην ασφάλιση του πλοίου σε ασφαλιστική εταιρία της εκλογής της, με δαπάνες του οφειλέτη. Η παράγραφος 14.2 ισχύει και εν προκειμένω», ενώ στον Όρο 16 ορίσθηκε ότι: «Προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων της δανείστριας κατά του οφειλέτη, οι οποίες απορρέουν ή θα απορρεύσουν από τη σύμβαση, όπως ενδεικτικά απαιτήσεις από κεφάλαιο, τόκους, εισφορές, τόκους υπερημερίας -περιλαμβανομένων και των τόκων επί των ληξιπρόθεσμων τόκων και τόκων υπερημερίας- έξοδα ή δαπάνες (οι οποίες αποκαλούνται περαιτέρω «ασφαλιζόμενες απαιτήσεις»), ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρήσει αμέσως μετά τη νηολόγηση του πλοίου επ’ ονόματί του δικαίωμα στη δανείστρια προς εγγραφή πρώτης απλής ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου, για κεφάλαιο ίσο με ποσοστό 130% του κατά τα ανωτέρω στο άρθρο 1 ποσού του δανείου και να συμπράξει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την καταχώρησή της στα οικεία βιβλία ναυτικών υποθηκών». Στην παραπάνω περιγραφόμενη σύμβαση δανείου συμβλήθηκε ως εγγυήτρια υπέρ του πρώτου εναγόμενου η δεύτερη εναγόμενη – σύζυγός του. Ειδικότερα, η παραπάνω διάδικος εγγυήθηκε υπέρ του πρώτου εναγόμενου, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του δανείου, κατά κεφάλαιο, τόκους, εισφορές, τόκους υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένων των τόκων επί ληξιπρόθεσμων τόκων και εισφορών, καθώς και επί των τόκων υπερημερίας, τα έξοδα και τα λοιπά κονδύλια του δανείου, και γενικά εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων από τη σύμβαση, παραιτούμενη από το δικαίωμα της διζήσεως (Όρος 18.1). Το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε την 03.06.2008, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους, συναγόμενης έτσι ομολογίας τους (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ), ενώ προς εξασφάλιση όλων των απαιτήσεων από τη σύμβαση δανείου δυνάμει του υπ’ αριθ. … συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Αγγελικής Τσαλπατούρου – Βραχνού συστήθηκε απλή ναυτική υποθήκη υπέρ της ενάγουσας επί του σκάφους του πρώτου εναγόμενου «…», με Αριθμό Νηολογίου ……… … και με Δ.Δ.Σ. …, μέχρι του ποσού των 494.000 ευρώ, και η υποθήκη αυτή καταχωρήθηκε στα βιβλία του Νηολογίου ………. την 03.07.2008. Στη συνέχεια, την 20.01.2010 καταρτίσθηκε μεταξύ των παραπάνω διαδίκων τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης δανείου, με την οποία, αφενός ο πρώτος εναγόμενος αναγνώρισε ότι η οφειλή του από τη σύμβαση δανείου ανερχόταν σε 350.769,24 ευρώ, αφετέρου τροποποιήθηκε ο Όρος 3.2.α της αρχικής σύμβασης δανείου, με έναρξη από την 03.12.2009, και συμφωνήθηκε ότι το συμβατικό επιτόκιο θα συντίθεται από ένα σταθερό τμήμα («περιθώριο»), που ανερχόταν σε 3% ετησίως. Ακολούθως, την 30.09.2010 καταρτίσθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων η υπ’ αριθ. 1 τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης δανείου, με την οποία, αφενός ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων αναγνώρισαν ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου ποσό (άληκτο κεφάλαιο και ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανερχόταν συνολικά σε 363.181,06 ευρώ, αφετέρου τροποποιήθηκε ο Όρος 3 της αρχικής σύμβασης δανείου ως προς το σταθερό τμήμα (περιθώριο) του συμβατικού επιτοκίου, το οποίο συμφωνήθηκε σε 3,95% ετησίως, καθώς και ως προς την περίοδο εκτοκισμού, η οποία συμφωνήθηκε μηνιαία, με έναρξη ισχύος της τροποποιητικής συμφωνίας από 04.10.2010. Επίσης, με την ίδια συμφωνία τροποποιήθηκε ο Όρος 4 της αρχικής σύμβασης ως προς τον χρόνο εξόφλησης του δανείου και ο πρώτος εναγόμενος οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει το οφειλόμενο ποσό των 363.181,06 ευρώ σε 69 μηνιαίες δόσεις, ποσού 5.263,74 ευρώ, η πρώτη από αυτές, και ποσού 5.263,49 ευρώ, καθεμία από τις υπόλοιπες, με έναρξη καταβολής της πρώτης δόσης την 04.10.2010, καταβλητέων των υπολοίπων ανά μήνα, και με καταβολή της τελευταίας δόσης την 06.06.2016. Στη συνέχεια, την 24.05.2011 μεταξύ των συμβαλλομένων καταρτίσθηκε η υπ’ αριθ. 2 τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης δανείου, με την οποία ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων αναγνώρισαν ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου ποσό (άληκτο κεφάλαιο και ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανερχόταν συνολικά σε 337.737 ευρώ και τροποποιήθηκε η σύμβαση ως προς τον Όρο 4, που όριζε τον χρόνο αποπληρωμής, με τη συμφωνία το οφειλόμενο ποσό των 337.737 ευρώ να καταβληθεί σε 61 μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με το προσαρτημένο στη συμφωνία πλάνο αποπληρωμής, με έναρξη πληρωμής την 06.06.2011 και με καταβολή της τελευταίας δόσης την 06.06.2016. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι οι εναγόμενοι προσάγουν με επίκληση την υπ’ αριθ. 3/25.04.2012 τροποποιητική συμφωνία της αρχικής σύμβασης δανείου, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων αναγνώρισαν ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου ποσό (άληκτο κεφάλαιο και ληξιπρόθεσμες οφειλές) την 25.04.2012 ανερχόταν συνολικά σε 343.105,89 ευρώ, καθώς και ότι με αυτή συμφώνησαν στην κεφαλαιοποίηση μέρους της ληξιπρόθεσμης οφειλής, ποσού 33.265,91 ευρώ, έτσι ώστε κεφάλαιο του δανείου να αποτελεί: α) το άθροισμα του άληκτου κεφαλαίου, ποσού 299.237 ευρώ, β) μέρος της ληξιπρόθεσμης οφειλής, ποσού 33.265,91 ευρώ, και γ) το ποσό των συμβατικών τόκων επί του υπό τα στοιχεία α’ και β’ κεφαλαίου, καθώς και ότι ο πρώτος από αυτούς ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το κεφάλαιο του δανείου σε 69 μηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, από τις οποίες η 69η θα ήταν ποσού 150.000 ευρώ, ενώ τα ποσά των υπόλοιπων 68 δόσεων θα προσδιορίζονταν από τη δανείστρια με την πάροδο 9 μηνών από την κατάρτιση της παραπάνω συμφωνίας, και θα υπογραφόταν από τους συμβαλλόμενους πλάνο αποπληρωμής, με ημερομηνία καταβολής της 1ης δόσης 10 μήνες μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, καθεμίας από τις επομένες δόσεις ανά μήνα, και της τελευταίας καταβλητέας την 25.10.2018. Το παραπάνω έγγραφο προσάγεται από τους εναγόμενους, χωρίς να προβάλλεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός σε σχέση με αυτό και χωρίς να προκύπτει εάν μετά την κατάρτισή του έλαβε χώρα η σύνταξη και υπογραφή του προβλεπόμενου με τη συμφωνία πλάνου αποπληρωμής. Επίσης, οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ειδικά με τις προτάσεις τους τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ως χρόνος λήξης του επίδικου δανείου συμφωνήθηκε η 06.06.2016, με βάση την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 2/24.05.2011 τροποποιητική συμφωνία. Περαιτέρω, για την εξυπηρέτηση και την λογιστική παρακολούθηση της σύμβασης δανείου ανοίχθηκαν και τηρήθηκαν από την ενάγουσα στο όνομα του πρώτου εναγόμενου περισσότεροι λογαριασμοί, όπως αυτή δικαιούνταν δυνάμει του προαναφερόμενου Όρου 13.1 της αρχικής σύμβασης, και, συγκεκριμένα, τηρήθηκαν οι υπ’ αριθ. … … λογαριασμοί. Από τα προσαγόμενα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της ενάγουσας, τα οποία έχουν εξαχθεί με εκτύπωση από το τηρούμενο σε ηλεκτρονική μορφή σύστημα και φέρουν σχετική βεβαίωση των υπαλλήλων της για τη γνησιότητα της εκτύπωσης, προκύπτει η κίνηση των παραπάνω αναφερόμενων λογαριασμών από το άνοιγμά τους μέχρι και το κλείσιμο την 23.10.2017. Από τα αποσπάσματα αυτά, τα οποία δυνάμει έγκυρης δικονομικής συμφωνίας των συμβαλλομένων που περιλήφθηκε στον Όρο 13.2 της αρχικής σύμβασης αποδεικνύουν την απαίτηση της ενάγουσας, σε συνδυασμό με τους προσαγόμενους από την ενάγουσα πίνακες υπολογισμού συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, στους οποίους αναφέρονται οι περίοδοι εκτοκισμού, το εκάστοτε εφαρμοστέο συμβατικό επιτόκιο, με διαχωρισμό σε βασικό επιτόκιο (Euribor) και σε περιθώριο, το επιτόκιο, όπως διαμορφώνεται με την εισφορά του Ν. 128/1975, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί σε συμβατικούς τόκους ή σε τόκους υπερημερίας για κάθε επιμέρους περίοδο εκτοκισμού, προκύπτει ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου ποσό την 06.06.2016 για κεφάλαιο, ποσού 330.964 ευρώ, συμβατικούς τόκους κατά το χρονικό διάστημα από 05.12.2011 έως 06.06.2016, ποσού 39.149,62 ευρώ, για έξοδα, ποσού 1.472 ευρώ, και για συμβατικούς τόκους υπερημερίας μέχρι τη λήξη του, ποσού 50.937,58 ευρώ, ανήλθε συνολικά σε (330.964 + 39.149,62 + 1.472 + 50.937,58 =) 422.523,20 ευρώ. Επίσης, οι τόκοι υπερημερίας επί του παραπάνω ποσού κατά το χρονικό διάστημα από 07.06.2016 έως 23.10.2017 ανήλθαν σε 40.663,31 ευρώ, σύμφωνα με τον προσαγόμενο από την ενάγουσα πίνακα υπολογισμού, στον οποίο αναφέρονται οι περίοδοι εκτοκισμού, το εκάστοτε εφαρμοστέο συμβατικό επιτόκιο, με διαχωρισμό σε βασικό επιτόκιο (Euribor) και σε περιθώριο, το επιτόκιο, όπως διαμορφώνεται με την εισφορά του Ν. 128/1975, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας για κάθε επιμέρους περίοδο εκτοκισμού, ενώ προέκυψαν και έξοδα, ποσού 967,14 ευρώ, τα οποία βαρύνουν τον πρώτο εναγόμενο – οφειλέτη. Επομένως, με βάση τα παραπάνω, την 23.10.2017 η οφειλή έναντι της ενάγουσας από την επίδικη σύμβαση δανείου ανερχόταν συνολικά σε (422.523,20 + 40.663,91 + 967,14 =) 464.154,25 ευρώ. Με την από 23.10.2017 επιστολή, που επιδόθηκε στον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων, καθώς και στον αντίκλητό τους την 09.11.2017 (Βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), η ενάγουσα κάλεσε τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων να της καταβάλουν το παραπάνω ποσό των 464.154,25 ευρώ, πλέον τόκων. Το παραπάνω ποσό εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα, καθώς δεν προκύπτει ότι έγιναν οποιεσδήποτε καταβολές, ούτε ότι έγινε οποιαδήποτε διευθέτηση ή ρύθμιση της επίδικης οφειλής. Σημειώνεται, επίσης, ότι κατά τα έτη 2014 και 2016 είχαν προηγηθεί συναντήσεις μεταξύ των υπαλλήλων της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου, με σκοπό τη διευθέτηση και τη ρύθμιση της οφειλής από το εν λόγω δάνειο, χωρίς όμως τα μέρη να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση. Όμως, το οφειλόμενο στην ενάγουσα ποσό 464.154,25 ευρώ, το οποίο αποτελεί και το αιτούμενο με την αγωγή, πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό των 2.643,35 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε επιβάρυνση της οφειλής, λόγω υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, δυνάμει του Όρου 3.1 της αρχικής σύμβασης, ο οποίος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας (Βλ. ΑΠ 368/2019, ό.π.), γενομένου δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων. Ειδικότερα, από την προσαγόμενη με επίκληση από τους εναγόμενους με ημερομηνία … τεχνική έκθεση προκύπτει ότι η συνολική επιβάρυνση της οφειλής από τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών κατά το χρονικό διάστημα από 03.06.2008 έως 24.10.2017 ανέρχεται συνολικά σε (677,09 + 54,44 + 0,75 + 655,71 + 697,73 + 557,63 =) 2.643,35 ευρώ (Βλ. σελ. 48 της τεχνικής έκθεσης), και ο υπολογισμός αυτός δεν αμφισβητείται ειδικά από την ενάγουσα με την προσθήκη στις προτάσεις της. Επίσης, ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων επικαλούνται καταχρηστικά την ιδιότητά τους ως καταναλωτές πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω διάδικοι έχουν ιδιαίτερη εμπειρία σε σχέση με την κατάρτιση αντίστοιχων τραπεζικών συμβάσεων, αντίθετα, προέκυψε ότι αυτοί κατήρτισαν μία σημαντικού αντικειμένου σύμβαση, η οποία δεν ήταν συνηθισμένη σε σχέση με την εν γένει δραστηριοποίησή τους. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το οφειλόμενο στην ενάγουσα ποσό, για την πληρωμή του οποίου ευθύνεται ο πρώτος εναγόμενος – δανειολήπτης, ανέρχεται σε (464.154,25 – 2.643,35 =) 461.510,90 ευρώ. Εξάλλου, για την πληρωμή του παραπάνω ποσού ευθύνεται κατ’ αρχήν εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο και η δεύτερη εναγόμενη, η οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια υπέρ του πρώτου στην αρχική σύμβαση δανείου και τις τροποποιητικές συμβάσεις, παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως. Η ίδια, επικαλούμενη υπαίτια συμπεριφορά της ενάγουσας, εξαιτίας της οποίας κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης από την περιουσία του πρώτου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη, προβάλε ένσταση ελευθερώσεως. Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Σε σχέση με την αποδιδόμενη στην ενάγουσα υπαίτια συμπεριφορά ότι η ενάγουσα, παρά την αδυναμία του πρώτου από αυτούς να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις από τη σύμβαση ήδη από το έτος 2011, προέβη στις παραπάνω αναφερόμενες τροποποιητικές συμφωνίες της αρχικής σύμβασης, αντί να καταγγείλει τη σύμβαση, όπως δικαιούνταν, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτείται να καταβάλει κάποιος στις συναλλαγές (άρθρο 330 ΑΚ). Μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προαναφερόμενων τροποποιητικών συμφωνιών, με τις οποίες τροποποιήθηκε ο όρος σχετικά με την αποπληρωμή του δανείου, με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, αυτές καταρτίσθηκαν κατόπιν σχετικών αιτημάτων του πρώτου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη. Ο παραπάνω εμφάνιζε μεν δυσκολία να ανταποκριθεί στη σύμβαση, πλην όμως είχε προβεί σε καταβολές σημαντικών ποσών και μέχρι και την 19.11.2013 η ληξιπρόθεσμη σε βάρος του οφειλή ανερχόταν συνολικά μόνο σε 23.859,40 ευρώ. Ούτε όμως το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου πριν τον χρόνο λήξης του, δηλαδή πριν την 06.06.2016, όπως δικαιούνταν, συνιστά υπαίτια συμπεριφορά της, ικανή να οδηγήσει σε ελευθέρωση της δεύτερης εναγόμενης, ενόψει μάλιστα του ότι μέχρι και το έτος 2016 ο πρώτος εναγόμενος είχε συναντήσεις και συζητήσεις με τους υπαλλήλους της ενάγουσας, υπέβαλε προτάσεις και διαπραγματευόταν την κατάρτιση νέας συμφωνίας, με μείωση του ποσού των μηνιαίων καταβολών και περαιτέρω επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Τέλος, σε σχέση με την επικαλούμενη καθυστέρηση της ενάγουσας να προβεί σε οποιεσδήποτε νομικές ενέργειες κατά τον χρόνο που μεσολάβησε από την λήξη του δανείου (06.06.2016) μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής, δεν αποδείχθηκε ότι η τυχόν δικαστική επιδίωξη σε βάρος του πρωτοφειλέτη σε προγενέστερο της αγωγής χρόνο θα απέβαινε αποτελεσματική, με την έννοια ότι η ενάγουσα θα μπορούσε να ικανοποιηθεί για τις απαιτήσεις της αποκλειστικά από την περιουσία του πρώτου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη, και, συγκεκριμένα, από το σκάφος του «…». Ειδικότερα, η εμπορική αξία του υπό ελληνική σημαία και με Αριθμό Νηολογίου ………….. σκάφους αναψυχής «…», κυριότητας του πρώτου εναγόμενου, μοντέλου Majesty 44, το οποίο κατασκευάσθηκε το έτος 2009 από την εδρεύουσα στα …….. εταιρία «…», έχει μήκος 13,61 μ., πλάτος 4,35 μ., διαθέτει διπλή εξακύλινδρη προπέλα, δύο πετρελαιοκίνητες μηχανές, εργοστασίου κατασκευής VOLVO PENTA και τύπου D6-3701, το έτος 2016 δεν υπερέβαινε τις 240.000 ευρώ και το έτος 2017 δεν υπερέβαινε τις 225.000 ευρώ, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ). Επομένως, ακόμη και εάν η ενάγουσα είχε προβεί σε νομικές ενέργειες σε βάρος του πρωτοφειλέτη για την είσπραξη της οφειλής της σε προγενέστερο χρόνο, και είχε επιδιώξει την αναγκαστική κατάσχεση και εν τέλει τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του σκάφους, δεν θα είχε ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα του σκάφους για το σύνολο της απαίτησής της, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, υπερέβαινε την αξία του σκάφους. Κατόπιν τούτων, πρέπει η ένσταση ελευθερώσεως της δεύτερης εναγόμενης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, δυνάμει του υπ’ αριθ. … συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Ασημούλας Σάκαινα – Πάσχου, το οποίο μεταγράφηκε την 28.05.2014 στον Τόμο …… με Αριθμό …….. των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου ……….., η δεύτερη εναγόμενη μεταβίβασε στον τρίτο εναγόμενο – υιό της, λόγω γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχείο Α-1 διαμερίσματος πρώτου ορόφου πάνω από το ισόγειο, το οποίο βρίσκεται σε διώροφη οικοδομή που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, έκτασης 205,88 τ.μ., στην …, στην περιφέρεια του ομώνυμου Δήμου, και, συγκεκριμένα, στην οδό …. Η παραπάνω οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα, που έχει ενταχθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο και φέρει αριθμό ΚΑΕΚ … επιφάνειας 136,46 τ.μ., φαίνεται με τα στοιχεία Α-1 στο από Ιούλιο 1991 σχεδιάγραμμα κάτοψης πρώτου ορόφου (με Αριθμό σχεδίου Α-3) της Αρχιτέκτονα Μηχανικού Αργυρώς Ντζαμάρα και στο από Ιούνιο 1991 πίνακα κατανομής ποσοστών της ίδιας Αρχιτέκτονα Μηχανικού, τα οποία προσαρτώνται στο υπ’ αριθ. … συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Δανιά – Σινάνη, και έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 500%ο. Η εμπορική αξία της ψιλής κυριότητας επί του παραπάνω ακινήτου κατά το χρόνο της μεταβίβασης ανερχόταν σε 100.000 ευρώ και κατά το χρόνο έγερσης της κρινόμενης αγωγής ανερχόταν σε 80.000 ευρώ, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται ειδικά από τους εναγόμενους. Η παραπάνω ιδιοκτησία αποτελούσε το πλέον σημαντικό εμφανές περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης εναγόμενης, καθώς εκτός από αυτό, η ίδια είναι ψιλή κυρία και ενός αγροτικού ακινήτου, έκτασης 1.750 τ.μ. περίπου στη θέση «Πέτρου» του Δ.Δ. Μύρτου του Δήμου Ιεράπετρας Κρήτης, η αξία του οποίου όμως δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται ειδικά από τους εναγόμενους, συναγόμενης έτσι ομολογίας τους (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Η δεύτερη εναγομένη, ως εγγυήτρια στην παραπάνω περιγραφόμενη σύμβαση δανείου, είναι οφειλέτης, κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, ενώ, περαιτέρω, κατά τον χρόνο της παραπάνω απαλλοτρίωσης η ενάγουσα είχε την ιδιότητα της δανείστριας έναντι της ίδιας. Η παραπάνω διάδικος προέβη στην επίδικη απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία προς τον τρίτο εναγόμενο – υιό της, με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας – δανείστριας, ώστε να μην υπάρχουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τελευταίας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ίδια, παρόλο που γνώριζε ότι είχε την ιδιότητα του οφειλέτη έναντι της ενάγουσας, λόγω της σύμβασης εγγύησης, καθώς και ότι ο πρώτος εναγόμενος – σύζυγός της, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε, δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση δανείου, προέβη στην εν λόγω απαλλοτρίωση, με πρόθεση να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας από την περιουσία της. Η κρίση περί της πρόθεσης βλάβης εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης ενισχύεται και από το γεγονός ότι η επίδικη απαλλοτρίωση έλαβε χώρα μόλις δύο μήνες μετά τη δημοσίευση της υπ’ αριθ. 3946/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία απορρίφθηκε η από 17.01.2014 αίτηση της ενάγουσας για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί των δύο παραπάνω περιγραφόμενων ακινήτων, ψιλής κυριότητας της δεύτερης εναγόμενης. Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη, η οποία γνώριζε την αρνητική εξέλιξη της σύμβασης δανείου, προέβη σε απαλλοτρίωση του περιγραφόμενου περιουσιακού της στοιχείου, με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω μεταβίβαση έγινε με κίνητρο την εξασφάλιση του υιού της, κατόπιν διάγνωσης της δεύτερης εναγόμενης με σοβαρή ασθένεια, εξαιτίας της οποίας της βίωσε φόβο απώλειας της ζωής της, δεν αναιρεί τον καταδολιευτικό χαρακτήρα της απαλλοτρίωσης, διότι αφενός η η απαλλοτρίωση προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη βλάβη των δανειστών ή την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (Βλ. ΑΠ 28/2017, ΑΠ 778/2015, AΠ 1217/2014, ό.π.), αφετέρου δεν απαιτείται η βλάβη του δανειστή να αποτελεί τον αποκλειστικό σκοπό της απαλλοτρίωσης. Επίσης, ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι οι απαιτήσεις της ενάγουσας ήταν εξασφαλισμένες με ναυτική υποθήκη που είχε εγγραφεί επί του σκάφους του πρώτου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη δεν αναιρεί την πρόθεση βλάβης της δεύτερης εναγόμενης, ενόψει του ότι ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται με βάση τα στοιχεία που συντρέχουν στο πρόσωπο του μεταβιβάσαντος και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των υπόλοιπων εις ολόκληρον συνοφειλετών. Περαιτέρω, εφόσον η επίδικη γονική παροχή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και είναι χαριστική δικαιοπραξία, δεν απαιτείται γνώση του τρίτου εναγόμενου ως προς την πρόθεση βλάβης της δεύτερης εναγόμενης, με βάση το άρθρο 942 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, συντρέχει περίπτωση να διαρρηχθεί στο σύνολό της η παραπάνω αναφερόμενη απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, καθόσον η απαίτηση της ενάγουσας έναντι της δεύτερης εναγόμενης υπερβαίνει την αξία του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου. Σύμφωνα με όσα προναφέρθηκαν, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και: Α) Να υποχρεωθούν ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των τετρακοσίων εξήντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων δέκα ευρώ και ενενήντα λεπτών (461.510,90), με τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας από την 24.10.2017 μέχρι την εξόφληση, και Β) Να απαγγελθεί η διάρρηξη ως καταδολιευτικής της δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων, δυνάμει του υπ’ αριθ. … συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Ασημούλας Σάκαινα – Πάσχου, το οποίο μεταγράφηκε την 28.05.2014 στον Τόμο … με Αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου …, με το οποίο η δεύτερη εναγόμενη μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα στον τρίτο εναγόμενο, λόγω γονικής παροχής, την οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα που περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, και φέρει αριθμό ΚΑΕΚ … Περαιτέρω, το παρεπόμενο αίτημα της ενάγουσας για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς την καταψηφιστική της διάταξη πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι πιθανολογείται ότι η εκτέλεση θα βλάψει ανεπανόρθωτα τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων (άρθρο 908 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή μέρους των εξόδων της ενάγουσας, ανάλογο της ήττας τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, ενώ ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος ηττήθηκε στη σωρευόμενη αγωγή καταδολίευσης, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, σύμφωνα με όσα επίσης ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’ – 2, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των τετρακοσίων εξήντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων δέκα ευρώ και ενενήντα λεπτών (461.510,90), με τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας από την 24.10.2017 μέχρι την εξόφληση.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη διάρρηξη ως καταδολιευτικής της δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων, δυνάμει του υπ’ αριθ. … συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Ασημούλας Σάκαινα – Πάσχου, το οποίο μεταγράφηκε την 28.05.2014 στον Τόμο … με Αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου …, με το οποίο η δεύτερη εναγόμενη μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα στον τρίτο εναγόμενο, λόγω γονικής παροχής, την οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα που περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, και φέρει αριθμό ΚΑΕΚ …
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων, εις ολόκληρον τον καθένα, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων πενήντα (8.350) ευρώ, και τον τρίτο εναγόμενο στην πληρωμή του ποσού των τετρακοσίων (400) ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 19η .05.2020, και δημοσιεύθηκε την 22α .6.2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ