ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 586/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. 2) ……………….και 3) ……………., οι οποίοι παραστάθηκαν άπαντες διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Αποστόλου Τάσση (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Aνώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ……………., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Παπουτσή.
Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26-6-2014 και με αρ. εκθ. κατάθεσης δικογράφου ……../2014 αγωγή της κατά των εκεί εναγόμενων, μεταξύ των οποίων οι εκκαλούντες. Το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 2448/15-6-2015 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρα 681Α,666,667,670-676 ΚΠολΔ όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή του ΚΠολΔ, με τον Ν.4335/23-7-2015), έκανε ολικά δεκτή την ως άνω αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και εν μέρει δεκτή αυτή, ως προς τη δεύτερη και τρίτο των εναγόμενων, ενώ απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς τρεις εναγόμενους.
Ήδη οι πρώτοι τρεις των εναγόμενων – εκκαλούντες προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την κρινόμενη, από 5-2-2018 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ../…/7-2-2018, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ……../27-11-2019.
Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά, με επιμέλεια της εφεσίβλητης για τη δικάσιμο της 8ης-10-2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τις 4-3-2021, οπότε και ματαιώθηκε, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων ένεκα του covid 19, ενώ προσδιορίστηκε εκ νέου αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 34, δυνάμει της υπ΄αρ. 42/5-4-2021 Πράξης της, ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη και ήδη Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.4786/2021.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, ύστερα από δήλωσή του που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 4335/2015 στις διατάξεις του ΚΠολΔ, μειώθηκε η προβλεπόμενη, από την παρ. 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί η εκκαλουμένη απόφαση, από τρία σε δύο έτη από τη δημοσίευσή της. Ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 αποφάσεις, όμως, ήτοι πριν την 1η-1-2016, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με αναίρεση και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την προσβολή τους με έφεση (πρβλ.Ολ.ΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή, κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ, σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν.4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, υπέρ της ερμηνευτικής αυτής αντίληψης συνεπικουρεί και η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με την οποία ‘’Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από τη εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του, η παράταση όμως, η αναστολή και η διακοπή τους εξαιτίας γεγονότων, που επήλθαν μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται με βάση τις διατάξεις του’’ (Ολ.ΑΠ 10/2018, ΑΠ 712/2019, ΑΠ 329/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη έφεση των εκκαλουσών – εναγόμενων, κατά της υπ΄ αρ. 2448/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρα 681Α, 666,667,670-676 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή του ΚΠολΔ, με τον Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές, που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας (15-6-2015) μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει τριετία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Έχει κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες το προβλεπόμενο, από το άρθρο 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το Ν.53/1974, ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 ΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν.2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το Ν.4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωμάτωσης, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υπόθεσης, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξης δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ένωσης. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ` αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 ΠΚ) (…) Το τεκμήριο αθωότητας, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω έλλειψης στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας- ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής), δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδίκασης αποζημίωσης είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ` αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξης, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ` επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημίωσης του παθόντος-ενάγοντος, καθ` όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξης. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διατάραξης της ενιαίας έννομης τάξης) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δέσμευσης και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ` όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής απόδειξης, αλλά και κατά το άρθρο 62 ΚΠΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξης δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ και συνακόλουθα η έκδοση της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος έφεσης ή αναίρεσης επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση (…) Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που επίσης δεν συμβαίνει, καθόσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διατάραξης της ενιαίας έννομης τάξης) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξης ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο (άρθρο 330 ΑΚ, “… η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές) διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους απόδειξης. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζήτησης της πολιτικής δίκης και του βάρους επίπλησης και προσκόμισης των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής απόφασης του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκόμισης και επικλήσης των αποδεικτικών μέσων, κατ` άρθρο 237 του ΚΠολΔ, θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του ΚΠΔ, ορίζει ότι, οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το Ν.4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης (άρθρο 104 παρ. 1 ΚΠΔ), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 ΚΠΔ), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Εξάλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του ΚΠολΔ, σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ` άρθρο 559 αριθ. 12 του ΚΠολΔ, και να την δεχθεί κατ` ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του ΚΠολΔ και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής απόδειξης, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποίθησης του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποίθησης για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ` εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής απόφασης δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθώωσης, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθώωσης, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ` ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δέσμευσης”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (…) ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δέσμευσης” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δέσμευσης απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (όπως στο άρθρο 5 ΚΔΔ), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ` ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του ΑΚ, ότι η αξίωση αποζημίωσης καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση”, και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ` αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ` όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημίωσης, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem (…) Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημίωσης των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης”(…). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. κατά Noρβηγίας της 11.2.2003) και αποδίδει στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλήτευσης), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής απόφασης, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής απόφασης ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. (…) Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της απόφασής του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο. Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου διατύπωσης των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας. (Ολ.ΑΠ 4/2020, Εφ.Πατρ.221/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Περαιτέρω, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ), δεν θεμελιώνει αυτή καθ΄αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παράβασης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 262/2018, ΑΠ 147/2018, ΑΠ 520/2011, ΑΠ 331/2011, ΑΠ 239/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 42 του Ν. 2699/1999 (ΚΟΚ), όπως το άρθρο τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του Ν.2693/2001, ορίζεται ότι “…απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, που, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους, ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/Ι) και άνω, μετρούμενο με την μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου” (παρ. 1). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ανίχνευση οινοπνεύματος στον οργανισμό του ελεγχόμενου οδηγού σε ποσοστό 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται με τη μέθοδο της αιμοληψίας, ή σε ποσοστό 0,25 και άνω χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεομένου αέρα, μετρούμενο με αλκοολική συσκευή, αποτελεί, κατά πρόβλεψη του νόμου, πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, ότι ο οδηγός αυτός βρίσκεται σε κατάσταση μέθης και είναι απολύτως ανίκανος προς οδήγηση. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 6β παράγραφος 1 περ. Β` του Ν.489/1976 “περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του Ν.3557/2007, και που, σύμφωνα με το άρθρο 18 του τελευταίου αυτού νόμου, άρχισε να ισχύει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 100 τ. Α/14.5.2007), ορίζεται ότι “…εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α)…, β) από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος”. Επίσης, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν.489/1976, ο περιληφθείς στη σύμβαση ασφάλισης της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα όρος, σύμφωνα με τον οποίο αποκλείονται της ασφάλισης ζημίες προξενούμενες σε χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 42 του ΚΟΚ, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την ευθύνη προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά παρέχει σ` αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να αξιώσει από αυτόν, είτε με αυτοτελή, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, την αποζημίωση που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η παράβαση του ασφαλιστικού αυτού όρου από τον ασφαλισμένο συνέχεται αιτιωδώς με την επέλευση του ζημιογόνου ατυχήματος (ΑΠ 90/2019, ΑΠ 262/2018). Περαιτέρω κατ` εφαρμογή των άρθρων 17 παρ. 1 εδ. γ και 6β § 1 εδ. β του Ν.3557/2007, με τις οποίες αναμορφώθηκε το άρθρο 6β του Ν.489/1976, αφενός καταργήθηκε η παραπάνω AYE, αφετέρου για την συνομολογηθείσα στο ασφαλιστήριο εξαίρεση της απαλλαγής του ασφαλιστή από την οικεία ευθύνη του, απαιτείται, κατά την ρητή πλέον του νόμου διατύπωση, να συντρέχει αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) μεταξύ της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και της επέλευσης του ζημιογόνου και συγκροτούντος την ασφαλιστική περίπτωση, τροχαίου ατυχήματος. Η εν λόγω προϋπόθεση απαιτείται εφόσον η ασφαλιστική περίπτωση, δηλονότι το τροχαίο ατύχημα συνέβη μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.3557/2007, και ασχέτως αν στην ασφαλιστική σύμβαση η εν λόγω εξαίρεση έχει συμφωνηθεί με βάση την διατύπωση της προϊσχύσασας αντίστοιχης ρυθμίσεως του άρθρου 25 περ. 8 της Κ4/585/ΑΥΕ, κατά την οποία ήταν δυνατόν να συμφωνηθεί η εξαίρεση της ασφαλιστικής κάλυψης και αν ακόμη η διαπιστωθείσα “μέθη” ουδεμία επίδραση είχε στο ατύχημα (ΑΠ 837/2020, ΑΠ 890/2020,ΑΠ 158/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα -ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, εξέθετε στην ως άνω από 26-6-2014 και με αρ. εκθ. καταθ. δικογράφου …../2014 αγωγή της, ότι στις 30-12-2011, στην Εθνική οδό Πρέβεζας – Γέφυρας Καλογήρου και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται σε αυτήν, προκλήθηκε τροχαίο ατύχηµα. Ότι υπαίτιος, κατά ποσοστό 70%, του εν λόγω ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος (ήδη πρώτος εκκαλών) οδηγός του με αρ. κυκλοφ. ………….. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, συγκυριότητας του ίδιου και της δεύτερης και τρίτου των εναγόµενων (ήδη δεύτερης και τρίτου των εκκαλούντων),το οποίο ήταν ασφαλισµένο, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζηµιών σε τρίτους, στην ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη εφεσίβλητη). Ότι, κατά το χρόνο του ατυχήµατος, ο ως άνω οδηγός – πρώτος εναγόµενος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύµατος, κατά παράβαση του ΚΟΚ, συνδεόµενη αιτιωδώς µε την πρόκληση του ατυχήµατος. Ότι συνυπαίτιος του επίδικου ατυχήματος, κατά ποσοστό 30%, είναι ο τέταρτος εναγόµενος ……………, ο οποίος οδηγούσε το µε αρ. κυκλοφ……….. αυτοκίνητο, κυριότητας της πέµπτης εναγόµενης ……….., που ήταν ασφαλισμένο, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζηµιών σε τρίτους, στην έκτη εναγόµενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ‘’ ……………….’’. Ότι (η ενάγουσα) κατέβαλε στις 30-12-2012: α) το ποσό των 42.500 ευρώ στα αναφερόμενα στην αγωγή τρίτα πρόσωπα για την αποκατάσταση της περιουσιακής και µη περιουσιακής ζηµίας που υπέστησαν λόγω της ένδικης σύγκρουσης και β) το ποσό των 1.400 ευρώ στους τέταρτο και πέµπτη των εναγόµενων, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 70% επί της συνολική ζηµίας, περιουσιακής και µη περιουσιακής, που αυτοί υπέστησαν από την παραπάνω αιτία. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, λόγω της αναγωγικής ευθύνης τους, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισµού, ο καθένας εις ολόκληρο, οι πρώτος, δεύτερη και τρίτος των εναγόμενων (42.500χ70%=)29.750 ευρώ και το ποσό των 1.400 ευρώ δηλαδή το συνολικό ποσό των 31.150 ευρώ, και οι τέταρτος, πέμπτη και έκτη των εναγόμενων το ποσό των (42.500χ30%=)12.750 ευρώ, όλα τα παραπάνω ποσά µε το νόµιµο τόκο από τις 31-12-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Με την υπ’αρ. 2448/2015 οριστική απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, πλην του αιτήματός της περί καταβολής εις ολόκληρο των αιτούμενων ποσών από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων και της καταβολής τόκων από 30-12-2012, στη συνέχεια έκανε εξ ολοκλήρου δεκτή την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο (ήτοι για το ποσό των 31.150 ευρώ) και εν μέρει δεκτή αυτή ως προς τη δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων (ως προς το ποσό των 10.383,33 ευρώ για καθένα από αυτούς, εις ολόκληρο με τον πρώτο εναγόμενο), επιδικάζοντας τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς τρεις εναγόμενους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη.
Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι – εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της αντιδίκου τους.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι κακώς η εκκαλουμένη δεν δέχθηκε το απαλλακτικό δεδικασμένο της ποινικής διαδικασίας εις βάρος του πρώτου εξ αυτών …………., που επεκτείνεται και στους λοιπούς, και αποτελεί καταλυτικό ισχυρισμό, ο οποίος θα έπρεπε να γίνει δεκτός και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή. Ότι ειδικότερα, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο -πρώτο εκκαλούντα, ο οποίος είναι Αρχισμηνίας Εθελοντής Χειριστής Εργαλειομηχανών και υπηρετεί μόνιμα στη δύναμη της …….., που εδρεύει στο αεροδρόμιο Ακτίου Βόνιτσας, αφενός μεν δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα του Αεροδικείου, για την πράξη της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος, αφετέρου δε, με την υπ’ αρ. 4/2013 απόφαση του Τριμελούς Αεροδικείου Ιωαννίνων, αυτός απαλλάχθηκε και από τα λοιπά αδικήματα για τα οποία του είχε ασκηθεί δίωξη σχετικά με το ένδικο ατύχημα (σωματική βλάβη από αμέλεια κατά συρροή μη οικείων από μη υπόχρεο). Ότι, και το πόρισμα της ΕΔΕ, στα πλαίσια του παράλληλου πειθαρχικού ελέγχου που διενεργήθηκε, αποφαίνεται να µην ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος εις βάρος του για µέθη κατά την οδήγηση, καθόσον δεν προκύπτουν ικανά στοιχεία που να βεβαιώνουν την τέλεση τέτοιας πράξης, µέχρις ότου τελεσιδικήσει η υπόθεση στα δικαστήρια. Ότι, η µη άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του, για οδήγηση υπό την χρήση οινοπνεύµατος, µετά την αµετάκλητη ολοκλήρωση και περαίωση των ποινικών και πειθαρχικών διαδικασιών, ισοδυναµεί µε αµετάκλητη απαλλαγή του, η οποία δεσµεύει με ισχύ δεδικασμένου, τα αστικά Δικαστήρια, καθώς, όπως ισχυρίζεται, βάσει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ο απαλλαγείς αµετακλήτως ποινικά για αδίκηµα, δεν µπορεί να υποχρεωθεί σε αποζηµίωση από τα αστικά δικαστήρια στα πλαίσια αγωγής αδικοπραξίας, διότι διαφορετικά καταρρίπτεται το τεκµήριο αθωότητάς του µε τον οποίο τον εξόπλισε η αµετάκλητη απαλλαγή του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της έφεσης.
Ο λόγος αυτός της έφεσης, όμως, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Κι αυτό διότι, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε στη σχετική μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει σχετικά με την τέλεση του αστικού και, ταυτοχρόνως, ποινικού αδικήματος, δεν δεσμεύεται από την προηγηθείσα, αθωωτική ή καταδικαστική, σχετική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου. Επιβάλλεται μεν, να λάβει σοβαρά υπόψη, ως ισχυρό τεκμήριο, την ποινική κρίση, αλλά μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Δεν καθιερώνεται δηλ. δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών (άρθρα 93-96 Σ.) Η Συνταγματική διάκριση των δικαιοδοσιών σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, που διαφέρουν ως προς τη φύση της διαδικασίας και της ευθύνης, αλλά και ως προς τους κανόνες κατανομής του βάρους απόδειξης, αποκλείει την ύπαρξη μίας ενιαίας έννομης τάξης, της οποίας η διάρρηξη να επαπειλείται από τις διαφορετικές κρίσεις των Δικαστηρίων με διαφορετική δικαιοδοσία.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας ………………., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης αυτού, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, καθώς επίσης και των υπ΄αρ. .. και …/9-3-2015 ένορκων βεβαιώσεων των ……….. και ……….., που προσκομίζουν οι εκκαλούντες-εναγόμενοι και λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πρέβεζας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του αντίδικου μέρους, η οποία έλαβε χώρα με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, οι οποίες δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο{διότι είχε κριθεί ότι, ενώ προσκοµίστηκαν µε την προσθήκη των προτάσεων, µε το περιεχόµενό τους αντικρούονται οι αγωγικοί ισχυρισµοί και όχι άλλοι προβληθέντες πρώτη φορά κατά τη συζήτηση (άρθρο591παρ.1δΚΠολΔ)}, αλλά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθώς, στην κατ΄έφεση δίκη, επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών στοιχείων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:
Στις 30-12-2011 και περί ώρα 10:15 π.µ., ο πρώτος εναγόµενος (ήδη πρώτος εκκαλών), οδηγώντας το µε αρ.κυκλοφ. ………… ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας Opel vectra, συγκυριότητας του ίδιου, της δεύτερης και του τρίτου των εναγόµενων (ήδη εκκαλούντων), το οποίο ήταν ασφαλισμένο έναντι της πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, κινείτο επί της Εθνικής οδού Πρέβεζας- Γέφυρας Καλογήρου µε κατεύθυνση προς Πρέβεζα. Στο ύψος τoυ 4,5χιλιοµέτρου της ως άνω οδού, όπου βρισκόταν στην αριστερή πλευρά σε σχέση µε αυτόν πρατήριο υγρών καυσίµων, ο ως άνω οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, εξετράπη της πορείας του και εισήλθε αιφνιδίως στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να προσκρούσει µε το εµπρόσθιο µέρος του οχήµατός του στην εµπρόσθια και στην αριστερή πλευρά του µε αρ. κυκλοφ. …….. ΙΧΦ οχήµατος, μάρκας Nissan, ιδιοκτησίας ………, που κινείτο κανονικά στο ρεύμα αυτό με οδηγό τον ……., του οποίου οποιαδήποτε αντίδραση κατέστη αδύνατη. Κατά τον ίδιο χρόνο, πίσω από το ως άνω ΙΧΦ όχηµα και σε απόσταση 15 µέτρων από αυτό, κινούταν το µε αρ. κυκλοφ. ………… ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας Volkswagen, οδηγούµενο από τον …….. – τέταρτο εναγόµενο κυριότητας της ………- πέµπτης εναγόµενης, το οποίο ήταν ασφαλισµένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζηµιών σε τρίτους στην έκτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία. Ο τέταρτος εναγόµενος, αιφνιδιαζόμενος από την ξαφνική διακοπή της πορείας του προπορευόµενου οχήµατος που είχε προκαλέσει η είσοδος του οχήματος, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος σε αυτή, επιχείρησε αριστερό αποφευκτικό ελιγµό, παρά τον οποίο όμως, δεν κατέστη δυνατό να αποφύγει τη σύγκρουση του εµπρόσθιου τµήµατος του οχήµατός του με τη δεξιά πλευρά του ως άνω φορτηγού. Κι αυτό διότι, λόγω της σφοδρότητας της ανωτέρω σύγκρουσης του ΙΧΕ που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος με το ΙΧΦ, τα δύο οχήµατα εξετράπησαν της πορείας τους και ακινητοποιήθηκαν καταλαμβάνοντας και τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας και αυγκεκριμένα το µεν ΙΧΕ κάθετα και πλάγια στη δεξιά πλευρά του ρεύµατος κυκλοφορίας µε κατεύθυνση τη Γέφυρα Καλογήρου µε το εµπρόσθιο τµήµα του εντός του ρεύµατος της σύγκρουσης και το οπίσθιο τµήµα του µέσα σε αυλάκι παρακείµενο της ανωτέρω οδού, το δε ΙΧΦ κάθετα το ρεύµα πορείας του µε το εµπρόσθιο τµήµα του εντός αυτού και το οπίσθιο τµήµα του στο αντίθετο ρεύµα κυκλοφορίας.
Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι το επίδικο τροχαίο ατύχημα, οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου εναγόμενου οδηγού, ο οποίος δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, που σύμφωνα με τις περιστάσεις όφειλε και μπορούσε να επιδείξει. Συγκεκριμένα, οδηγώντας χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει συνεχώς τεταµένη την προσοχή του ώστε να ασκεί τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, δεδομένων και των συνθηκών που επικρατούσαν (βροχόπτωσης και αυξηµένης κίνησης), αποκοιµήθηκε και εισήλθε εντελώς αιφνίδια στο αντίθετο ρεύµα κυκλοφορίας. Αντίθετα, ουδόλως προέκυψε ότι ο τέταρτος εναγόμενος είναι συνυπαίτιος του ένδικου ατυχήματος, αφού αυτός, βαίνοντας κανονικά στην πορεία του και τηρώντας απόσταση 15 µέτρων από το φορτηγό, δεν ήταν δυνατό να προβλέψει την είσοδο του πρώτου εναγόµενου στο αντίθετο ρεύµα κυκλοφορίας, την εξαιτίας αυτής, αιφνίδια ακινητοποίηση του ως άνω ΙΧΦ και την κατάληψη του οδοστρώματος από τα εμπλεκόμενα οχήματα. Προέβη δε στον ενδεδειγμένο αριστερό ελιγμό, ο οποίος όμως δεν ήταν δυνατό να ευδοκιμήσει κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η εξώδικη έγγραφη οµολογία του τέταρτου και της πέµπτης των εναγόµενων, περί συνυπαιτιότητας του πρώτου εξ αυτών κατά ποσοστό 30% στην πρόκληση του ατυχήµατος, η οποία εκτιμάται ελεύθερα, δεν αναιρεί την ως άνω δικανική κρίση, διότι στο προσκοµιζόµενο έγγραφο, δεν αναφέρεται κανένα περιστατικό για τη στοιχειοθέτηση της υπαιτιότητας. Στο πλαίσιο δε της ποινικής προδικασίας, κανένας από τους παρόντες µάρτυρες, συµπεριλαµβανοµένων των παθόντων που εξετάστηκαν, δεν κατέθεσε γεγονότα που κατατείνουν στον καταλογισµό ευθύνης στον τέταρτο εναγόµενο. Επιπλέον, στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, κανένας από τους παρόντες µάρτυρες, συµπεριλαµβανοµένων των παθόντων που εξετάστηκαν, δεν κατέθεσε γεγονότα που κατατείνουν στον καταλογισµό ευθύνης στον τέταρτο εναγόµενο. Άλλωστε, όπως επίσης αναφέρεται στην εκκαλουμένη, δεν σχηµατίστηκε πλήρης δικανική πεποίθηση αν οι δηλούντες, µε την υπογραφή του εγγράφου είχαν πρόθεση να προβούν σε εξώδικη οµολογία για συντρέχον πταίσµα του τέταρτου εναγόµενου ή να δηλώσουν ότι λαµβάνουν αποζηµίωση µειωµένη κατά ποσοστό 30% λόγω συµβιβασµού. Περαιτέρω, κατά τον προβλεπόμενο έλεγχο που διενεργήθηκε στον ως άνω υπαίτιο οδηγό (πρώτο εναγόμενο) από τα αστυνομικά όργανα, το ποσοστό οινοπνεύµατος που εντοπίστηκε στον οργανισµό του ανερχόταν κατά την πρώτη µέτρηση σε 0,92 και κατά τη δεύτερη µέτρηση σε 0,55 χιλιοστά του γραµµαρίου ανά λίτρο εκπνεόµενου αέρα, συνεπώς υπερέβαινε το ποσοστό των 0,25 χιλιοστών που τίθεται από τον ΚΟΚ ως όριο η υπέρβαση του οποίου έχει σα συνέπεια να θεωρείται ο οδηγός ότι τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύµατος (βλ. σχετικά και από 30-12-2011 Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος). Η κατανάλωση αλκοόλ από τον πρώτο εναγόμενο, συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα σύγκρουση και τις προκληθείσες εξ αυτής ζημίες, καθώς μείωσε την οδηγική του ικανότητα, συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει και του βαθμού αμέλειας που επέδειξε ο υπαίτιος κατά το χρόνο του ατυχήματος και της κατάστασης ύπνου στην οποία περιήλθε. Συνέπεια της ως άνω σύγκρουσης ήταν να καταστραφεί µε την οικονοµική έννοια το φορτηγό του ……., εργοστασίου κατασκευής NISSAN, έτους κατασκευής 1999 και 2.500cm, διότι λόγω της έκτασης των βλαβών στη µηχανή και στο σκελετό του, για την αποκατάστασή τους απαιτείται η καταβολή ποσού που υπερβαίνει ουσιωδώς την αξία του οχήµατος κατά το χρόνο του ατυχήµατος, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 6.000 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε ο ως άνω ιδιοκτήτης του. Από τη θέα δε του τρακαρισµένου οχήµατός του και τη στέρηση της χρήσης του υπέστη ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας έπρεπε να του καταβληθεί το εύλογο ποσό των 150 ευρώ. Ακόμη, εξαιτίας του εν λόγω ατυχήματος, υπέστησαν σωματικές βλάβες, πέραν του οδηγού του παραπάνω οχήματος ……, και οι επιβαίνοντες σε αυτό, ήτοι η µητέρα του ………, η αδερφή του ……. και τα δύο ανήλικα άρρενα τέκνα της τελευταίας, ……. και αβάπτιστος. Ειδικότερα, ο οδηγός υπέστη ανοικτό τραύµα τριχωτού κεφαλής, δηλαδή κάκωση κεφαλής κοι Θ/Τα µετωπιαίας χώρας, έγινε συρραφή και παρακολούθηση για αφαίρεση ραµµάτων σε 10 µέρες και νοσηλεύτηκε από 30-12-2011 έως 31-12-2011 στο Γενικό Νοσοκοµείο Πρέβεζας. Η µητέρα του υπέστη αναπνευστικό και περικογχικό οίδηµα στον οφθαλµό. Η αδερφή του οδηγού, υπέστη επιπολή τραυµατισµού τριχωτού της κεφαλής, κάκωση κεφαλής και Θ/Τα ΑΡ κνήµης συρραφέν και νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκοµείο Πρέβεζας από 30-12-2011 έως 31-12-2011. Ο ανήλικος Γεράσιµος υπέστη τραυµατισµό του άνω χείλους και της στοµατικής κοιλότητας και κάκωση ΠΔΚ, δηλαδή κάταγµα κνήµης και περόνης δεξιά και νοσηλεύτηκε από 31-12-2011 έως 31-12-2011 στο Γενικό Νοσοκοµείο Πρέβεζας. Ο ανήλικος, αβάπτιστος, ηλικίας 3 µηνών κατά το χρόνο του ατυχήµατος, υπέστη σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάκωση θώρακα και διακοµίστηκε άµεσα στη Μονάδα Παίδων του Πανεπιστηµιακού Νοσοκοµείου Πατρών, όπου νοσηλεύτηκε από 30-12- 2011 έως 10-1-2012 για εξειδικευµένη φροντίδα, λόγω της ηλικίας του. Στη νευροχειρουργική κλινική του ως άνω νοσοκοµείου, διαγνώστηκε σοβαρή κρονιοεγκεφαλική κάκωση, θλάση λευκής ουσίας βρεγματικό δεξιά και κάταγµα εµπιετικό βρεγµατικής χώρας. Το βρέφος οδηγήθηκε στο ορθοπεδικό τµήµα του Γενικού Νοσοκοµείου Παίδων Πατρών «Καραµανδάνειο» για περαιτέρω έλεγχο και µεταφέρθηκε στη νευροχειρουργική κλινική ΠΓΝΠ για νοσηλεία. Λόγω των εστιακών επιληπτικών κρίσεων οδηγήθηκε στη µονάδα παίδων για παρακολούθηση και χορήγηση αντιεπιληπτικών. Την 10-2-2012 υποβλήθηκε σε MRT εγκεφάλου επαναληπτική όπου διαπιστώθηκαν υγρώµατα αµφότερων των ηµισφαιρίων εγκεφάλου, υπολειπόµενη θλάση δεξιά βρεγµατικά µε παρεγκεφαλία και έλξη του ινιακού κέρατος του κοιλιακού συστήµατος. Οι παραπάνω σωµατικές βλάβες προκάλεσαν την ηθική βλάβη των παθόντων, για την ικανοποίηση της οποίας έπρεπε να καταβληθεί από τους υπόχρεους αποζηµίωση, κατά τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη, στον …… τουλάχιστον το ποσό των 1.000 ευρώ, στη ……. τουλάχιστον το ποσό των 500 ευρώ, στην …….. τουλάχιστον το ποσό των 500ευρώ, στον ……… τουλάχιστον το ποσό των 2.400 ευρώ και στο έτερο ανήλικο τέκνο τουλάχιστον το ποσό των 25.000 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά κρίνονται εύλογα, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε το ατύχηµα, του βαθµού πταίσµατος του πρώτου εναγόµενου, της έκτασης και της έντασης της σωµατικής κάκωσης που προκλήθηκαν στους παθόντες, της απαραίτητης νοσηλείας στην οποία καθένας από αυτούς υποβλήθηκε, της ηλικίας τους και της κοινωνικής και οικονοµικής κατάστασής τους. Επιπροσθέτως, λόγω του είδους των σωµατικών βλαβών που υπέστησαν οι ανήλικοι παθόντες και της νοσηλείας στην οποία υποβλήθηκαν, είχαν ανάγκη από τη δωδεκάωρη παροχή υπηρεσιών νοσοκόµου και οικιακής βοηθού για χρονικό διάστηµα 15 ηµερών ο πρώτος και 125 ηµερών ο δεύτερος. Τις υπηρεσίες αυτές προσέφερε η µητέρα τους χωρίς αµοιβή, με υπερένταση των προσπαθειών της και αμελώντας τις δικές της απασχολήσεις. Εάν απασχολούσαν τρίτο πρόσωπο για το σκοπό αυτό, θα κατέβαλαν ηµερησίως το ποσό των 40ευρώ και συνολικά το ποσό των 600ευρώ ο πρώτος και το ποσό των 5.000ευρώ ο δεύτερος. Εκτός των ως άνω προσώπων, στους ζηµιωθέντες ένεκα της ένδικης σύγκρουσης περιλαµβάνονται ο τέταρτος και η πέµπτη των εναγόµενων. Συγκεκριµένα, ο τέταρτος εναγόµενος, υπέστη αυχεναλγία RO, που του προκάλεσε ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας έπρεπε να του καταβληθεί τουλάχιστον το ποσό των 210 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο ενόψει των ανωτέρω κριτηρίων. Επιπλέον, η πέµπτη εναγόµενη ιδιοκτήτρια του οχήµατος που οδηγούσε ο τέταρτος εναγόµενος, υπέστη θετική ζηµία ποσού 1.697 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αναγκαία δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε για την αποκατάσταση των ζηµιών που υπέστη το όχηµά της. Επίσης, από τη θέα του τρακαρισµένου οχήµατός της, υπέστη ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας κρίνεται εύλογο το ποσό των 100 ευρώ. Η ενάγουσα, ως όφειλε δυνάµει της σύµβασής της µε τους ιδιοκτήτες του ζηµιογόνου οχήµατος (τρεις πρώτους εναγόμενους -εκκαλούντες), αποζηµίωσε άπαντες τους ανωτέρω παθόντες. Ειδικότερα, στις 8-5-2012, κατόπιν σύµβασης συµβιβασµού που συνήψε µε τον τέταρτο και την πέµπτη των εναγόµενων, τους κατέβαλε το ποσό των 210ευρώ και το ποσό των 1.190 ευρώ αντίστοιχα, σαν αποζηµίωσή τους για τις παραπάνω αιτίες. Ακολούθως, στις 30-10-2012 συµβιβάστηκε εξώδικα και εγγράφως µε τους ασκούντες τη γονική µέριµνα των ανήλικων θυµάτων, την ……. και το σύζυγό της ………… και κατέβαλε σε αυτούς, αφού έλαβαν για το σκοπό αυτό άδεια του αρµόδιου Δικαστηρίου, α) ως αποζηµίωση του ανήλικου γιου τους ………., το ποσό των 600 ευρώ για τη δαπάνη αµοιβής οικιακής βοηθού, το ποσό των 2.400 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη και την κάλυψη της ζηµίας λόγω µόνιµης αναπηρίας ικανής να επιδράσει στο µέλλον του και το ποσό των 187,50 ευρώ για την αµοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, δηλαδή το συνολικό ποσό των 3.187,50 ευρώ και β) ως αποζηµίωση του αβάπτιστου ανήλικου γιου τους, το ποσό των 5.000 ευρώ για τη δαπάνη αµοιβής οικιακής βοηθού, το ποσό των 30.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη και την κάλυψη της ζηµίας λόγω µόνιµης αναπηρίας ικανής να επιδράσει στο µέλλον του και το ποσό των 1.875 ευρώ για την αµοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, δηλαδή το συνολικό ποσό των 31.875 ευρώ. Επίσης, κατά τον ίδιο χρόνο κατέβαλε κατόπιν έγγραφων συµβιβασµών α) στο …… το ποσό των 1.000 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και το ποσό των 62,50 ευρώ για την αµοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, δηλαδή το συνολικό ποσό των 1.062,50 ευρώ, β) στην ….. το ποσό των 500 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και το ποσό των 31,25 ευρώ για την αµοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της, δηλαδή το συνολικό ποσό των 531,25 ευρώ, γ) στη …….. το ποσό των 500 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και το ποσό των 31,25 ευρώ για την αµοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της, δηλαδή το συνολικό ποσό των 531,25 ευρώ και δ) στο ………. το ποσό των 5.000 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής ζηµίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη και το ποσό των 312,5 ευρώ για την αµοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, δηλαδή το συνολικό ποσό των 5.312,5 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, δεδομένου ότι λόγω της οδήγησης υπό την επήρεια αλκόολ εκ μέρους του εναγόμενου υπαίτιου οδηγού, η οποία συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος, εξαιρείται το οδηγούμενο από αυτόν ως άνω όχημα συνιδιοκτησίας αυτού, της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων από την ασφαλιστική κάλυψη, πρέπει, γενομένης δεκτής της αγωγής ως προς τον πρώτο εναγόμενο και μερικά δεκτής ως προς τους δεύτερη και τρίτο εξ αυτών, να υποχρεωθούν να καταβάλουν στην ενάγουσα τα ποσά που η τελευταία κατέβαλε στους παθόντες, κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 31.150 ευρώ, με το νόμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ καθένας από το δεύτερο και την τρίτη των εναγόμενων, εις ολόκληρο με τον πρώτο εναγόμενο, μέρος του ως άνω συνολικού ποσού των 31.150 ευρώ, ίσο με το ποσό των 10.383,33 ευρώ. Τα ανωτέρω κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη.
Οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεση, δεν αμφισβητούν ούτε αρνούνται, αφενός μεν την υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης, αφετέρου δε, τις ως άνω συνέπειες αυτής και το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης για την επελθούσα εκ του ατυχήματος περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία στα ανωτέρω πληγέντα πρόσωπα, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω. Οπότε το παρόν Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει στην εξέταση των θεμάτων αυτών. Αρνούνται, όμως, ότι ο παραπάνω οδηγός (πρώτος εναγόμενος) οδηγούσε υπό την επήρεια αλκόολ, υποστηρίζοντας ότι προέβη στην κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού, μετά το ατύχημα και ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα της μίας και πλέον ώρας που μεσολάβησε μεταξύ του ένδικου ατυχήματος και της μέτρησης στην οποία υποβλήθηκε. Συνεπώς, ισχυρίζεται τόσο ο πρώτος εναγόμενος ως οδηγός και συνιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, όσο και οι δεύτερη και τρίτος των εναγόμενων -συνιδιοκτήτες επίσης αυτού, ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει δικαίωμα να στραφεί αναγωγικά εναντίον τους προκειμένου να αξιώσει τα ποσά που κατέβαλε στους παθόντες εκ του ατυχήματος, κατά τα προεκτεθέντα, οπότε θα έπρεπε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή της. Ειδικότερα, με τον δεύτερο δε (και τελευταίο) λόγο της έφεσης, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι – εκκαλούντες παραπονούνται ότι, μη ορθά ο ως άνω ισχυρισμός τους δεν έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ο πρώτος εναγόμενος οδηγούσε υπό την επήρεια αλκόολ, πράγμα που συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος κατά τα προαναφερθέντα. Πιο συγκεκριμένα αναφέρουν ότι, ο πρώτος εναγόμενος μετά το εν λόγω ατύχημα, το οποίο παραδέχεται ότι οφείλεται σε υπαιτιότητά του, καθώς λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, διότι έβρεχε, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα, κι αφού είχε παραδώσει τα έγγραφα που του ζητήθηκαν από τα όργανα της τροχαίας (άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, ασφαλιστήριο και άδεια ικανότητας οδήγησης), ευρισκόμενος σε κατάσταση σοκ όταν αντιλήφθηκε ότι υπάρχουν τραυματίες, άρχισε να απομακρύνεται περπατώντας από τον τόπο του ατυχήματος. Ότι, συνεχίζει ο εναγόμενος -οδηγός, ενώ περπατούσε περίπου 15 λεπτά μέσα στη βροχή, περνώντας μπροστά από ένα καφενείο (……….), ένας γνωστός του που βρισκόταν εκεί (…………..), βλέποντάς τον σε άσχημη κατάσταση, τον τράβηξε μέσα στο καφενείο, όπου υπήρχαν κι άλλοι θαμώνες, και στην προσπάθειά του να τον ηρεμήσει του πρόσφερε τρία ποτά (τσίπουρα), ενώ στη συνέχεια τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο κομμωτήριο που διατηρεί η σύζυγός του (εναγόμενου) επί της ……….., όπου τον περίμεναν αστυνομικοί, κι αφού κλήθηκε η Τροχαία, για πρώτη φορά υποβλήθηκε σε αλκοτέστ (ήτοι στις 11.34 ενώ το ατύχημα είχε λάβει χώρα στις 10.15) και μερικά λεπτά αργότερα και σε δεύτερο.
Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο των εκκαλούντων δεν κρίνεται πειστικός, για τους εξής λόγους: Δεν συνάδει με την κοινή λογική, ο πρώτος εναγόμενος, ενώ είχε συμβεί το ατύχημα και πριν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες από την Τροχαία, να απομακρυνθεί από το σημείο αυτού και να καταναλώσει αλκοολούχα ποτά και μάλιστα τρία, παρότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι γνωστό ότι, μετά από τα τροχαία ατυχήματα, ακολουθεί μέτρηση στους εμπλεκόμενους οδηγούς σχετικά με την ύπαρξη αλκοόλ στον οργανισμό τους. Με την ενέργειά του άλλωστε αυτή, ήτοι την αποχώρησή του από τον τόπο του ατυχήματος, δημιούργησε αναστάτωση στη διαδικασία διερεύνησης του τροχαίου συμβάντος, όπως διαπιστώνεται και στο πόρισμα της ΕΔΕ που διενεργήθηκε εις βάρος του. Πιο λογικό είναι να απομακρύνθηκε ακριβώς επειδή ήθελε να αποφύγει ή έστω να καθυστερήσει την αλκοολομέτρηση. Περαιτέρω, αν και επιβλήθηκε στον πρώτο εναγόμενο διοικητικό πρόστιμο για την εν λόγω παράβαση και του επιδόθηκε η αντίστοιχη διοικητική πράξη, ο τελευταίος δεν προσέφυγε κατά αυτής. Στην εξέτασή του, ενόψει της ΕΔΕ που διενεργήθηκε εις βάρος του, αναφέρει ότι επέστρεφε στην Πρέβεζα από το χωριό του ….. Ιωαννίνων, όπου είχε πάει να βοηθήσει τους γονείς του στο καφέ – ουζερί που διατηρούν εκεί. Όπως άλλωστε επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη απόφαση, οι καταθέσεις, που λήφθηκαν στο πλαίσιο της ως άνω ΕΔΕ, του πρώτου εναγόμενου οδηγού και του …………., ο οποίος ισχυρίζεται ότι του προσέφερε τα αλκοολούχα ποτά, έχουν μεταξύ τους αντιφάσεις, καθώς ο πρώτος υποστηρίζει ότι κατανάλωσε τρία τσίπουρα ενώ ο δεύτερος (υποστηρίζει) ότι του πρόσφερε δύο διπλά τσίπουρα. Εξάλλου, ο επίσης εξετασθείς στα πλαίσια της ΕΔΕ, ιατρός υποσμηναγός ……………, την κατάθεση του οποίου επικαλείται ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, αναφέρει σε αυτήν ότι, ο ισχυρισμός του εναγόμενου (περί κατανάλωσης αλκοόλ μετά το ατύχημα και ειδικότερα μεταξύ 10.45 και 11), ‘’δεν μπορεί ούτε να αναιρεθεί ούτε να επιβεβαιωθεί επιστημονικά λόγω ιδιοσυγκρασιακών παραμέτρων στον μεταβολισμό της αλκόολης’’. Η μη παραπομπή δε του πρώτου εναγόμενου ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων για να δικαστεί για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος, όπως επίσης επισημαίνεται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν οφείλεται στη διαπίστωση εκ μέρους του αρμόδιου Εισαγγελέα της μη ύπαρξης επαρκών ενδείξεων, αλλά στο γεγονός ότι, για την παραπομπή στο ακροατήριο για το εν λόγω αδίκημα, απαιτείται το αλκόολ να είναι άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα. Εξάλλου, με την υπ΄αρ. 4/2013 απόφαση του Αεροδικείου, έπαυσε η ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου εναγόμενου -εκκαλούντος για τις πράξεις της σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά συρροή (σχετικά με τους τραυματισμούς των προαναφερθέντων προσώπων, που προήλθαν από το ένδικο ατύχημα), όχι για λόγους ουσίας, αλλά λόγω δήλωσης των παθόντων ότι δεν επιθυμούν την ποινική του δίωξη κατ΄άρθρο 315 παρ.1 εδ.ε ΠΚ. Όσον αφορά, τέλος, στο πόρισμα της ΕΔΕ περί μη άσκησης σε βάρος του πρώτου εναγόμενου πειθαρχικού ελέγχου για οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος, πέραν του ότι κατά τα αναλυτικά προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν δεσμεύει την κρίση του αστικού δικαστηρίου, αλλά εκτιμάται ελεύθερα από αυτό, ισχύει, όπως ρητά αναγράφεται σε αυτήν (ΕΔΕ), μέχρι την τελεσιδικία της υπόθεσης στα Δικαστήρια. Συνδέεται δε αιτιωδώς η εν λόγω κατανάλωση αλκόολ εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου οδηγού, με την επέλευση του ένδικου ατυχήματος, κρίση στην οποία κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι εξαιτίας της κατανάλωσης αλκόολ, δεν είχε τεταμένη την προσοχή του και δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχο κατά την οδήγηση του οχήματός του, ενώ τα αντανακλαστικά του ήταν μειωμένα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα πορείας του και να συγκρουστεί με το προαναφερθέν όχημα. Οπότε, βάσει των ανωτέρω, ο ως άνω δεύτερος (και τελευταίος) λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί στο σύνολό της, κατά τα προαναφερθέντα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να επιβληθεί εις βάρος των εκκαλούντων (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου της έφεσης, στο Δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του, κατατεθέντος από τους εκκαλούντες, παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. ……………./2018 ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 3 Δεκεμβρίου 2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ.