Αριθμός 1079/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Μαρί Δεργαζαριάν – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Παναγιώτη Τζανετόπουλο και Δημήτριο Τσικρικά, οι οποίοι ανακάλεσαν τις από 4-11-2021 δηλώσεις τους για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Ν. του Δ. και 2) Ε. Λ. του Γ., αμφοτέρων κατοίκων …. Παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αριάδνη Νούκα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-8-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 134/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 49/2018 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-5-2018 αίτησή της και τους από 3-3-2021 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 εδ.α ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και αντίγραφο του οποίου επιδίδεται μέσα την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και στους άλλους διαδίκους. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, κεφάλαιο είναι κάθε οριστική διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 132/2004). Αντιθέτως, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που αναιρεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν, ως αντικείμενο, δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία ή από το αυτό βιοτικό γεγονός, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος ασυμβίβαστων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα αναιρεσιβληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 684/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, ως ημέρα συζήτησης ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ορίστηκε η δικάσιμος της 12-4-2021, η δε αιτούσα άσκησε πρόσθετους λόγους αναιρέσεως με το από 3-3-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 5-3-2021. Από τις υπ’ αριθ. 980β και 981β/8-3-2021, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Ναυπλίου Β. Δ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι αντίγραφο του δικογράφου του άνω πρόσθετου λόγου επιδόθηκε στους αναιρεσιβλήτους στις 8-3-2021 , ήτοι τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Επομένως, ο πρόσθετος αυτός λόγος ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτός και πρέπει, να ερευνηθεί περαιτέρω. [I] Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες – ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα ότι, γι` αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/13, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με, διατάξεις μιας χώρας-μέλους, εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο διαφάνειας ούτε καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι` αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από τον νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών (ΑΠ 948/2021).
Είναι, μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με τον ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις το άρθρο 1, παράγραφος 2 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι ρήτρες, στις οποίες το εν λόγω άρθρο αναφέρεται. Σε περίπτωση, λοιπόν, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για τον λόγο αυτόν ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019).Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση, κατά την οποία στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα αποκλειστικά σε ευρώ και, ειδικότερα, ορίζει ότι οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο και θα εξοφλούνται κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο θα προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου από την τράπεζα κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης. Και τούτο, διότι και στην περίπτωση αυτή, δηλαδή του συμβατικού αποκλεισμού της ευχέρειας του οφειλέτη να καταβάλει τη δόση του δανείου σε ελβετικά φράγκα, η επιβαλλόμενη με τον σχετικό όρο υποχρέωση αυτού να εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς την τράπεζα από το δάνειο αποκλειστικά σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ως άνω νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στη μία από τις προβλεπόμενες από αυτό δυνατότητες, χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, δεδομένου ότι οι όροι των συναλλαγών υπόκεινται σε έλεγχο μόνον όταν και στο μέτρο που αποκλίνουν από το ισχύον δίκαιο. Η επιβαλλόμενη δε ως άνω υποχρέωση, να εκπληρώσει ο οφειλέτης την υποχρέωσή του σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής, είναι σύμφωνη και όχι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων και καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ εφαρμόζεται για κάθε χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή και, συνεπώς, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της επί συμβάσεων δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, που συνήφθησαν μεταξύ καταναλωτών και τραπεζών, στις οποίες ισχύουν και νομοθετικές/κανονιστικές διατάξεις, που επιβάλλουν στις τράπεζες υποχρέωση ενημέρωσης του καταναλωτή. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι το άρθρο 291 ΑΚ αφορά άλλο τύπο συμβάσεων σε σχέση με τις συμβάσεις τραπεζικών στεγαστικών δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, στις οποίες περιλαμβάνεται ο προαναφερόμενος όρος (ΑΠ 53/2021). Μάλιστα το ΔΕΕ σε προδικαστικό ερώτημα που του υποβλήθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείου Αθηνών, σχετικά με τους σχετικούς όρους αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων που είχαν συνομολογηθεί σε ελβετικό νόμισμα, με την απόφασή του στην υπ’ αριθ. C-243-2020 υπόθεση κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα: 1) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ρήτρα σε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, η οποία απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ενδοτικού δικαίου, ήτοι διάταξη που εφαρμόζεται κατ’ αρχήν, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας των συμβαλλομένων, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ακόμη και αν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. 2) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι ρήτρες στις οποίες αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, ακόμη και αν αυτό δεν έχει μεταφερθεί τυπικά στην έννομη τάξη ορισμένου κράτους μέλους, και, σε μια τέτοια περίπτωση, τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού δεν μπορούν να κρίνουν ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, έχει ενσωματωθεί εμμέσως στο εθνικό δίκαιο μέσω της μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας. 3) Το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στη θέσπιση ή διατήρηση διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες συνεπάγονται την εφαρμογή του συστήματος προστασίας των καταναλωτών που προβλέπει η οδηγία σε ρήτρες που εμπίπτουν στο άρθρο της 1, παράγραφος 2.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Δυνάμει της υπ’ αρ…./17-4-2008 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου που συνήφθη στο … στις 17-4-2008 η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα (αναιρεσείουσα) χορήγησε στους εκκαλούντες και ενάγοντες (αναιρεσιβλήτους) στεγαστικό δάνειο ποσού 243.000 ελβετικών φράγκων για αγορά και αποπεράτωση ή βλετίωση κατοικίας πέραν της πρώτης και συγκεκριμένα ενός ακινήτου που βρίσκεται στη θέση … στην …, προς εξασφάλιση του οποίου εγγράφηκε συναινετικά προσημείωση υποθήκης επί του ως άνω ακινήτου μέχρι του ποσού των 315.900 ελβετικών φράγκων. Το προϊόν του δανείου πιστώθηκε σε συνδεδεμένο με το δάνειο λογαριασμό καταθέσεων των εκκαλούντων και εναγόντων και ειδικότερα πιστώθηκε το ποσό που προέκυψε από τη μετατροπή του ποσού του δανείου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή της αγοράς από την εφεσίβλητη και εναγόμενη του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της άπαξ εκταμίευσης του ποσού, ήτοι στις 16.5.2008. Η εξόφληση του δανείου συμφωνήθηκε να γίνει εντός 25 ετών, σε 300 διαδοχικές μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, οι οποίες θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα αλλά θα εξοφλούνται σε κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο θα προκύπτει από την μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την εφεσίβλητη και εναγόμενη του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης. Ειδικότερα, με τον όρο 14 παρ. 2 της επίδικης σύμβασης προβλέφθηκε ότι “Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο σύμφωνα με το επόμενο άρθρο (δηλαδή τον όρο 15) και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης”. Στη δε παράγραφο 5 του ίδιου παραπάνω όρου 14 της επίδικης σύμβασης αναφέρεται ότι: “Ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι κατανοούν πλήρως και αναλαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη του δανείου σε συνάλλαγμα, ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνσή τους σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω δυσμενούς για αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ”. Το επιτόκιο, που θα βάρυνε το εν λόγω δάνειο, ορίστηκε σταθερό για το πρώτο έτος, ανερχόμενο σε 2,82%, συν την αναλογούσα εισφορά του Ν. 128/1975, σταθερό για τα επόμενα τρία έτη, ανερχόμενο σε 4,02%, συν την αναλογούσα εισφορά του Ν. 128/1975, ενώ για τα υπόλοιπα έτη το επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο και ότι θα ισούται με το επιτόκιο London Interbank Offered Rate (LIBOR) ελβετικού φράγκου διάρκειας ενός μηνός (επιτόκιο αναφοράς), όπως δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο, στρογγυλοποιημένο στα τρία δεκαδικά ψηφία, όπως αυτό καθορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού εκάστης δόσης, προσαυξημένο κατά περιθώριο 1,20% καθώς και τη νόμιμη, κατά περίπτωση, εισφορά του Ν. 128/1975. Το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε άπαξ στις 16.5.2008 σε ευρώ, ήτοι ποσό 140.243,90 ευρώ (230.000 ελβετικά φράγκα). Κατά την παραπάνω ημερομηνία της εκταμίευσης του δανείου από τους εκκαλούντες και ενάγοντες και πίστωσης του συνδεδεμένου με το δάνειο καταθετικού τους λογαριασμού, ήτοι στις 16.5.2008 εφαρμόσθηκε η ισχύουσα τότε συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, ήτοι ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία ήταν 1,640000029. Εν τω μεταξύ επήλθε ραγδαία ανατροπή της ως άνω συναλλακτικής ισοτιμίας και συγκεκριμένα τούτη ανήλθε στις 16.6.2011 σε 1,1958, στις 18.6.2012 σε 1,2010, στις 17.6.2013 σε 1,2308 και στις 16.6.2014 σε 1,2176, με αποτέλεσμα η διαφορά αυτή μεταξύ της αρχικής και της επιγενόμενης ισοτιμίας να αυξάνει τη μηνιαία δόση που καταβάλλει ο δανειολήπτης τέτοιων δανείων σε ευρώ, καθώς και το οφειλόμενο σε ευρώ ποσό για την αποπληρωμή του δανείου. Λόγω της ως άνω ανατροπής της ισοτιμίας και παρά την προσπάθεια των εκκαλούντων και εναγόντων να είναι συνεπείς στις δόσεις τους προς την εφεσίβλητη και εναγόμενη το άληκτο κεφάλαιο του δανείου αυτών (εναγόντων) κατέληξε στις 16.7.2014 να ανέρχεται στο ποσό των 187.224,12 ελβετικών φράγκων, ήτοι κατά 16.937,88 ευρώ περισσότερα από το αρχικό κεφάλαιο του δανείου τους. Έτσι, όμως, εξανεμίστηκαν οι καταβολές που πραγματοποίησαν οι εκκαλούντες και ενάγοντες, ενώ το άληκτο κεφάλαιο ήταν μεγαλύτερο από το αρχικό κεφάλαιο που δανείστηκαν. Σε σχέση με τον όρο LIBOR και την ισοτιμία αυτού με το ευρώ πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Ως LIBOR νοείται ο αριθμητικός μέσος όρος (στρογγυλοποιημένος προς τα άνω μέχρι τέσσερα δεκαδικά ψηφία) των επιτοκίων που προσφέρονται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου στις 11.00 π.μ. περίπου (ώρα Λονδίνου) δύο εργάσιμες (για το Λονδίνο και την Αθήνα) ημέρες πριν από την ημέρα εκταμίευσης του δανείου για καταθέσεις σε ελβετικό φράγκο ύψους αντίστοιχου με το εκτοκιζόμενο κεφάλαιο και διάρκειας ενός μήνα. Περαιτέρω, η επιλογή σύναψης δανείου σε ελβετικό φράγκο από μεγάλη μερίδα δανειοληπτών της χρονικής περιόδου 2000-2009 εξηγείται από το ότι, από τη θεσμοθέτηση του ευρώ (τον Ιανουάριο του 1999) η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή (διακύμανση της τάξεως του 5,3%), ενώ ταυτόχρονα το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR CΗF (επιτόκιο αναφοράς των αγγλικών τραπεζών για ελβετικά φράγκα) κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα από το αντίστοιχο επιτόκιο Euribor (διατραπεζικό επιτόκιο που προσφέρεται για τις καταθέσεις μιας τράπεζας σε άλλη σε ευρώ), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα επιτοκιακό όφελος για τους δανειολήπτες που δανείζονταν με επιτόκιο LIBOR CΗF. Ειδικότερα, την περίοδο 2006-2009 όταν και χορηγήθηκε η πλειονότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο το μέσο επιτοκιακό όφελος που είχαν οι δανειολήπτες ανερχόταν σε 1,5% με μέγιστο το 2,95%. Το μέσο δε επιτοκιακό όφελος μειώθηκε την περίοδο 2009 και μέχρι τις αρχές του 2015 σε 0,42%. Στις αρχές του 2015 και μετά από την απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας να ωθήσει το επιτόκιο LIBOR CΗF σε αρνητικά επίπεδα το μέσο επιτοκιακό όφελος διευρύνθηκε ξανά στα επίπεδα του 0,77% με αποτέλεσμα να προκύψει εκ νέου σημαντικό όφελος για τους δανειολήπτες. Οι ανωτέρω λόγοι έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα για το συγκεκριμένο προϊόν σε σχέση με ένα δάνειο σε ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τις αρχές του 2008 και εφεξής η ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση εις βάρος του ευρώ (το ελβετικό φράγκο ανατιμήθηκε, το ευρώ υποτιμήθηκε), ο δε δείκτης διακύμανσης, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή για τα προηγούμενα 15 έτη, τριπλασιάστηκε. Αυτό δε ακριβώς το καθεστώς της σταθερής διακύμανσης για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως περιγράφηκε, ήταν και το περιεχόμενο ενός εκ διαφόρων διαφημιστικών προσεγγίσεων των καταναλωτών, ιδίως το 2007, που πράγματι ώθησε πολλούς να επιλέξουν το εν λόγω τραπεζικό προϊόν. Ωστόσο, σημειώθηκε μεγάλη ανατροπή εν συνεχεία στη λειτουργία και στην κίνηση των επίδικων δανείων, αλλά και στην αντίληψη του μέσου καταναλωτή ως προς την οικονομική ποσότητα της αντιπαροχής που οφείλει εν τέλει να καταβάλει διαψεύδοντας τις προσδοκίες του. Βασική δε αιτία αυτού ήταν η εν γένει υποτίμηση του ευρώ την τελευταία δεκαετία έναντι των λοιπών νομισμάτων στο διεθνές οικονομικό στερέωμα και ιδίως το δωδεκάμηνο 2014-2015 που το ευρώ υποτιμήθηκε έναντι του ελβετικού φράγκου κατά 12,9%. Η επίδικη δανειακή σύμβαση, ωστόσο, δεν περιείχε στους όρους της και δη στους επίδικους καμία επισήμανση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν αποκλειστικά και μόνον οι δανειολήπτες εκκαλούντες και ενάγοντες. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι πρόκειται για Γ.Ο.Σ. που αφορούν στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής, εφόσον η συναλλακτική ισοτιμία ρυθμίζει μια καθοριστική παράμετρο για τον τρόπο υπολογισμού της οφειλόμενης δόσης, διαμορφώνοντας έτσι το ύψος της κύριας οφειλής (κεφάλαιο και αντιπαροχή/τόκοι) που οφείλει να εκπληρώσει ο δανειολήπτης στην τράπεζα. Πρέπει, επομένως, οι επίδικοι ΓΟΣ να εξεταστούν ως προς την καταχρηστικότητά τους σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, κατά το οποίο “η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες με τρόπο σαφή και κατανοητό”. Οι επίδικοι και έχοντες το προεκτιθέμενο περιεχόμενο ΓΟΣ, ήτοι οι προδιατυπωμένοι όροι 14 παρ. 2 . εδ. α και 14 παρ. 5 της υπ’ αρ. …/17.4.2008 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ των αντιδίκων, οι οποίοι δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, είναι μεν αντιληπτοί από άποψη γραμματικής διατύπωσης, εντούτοις δεν είναι σαφείς και κατανοητοί, αφού δεν αποκαλύπτουν στον απρόσεκτο μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντα τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του βούλησης και απόφασης, στην πραγματική τους έκταση, τα δικαιώματά του και τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ιδιαίτερα σε όσον αφορά στη σχέση της συμφωνούμενης παροχής και αντιπαροχής και τον κίνδυνο επιβαρύνσεώς του σε περίπτωση ανατίμησης του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ. Ειδικότερα, οι παραπάνω ΓΟΣ δεν παρουσιάζουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς επίσης και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και εν προκειμένω οι εκκαλούντες και ενάγοντες να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι, και συγκεκριμένα να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου … Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών εκκαλούντων και εναγόντων περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου. Επί πλέον δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε προκαταρκτική έρευνα στη χορήγηση του δανείου με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου, προκειμένου να επιτευχθεί προσαρμοσμένη στους εκκαλούντες και ενάγοντες πληροφόρηση αναφορικά με την αγορά συναλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη της την αντιληπτική τους ικανότητα, τη μόρφωση, το επίπεδο γνώσης, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση τους. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο πως οι εκκαλούντες και ενάγοντες, εκ των οποίων ο μεν 1ος είναι αστυνομικός η δε 2η βοηθός μικροβιολόγου, διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος και ότι μπορούσαν να αντιληφθούν τους κινδύνους, που αναλαμβάνουν, δεδομένου ότι τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Η αγορά συναλλάγματος είναι η αγορά όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Το σημαντικότερο επομένως που ο δανειολήπτης έπρεπε να σταθμίσει, ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, που αναλάμβανε έναντι μιας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και ο τρόπος που αυτό θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει μόνο με τη βοήθεια ειδικού συμβούλου της τράπεζας, εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα. Η πληροφόρηση αυτή έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του Ελβετικού φράγκου. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν αντιληπτοί από γραμματική άποψη, εντούτοις αυτό και μόνον δεν αρκεί, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους ως προς τις οικονομικές συνέπειες τους, οδηγούν ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή/πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα. Εξάλλου η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα όχι μόνο δεν προέβη σε ενημέρωση των δανειοληπτών εκκαλούντων και εναγόντων αναφορικά με τα παραπάνω αλλά δεν προέβη ούτε σε ενημέρωση όσον αφορά τους αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων “φυσική” και “χρηματοοικονομική” αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δυνατότητα χρήσης προγραμμάτων αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, με ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση και το κόστος αυτών, τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου.
Συνεπώς οι δανειολήπτες, πέραν της μη ενημέρωσης τους, ήταν και εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους. Επιπλέον, δεν τηρήθηκαν από την εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα ούτε και οι υποχρεώσεις ενημέρωσης της ΠΔΤΕ 2501/2002, …. Επομένως, η τακτική ενημέρωσης που ακολούθησε η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα δεν πληρούσε τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες, εφόσον δεν περιείχε με αποσαφηνισμένους όρους το βάρος του υπέρμετρου κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας που συνδεόταν άρρηκτα με το ιδιαιτέρως μεγάλο βάθος χρόνου της επίδικης δανειακής σύμβασης. Μολονότι δε η έννοια της “συναλλαγματικής ισοτιμίας” είναι πασίδηλη και οικεία στην καθημερινότητα είτε με την αγορά εισαγόμενων προϊόντων είτε από ταξίδια στο εξωτερικό, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο όταν συνδέεται άρρηκτα με τον τρόπο καθορισμού των δόσεων και του κεφαλαίου του επίδικου δανείου όχι μόνο για μια φορά, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και η υποχρέωση ενημέρωσης και πληροφόρησης της τράπεζας δεν πρέπει να περιορίζεται εν προκειμένω σε μια αφηρημένη ή γενική αναφορά για τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Πρέπει να εξειδικεύεται σε ένα πλήθος καθηκόντων, όπως ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά και τις γνώσεις, που πρέπει να έχει ο πελάτης, για να επιλέξει ένα δάνειο σε συνάλλαγμα, προειδοποίηση για τους κινδύνους, που μπορούν να ανακύψουν, με την παράθεση, μάλιστα, παραδειγμάτων δυσμενούς εξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να γίνουν εύληπτοι και κατανοητοί οι κίνδυνοι κυρίως για τον δανειολήπτη και όχι μόνο για την τράπεζα, ενημέρωση για δυσμενείς περιορισμούς και συνέπειες στην άσκηση των δικαιωμάτων από το δάνειο (π.χ. της πρόωρης εξόφλησης) και ενημέρωση για την απαιτούμενη ικανότητα παρακολούθησης των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Απαιτείται, μάλιστα, και ορθή πληροφόρηση κατά την προσέλκυση των πελατών με γνώμονα την αρχή του υπεύθυνου δανεισμού, όπως καθιερώθηκε στην ΚΥΑ Ζ1-699/2010 (ΦΕΚ 917Β/23.6.2010). Άλλωστε, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένων επιστολών δεν δύναται να θεωρηθεί πλήρης και ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων της εφεσίβλητης και εναγόμενης τράπεζας (πιστωτικού φορέα) για επαρκή πληροφόρηση και ενημέρωση, διότι αντιστρέφει το βάρος απόδειξης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων, που δύναται να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Πλήρης ενημέρωση κατά τα ανωτέρω ως προς τον επίμαχο όρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε η υπογραφή (μαζί με τη σύμβαση δανείου) από τους καταναλωτές και τυχόν λοιπών συνοδευτικών εγγράφων, διότι δεν γίνεται ευκρινώς διαγνωστός ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου. Η τράπεζα, μάλιστα, αν και όφειλε, δεν αξιολόγησε τη δανειοληπτική ικανότητα του μέσου καταναλωτή κρίνοντας αντικειμενικά το βαθμό αντίληψής του σε σχέση με τον αναληφθέντα μέσω της χορηγούμενης προς αυτούς πίστωσης κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Σημειώνεται και πάλι, ότι οι εκκαλούντες και ενάγοντες, εκ των οποίων ο μεν 1ος είναι αστυνομικός η δε 2η βοηθός μικροβιολόγου, δεν διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν από μόνοι τους τους κινδύνους της επίδικης σύμβασης. Περαιτέρω, προέκυψε ότι η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα, παραβλέποντας την ως άνω υποχρέωσή της, που φέρει ως πιστωτικό ίδρυμα και οφείλει, μέσα από διαδικασίες ενδελεχούς ελέγχου, να διαπιστώνει ποιοι μπορούν να είναι αποδέκτες ανωτάτων ορίων ανάληψης κινδύνου, εν τέλει όχι μόνο δεν απέτρεψε τους εκκαλούντες και ενάγοντες, ως μέσους καταναλωτές, να λάβουν το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, αλλά δεν τους κατέστησε σαφές ποιους κινδύνους αναλαμβάνει. Βάσει δε της ελλιπούς αυτής ενημέρωσης οι εκκαλούντες και ενάγοντες καταναλωτές αποφάσισαν και θέλησαν να δεσμευτούν από όρους, που διατύπωσε εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, ήτοι η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα. Η από θέση ασκούμενη πειθώ της τράπεζας για την ασφάλεια του “προϊόντος”, ο καλλιεργηθείς ενθουσιασμός και η προσέλκυση των καταναλωτών με μεμονωμένες και ασαφείς φράσεις, όπως ειδικά αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν άφηναν περιθώρια σοβαρής ανησυχίας και ορθολογικού υπολογισμού των κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα παρέλειψε να δώσει ουσιώδεις πληροφορίες, κρίσιμες για τη λήψη σωστής απόφασης από τον μέσο καταναλωτή. Παράλληλα υπήρξε και καταχρηστική επιρροή των καλόπιστων εναγόντων καταναλωτών, που εμπιστεύτηκαν την εναγόμενη τράπεζα τους. Από την ως άνω αδιαφάνεια και αοριστία, βάσει των κριτηρίων του Ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, των επίδικων ΓΟΣ, ήτοι των όρων 14 παρ. 2 εδ. α και 14 παρ. 5 τηςυπ’ αρ. …/17.4.2008 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ των αντιδίκων ως προς τις οικονομικές συνέπειες τους, διαψεύσθηκαν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες των εναγόντων, ως μέσων δανειοληπτών, ότι καταβάλλοντας τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Συνακόλουθα, οι ως άνω ΓΟΣ είναι αδιαφανείς και, μάλιστα, υπερβαίνουν σημαντικά τα όρια που τάσσονται από τις παραγράφους 6, 7 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, επειδή διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε βάρος των δανειοληπτών, όταν οι επίδικοι ΓΟΣ οδηγούν στη διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας τους ως προς τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβασης. Στην ουσία, λοιπόν, (οι Γ.Ο.Σ.) καταλήγουν να συνιστούν απροσδόκητες και αιφνιδιαστικές ρήτρες μεταβάλλοντας την εικόνα, που δικαιολογημένα είχε δημιουργηθεί στο δανειολήπτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος και την έκταση της κύριας παροχής – κεφαλαίου, στοιχεία, που είναι συνήθως και τα μόνα, που πράγματι εξετάζονται από το μέσο καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης. Η ισορροπία δε αυτή κλονίζεται ιδιαιτέρως, καθώς καταρρίπτεται η βασικότερη συγκεκριμένη σταθερά στο μυαλό του μέσου καταναλωτή – δανειολήπτη και, εν προκειμένω των εναγόντων ως προς τη λήψη του δανείου, ενώ προσμένουν την εφαρμογή της : ότι όσο αποπληρώνουν το δάνειο, αυτό θα μειώνεται ως χρέος. Ωστόσο, τούτη η ισορροπία διαταράσσεται, καθώς οι αρνητικές μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών οδηγούν σε αύξηση του οφειλόμενου χρέους παρά τις συνεχείς και συνεπείς καταβολές προς εξόφληση του δανείου. Πέραν αυτού, όμως, οι ως άνω επίδικοι ΓΟΣ είναι άκυροι και επειδή πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 § 7 περιπ. ια’, κδ’ και λ’ του ν. 2251/1994. Συγκεκριμένα, η περίπτωση ια’ συντρέχει, εφόσον υφίσταται αοριστία του τρόπου αναπροσαρμογής των κάθε μορφής οικονομικών ανταλλαγμάτων, που καταβάλλει ο καταναλωτής, ιδίως μάλιστα σε συμβάσεις μεγάλης διάρκειας, όπως οι επίμαχες. Δεν αποσαφηνίζεται ότι οι δύο κυμαινόμενοι παράγοντες, δηλαδή αυτός της αναπροσαρμογής του επιτοκίου και αυτός της αναπροσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα επηρεάσουν όχι μόνο τη δόση και τους τόκους, αλλά και το κεφάλαιο, επί του οποίου υπολογίζονται οι καταβολές σε ευρώ, τα οποία, επομένως, παραμένουν αόριστα. Απόρροια τούτων είναι ότι το συνολικό κόστος δανεισμού παραμένει αόριστο. Διότι, διακυμαίνεται το θεμέλιο της παροχής, δηλαδή το ίδιο το κεφάλαιο, που καλείται να επιστρέφει ο δανειολήπτης. Είναι δε το κεφάλαιο, που διαμορφώθηκε βάσει της κατά χρονική περίοδο διαφορετικής συναλλαγματικής ισοτιμίας αποσυνδεδεμένο από τον απλό κανόνα παροχής – αντιπαροχής. Κατόπιν τούτων, καθίσταται σαφές ότι πληρούνται και οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 § 7 περιπ. κδ’ και λ’ Ν. 2251/1994, αφού ουδέποτε οι ενάγοντες δανειολήπτες κατανόησαν εις βάθος την πραγματική λειτουργία των επίδικων όρων της σύμβασης, αλλά στην ουσία αγνοούσαν την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, που θα αναλάβουν. Ειδικότερα, οι ενάγοντες δανειολήπτες αγνοούσαν τον κίνδυνο του επιτοκίου, για το οποίο οι υπογραφείσες συμβάσεις αναφέρουν, μόνον, ότι το επιτόκιο θα είναι κυμαινόμενο με βάση το LIBOR, χωρίς, όμως, να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις τους από την πιθανότητα διακύμανσης του προς τα άνω καθ’ όλη τη λειτουργία της σύμβασης. Συνάμα, οι εκκαλούντες και ενάγοντες αγνοούσαν το συνολικό κόστος της πίστωσης, εφόσον ούτε τη σημασία της διατάραξης της ισοτιμίας μπορούσαν να εκτιμήσουν ούτε τη μελλοντική ισοτιμία μπορούσαν να γνωρίζουν. Σημειωτέον ότι στο πλαίσιο των χρηστών συναλλακτικών ηθών, ήτοι των κρατουσών αντιλήψεων του μέσου ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου μέσα στα όρια των οποίων πρέπει να περιορίζεται η δραστηριότητα των δικαιοπρακτούντων, προκειμένου να θεωρείται σύμφωνη με τη χρηστή και έμφρονη συναλλακτική συμπεριφορά και της καλής πίστης, ήτοι της επιβαλλόμενης στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονα ανθρώπου συμπεριφοράς, η τράπεζα υπέχει αυξημένη υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης, κατά τα οριζόμενα στην ΠΔΤΕ 2577/2006 περί της υιοθέτησης βέλτιστων πρακτικών εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων, ώστε αυτά να προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά του πελάτη. Και τούτο διότι μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μια εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης και εν μέρει εξάρτησης του πελάτη, καθ’ όσον η τράπεζα κατέχει ειδικές γνώσεις και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών και οφείλει να εξισορροπεί την αρχή της προστασίας του ασθενέστερου με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση ο δικαιοπρακτικός σκοπός των δανειακών συμβάσεων με ρήτρα αξίας συναλλάγματος και η συντρέχουσα οικονομική συγκυρία και το κοινωνικό γίγνεσθαι υποδηλώνουν ότι το συγκεκριμένο δάνειο δεν χορηγήθηκε, για να κερδοσκοπήσουν οι εκκαλούντες και ενάγοντες δανειολήπτες με τα ελβετικά φράγκα ως επενδυτές, αλλά για να χρηματοδοτηθούν με ευρώ, ως ιδιώτες ή έμποροι, επωφελούμενοι απλώς του ευνοϊκού επιτοκίου. Άλλωστε, οι δανειολήπτες ενάγοντες δεν είναι αναμενόμενο να διαθέτουν ελβετικά φράγκα, ούτε να έχουν τη δυνατότητα τακτικών εσόδων στο νόμισμα αυτό, για παράδειγμα ως εξαγωγείς. Δεν θέλησαν, δηλαδή, αυτή καθεαυτή την οφειλή σε ξένο νόμισμα, αλλά χρησιμοποίησαν το ελβετικό φράγκο σαν χρήμα – μέτρο, για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής τους. Ο τύπος σύμβασης, δηλαδή, που επιθυμούν να συνάψουν γενικά οι καταναλωτές και ειδικότερα οι ενάγοντες δεν έχει δικαιοπρακτικό ή οικονομικό κίνητρο την επένδυση σε κινητές αξίες μεταβαλλόμενης αποτίμησης, όπως π.χ. το συνάλλαγμα. Ο συμβατικός τύπος της καταναλωτικής σύμβασης (στεγαστικού δανείου) με γνώμονα τις βάσιμες προσδοκίες και τις συμβατικές τους ανάγκες, αποβλέπει στην σταδιακή αποπληρωμή του δανείου. Με τον επίδικο Γ.Ο.Σ., ωστόσο, επήλθε αλλοίωση του συμβατικού σκοπού και της λειτουργίας της δανειακής σύμβασης, εφόσον αυτή (η σύμβαση) δεν επιτελεί καθαρά δανειακούς σκοπούς, αλλά εμπεριέχει και επενδυτικής φύσης αποτελέσματα και οικονομικές συνέπειες. Οι δανειολήπτες και ενάγοντες συμμετέχουν εμμέσως πλην σαφώς στην επενδυτική αγορά συναλλάγματος. Να σημειωθεί ότι στα εν λόγω δάνεια, όπως και το επίδικο, έχει προβλεφθεί η δυνατότητα περιορισμού των επιπτώσεων από σημαντικές μεταβολές της ισοτιμίας με την παροχή στον δανειολήπτη προστασίας δόσης από μελλοντικές μεταβολές της ισοτιμίας μεγαλύτερες του 5% επί της ισοτιμίας που υπήρχε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Η προστασία, όμως, αυτή είναι χρονικά περιορισμένη, εκτεινόμενη μόνον στα έτη εκτοκισμού του δανείου με σταθερό επιτόκιο, όπως ρητώς ορίζεται στον όρο 14 παρ. 6 της επίδικης δανειακής σύμβασης, δηλαδή εν προκειμένω μόλις στα 4 πρώτα έτη από τα 25 συνολικά έτη που θα διαρκέσει το επίδικο δάνειο. Το δε γεγονός ότι οι εκκαλούντες και ενάγοντες υπήχθησαν στην ανωτέρω προστασία, ουδόλως καταδεικνύει ότι είχαν, πράγματι, ενημερωθεί από την εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα για τον βαρύτατο και σε μεγάλο βάθος χρόνου εκτεινόμενο συναλλαγματικό κίνδυνο που αναλάμβαναν. Το κενό, όμως, που δημιουργείται στην επίδικη υπ’ αρ. …/17.4.2008 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μετά από τη διαπίστωση της ακυρότητας των επίδικων ΓΟΣ, ήτοι των όρων 14 παρ. 2 εδ. α και 14 παρ. 5 της εν λόγω συμβάσεως δεν θα καλυφθεί από την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, γιατί τούτη δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην επίδικη δανειακή σύμβαση, …. Το ως άνω κενό θα πληρωθεί με την συμπληρωτική ερμηνεία της συμβάσεως κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει δηλαδή της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Με δεδομένες, λοιπόν, τις ως άνω διαπιστώσεις περί των σκοπιμοτήτων, αλλά και των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, και ειδικότερα, συνοψίζοντας, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη α) τις αρχές της συναλλακτικής ευθύτητας, τις οποίες οφείλει να τηρεί κάθε χρηστός και γνωστικός συναλλασσόμενος, καθώς και τις σύμφωνες με αυτές συνήθειες των συναλλαγών, β) το είδος, τη φύση και το σκοπό της επίδικης συμβάσεως, γ) τα συμφέροντα αμφοτέρων των αντιδίκων, δ) τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές το επίμαχο χρονικό διάστημα, οπότε και υπογράφηκε η επίδικη σύμβαση, ε) το γεγονός, πως οι καταναλωτές, ως υπήκοοι Ελλάδας δανείζονταν σε ευρώ και αποπλήρωναν σε ευρώ, χωρίς να έχουν ελβετικά φράγκα στην κατοχή τους, ζ) το γεγονός, πως η εφεσίβλητη και εναγόμενη τράπεζα δεν παρείχε ουσιαστικά κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων και η) τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, η οποία ορίζει πως “με τη σύμβαση δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας”, πρέπει το κενό στην επίδικη δανειακή σύμβαση να συμπληρωθεί, έτσι ώστε α) να αναγνωρισθεί (δικαστικώς) η ακυρότητα των όρων 14 παρ. 2 εδ. α και 14 παρ. 5 της υπ’ αρ. …/17.4.2008 σύμβασης στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, β) να αναγνωρισθεί ως μόνη εφαρμοσθείσα ρήτρα για την μετατροπή των οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ η συναλλακτική ισοτιμία που ανέρχεται σε 1,640000029, ήτοι η συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που ίσχυε και εφαρμόσθηκε στην επίδικη σύμβαση κατά την ημερομηνία της άπαξ εκταμίευσης από τους εκκαλούντες και ενάγοντες του ποσού του δανείου, ήτοι στις 16.5.2008 και γ) να αναγνωρισθεί ότι στις 16.7.2014 το υπόλοιπο της ως άνω επίδικης σύμβασης στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου ανέρχεται σε 179.197,15 ελβετικά φράγκα και ότι για κάθε αποπληρωμή δόσεως ή και του τυχόν ληξιπρόθεσμου οφειλόμενου ποσού στο εξής θα εφαρμόζεται ως μόνη ρήτρα για την μετατροπή των οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ η συναλλακτική ισοτιμία που ανέρχεται σε 1,640000029, ήτοι η συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που ίσχυε και εφαρμόσθηκε στην επίδικη σύμβαση κατά την ημερομηνία της άπαξ εκταμίευσης από τους εκκαλούντες και ενάγοντες του ποσού του δανείου, ήτοι στις 16.5.2008. Ενόψει των ανωτέρω, έπρεπε η ένδικη από 1.8.2014 και υπ’ αρ. εκθ. καταθ. 164/ΤΠ 164/24.10.2014 αγωγή να γίνει καθ’ ολοκληρίαν (εν όλω) δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη …. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε αντίθετα προς τα ανωτέρω και απέρριψε καθ’ ολοκληρίαν (εν όλω) την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης υπ’ αρ. εκθ. καταθ. 64/10.6.2016 έφεσης των εναγόντων, με τους οποίους παραπονούνται τούτοι για τα ανωτέρω σφάλματα της εκκαλούμενης απόφασης, με τους οποίους δηλαδή προσάπτουν στην εκκαλουμένη τις ανωτέρω πλημμέλειες, ζητώντας την ολική παραδοχή της ένδικης αγωγής τους, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως και ουσιαστικά βάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη υπ’ αρ. εκθ. καταθ. 64/10.6.2016 έφεση των εναγόντων να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν. Πρέπει δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 134/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικαστεί κατ’ ουσίαν η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα πάλι με το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η ένδικη από 1.8.2014 και υπ’ αρ. εκθ. καταθ. 164/ΤΠ164/24.10.2014 αγωγή να γίνει καθ’ ολοκληρίαν (εν όλω) δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη …. Οι δε ενστάσεις που προέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της η εναγόμενη πρέπει να απορριφθούν για τους ακόλουθους λόγους: Ειδικότερα, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος από τους ενάγοντες που προέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της η εναγόμενη, ισχυριζόμενη ότι οι τελευταίοι ενημερώθηκαν πλήρως κατά το προσυμβατικό στάδιο, ότι οι επίδικοι όροι της σύμβασης ήταν σαφείς και ότι οι ενάγοντες εκπληρώνουν κανονικά τις υποχρεώσεις τους από τη σύμβαση χωρίς να έχουν εκφράσει κάποια ενόχληση ή διαμαρτυρία. Και αυτό γιατί τα ως άνω προβαλλόμενα από την εναγόμενη πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος από την ενάγουσα καταχρηστική κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 281 ΑΚ. Επίσης η εναγόμενη προέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και: α) ένσταση παραγραφής επειδή, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 198 παρ. 2 και 937 ΑΚ, η αξίωση για αποζημίωση λόγω υπαίτιας πρόκλησης ζημίας κατά τις διαπραγματεύσεις παραγράφεται μετά από πέντε έτη και εν προκειμένω οι διαπραγματεύσεις έληξαν με την υπογραφή της επίδικης σύμβασης στις 17.4.2008 ενώ η κρινόμενη αγωγή της επιδόθηκε στις 29.10.2014, β) ένσταση αποσβέσεως του δικαιώματος ακύρωσης της σύμβασης λόγω πλάνης ή απάτης κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ λόγω παρέλευσης δύο ετών από τη δικαιοπραξία. Οι ενστάσεις, όμως, αυτές αλυσιτελώς προβάλλονται, γιατί, όπως εκτέθηκε παραπάνω, η κρινόμενη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και δεν ζητείται με αυτήν ούτε αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις κατ’ άρθρο 198 ΑΚ, ούτε η ακύρωση της επίδικης σύμβασης λόγω πλάνης ή απάτης κατά τα άρθρα 140 επ. ΑΚ. Επομένως, αμφότερες οι ως άνω ενστάσεις πρέπει να απορριφθούν για τον παραπάνω λόγο. Να σημειωθεί ότι το παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο, το οποίο, κατά παραδοχή της έφεσης των εναγόντων, εξαφάνισε την πρωτόδικη οριστική απόφαση που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή και, εν συνεχεία, δέχθηκε την αγωγή αυτή, οφείλει να ερευνήσει και τις περιεχόμενες στις πρωτόδικες προτάσεις της εναγόμενης/εφεσίβλητης ενστάσεις της εκ των άρθρων 281, 198 παρ. 2 συνδ. 937 και 157 ΑΚ, άλλως υποπίπτει στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 14 και αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ [ΑΠ 850/2007), … Επομένως, πρέπει α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των όρων 14 παρ. 2 εδ. α και 14 παρ. 5 της υπ’ αρ. …/17.4.2008 σύμβασης στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, β) να αναγνωρισθεί ως μόνη εφαρμοσθείσα ρήτρα για την μετατροπή των οφειλόμενών σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ η συναλλακτική ισοτιμία που ανέρχεται σε 1,640000029, ήτοι η συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που ίσχυε και εφαρμόσθηκε στην επίδικη σύμβαση κατά την ημερομηνία της άπαξ εκταμίευσης από τους ενάγοντες του ποσού του δανείου, ήτοι στις 16.5.2008 και γ) να αναγνωρισθεί ότι στις 16.7.2014 το υπόλοιπο της ως άνω επίδικης σύμβασης στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου ανέρχεται σε 179.197,15 ελβετικά φράγκα και ότι για κάθε αποπληρωμή δόσεως ή και του τυχόν ληξιπρόθεσμου οφειλόμενου ποσού στο εξής θα εφαρμόζεται ως μόνη ρήτρα για την μετατροπή των οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ η συναλλακτική ισοτιμία που ανέρχεται σε 1,640000029, ήτοι η συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που ίσχυε και εφαρμόσθηκε στην επίδικη σύμβαση κατά την ημερομηνία της άπαξ εκταμίευσης από τους ενάγοντες του ποσού του δανείου, ήτοι στις 16.5.2008…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, κρίνοντας ότι στην ένδικη σύμβαση δανείου υπάρχει οφειλή όχι σε αλλοδαπό αλλά στο ημεδαπό νόμισμα (ευρώ) και ότι, ως εκ τούτου, οι επίμαχοι ΓΟΣ των συμβάσεων αυτών δεν είναι “δηλωτικοί”, δηλαδή δεν απηχούν περιεχόμενο διάταξης του εθνικού δικαίου και ειδικότερα του άρθρου 291 ΑΚ, που προϋποθέτει χρηματική οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, προέβη σε έλεγχο καταχρηστικότητας των παραπάνω όρων. Στη συνέχεια δε, αφού έκρινε τους όρους αυτούς άκυρους ως καταχρηστικούς, προβαίνοντας σε πλήρωση του δημιουργηθέντος στις ένδικες συμβάσεις κενού με την εφαρμογή του άρθρου 200 ΑΚ, εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή, κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ` ουσίαν, δέχθηκε εν όλω την αγωγή ως προς τα υπό στοιχ. A1, A2 και A3 κύρια αναγνωριστικά αιτήματά της, κατά την κύρια ιστορική και νομική βάση αυτών παρελκούσης της κατ’ ουσίαν έρευνας του υπό στοιχ. Β επικουρικού αναγνωριστικού αιτήματος αυτής, και (Α) αναγνώρισε την ακυρότητα των όρων 14 παρ. 2 εδ. α, 14 παρ. 5 της επίδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, ως καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών και (Β) αναγνώρισε, επίσης, ως μόνη εφαρμοσθείσα ρήτρα, για τη μετατροπή των οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ, τόσο για τις καταβολές που έγιναν όσο και για εκείνες που θα γίνουν, τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που ίσχυε και εφαρμόσθηκε στην επίδικη σύμβαση κατά την ημερομηνία της άπαξ εκταμίευσης του ποσού του δανείου, ήτοι στις 16-5-2008. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση εξ αιτίας αντιφατικών και ασαφών αιτιολογιών ως προς το κρίσιμο ζήτημα της συνομολόγησης του ένδικου δανείου σε συνάλλαγμα ή σε ευρώ και της υποχρέωσης απόδοσης του δανείσματος από τους αναιρεσίβλητους δανειολήπτες στην αναιρεσείουσα τράπεζα, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 6 και 7 ν. 2251/1994, 200 και 281 ΑΚ, τις οποίες εφάρμοσε, και της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, την οποία δεν εφάρμοσε. Και τούτο, διότι, ενώ αρχικώς δέχεται ότι η ένδικη δανειακή σύμβαση συνομολογήθηκε σε συνάλλαγμα, διαλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, και τις παραδοχές α) ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 243.000 ελβετικών φράγκων β) ότι έγινε εκταμίευση του προϊόντος του δανείου κατόπιν της μετατροπής του ποσού του δανείου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, με βάση την τιμή αγοράς από την αναιρεσείουσα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της εκταμίευσης και συγκεκριμένα ότι εκταμιεύτηκε ποσό 140.243,90 ευρώ που ήταν το ισότιμο σε ευρώ των 230.000 ελβετικών φράγκων, γ) ότι οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονταν, επίσης, στο νόμισμα που συνομολογήθηκε το δάνειο, δηλαδή σε ελβετικά φράγκα (και με επιτόκιο Libor και όχι Euribor), και θα εξοφλούνταν κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προέκυπτε από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης από την αναιρεσείουσα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, δ) ότι σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου, το πρόωρα αποπληρούμενο κεφάλαιο θα καταβαλλόταν κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο θα προέκυπτε από την μετατροπή του ποσού του κεφαλαίου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την αναιρεσείουσα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία καταβολής του, και ε) ότι στις 16-7-2014 το άληκτο κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν στο ποσό των 187.224,12 ελβετικών φράγκων, παρ` όλα αυτά, στη συνέχεια δέχεται, όλως αντιφατικά, ότι στην προαναφερόμενή δανειακή σύμβαση υπάρχει οφειλή όχι σε αλλοδαπό αλλά στο ημεδαπό νόμισμα (ευρώ) και ότι απλώς χρησιμοποιήθηκε το ελβετικό φράγκο σαν χρήμα – μέτρο, για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής της αναιρεσίβλητης, με αποτέλεσμα να προκαλείται ασάφεια σχετικά με το τί, τελικώς, δέχεται το δικαστήριο ως προς το νόμισμα στο οποίο συνομολογήθηκαν το ένδικο δάνειο, δηλαδή συνομολογήθηκε αυτό σε ελβετικό φράγκο ή, αντιθέτως, σε ευρώ. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται και από το γεγονός ότι, ακολούθως, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον έλεγχο της καταχρηστικότητας των όρων, δέχεται ότι η αναιρεσείουσα τράπεζα παραβίασε, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του κεφ. Β, αρ. 2α, περ. x και xi της 2501/31-10-2002 ΠΔΤΕ, που όμως αφορούν την υποχρέωση της Τράπεζας για ενημέρωση του δανειολήπτη (x) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος και (xi) για τη δυνατότητα τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος. Λόγω δε της ως άνω αντιφατικής και ασαφούς αιτιολογίας, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, υπό την έννοια της ορθής ή μη υπαγωγής των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό των ως άνω κανόνων δικαίου, τους οποίους, έτσι, το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου, δεδομένου ότι, σε περίπτωση που το ένδικο δάνειο συνομολογήθηκε σε ελβετικό φράγκο (όπως και οι αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους) είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, αφού η επιβαλλόμενη με τους ένδικους ΓΟΣ υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να εκπληρώσει την υποχρέωσή της προς την τράπεζα αποκλειστικά σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής εκάστης δόσης, απηχεί, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ και, συνεπώς, οι όροι αυτοί ως “δηλωτικοί” της ένδικης δανειακής σύμβασης δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Επομένως, οι πρώτος και πέμπτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης και οι πρώτος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι, όλοι, κατ` εκτίμηση, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αυτοί παραδεκτά συμπληρώνονται (άρθρο 562 παρ.4 ΚΠολΔ), είναι βάσιμοι.
Όσον αφορά το αίτημα που υπέβαλαν οι αναιρεσίβλητοι περί αναβολής της συζήτησης της παρούσας υπόθεσης μέχρις ότου αποφανθεί το ΔΕΕ επί του προδικαστικού ζητήματος που υποβλήθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το ΔΕΕ αποφάνθηκε ήδη επ’ αυτού, όπως τα συμπεράσματα αυτού εν συντομία παρατέθηκαν στην αρχή της παρούσας.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια των ως άνω κριθέντων ως βασίμων, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ερευνηθέν από αυτή μέρος, ήτοι καθό μέρος δέχθηκε εν όλω την αγωγή ως προς τα υπό στοιχ. A1, A2 και A3 κύρια αναγνωριστικά αιτήματά της, κατά την κύρια ιστορική και νομική βάση αυτών από τις διατάξεις του ν. 2251/1994, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές διαφορετικούς από αυτούς που την εξέδωσαν. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτή για το παραδεκτό της αίτησης παραβόλου. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία άσκησε πρόσθετους λόγους και κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 49/2018 απόφαση του Tριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους αναιρεσίβλητους τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ