ΑΠΟΦΑΣΗ
Daoudi κατά Γαλλίας της 14.09.2023 (αριθ.προσφ. 48638/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Αλγερινός υπήκοος είχε απελαθεί από την Γαλλία λόγω καταδίκης του σε ποινή κάθειρξης 6 ετών για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και πλαστογραφία με χρήση. Δυνάμει απόφασης του ΕΔΔΑ χορηγήθηκε σε αυτόν δικαίωμα διαμονής στην Γαλλία. Το καθ’ού κράτος επέβαλε αρκετούς περιοριστικούς όρους, όπως της εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα 3 φορές ημερησίως. Άσκησε πολλές αιτήσεις για τροποποίηση των περιοριστικών όρων. Όλες απορρίπτονταν με αμετάκλητες αποφάσεις. Στην τελευταία απόφαση δεν άσκησε αναίρεση επικαλούμενος την νομολογία των προηγούμενων αποφάσεων. Πριν εξαντλήσει όλα τα εγχώρια ένδικα μέσα άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια και της ελεύθερης μετακίνησης.
Το ΕΔΔΑ επεσήμανεότι η ύπαρξη απλών αμφιβολιών ως προς τις προοπτικές επιτυχίας ενός συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος δεν αποτελούσε βάσιμο λόγο για τη μη άσκησή του. Επίσης διαπίστωσε ότι ήδη εκκρεμούσε μία αίτηση αναίρεσης σε απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και ότι δεν άσκησε αναίρεση κατά της τελευταίας απόφασης προκειμένου να εκπληρώσει την απαίτηση προηγούμενης εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 35§1 και 4 της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 5,
Αρθρο 35 §§ 1 και 4
Άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου,
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Kamel Daoudi, είναι Αλγερινός υπήκοος που γεννήθηκε το 1974 και υπόκειται σε περιορισμό διαμονής (assignation à résidence) από τις 24 Απριλίου 2008. Ζει στη Γαλλία. Στις 14 Δεκεμβρίου 2005, καταδικάστηκε από το Εφετείο του Παρισιού σε εξαετή κάθειρξη και σε αναγκαστική αποχώρηση από τη Γαλλία για τη συμμετοχή του σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη τρομοκρατικής ενέργειας και για τη χρήση πλαστών εγγράφων με σκοπό την εξαπάτηση. Μετά την αποφυλάκιση του, οι εγχώριες αρχές προέβησαν σε διευθετήσεις για την απομάκρυνσή του στην Αλγερία. Τον Απρίλιο του 2008, το Δικαστήριο δήλωσε στην κυβέρνηση ότι δεν έπρεπε να απελαθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιόν του, σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του.Στις 3 Δεκεμβρίου 2009, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απομάκρυνσή του θα παραβίαζε το άρθρο 3 της Σύμβασης εάν είχε εφαρμοστεί εκείνη την εποχή (Daoudi κατά Γαλλίας). Με σειρά διαταγμάτων του Υπουργού Εσωτερικών, ο προσφεύγων τέθηκε υπό περιορισμό διαμονής. Πλην δύο περιόδων φυλακίσεως, ο περιορισμός αυτός εκτελέστηκε χωρίς διακοπή. Οι συνθήκες του ποικίλλουν με την πάροδο του χρόνου. Ο προσφεύγωνπεριορίστηκε διαδοχικά στους δήμους Creuse, Haute-Marne, Tarn, Charente-Maritime και Cantal. Ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο έως τέσσερις φορές την ημέρα και, από τις 24 Νοεμβρίου 2016, να συμμορφώνεται με νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας. Υπέβαλε πολλές αιτήσεις ζητώντας την ακύρωση ορισμένων από τους περιοριστικούς αυτούς όρους. Ειδικότερα, ο προσφεύγωνζήτησε να κηρυχθούν άκυρες οι αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών της 24ης Νοεμβρίου 2016 και της 30ής Ιανουαρίου 2017. Παράλληλα και προς στήριξη των προσφυγών του περί αναιρέσεως, ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης επείγουσες αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως, οι οποίες απορρίφθηκαν. Στις 12 Ιουλίου 2017 δεν επετράπη στον προσφεύγοντα να ασκήσει αναίρεση κατά των αποφάσεων αυτών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επί της ουσίας, ο προσφεύγωνέθεσε προδικαστικό ερώτημα συνταγματικότητας (questionprioritaire de constitutionalité – QPC), το οποίο παραπέμφθηκε στο Συνταγματικό Συμβούλιο. Στην απόφασή του αριθ. 2017-674 QPC της 1ης Δεκεμβρίου 2017, το Συνταγματικό Συμβούλιο κήρυξε αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του άρθρου L. 561-1 του κώδικα που ρυθμίζει την είσοδο και τη διαμονή αλλοδαπών και αιτούντων άσυλο (Code de l’entréeetduséjour des étrangersetdu droit d’asile). Στη συνέχεια, το Διοικητικό Δικαστήριο του Παρισιού απέρριψε τις προσφυγές του προσφεύγοντος για ακύρωση των διοικητικών αποφάσεων της 24ης Νοεμβρίου 2016 και της 30ής Ιανουαρίου 2017 με απόφαση της 13ης Απριλίου 2018. Στην απόφασή του της 5ης Νοεμβρίου 2019, το Διοικητικό Εφετείο του Παρισιού απέρριψε την έφεσή του. Κατά της αποφάσεως αυτής δεν ασκήθηκε αναίρεση.
Στη συνέχεια, ο προσφεύγωνάσκησε τρεις ακόμη προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των διοικητικών αποφάσεων της 23ης Μαΐου 2018, της 14ης Φεβρουαρίου 2019 και της 13ης Μαΐου 2019, αντιστοίχως, οι οποίες απορρίφθηκαν από το διοικητικό δικαστήριο του Παρισιού με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021. Η έφεση απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο του Παρισιού με απόφαση της 6ης Απριλίου 2023. Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Conseild’État.
Η προσφυγή κατατέθηκε στο ΕΔΔΑ στις 11 Οκτωβρίου 2018. Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ήταν ότι, λόγω των όρων του, ο περιορισμός διαμονής που του επιβλήθηκε ισοδυναμούσε με διαταγή κράτησης και, ως εκ τούτου, παραπονέθηκε για παραβίαση του άρθρου 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια). Επικουρικώς, επικαλέστηκε το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 (ελεύθερη κυκλοφορία) για να υποστηρίξει, κατ’ ουσίαν, ότι το εσωτερικό δίκαιο δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας. Επικαλούμενος επιπλέον τα άρθρα 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), παραπονέθηκε ότι κρατήθηκε χωριστά από την οικογένειά του και αμφισβήτησε τον δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών που είχε κινήσει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση αντέτεινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα, καθώς δεν είχε ασκήσει αναίρεση. Ο προσφεύγων υποστήριξε πρώτον ότι η αίτηση αναίρεσης θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει στο μέτρο που τα διοικητικά δικαστήρια είχαν κρίνει παγίως ότι οι περιορισμοί διαμονής δεν συνιστούσαν στερητικά της ελευθερίας μέτρα για τους σκοπούς του άρθρου 5 και ότι δεν θα μπορούσαν να διαπιστώσουν διαφορετικά χωρίς να απομακρυνθούν από τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, υποστήριξε ότι πληρούσε την προϋπόθεση της ανάλωσης ζητώντας από το Συνταγματικό Συμβούλιο να αποφανθεί επί QPC στο πλαίσιο προσφυγής του και ασκώντας αναίρεση ενώπιον του Conseild’État κατά της απόρριψης μιας από τις επείγουσες αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αίτηση δικαστικού ελέγχου, εφόσον υπάρχει, αποτελεί καταρχήν εσωτερικό ένδικο βοήθημα που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Επιπλέον, ήταν καταρχήν αναγκαίο να εξεταστούν οι αιτήσεις αυτές μέχρι το αμετάκλητο στάδιο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως.Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν είχε ασκήσει τέτοια προσφυγή κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου του Παρισιού της 5ης Νοεμβρίου 2019. Επομένως, το ερώτημα που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αν υπήρχε κάποιος λόγος ή ιδιαίτερες περιστάσεις που απάλλασσαν τον προσφεύγοντα από την άσκηση τέτοιας προσφυγής ενώπιον του Conseild’État. Το Δικαστήριο παρατήρησε πρώτον ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας του Συνταγματικού Συμβουλίου ήταν ξεχωριστός από τον έλεγχο της συμβατότητας των τακτικών δικαστηρίων με τη Σύμβαση. Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνον ότι το Συνταγματικό Συμβούλιο είχε απορρίψει ορισμένες από τις αιτιάσεις συνταγματικότητας που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη ενός διοικητικού μέτρου δεν αρκούσε για να τον απαλλάξει από τη συνέχιση της διαδικασίας δικαστικού ελέγχου.
Δεύτερον, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, αν και η ύπαρξη πάγιας νομολογίας αποτελούσε λόγο για να θεωρηθεί ότι ένα συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να το αποδείξει. Ωστόσο, επιδιώκοντας να αποδείξει ότι τα εθνικά δικαστήρια χαρακτήριζαν πάντοτε τους περιορισμούς διαμονής ως απλούς περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με τη Σύμβαση, ο προσφεύγων είχε αναφερθεί μόνο σε μία απόφαση από δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αντιθέτως, ενόψει της νομολογίας, το Conseild’État έλαβε υπόψη τη «διάρκεια» και τις «προϋποθέσεις εκτέλεσης» του περιορισμού διαμονής κατά του οποίου ασκήθηκε έφεση για να καθορίσει εάν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 της Σύμβασης ή του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ως εκ τούτου, χωρίς να προδικάσει τη φύση της επίμαχης πράξεως, έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει ότι η αίτηση αναίρεσης θα ήταν προδήλως μάταιη.Επανέλαβε, εξάλλου, ότι η ύπαρξη απλών αμφιβολιών ως προς τις προοπτικές επιτυχίας ενός συγκεκριμένου ένδικου βοηθήματος δεν αποτελούσε βάσιμο λόγο για τη μη άσκηση του. Τρίτον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η διαδικασία σχετικά με επείγουσες αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο L. 521-1 του κώδικα διοικητικών δικαστηρίων ήταν κατ’ ανάγκην δευτερεύουσα σε σχέση με την αίτηση ακύρωσης ή μεταρρύθμισης διοικητικής απόφασης και ζητούσε μόνον την αναστολή εκτέλεσης μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της κύριας δίκης. Επομένως, η άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν απάλλασσε τον προσφεύγοντα από τη συνέχιση της αρχικής αίτησής του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγωνέπρεπε να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου της 5ης Νοεμβρίου 2019, προκειμένου να εκπληρώσει την απαίτηση προηγούμενης εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων.
Επιπλέον, παρόλο που ο προσφεύγων είχε επισημάνει το γεγονός ότι είχε ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου του Παρισιού της 6ης Απριλίου 2023, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αναίρεση εξακολουθούσε να εκκρεμεί. Δεδομένου ότι το Conseild’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) δεν είχε ακόμη αποφανθεί επί της αίτησης αναίρεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο μέτρο αυτό, η προσφυγή ήταν πρόωρη. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης. Παρατήρησε, ωστόσο, ότι ο προσφεύγων μπορούσε να ασκήσει μεταγενέστερη προσφυγή στο Δικαστήριο, αφού εξαντλήσει όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα, αν πίστευε ότι είχε λόγους να το πράξει.
(επιμέλεια echrcaselaw.com).