Η επιμέτρηση προστίμου αποτελεί όλως εξειδικευμένη και εξατομικευμένη κρίση, το κύρος της οποίας δεν συναρτάται προς την επιβολή κυρώσεων σε άλλα πρόσωπα, έστω και για παρόμοιες παραβάσεις
Με την υπ’ αριθμ. 127/2017 απόφασή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επέβαλε σε εταιρεία διοικητικό πρόστιμο 70.000 ευρώ για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 παρ.1 και 2 ν.3471/2006 περί πραγματοποίησης μη ζητηθεισών επικοινωνιών κατά την τηλεφωνική προώθηση διαφημιστικών ενεργειών.
Η εταιρεία προσέφυγε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση της πράξης της Αρχής, αμφισβητώντας όχι την κρίση της Αρχής αναφορικά με την τέλεση των διαπιστωθεισών παραβάσεων, αλλά το ύψος του επιδικασθέντος προστίμου.
Σύμφωνα με την αίτηση:
«το ένδικο πρόστιμο επεβλήθη κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και της ισότητας και κατά κακή χρήση και καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής, η οποία έκρινε την προκείμενη υπόθεση με δυσμενέστερο τρόπο αναφορικά με άλλες υποθέσεις, νομικά και πραγματικά ομοειδείς.
Ειδικότερα, ισχυρίζεται η αιτούσα ότι στις αποφάσεις 62/2016 έως και 67/2016 της Αρχής – οι οποίες αφορούν ομοίως παραβάσεις του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο κατ’ άρθρο 21 παρ. 1 β’ του ν. 2472/1997, και, επομένως «έχουν όμοια νομική και πραγματική βάση» – η Αρχή επιμέτρησε με διαφορετική μέθοδο το επιβληθέν πρόστιμο, ήτοι, δεν επέβαλε κανένα απολύτως πρόστιμο για τις πρώτες δέκα παραβάσεις, για δε τις πλέον των δέκα παραβάσεις επέβαλε πρόστιμο χιλίων ευρώ για καθεμία, ενώ, αντιθέτως, στην περίπτωση της αιτούσας επέβαλε πρόστιμο από την πρώτη (και όχι από την ενδέκατη) παράβαση και δη πρόστιμο άλλοτε τριών χιλιάδων ευρώ και άλλοτε δύο χιλιάδων ευρώ για καθεμία.
Επιπλέον, στην 78/2016 απόφασή της, αν και διαπίστωσε την τέλεση εκατομμυρίων μη ζητηθεισών επικοινωνιών μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και παράνομη συλλογή προσωπικών διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η Αρχή επέβαλε συνολικά πρόστιμο 25.000 ευρώ, ενώ, αντιθέτως, με την προσβαλλόμενη απόφαση επέβαλε στην αιτούσα συνολικό πρόστιμο 54.000 χιλιάδων ευρώ για τις μόλις δεκαοκτώ διαπιστωθείσες παραβάσεις που αφορούν μη ζητηθείσες επικοινωνίες με αυτοματοποιημένο τρόπο, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.
Προβάλλει, ακόμη, η αιτούσα ότι η επιβολή του, εξοντωτικού γι’ αυτήν, προστίμου των 70.000 ευρώ παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, πολλώ δε μάλλον που η Αρχή, με συνεκτίμηση των ιδίων κριτηρίων, έχει επιβάλει τα, κατά τα ανωτέρω, χαμηλότερα πρόστιμα σε επιχειρήσεις με πολύ μεγαλύτερο κύκλο εργασιών από την ίδια, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχει κρίνει ότι η επιβολή χαμηλότερου προστίμου ή και σύστασης εξυπηρετεί τον σκοπό του νόμου».
Το Δικαστήριο έκρινε απορριπτέους τους ως άνω λόγους ακύρωσης, καθώς και την αίτηση στο σύνολό της.
Η απόφαση του Δικαστηρίου (απόσπασμα)
6. Επειδή, για την επιμέτρηση της επιβληθείσας κυρώσεως όπως προκύπτει από τον φάκελο και, ιδίως την αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων η Αρχή συνεκτίμησε μεν τη δυσκολία εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 11 του ν. 3471/2006, λόγω της μη ύπαρξης ενοποιημένου καταλόγου συνδρομητών κατά τη παράγραφο 2 περ. β´ του άρθρου αυτού, αλλά και το γεγονός ότι, δεδομένου ότι δεν υποβάλλουν καταγγελία στην Αρχή όλοι ανεξαιρέτως οι συνδρομητές που δέχονται κλήση κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, ο αριθμός των διαπιστωθεισών παραβάσεων – δεκαοκτώ των οποίων αφορούν αυτοματοποιημένες κλήσεις – δεν δύναται να θεωρηθεί μικρός, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας αποσκοπούσε σαφώς με τις ενέργειές του να αποκομίσει κέρδος, τελούσε δε σε γνώση του θεσμικού πλαισίου και καθυστέρησε να ανταποκριθεί στα αιτήματα της Αρχής.
Υπό τα δεδομένα αυτά, και, πέραν του ότι η αιτούσα δεν προσκόμισε ενώπιον της Αρχής στοιχεία σχετικά με την οικονομική της κατάσταση, ώστε να μπορεί αυτή να συνεκτιμηθεί, ο λόγος περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας κατά κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας προβάλλεται αβασίμως.
Και τούτο, διότι η Αρχή περιγράφοντας τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006 και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη βαρύτητα των παραβάσεων (μεγάλο μέρος των οποίων αφορά αυτοματοποιημένες κλήσεις) και τα λοιπά ως άνω νόμιμα κριτήρια αιτιολογεί νομίμως και επαρκώς την κρίση της περί επιβολής σε βάρος της αιτούσας της κύρωσης του προστίμου, το ύψος του οποίου άλλωστε απέχει κατά πολύ από το ανώτατο όριο των 146.735,14 ευρώ, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 21 παρ.1 εδ. β´ του ν. 2472/1997.
Περαιτέρω, και οι ισχυρισμοί περί επιβολής του ένδικου προστίμου κατά παράβαση της αρχής της ισότητας είναι απορριπτέοι αφενός μεν – και προεχόντως – διότι η επιμέτρηση προστίμου αποτελεί όλως εξειδικευμένη και εξατομικευμένη κρίση, το κύρος της οποίας δεν συναρτάται προς την επιβολή κυρώσεων σε άλλα πρόσωπα, έστω και για παρόμοιες παραβάσεις (ΣτΕ 1451/2021, πρβλ. 1094/2017, 104/2018, 3009/2012), αφετέρου δε διότι οι περιπτώσεις που επικαλείται η αιτούσα διαφοροποιούνται, πάντως, ουσιωδώς της προκείμενης.
Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις των αποφάσεων 62-67/2016, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, η Αρχή χρησιμοποίησε διαφορετική μέθοδο επιμέτρησης διότι απέδωσε βαρύτητα στο γεγονός ότι προέβαινε για πρώτη φορά σε έλεγχο και επιβολή κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων περί πραγματοποίησης τηλεφωνικών κλήσεων για προωθητικούς σκοπούς, οι δε παραβάσεις αφορούσαν ιδίως κλήσεις με, και όχι χωρίς, ανθρώπινη παρέμβαση, ενώ συνεκτιμήθηκε η διαπίστωση σταδιακής βελτίωσης των διαδικασιών από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Στην περίπτωση δε της αποφάσεως 78/2016 της Αρχής διαπιστώθηκε μη νόμιμη αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και όχι πραγματοποίηση τηλεφωνικών κλήσεων αυτοματοποιημένων και μη, όπως εν προκειμένω.
Κατόπιν αυτών, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν, καθώς και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.