Αριθμός 724/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα και Χρήστο Κατσιάνη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία “ΜΕΝΤΙΤΕΡΑΝΕΑΝ ΟΙΛ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ” και το διακριτικό τίτλο “MEDOIL A.E.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Φίλιο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. συζύγου Ι. Σ., το γένος Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστόφορο Σαράκη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/9/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 362/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1480/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η ήδη αναιρεσίβλητη με την από 5-6-2010 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 1781/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την 1480/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 2729/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8/12/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 08.12.2018, με αριθμό καταθέσεως 923/2018 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η εκδοθείσα ερήμην της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας αναιρεσίβλητης κατά την τακτική διαδικασία με αριθμό 2729/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά παραπομπή στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1781/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την 1480/2010 τελεσίδικη απόφαση του παραπάνω Εφετείου και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση της από 3.2.2009 και με αριθμό καταθέσεως 1049/2009 έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΜΕΝΤΙΤΕΡΑΝΕΑΝ ΟΙΛ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ” και με διακριτικό τίτλο “MEDOIL Α.Ε.”, που συνεκδικάστηκε με τους πρόσθετους λόγους αυτής και την από 12.04.2016 και με αριθμό καταθέσεως 113/2016 αντέφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η αντέφεση, ενώ έγιναν δεκτοί η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατ’ άρθρο 528 ΚΠολΔ, και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα ερήμην της εναγομένης- αναιρεσείουσας με αριθμό 362/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε εν μέρει την από 10.09.2007, με αριθμό καταθέσεως 8838/12.09.2007 αγωγή της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη – αναιρεσείουσα, να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 51.977,21 ευρώ ως οφειλόμενα κόμιστρα για τις μεταφορές υγρών καυσίμων, που είχε αναλάβει να ενεργεί με την ιδιότητα του μεταφορέα, για λογαριασμό της τελευταίας, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας που είχε καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων, και της επιδίκασε για την ως άνω αιτία το συνολικό ποσό των 46.768,82 ευρώ. Στη συνέχεια δε, αφού κρατήθηκε η υπόθεση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έγινε και πάλι εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη – αναιρεσείουσα να καταβάλει στην ενάγουσα αναιρεσίβλητη το ως άνω οφειλόμενο ποσό των 46.768,82 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης, οι διάδικοι επανέρχονται δικονομικώς στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή στην κατά το χρόνο της τελευταίας συζήτησης υπάρχουσα κατάσταση. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του ν.4335/2015 και υπό τον τίτλο “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” οι διατάξεις του νόμου τούτου για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα. Στη μεταβατική δε διάταξη του άρθρου 72 παρ.4 εδ. β’ του προϊσχύσαντος νόμου 3994/2011 ορίζεται ότι στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2, δηλαδή στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου είναι εκκρεμείς, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, ενώ όσες είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 270, 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα, αντιστοίχως, 28, 44 παρ. 1 και 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011, ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω, λόγω του ότι η συζήτηση επί της υπ’ αριθ. εκθ.κατάθ.1049/2009 έφεσης -εφ’ ής η αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθ. 2729/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών- [που είχε ασκηθεί στις 3.2.2009, πριν δηλαδή την έναρξη ισχύος του άνω νόμου 3994/2011 στις 25.7.2011(ΦΕΚ 165 Α’/25.7.2011), κατά το άρθρο 77 παρ.1 του νόμου αυτού] έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος αυτού, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ενώ ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, οπότε εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, ή ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271 παρ. 3, 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την έφεση ο εκκαλών ζητούσε την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται αμέσως χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ` αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1478/2019,ΑΠ 548/2018, ΑΠ 2150,2151/2014,ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/ 2012, ΑΠ 252/2009, ΑΠ 866/2008). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος και η έφεσή του απορρίπτεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ.1 του (ισχύοντος εν προκειμένω) ν.3994/2011, και η απόρριψη συντελείται κατ’ ουσία, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1858/2014,ΑΠ 11/2016), ενώ το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την αντέφεση. Αντίθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως και τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με του άρθρο 44 παρ.1 του άνω ν.3994/2011, ορίζεται ότι “Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου το, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση”. Από τη ρητή και σαφή διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη της προπαρατεθείσης τοιαύτης της παρ.3 του εν λόγω άρθρου 524 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η θεσπιζόμενη δι’ αυτής υποχρέωση του παρισταμένου διαδίκου να προσκομίσει, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, τα αναφερόμενα σ’ αυτήν έγγραφα, μεταξύ των οποίων και αντίγραφο των προτάσεων του αντιδίκου του, αφορά μόνον την περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου, οπότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και ο ίδιος παρών, εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλητεύσεώς του, κατ’ άρθρο 271 παρ. 1 σε συνδ. προς 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1851/2011, ΑΠ 158/2010), και η υπόθεση ερευνάται κατ’ ουσίαν (ΑΠ 119/2015). Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθ. 362/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), πλην όμως γενομένης της συζητήσεως της υποθέσεως, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα διάταξη του άρθρου 270 παρ.1 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 12 του ν.2915/2001, ενόψει της κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό (15-10-2008) καταργήσεως της δυσμενούς συνέπειας της ερημοδικίας του τεκμηρίου της ομολογίας (δυνάμει του άρθρου 13 παρ. 1 του ν.2915/2001), έγινε εν μέρει δεκτή η από 10-9-2007 (αριθ. εκθ. καταθ. δικογ. 8838/12-9-2007) αγωγή της ενάγουσας (ήδη αναιρεσίβλητης) κατά της εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), με την οποία ζητούσε να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 51.977,21 ευρώ για οφειλόμενα κόμιστρα των πραγματοποιηθεισών για λογαριασμό της τελευταίας μεταφορών υγρών καυσίμων. Με την απόφαση αυτή υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 46.768,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ανά φορτωτική, από την επομένη της παρελεύσεως ενός μηνός από την έκδοση εκάστης φορτωτικής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν η μεν ερημοδικασθείσα εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) έφεση, η δε ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη), δια των προτάσεων, αντέφεση, με τις οποίες ζητούσαν, η μεν εναγόμενη ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, η δε ενάγουσα να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ίδια αγωγή. Οι υποθέσεις συνεκδικάστηκαν και επ’ αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.1480/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία απέρριψε την αντέφεση της ενάγουσας, και έκανε δεκτή την έφεση της εναγομένης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της, κατ’ ουσίαν, λόγω εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης η εφεσίβλητη-αντεκκαλούσα άσκησε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή και αναιρέθηκε η προσβληθείσα απόφαση δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1781/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο, αλλά με άλλη σύνθεση. Η έφεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 6-10-2014 κλήση της εφεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να συνεκδικασθεί με τους ασκηθέντες ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου από 13-8-2015 πρόσθετους λόγους έφεσης της εκκαλούσας, πλην όμως η συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 17-9-2015 ματαιώθηκε. Στη συνέχεια η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου με αυτοτελές δικόγραφο την από 12-4-2016 αντέφεση. Στη συνέχεια η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι επανήλθαν προς συζήτηση με τις από 6-11-2015 και από 6-4-2016 κλήσεις, προκειμένου να συνεκδικασθούν με την από 12-4-2016 αντέφεση, στην αρχική ορισθείσα δικάσιμο της 19-5-2016, και μετ’ αναβολή, παρόντων των διαδίκων, στη δικάσιμο της 1ης Ιουνίου 2017, με σχετική σημείωση του Προέδρου στο οικείο πινάκιο. Στο Εφετείο, κατά τη συζήτηση των ανωτέρω υποθέσεων στην τελευταία δικάσιμο, η μεν καλούσα εκκαλούσα και ασκήσασα πρόσθετους λόγους έφεσης (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Κλουκίνα, ενώ η καλούσα εφεσίβλητη και αντεκκαλούσα (ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη) δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλειος Σαράκης, κατέθεσε δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, στην αρμόδια γραμματεία του Εφετείου Αθηνών περί του ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνεκδικάζοντας την από 3-2-2009 έφεση, τους από 13-8-2015 πρόσθετους λόγους αυτής και την από 12-4-2016 αντέφεση, έκρινε ως μη κανονική την παράσταση της αναιρεσίβλητης, ενόψει του ότι η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της περί μη παραστάσεως κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεν ήταν επιτρεπτή στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι επρόκειτο για έφεση ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, η άσκηση της οποίας θα επέφερε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και ήταν κατόπιν τούτου υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία αποκλείετο η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ και για την εφεσίβλητη και επομένως η υποβολή αυτής της δήλωσης, χωρίς την αυτοπρόσωπη παρουσία του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, είχε σα συνέπεια την ερημοδικία αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, το Εφετείο έκρινε ότι η εφεσίβλητη πρέπει να δικαστεί ερήμην, και στη συνέχεια, ως προς μεν την αντέφεση δέχτηκε αυτήν τύποις και την απέρριψε κατ’ ουσίαν, ως προς δε την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους, έκρινε ότι πρέπει να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Ακολούθως δε το Εφετείο, αφού μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ερευνώντας περαιτέρω την ένδικη αγωγή στην ουσία, αφού δέχτηκε ότι δεν αποδεικνύεται από την εναγομένη, η οποία είχε και το βάρος της σχετικής απόδειξης, ως ενιστάμενης, η προβληθείσα ένσταση εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας, δέχτηκε εν μέρει, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή, υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 46.768,82 ευρώ, λόγω οφειλομένων κομίστρων, με το νόμιμο τόκο ανά φορτωτική, από την επομένη της παρελεύσεως ενός μηνός από την έκδοση εκάστης φορτωτικής έως την εξόφληση. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, δεν έλαβε, παρά το νόμο, υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ούτε επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν, ούτε, τέλος, παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, ενώ δεν είχε εν προκειμένω εφαρμογή, κατά τα προεκτεθέντα, η διάταξη του άρθρου 272 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 30 του ν. 3994/2011, που αφορά την ερημοδικία του ενάγοντος, στον πρώτο βαθμό και καθιστά απορριπτέα την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, άνευ ετέρου τινός, αλλά συντρέχει η περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου κατά το άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ, οπότε η διαδικασία, προχωρά, κατά τα προεκτεθέντα, σαν να ήταν και αυτός παρών, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά εκ νέου την αγωγή στην ουσία της. Και τούτο διότι η πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, καταλαμβάνει όλη τη διαδικασία της κατ’ έφεση δίκης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Η αναφορά της παρ. αυτής “ως προς την έφεση” τίθεται προφανώς σε αντιδιαστολή με την αντέφεση, που άσκησε ο εφεσίβλητος και που απορρίπτεται κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην οποία ακολουθείται αντίστοιχη διατύπωση (“ως προς την αντέφεση”). Ακριβώς δε επειδή ο εφεσίβλητος (ενάγων ή εναγόμενος) δικάζεται σαν να ήταν παρών ακόμη και μετά την τυχόν παραδοχή της έφεσης του εκκαλούντος, οπότε ακολουθεί εκ νέου έρευνα της αγωγής, απαιτείται ο τελευταίος να προσκομίσει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν, ενώ αν αυτά τα έγγραφα δεν προσκομισθούν κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Επομένως ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, αν και δέχεται το μη νόμιμο της παράστασης της αναιρεσίβλητης κατά τη συζήτηση της έφεσης της αναιρεσείουσας ενώπιόν του, λόγω της παράστασης με κατάθεση δήλωσης και την συνακόλουθη παράβαση της υποχρεωτικής προφορικής διαδικασίας και την συνεπεία αυτής εκδίκαση της υπόθεσης ερήμην αυτής, όφειλε, πλέον, ως δικαστήριο ουσίας, δικάζοντας σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, να αχθεί, κατ’ εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 272 ΚΠολΔ, στην κρίση περί απόρριψης της ασκηθείσας αγωγής ως ουσία αβάσιμης άνευ ετέρου τινός και χωρίς να λάβει υπόψη του τους πραγματικούς ισχυρισμούς της αγωγής αυτής (ενάγουσας-εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης), εντούτοις προχώρησε στην κατ’ ουσίαν έρευνα της αγωγής και κατέστησε την απόφασή του αναιρετέα για τους προβλεπόμενους από το άρθρο 559 αριθ. 8α, 9 και 11β λόγους αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει δηλ. σε ορισμένο αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, που έχει διαγνωσθεί σωστά, δηλ. σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, διότι πράγματι στην τελευταία αυτήν περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ.561 παρ.1 ΚΠολΔ), για την θεμελίωση δε του λόγου αυτού πρέπει το δικαστήριο να μόρφωσε την γνώμη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου, που κατά την σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος φέρεται ότι παραμόρφωσε, προϋπόθεση που δεν συντρέχει, όταν το έγγραφο αυτό εκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου (ΑΠ 757/2015,ΑΠ 1113/2013, 394/2012).Έγγραφα δε, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο αυτό, είναι τα κατά τα άρθρα 339, 432, 445-449 του ίδιου Κώδικα χρησιμοποιούμενα ως αποδεικτικά μέσα έγγραφα, όχι δε και τα δικόγραφα της αγωγής, ανταγωγής, εφέσεως, οι αιτήσεις και οι προτάσεις των διαδίκων ή εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως είναι τα πρακτικά των δικαστηρίων, κατά το μέρος που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων ή οι εισηγητικές εκθέσεις που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων (ΑΠ 1140/2008, ΑΠ 223/2006). Τέλος, για να είναι ορισμένος και συνεπώς παραδεκτός ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο (άρθρ. 566 παρ. 2 ΚΠολΔ), μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου, κατά λέξη παρατιθέμενο, γ) ποιο ακριβώς περιεχόμενο δέχθηκε το δικαστήριο ότι έχει το έγγραφο αυτό, ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται ότι δέχθηκε η απόφαση να είναι δυνατή η υπό του Αρείου Πάγου κρίση περί ύπαρξης διαγνωστικού σφάλματος, δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, ε) ποια ουσιώδη επιρροή άσκησε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου επί του διατακτικού της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο συμπέρασμα για τον αναιρεσείοντα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και στ) να εκτίθενται (ή να προκύπτει) ότι πρόκειται για έγγραφο από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 339 ή 432 ΚΠολΔ (ΑΠ 272/2020, ΑΠ 333/2011, ΑΠ 909/2008, ΑΠ 1573/2006).Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης και καθό μέρος με αυτόν αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, επειδή παραμόρφωσε το περιεχόμενο της αίτησης της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας για επίδειξη εγγράφων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, επειδή το επικαλούμενο ως άνω έγγραφο δεν αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ. Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ερεύνησε το αίτημά της για επίδειξη κρίσιμων εγγράφων και το απέρριψε, στερώντας της το δικαίωμα ανταπόδειξης κρίσιμων ισχυρισμών της και απορρίπτοντας τις ενστάσεις της εξόφλησης και συμψηφισμού, υποπίπτοντας έτσι στις εκ του άρθρου 559 αρ.8 και 9 ΚΠολΔ πλημμέλειες. Αλλά και ο λόγος αυτός, ως προς τα παραπάνω σκέλη του είναι απορριπτέος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, επειδή από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε το νόμιμα υποβληθέν με τους πρόσθετους λόγους έφεσης αίτημα της εκκαλούσας περί επίδειξης εγγράφων (φορτωτικών των ετών 2005 και 2006), κατ’ άρθρ.450 και 451 ΚΠολΔ, αλλά το απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, κρίνοντάς το απρόσφορο για την απόδειξη του ισχυρισμού της ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη μετέφερε και καύσιμα άλλων εταιρειών, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα δέχθηκε ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η μη επίτευξη της ελάχιστης κατανάλωσης οφειλόταν σε παράβαση του όρου αποκλειστικότητας που είχε τεθεί στον 6ο όρο της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας, αλλά σε άλλους άσχετους από την ενάγουσα λόγους, όπως μείωση της κατανάλωσης, κλείσιμο πρατηρίων κ.λ.π. Επίσης το αίτημα τούτο έκρινε νομικά αβάσιμο, κατά το μέρος που με αυτό ζητείτο η επίδειξη του αναλυτικού καθολικού αγορών του συζύγου της ενάγουσας, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στη δίκη. Περαιτέρω απέρριψε την ένσταση περί εξοφλήσεως της ένδικης απαίτησης, ήτοι του ποσού των 46.780 ευρώ, λόγω αοριστίας της, και την ένσταση συμψηφισμού, ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η ενάγουσα δεν όφειλε την καταβολή της αιτούμενης ποινικής ρήτρας από την εναγομένη, αφού δεν είχαν πραγματωθεί οι όροι κατάπτωσης αυτής. Συναφώς, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 8 και 20 ΚΠολΔ, επειδή αυτή παραμόρφωσε, επίσης, το περιεχόμενο της από 15.02.2002 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, που είχε καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων και επειδή η πληττόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη κρίσιμους όρους της παραπάνω σύμβασης, που ήταν για εξασφάλιση της εκκαλούσας-αναιρεσείουσας εταιρείας και αναφέρονταν στα άρθρα 3 και 6 της σύμβασης αυτής, περί συμβατικής δέσμευσης της εφεσίβλητης-αναιρεσίβλητης να προμηθεύει τα πρατήριά της αποκλειστικά και μόνο με καύσιμα της πρώτης, την οποία η δεύτερη παραβίασε, και περί υποχρέωσης τήρησης συμφωνημένης ελάχιστης κατανάλωσης καυσίμων, που σε περίπτωση μη πραγματοποίησής της, θα όφειλε να της καταβάλει ποινική ρήτρα, αντίστοιχα, αλλά στηρίχθηκε στο άρθρο 1 αυτής που ρύθμιζε απλώς το αντικείμενο της μεταξύ τους συνεργασίας. Ο λόγος αυτός κατά μεν το ως άνω σκέλος του από τον αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση, τόσο του σχετικού εγγράφου της επίδικης από 15.02.2002 σύμβασης, όσο και του περιεχομένου της αναιρεσιβαλλόμενης, προκύπτει ότι αξιολογήθηκαν και τα επίμαχα άρθρα 3 και 6 αυτής Πλέον συγκεκριμένα η αναιρεσιβαλλόμενη στο 16ο φύλλο και στην 32η σελίδα αυτής αναφέρει τα εξής: “Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης αποδεικνύεται ότι με τον 3ο όρο αυτής η ενάγουσα δεσμεύτηκε αφενός ότι οι υποδεικνυόμενοι από αυτήν πελάτες-πρατηριούχοι καυσίμων θα πωλούσαν αποκλειστικά καύσιμα της ενάγουσας και αφετέρου ότι θα έκαναν ελάχιστες καταναλώσεις για τις βενζίνες 180 κυβικά μηνιαίως, για το πετρέλαιο κίνησης 90 κυβικά μηνιαίως, και για το πετρέλαιο θέρμανσης 3.000 κυβικά ετησίως, τις οποίες η ενάγουσα δήλωσε ότι θεωρεί εύλογες και δίκαιες και εφικτές. Σύμφωνα δε με τον 6ο όρο της σύμβασης: ¨Ρητά συμφωνείται και γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτό από τον δεύτερο συμβαλλόμενο ότι, αν λόγω μη τήρησης του όρου της αποκλειστικότητας, δεν πραγματοποιηθεί η κατά τα ανωτέρω συμφωνημένη ελάχιστη κατανάλωση καυσίμων, που ο ίδιος πρότεινε, τότε θα βαρύνεται, με την καταβολή ποινικής ρήτρας 0,01 Ευρώ για κάθε λίτρο καυσίμου, που θα υπολείπεται για την συμπλήρωση των ανωτέρω (άρθρο 3) συμφωνηθέντων ελάχιστων καταναλώσεων. Επίσης σε περίπτωση λύσης της συνεργασίας πριν την λήξη της από υπαιτιότητα του δευτέρου συμβαλλόμενου, ο δεύτερος συμβαλλόμενος θα βαρύνεται με την καταβολή της ποινικής ρήτρας των 0,01 Ευρώ για κάθε λίτρο καυσίμου επί των συμφωνηθέντων (άρθρο 3)ελάχιστων καυσίμων για το εναπομένον μέχρι τη συμφωνημένη λήξη της σύμβασης, χρονικό διάστημα. Η ποινική ρήτρα αυτή συμφωνείται εύλογη και δίκαιη και αληθής, διότι η εγγυημένη από τον δεύτερο συμβαλλόμενο ελάχιστη ποσότητα καταναλώσεως καυσίμου αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για την σύναψη της παρούσης συμφωνίας.¨ Η ενάγουσα προς εκτέλεση της σύμβασης αυτής υπέδειξε, μεταξύ άλλων και τους ακόλουθους πρατηριούχους για να τους προμηθεύει αποκλειστικά καύσιμα από την εναγομένη: Ι. ….., στους οποίους μάλιστα τοποθέτησε και σχετικό μηχανολογικό και τεχνικό εξοπλισμό (φωτεινά σήματα… κ.λ.π.) δυνάμει αντιστοίχων συμβάσεων χρησιδανείων μεταξύ της εναγομένης και των πρατηριούχων, προέβη δε και σε εργασίες εξωραϊσμού των πρατηρίων τους, σύμφωνα με τον 1ο όρο της σύμβασης και το παράρτημα Β της σύμβασης. Από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα έγγραφα αποδεικνύεται ότι δεν τηρήθηκε από τους πρατηριούχους αυτούς η συμφωνηθείσα ελάχιστη κατανάλωση αλλά και ότι σταμάτησε η προμήθεια υγρών καυσίμων από την εναγομένη σταδιακά κατά τα έτη 2005 και 2006, χωρίς να προσκομίζονται όμως όλες οι μεταξύ τους συμβάσεις, ώστε να αποδεικνύεται, εάν τούτο έγινε νωρίτερα από τον συμφωνηθέντα χρόνο λήξης των μεταξύ τους συμβάσεων. Συγκεκριμένα αποδεικνύεται ότι οι συμβάσεις των Φ. Ι. και Π. Δ. ήταν τριετούς διάρκειας κι έληξαν κανονικά το 2005, ενώ των Α. Λ., Τ. και Ι. Σ. ήταν πενταετούς διάρκειας κι έληγαν κατά ή μετά το 2007. Όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η μη επίτευξη της ελάχιστης κατανάλωσης οφείλεται σε παράβαση του όρου αποκλειστικότητας που είχε τεθεί στον προαναφερθέντα 6ο όρο της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας, και όχι σε άλλους άσχετους από την ενάγουσα λόγους, όπως μείωση της κατανάλωσης, κλείσιμο πρατηρίων κ.λ.π. Επίσης δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε υπαιτιότητα της ενάγουσας στην πρόωρη λήξη της συνεργασίας των πρατηριούχων με την εναγομένη ούτε ότι η ενάγουσα τους επηρέασε, ώστε να συνεργαστούν με μη κατονομαζόμενες από την εναγομένη ανταγωνίστριες εταιρείες ούτε πρόωρη λύση της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, που αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη. Τούτο δε διότι από την προσκομιζόμενη από την εναγομένη από 18/9/2006 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 2/10/2006, δεν αποδεικνύεται πρόωρη λύση της μεταξύ τους συνεργασίας, η οποία συνεχίστηκε μέχρι την συμφωνηθείσα ημερομηνία λύσης της έως 15/2/2007, αλλά η μη συναίνεση της ενάγουσας στην παράταση της διάρκειας και πέραν του ανωτέρω χρόνου. Τούτο δεν αντικρούεται ούτε εάν δεχτούμε ως αληθές ότι τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα της ενάγουσας ενώ είχαν χωρητικότητα 38.000 λίτρων φόρτωναν από την εναγομένη μέρος αυτού ούτε από το ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή παραστατικά που αφορούν την εναγομένη δεν είναι συνεχόμενα αλλά μεσολαβούν παραστατικά που αφορούν τρίτους και δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής, διότι όπως προκύπτει από τον 1ο όρο της σύμβασης, η ενάγουσα δεν υποχρεούτο να μεταφέρει αποκλειστικά τα υγρά καύσιμα της εναγομένης, αλλά μόνο στους προαναφερθέντες υποδειχθέντες πρατηριούχους που είχαν σύμβαση με την εναγομένη, μπορούσε δε να μεταφέρει σε άλλους και καύσιμα άλλων εταιρειών. Η αποκλειστικότητα της μεταφοράς δε που αναφέρεται στον προαναφερθέντα 1ο όρο της σύμβασης, αναφέρεται προς εξασφάλιση της ενάγουσας και όχι της εναγομένης. Επιπλέον από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη εξώδικες καταγγελίες-δηλώσεις των πρατηριούχων Ι. Φ. και Δ. Π., προκύπτει ότι οι συμβάσεις μεταξύ της εναγομένης και των πρατηριούχων ήταν τριετούς διάρκειας και έληξαν, με τους συγκεκριμένους πρατηριούχους να μην επιθυμούν την περαιτέρω συνεργασία τους με την εναγομένη ενώ της προσέφεραν τον εξοπλισμό που τους είχε χρησιδανείσει… Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα δεν οφείλει την καταβολή της αιτούμενης ποινικής ρήτρας από την εναγομένη, αφού δεν πραγματώθηκαν οι όροι κατάπτωσης αυτής και κατ’ ακολουθίαν πρέπει ν’ απορριφθεί και η ένσταση συμψηφισμού ως ουσιαστικά αβάσιμη…”. Επίσης με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επικαλούμενης από την αναιρεσείουσα επίδικης ως άνω από 15.02.2002 έγγραφης σύμβασης εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, ήτοι δεν υπέπεσε σε λάθος ως προς την ανάγνωσή της, αφού δεν δέχτηκε ότι έχει αντίθετο με το πραγματικό της περιεχόμενο, και, στη συνέχεια, αφού ανέγνωσε σωστά το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, τα συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό.
Συνεπώς, με βάση τα προεκτεθέντα, ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης και κατά το ως άνω σκέλος του από τον αριθ. 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος, ομοίως ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι ως άνω λόγοι, καθό μέρος με αυτούς, υπό την επίκληση των ανωτέρω παραβιάσεων πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι απαράδεκτοι.
Η νομική αοριστία της αγωγής που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ή του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίση του, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος, για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία όμως του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία), ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές (της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής) η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Τέλος, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί όμως λόγος αναίρεσης από τους παραπάνω, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτείνεται στο Εφετείο και να αναγράφεται η πρόταση αυτή στο σχετικό λόγο, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι κατ` εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και, ειδικότερα, δεν αφορά τη δημόσια τάξη (ΟλΑΠ 1/1987, ΑΠ 222/2009).Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο, δεν απέρριψε ως αόριστη την ένδικη αγωγή περί καταβολής των οφειλομένων κομίστρων για τις μεταφορές των υγρών καυσίμων που ενεργούσε η ήδη αναιρεσίβλητη για λογαριασμό της ήδη αναιρεσείουσας, γιατί δεν αναφέρεται στο δικόγραφό της περαιτέρω αναφορά και εξειδίκευση περί της ιδιοκτησίας των αναφερομένων σ’ αυτή (αγωγή) βυτιοφόρων ή της εξουσίας αντιπροσώπευσης της αναιρεσίβλητης ως προς αυτά. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού τα παραπάνω στοιχεία δεν απαιτούνται, κατ’ άρθρ.216 παρ.1 ΚΠολΔ, για την ιστορική θεμελίωση της ένδικης αγωγής και της αξιούμενης απαίτησης της αναιρεσίβλητης, η οποία στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 361 και 681 ΑΚ, και αφορά, σε καταβολή κομίστρων από μεταφορές που πραγματοποίησε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, δυνάμει σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας δυνάμει τη οποίας ανέλαβε να ενεργεί με την ιδιότητα του μεταφορέα, μεταφορές υγρών καυσίμων, ήτοι βενζίνης και πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης με φορτηγά (βυτιοφόρα), της ιδιοκτησίας της, για λογαριασμό της αναιρεσείουσας, από τα διυλιστήρια της τελευταίας στην Αθήνα σε διάφορα πρατήρια υγρών καυσίμων της περιοχής του Δήμου Θεσπιέων, Αγρινίου και περιχώρων της Αιτωλοακαρνανίας, αντί κομίστρου. Εξάλλου, ούτε η έλλειψη των άνω στοιχείων ασκεί έννομη επιρροή στην ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας, αφού κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή αυτή ήταν η συμβληθείσα στην ένδικη σύμβαση με την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσας. Μετά απ` αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, αφού ηττάται, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος αυτής (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 08.12.2008 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2729/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ