Άρειος Πάγος 840/2023
Καταγγελία σύμβασης εργασίας – Σύνδεση της προσωπικής με την επαγγελματική ζωή – Δεν συνιστά στοιχείο καταχρηστικότητας της καταγγελίας ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι απώλεσε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του εργαζομένου από περιστατικά που τη δικαιολογούν μεν, αλλά δεν μπορούν να αποδοθούν σε υπαιτιότητα του τελευταίου
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ.2 του Αστικού Κώδικα, του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 και των άρθρων 1 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζομένου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται.
Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (Α.Κ. 281).
Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (Α.Κ. 174, 180).
Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς τον σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα.
Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου.
Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της, δεν είναι ο εργοδότης, εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει, αλλά ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την ακυρότητα της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η Α.Κ. 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη.
Για το λόγο αυτό, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική, καθώς, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία, θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 230/2021· ΑΠ 380/2019· ΑΠ 1461/2017).
Για το λόγο αυτό δεν συνιστά στοιχείο καταχρηστικότητας της καταγγελίας ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι απώλεσε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του εργαζομένου από περιστατικά που τη δικαιολογούν μεν, αλλά δεν μπορούν να αποδοθούν σε υπαιτιότητα του τελευταίου, καθώς η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζομένου στη θέση εργασίας με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση και ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση στην οποία εργάζεται, η δε απουσία κακοβουλίας στο πρόσωπο του εργοδότη καθιστά την απόλυση καταχρηστική μόνο υπό τους όρους παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και μόνον εφόσον συντρέχει η δυνατότητα λήψης ηπιότερου μέτρου, του οποίου γίνεται επίκληση στη σχετική αγωγή.
Αριθμός 840/2023
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 15η Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Π. του Α., κατοίκου … που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου …………., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το δ.τ. …, όπως έχει μετονομασθεί η “…”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου …………., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-5-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1432/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5585/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 10-2-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Μαρία Χασιρτζόγλου.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζομένου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (Α.Κ. 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (Α.Κ. 174, 180). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς τον σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της, δεν είναι ο εργοδότης, εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει, αλλά ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την ακυρότητα της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η Α.Κ. 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη. Για το λόγο αυτό, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική, καθώς, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία, θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 230/2021· 380/2019· 1461/2017). Για το λόγο αυτό δεν συνιστά στοιχείο καταχρηστικότητας της καταγγελίας ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι απώλεσε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του εργαζομένου από περιστατικά που τη δικαιολογούν μεν, αλλά δεν μπορούν να αποδοθούν σε υπαιτιότητα του τελευταίου, καθώς η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζομένου στη θέση εργασίας με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση και ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση στην οποία εργάζεται, η δε απουσία κακοβουλίας στο πρόσωπο του εργοδότη καθιστά την απόλυση καταχρηστική μόνο υπό τους όρους παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και μόνον εφόσον συντρέχει η δυνατότητα λήψης ηπιότερου μέτρου, του οποίου γίνεται επίκληση στη σχετική αγωγή.
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 10.2.2020 και με αριθμό κατάθεσης …../……./2020 αίτηση αναιρέσεως στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών πλήττεται η 5585/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας και έγινε δεκτή η έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 1432/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει μερικώς δεκτή η αγωγή της αναιρεσείουσας, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεώς της ως καταχρηστικής, ως προς τη μια από τις επικαλούμενες αιτίες αυτής και της επιδικάστηκαν αποδοχές υπερημερίας, ενώ απορρίφθηκε το αίτημά της για την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση. Με τις κρίσιμες για τον αναιρετικό έλεγχο παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, έγινε δεκτό ότι η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία προσέλαβε, διά του νομίμου εκπροσώπου και διευθύνοντος συμβούλου της Α. Α., την αναιρεσείουσα, με την οποία ο Α. είχε στενή συναισθηματική σχέση, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, την 11.7.2012, για να εργαστεί ως ρεσεψιονίστ στο χώρο υποδοχής και χειρίστρια του τηλεφωνικού κέντρου του ραδιοφωνικού σταθμού … τον οποίον η αναιρεσίβλητη διατηρούσε στο … με πλήρες ωράριο και επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, την δε 10.11.2014 κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας της. Της καταγγελίας προηγήθηκε, την 8.5.2014, ο θάνατος του προέδρου της αναιρεσίβλητης και επικεφαλής του “…” Γ. Π., θείου του Α….. και πατέρα του Χ. Π.. Ότι ο τελευταίος, ήδη στέλεχος του παραπάνω ομίλου επιχειρήσεων, μετά τον θάνατο του πατέρα του αναμείχθηκε ενεργά στη διοίκηση της αναιρεσίβλητης και μεταξύ αυτού και του Α. προκλήθηκαν προστριβές που επέδρασαν αρνητικά στις επαγγελματικές και προσωπικές τους σχέσεις, αφορμή των οποίων ήταν φορολογικές παραβάσεις της αναιρεσίβλητης υπό την έως τότε διοίκησή της, στο συμπέρασμα δε αυτό η αναιρεσιβαλλομένη κατέληξε και από τις εξώδικες δηλώσεις που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των ανωτέρω προσώπων. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε σχετικά με το ζήτημα της διοίκησης της αναιρεσίβλητης ότι με το από 12.5.2014 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εξελέγη νέο διοικητικό συμβούλιο με θητεία μέχρι την 12.5.2017, με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον Α. Α. και μέλη τους Χ. Π. του Θ. και Α. Π.. Ότι ο τελευταίος παραιτήθηκε και ο Α. Α. πέτυχε να οριστεί, με την από 24.10.2014 προσωρινή διαταγή, προσωρινή διοίκηση αποτελούμενη από τον ίδιο και τους Γ. Σ., Α. Μ. και Χ. Π. του Θ., η δε προσωρινή διαταγή καταχωρίστηκε στο ΓΕΜΗ την 5.2.2015. Ότι την ίδια ημέρα καταχωρίστηκε στο ΓΕΜΗ το από 6.11.2014 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων περί ανάκλησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και εκλογής νέων, καθώς και το από 6.11.2014 πρακτικό συγκρότησης σε σώμα του νέου ΔΣ αποτελούμενο από τους Ε. Μ., κάτοικο … ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, και τους Χ. – Χ. Π. του Γ., Κ. Κ. και Κ. Κ., ως μέλη. Ότι από τα ως άνω γεγονότα προέκυψε η αντιπαλότητα μεταξύ των Α. Α. και Χ. Π. του Γ., καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το Μάιο έως και το Νοέμβριο του 2014. Ότι το Νοέμβριο του 2014 πραγματοποιήθηκε η απόλυση της αναιρεσείουσας με νομότυπη έγγραφη καταγγελία και καταβολή της πρώτης δόσης της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, λόγω της άρνησης της αναιρεσείουσας να την εισπράξει. Ότι η αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την 11.1.2014 εξώδικη διαμαρτυρία της, αντιτάχθηκε στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, την οποία αρνήθηκε ως καταχρηστική και για το λόγο αυτό άκυρη, αντιτείνοντας ότι αυτή δεν οφειλόταν στην ποιότητα των παρασχεθεισών υπηρεσιών της ή σε κάποιο παράπτωμά της, αλλά σε λόγους εμπάθειας στο πρόσωπό της, επειδή διεκδίκησε νόμιμα δικαιώματά της (αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρίες) καθώς και σε εκδικητική διάθεση της εταιρείας προς τον Α. Α., με τον οποίον η ίδια διατηρούσε στενές προσωπικές σχέσεις, λόγω των αντιδικιών των διοικήσεων της εταιρείας. Ότι ούτε από το έγγραφο της καταγγελίας, αλλά ούτε και από κάποιο άλλο στοιχείο της δικογραφίας κατέστη εφικτό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα το φυσικό πρόσωπο που προέβη σε αυτή, εκφράζοντας τη σχετική βούληση της εταιρείας. Ότι αυτή αποδίδεται σε ενέργεια του Χ. Π., καθόσον δεν προέκυψε ότι ο από τα προαναφερόμενα μέλη του νέου ΔΣ Ε. Μ., είχε αναλάβει καθήκοντα προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας, ότι, αν και οι προστριβές μεταξύ του Α. και του Χ. Π. ανάγονται σε χρόνο πολύ πριν τον Νοέμβριο του έτους 2014, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψαν στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, από το Μάιο του 2014 και μετέπειτα, δημιουργήθηκε αρνητικό κλίμα σε βάρος της αναιρεσείουσας ή ότι η συμπεριφορά του Χ. Π. προς το πρόσωπό της ήταν τέτοια, που να καθιστά το εργασιακό μέλλον αυτής δυσοίωνο. Ότι, επιπλέον, δεν προέκυψε κανένας σαφής λόγος για τον οποίον το, μέχρι τότε, ομαλό εργασιακό κλίμα μεταστράφηκε τόσο, ώστε να καταλήξει στην απόλυσή της. Ότι η αναιρεσείουσα δεν διευκρίνισε ούτε απέδειξε τους τυχόν δεσμούς της (επαγγελματικούς ή άλλους) με συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα της νέας διοίκησης, αλλά ούτε και τους ειδικότερους λόγους για τους οποίους η αντιπαλότητα μεταξύ των Α. – Π. μεταφέρθηκε στο πρόσωπό της. Περαιτέρω ότι δεν απέδειξε κανένα συγκεκριμένο λόγο, για τον οποίο η νέα διοίκηση προσέδωσε στον αισθηματικό δεσμό που η αναιρεσείουσα διατηρούσε με τον Α. Α. τέτοια βαρύτητα, ώστε να απαιτηθεί η απόλυσή της από μόνη τη συγκεκριμένη αιτία. Ότι το γεγονός πως ο Α. τις ίδιες εκείνες ημέρες αποπέμφθηκε από την αναιρεσείουσα δεν αναιρεί τα ανωτέρω, εφόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι στο επεισόδιο που προκλήθηκε μεταξύ του Χ. Π. και του Α. Α., μετά το οποίο ο τελευταίος αποχώρησε από τα γραφεία συνοδεία αστυνομίας, αναμίχθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο η αναιρεσείουσα. Ότι δεν αποδείχθηκε ο αναφερόμενος στην αγωγή της αναιρεσείουσας ισχυρισμός ότι πληροφορήθηκε την επικείμενη αποπομπή της από την εταιρεία λόγω της προσωπικής της σχέσης με τον Α. και ότι ο ισχυρισμός αυτός αντιφάσκει με τη στάση που η ίδια τήρησε, αφού δεν διαμαρτυρήθηκε για την ανεπίτρεπτη διασύνδεση της επαγγελματικής με την προσωπική της ζωή. Ότι στο ανωτέρω συμπέρασμα (αποσύνδεση της καταγγελίας από τη σχέση της με τον Α.) συνηγορεί το γεγονός ότι στη θέση της αναιρεσείουσας τοποθετήθηκε η έως τότε ιδιαιτέρα γραμματέας του Α.. Τέλος ότι δεν υπήρξε πότε φόρτος εργασίας που να δικαιολογεί την παροχή εργασίας από την αναιρεσείουσα πέραν του οκταώρου και ότι αυτή ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή απαίτησε επιπλέον αμοιβή για υπεργασία ή υπερωριακή απασχόληση και, επομένως, η καταγγελία της συμβάσεώς της δεν έλαβε χώρα ως αντίδραση στη διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων της. Ότι ενόψει αυτών παρέλκει η έρευνα των πραγματικών κινήτρων της αναιρεσίβλητης που οδήγησαν στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας και του ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης περί πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της αναιρεσείουσας. Σε ακολουθία των ανωτέρω απέρριψε τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί καταχρηστικότητας της επίδικης καταγγελίας. Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσής της η αναιρεσείουσα πλήττει την αναιρεσιβαλλομένη για ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία (ΚΠολΔ 559 αριθ. 19) και ειδικότερα ενώ δέχθηκε: α) πως η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της έγινε από τον Χ. Π. την 10.11.2014, ενόσω πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Ε. Μ., β) πως η καταγγελία έγινε την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την αποπομπή του Α. Α., γ) πως οι διενέξεις μεταξύ των Α. – Π. είχαν επεκταθεί και στις προσωπικές τους σχέσεις, δ) πως δεν αποδείχθηκε πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων της, ε) πως το νεοεκλεγέν διοικητικό συμβούλιο δεν είχε προλάβει να αναλάβει καθήκοντα (ώστε να διακριβώσει οποιαδήποτε παράβαση των εργασιακών της καθηκόντων)
στ), αφενός ότι στην εξώδικο δήλωση που απέστειλε διαμαρτυρήθηκε για την καταγγελία της σύμβασής της θεωρώντας ότι αυτή οφείλεται και στη σχέση της με τον Α., αφετέρου ότι δεν αντέδρασε άμεσα στην ανεπίτρεπτη διασύνδεση της επαγγελματικής με την προσωπική της ζωή, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η σχέση της αναιρεσείουσας με τον Α. δεν ήταν η αιτία της καταγγελίας της συμβάσεώς της γιατί στη θέση της τοποθετήθηκε η μέχρι τότε ιδιαιτέρα γραμματέας του και πως θα έπρεπε να είχε αναμειχθεί η αναιρεσείουσα προσωπικά στο επεισόδιο μεταξύ Α. και Π. για να αποδειχθεί ότι η εκδικητικότητα του δεύτερου προς τον πρώτο επεκτάθηκε και στο πρόσωπό της.
Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσής της πλήττει την αναιρεσιβαλλομένη για παράβαση του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα επειδή δεν έλαβε υπόψη την ομολογία που περιέχονταν στις προτάσεις της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με την οποία ήταν εύλογο να υπάρχει κλονισμός σε θέματα εμπιστοσύνης, εχεμύθειας και πίστης, καθώς και ότι δεν υπήρχε εμπάθεια και εκδικητικότητα, αλλά ότι είχε εκλείψει η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας και καθίστατο αδύνατη η συνέχιση της συνεργασίας μαζί της διότι ήταν σφόδρα πιθανό να προστάτευε πλέον τα συμφέροντα τρίτων και όχι αυτά της εταιρίας…διότι οι διενέξεις προκλήθηκαν όταν ο Πολίτης έλαβε γνώση σοβαρών φορολογικών αδικημάτων του Α. εξ ου και η αποπομπή του σε σημείο που να είναι αδύνατη η συνέχιση της εργασιακής σχέσης με την αναιρεσείουσα, λόγω του ότι ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης (του Α.), καθώς ήταν σύντροφος του απελθόντος με επεισοδιακό τρόπο διευθύνοντος συμβούλου.
Οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι όμως αβάσιμοι, ο μεν πρώτος, διότι παρά την παράθεση αντιφατικών επιχειρημάτων στη ανάπτυξη της ελάσσονος σκέψης της αναιρεσιβαλλομένης, κανένα από τα γεγονότα, που δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ως αποδεδειγμένα, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμά ότι υπήρξε εχθρότητα ή εκδικητικότητα στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας ή ότι σε αυτήν επεκτάθηκαν τα αισθήματα εκδίκησης που η νέα διοίκηση της αναιρεσίβλητης έτρεφε για το πρόσωπο του απελθόντος διευθύνοντος συμβούλου και συντρόφου της, ώστε να κριθεί η καταγγελία της συμβάσεώς της καταχρηστική, ο δε δεύτερος διότι η φερόμενη ως ομολογία της αναιρεσίβλητης συνιστούσε αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ειδικότερα αφορούσε τους λόγους για τους οποίους η αναιρεσίβλητη είχε απωλέσει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, για λόγους που μπορεί να μην οφείλονται σε υπαιτιότητά της, σχετίζονταν όμως με το πρόσωπό της και συνιστούσαν για την αναιρεσίβλητη σοβαρό λόγο για να προχωρήσει στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας. Τους λόγους αυτούς η αναιρεσιβαλλομένη χαρακτήρισε μεν ως ανεπίτρεπτη σύνδεση της προσωπικής με την επαγγελματική ζωή της αναιρεσείουσας, πλην όμως μη αξιολογώντας τους ως επιλήψιμους και καταχρηστικούς κατέληξε στο ορθό, κατ’ αποτέλεσμα, συμπέρασμα.
Επομένως και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2), στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.2.2020 και με αριθμό κατάθεσης ……/……./2020 αίτηση για αναίρεση της 5585/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2023.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ