Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Κρίση ότι οι επίδικες συμβάσεις της ενάγουσας – ήδη εκκαλούσας δεν θεμελιώνουν σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου, αφού η ορισμένη διάρκεια των συγκεκριμένων συμβάσεων προβλέπεται υποχρεωτικά από το άρθρο 21 του Ν. 2190/1994 και τυχόν αναγνώρισή τους, κατά μετατροπή, ως μιας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου, θα προσέκρουε τόσο στον προαναφερόμενο νόμο όσο και στο άρθρο 103 παρ. 7 και 8 του Σ, ακόμα και αν η εκκαλούσα με την εργασία της κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εφεσίβλητου Δήμου. Επίσης, η απαγόρευση της πιο πάνω μετατροπής δεν έρχεται σε αντίθεση με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, η οποία δεν επιβάλει ως κύρωση τη μετατροπή αλλά καταλείπει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών – μελών το ζήτημα εάν πρέπει καταρχήν να προβλεφθεί η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου και υπό ποιες προϋποθέσεις.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 136 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Παυλάτο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία ‘’ΔΗΜΟΣ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ – ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ – Ν.Π.Δ.Δ.’’, που εδρεύει στο Κερατσίνι Αττικής, ………….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσούλα Μυργιαλή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
Η ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του εφεσίβλητου – εναγόμενου την από 18-10-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/18-10-2018 αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αρ. 1835/11-5-2020 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, απέρριψε την ως άνω αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 18-4-2022 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/19-4-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./19-4-2022, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 2.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, oι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1835/11-5-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ.3, 621, 622 Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 Κ.Πολ.Δ.). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση, εκ μέρους της εκκαλούσας, του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως η προκείμενη.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 Α.Κ. προκύπτει ότι, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος ή τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο δε χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.Α.Π. 18/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α΄ και 3 του Ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (Ν. 4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν. 547/1937), «Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον» (παρ. 1 εδ. α΄) και «Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διάρκειας τούτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου» (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 Ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5, Β.Δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Περαιτέρω, ο Ν. 2190/1994, στο άρθρο 21 αυτού ορίζει τα εξής: «Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων» (παρ. 1). «Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες» (παρ. 2 εδ. α`, β` και γ`). Στην παράγραφο 4 του ίδιου παραπάνω άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10 ε΄του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και πειθαρχικά. Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: «Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου» (παρ. 2). «Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται» (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (Φ.Ε.Κ. 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 103 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης, στο ίδιο πιο πάνω άρθρο, προστέθηκε παράγραφος 8, η οποία προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Έτσι, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ` Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη – μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως 10-7-2002, της οποίας δυνατότητας έκανε χρήση η Ελλάδα. Στη ρήτρα 5 της πιο πάνω οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη – μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές» και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη – μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (απόφαση Δ.Ε.Κ. της 4-7-2006 στην υπόθεση C-212/2004). Ήδη, ο νομοθέτης έχει ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη και έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα προεδρικά διατάγματα 81/2003 και 164/2004, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα) και το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: «1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου». Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των παραπάνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό «το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του», ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Ενόψει, όμως, του ότι οι πιο πάνω διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία, αυτή την προσαρμογή. Έτσι, με το άρθρο 11 παρ. 1 περ. α`, 2 εδάφια α΄ και β΄, 3 και 5 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος ορίζονται τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση» (παρ. 1 περ. α`). «Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία» (παρ. 2 εδ. α΄ και β΄). «Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων» (παρ. 3). «Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδαφίου α` της παρ.1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης» (παρ. 5). Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ. 164/2004 των παραπάνω μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ έγινε, αφού έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, για το λόγο δε αυτό και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Oι ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ. κρίθηκαν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση Δ.Ε.Ε. της 23-4-2009 στις υποθέσεις C-378 έως C-380/2007). Σημειώνεται δε, ότι η μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 περ. α`, 2 εδάφια α` και β`, 3 και 5 του πιο πάνω Προεδρικού Διατάγματος, κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (Ολ.Α.Π. 16/2017 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ` επιταγή της ανωτέρω Οδηγίας για το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (19-7-2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου. Συνακόλουθα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, βάσει των πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς, στις συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 (Ολ.Α.Π. 19, 20/2007, ΝοΒ 2007/1638, Α.Π. 795/2020, Α.Π. 1352/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα πριν από την έναρξη της ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος. Τούτο διότι οι συμβάσεις αυτές, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), είχαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων προσλάβει το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (Ολ.Α.Π. 7, 8/2011, ΝοΒ 2011/1603, Α.Π. 1352/2019 ο.π., Α.Π. 1969/2017 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Και στην τελευταία όμως περίπτωση -δηλαδή όταν υπάρχουν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου του ίδιου προσώπου που έχουν καταρτιστεί πριν τις 17-4-2001 (είτε όλες είτε κάποια/ες πριν την ημερομηνία αυτή και κάποια/ες μετά την ημερομηνία αυτή)- προκειμένου αυτές να μπορούν να προσλάβουν, ενιαία, κατά τον χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, απαιτείται συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή να μη μεσολαβούν μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μίας και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (Α.Π. 1425/2015, Α.Π. 244/2015, Α.Π. 79/2013, ΑΠ 1032/2012 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Τέλος, τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την απόφαση του Δ.Ε.Ε. της 21-2-2021 στην υπόθεση C-760/2018, η οποία εκδόθηκε μετά από προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, κατά το άρθρο 267 Σ.Λ.Ε.Ε., το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου με την υπ` αρ. 427/2018 μη οριστική απόφασή του. Ειδικότερα, το προαναφερόμενο δικαστήριο υπέβαλλε στο Δ.Ε.Ε. τα εξής ερωτήματα: «1) Θα διακύβευε τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου […] μία ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου, που έχουν θεσπιστεί για την ενσωμάτωση της συμφωνίας-πλαισίου στην εθνική έννομη τάξη, η οποία θα εξαιρούσε από τον ορισμό των “διαδοχικών” συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια των ρητρών 1 και 5, σημείο 2, της συμφωνίας – πλαισίου, την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δυνάμει μίας ρητής νομοθετικής διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως αυτής του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, με την αιτιολογία ότι δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενης σύμβασης εργασίας; 2) Σε περίπτωση νομοθέτησης και εφαρμογής μίας πρακτικής, στον τομέα της απασχόλησης των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αντίθετα προς τα μέτρα πρόληψης της κατάχρησης, που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποία προέβλεψε το μέτρο εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας – πλαισίου, η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου από ένα εθνικό δικαστήριο θα περιλάμβανε και την εφαρμογή μίας διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, ως προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος, ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας – πλαισίου, η οποία θα καθιστούσε δυνατό τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου; 3) Σε περίπτωση που η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, θα συνιστούσε υπέρμετρο περιορισμό της υποχρέωσης σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου μία διάταξη συνταγματικής περιωπής, όπως αυτή του άρθρου 103, παράγραφοι 7 και 8, του ελληνικού Συντάγματος, έπειτα από την αναθεώρηση του έτους 2001, με την οποία απαγορεύεται απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό το κράτος ισχύος της πιο πάνω διάταξης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστώντας αδύνατη την εφαρμογή ενός προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος, ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας- πλαισίου, όπως είναι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, και αποστερώντας τη δυνατότητα εκτίμησης των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες;». Επί των ερωτημάτων αυτών το Δ.Ε.Ε. απάντησε τα εξής: Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα απάντησε ότι «κατ` ορθή ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας – πλαισίου, η έννοια “διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου” κατά τις διατάξεις αυτές καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία έλαβε χώρα δυνάμει ρητών εθνικών διατάξεων και παρά τη μη τήρηση του έγγραφου τύπου που προβλέπεται κατ` αρχήν για τη σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας». Στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα το Δ.Ε.Ε. απάντησε ότι «η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας – πλαισίου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα». Με την απόφαση αυτή του Δ.Ε.Ε. συστάθηκε μεν στα εθνικά δικαστήρια να αναζητούν ώστε να εφαρμόζουν εκείνη τη διάταξη του εσωτερικού δικαίου που αντιμετωπίζει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την καταχρηστική κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πλην όμως, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, το ποια τέτοια διάταξη είναι εφαρμοστέα κατά το εθνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στην απόλυτη κρίση του εθνικού δικαστή. Επομένως, μόνον εφόσον το εθνικό δικαστήριο πρότασσε ως εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, τότε και μόνον δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης καμία άλλη διάταξη ανώτερης τυπικής ισχύος (συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών διατάξεων) και δη, στις περιπτώσεις των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν εκτεθεί, στην περίπτωση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται με εργοδότη το Δημόσιο ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα μετά τις 17-4-2001, δεν υφίσταται έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, διότι ο εθνικός νομοθέτης επέλεξε, όπως άλλωστε είχε την ευχέρεια, την ενσωμάτωση του ενωσιακού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δια του Π.Δ. 164/2004, προβλέποντας ως κύρωση της τυχόν καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα αυτό, την ακυρότητα της σύμβασης (με τις περαιτέρω αναφερόμενες προηγουμένως συνέπειες) αντί της μετατροπής των εν λόγω συμβάσεων σε μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου (Α.Π. 104/2022, Α.Π. 795/2020 ο.π., Α.Π. 1352/2019 ο.π., Α.Π. 1159/2019, Α.Π. 829/2019, Εφ.Αθ.(Μον).2994/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, εξέθετε στην ως άνω από 18-10-2018 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) ……/2018 αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου – παρατάσεις της πρώτης εξ αυτών, που συνήψε αρχικά, στις 23-10-2003, με το Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «………………», στη δικονομική θέση της οποίας έχει υπησέλθει ως καθολικός διάδοχος ο εναγόμενος Δήμος, απασχολήθηκε στον τελευταίο, ως γυμνάστρια (στα τμήματα αθλητικής εκπαίδευσης που αυτός διατηρεί), κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα (με σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους του Δήμου των υπηρεσιών της στα ενδιάμεσα μεταξύ των συμβάσεων διαστήματα). Ότι, προσέφερε την εργασία της υπό τις οδηγίες και εντολές των εκπροσώπων του εναγόμενου και καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, εργαζόμενη με όρους αντίστοιχους των μονίμων εργαζομένων του εναγόμενου με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, με βάση τα παραπάνω, ουσιαστικά οι ως άνω αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας, κατ΄ επίφαση χαρακτηρίστηκαν ως ορισμένου χρόνου, ενώ υπέκρυπταν στην πραγματικότητα και συνιστούσαν μια ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι, εποµένως, ο εναγόµενος, µη νόµιµα έπαυσε να αποδέχεται τις προσφερόµενες υπηρεσίες της, από τις 31-7-2018 που έληξε η τελευταία σύμβασή της, καταγγέλοντας σιωπηρά την εν λόγω σύμβαση (αορίστου χρόνου). Ζητούσε, ακολούθως η ενάγουσα, επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, να αναγνωριστεί ότι: α) καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου, β) η αρχική σύµβαση και οι διαδοχικές παρατάσεις-ανανεώσεις αυτής, συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 21-10-2003, γ) η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης αυτής εκ μέρους του εναγόμενου και δ) ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει μισθούς υπερημερίας από 31-7-2018 και εφεξής, καθώς επίσης να υποχρεωθεί αυτός από την ως άνω ημερομηνία και εφεξής να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόµενες υπηρεσίες της, απειλουμένης σε βάρος του χρηµατικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ηµέρα μη συμμόρφωσής του με την απόφαση που θα εκδοθεί.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1835/2020) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ακολούθως την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη, συμψήφισε δε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της.
Ωστόσο, η ένδικη αγωγή είναι πράγματι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, διότι, αληθή υποτιθέμενα τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά, δεν θεμελιώνουν την ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου, σύμφωνα με όσα εκτενώς αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας της ενάγουσας δεν μπορούν να αποτελέσουν μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς αυτές καταρτίστηκαν μετά τις 17-4-2001, δεδομένου ότι η ορισμένη διάρκεια των συγκεκριμένων συμβάσεων προβλέπεται υποχρεωτικά από το άρθρο 21 του Ν. 2190/1994. Τυχόν δε αναγνώρισή τους, κατά μετατροπή, ως μιας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου, θα προσέκρουε τόσο στον προαναφερόμενο νόμο όσο και στο Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ. 7 και 8, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18-4-2001) με το οποίο απαγορεύεται ρητά τέτοια μετατροπή, χωρίς επίσης να μπορεί να τύχει εφαρμογής, ενόψει των παραπάνω διατάξεων, το άρθρο 8 παρ. 1, 3 του Ν. 2112/1920, ακόμη κι αν η ενάγουσα με την εργασία της κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου. Εξάλλου, η απαγόρευση της πιο πάνω μετατροπής δεν έρχεται σε αντίθεση με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, η οποία δεν επιβάλει ως κύρωση τη μετατροπή, αλλά καταλείπει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών – μελών το ζήτημα εάν πρέπει καταρχήν να προβλεφθεί η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου και υπό ποιες προϋποθέσεις. Άλλωστε, σύμφωνα το άρθρο 7 του Π.Δ. 164/2004 (με το οποίο ενσωματώθηκε η ως άνω οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη), όταν κατά παράβαση συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, δεν προβλέπεται ως δυνατότητα ο χαρακτηρισμός αυτών ως σύμβασης αορίστου χρόνου, αλλά η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους, στην περίπτωση δε που εκτελέστηκαν οι συμβάσεις αυτές, υφίσταται μόνο αξίωση καταβολής των τυχόν οφειλόμενων αποδοχών και επιδομάτων. Περαιτέρω, με βάση τα ίδια τα αναφερόμενα στην αγωγή, δεν συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 11 του Π.Δ. 164/2004, όπως αυτές αναλυτικά επίσης εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, για την υπαγωγή της ενάγουσας στις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού. Κι αυτό διότι, μέχρι την έναρξη ισχύος του ανωτέρω Π.Δ. (στις 19-7-2004) είχε καταρτιστεί (μεταξύ των διαδίκων) μία σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι στις 21-10-2003 με διάρκεια έως τις 15-6-2004, ενώ, κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου του εν λόγω προεδρικού διατάγματος απαιτείται, για να συνιστούν οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, να είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης ισχύος αυτού και να έχουν ήδη λάβει χώρα ανανεώσεις της αρχικής σύμβασης (διαδοχικές συμβάσεις). Συγκεκριμένα, απαιτείται οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις να έχουν: α) Συνολική χρονική διάρκεια τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του ίδιου διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, προϋποθέσεις που δεν ισχύουν, όπως προεκτέθηκε, στην προκείμενη περίπτωση. Τέλος, εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν μπορεί να θεωρηθούν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνήψε η ενάγουσα με τον εναγόμενο Δήμο, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι αυτή κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του τελευταίου, ως μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, δεν υφίσταται θέμα ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της (ενάγουσας) και συνακόλουθα υποχρέωση του Δήμου για καταβολή έκτοτε μισθών υπερημερίας και αποδοχής των προσφερόμενων υπηρεσιών της, δεδομένου ότι πρόκειται για συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οπότε με τη λήξη της διάρκειας της τελευταίας παύει αυτοδικαίως και η ισχύ της σύμβασης εργασίας αυτής.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο, παρά τα όσα, αβάσιμα, περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσία. Η δε δικαστική δαπάνη και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 1835/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2 Μαρτίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ