Ενσωμάτωση της Οδηγία 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης.3.2016 «για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας» με το ν. 4596/2019 (Α’ 32)
Απόφαση: 14551/2022, 12ο Μονομελές
Δικαστής: Αναστασία Δασκαγιάννη, Πρωτοδίκης ΔΔ (κατά το χρόνο δημοσίευσης)
Σκοπός της προαναφερόμενης Οδηγίας είναι η ενσωμάτωση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντεύθεν στα εθνικά δίκαια της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. για το τεκμήριο αθωότητας, σύμφωνα με την οποία το τεκμήριο αυτό παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, µε εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος κατά το χρονικό διάστημα που το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποδειχτεί ένοχο κατά το νόμο. Οι εν λόγω δηλώσεις και δικαστικές αποφάσεις δεν θα πρέπει δηλαδή να δημιουργούν την αίσθηση ότι το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο. Προς το σκοπό, άλλωστε, της αποκατάστασης της βλάβης την οποία υπέστη κάποιο πρόσωπο εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αξιωματούχων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό.
Κρίση του Δικαστηρίου ότι οι ένδικες δημόσιες δηλώσεις της τότε Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη, οι οποίες έλαβαν χώρα εξ αφορμής και έπονται της σύλληψης και παραπομπής του ενάγοντος στον αρμόδιο Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη, συνιστούν δηλώσεις δημόσιας αρχής στο πλαίσιο εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, οι οποίες, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 105 του ΕισΝ.Α.Κ., δύνανται, κατ’ αρχήν, ενόψει της διάταξης τους άρθρου 7 του ν. 4596/2019, να στοιχειοθετήσουν αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου.
Κατόπιν τούτων, εξετάζοντας τους όρους και τις εκφράσεις που περιέχονται στις ανωτέρω τηλεοπτικές δηλώσεις της εν λόγω Υφυπουργού, οι οποίες αναπαρήχθησαν στον τύπο το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διατυπώσεις αυτές, πέραν του ότι δημιουργούν την ανεπιφύλακτη εντύπωση ότι η ενοχή, μεταξύ άλλων, του συλληφθέντος ενάγοντος στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι δεδομένη, άλλως, κατά την ορολογία του άρθρου 7 του ν. 4596/2019, ότι με αυτές «παροτρύνεται» το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, παράλληλα συνιστούν εκτίμηση των επίδικων πραγματικών περιστατικών, προδικάζοντας τη δικαστική κρίση επί της υπόθεσης. Εξάλλου, ναι μεν οι εν λόγω διατυπώσεις δεν αναφέρονται ονομαστικά στον ενάγοντα, πλην όμως, οι ένδικες τηλεοπτικές δηλώσεις της Υφυπουργού, οι οποίες ακολούθησαν την επόμενη ακριβώς ημέρα της σύλληψης του ενάγοντος και έγιναν εξ’ αφορμής της σύλληψης αυτής, αναπαρήχθησαν δε από όλα τα τηλεοπτικά μέσα και τον ηλεκτρονικό τύπο, ταυτοποιούν πέραν πάσης αμφιβολίας τον ενάγοντα.
Κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω δημόσιες δηλώσεις εκπροσώπου δημόσιας αρχής, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της διενεργούμενης ανάκρισης και αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία αντιστρατεύονται προδήλως την υποχρέωση των οργάνων του δημοσίου, κατ’ άρθρο 25 του Συντάγματος, να σέβονται το τεκμήριο αθωότητας, όπως αυτό προστατεύεται από το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, και να διασφαλίζουν το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου ενάγοντος και, συνεπώς, συνιστά παράνομη πράξη που παραβιάζει το εν λόγω τεκμήριο και προσβάλλει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, την προσωπικότητά του. Η πράξη, δε, αυτή, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αντικειμενικά ικανή να προξενήσει και πράγματι προξένησε ηθική βλάβη στον ενάγοντα.
Επιδίκαση στον ενάγοντα εύλογης αποζημίωσης.