ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………….., 2) ………. και 3) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο τους Δικηγόρο Ιωάννη Γκούβα.
ΤΩΝ ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. και 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Γεώργιο Σταματογιάννη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ). 3) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Οι αρχικώς ενάγοντες-ήδη εφεσίβλητοι- και ο ήδη αποβιώσας …………, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.3.2011 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2011 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4931/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εκκαλούντες εναγόμενοι με την από 18.12.2017 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2017 έφεση τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 458/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη.
Ήδη η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση με την από 2.10.2019 και με αρ. καταθ. …………./2019 κλήση των εφεσιβλήτων και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε, η δε τρίτη των καθ΄ών δεν παραστάθηκε καθόλου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 18.12.2017 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2017 έφεση των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αρ. 4931/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 21.11.2017 (βλ. την επισημείωση του δικ. επιμελητή ………….. στο αντίγραφο της απόφασης), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 18.12.2017 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. …………. . e παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Σημειώνεται ότι αντίγραφο της κλήσης προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο και της έφεσης έχει επιδοθεί στην αρχικώς τρίτη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, ενυπόθηκη δανείστρια (βλ. την με αρ. ………/27.7.2020 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….) και το Δικαστήριο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 §4 του Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο η ανωτέρω ως αναγκαία ομόδικος των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων στη δίκη της αγωγής του άρθρου 2 του ν. 2664/1998 θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς (άρθρο 76 § 1 και 4 ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες για τον εαυτό τους ατομικά (οι πρώτη, δεύτερος, τρίτη) και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του τέταρτου ενάγοντος (όπως γνωστοποιήθηκε ο θάνατος αυτού στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 290 ΚΠολΔ) ισχυρίστηκαν με την από 14-3-2011 (αρ. καταθ. ………/2011) αγωγή τους, ότι έχουν καταστεί πλήρεις και αποκλειστικοί συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθένας, του κειμένου στην κτηματική περιφέρεια Δήμου Σαλαμίνας Αττικής αγροτεμαχίου, το οποίο απέκτησαν με παράγωγο τρόπο, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή, το οποίο απέκτησαν από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του δικαιοπαρόχου τους ………….., την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με την με αρ. ………./15-9-2010 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Λέρου ………., που καταχωρήθηκε νόμιμα, στο οικείο στο οικείο κτηματολογικό φύλλο Σαλαμίνας. Ότι ο προαναφερόμενος (…………) είχε αποκτήσει αυτό με το με αρ. ………./1965 συμβόλαιο αγοράς πώλησης του συμβολαιογράφου Νίκαιας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι έχουν καταστεί συγκύριοι του ιδίου ακινήτου και με πρωτότυπο τρόπο, με αδιάλειπτη και αδιακώλυτη άσκηση διακατοχικών πράξεων με διάνοια κυρίου, με βάση τη φύση και στον προορισμό του που άσκησε αρχικά ο δικαιοπάροχός τους από το έτος 1965 και κατόπιν οι ίδιοι. Ότι κατά την κτηματογράφηση της εν λόγω περιοχής στο Δήμο Σαλαμίνας Αττικής καταχωρήθηκε με ΚΑΕΚ …….., φαίνεται εσφαλμένα ότι ανήκει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της δεύτερης των εναγομένων, το οποίο φέρεται ότι έχει μεταβιβάσει ο πρώτος των εναγόμενων σ΄αυτήν την με αρ. ………./2003 συμβολαιογραφική πράξη γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι οποίοι αμφισβητούν την κυριότητα των εναγόντων σ΄αυτό κι επιπροσθέτως, κατέχουν, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, μέχρι και τη σύνταξη της ένδικης αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ισχυριζόμενοι επιπλέον ότι η τρίτη των εναγομένων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ενέγραψε προσημείωση υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο και προσδιορίζοντας την αξία του τελευταίου στο ποσό των 4.758,29 ευρώ, ζήτησαν (οι ενάγοντες), κατ’ εκτίμηση του αιτήματος της ένδικης αγωγής, α) να αναγνωριστεί ότι είναι πλήρεις και αποκλειστικοί κύριοι, σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, του επίδικου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………., β) να υποχρεωθούν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων να τους αποδώσουν το εν λόγω γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……….., κατά το ανήκον σε καθένα από αυτούς ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας, διατασσομένης, επί αρνήσεως τους, της βίαιης αποβολής τους (πρώτου και δεύτερης των εναγομένων), γ) να διορθωθεί η ανωτέρω ανακριβής πρώτη εγγραφή ώστε να εμφαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητα τους (εναγόντων), κατά το οικείο ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθενός από αυτούς, στο εν λόγω ακίνητο, με βάση δε τις παρατιθέμενες αιτίες κτήσης αυτού και δ) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκανε αυτή δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε την κυριότητα των εναγόντων στο επίδικο ακίνητο, υποχρέωσε αυτούς να το αποδώσουν στους ενάγοντες και διέταξε τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Σημειώνεται ότι η τρίτη εναγόμενη – καθ΄ής η κλήση θεωρείτο ότι εκπροσωπείται από τους λοιπούς εναγόμενους λόγω του ότι μεταξύ τους υπάρχει δεσμός αναγκαίας ομοδικίας (άρθρο 76 § 1 ΚΠολΔ, ΕφΠειρ 458/2019).
Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 1094 ΑΚ, κατά την οποία, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώρισης της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος με εκείνη του άρθρου 216 § 1 εδ. α` ΚΠολΔ, κατά την οποία η αγωγή εκτός από τα άλλα στοιχεία πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο αυτήν και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση του εναγομένου επί διεκδικητικής αγωγής, πρέπει ο ενάγων να ισχυρισθεί ότι το διεκδικούμενο πράγμα βρίσκεται κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής στη νομή ή κατοχή του εναγομένου, ο οποίος αμφισβητεί την επί του πράγματος αυτού κυριότητα του ενάγοντος. Eίναι αδιάφορο αν πρόκειται για νομέα, συννομέα, νομέα μέρους πράγματος, αν νέμεται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, αν κατέχει στο όνομα τρίτου ή του ενάγοντος και όταν το πράγμα εξουσιάζεται από περισσότερους μπορούν να εναχθούν είτε χωριστά, είτε όλοι από κοινού. Για την πληρότητα της διεκδικητικής αγωγής κατά τα άρθρα 68 και 216 ΚΠολΔ αρκεί για τη νομιμοποίηση του εναγομένου η επίκληση της νομής ή κατοχής του, χωρίς άλλο ειδικότερο προσδιορισμό ως π.χ. τίτλος δυνάμει του οποίου κατέχει ο εναγόμενος. Αν από τις αποδείξεις προκύψει ότι ο εναγόμενος δεν είναι υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης, ήτοι ότι δεν είναι νομέας ή κάτοχος του διεκδικουμένου ακινήτου, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (ΑΠ 554/2016, ΑΠ 243/1996 ΕλλΔνη 37.1542, Γεωργιάδης: ΕμπρΔ, έκδ. 1991, τόμ. πρώτος, σελ. 558/6, 561/16, Παπαδόπουλος αγωγές εμπραγμάτου δικαίου 1989 σ/ Μπαλής: ΕμπρΔ, σελ. 219, § 92, 35.1270, ΑΠ 835/1981 ΝοΒ 30.437, ΕφΘεσ 2856/1990 ΕλλΔνη 33. 1271). Στην προκείμενη περίπτωση μπορεί να αναφέρεται στο δικόγραφο ότι ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στην δεύτερη εναγόμενη θυγατέρα του, όμως εκτίθεται επίσης ότι το ακίνητο αυτό κατέχουν και οι δύο από κοινού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Με αυτά τα δεδομένα ο πρώτος εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά ως συννομέας/συγκάτοχος του ακινήτου, χωρίς να ασκεί επιρροή η μεταβίβαση στη δεύτερη (χρησιμοποιείται μάλιστα η φράση «φέρεται ότι μεταβίβασε…..»), το ζήτημα δε αν αυτός έχει αποξενωθεί της νομής του ακινήτου, ώστε αποκλειστικός νομέας να είναι η δεύτερη εναγόμενη, που φέρεται και ως κυρία αυτού με το συμβόλαιο γονικής παροχής, ανάγεται στις αποδείξεις, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του στο ακροατήριο μάρτυρα ανταπόδειξης (βλ. πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση …./21-3-2014 και ……/21-3-2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών των μαρτύρων των εναγόντων ………… και ………., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγόντων, μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις αντίστοιχες ……….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό τους να αναφέρεται στην κλήση για την σύνταξή τους το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του μάρτυρα, καθώς μοναδική προϋπόθεση για το παραδεκτό της λήψης υπόψη ως αποδεικτικών μέσων τέτοιων ενόρκων βεβαιώσεων, στην τακτική διαδικασία με βάση τη διάταξη του άρθρου 270 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν.4335/2015, ήταν η νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων, ενώ δεν εφαρμόζεται η διάταξη 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.3 του Ν. 4335/2015, με βάση το άρθρο 21 εδ. β του ΕισΝΚΠολΔ που εκφράζει γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου (βλ. ΑΠ 927/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του 3ου λόγου έφεσης, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση …/21-3-2017 και …./21-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων ………. . και …………., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων εκ μέρους των επιμελούμενων τη λήψη αυτών διαδίκων (βλ. την ……….. Δ/15-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο είναι ένα γεωτεμάχιο (αγρός), κείμενο εκτός σχεδίου πόλης στην ειδικότερη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, το οποίο έχει επιφάνεια, σύμφωνα με το από Φεβρουαρίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ΤΕ ……….., όπου εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α, 234 τ.μ., ενώ, σύμφωνα με την επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, 230 τ.μ. και το οποίο συνορεύει, βόρεια με την υπό ΚΑΕΚ …….. ιδιοκτησία ……….. και εν μέρει με την υπό ΚΑΕΚ …. ιδιοκτησία … και ………., ανατολικά με την υπό ΚΑΕΚ ….. ιδιοκτησία ………., νότια με την οδό ……. και δυτικά με την υπό ΚΑΕΚ …….. ιδιοκτησία αγνώστου. Το ακίνητο αυτό απέκτησε ο δικαιοπάροχος των εναγόμενων ……….. με το με αρ. ………/1965 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Νίκαιας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα (στον τόμο ……. και με α.α ……. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας), από τους στους προηγούμενους συγκυρίους . …… και ………., στους οποίους είχε περιέλθει επίσης με παράγωγο τρόπο (και ως τμήμα ευρύτερης εδαφικής έκτασης), με το υπ’ αρ. ……/1962 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος …….. και με α.α. …….. του ιδίου Υποθηκοφυλακείου). Οι ενάγοντες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ……….. αποδέχθηκαν την κληρονομία αυτού με το με υπ’ αρ. ………./15-9-2010 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Λέρου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Οι ενάγοντες επικαλούνται στο δικόγραφο της αγωγής τους ότι έχουν καταστεί κύριοι του ακινήτου και με πρωτότυπο τρόπο, με άσκηση πράξεων νομής από το δικαιοπάροχό τους έως το θάνατό του τις οποίες συνέχισαν οι ίδιοι. Οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, από την πλευρά τους δεν αμφισβητούν ειδικώς την ανωτέρω διαδοχική σειρά τίτλων, αλλά επαναφέρουν με την έφεσή τους την ένσταση ιδίας κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία που είχαν προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυριζόμενοι ότι ο πρώτος από ασκούσε διακατοχικές πράξεις στο επίδικο ακίνητο (περίφραξη, ανέγερση αποθήκης, στεγάστρου και κτιστής ψησταριάς -μπάρμπεκιου), με διάνοια κυρίου τουλάχιστον από το έτος 1980, και έχοντας ήδη καταστεί κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία μεταβίβασε αυτό κατά κυριότητα λόγω γονικής παροχής στην θυγατέρα του δεύτερη εναγόμενη εκκαλούσα, το 2003 με το με ………../2003 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. που μεταγράφηκε νόμιμα. Επ΄αυτών αποδείχθηκαν τα εξής : Ο …….. έμενε μόνιμα στο ……. και μετέβαινε στην Ελλάδα για θερινές διακοπές, στις οποίες έκανε συνήθως στη Λέρο, όπου η σύζυγός του είχε ακίνητη περιουσία. Το επίδικο ακίνητο, το οποίο ήταν περιφραγμένο και εντός αυτού φύονταν φυστικές κι ένα πεύκο, επισκεπτόταν αραιά και συγκεκριμένα επισκέφθηκε αυτό το έτος 1984 συνοδευόμενος από τον γυναίκα του ……., τον αδελφό αυτής ……… και τον υιό αυτού, τον ανηψιό της συζύγου του ………, …….., με το αυτοκίνητο του οποίου μετέβησαν στο oικόπεδο, σύμφωνα με τις καταθέσεις των προηγούμενων ………. και ……… (βλ. τις με αρ. …….. και ………/2014 ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών). Στο ακίνητο αυτό όμως άσκησε διακατοχικές πράξεις ο πρώτος εναγόμενος ………, κύριος του προς βορράν οικοπέδου, στο οποίο (επίδικο) τοποθέτησε νέα περίφραξη, κατασκεύασε σταδιακά αποθήκη και κιόσκι με κεραμίδια στο βόρειο τμήμα του κτιστή ψησταριά (μπάρμπεκιου) στο νότιο τμήμα του. Οι μάρτυρες που εξετάστηκαν για λογαριασμό των εναγόμενων, ισχυρίστηκαν ότι το ακίνητο αυτό ήταν χωρίς περίφραξη, το οποίο περιέφραξε ο πρώτος εναγόμενος το έτος 1990, ενώ εξουσίαζε ήδη από τη δεκαετία του 1970, (………. – …….. βλ. τις με αρ. …… και ……../2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς) ή τουλάχιστον από το έτος 1987 (……….., μάρτυρας εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στα πρακτικά συνεδρίασης). Για τις κατασκευές που ανήγειρε σ΄αυτό ο πρώτος εναγόμενος (αποθήκη, στέγαστρο, μπάρμπεκιου) ο μάρτυρας ………. (με αρ. …………/2017 ένορκη βεβαίωση) ισχυρίστηκε ότι την αποθήκη κατασκεύασε το έτος 1984 -1985 και το στέγαστρο το 1990, ο δε μάρτυρας ……….. ότι το 1990 το περίφραξε και μέσα σ΄αυτό, όντας κύριος, έκτισε αποθήκη, μπάρμπεκιου και κιόσκι με κεραμίδια. Ωστόσο, η παρουσία των άνω μαρτύρων και μάλιστα ότι είχαν εξοχικό ή κατοικούσαν στην περιοχή του επιδίκου ……… Σαλαμίνας (ο ………., όπως κατάθεσε, φιλοξενήθηκε λόγω οικονομικών προβλημάτων στην οικία του πρώτου εναγόμενου) ήδη από τη δεκαετία του 1980 δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Κανένας από τους παραπάνω μάρτυρες δεν αναφέρθηκε επίσης στο χρόνο κατασκευής της οικίας του εναγόμενου, που βρισκόταν στο προς βορράν οικόπεδο, (παρά μόνο ο ……….. αναφέροντας αορίστως ως χρόνο κατασκευής το ‘80,) οπότε λογικά μετά από αυτήν θα προέβαινε ο πρώτος εναγόμενος σε περίφραξη και κατασκευές στο επίδικο οικόπεδο. Οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες απεικονίζουν τον εναγόμενο με τη σύζυγο του να ψήνουν αρνί (προφανώς το Πάσχα), αλλά σε απροσδιόριστη ημερομηνία (και χωρίς να φαίνεται σε ποιο σημείο ακριβώς). Σε άλλες επίσης φωτογραφίες, χωρίς επίσης ημερομηνία, απεικονίζονται η περίφραξη, το μπάρμπεκιου και το στέγαστρο, που τοποθέτησε ο πρώτος εναγόμενος στο επίδικο, οι οποίες κατασκευές φαίνονται καινούργιες (κατά το χρόνο λήψης της φωτογραφίας) και σε καμία περίπτωση άνω της εικοσαετίας. Για τις μόνιμες αυτές κατασκευές στο επίδικο εδαφικό τμήμα, που λογικώς έπρεπε να υπήρχαν το χρόνο σύνταξης του συμβολαίου, με βάση τους ισχυρισμούς των εναγόμενων και γενικότερα για την κατάστασή του (αν είναι περιφραγμένο, άκτιστο, αν έχει δέντρα) δεν γίνεται καμία αναφορά στο με αρ. ………/2003 συμβόλαιο γονικής παροχής, με το οποίο ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε το επίδικο εδαφικό τμήμα/γεωτεμάχιο στην δεύτερη εναγόμενη θυγατέρα του. Ούτε επίσης γίνεται αναφορά στην με αρ. ……./2003 ένορκη βεβαίωση, με βάση την οποία συντάχθηκε το άνω συμβόλαιο. Σημειώνεται ότι ο πρώτος εναγόμενος στο άνω συμβόλαιο γονικής παροχής επικαλείται σ΄αυτό άτυπη δωρεά, ως τίτλο κτήσης χωρίς βεβαίως να προσδιορίσει τον πωλητή αυτού. Οι εναγόμενοι εξάλλου, για να αποδείξουν ότι ο πρώτος από αυτός περιέφραξε το επίδικο ακίνητο, επικαλούνται την από 8.1.1990 δελτίο λιανικής πώλησης αγοράς συρματοπλέγματος με πασσάλους και ούγια. Στην απόδειξη αυτή αναγράφεται ποσότητα 31 μέτρων συρματοπλέγματος, ενώ οι 3 πλευρές του επιδίκου οικοπέδου (χωρίς την πλευρά προς το ακίνητο των εναγόμενων) έχουν άθροισμα 45 μ. ώστε η απόδειξη αυτή από μόνη της δεν αποδεικνύει ότι το συρματόπλεγμα αφορούσε το επίδικο ακίνητο. Συνεπώς από το άνω αποδεικτικό υλικό δεν προκύπτει με βεβαιότητα η χρονική αφετηρία της χρησικτησίας του πρώτου εναγόμενου. Και με βάση όμως όσα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, οι μόνιμες κατασκευές στο επίδικο ακίνητο κατασκευάστηκαν από τον πρώτο εναγόμενο, (χωρίς η ημερομηνία αυτή να μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς) μετά την 8.1.1990 και όχι προγενέστερα, καθώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πρώτα περιφράσσεται ένα ακίνητο (με την αγορά εξ αρχής ή αντικατάσταση της αρχικής περίφραξης) και μετά ακολουθεί η ανέγερση των κτισμάτων. Άλλωστε από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόμενων δεν προκύπτει με βεβαιότητα ο χρόνος ανέγερσης των κατασκευών αυτών, καθώς δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό και τοποθετείται μετά το έτος 1990. Πράξεις δε νομής δηλωτικές αντιποίησης νομής – διάνοιας κυρίου, δεν συνιστούν ενέργειες απλής χρήσης γειτονικού άκτιστου οικοπέδου λχ. παρκαρίσματος οχήματος ή και ψησίματος οβελία, που καθαυτές δεν υποδηλώνουν ότι γίνονται με διάνοια κυρίου, κατά τρόπο δηλαδή διαρκή απεριόριστο και αποκλειστικό, ενώ η τοποθέτηση περίφραξης αποτελεί την κατεξοχήν πράξη κατάληψης. Επομένως διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου δεν άσκησε ο πρώτος εναγόμενος στο επίδικο, πριν την περίφραξη από αυτόν του επιδίκου οικοπέδου (με τοποθέτηση εξαρχής νέας ή αντικατάσταση της παλιάς) η οποία έλαβε χώρα εντός της δεκαετίας του 1990, και μετά ανήγειρε τμηματικά τις λοιπές κατασκευές σ΄αυτό. Κατά το χρόνο δε που ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε την κυριότητα του επιδίκου οικοπέδου στην δεύτερη εναγόμενη θυγατέρα του (2003) δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας (20 έτη). Οι ενάγοντες εξάλλου (και μεταξύ αυτών ο κληρονομηθείς από τους παρόντες ενάγοντες εφεσίβλητους) άσκησαν σε βάρος των εναγόμενων την από 15.6.2009 και με αρ. καταθ. ……./2009 αγωγή τους, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτούς στις 31.7.2009 (βλ. τις με αρ. …….. και ……/31.7.2009 εκθέσεις επιδόσεως, του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . …….), με την οποία ζήτησαν την αναγνώριση της κυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο και την απόδοση αυτού, ήτοι με ίδιο περιεχόμενο και αίτημα με την επίδικη αγωγή, χωρίς να την απευθύνουν και κατά της τρίτης εναγόμενης Τραπεζικής εταιρίας. Οι ενάγοντες παραιτήθηκαν του δικογράφου της προγενέστερης αυτής αγωγής κατά τη συζήτηση αυτής στις 20.9.2010 με προφορική τους δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά (βλ. πληροφορία από το https://extapps.solon.gov.gr/) και όχι με την παρούσα μεταγενέστερη αγωγή τους, ενώ η παραίτηση συνομολογείται και από τους εναγόμενους. Την παρούσα αγωγή εξάλλου με ημερ. κατάθεσης 14.3.2011 επέδωσαν στους εναγόμενους στις 16.3.2011 (βλ. τις με αρ. ……., ……. και ……. ./167.3.2011 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……… ……), δηλαδή εντός 6 μηνών από την παραίτηση αυτής. ώστε η προγενέστερη αυτή αγωγή, διέκοψε την κτητική παραγραφή των εναγόμενων (άρθρα 1049, 263 ΑΚ). Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες επανέφεραν παραδεκτά τον σχετικό ισχυρισμό, με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο απαντώντας στην έφεση των εναγόμενων. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας δεν είχε συμπληρωθεί ούτε μέχρι την επίδοσή της επίδικης αγωγής (16.3.2011), αφού οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν ότι τον ακριβή χρόνο της έναρξης της έκτακτης χρησικτησίας του πρώτου. Συνεπώς η ένσταση ιδίας κυριότητας λόγω έκτακτης χρησικτησίας έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση αυτή ορθά εκτίμησε το νόμο και τις αποδείξεις, ώστε ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας (ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου με την οικεία κτηματική περιφέρεια Δήμου Σαλαμίνας Αττικής η 13-11-2006- ΦΕΚ Β’ 1662/13-11-2006) με ΚΑΕΚ ………..), εμφαίνεται ότι το ακίνητο αυτό, εσφαλμένα ότι ανήκει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της δεύτερης εναγομένης, με τίτλο κτήσης το προαναφερόμενο ……./2003 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, οι δε εναγόμενοι εξακολουθούν να νέμονται και να κατέχουν το ακίνητο αυτό, έως την άσκηση της παρούσας αγωγής. Επομένως η επίδικη αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωρισθεί η κυριότητα των εναγόντων στο επίδικο ακίνητο να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να το αποδώσουν στους ενάγοντες και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, έστω και με διάφορες εν μέρει αιτιολογίες που αντικαθίστανται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), εκτίμησε ορθά το νόμο και τις αποδείξεις, ώστε η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος των εκκαλούντων θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και τέλος θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ). Τέλος ως προς την απολιπόμενη τρίτη καθ ‘ ής η κλήση, θα πρέπει να ορισθεί το αναγκαίο παράβολο ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 505 ΚΠολΔ) αφού έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας αν δεν κλητεύθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα (ΑΠ 965/2017, Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 502 αρ.1 και 76 αρ.6).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της τρίτης καθ΄ής η κλήση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) €.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας (με αρ. ………… e – παράβολο) στο δημόσιο ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 15-9-2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ