Αριθμός 1758/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Γεώργιο Αυγέρη και Παναγιώτη Βενιζελέα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Α. του Γ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Παπαδοπούλου – Διαμαντοπούλου Της αναιρεσιβλήτου: Φ. Κ. του Ν., πρώην συζύγου Ν. Α., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παγορόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 22-12-2016 και 23-11-2018 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτου και αναιρεσείοντος, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13343/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 6744/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-4-2021 αίτησή του και τους από 7-1-2022 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, υπ’ αριθμ. 6744/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τόσον την έφεση του αναιρεσείοντος, όσον και την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ’ αριθμ. 13343/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή, ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτές την από 23/11/2018 αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης και την από 22/12/2016 αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553. 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 Κ. Πολ. Δ.). Παραδεκτά επίσης ασκήθηκε και ο από 7/1/2022 πρόσθετος λόγος αναίρεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 10/1/2022 και επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη στις 11/1/2022 (βλ. την 7996/11-1-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς Α. Ζ.), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στις 14-2-2022, αφού αφορά στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, που πλήττονται και με την αναίρεση (άρθρο 569 Κ. Πολ. Δ.). Επομένως η αναίρεση και ο πρόσθετος λόγος αυτής πρέπει να εξετασθούν για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 2 του ΑΚ προκύπτει ότι το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης, που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που ο νέος νόμος, με ρητή διάταξη, καταλαμβάνει και τις σχέσεις, που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ, να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 306/2017). Έτσι, ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γίνεται με βάση το νόμο που όφειλε να εφαρμόσει το ουσιαστικό δικαστήριο, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται. Κατ’ εξαίρεση ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας θα γίνει με νόμο μεταγενέστερο εκείνου που ορίζουν οι παραπάνω διατάξεις, αν ο τελευταίος έχει αναδρομική ισχύ και ορίζει ότι εφαρμόζεται και επί των τελεσιδίκως κριθέντων ή στις δίκες που είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή δεν έγιναν αμετάκλητες, με την προϋπόθεση ότι η διάταξη για αναδρομική ισχύ δεν προσκρούει σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, Σύνταγμα, ΕΣΔΑ κ.λπ. (ΟλΑΠ 30/1998, ΑΠ 1628/2017).Με το ν. 4800/2021 “Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις” επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στη ρύθμιση των σχέσεων γονέων και τέκνων, μετά την διακοπή της συμβίωσης των γονέων τους ή το διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου τους, με σκοπό, όπως αναφέρεται και στη σχετική εισηγητική έκθεση, την ενίσχυση της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου με βάση την αρχή της ισότητας των γονέων στις ευθύνες και τα δικαιώματά τους έναντι του τέκνου και με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον του. Έτσι, στο άρθρο 1 του παραπάνω νόμου, που προσδιορίζει τον σκοπό και το αντικείμενό του, αναφέρονται τα ακόλουθα: “Ο παρών νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου διά της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού. Οι διατάξεις του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, που δεσμεύουν τη Χώρα, ιδίως με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με τον ν. 2101/1992 και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκε με τον ν. 4531/2018 και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογούν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές”. Ειδικότερα, στις διατάξεις των άρθρων 1510 παρ. 1, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους, αντίστοιχα, με τα άρθρα 7 παρ. 1, 5, 6, 7 παρ. 2, 8 και 11 του ν. 4800/2021, και οι οποίες δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 1510 παρ.1 ότι “Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του”, στο άρθρο 1511 ΑΚ ότι “1. Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. 2. Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. 4. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του”, στο άρθρο 1512 ΑΚ ότι “Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο”, στο άρθρο 1513 ΑΚ ότι: “Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα….”, στο άρθρο 1514 ΑΚ ότι “1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του. 2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για στην άσκηση της γονικής μέριμνας”, και στο άρθρο 1518 ΑΚ ότι “Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του. Η λήψη σωφρονιστικών μέτρων επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτά είναι παιδαγωγικώς αναγκαία και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του τέκνου. Κατά τη μόρφωση και την επαγγελματική εκπαίδευση του τέκνου οι γονείς λαμβάνουν υπόψη τις ικανότητες και τις προσωπικές του κλίσεις. Γι` αυτόν τον σκοπό οφείλουν να συνεργάζονται με το σχολείο και αν υπάρχει ανάγκη, να ζητούν τη συνδρομή αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών ή δημοσίων οργανισμών. Κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει”. Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, ορίζεται πλέον ότι τη γονική μέριμνα οι γονείς δεν την ασκούν μόνο από κοινού αλλά και “εξίσου” (άρθρο 1510), ότι κάθε απόφαση των γονέων ή του δικαστηρίου σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου (άρθρο 1511), ότι στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης, οι δύο γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου την γονική μέριμνα του τέκνου (άρθρο 1513), ότι κατά παρέκκλιση της διάταξης αυτής του άρθρου 1513, που ορίζει την από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας, ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις ρύθμισης με διαφορετικό τρόπο της γονικής μέριμνας με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας των γονέων, με προσφυγή από τον ένα γονέα στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, εάν δεν καταστεί δυνατή τέτοια συμφωνία και, τελικά, με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, για την λήψη της οποίας απόφασης ρητά ορίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες, που έκαναν οι γονείς για την άσκηση της γονικής μέριμνας (άρθρο 1514).
Συνεπώς, και οι νέες διατάξεις αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου (άρθρο 1511 ΑΚ) όπως και οι προϊσχύσασες, πλην όμως, σε αντίθεση με αυτές, οι οποίες προέκριναν την αποκλειστική επιμέλεια, οι νέες διατάξεις ορίζουν πλέον την συνεπιμέλεια των γονέων επί των ανηλίκων τέκνων τους, και μόνο όταν αυτή δεν είναι δυνατή και ιδίως αν πρόκειται να αποβεί σε βάρος του συμφέροντος του ανηλίκου, το δικαστήριο μπορεί, κατά παρέκκλιση, όπως αναφέρεται στον τίτλο του άρθρου 1514 ΑΚ, να κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η επιμέλεια στον ένα γονέα. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ, συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, που αποτελεί δικαίωμα και καθήκον των γονέων, οι οποίοι το ασκούν από κοινού και εξ ίσου, περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος και δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, αυτοί εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα, ακόμα και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ή δικαστική απόφαση. Επομένως, καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων, όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του γάμου, ώστε αυτοί να μην είναι υποχρεωμένοι πλέον να καταφύγουν στο δικαστήριο προκειμένου να ρυθμίσουν την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Το σύστημα αυτό, δηλαδή, είναι υποχρεωτικό, με την έννοια ότι εφαρμόζεται αυτομάτως και εκ του νόμου, ακόμη κι όταν δεν συμφωνεί ο ένας γονέας ή δεν υπάρχει δικαστική απόφαση. Καταδεικνύεται έτσι η αναγκαιότητα αδιατάραχτης και αδιάκοπης διαβίωσης του ανηλίκου υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε πριν από το χωρισμό των γονέων του, καθόσον η διάσταση, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ή η ακύρωση του γάμου των γονέων, δεν πρέπει να μεταβάλλουν τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας αυτού, η οποία επιβάλλεται να ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς, αφού κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της, είναι το “βέλτιστο συμφέρον” του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανήλικου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Η προβλεπόμενη ως άνω από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να αποκλειστεί μόνο με συμφωνία των γονέων ή με απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο μπορεί να προσφύγει ο κάθε γονέας, εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ. Είναι προφανές ότι ο όρος “βέλτιστο συμφέρον” του τέκνου ταυτίζεται, ουσιαστικά, με την, κατά την προϊσχύσασα διάταξη του ως άνω άρθρου 1511 ΑΚ, έννοια του “συμφέροντος” του τέκνου. Ωστόσο, πέραν από την επιβαλλόμενη, με την παράγραφο 3 του ανωτέρω άρθρου, υποχρέωση του δικαστηρίου να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων κλπ,, για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας, παρέχονται για πρώτη φορά, με την παράγραφο 2 του νέου άρθρου, εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία, όπως η ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, η συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και η συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1518 ΑΚ, που αφορά στην επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει την σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του και την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει. Ωστόσο, τα παραπάνω κριτήρια, τα οποία δεν παύουν να είναι ενδεικτικά, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους στο σύνολό τους, αφού δεν αποκλείεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να οδηγούν σε λύσεις αντίθετες προς το συμφέρον του τέκνου, το οποίο προσδιορίζεται εξατομικευμένα, με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτό διαβιώνει, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητάς του, δηλαδή κυρίως στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια και σταθερότητα, διανοητική πρόοδο, κοινωνική ένταξη και αποδοχή, υπευθυνότητα, κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του παιδιού. Επίσης, το ανήλικο εξελίσσεται και μαζί του εξελίσσονται και οι ανάγκες του και αναπροσδιορίζεται το συμφέρον του. Η χρονική παράμετρος για τη συγκεκριμενοποίηση του συμφέροντος του παιδιού είναι σημαντική. Σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα νομολογία και τη θεωρία, η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου, αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη, ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στην μητέρα τους, λόγω του ότι αυτά έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής καθώς και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση εξακολουθεί να καταλείπεται ευρύ πεδίο, ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανήλικου τέκνου, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διάκρισης τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Επίσης, οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες, που έκαναν οι γονείς του τέκνου, σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση, ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του (ΑΠ 157/2022, ΑΠ 1473/2021). Εξάλλου, εφόσον το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 1976/2008, ΑΠ 1218/2006), αν δε η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες υπόκειται σε αναίρεση κατ` άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 317/2015, ΑΠ 537/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1532 ΑΚ όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 Ν. 4800/2021, “Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα, που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά, ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: α. η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, γ. η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, δ. η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα, ε. η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, στ. η καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Το δικαστήριο, στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή την επιμέλεια, ολικά ή μερικά, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο γονέα, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου. Αν συντρέχουν στο πρόσωπο και των δύο γονέων οι περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του τέκνου ή ακόμα και την επιμέλειά του ολικά ή μερικά σε τρίτο ή και να διορίσει επίτροπο. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο εισαγγελέας διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός ενενήντα(90) ημερών, με δυνατότητα αιτιολογημένης παράτασης της προθεσμίας αυτής κατά ενενήντα (90) επιπλέον ημέρες”. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1532 ΑΚ, οι περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του ανηλίκου, που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το κοινωνικό συμφέρον γενικότερα είναι: α) η παράβαση των καθηκόντων των γονέων, β) η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος τους, γ) η αδυναμία τους να ανταποκριθούν σ` αυτό. Όμως, απόλυτος εννοιολογικός διαχωρισμός των ως άνω περιπτώσεων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας είναι ως επί το πλείστον ανέφικτος, αφού οι πιο πάνω περιπτώσεις αλληλοεπικαλύπτονται. Έτσι η κατάχρηση του γονικού λειτουργήματος αποτελεί ταυτοχρόνως και παράβαση των καθηκόντων του γονέα, που από αυτό (γονικό λειτούργημα) επιβάλλονται. Παράβαση των καθηκόντων των γονέων συνιστά η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών με μέτρο κρίσης το οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων. Καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος των γονέων συνιστά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου κατά τρόπο αντίθετο ή μη εναρμονιζόμενο στο σκοπό του, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται τα προσωπικά συμφέροντα του τέκνου. Η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με θετική ενέργεια δηλαδή με πράξη ή με παράλειψη ασκήσεως των καθηκόντων τους. Όμως, η κρίση για το αν συντρέχει κατάχρηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας θα πρέπει να στηριχθεί όχι σε μεμονωμένες πράξεις ή παραλείψεις του υποχρέου – δικαιούχου, αλλά σε μια εκτίμηση της συνολικής συμπεριφοράς του έναντι του τέκνου, εκτός εάν μια μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη είναι τόσο βαριά, ώστε να αρκεί για να στηρίζει γενική (αρνητική) κρίση. Καταχρηστικά δε, κατά τα ανωτέρω, ασκείται η επιμέλεια τέκνου, αν ο έχων την επιμέλεια γονέας παραβαίνει τα καθήκοντά του εκ της επιμέλειας με κίνδυνο να επιφέρει ως συνέπεια βλάβη στην ψυχική ή σωματική ανάπτυξη του τέκνου (ΑΠ 537/2012). Τέλος, η άσκηση της γονικής μέριμνας από τον ένα γονέα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο άλλος γονέας αποτελεί μεν κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, που μπορεί να οδηγήσει στην αφαίρεση της άσκησης από τον παραβάτη γονέα, στην περίπτωση μόνο, που το συμφέρον του τέκνου το επιβάλλει (ΑΠ 157/2022). Η συνδρομή των ανωτέρω περιστατικών παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο, όπως ρητά αναφέρεται, να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα ολικά ή μερικά και την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου και να την αναθέσει στον άλλο γονέα, χωρίς βέβαια και μετά την ανωτέρω τροποποίηση η αφαίρεση αυτή να είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, αφού κριτήριο για κάθε απόφαση του δικαστηρίου, που αφορά στο τέκνο παραμένει το “βέλτιστο συμφέρον” αυτού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει για το ορισμένο του λόγου αυτού, να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου(ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 14/2021). Μεμονωμένες και αποσπασματικές, παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, κατ` επιλογή του αναιρεσείοντος, δεν αρκούν για το ορισμένο αυτού του αναιρετικού λόγου και τούτο, γιατί, μόνο με την παράθεση ολοκληρωμένων των παραδοχών της απόφασης, μπορεί να κριθεί, αν η νομική πλημμέλεια, η οποία αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικά, η ευδοκίμηση της αναίρεσης ( ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 658/2019, ΑΠ 887/2019). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να περιέχονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες πρέπει να παρατίθενται σ` αυτό με σαφήνεια και πληρότητα και δεν αρκούν περιορισμένες, μεμονωμένες, κατ` επιλογή του αναιρεσείοντος, αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 658/2019, ΑΠ 739/2011) και να αναφέρεται σε αυτό σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Από τον γάμο τους, που έχει ήδη λυθεί αμετάκλητα, οι διάδικοι απέκτησαν ένα τέκνο, την Ε., που γεννήθηκε στις 9.12.2010. Η έγγαμη συμβίωση διασπάστηκε οριστικά το καλοκαίρι του 2014 και η ανήλικη παρέμεινε με την μητέρα της (ήδη αναιρεσίβλητη), στην οικογενειακή κατοικία στον …. Με το από 28.7.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό οι διάδικοι κατέληξαν στην από κοινού άσκηση της επιμέλειας της κόρης τους, τη συμμετοχή του πατέρα (ήδη αναιρεσείοντος) στη διατροφή της με μηνιαίο ποσό 200 ευρώ και την ρύθμιση της επικοινωνίας του, κάθε Τρίτη και Πέμπτη επί τρίωρο και κάθε δεύτερο Σάββατο, από 10.00 έως 19.30, χωρίς διανυκτέρευση. Κατά το διάστημα αυτό η επικοινωνία πραγματοποιήθηκε ομαλά, αμέσως μετά όμως άρχισαν αντιπαραθέσεις και, μολονότι τα μέρη, μαζί με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, διαπραγματεύονταν τον Δεκέμβριο 2014 την κατάρτιση νέας συμφωνίας, στην οποία προβλεπόταν εκτενέστερη επικοινωνία του πατέρα (κάθε δεύτερη εβδομάδα από το απόγευμα της Παρασκευής έως την Κυριακή, από μία εβδομάδα στις εορτές Χριστουγέννων, Πάσχα και ένας μήνας στις καλοκαιρινές διακοπές), η μητέρα υπαναχώρησε και η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε. Ο εκκαλών επιδίωξε δικαστικά την ρύθμιση της επικοινωνίας του με την ανήλικη (όπως και στη μη επιτευχθείσα συμφωνία), με την από 16.12.2014 (139596/15684/2014) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και με την από 22.12.2014 προσωρινή διαταγή της Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών τού χορηγήθηκε, έως τη συζήτηση της αίτησης, δικαίωμα επικοινωνίας ένα απόγευμα την εβδομάδα, επί τρίωρο, δύο σαββατοκύριακα τον μήνα, από το πρωί του Σαββάτου έως το απόγευμα της Κυριακής και ένα διήμερο εντός των διακοπών των Χριστουγέννων. Σε εκτέλεση των ανωτέρω πραγματοποιήθηκαν ολιγάριθμες διανυκτερεύσεις της ανήλικης στην κατοικία του πατέρα, αλλά κατά την συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων η καθ’ ης ζήτησε αποκλεισμό της επικοινωνίας του εφεξής, επικαλούμενη ασελγείς πράξεις του σε βάρος της ανήλικης, που είχαν λάβει χώρα κατά την διανυκτέρευση της 31.1-1.2.2015, για τις οποίες απευθύνθηκε στην Εισαγγελέα Ανηλίκων και υπέβαλε την από 6.2.2015 έγκληση (με αριθμό 1048/362/2015) στο Τμήμα Υποδιεύθυνσης Ανηλίκων της Γ.Α.Δ.Α., ενώ αιτήθηκε και την ανάκληση της από 22.12.2014 προσωρινής διαταγής, αλλά η αίτησή της απορρίφθηκε. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 1616/2015 απόφασή του πιθανολόγησε την διενέργεια των καταγγελόμενων πράξεων, αλλά διατήρησε την επικοινωνία, περιορίζοντας τον χρόνο της σε σχέση με την προηγηθείσα προσωρινή διαταγή, αλλά αυξάνοντάς τον σε σχέση με τον προβλεπόμενο στο αρχικό συμφωνητικό των διαδίκων (μία ημέρα κάθε σαββατοκύριακο επί 6άωρο, ένα απόγευμα την εβδομάδα επί τρίωρο, και επιπλέον επί 10 ώρες ανήμερα των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς, εναλλάξ κατ’ έτος, την Κυριακή του Πάσχα τα μονά έτη και την 15η Αυγούστου τα ζυγά έτη, καθώς και επί πέντε ώρες στα γενέθλια της ανήλικης τα ζυγά έτη και στην ονομαστική της εορτή, τα μονά έτη). Κατά του εκκαλούντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για αποπλάνηση παιδιού, που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη και ασέλγεια μεταξύ συγγενών κατ’ εξακολούθηση, στο πλαίσιο της οποίας διατάχθηκε και διενεργήθηκε πραγματογνωμοσύνη, ενώ γνωμοδότησαν και τεχνικοί σύμβουλοι. Με το υπ’ αριθ. 5125/2017 βούλευμά του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, επειδή αυτός δεν τέλεσε τις αποδιδόμενες πράξεις. Τον ισχυρισμό αυτό – καθώς και προβλήματα ψυχιατρικής φύσης, λήψη φαρμάκων, εθισμό στα τυχερά παιγνίδια, σεξουαλικές ιδιαιτερότητες κλπ. – προέβαλε η εφεσίβλητη – εκκαλούσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιδιώκοντας τον αποκλεισμό κάθε επικοινωνίας της ανήλικης με τον πατέρα της, ως αντίθετης στο συμφέρον της, ωστόσο, τίποτα από τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε βάσιμο. Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κρίσης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η βασιμότητα των αποδιδόμενων στον πατέρα ασελγών πράξεων δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο και ιδίως από τις συνταχθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, όπου η ανήλικη εκφράζεται στερεότυπα, χωρίς να είναι σε θέση να εισφέρει συναισθήματα ή περιγραφικά στοιχεία, που έχει συγκρατήσει από τα γεγονότα, αλλά και χωρίς να επαναλαμβάνει τέτοια στοιχεία, που φέρεται να ανέφερε στους οικείους της αμέσως μετά από την επίμαχη επικοινωνία του Ιανουάριου 2015, ενώ επιπλέον η χωροχρονική τοποθέτηση γίνεται συγκεχυμένα και κατά τρόπο που διαψεύδεται από τις αληθείς περιστάσεις. Ομοίως και κατά την επικοινωνία της με τη Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, η ανήλικη, ηλικίας δέκα ετών πλέον, ευφυής και με ιδιαίτερη εκφραστική ευχέρεια, απέρριψε κατηγορηματικά κάθε επικοινωνία και σχέση με τον πατέρα της, επικαλούμενη ότι την “πείραξε”, χρησιμοποιώντας τα ίδια περιορισμένα λόγια των 4 ετών. Το Δικαστήριο δεν δύναται να διαπιστώσει εάν οι κατηγορίες οφείλονταν σε υποβολή κάποιου ενηλίκου ή σε σύγχυση και παρανόηση εκ μέρους της ίδιας της ανήλικης, η οποία υιοθετήθηκε και ενισχύθηκε από το μητρικό περιβάλλον, λόγω και της σφοδρής αντιδικίας, που προϋπήρχε και εντάθηκε περαιτέρω. Αναμφίβολα η μητέρα εμπόδισε – ακόμα και παραβιάζοντας κατ’ επανάληψη τις ισχύουσες δικαστικές αποφάσεις – κάθε σχέση και επαφή με τον πατέρα, επικαλούμενη αρχικά την προστασία της ανήλικης και πλέον την απροθυμία αυτής. Στον βαθμό, όμως, που δεν μπορεί με βεβαιότητα να υποστηριχθεί ότι η στάση της ωθείται αποκλειστικά από κίνητρα εκδίκησης και πρόθεση πατρικής αποξένωσης, δεδομένου ότι κατά τα λοιπά ασκεί την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης με αφοσίωση, επάρκεια και πληρότητα και την περιβάλλει με αμέριστο ενδιαφέρον και αγάπη, δεν δύναται να θεμελιωθεί επαρκώς κρίση περί καταχρηστικής άσκησης του γονικού της λειτουργήματος, όπως ο εκκαλών προβάλλει. Αποτέλεσμα, όμως, όλων των ανωτέρω περιστάσεων είναι η ίδια η Ε., να διακατέχεται πλέον μόνο από αρνητικά συναισθήματα, σε σημείο αποστροφής για τον πατέρα της, να αποκλείει κάθε επικοινωνία μαζί του και να τον αποκαλεί “κύριο”, ενώ “μπαμπά” της θεωρεί τον τωρινό σύντροφο της μητέρας της. Ταυτόχρονα έχει αναπτύξει ιδιαίτερα στενό δεσμό με τη μητέρα της, νιώθει ασφαλής μαζί της και τυχόν αποχωρισμός θα απέβαινε επώδυνος και ανεπανόρθωτα επιβλαβής για το συμφέρον της.
Συνεπώς, κρίνεται ότι κατ’ αρχάς πρέπει να ανατεθεί στη μητέρα η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου της ανήλικης, ενώ στο στάδιο αυτό, που οι εχθρικές σχέσεις των γονέων αποκλείουν, όχι μόνο τη συνεργασία, αλλά και την στοιχειώδη επικοινωνία τους, δεν δύναται να εξετασθεί το ενδεχόμενο συνεπιμέλειας. Περαιτέρω, δεν συντρέχει κανένας λόγος αποκλεισμού της επικοινωνίας με τον πατέρα, αντίθετα μόνο επωφελώς στην ψυχολογία, το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης και την περαιτέρω ανάπτυξη της προσωπικότητας της ανήλικης μπορεί να λειτουργήσει τόσο η επανένωση με τον πατέρα της και η ηθική αποκατάστασή του στη συνείδησή της, όσο και η πεποίθηση ότι δεν έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση – σε αντίθεση με την εξακολούθηση της υφιστάμενης κατάστασης, που θα επιδρά βλαπτικά στην εξέλιξή της, αφού θα παραμένει συνδεδεμένη με ένα ανύπαρκτο τραυματικό γεγονός. Λόγω, όμως, της αρνητικής στάσης της ανήλικης θα απαιτηθεί μακρά πορεία, με καθοδήγηση και υποστήριξη όλων των μερών από ειδικούς ψυχικής υγείας, προκειμένου να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του πατέρα, να επιτευχθεί η επανασύνδεσή τους και να επανεκκινήσει η επικοινωνία τους, η οποία έχει διακοπεί από ετών. Προφανώς η σύμπραξη της μητέρας και του μητρικού περιβάλλοντος είναι αναγκαία, ενώ μετά από την απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και τις κρίσεις των αστικών δικαστηρίων επί των ουσιαστικών της ισχυρισμών, η εξακολούθηση της εκ μέρους της παρεμπόδισης της επικοινωνίας, δεν δικαιολογείται. Πρέπει, επομένως, να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα, το οποίο κρίνεται ότι υπό τα υφιστάμενα δεδομένα δύναται να υλοποιείται μόνο παρουσία ψυχολόγου, σε ουδέτερο περιβάλλον, προκειμένου να εξασφαλίζεται προστατευτικό, υποστηρικτικό, ασφαλές και φιλικό για την ανήλικη πλαίσιο, χωρίς να τίθενται ζητήματα “άσκησης βίας” προς εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, όπως η μητέρα με την έφεσή της αναφέρει. Ο χρόνος που θα απαιτηθεί δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί, εφόσον όμως η ανωτέρω επικοινωνία προοδεύσει και σταθεροποιηθεί, ο πατέρας θα δύναται με νέα αίτηση να ζητήσει τον καθορισμό προσαρμοσμένων στις νέες συνθήκες όρων επικοινωνίας. Θα πρέπει επίσης να απειληθούν χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση σε βάρος της μητέρας για την περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις σχετικές διατάξεις αυτής της απόφασης”. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκανε δεκτές τις εφέσεις αμφοτέρων των διαδίκων και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτές τις αγωγές τους, ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας της ανήλικης στην αναιρεσίβλητη μητέρα της και ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος πατέρα της με αυτήν κάθε Δευτέρα σε γραφείο παιδοψυχολόγου της επιλογής του αναιρεσείοντος, με την παρουσία και της αναιρεσίβλητης μέχρι και τον μήνα Ιανουάριο 2021 και στη συνέχεια χωρίς την παρουσία αυτής, όπως οι ειδικότερες λεπτομέρειες προσδιορίζονται στην απόφαση.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 πλημμέλεια, .με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1518, 1520 και 1532 ΑΚ, γιατί, ενώ δέχεται ότι η αναιρεσίβλητη παραβίασε κατ’ επανάληψη τις δικαστικές αποφάσεις, που ρυθμίζουν την επικοινωνία του με το τέκνο τους, επικαλούμενη αρχικά την προστασία του τέκνου και πλέον την απροθυμία του, αποφαίνεται ότι αυτό δεν θεμελιώνει επαρκώς κρίση περί καταχρηστικής άσκησης του γονικού λειτουργήματος της και έτσι κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων της αναθέτει την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου. Με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια ανωτέρω από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβιάζει τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1518, 1520 και 1532 όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 4800/2011 και ισχύουν και για την ένδικη υπόθεση, αφού η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, οι οποίες ορίζουν ότι κακή άσκηση της γονικής μέριμνας αποτελούν η μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις, που ρυθμίζουν την επικοινωνία και η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και έτσι, ενώ δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη παραβιάζει το δικαίωμα επικοινωνίας του με το τέκνο τους, αναθέτει στην ίδια την επιμέλεια του προσώπου του. Εξάλλου, με τους πρώτο, κατά το δεύτερο σκέλος, δεύτερο και τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος, λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ. Δ. με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις, γιατί περιέχει 1) ασαφείς αιτιολογίες ως προς το εάν το τέκνο του δεν επιθυμεί την επικοινωνία ή οι αρνήσεις συμμόρφωσης της αναιρεσίβλητης προς τις δικαστικές αποφάσεις, που ρυθμίζουν την επικοινωνία του με αυτό, το έχουν κάνει να μην θέλει την επικοινωνία, 2) αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το εάν η αναιρεσίβλητη είναι ικανή να βοηθήσει στην επικοινωνία του ιδίου με το τέκνο τους και αν όχι, αν αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση, που δρα βλαπτικά στο τέκνο, μπορεί να επιτευχθεί με την δικαιοδοτική κρίση που εξέδωσε και 3) αντιφατικές αιτιολογίες ως προ την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι η αναιρεσίβλητη ασκεί καταχρηστικά την επιμέλεια του τέκνου, τον οποίο απέρριψε, καίτοι δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη παραβιάζει τις δικαστικές αποφάσεις.
Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, το οποίο ανέθεσε την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1518, 1520 και 1532 ΑΚ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4800/2021, δεδομένου ότι ορθώς υπήγαγε σε αυτές, κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία πληρούν το πραγματικό και της αόριστης νομικής έννοιας του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, όπως η έννοια αυτή αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, όπως αυτές ισχύουν από 16-9-2021, μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4800/2021, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη όλα τα επωφελή για το ανήλικο τέκνο στοιχεία και παραμέτρους, και επίσης δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, παραθέτοντας, ειδικότερα, όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν και ήδη ισχύουν, τι οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου, και τα οποία δικαιολογούν την ανωτέρω κρίση του, ότι το αληθινό συμφέρον του ανήλικου τέκνου των διαδίκων επέβαλε και ήδη το βέλτιστο συμφέρον αυτού επιβάλλει την ανάθεσή της επιμέλειας του προσώπου αυτού αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη μητέρα του και όχι στον αναιρεσείοντα πατέρα του ή και στους δύο διαδίκους γονείς του, με χρονική μεταξύ αυτών κατανομή της άσκησής της, όπως προβλέπεται πλέον μετά τον Ν.4800/2021, με τις υποστηρίζουσες την κρίση του αυτή παρακάτω παραδοχές, ήτοι: α) ότι η παρεμπόδιση της επικοινωνίας της θυγατέρας των διαδίκων με τον αναιρεσείοντα δεν γίνεται από την αναιρεσίβλητη αποκλειστικά από κίνητρα εκδίκησης και με πρόθεση πατρικής αποξένωσης, β) ότι η αναιρεσίβλητη κατά τα λοιπά ασκεί με αφοσίωση, επάρκεια και πληρότητα, την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης, γ) ότι κατά την επικοινωνία της με την δικαστή, που εξεδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η ηλικίας 10 ετών ανήλικη, “απέρριψε κατηγορηματικά κάθε επικοινωνία και σχέση με τον πατέρα της” και δ) ότι αυτή διακατέχεται από αρνητικά συναισθήματα “σε σημείο αποστροφής” για τον αναιρεσείοντα, ενώ έχει αναπτύξει στενό δεσμό με την αναιρεσίβλητη και τυχόν αποχωρισμός της από αυτήν θα απέβαινε επώδυνος και επιβλαβής. Με βάση δε τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τα περαιτέρω αποδεχθέντα πραγματικά περιστατικά και δη 1) η απαλλαγή με βούλευμα του αναιρεσείοντος από τα αδικήματα της αποπλάνησης παιδιού που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη και της ασέλγειας μεταξύ συγγενών με φερόμενο θύμα την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, πράξεις για τις οποίες του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη μετά από έγκληση της αναιρεσίβλητης, 2) η επιδίωξη της αναιρεσίβλητης να αποκλείσει, λόγω της ανωτέρω κατηγορίας εις βάρος του, την επικοινωνία του αναιρεσείοντος με την θυγατέρα του και 3) η κατ’ επανάληψη παρεμπόδιση της επικοινωνίας αυτής με παραβίαση από την αναιρεσίβλητη των δικαστικών αποφάσεων, που ρύθμισαν την επικοινωνία της θυγατέρας των διαδίκων με τον αναιρεσείοντα, δεν αποτελούν επαρκή στοιχεία για να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας της θυγατέρας των διαδίκων στον αναιρεσείοντα, ή να κατανεμηθεί αυτή μεταξύ των διαδίκων, δεδομένου ότι, κατά τις ίδιες παραδοχές, η ανήλικη δεν επιθυμεί να έχει ούτε καν επικοινωνία με τον αναιρεσείοντα, γεγονός που υποχρέωσε το δικάσαν Εφετείο να ορίσει ότι κατά την επικοινωνία αυτή θα παρίσταται και παιδοψυχολόγος, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση υγιών σχέσεων της ανήλικης με τον αναιρεσείοντα, η οποία είναι απαραίτητη για την ισορροπημένη ανάπτυξή της, και συνεπώς το βέλτιστο συμφέρον της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων συνηγορεί στην ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου της στην αναιρεσίβλητη. Περαιτέρω, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες και περιστατικά, η κατ’ επανάληψη παρεμπόδιση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης της επικοινωνίας της ανήλικης με τον αναιρεσείοντα, δεν συνεπάγεται αυτομάτως κατά το άρθρο 1532 ΑΚ, την αφαίρεση της επιμέλειας από την αναιρεσίβλητη ως τιμωρία για την παράνομη αυτή ενέργεια της, αλλά δίδει στο δικαστήριο την δυνατότητα να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο με βάση το βέλτιστο συμφέρον της ανήλικης και στην συγκεκριμένη περίπτωση ορθά έκρινε το δικαστήριο ότι το συμφέρον αυτό εξυπηρετείται με την ανάθεση της επιμέλειας στην αναιρεσίβλητη, με την οποία, σε αντίθεση με τον αναιρεσείοντα, αυτή έχει αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς. Επομένως, ο πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, λόγος του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και οι πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος, δεύτερος και τρίτος κατά το πρώτο σκέλος, λόγοι αναίρεσης, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι, ανεξαρτήτως του απαραδέκτου αυτών, αφού ο αναιρεσείων δεν περιλαμβάνει στο αναιρετήριο και στον πρόσθετο λόγο όλες τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τις οποίες ανατέθηκε η επιμέλεια του προσώπου της θυγατέρας των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη, αλλά μόνο επιλεκτικές και αποσπασματικές παραδοχές αυτής. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτώς και νομίμως, επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων περί πραγματικών γεγονότων, με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 1190/1981, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1181/2010, ΑΠ 694/2009). Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αυτοί που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν προς απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων (ΑΠ 179/2003). Για την πληρότητα αυτού του αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας, γ) ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού, δ) Το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου, και ε) ο νόμιμος τρόπος, που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 1990/1982, ΑΠ 1277/2019, AΠ 1091/2019, ΑΠ 1185/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη νοηματική εκτίμηση του λόγου, την από τον αριθμ. 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση της αποδεικτικής κρίσης του δεν έλαβε υπόψη του νομίμως προσκομισθέντα από τον ίδιο με επίκλησή τους έγγραφα, ήτοι 1)τις 2240 και 6897/2019 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2) 17 αποδεικτικά από το …, από τα οποία αποδεικνυόταν ότι η αναιρεσίβλητη παραβίαζε συνεχώς τις δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες είχε ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του με πρόθεση να τον αποξενώσει από αυτήν και έτσι απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι αυτή ασκεί καταχρηστικά το λειτούργημα της άσκησης της επιμέλειας της ανήλικης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την αδιάστικτη διατύπωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και όλα τα φερόμενα ως αγνοηθέντα, ως άνω, αποδεικτικά μέσα, ενόψει και του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση υπάρχει και η πραγματική παραδοχή ότι η αναιρεσίβλητη παραβίασε κατ’ επανάληψη τις δικαστικές αποφάσεις, που ρυθμίζουν την επικοινωνία του αναιρεσείοντος με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων.
Σύμφωνα με τον αριθμ. 8 εδ. β’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως “πράγματα”, των οποίων η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 22/2005, Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 757/2015). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (AΠ 50/2020, ΑΠ 1795/2008). Επομένως, δεν αποτελούν “πράγματα” οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων. (ΟλΑΠ 8/2013, Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1142/2019, ΑΠ 630/2020).Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποίος ήταν ο ισχυρισμός, που δεν λήφθηκε υπόψη και ο τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο Εφετείο (ΑΠ 555/2019) και αν προτάθηκε για πρώτη φορά από τον εκκαλούντα με λόγο έφεσης, πρέπει να αναφέρεται ότι συνέτρεχε κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 αριθμ. 2-6 ΚΠολΔ( ΑΠ 354/2011). Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από μη κατανομαζόμενο αριθμό του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά κατά την νοηματική εκτίμηση του λόγου από τον ανωτέρω αριθμό 8β’ του άρθρου αυτού, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πραγματικούς ισχυρισμούς, που προέβαλε για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης του, αν δε ελάμβανε υπόψη αυτούς θα κατέληγε στην κρίση ότι η αναιρεσίβλητη παραβιάζει συστηματικά τις αποφάσεις, που ρυθμίζουν την επικοινωνία του με την ανήλικη θυγατέρα του, με πρόθεση πατρικής αποξένωσης του. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι’ αυτό απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων δεν αναφέρει ποίος ήταν ο πραγματικός ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε την συνδρομή περιστατικών, που δικαιολογούσαν την παραδεκτή προβολή του για πρώτη φορά με λόγο έφεσης, υπό την επίκληση δε της ανωτέρω πλημμέλειας πλήττει απαραδέκτως την ανέλεγκτη αναιρετικά, ουσιαστική κρίση του Εφετείου. Σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω λόγος είναι και αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, με τους οποίους αυτός προέβαλε την συστηματική παραβίαση από την αναιρεσίβλητη των αποφάσεων, που ρυθμίζουν την επικοινωνία του με το τέκνο, κατά τη διαμόρφωση του ανωτέρω αποδεικτικού του πορίσματος ως προς το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί τόσον η αίτηση αναίρεσης όσον και ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχήν του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-4-2021 αίτηση αναίρεσης του Ν. Α. και τον από 7/1/2022 πρόσθετο λόγο αυτής, με τους οποίους διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6744/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Οκτωβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΠοιοι ιδιοκτήτες οικοπέδων απειλούνται με πρόστιμο έως 54.000 ευρώ