Αριθμός 1108/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Πελαγία Ακάσογλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Κοκοτίνη), Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου -Μπουλταδάκη, Δημητρία Στρούζα – Ξένου – Κοκολέτση και Ελένη Κατσούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 11η Μαΐου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:
1) Γ. Μ. του Α.,
2) Ε. συζύγου Γ. Μ., το γένος Μ. Μ., και
3) Π. Μ. του Γ.,
κατοίκων …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέφανου Παντζαρτζίδη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου:
Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Μετεώρων» (πρώην Δήμος Καλαμπάκας), όπως εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Σαμαρτζή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 03.11.2014 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν η 23/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 533/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες, με την από 12.03.2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε, με τη σειρά της, από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 12.03.2019 και με αριθμό κατάθεσης Εφετείο Λάρισας 12/2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663-676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015) υπ’ αριθμ. 533/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε τυπικά και κατ’ ουσία δεκτή η από 19.04.2016 και με αριθμ. κατάθεσης 33/2016 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία Δήμος Μετεώρων (πρώην Δήμος Καλαμπάκας) κατά της υπ’ αριθμ. 23/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων και μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και εκδίκασης της από 03.11.2014 και με αριθμό κατάθεσης ΕιΜ442/3.11.2014 αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, έκανε δεκτή αυτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη και μείωσε τα ποσά. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε, την 12.3.2019, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
(Ι). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 16 ν.551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το B.Δ. της 24.7/25.8.1920 (και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρ.38 εδ.β’ ΕισΝΑΚ), 1, 2, 3, 4, 34 §2, 60 §3 α.ν. 1846/1951, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι επί εργατικού ατυχήματος, χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη οφείλεται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ο θανών από εργατικό ατύχημα (βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας του) υπαγόταν στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ (άρθρο «τρίτο» ν.1305/1982, 1 παρ.2 ν.1846/1951), εφόσον συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, αρκεί δηλ. να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτού κατά τις γενικές διατάξεις και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 §1 ν.551/1915. Τέτοιο πταίσμα του εργοδότη μπορεί να θεμελιωθεί και στην μη τήρηση απ’ αυτόν διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για την διαφύλαξη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με την γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ. Κατά τα ανωτέρω, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης, και της αντίστοιχης αξίωσης, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, από τον θάνατο ατόμου σε εργατικό ατύχημα, η οποία, μη υφισταμένης πρόβλεψης στον ως άνω κ.ν.551/1915, κρίνεται πάντοτε κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914, 330, 932 ΑΚ, είναι (α) η ύπαρξη εργασιακής σχέσης μεταξύ του παθόντος και του υποχρέου εργοδότη (β) ο θάνατος του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, (γ) παράνομη και ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του εργοδότη, (δ) υπαιτιότητα (πταίσμα) που περιλαμβάνει τον δόλο και την (οποιασδήποτε μορφής) αμέλεια, αμέλεια δε, ειδικότερα, υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλ. που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική καλή πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του (ε) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα.
Επί αγωγής για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ερειδομένης σε αδικοπραξία (όπως επί εργατικού ατυχήματος, με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις), η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 300 εδ. α’ ΑΚ περί συνδρομής οικείου πταίσματος του παθόντος – θανόντος προϋποθέτει την υποβολή σχετικής καταλυτικής ένστασης, που πρέπει να προτείνεται με πληρότητα, δηλ. με τα συνιστώντα αυτήν πραγματικά περιστατικά και σχετικό αίτημα (άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ), μη δυνάμενη να ληφθεί υπ’όψη από το δικαστήριο της ουσίας, αυτεπαγγέλτως. Αυτή η ένσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στον αποτελούντα άρνηση της βάσης της αγωγής ισχυρισμό του εναγομένου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του παθόντος (ΟλΑΠ 1115/1986, 423/1985, ΑΠ 1052/2012) και επομένως, εάν ο εναγόμενος για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα εργοδότης προβάλλει μόνο την παραπάνω άρνηση, το δικαστήριο, που δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη, αυτεπαγγέλτως και να προβεί σε καταμερισμό της μεταξύ του παθόντος θανόντος και εργοδότη συνυπαιτιότητας, θα χωρήσει στον καθορισμό της κατά την κρίση του «εύλογης» χρηματικής ικανοποίησης, για την οποία απαιτείται, αλλά και αρκεί, η διαπίστωση συνδρομής οποιασδήποτε μορφής και οποιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητας του εργοδότη (ΑΠ 599/2020, ΑΠ 614/2017, ΑΠ 327/2017).
(ΙΙ). Με τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) και προϋποθέτει εσφαλμένη εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδρασή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997). «Πράγματα», κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αποτελούν και οι επί μέρους λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως. (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 71/2019, ΑΠ 226/2016, ΑΠ 2221/2014, ΑΠ 1434/2010), όχι όμως και οι λόγοι έφεσης που αφορούν ισχυρισμούς αρνητικούς της αγωγής.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (άρθρο 520 ΚΠολΔ). Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα, από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει, με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιό δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει (ή όχι) να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παράπονων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 782/2019, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 279/2010).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, οι λόγοι έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι και να αναφέρονται σε συγκεκριμένες νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες, που αποδίδονται από τον εκκαλούντα στην προσβαλλομένη με την έφεση οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα, δεν μπορούν να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η εξουσία οριοθετείται κατά τα ανωτέρω από τους λόγους έφεσης και το αίτημα που στηρίζεται σε αυτούς (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1529/2001). Επομένως, η παραδοχή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανύπαρκτου λόγου έφεσης ή η επανάκριση κεφαλαίου της απόφασης έξω από τα όρια της έφεσης και των προσθέτων λόγων, συνιστούν πλημμέλειες, που εμπίπτουν στον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, εκτός αν πρόκειται για ισχυρισμούς που, κατά τα ανωτέρω, όφειλε να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 22/2005, ΑΠ 194/2021, ΑΠ 845/2011).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 εδ. (α) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια. Ειδικότερα, προσάπτουν ότι το εφετείο, με την 533/2018 απόφαση, δέχθηκε ανύπαρκτο λόγο εφέσεως που αφορά ισχυρισμό ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και ίδιο πταίσμα του παθόντος (θανόντος από το εργατικό ατύχημα) Α. Μ. ούτε στον δεύτερο λόγο της εφέσεως περιέχεται τέτοιος ισχυρισμός. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείοντες αναφέρουν ότι το Εφετείο προέβη σε καταμερισμό της συνυπαιτιότητας του θανόντος και του αναιρεσιβλήτου Δήμου, σε ποσοστά 30% και 70%, αντίστοιχα, στην επέλευση του ενδίκου ατυχήματος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 300 εδ. α’ ΑΚ περί συνδρομής οικείου πταίσματος του παθόντος-θανόντος, η οποία προϋποθέτει υποβολή σχετικής καταλυτικής ένστασης, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στον αποτελούντα άρνηση της βάσεως της αγωγής ισχυρισμό του εναγομένου Δήμου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας που επικαλέστηκε με τις προτάσεις του και στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και με το δικόγραφο της εφέσεώς του και έτσι μείωσε την επιδικασθείσα στους αναιρεσείοντες από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.
Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της προκειμένης δίκης, ήτοι της 533/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας και της από 19.04.2016 έφεσης, χάριν της εξετάσεως της βασιμότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ):
(Α).- Το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε τα παρακάτω κρίσιμα:
«|Ο Α. Μ. είχε προσληφθεί από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Δήμο Μετεώρων (πρώην Δήμο Καλαμπάκας), την 10.06.2013, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας δύο (2) μηνών, προκειμένου να απασχοληθεί, ως ηλεκτρολόγος, παρέχοντας τις υπηρεσίες του προς τον εναγόμενο, τόσο στην έδρα του όσο και στις δημοτικές ενότητες του. Την 01.07.2013, ο Προϊστάμενος του Τμήματος Περιβάλλοντος – Καθαριότητας και Πρασίνου του εναγομένου Δήμου, έδωσε εντολή σε συνεργείο του Δήμου, αποτελούμενο από τους εργαζόμενους Α. Μ. και Γ. Τ., να μεταβούν αρχικά στον … και μετά στο δημοτικό διαμέρισμα … Καλαμπάκας, προκειμένου να αντικαταστήσουν ελαττωματικούς λαμπτήρες του δημοτικού φωτισμού. Για τη συγκεκριμένη εργασία τους παρασχέθηκε από τον εναγόμενο Δήμο, ένα φορτηγάκι, μία φορητή κλίμακα (σκάλα) αλουμινίου, τύπου ολισθαίνουσας, με τρεις πτυσσόμενους κλάδους, συνολικού μήκους 10,50 μέτρων σε πλήρη ανάπτυξη και ένα τηλεσκοπικό κοντάρι ειδικό για την αντικατάσταση λαμπτήρων από το επίπεδο του εδάφους ή οδοστρώματος. Όταν το συνεργείο έφθασε σε ξύλινο στύλο της ΔΕΗ, ευρισκόμενο έμπροσθεν του μουσείου …, στο οποίο, σε ύψος 6,50 μέτρων, υπήρχε τοποθετημένος φωτισμός που δεν λειτουργούσε, αντιλήφθηκαν ότι η συγκεκριμένη ελαττωματική λάμπα κρεμόταν με το “ντουί” εκτός του φωτιστικού. Ο Α. Μ. προσπάθησε αρχικά να αντικαταστήσει τον ελαττωματικό λαμπτήρα με τη χρήση του τηλεσκοπικού κονταριού. Όταν όμως διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, αποφάσισε, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη και του συναδέλφου του, να προσεγγίσει το φωτιστικό με τα χέρια του, κάνοντας χρήση της φορητής κλίμακας που έφεραν μαζί τους. Έτσι, φρόντισαν να τοποθετήσουν τη φορητή κλίμακα κατά το ένα άκρο αυτής σε ύψος 5,5 μέτρων περίπου επί του στύλου, σε σημείο κάτωθεν ακριβώς από το λαμπτήρα, το δε άλλο άκρο της, δηλαδή τη βάση της κλίμακας, σε απόσταση οριζόντια περίπου στα 2 μέτρα από το στύλο επί του οδοστρώματος και η σταθερότητα της φορητής κλίμακας εξασφαλιζόταν από τον άλλο εργαζόμενο, ο οποίος την συγκρατούσε αφενός με τα χέρια του και αφετέρου θέτοντας «κόντρα με τα πόδια του». Ενώ, ο Γ. Τ. παρέμεινε στο έδαφος για να κρατάει την κλίμακα, ο Α. Μ., χωρίς να φέρει προστατευτικό κράνος, γάντια, κατάλληλα υποδήματα και χωρίς να λάβει άλλα μέτρα ασφαλείας (πρόσδεση με ιμάντα), ανέβηκε σ’ αυτήν σε ύψος περίπου 5 μέτρων από το οδόστρωμα, προκειμένου να επιχειρήσει την αντικατάσταση του λαμπτήρα που κρεμόταν, φέροντας μαζί του και συγκεκριμένα στις τσέπες του ένα κατσαβίδι και έναν καινούργιο λαμπτήρα προς αντικατάσταση του παλαιού. Για να κατορθώσει την προσέγγιση στο φωτιστικό, και ενώ βρισκόταν στο τρίτο σκαλοπάτι από την άκρη της σκάλας, δηλαδή σε απόσταση μισού μέτρου από το σημείο στήριξής της στο στύλο της ΔΕΗ και πέντε μέτρων από το επίπεδο του οδοστρώματος, έστρεψε το σώμα του κατά τρόπο ώστε το πρόσωπό του να βρίσκεται προς τα έξω σε σχέση με το στύλο της ΔΕΗ και έτεινε τα χέρια του προς το φωτιστικό, για να αλλάξει τον παλαιό λαμπτήρα. Ο λαμπτήρας, όμως, δεν βρισκόταν στην από κατασκευής θέση του εντός του φωτιστικού, καθώς από το φωτιστικό έλειπε το προστατευτικό διαφανές κάλυμμα και τα καλώδια παροχής ρεύματος εξείχαν προς τα κάτω, εκτός του φωτιστικού. Στην απόληξη των καλωδίων βρισκόταν κρεμασμένο το «ντουί» μαζί με τον ελαττωματικό λαμπτήρα. Από τη θέση αυτή ο εν λόγω εργαζόμενος κατόρθωσε να προβεί στην αλλαγή του λαμπτήρα και ενώ ο αγωγός του φωτισμού ήταν υπό τάση, πλην όμως ο νέος λαμπτήρας δεν ενεργοποιήθηκε, δείγμα ότι το πρόβλημά του δεν οφειλόταν στην βλάβη της λυχνίας. Υποθέτοντας ο Α. Μ. ότι ενδεχομένως το πρόβλημα δημιουργήθηκε από κάποιο βραχυκύκλωμα που δημιουργήθηκε από τις σφηκοφωλιές που είχαν εγκατασταθεί μέσα στο φωτιστικό, αφαίρεσε το προστατευτικό κάλυμμα (καπάκι) άνωθεν του φωτιστικού και επιχείρησε να το καθαρίσει. Μετά τον καθαρισμό, τοποθέτησε και πάλι το καπάκι του φωτιστικού στη θέση του και επιχείρησε να δοκιμάσει και πάλι το νέο λαμπτήρα, ο οποίος εξακολουθούσε να μην λειτουργεί και τότε ο Α. Μ., αφού αφαίρεσε εκ νέου το καπάκι, το πέταξε στο έδαφος, προκειμένου να ελευθερώσει τα χέρια του, ώστε στη συνέχεια να ανέλθει με το πρόσωπο προς τον στύλο και το εσωτερικό του φωτιστικού και να ελέγξει το «vτουί», προκειμένου να διαπιστώσει εάν υπήρχε κάποιο γυμνό καλώδιο που δεν επέτρεπε την καλή επαφή με τον λαμπτήρα. Κατά την επαναφορά του όμως με πρόσωπο προς το στύλο/κλίμακα και ενώ με το ένα χέρι κρατούσε τη βάση του φωτιστικού και με το άλλο επιχειρούσε την περιστροφή επί του σκαλοπατιού της κλίμακας έχασε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος από ύψος 5 περίπου μέτρων. Μετά την πτώση του, μεταφέρθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων, σε κωματώδη κατάσταση, εμφανίζοντας εκτεταμένη εvδοκοιλιακή αιμορραγία, πολλαπλές αιμορραγικές θλάσεις στην μετωπιαία και κροταφική χώρα, εγκεφαλικό οίδημα και πολλαπλά συντριπτικά κατάγματα κεφαλής, πλευρών και πνευμοθώρακα. Κατόπιν εισαγωγής του στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, παρά τις προσπάθειες των θεραπόντων ιατρών, δεν στάθηκε δυνατή η αντιμετώπιση της κρίσιμης καταστάσεώς του, με αποτέλεσμα να αποβιώσει, την 5.07.2013, λόγω των βαρύτατων κακώσεων της κεφαλής και του θώρακος.
Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο τραυματισμός του Α. Μ., που εμπίπτει στην έννοια του εργατικού ατυχήματος, οφείλεται σε συνυπαιτιότητα του εργοδότη του εναγομένου Δήμου Καλαμπάκας και του ιδίου. Ειδικότερα, η αμέλεια του εναγομένου εργοδότη συνίσταται στην μη τήρηση εκ μέρους του των όρων ασφαλείας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις […]. Ειδικότερα, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. δεν έλαβε τα παρακάτω μέτρα ασφαλείας, ώστε να εξασφαλίζεται απολύτως ο εργαζόμενός του από την πτώση από κλίμακες: α) Καταρχάς, δοθέντος ότι η χρησιμοποίηση κλίμακας ως θέσης εργασίας σε ύψος επιτρέπεται μόνο όταν η χρησιμοποίηση άλλου ασφαλέστερου εξοπλισμού δεν δικαιολογείται λόγω του χαμηλού κινδύνου και της σύντομης χρησιμοποίησης είτε των χαρακτηριστικών των χώρων τα οποία δεν μπορεί να μεταβάλει ο εργοδότης (Π.Δ. 155/2004, κεφάλαιο Β’, άρθρο 2, παράγραφοι 4.1.1 και 4.1.2 και Π.Δ. 305/96, άρθρο 12, παράρτημα IV, μέρος Β’, τμήμα ΙΙ. παράγραφος 14.1), θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το καλαθοφόρο όχημα που διέθετε, ώστε να γίνει ασφαλέστερα η αντικατάσταση των λαμπτήρων των κοινοχρήστων χώρων του Δήμου, καθώς είναι σαφές ότι ο εξοπλισμός των εργαζομένων με φορητή κλίμακα για ηλεκτρολογικές εργασίες σε ύψος 5 μέτρων είναι εντελώς ακατάλληλος, β) ο εξοπλισμός του συγκεκριμένου τύπου φορητής κλίμακας που έφερε ο θανών για την ως άνω εργασία ήταν αφ’ εαυτού ακατάλληλος διότι στο άνω μέρος της κλίμακας δεν υπήρχε μεταλλικό στοιχείο σε σχήμα ημικυκλικό, για την ασφαλή προσαρμογή της με κοίλη επιφάνεια, όπως είναι η στήριξή σε ιστούς, στύλους τηλεγραφικών ή ηλεκτρικών γραμμών. Η κλίμακα αυτή ήταν εσωτερικού χώρου και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο για κατακόρυφα επίπεδες επιφάνειες, όπως ο τοίχος.
Συνεπώς, κατά την τοποθέτηση της κλίμακας επί του ξύλινου στύλου της ΔΕΗ κυκλικής διατομής δεν υπήρχε επαρκής επαφή στήριξης και προσαρμογή στο άνω μέρος της, με αποτέλεσμα λόγω και του μεγάλου ύψους ανάπτυξης 5,5 μέτρων να μην ακινητοποιείται πλήρως, αφού ούτε και προσδετήρας ακινητοποίησής της επί του στύλου υπήρχε στην κορυφή. Βέβαια, η κλίμακα παρέμεινε επί του στύλου, χωρίς να παρασυρθεί κατά τη στιγμή της πτώσης του Α. Μ., όμως η παραμικρή αστάθεια – μικρομετακίνηση της κλίμακας σε αυτό το ύψος συνέβαλε στην απώλεια στήριξης του θανόντα σε συνδυασμό και με την κακή πρακτική που ακολουθείτο κατά την αλλαγή των λαμπτήρων, γ) δεν του είχε χορηγηθεί κατάλληλος εξοπλισμός ατομικής προστασίας για την περίπτωση πτώσης του, όπως εξοπλισμός αντιπτωτικού τύπου ή εξοπλισμός με φρένα απορρόφησης κινητικής ενέργειας ή συστήματα συγκράτησης του σώματος (ζώνη ασφαλείας) ή άλλες μεθόδους με αγκύρωση, δ) δεν υπήρχε γραπτή εκτίμηση από τον τεχνικό ασφαλείας του εναγομένου των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων που εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους (άρθρα 7 και 8 του π.δ. 17/96), ούτε οποιαδήποτε άλλη ενημέρωση, έτσι ώστε αυτοί να λαμβάνουν γνώση της επικινδυνότητας της εργασίας τους και τους τρόπους ελαχιστοποίησης των κινδύνων και ε) κατά τις εργασίες, που έλαβαν χώρα κατά τη στιγμή του ατυχήματος και οι οποίες αφορούσαν σε ηλεκτρολογικές συντήρησης λαμπτήρων φωτισμού επί εναέριων δικτύων της ΔΕΗ, θα έπρεπε οι ως άνω εργαζόμενοι και ιδιαίτερα ο θανών να κατέχει άδεια βοηθητικού προσωπικού ηλεκτρικών καταστάσεων ηλεκτροτεχνίτη ΣΤ’ ειδικότητας εναέριων δικτύων και να βρίσκεται υπό την επίβλεψη αδειούχου εγκαταστάτη ΣΤ’ ειδικότητας εναέριων δικτύων η ηλεκτρολόγου ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Η δε επίβλεψη έπρεπε να παρέχεται με ευθύνη του εναγομένου εργοδότη, ο οποίος όχι μόνο δεν παρείχε επίβλεψη, αλλά και δεν διέθετε τα φυσικά πρόσωπα με τα αντίστοιχα ανωτέρω προσόντα για να την παρέχουν. Ανεξαρτήτως όμως των παραλείψεων αυτών, το εναγόμενο, εφόσον δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωση ηλεκτροφωτισμού της περιφερείας του με συνθήκες ασφάλειας για τους εργαζομένους του, θα έπρεπε, αντί να τους εκθέτει σε τέτοιες επικίνδυνες ενέργειες, να ειδοποιήσει την αρμόδια υπηρεσία της Δ.Ε.Η. και να της αναθέσει το έργο αυτό, με την καταβολή αντίστοιχης αμοιβής, όπως άλλωστε κατ’ επανάληψη τούτο είχε συμβεί στο παρελθόν σε κολώνες μεγάλου ύψους (βλ. την κατάθεση του Αντιδημάρχου καθαριότητας, πρασίνου και ηλεκτροφωτισμού Δ. Λ. στα πρακτικά της υπ’ αριθμ. 633/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων). Το εναγόμενο ισχυρίζεται βέβαια ότι όταν ο θανών ανέβηκε με τον περιγραφέντα τρόπο στην κολώνα της ΔΕΗ ενήργησε με δική του πρωτοβουλία, καθώς η ρητή και σαφής εντολή που μέσω των αρμοδίων οργάνων του είχε δώσει στους εργαζομένους του ήταν η οποιαδήποτε αντικατάσταση των λαμπτήρων να γίνεται αποκλειστικά από το έδαφος με τη χρήση του τηλεσκοπικού κονταριού. Όμως ο ισχυρισμός αυτός διαψεύδεται από τους εξετασθέντες, στις 30.09.2015 και 16.10.2015, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων μάρτυρες, εργαζομένους στον εναγόμενο Δήμο. Εξάλλου, εάν υπήρχε τέτοια απαγόρευση για τη χρήση κλίμακος σε στύλους της ΔΕΗ, αυτό θα το γνώριζε, κατά κύριο λόγο, και η Κ. Α., Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας …, η οποία ήταν παρούσα στο ατύχημα και επέβλεπε τις εργασίες του χωριού της. Είναι, επομένως πλήρως αποδεδειγμένες οι παραλείψεις του εναγομένου στην ασφάλεια του θανόντος και οπωσδήποτε τελούσαν σε αιτιώδη συνάφεια με το ένδικο ατύχημα και τον εντεύθεν θανάσιμο τραυματισμό του, καθόσον κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν επαρκώς ικανές (πρόσφορες) να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επήλθε.
Πρέπει να σημειωθεί ότι με τη με αριθμό 633/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων οι εκεί κατηγορούμενοι, υπεύθυνοι του Δήμου Καλαμπάκας, κηρύχθηκαν ένοχοι για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή σε βάρος του ενάγοντος και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης, απόφαση που εκτιμάται ελεύθερα στην προκειμένη πολιτική δίκη, ως δικαστικό τεκμήριο, χωρίς να δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο ως προς την αποδεικτική δύναμη της συναφούς ποινικής αποφάσεως. Συνυπαίτιος, όμως, του ατυχήματος και του εντεύθεν τραυματισμού του είναι και ο ίδιος ο θανών και τούτο διότι δεν επέδειξε την επιμέλεια, την προσοχή και τη συγκέντρωση, που θα επιδείκνυε ο μέσος συνετός άνθρωπος, κατά την εκτέλεση των άνω εργασιών, ο οποίος, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 114 παρ. 5 του π.δ. 1073/1981, που ορίζει, ότι κάθε εργαζόμενος πρέπει να εφαρμόζει μεθόδους εργασίας ασφαλείας, να λαμβάνει τις απαραίτητες προφυλάξεις, για την προσωπική του ασφάλεια και για την ασφάλεια οποιουδήποτε άλλου ατόμου και να απέχει από οποιαδήποτε πράξη, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τον ίδιον ή οποιοδήποτε άλλο άτομο, ανέλαβε την εκτέλεση της προαναφερθείσας εργασίας, χωρίς να λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις, για την προσωπική του ασφάλεια και δεν απείχε από την εκτέλεση αυτής, η οποία ήταν πρόσφορη να θέσει σε κίνδυνο τόσο τον ίδιο όσο και τα άλλα μέλη του ως άνω συνεργείου. Ειδικότερα, προέκυψε ότι ο θανών, κινούμενος από έλλειψη της προσοχής που όφειλε να καταβάλλει από τις περιστάσεις, αφενός δεν φορούσε το κράνος ασφαλείας που του είχε δώσει το εναγόμενο και αφετέρου όταν διαπίστωσε ότι η βλάβη δεν οφειλόταν στη λυχνία ή στις σφηκοφωλιές που είχαν σωρευθεί στο εσωτερικό του φωτιστικού, δεν κατήλθε αμέσως από την κλίμακα και να καλέσει το αρμόδιο συνεργείο της ΔΕΗ, όπως συνέβαινε σε αντίστοιχες περιπτώσεις (βλ. κατάθεση στο ποινικό δικαστήριο του μάρτυρα Β. Γ.), αλλά παρέτεινε ασκόπως την παραμονή του σ’ αυτή, προσπαθώντας, λόγω και της ιδιότητός του ως ηλεκτρολόγου, να διαγνώσει την αιτία της βλάβης. Όπως δε χαρακτηριστικά κατέθεσε στο ως άνω ποινικό δικαστήριο ο μάρτυρας Γ. Τ., ο θανών, για να διορθώσει το πρόβλημα, τρεις φορές κατέβηκε από την κλίμακα και ξανανέβηκε μέχρι που επήλθε το μοιραίο. Με τις παραπάνω ενέργειες και παραλείψεις του ο θανών συνέβαλε αιτιωδώς, αφενός στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς όφειλε αμέσως μόλις διαπίστωσε το πρόβλημα στο «ντουί» να κατέβει από τη σκάλα και να καλέσει τη ΔΕΗ, και σε κάθε περίπτωση και στην έκταση της βλάβης του, καθώς η χρήση από αυτόν κράνους, ενόψει της φύσης των κακώσεων του, θα τον προφύλασσε από το επελθόν θανατηφόρο αποτέλεσμα.
Ενόψει των παραπάνω, βαρύνεται και ο θανών με συνυπαιτιότητα, για την πρόκληση του ατυχήματος και τον εντεύθεν τραυματισμό του, προσδιοριζόμεvη κατά ποσοστό 30%, κατά το υπόλοιπο δε ποσοστό 70%, βαρύνεται το εναγόμενο γενομένης εν μέρει δεκτής ως ουσία βάσιμης της ενστάσεως συντρέχοντος πταίσματος (ΑΚ 300), που παραδεκτά πρόβαλε το τελευταίο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με λόγο της εφέσεώς του και η οποία (συνυπαιτιότητα) λαμβάνεται υπόψη, για τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι αποκλειστικά υπεύθυνο για την επέλευση του ως άνω θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος ήταν το εναγόμενο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, ο θανών, ηλικίας 34 ετών, ήταν υιός των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφός του τρίτου ενάγοντος της από 03.11.2014 αγωγής. Τα πρόσωπα αυτά, ως στενοί συγγενείς του, ήταν μέλη της οικογενείας του και συνδέονταν με το θανόντα με στενό ψυχικό σύνδεσμο και αγάπη και αισθάνθηκαν βαρύ ψυχικό άλγος από το θάνατο του συγγενούς τους. Για την ανακούφιση του ψυχικού πόνου τους, πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτούς χρηματική ικανοποίηση. Το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας, τις συνθήκες υπό τις οποίες το ως άνω εργατικό ατύχημα συνέβη, τη συνυπαιτιότητα των διαδίκων, την ηλικία του θανόντος, το βαθμό συγγενείας των εναγόντων με αυτόν, την κοινωνική κατάσταση των εναγόντων και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, κρίνει ότι για την απάμβλυvση της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν, πρέπει, να οριστεί το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ για καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για τον τρίτο ενάγοντα Τα ποσά αυτά, που αποσκοπούν στην ανακούφιση των εναγόντων από τον πόνο και τη στενοχώρια που τους προκάλεσε ο αδόκητος θάνατος του συγγενούς τους είναι δίκαια και εύλογα, ικανά να συντελέσουν στην άρση των ηθικών συνεπειών της προσβολής που δέχθηκαν (άρθρο 932 AK), δηλαδή ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως […]|».
Κατόπιν αυτών, το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση του αναιρεσιβλήτου και μετά από εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως που δέχθηκε μερικώς την αγωγή στην ουσία και επιδίκασε 100.000 ευρώ σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη αναιρεσείοντες και 50.000 ευρώ στον τρίτο αναιρεσείοντα για εύλογη χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης, δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία την αγωγή των αναιρεσειόντων και υποχρέωσε τον αναιρεσίβλητο για την ίδια αιτία να καταβάλλει σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερο αναιρεσείοντες το ποσό των (40.000) ευρώ και στον τρίτο αναιρεσείοντα το ποσό των (30.000) ευρώ.
(Β) Στο δικόγραφο της από 19.04.2016 εφέσεως δεν υπάρχει λόγος εφέσεως για πλημμέλεια της 23/2016 πρωτόδικης αποφάσεως, που αφορά τον ισχυρισμό ότι στην επέλευση της ζημίας (θανάτου) συνετέλεσε και ίδιο πταίσμα του παθόντος από εργατικό ατύχημα – θανόντος Α. Μ. ούτε ειδικότερα ο 2ος λόγος εφέσεως αφορά τέτοιον ισχυρισμό. Αντίθετα, αναφέρεται στον 2ο λόγο εφέσεως ότι « […] δεν υφίσταται εγκληματική αμέλεια του Δήμου αλλά ούτε και υπαιτιότητα ή δόλος. Η ευθύνη για να γίνει η συγκεκριμένη εργασία ήταν καθαρά πρωτοβουλία του ίδιου του θανόντα και όλες οι ενέργειες από τη χρησιμοποίηση της σκάλας μέχρι την πτώση του […]».
Έτσι, το εφετείο, το οποίο δέχθηκε ανύπαρκτο λόγο εφέσεως, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις, υπέπεσε στην αποδιδόμενη με τον πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, πλημμέλεια.
Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω περί τούτου από τον αριθμό 8 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος (1ο σκέλος), η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την ουσιαστική έρευνα του 2ου σκέλους του ίδιου αναιρετικού λόγου (παραβίαση άρθρου 559 αριθμός 14 ΚΠολΔ, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ), του 2ου αναιρετικού λόγου (παραβίαση άρθρου 559 αριθμ.1α ΚΠολΔ για ευθεία παραβίαση του άρθρου 932 ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 25 παρ.1 εδ. τελευταίο Συντάγματος) και του 3ου αναιρετικού λόγου κατ’ ορθή αρίθμηση (παραβίαση άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 300 ΑΚ), είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο ηττηθείς αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρα 176, 106, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), που δεν κατέθεσαν προτάσεις, μειωμένα κατά το άρθρο 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006. Τα δικαστικά έξοδα ορίζονται στο ποσό των (750) ευρώ και αυτό δικαιούνται οι αναιρεσείοντες κατ’ ίσο μέρος (750 ευρώ ÷ 3), σύμφωνα με το άρθρο 480 ΑΚ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 533/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, στο σύνολό της.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία Δήμο Μετεώρων (πρώην Δήμο Καλαμπάκας) στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων τα οποία ορίζει σε επτακόσια πενήντα (750) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 22 Ιουνίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 6 Σεπτεμβρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ