ΑΠΟΦΑΣΗ
Tena Arregui κατά Ισπανίας της 11.01.2024 (αρ. προσφ. 42541/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υποκλοπή και δημοσιοποίηση ηλεκτρονικών μηνυμάτων του προσφεύγοντος. Απόρριψη της μήνυσης που υπέβαλε σε σχέση με τα γεγονότα αυτά στο πλαίσιο πολιτικού κόμματος, η ηγεσία του οποίου προσέλαβε ιδιωτική εταιρεία για να παρακολουθεί ένα από τα μέλη του προκειμένου να διαπιστωθεί η αξιοπιστία του. Ο προσφεύγων ήταν μέλος του κόμματος και ηγετικό στέλεχός του.
Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανακάλυψε η εταιρεία παρακολούθησης διέρρευσαν στον Τύπο και τουλάχιστον δύο εφημερίδες αναφέρθηκαν στην παρακολούθηση των μηνυμάτων και στην πρόθεση ορισμένων μελών του κόμματος να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό κόμμα, αναφέροντας τον προσφεύγοντα ως ένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Ο προσφεύγων κατέθεσε μήνυση κατά του ατόμου που διέρρευσε τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ωστόσο το εθνικό δικαστήριο έπαυσε την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι διαπράχθηκε το αδίκημα.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η υποκλοπή και η δημοσιοποίηση των ηλεκτρονικών του μηνυμάτων και η απόρριψη της μήνυσης που είχε υποβάλει σε σχέση με τα γεγονότα αυτά συνεπάγονται παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και αλληλογραφίας, ιδίως του απορρήτου των ιδιωτικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο απέδωσε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι η επέμβαση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ιδιότητός του ως μέλους πολιτικού κόμματος, επισημαίνοντας τον ουσιαστικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων στις δημοκρατικές κοινωνίες. Επιπλέον, υπενθύμισε ότι ο ρόλος του ποινικού δικαστηρίου, περιοριζόταν στο να διαπιστώσει αν συνέτρεχαν τα στοιχεία των φερόμενων αδικημάτων και, σε καταφατική περίπτωση, να επέβαλε την κατάλληλη ποινική κύρωση. Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι δεν μπορούσε να πάρει τη θέση των εθνικών αρχών στην αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ούτε μπορούσε να αποφασίσει σχετικά με την ποινική ευθύνη των φερόμενων ως δραστών.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, το Δικαστήριο δε μπόρεσε να διακρίνει ότι οι εγχώριες αρχές δεν παρείχαν επαρκή προστασία του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας του προσφεύγοντος και κατόπιν αυτού δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων ήταν ηγετικό στέλεχος και μέλος του ισπανικού πολιτικού κόμματος Uniόn, Progreso y Democracia (UPyD) μέχρι τον Μάρτιο του 2015. Κατά τον επίμαχο χρόνο το κόμμα διεξήγαγε εσωτερική διαδικασία ανανέωσης της ηγεσίας του. Ορισμένα μέλη του κόμματος, μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων, τάχθηκαν υπέρ ενός συνασπισμού με ένα αντίπαλο κόμμα, τους Ciudadanos/Cs/Ciutadans, ενώ άλλα αντιτάχθηκαν σε αυτόν.
Στις αρχές Απριλίου 2015 η ηγεσία του UPyD απέβαλε ένα από τα μέλη του, τον κ. P., με την κατηγορία ότι είχε εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις με τους Ciudadanos. Στη συνέχεια, οι ηγέτες του UPyD προσέλαβαν μια ιδιωτική εταιρεία για να παρακολουθήσει την αλληλογραφία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστελνε και λάμβανε ο κ. Ρ. σε δύο διαφορετικούς λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οι οποίοι ανήκαν στον τομέα του UPyD, κατά τους μήνες που προηγήθηκαν αμέσως πριν από τη διαγραφή του από το κόμμα. Η εταιρεία παρακολούθησης εξέτασε τα μηνύματα αυτά και εντόπισε μερικά που έστειλε ο προσφεύγων από τον προσωπικό του λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον κ. P. σχετικά με τα σχέδια του δεύτερου και άλλων διαφωνούντων μελών της UPyD να δημιουργήσουν νέο πολιτικό κόμμα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η δημιουργία του σχεδιαζόμενου συνασπισμού, διατηρώντας παράλληλα μια εσωτερική παράταξη υπεύθυνη για την υποστήριξη του συνασπισμού. Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανακάλυψε η εταιρεία παρακολούθησης διέρρευσαν στον Τύπο και τουλάχιστον δύο εφημερίδες αναφέρθηκαν στην παρακολούθηση των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στην πρόθεση ορισμένων μελών της UPyD να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό κόμμα, αναφέροντας τον προσφεύγοντα ως ένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Στις 3 Ιουνίου 2015 ο υπεύθυνος οργάνωσης του UPyD, ο κ. F., διένειμε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μια έκθεση που αναπαρήγαγε τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εστάλησαν από τον προσωπικό λογαριασμό του προσφεύγοντος στον κ. P. Η έκθεση παραδόθηκε σε 20 μέλη της ηγεσίας του κόμματος και σε 150 μέλη του πολιτικού συμβουλίου του.
Στις 15 Ιουνίου 2015 ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε στο όργανο επίλυσης διαφορών του κόμματος (Comisiόn de Garantías) για τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου των ηλεκτρονικών μηνυμάτων του. Ο προσφεύγων, μαζί με άλλα μέλη του κόμματος των οποίων τα μηνύματα είχαν επίσης υποκλαπεί, ζήτησε από το όργανο επίλυσης διαφορών να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά των μελών της ηγεσίας του κόμματος. Το Όργανο Επίλυσης Διαφορών απέρριψε την καταγγελία του την 1η Ιουλίου 2015. Θεώρησε ότι η υποκλοπή ήταν αναγκαία, καθώς αποτελούσε αντίδραση σε μια σοβαρή κατάσταση για το κόμμα λίγο πριν από μια προεκλογική περίοδο, και αναλογική, καθώς αφορούσε μόνο την υποκλοπή ελάχιστων ηλεκτρονικών μηνυμάτων που είχαν επιλεγεί βάσει βασικών όρων. Δήλωσε επίσης ότι τα μηνύματα δεν αφορούσαν πτυχές της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των μελών, αλλά ενέργειες που σχετίζονταν άμεσα με το κόμμα.
Στις 17 Ιουλίου 2015 ο προσφεύγων κατέθεσε μήνυση κατά του κ. F. για παράνομη αποκάλυψη μυστικών (άρθρο 197 του Ποινικού Κώδικα) σε συνδυασμό με παραβίαση του δικαιώματός του στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 18 του Συντάγματος). Στις 4 Νοεμβρίου 2015 επέκτεινε τη μήνυση για να συμπεριλάβει ένα άλλο στέλεχος της UPyD, τον κ. H., ο οποίος φερόταν να είχε έρθει σε επαφή με την εταιρεία παρακολούθησης.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η αλληλογραφία του είχε ιδιωτικό χαρακτήρα, αναφερόμενος στην ιδιότητα του μέλους του και στην επαγγελματική του αυτονομία σε σχέση με την UPyD. Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αναπαράγονταν στην έκθεση προέρχονταν από εξωτερικούς λογαριασμούς εκτός του τομέα του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του δικού του λογαριασμού, και ως εκ τούτου είχαν αποσταλεί με νόμιμη προσδοκία ιδιωτικότητας. Υποστήριξε ότι οι πολιτικές στρατηγικές που περιγράφονται στα μηνύματά του και το δικαίωμά του να διαφωνεί εντός του πολιτικού κόμματος προστατεύονται από το άρθρο 6 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στη δημοκρατική δομή και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Ο προσφεύγων επεσήμανε ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής που ορίζεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ καλύπτει επίσης πτυχές της δημόσιας ζωής, συγκεκριμένα το δικαίωμα σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής ζωής.
Στις 29 Φεβρουαρίου 2016 ο ανακριτής της Μαδρίτης, διαπιστώνοντας ότι υπήρχαν επαρκείς εκ πρώτης όψεως ενδείξεις για τη συμμετοχή του κατηγορουμένου στα φερόμενα γεγονότα και παρατηρώντας ότι αυτά θα μπορούσαν να συνιστούν αδίκημα παράνομης αποκάλυψης μυστικών, διέταξε την έναρξη ποινικής διαδικασίας. Ο ανακριτής έκρινε ότι η νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες μπορούσαν να εφαρμόζουν μέτρα παρακολούθησης της επαγγελματικής αλληλογραφίας των υπαλλήλων τους, δεν ήταν εφαρμοστέα, διότι δεν υπήρχε καμία εργασιακή σχέση μεταξύ του κ. P. και της UPyD ή μεταξύ του προσφεύγοντος και της UPyD, και δεν ήταν επιτρεπτή η εκτεταμένη ερμηνεία της εν λόγω νομολογίας σε βάρος ενός θεμελιώδους δικαιώματος, όπως το απόρρητο των επικοινωνιών.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2016, το επαρχιακό δικαστήριο της Μαδρίτης, κάνοντας δεκτή την έφεση του κατηγορουμένου, ανέτρεψε την απόφαση του ανακριτή και διέταξε την προσωρινή αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εταιρεία παρακολούθησης είχε αναλάβει να συντάξει την έκθεση για την επίτευξη του στόχου του κόμματος να εντοπίσει τυχόν παραπτώματα που συνέβαιναν στη δομή του κόμματος. Παρατήρησε ότι η εσωτερική πολιτική του UPyD απαγόρευε τη χρήση επίσημων λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για προσωπικούς σκοπούς ή με τρόπο που θα μπορούσε να παραβιάσει τα δικαιώματα του κόμματος. Δεν έκρινε επαρκώς αποδεδειγμένο ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ενεργήσει με οποιοδήποτε άλλο σκοπό εκτός από τον εντοπισμό παρατυπιών στο κόμμα ή ότι είχαν αποκαλύψει το περιεχόμενο της έκθεσης στον Τύπο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αδίκημα δεν αποδείχθηκε επαρκώς.
Στις 20 Οκτωβρίου 2016 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση ακύρωσης της απόφασης της 21ης Σεπτεμβρίου 2016. Υποστήριξε ότι η απόφαση για την αναστολή της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και δεν εξασφάλιζε την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματός του στην ιδιωτική ζωή και στο απόρρητο των επικοινωνιών, παραβιάζοντας έτσι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τα άρθρα 18, 22 και 24 του Συντάγματος.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Μαδρίτης απέρριψε το αίτημα στις 26 Οκτωβρίου 2016, δηλώνοντας ότι τα παράπονα του προσφεύγοντος είχαν ήδη εξεταστεί με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2016 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή amparo κατά των δύο αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 και της 26ης Οκτωβρίου 2016, προβάλλοντας παραβίαση του δικαιώματός του για αποτελεσματική έννομη προστασία (άρθρο 24 του Συντάγματος), των θεμελιωδών δικαιωμάτων του στην ιδιωτική ζωή και το απόρρητο της αλληλογραφίας (άρθρο 18) και του δικαιώματός του για ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 22).
Στις 5 Μαρτίου 2018 το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή amparo. Διαπίστωσε ότι οι λόγοι που ανέφερε το Επαρχιακό Δικαστήριο για την απόρριψη της υπόθεσης ήταν κατάλληλοι και επαρκείς: το εφετείο έθεσε τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο τους και, αφού τα αξιολόγησε, έδωσε τους κατάλληλους λόγους για να αποκλείσει την εφαρμογή του ποινικού δικαίου, χωρίς να θίγεται η χρήση άλλων ένδικων μέσων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι δεν ήταν καθήκον του να αναλύσει την ύπαρξη των στοιχείων ενός αδικήματος, εφόσον η ερμηνεία που έδωσαν τα ποινικά δικαστήρια δεν ήταν παράλογη ή αντίθετη προς την αρχή της νομιμότητας, και ότι το δικαίωμα των ατόμων να υποβάλουν μήνυση δεν περιλάμβανε δικαίωμα να τιμωρηθεί κάποιος. Τέλος, επανέλαβε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που επικαλείται ο προσφεύγων δεν προστατεύονται μόνο από το ποινικό δίκαιο αλλά και από άλλα ένδικα μέσα.
Δύο δικαστές εξέφρασαν διαφορετική άποψη, δηλώνοντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη τη συνταγματική διάσταση των γεγονότων. Ειδικότερα, υποστήριξαν, αναφερόμενοι στα πρότυπα που έθεσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Bărbulescu κατά Ρουμανίας της 05.09.2017 ([GC], αριθ. προσφ. 61496/08), ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν είχε αναλύσει επαρκώς δύο σχετικά στοιχεία: (i) κατά πόσον ο χρήστης του λογαριασμού (ο κ. P.) γνώριζε και συναινούσε στους εσωτερικούς κανόνες χρήσης του λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και (ii) κατά πόσον ο χρήστης είχε ενημερωθεί για το ενδεχόμενο η ηγεσία του πολιτικού κόμματος να έχει πρόσβαση στο περιεχόμενο των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κατά την άποψή τους, το δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής δεν είχε προστατευθεί επαρκώς. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι τα πραγματικά περιστατικά συνιστούσαν αντικειμενικό περιορισμό του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην ιδιωτική ζωή, ανεξάρτητα από την πρόθεση του κατηγορουμένου, και ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την ύπαρξη των στοιχείων του αδικήματος.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η υποκλοπή και η δημοσιοποίηση των ηλεκτρονικών του μηνυμάτων και η απόρριψη της μήνυσης που είχε υποβληθεί σε σχέση με τα γεγονότα αυτά συνεπάγονται παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και αλληλογραφίας, ιδίως του απορρήτου των ιδιωτικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8.
Η Κυβέρνηση ανέφερε, πρώτον, ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είχαν απευθυνθεί σε λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της UPyD, οπότε ο προσφεύγων θα μπορούσε εύλογα να προβλέψει ότι θα μπορούσαν να παρακολουθούνται. Δεύτερον, υποστήριξαν ότι, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είχε επηρεάσει άμεσα και αρνητικά την UPyD, το πολιτικό κόμμα είχε το δικαίωμα να διερευνήσει τη συμπεριφορά των μελών του, ιδίως ενόψει του καθήκοντος πίστης τους προς το κόμμα. Τέλος, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να μην συνεχίσει την ποινική διαδικασία ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έχει κρίνει στο παρελθόν ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα καλύπτονται από τις έννοιες «ιδιωτική ζωή» και «αλληλογραφία» κατά την έννοια του άρθρου 8, ακόμη και όταν αποστέλλονται από τον χώρο εργασίας ή είναι επαγγελματικής φύσης (βλ. Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 62617/00, § 41).
Ενώ το ουσιαστικό αντικείμενο του άρθρου 8 είναι η προστασία των ατόμων από αυθαίρετες παρεμβάσεις των δημόσιων αρχών, μπορεί επίσης να επιβάλλει στο κράτος ορισμένες θετικές υποχρεώσεις για να διασφαλίσει τον αποτελεσματικό σεβασμό των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το άρθρο αυτό (βλ. Bărbulescu κατά Ρουμανίας της 05.09.2017 ([GC], αριθ. 61496/08). Σε περιπτώσεις όπου η παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν είναι αποτέλεσμα άμεσης παρέμβασης των εθνικών αρχών, η ευθύνη συνίσταται εάν τα καταγγελλόμενα γεγονότα απορρέουν από παράλειψη εκ μέρους τους να διασφαλίσουν την απόλαυση δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, δηλαδή να εκπληρώσουν τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους. Ενώ τα όρια μεταξύ των θετικών και των αρνητικών υποχρεώσεων του κράτους βάσει της Σύμβασης δεν επιδέχονται ακριβή ορισμό, οι εφαρμοστέες αρχές είναι ωστόσο παρόμοιες. Και στα δύο πλαίσια πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επιτυγχάνεται μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου, με την επιφύλαξη, σε κάθε περίπτωση, του περιθωρίου εκτίμησης που απολαμβάνει το κράτος (βλ. Palomo Sánchez κ.λπ. κατά Ισπανίας [GC], αριθ. 28955/06 και 3 άλλες § 62).
Η επιλογή των μέσων που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με το άρθρο 8 στον τομέα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους είναι κατ’ αρχήν θέμα που εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλόμενων κρατών. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι διασφάλισης του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και η φύση της υποχρέωσης του κράτους εξαρτάται από τη συγκεκριμένη πτυχή της ιδιωτικής ζωής που είναι επίμαχη. Όταν διακυβεύεται μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της ύπαρξης ή της ταυτότητας ενός ατόμου ή όταν οι δραστηριότητες που διακυβεύονται αφορούν μια πολύ προσωπική πτυχή της ιδιωτικής ζωής, το περιθώριο που επιτρέπεται στο κράτος περιορίζεται αντίστοιχα. Ειδικότερα, η αποτελεσματική αποτροπή σοβαρών πράξεων, όταν διακυβεύονται θεμελιώδεις αξίες και ουσιώδεις πτυχές της ιδιωτικής ζωής, απαιτεί από τα κράτη να διασφαλίζουν την ύπαρξη αποτελεσματικών διατάξεων ποινικού δικαίου (βλ. Khadija Ismayilova κατά Αζερμπαϊτζάν της 10.01.2019, αριθ. 65286/13 και 57270/14, § 115).
Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, οι θετικές υποχρεώσεις του κράτους δυνάμει του άρθρου 8 δεν εκπληρώνονται επαρκώς εάν δεν διασφαλίσει τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, θεσπίζοντας ένα νομοθετικό πλαίσιο που να λαμβάνει υπόψη τα διάφορα συμφέροντα που πρέπει να προστατευθούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο (βλέπε Bărbulescu). Τέτοια προστατευτικά μέτρα υπάρχουν στο εργατικό, αστικό και ποινικό δίκαιο.
Το καθήκον του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση είναι να διευκρινίσει κατά πόσον το εναγόμενο κράτος εκπλήρωσε τις θετικές του υποχρεώσεις όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος του προσφεύγοντος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας του υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω η ηγεσία του πολιτικού κόμματος προσέλαβε μια ιδιωτική εταιρεία για να παρακολουθεί τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που λάμβανε ένα από τα μέλη της, το οποίο υποπτεύονταν ότι θα μπορούσε να εμπλέκεται σε διαπραγματεύσεις με άλλο πολιτικό κόμμα. Μεταξύ αυτών των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ήταν και ορισμένα που είχε στείλει ο προσφεύγων από τον ιδιωτικό του λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι η υποκλοπή και η αποκάλυψη των ηλεκτρονικών μηνυμάτων του προσφεύγοντος συνιστούσε σοβαρή παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και αλληλογραφίας.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο απέδωσε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι η επέμβαση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ιδιότητας του μέλους ενός πολιτικού κόμματος. Επισήμανε δε τον ουσιαστικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων στις δημοκρατικές κοινωνίες. Τα πολιτικά κόμματα είναι μια μορφή ένωσης απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας (βλ. Refah Partisi (το Κόμμα Ευημερίας) κ.α. κατά Τουρκίας [GC], αριθ. 41340/98 και 3 άλλα, § 87). Αντανακλώντας τα ρεύματα γνώμης που διατρέχουν τον πληθυσμό μιας χώρας, τα πολιτικά κόμματα συμβάλλουν αναντικατάστατα στον πολιτικό διάλογο, ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα της έννοιας της δημοκρατικής κοινωνίας (βλ. Yumak και Sadak κατά Τουρκίας [GC], αριθ. 10226/03 § 107 και Özgürlük ve Dayanışma Partisi (ÖDP) κατά Τουρκίας, αριθ. 7819/03 § 28).
Οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν επομένως από εκείνες των περιπτώσεων όπου η εισβολή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας σχέσης εργοδότη – εργαζομένου, η οποία είναι συμβατική, συνεπάγεται συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις για κάθε πλευρά, χαρακτηρίζεται από νομική υποταγή και διέπεται από τους δικούς της νομικούς κανόνες (βλ. απόφαση Bărbulescu). Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι εσωτερικές οργανωτικές δομές των πολιτικών κομμάτων διαφέρουν από εκείνες των ιδιωτικών εταιρειών και ότι οι νομικοί δεσμοί που υφίστανται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και μεταξύ πολιτικού κόμματος και ενός από τα μέλη του είναι θεμελιωδώς διαφορετικοί. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η οργανωτική αυτονομία των ενώσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών κομμάτων, αποτελεί σημαντική πτυχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι που προστατεύεται από το άρθρο 11 και ότι πρέπει να μπορούν να ασκούν κάποια πειθαρχική εξουσία (βλ. Lovrić κατά Κροατίας της 04.04.2017, αριθ. 38458/15 § 71). Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική πίστη που αναμένεται από τα μέλη του κόμματος ή η πειθαρχική εξουσία του κόμματος δεν μπορεί να οδηγήσει σε απεριόριστη δυνατότητα παρακολούθησης της αλληλογραφίας των μελών του. Αντιθέτως, οι εγχώριες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η θέσπιση μέτρων παρακολούθησης της αλληλογραφίας και άλλων επικοινωνιών, ανεξαρτήτως της έκτασης και της διάρκειάς τους, συνοδεύεται από κατάλληλες και επαρκείς εγγυήσεις κατά της κατάχρησης (βλ. Bărbulescu).
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι οι ποινικές διατάξεις που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ήταν ποιοτικές. Αντιθέτως, κατά την άποψή του, το άρθρο 197 του Ποινικού Κώδικα ήταν εφαρμοστέο στην περίπτωσή του. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχε τη δυνατότητα να παρέμβει στην ποινική διαδικασία και να υποβάλει τα επιχειρήματά του (βλ. M.P. κατά Πορτογαλίας της 07.09.2021, αριθ. 27516/14 § 45). Επίσης ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι η ποινική έρευνα δεν ήταν αποτελεσματική. Η ουσία της καταγγελίας του είναι ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου της 21 Σεπτεμβρίου 2016 να παύσει την ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί για παράνομη αποκάλυψη μυστικής αλληλογραφίας δεν στηρίχθηκε σε επαρκείς λόγους και δεν έλαβε υπόψη το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και αλληλογραφίας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι τόσο η Κυβέρνηση όσο και το Συνταγματικό Δικαστήριο δήλωσαν ότι η μόνη υποχρέωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν να αιτιολογήσει επαρκώς την περάτωση της ποινικής διαδικασίας και ότι στην προκειμένη περίπτωση εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή. Ειδικότερα, το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέφερε ότι η αιτιολογία που παρείχε το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν συνεκτική και σεβάστηκε το περιεχόμενο του θιγόμενου θεμελιώδους δικαιώματος: αξιολόγησε τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η παρακολούθηση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το πολιτικό κόμμα και απέρριψε, με αιτιολογημένο και εύλογο τρόπο, την παρέμβαση, με την επιφύλαξη οποιουδήποτε άλλου μέσου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ενδεχομένως θίγονταν.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, από την πλευρά του, απέκλεισε την ύπαρξη αδικήματος, αναφερόμενο σε διάφορα στοιχεία προς υποστήριξη της διαπίστωσης αυτής. Πρώτον, το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στόχος της έκθεσης παρακολούθησης ήταν να εντοπιστούν παρατυπίες στο εσωτερικό του πολιτικού κόμματος. Δεύτερον, παρατήρησε ότι η παρακολούθηση είχε περιοριστεί σε μια έρευνα βάσει συγκεκριμένων όρων στους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχαν ανατεθεί στον κ. P. για την άσκηση των καθηκόντων του στο κόμμα. Τρίτον, σημείωσε ότι οι κανόνες που διέπουν τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της UPyD ανέφεραν σαφώς ότι το τελευταίο μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο παρακολούθησης και ότι οι πληροφορίες θα παρέμεναν στη διάθεση της UPyD μετά τη λήξη της σχέσης του χρήστη με το κόμμα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για οποιονδήποτε άλλο σκοπό των κατηγορουμένων πέραν του εντοπισμού παρατυπιών εντός του κόμματος, ούτε υπήρχαν αποδείξεις για τη συμμετοχή τους στη δημοσιοποίηση της έκθεσης. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι το φερόμενο αδίκημα δεν είχε αποδειχθεί.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ούτε το σκεπτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου ούτε η αξιολόγηση του σκεπτικού αυτού από το Συνταγματικό Δικαστήριο φαινόταν αυθαίρετη ή παράλογη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν βρήκε λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αντικατάσταση της αιτιολογίας των εθνικών δικαστηρίων από τη δική του. Εν προκειμένω, υπενθύμισε ότι ο ρόλος του ποινικού δικαστηρίου, περιοριζόταν στο να διαπιστώσει αν συνέτρεχαν τα στοιχεία των φερόμενων αδικημάτων και, σε καταφατική περίπτωση, να επέβαλε την κατάλληλη ποινική κύρωση. Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι δεν μπορεί να πάρει τη θέση των εθνικών αρχών στην αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης- ούτε μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ποινική ευθύνη των φερόμενων ως δραστών.
Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο προσφεύγων θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων μετά την παύση της ποινικής διαδικασίας, δεδομένου ότι αυτή δεν έληξε με αμετάκλητη απόφαση, αλλά παύθηκε προσωρινά. Σημείωσε περαιτέρω τα διαθέσιμα αστικά ένδικα μέσα που υπέδειξε η κυβέρνηση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο προσφεύγων άσκησε αγωγή, ούτε προέβαλε επιχειρήματα ότι τα εν λόγω ένδικα μέσα δεν έπρεπε να θεωρηθούν αποτελεσματικά (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, López Ribalda κ.απ. κατά Ισπανίας της 17.10.2019 [GC], αριθ. 1874/13 και 8567/13 §§ 135-37). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το νομικό πλαίσιο που ισχύει στην Ισπανία προσέφερε επαρκή προστασία του δικαιώματος του προσφεύγοντος για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και του απορρήτου της αλληλογραφίας του.
Ενόψει των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι οι εγχώριες αρχές δεν παρείχαν επαρκή προστασία του δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (επιμέλεια: echrcaselaw.com).