ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2442/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (όπως οι διατάξεις της ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ, με το Ν. 4335/2015, ο οποίος, κατ΄άρθρο 9 παρ. 2 ως άνω νόμου, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016, όπως εν προκειμένω), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ), και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με έδρα το Πρωτοδικείο Μεσολογγίου …………, στις 13-7-2018, και η έφεση ασκήθηκε από τον εκκαλούντα, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στις 11-9-2018, σύμφωνα με την αναφερθείσα παραπάνω έκθεση κατάθεσης (μη υπολογιζομένου στην προθεσμία αυτή, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ, του χρονικού διαστήματος από 1η έως 31η Αυγούστου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως σημειώνεται από τη Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.
Από τις διατάξεις του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 Ν.Δ. 1325/1972, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 1, 29 παρ. 1 και 4, 37, 38, 39 του ίδιου νόμου (5960/1933), καθώς και µε τις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήµατος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής µε τόπο έκδοσης και πληρωµής αυτής στην Ελλάδα απαιτείται: 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συµπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόµο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατοµικό του χρέος η για χρέος άλλου η εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται σε τραπεζικό λογαριασµό του άλλου η της εταιρίας, 3) εµπρόθεσµη εµφάνιση της επιταγής προς πληρωµή µέσα σε οκτώ ηµέρες από την έκδοση της και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιµων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα οπωσδήποτε κατά το χρόνο εµφάνισης προς πληρωµή, 5) υποκειµενικά δε δόλος, που μπορεί να είναι και ενδεχόµενος (όρθρ. 27 παρ. 1 ΠΚ), αφού µετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 µε το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήµατος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν η δεν θα υπάρξουν κατά την εµφάνισή της προς πληρωµή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής, όχι µόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωµή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασµός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιµα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόµενο αυτό(ΑΠ 1069/2017, ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1051/2012, Εφ.Θεσ. 171/2016, Εφ.Πειρ.566/2015, όλες δηµοσιευµένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε που ο εκδότης εκδίδει την επιταγή λευκή κατά το σημείο του χρόνου έκδοσής της και παράλληλα συνάπτει με τον λήπτη αυτής συμφωνία για συμπλήρωση αυτής κατά το ως άνω σημείο από τον τελευταίο, ακολούθως δε ο λήπτης, σε εκτέλεση της συμφωνίας, αναγράφει επί της επιταγής ως χρόνο έκδοσής της εκείνον της συμπληρωσής της ή και μεταγενέστερο τέτοιο, η αντικειμενική υπόσταση του από το άρθρο 79 εγκλήματος πληρούται όταν η επιταγή εμφανίζεται για πληρωμή, ματαίως βέβαια λόγω του ακαλύπτου της, μέσα στο χρονικό διάστημα από τον πραγματικό χρόνο έκδοσης αυτής, καίτοι λευκής κατά τα ανωτέρω, έως την τελευταία ημέρα του οκταημέρου που ακολουθεί τον αναγραφόμενο στην επιταγή χρόνο έκδοσής της {Ολ.ΑΠ(Ποιν).462/1992}. Ωστόσο και σ` αυτήν την περίπτωση, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, η προεκτιθέμενη πρόθεση του υπαιτίου, (έστω κι υπό της μορφή του ενδεχόμενου δόλου), πρέπει να υπάρχει κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης της λευκής, κατά τα ανωτέρω, επιταγής, αφού δεν συντρέχει κανένας λόγος για σχετική απόκλιση(ΑΠ 218/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, που έχει ως αντικείμενο την εμπορία υγρών καυσίμων και πετρελαιοειδών, εξέθετε στην ως άνω, από 28-4-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2014, αγωγή της, ότι, στις 13-2-2007 συνήψε µε τον εναγόµενο, ο οποίος διατηρούσε πρατήριο υγρών καυσίμων, σύµβαση εµπορικής συνεργασίας, στα πλαίσια της οποίας του χορήγησε εµπορευµατική πίστωση ύψους 60.000 ευρώ. Ότι, ο εναγόμενος εξέδωσε και παρέδωσε σε αυτήν (ενάγουσα) τη με αριθμό …….. μεταχρονολογημένη επιταγή της «…. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε», η οποία ήταν λευκή κατά ποσό, τόπο και ημερομηνία έκδοσης, παρέχοντάς της συγχρόνως εξουσιοδότηση να συμπληρώσει την εν λόγω επιταγή, ως προς τα ελλείποντα στοιχεία της και να την εμφανίσει προς είσπραξη, προκειμένου να εισπράξει, εντόκως, οποιαδήποτε οφειλή του προς αυτήν προέκυπτε από την παραπάνω σύμβαση. Ότι, στις 28-3-2013, ο εναγόμενος διέκοψε τον ανεφοδιασμό του πρατηρίου του από την ενάγουσα, καταλείποντας ανεξόφλητο υπόλοιπο της εμπορευματικής πίστωσης ποσού 22.888,77 ευρώ. Ότι, εν συνεχεία, με την από 29-4-2013 εξώδικη δήλωσή της, κάλεσε τον εναγόμενο να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, αλλιώς, θα συμπλήρωνε την επίδικη επιταγή ως προς τα ελλείποντα στοιχεία της και θα την εμφάνιζε προς πληρωμή. Ότι, ενόψει ότι, ο εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε στην ως άνω εξώδικη πρόσκλησή της, συμπλήρωσε την ανωτέρω επιταγή θέτοντας ως ημερομηνία έκδοσης αυτής, την11η-9-2013, ως τόπο έκδοσης τον Πειραιά και ως ποσό το προαναφερθέν κατάλοιπο. Ότι, αν και η επιταγή εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα (από την ενάγουσα) προς πληρωμή, εντούτοις δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμου υπολοίπου στο λογαριασμό του εναγόμενου. Ότι, ο εναγόμενος γνώριζε ότι, κατά την πληρωμή της ανωτέρω μεταχρονολογημένης επιταγής, ο τραπεζικός του λογαριασμός δεν θα διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό. Ότι, η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου συνιστά αδικοπραξία, η οποία προκάλεσε στην ενάγουσα περιουσιακή ζημία ίσης αξίας με το ποσό της επιταγής. Ζητούσε δε, ακολούθως, η ενάγουσα, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 22.888,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ΄αρ. 2442/2018 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), η οποία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη (πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί επιδίκασης τόκων από την εμφάνιση της επιταγής, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, διότι η έναρξη των τόκων από το χρονικό σημείο της εμφάνισης και σφράγισης της επιταγής, ορίζεται από το άρθρο 45 του Ν. 5960/1933, μόνο σε σχέση με την από την επιταγή βάση της αγωγής και όχι με την από αδικοπραξία βάση αυτής), ακολούθως έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ανωτέρω ποσό της αξίας της επιταγής (22.888,77 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 8.000 ευρώ, καθώς επίσης επέβαλε, εις βάρος του εναγόμενου, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, ποσού 1.200 ευρώ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του.
Από την εκτίµηση των ένορκων καταθέσεων των µαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά) που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:
Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, που έχει ως αντικείμενο την εμπορία υγρών καυσίμων και πετρελαιοειδών, συνήψε εγγράφως στις 13-2-2007 µε τον εναγόµενο, ο οποίος διατηρούσε από το έτος 1999 πρατήριο υγρών καυσίμων στις ………… του νομού Αιτωλοακαρνανίας, σύµβαση εµπορικής συνεργασίας, με την οποία συµφωνήθηκε ο εφοδιασµός του πρατηρίου του εναγόμενου, αποκλειστικά από την ενάγουσα, για χρονικό διάστηµα πέντε (5) ετών, ήτοι από 1-3-2007 έως 28-2-2012. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι ο πρατηριούχος (εναγόμενος) υποχρεούτο να καταβάλει το τίµηµα κάθε ποσότητας καυσίµων που παρελάμβανε, εκδίδοντας αντίστοιχες επιταγές µε ηµεροµηνία έκδοσης απέχουσα έως δέκα (10) ηµέρες από την ηµεροµηνία παραλαβής. Στα πλαίσια δε της εν λόγω σύμβασης, η ενάγουσα χορήγησε στον εναγόµενο, προς διευκόλυνση του, εµπορευµατική πίστωση συνολικής αξίας 60.000 ευρώ. Ειδικότερα, τα εµπορεύµατα που αποτελούσαν το αντικείµενο της εµπορευµατικής πίστωσης, παραδίδονταν τµηµατικά από την ενάγουσα στον εναγόµενο, ενώ ως προς τον τρόπο αποπληρωµής του ποσού της πίστωσης συµφωνήθηκαν και αποτυπώθηκαν εγγράφως στο Παράρτηµα Α της ανωτέρω σύµβασης τα εξής: ο εναγόµενος όφειλε την τελευταία ηµέρα κάθε µήνα και για όλη τη διάρκεια της σύµβασης να καταβάλει στην ενάγουσα ως µηνιαία δόση το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Επιπλέον, κάθε μήνα ο λογαριασμός της εμπορευματικής πίστωσης θα πιστωνόταν με το ποσό των δέκα (10) ευρώ για κάθε χιλιόλιτρο καυσίμου, συμπεριλαμβανομένου και του πετρελαίου θέρμανσης, που θα αγόραζε κατά τη διάρκεια του μήνα ο εναγόμενος από την ενάγουσα, για το λόγο δε αυτό η τελευταία υποχρεούτο, στο τέλος κάθε μήνα, να εκδίδει σχετικό πιστωτικό σημείωμα. Ακόμη, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ότι σε περίπτωση διακοπής της συνεργασίας τους για οποιοδήποτε λόγο, το εναπομένον ανεξόφλητο ποσό της εμπορευματικής πίστωσης, θα καθίστατο απαιτητό και ληξιπρόθεσμο, εντόκως, από την ημέρα χορήγησης της εμπορευματικής πίστωσης. Προς εξασφάλιση της ενάγουσας έναντι οποιασδήποτε οφειλής του, απορρέουσας από την παραπάνω σύμβαση και τα παραρτήματά της, ο εναγόμενος εξέδωσε και παρέδωσε στην ενάγουσα, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης (13-2-2007), τη με αριθμό ……. επιταγή της «…. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», στην οποία έθεσε τη σφραγίδα της ατομικής του επιχείρησης και την υπογραφή του, αφήνοντας, ηθελημένα, κενά τα υπόλοιπα τυπικά στοιχεία της, ήτοι το ποσό πληρωμής, τον τόπο και την ημερομηνία έκδοσης και το λήπτη της επιταγής, ορίστηκε δε στο παράρτημα της σύμβασης ότι, ο εναγόμενος παρείχε στην ενάγουσα την ανέκκλητη πληρεξουσιότητα να συμπληρώσει την ως άνω (λευκή) επιταγή, ως προς τα ελλείποντα στοιχεία της και να την εμφανίζει προς είσπραξη, προκειμένου να εισπράξει, με το νόμιμο τόκο, οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό που θα προερχόταν από οποιαδήποτε αιτία, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων εγκατάστασης, μεταφοράς και αποξήλωσης των χρησιδανεισθέντων κινητών πραγμάτων, των ποινικών ρητρών και των διαφυγόντων κερδών.
Περαιτέρω, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, αυτοί, μετά τη λήξη του ως άνω συμβατικού χρόνου συνέχισαν να συνεργάζονται, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ανανεώθηκε σιωπηρώς η σύμβαση εμπορικής συνεργασίας τους έως το Μάρτιο του 2013, οπότε ο εναγόμενος τη διέκοψε. Συγκεκριμένα προέκυψε, ότι η επιχείρηση του εναγόμενου, η οποία μέχρι το έτος 2010 ήταν εύρωστη οικονομικά, η δε συνεργασία του με την εναγόμενη εξελισσόταν ομαλά έως τότε, άρχισε από το ως άνω έτος, κατά το οποίο εκδηλώθηκε η σοβαρή οικονομική κρίση, που πλήττει τη Χώρα μας τα τελευταία χρόνια, να παρουσιάζει προβλήματα. Ο κύκλος εργασιών στο πρατήριο καυσίμων του εναγόμενου έβαινε συνεχώς μειούμενος, δεδομένης της μείωσης του ενδιαφέροντος του αγοραστικού κοινού τόσο για τα καύσιμα κίνησης όσο και για πετρέλαιο θέρμανσης, όπως είναι γνωστό και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί η επιχείρησή του σε διακοπή της λειτουργίας της κατά τα τέλη Μαρτίου του έτους 2013 και συνεπώς και στη διακοπή της συνεργασίας του με την ενάγουσα εταιρία-προμηθεύτριά του. Κατά το χρόνο λήξης της συνεργασίας των διαδίκων και συγκεκριμένα στις 29-3-2013, το χρεωστικό υπόλοιπο της ανωτέρω εμπορευματικής πίστωσης, ανερχόταν στο ποσό των 22.888,77 ευρώ, όπως αυτό αποδεικνύεται από την ηλεκτρονικώς τηρούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα, λογιστική καρτέλα πελάτη του εναγόμενου. Με την από 29-4-2013 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκληση, την οποία η ενάγουσα επέδωσε στον εναγόμενο τις 14-5-2013 (βλ υπ’ αρ. …../14-5-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου ………..), τον καλούσε, να επικοινωνήσει μαζί της, εντός πέντε ημερών από την κοινοποίησή της, και να εξοφλήσει το παραπάνω χρεωστικό υπόλοιπο της πίστωσης, του δήλωνε δε ότι, εάν παρερχόταν άπρακτη η προθεσμία αυτή, θα συμπλήρωνε την προαναφερθείσα επιταγή εγγύησης, που της είχε παραδώσει, ως προς τα ελλείποντα στοιχεία της και θα την εμφάνιζε προς πληρωμή. Ενόψει δε του ότι ο εναγόμενος δεν προέβη σε καταβολή του ως άνω ποσού, η ενάγουσα συμπλήρωσε την επίδικη λευκή επιταγή θέτοντας ως τόπο έκδοσης τον Πειραιά, ως ημερομηνία έκδοσης την 11-9-2013, ως ποσό πληρωμής το υπόλοιπο της πίστωσης, ήτοι 22.888,77 ευρώ και ως λήπτη της επιταγής την ίδια. Ακολούθως, μεταβίβασε την επιταγή με ενεχυρική οπισθογράφηση στην Τράπεζα Πειραιώς, η οποία, αφού την εξόφλησε συμψηφιστικά, μέσω του γραφείου συμψηφισμού, την εμφάνισε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 13-9-2013, πλην, όμως, αυτή (επιταγή) δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης υπολοίπου στο λογαριασμό του εκδότη- εναγόμενου και σφραγίστηκε.
Με βάση, όμως, τα προεκτεθέντα και όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν προέκυψε ότι στοιχειοθετείται υποκειμενικά στο πρόσωπο του εναγόμενου το έγκλημα του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 περί έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και επομένως και η, ένεκα αυτής, ένδικη αξίωση από αδικοπραξία της ενάγουσας κατ΄αυτού. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είχε δόλο, έστω ενδεχόμενο, ήτοι ότι γνώριζε, κατά το χρόνο έκδοσης της εν λόγω επιταγής, ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωµή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, ή ότι γνώριζε ότι ο λογαριασµός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιµα κεφάλαια και αποδέχτηκε το ενδεχόµενο αυτό. Ο ως άνω δόλος πρέπει να συντρέχει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης της λευκής επιταγής, ήτοι όταν παραδίδεται αυτή από τον εκδότη στο λήπτη, ανεξάρτητα αν υφίσταται μεταξύ τους συμφωνία η επιταγή να συμπληρωθεί, κατά τα ελλείποντα στοιχεία της, μεταγενέστερα από το λήπτη και ο τελευταίος, σε εκτέλεση της συμφωνίας, αναγράφει επί της επιταγής ως χρόνο έκδοσής της εκείνον της συμπληρωσής της. Δηλαδή, και σ` αυτήν την περίπτωση, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, η προεκτιθέμενη πρόθεση του υπαιτίου, (έστω κι υπό της μορφή του ενδεχόμενου δόλου), πρέπει να υπάρχει κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης της λευκής, κατά τα ανωτέρω, επιταγής και δεν αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο της συμπλήρωσής της. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο, ότι, κατά το χρόνο της έκδοσης της επίμαχης λευκής επιταγής εκ μέρους του εναγόμενου και παράδοσής της στην ενάγουσα, ήτοι στις 13-2-2007, αυτός (εναγόμενος) γνώριζε, κατά το χρόνο συμπλήρωσής της και εμφάνισής της προς πληρωμή, που τελικά έλαβε χώρα, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, το έτος 2013, ότι δεν θα έχει ή ενδέχεται να μην έχει διαθέσιμα κεφάλαια προς τούτο, στο λογαριασμό του και να αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω χρόνο παράδοσης της εν λόγω επιταγής, όπως εκτέθηκε και παραπάνω, η επιχείρηση πρατηρίου υγρών καυσίμων του εναγόμενου ανθούσε, ενώ, η ήδη μακροχρόνια μέχρι τότε συνεργασία του με την ενάγουσα, όσον αφορά στην εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεών του σε αυτήν, δεν παρουσίαζε πρόβλημα, και τίποτα δεν προμήνυε τη μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε ξαφνικά στη Χώρα μας το έτος 2010, η οποία επέφερε τεράστια οικονομικά προβλήματα στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων, οδηγώντας αρκετές από αυτές, μεταξύ των οποίων και αυτήν του εναγόμενου, στη διακοπή της λειτουργίας τους. Από τα προσκομιζόμενα δε από τον εναγόμενο οικονομικά στοιχεία της επιχείρησής του για τα έτη 2001 -2014, φαίνεται ότι η πτώση των εργασιών της, άρχισε από το έτος 2011 και σταδιακά η κατάσταση επιδεινωνόταν. Χαρακτηριστικά είναι και όσα καταθέτει η μάρτυρας του (εναγόμενου) …………… – σύζυγός του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία αναφέρει ότι, κατά το χρόνο που εξέδωσε ο σύζυγός της την εν λόγω επιταγή (το έτος 2007) ‘’ήταν τόσο μεγάλος ο τζίρος και τόσο μεγάλη η κατανάλωση που δεν θα μπορούσε ο άντρας μου ποτέ να φανταστεί, αλλιώς δεν θα την έκανε αυτήν την ανανέωση της συνεργασίας… ότι μετά από τέσσερα χρόνια, πέντε, θα έρθει τόση οικονομική κρίση, θα σταματήσουν τα καπνά, σταμάτησε τελείως η θέρμανση. Η κατανάλωση δεν υπήρχε πλέον. Ο κόσμος φτώχυνε …’’ (σημ.: το πρατήριο του εναγόμενου βρισκόταν στην περιοχή …………. Αιτωλοακαρνανίας, όπου μεγάλο ποσοστό των κατοίκων ασχολείται με την καλλιέργεια καπνών)’’. Ακόμη κι ο μάρτυρας της ενάγουσας …….. – διευθυντής πωλήσεων αυτής, στην κατάθεσή του δέχεται ότι, ο εναγόμενος ‘’έκανε τζίρο’’ για την εταιρία…΄΄, (ενν. όταν ανανεώθηκε η σύμβαση και παραδόθηκε η επιταγή). Δεν μπορούσε, λοιπόν, ο εναγόμενος, έστω κι αν είχε επιδείξει άκρα επιμέλεια, να είχε προβλέψει το γεγονός αυτό της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, το οποίο ήταν όλως απρόοπτο, και τις συνέπειές του για την επιχείρησή του, ώστε να γνωρίζει την ενδεχόμενη οικονομική του αδυναμία να καλύψει την επίμαχη λευκή επιταγή κατά το χρόνο που θα συμπληρωνόταν και θα εμφανιζόταν προς πληρωμή, καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορούσε, ούτε κατ΄ελάχιστο να διαφανεί όταν παρέδωσε την επιταγή το έτος 2007. Η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι, ο εναγόμενος γνώριζε ότι ο λογαριασμός του κατά το χρόνο πληρωμής της επίδικης επιταγής ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό, οπότε πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κι ο εναγόμενος υποχρεούται να αποζημιώσει την ενάγουσα εταιρία κατά το ποσό της επιταγής (22.888,77 ευρώ), με την αιτιολογία ότι, αυτός (εναγόμενος,) εφόσον στις 14-5-2013, του επιδόθηκε η ως άνω από 29-4-2013 εξώδικη δήλωση, ήτοι τέσσερεις μήνες πριν την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, είχε λάβει γνώση της σαφούς πρόθεσης της ενάγουσας να τη συμπληρώσει ως προς τα ελλείποντα στοιχεία της και να την εμφανίσει προς πληρωμή. Ωστόσο, κατά τα αναλυτικά προεκτεθέντα, η γνώση του εναγόμενου (κατά το χρόνο που του επιδόθηκε η ως άνω πρόσκληση, με την οποία του καθιστούσε γνωστό η ενάγουσα ότι θα προβεί στη συμπλήρωση της εν λόγω λευκής επιταγής), ότι δεν έχει διαθέσιμα προς πληρωμή της κεφάλαια στο λογαριασμό του, δεν μπορεί να αντικαταστήσει και να καλύψει τον απαιτούμενο δόλο, έστω ενδεχόμενο, αυτού, κατά τον πραγματικό χρόνο της έκδοσης της λευκής επίμαχης επιταγής και όχι κατά το χρόνο συμπλήρωσής της που έλαβε χώρα έξι και πλέον έτη μεταγενέστερα. Σχετικά δε με το ότι, ο εναγόμενος καταδικάστηκε με την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα, υπ΄αρ. 4420/2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιώς για την παράβαση του άρθρου 79 του Ν.5960/1933, όσον αφορά στην επίμαχη επιταγή, πέραν του ότι, αφενός μεν κατά της απόφασης αυτής έχει ασκηθεί έφεση (υπ΄αρ. …../2016) και δεν προκύπτει αν η παραπάνω απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη, πολύ δε περισσότερο αμετάκλητη, αφετέρου δε, δεν περιέχεται σε αυτήν ιδιαίτερη αιτιολογία περί του δόλου του εναγόμενου -τότε κατηγορούμενου, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, ήτοι κατά το χρόνο πραγματικής έκδοσης της επιταγής, σε κάθε περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την έκβαση της ποινικής δίκης, αλλά η ως άνω ποινική απόφαση εκτιμάται ελεύθερα από αυτό ως δικαστικό τεκμήριο. Συνεπώς, εφόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, λόγω μη απόδειξης της ύπαρξης του απαιτούμενου δόλου του εναγόμενου, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και η ένδικη αξίωση εξ αυτής (επίμαχης επιταγής), που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, οπότε η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, γενομένου δεκτού, ως βάσιμου, του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης. Δύναται, βέβαια, η ενάγουσα να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής από την εν λόγω επιταγή, που πηγάζει από το άρθρο 40 του Ν. 5960/1933. Άλλωστε, κατόπιν της από 5-11-2013 αίτησης της (ενάγουσας), εκδόθηκε με βάση την επιταγή αυτή, η υπ’ αρ. ……/13-11-2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας-εφεσίβλητης, δεν κατέση δυνατή η επίδοσή της στον εναγόμενο – εκκαλούντα και η εκτέλεσή της, διότι ο τελευταίος άλλαξε διεύθυνση κατοικίας, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τον απαιτούμενο δόλο αυτού σε σχέση με την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων για την πληρωμή της επιταγής, κατά τον επίμαχο χρόνο, όπως εκτενώς αναφέρθηκε.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτου ως άνω (πρώτο) λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσία, αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ουσία, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), ενώ επίσης θα διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του, κατατεθέντος από αυτόν, παραβόλου της έφεσης (άρθρο 495 παρ.3εδ.ε), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2442/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί την αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, συνολικά μεταξύ των διαδίκων.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ………../2018) ποσού 100 ευρώ, στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 21 Δεκεμβρίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ