Ακύρωσε απόφαση Εφετείου, ανοίγοντας το δρόμο για την καταβολή των αιτούμενων ποσών ακόμη και εάν το μέγεθός τους προσδιορίζεται μόνον υποθετικά.
Μία ιδιαίτερης σημασίας απόφαση όπου ο Άρειος Πάγος δικαίωσε δικηγόρο- θύμα τροχαίου εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε πως κατά την κρίση του το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους κανόνες δικαίου για τη συγκεκριμένη υπόθεση με αποτέλεσμα να απορρίψει τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας.
Με την απόφαση του Αρείου Πάγου καταρρίφθηκαν τα επιχειρήματα του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ως προς το γεγονός πως τα αιτήματα της προσφεύγουσας δικηγόρου για αποζημίωση στηρίζονταν σε υποθετικές προβλέψεις αφενός για την απώλεια των διαφυγόντων εσόδων της εξαιτίας του τροχαίου, αφετέρου δε στις επικείμενες αναγκαίες πλαστικές επεμβάσεις λόγω των μετεγχειρητικών ουλών από το ατύχημα.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε η απόφαση του Εφετείου «με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι αν δεν μεσολαβούσε το ατύχημα θα προσδοκούσε μετά βεβαιότητας ως δικηγόρος τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2010 έως την 31-12-2014, τα οποία στερήθηκε λόγω της παραπάνω αναφερόμενης κατάστασης της υγείας της εξαιτίας του ατυχήματος. Το αίτημα ωστόσο της αγωγής θα πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο και με σαφή τρόπο ποιες συγκεκριμένες υποθέσεις δεν ανέλαβε ως δικηγόρος η ενάγουσα λόγω της αδυναμίας ορθοστασίας και δυσκολίας βάδισης και ποια ήταν η προσδοκώμενη αμοιβή για κάθε υπόθεση, ενώ δε αρκεί η γενική αναφορά περί απώλειας εισοδήματος και μάλιστα χωρίς προγενέστερη περίοδο σύγκρισης δεδομένου ότι η ενάγουσα ήταν νέα δικηγόρος χωρίς προηγούμενη επαγγελματική ενασχόληση».
Για το λόγο αυτό, το Εφετείο είχε κρίνει πως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο «έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων που έκανε δεκτό το σχετικό κονδύλιο της αγωγής».
Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε δικηγόρο- θύμα τροχαίου: «Το Εφετείο παραβίασε ευθέως τη διάταξη του ΠΚ»
Αντίθετη άποψη είχε όμως το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε πως «με τις παραδοχές αυτές, στις οποίες στήριξε την απόρριψη του αγωγικού αιτήματος της από 1-6-2010 αγωγής της αναιρεσείουσας για επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους σ’ αυτήν, το Εφετείο παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, καθόσον απαίτησε ως προϋπόθεση, για την ύπαρξη διαφυγόντος κέρδους της, τη συνδρομή (βασιμότητα) περιστατικών που καθιστούν βέβαιη την εργασιακή ενασχόληση της ενάγουσας, ως δικηγόρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (απόδειξη ανάληψης συγκεκριμένων υποθέσεων, προσδοκώμενης αμοιβής για κάθε μία από αυτές), αν και το διαφυγόν κέρδος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ειδικότερα στη μείζονα σκέψη, αποτελεί μέγεθος, που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά και για την αποκατάστασή του, αρκεί η πιθανότητα της πραγματοποίησής του, εάν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός».
Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος παραπέμπει ως προς τις πλαστικές εγχειρήσεις και στη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ., η οποία αναφέρεται πως «στην έκταση και το περιεχόμενο της ευθύνης σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, προσδιορίζοντας τις αξιώσεις αποζημιώσεως του αμέσως παθόντος, συνάγεται, ότι, όταν επέρχεται βλάβη στην υγεία ενός προσώπου, συνεπεία αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, ο παθών έχει αξίωση αποζημιώσεως για τα νοσήλια. Στον όρο “νοσήλια” περιλαμβάνεται κάθε δαπάνη που έγινε ή κρίθηκε αναγκαία να γίνει προς αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως π.χ. τις διάφορες εγχειρήσεις στις οποίες ο παθών πρέπει να υποβάλλεται μέχρις ότου ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία της αποθεραπείας του, ιδιαίτερα στα κατάγματα, πλαστικές εγχειρήσεις».
Και προσθέτει «συνεπώς, ο παθών, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση και για μέλλουσα ζημία (όπως π.χ. για τη δαπάνη μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης προς διόρθωση ουλών), η αποκατάσταση της οποίας μπορεί να αξιωθεί και πριν από την πραγματοποίησή της, αρκεί αυτή να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Δεν απαιτείται γι’ αυτό βεβαιότητα, αλλά αρκεί πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πράγμα που πρέπει να προκύπτει από τις ιδιαίτερες περιστάσεις. Κριτήριο, δηλαδή, για το “τι είναι νοσήλια”, που αποκαθίστανται, δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, αποτελεί η ανάγκη για πραγματοποίηση της δαπάνης και όχι η πραγματοποίησή της».
«Ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες για τις μελλοντικές επεμβάσεις»
Κατά την προσφυγή της, η δικηγόρος ανέφερε πως το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ, διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της βεβαιότητας της υποβολής της σε μελλοντικές επεμβάσεις, στερώντας έτσι αυτήν νόμιμης βάσης.
Όπως περιλαμβάνεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, το Εφετείο έκρινε ότι «πρόκειται ωστόσο αφενός για μελλοντική πλαστική χειρουργική επέμβαση στην οποία είναι αμφίβολο εάν υποβληθεί τελικά η ενάγουσα και αφετέρου δεν προσκομίζεται ιατρική βεβαίωση του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα της ενάγουσας από την οποία να προκύπτει εάν οι δαπάνες αυτές καλύπτονται και κατά ποιο ποσό. Επιπλέον η αναφορά του απαιτούμενου κονδυλίου όπως γίνεται με την παραπάνω γνωμάτευση είναι εντελώς γενικόλογη κι αόριστη, ενώ η εξειδίκευση των επιμέρους κονδυλίων που γίνεται με τις προτάσεις της ενάγουσας δεν βασίζεται σε συγκεκριμένη ιατρική βεβαίωση ούτε σε άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, το παραπάνω κονδύλιο της αγωγής κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμο».
Ωστόσο και σε αυτό το σημείο το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εντελώς διαφορετική κρίση. «Με αυτές τις παραδοχές το Εφετείο, έκρινε ότι το αγωγικό κονδύλιο της μελλοντικής πλαστικής χειρουργικής επεμβάσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, όχι γιατί δεν υπάρχει ανάγκη για πραγματοποίηση της επεμβάσεως, αλλά γιατί είναι αμφίβολο εάν η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα υποβληθεί τελικά στην επέμβαση αυτή, αν και σε προηγούμενη παραδοχή του στο ίδιο κεφάλαιο, είχε δεχθεί την ύπαρξη δύσμορφων μετεγχειρητικών ουλών στην ενάγουσα, εξαιτίας του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος και τις οποίες λεπτομερώς περιγράφει, περαιτέρω όμως, όσον αφορά το στοιχείο της αναγκαιότητας της υποβολής της ενάγουσας στην επέμβαση αυτή, ουδέν διαλαμβάνει. Συγκεκριμένα, δεν αιτιολογεί εάν υφίσταται ανάγκη πραγματοποιήσεως στο μέλλον της εν λόγω χειρουργικής επέμβασης και σε θετική περίπτωση, εάν μπορεί η δαπάνη για την αποκατάσταση αυτής της μελλοντικής αυτής επέμβασης να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, (ΑΠ 567/2018, ΑΠ 601/2009), σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσης, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και στερώντας την απόφασή του νόμιμης βάσης».