Αριθμός 914/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Μ. Ν. του Ν., κατοίκου Β. Α.. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδέλλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. χήρας Α. Φ., το γένος Κ. Μ., 2) Δ. Φ. του Α., 3) Ε. Φ. του Α. και 4) Ε. Α. – Φ. του Α., κατοίκων Ε. Α.. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Πήττα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-2-2014 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 442/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 1940/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7-6-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 7-6-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, υπ’ αριθ. 1940/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος- ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθ. 442/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί εν μέρει την από 3-2-2014 ανακοπή του και ακύρωσε εν μέρει την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συγκεκριμένα κατά το ποσό των 2.450 ευρώ. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1ΚΠολΔ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρα 577 παρ.1ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3ΚΠολΔ).
Κατ’ άρθρο 436 ΑΚ, η ενοχή αποσβήνεται, αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με το σκοπό κατάργησης, με νέα ενοχή (ανανέωση), η οποία περιλαμβάνει, είτε τα ίδια πρόσωπα, είτε άλλο οφειλέτη, είτε άλλο δανειστή. Κατά δε το άρθρο 437 παρ.1 ΑΚ, αν η παλαιά ενοχή είναι άκυρη και η ανανέωση είναι άκυρη, εκτός αν προκύπτει απ’ αυτήν, ότι περιέχει επικύρωση της άκυρης ενοχής. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, από τη θέση σε ισχύ της νέας ενοχής αυτομάτως επέρχεται απόσβεση της παλιάς ενοχής και δεν μπορεί να προβληθούν ενστάσεις από την παλιά ενοχική σχέση. Ειδικότερα, στην περίπτωση έκδοσης της επιταγής με σκοπό την ανανέωση της απαίτησης του δανειστή από τη βασική σχέση, η απόσβεση της απαίτησης του δανειστή από τη βασική σχέση επέρχεται αυτομάτως με την παράδοση της επιταγής κατά τη συμφωνία των μερών για την αιτία της. Η δε μεταγενέστερη, κατά τις διατάξεις του συμβατικού δικαίου, αναδρομή στη βασική σχέση είναι αδύνατη. Στην συνηθισμένη στις συναλλαγές περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή του κομιστή επιταγής γίνεται με την έκδοση και παράδοση σε αυτόν μιας άλλης επιταγής η σχέση μεταξύ της παλαιάς και της νέας εξ επιταγής ενοχής καθορίζεται από την βούληση των συμβαλλόμενων στη συμφωνία για την παράδοση της νέας επιταγής, από την οποία κρίνεται, αν η νέα επιταγή δίδεται προς ανανέωση ή αντί καταβολής. Η έκδοση δε νέας τραπεζικής επιταγής προς κάλυψη αξιώσεων από προγενέστερες επιταγές συνιστά ανανέωση της παλιάς ενοχής με νέα ενοχή, με σκοπό την κατάργηση και απόσβεση της προηγούμενης ενοχής (Α.Π. 1388/2011, Α.Π.1375/2011, Α.Π.1550/2009, Α.Π.68/2001).Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1, 21, 22 και 28 του Ν. 5960/1933 “περί επιταγής” ο κομιστής, ενασκώντας την αγωγή εκ του τίτλου, δεν έχει υποχρέωση να επικαλείται και αποδεικνύει την ύπαρξη έγκυρης αιτίας. Ο εναγόμενος όμως μπορεί να προτείνει εναντίον του κομιστή κατ’ ένσταση και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδεικνύει την ελαττωματικότητα της αιτίας ή και της βασικής σχέσης. Αυτά ισχύουν και στην περίπτωση της προβολής από τον οφειλέτη της επιταγής της ένστασης, ότι το ποσό της επιταγής καλύπτει μερικώς μόνον πραγματική οφειλή από ορισμένη έννομη σχέση και μερικώς υπέρμετρους τόκους (τοκογλυφικούς), με αποτέλεσμα την ακυρότητα της επιταγής κατά το υπερβάλλον (άρθρα 294, 174, 179 και 180 ΑΚ). Για να είναι όμως ορισμένη η ένσταση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται, κατά τα άρθρα 216 και 262 Κ.Πολ.Δ., όχι μόνον η έννομη σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, που αποτελεί και την υποκείμενη αιτία του τίτλου, αλλά και η αναλογία που υπάρχει μεταξύ της παροχής του εκδότητης επιταγής και της αντιπαροχής του λήπτη του τίτλου, σε περίπτωση δε που η έννομη σχέση είναι δάνειο χρηματικού ποσού πρέπει να προσδιορίζεται το ύψος του δανείου για να μπορεί να κριθεί αν στο ποσό της επιταγής συμπεριλαμβάνονται και σε τι ποσοστό τοκογλυφικοί τόκοι, ώστε να μπορεί να εξακριβωθεί σε ποιο βαθμό υφίσταται μερική ακυρότητα του τίτλου από την ύπαρξη τοκογλυφίας και έλλειψη εξ αυτής υποχρεώσεως του εκδότη να καταβάλει το επί πλέον (ακύρως υποσχεθέν) ποσό του τίτλου προς τον κομιστή, ο οποίος διαφορετικά θα καθίστατο, κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ, αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του εκδότη (Α.Π.1643/ 2002). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147, 148, 154,155 και 157 ΑΚ προκύπτει, ότι, αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος ή αν αυτός παρασύρθηκε σε δήλωση βούλησης με απάτη, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Είναι δε ουσιώδης η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματικής κατάστασης, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται. Ως απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, νοείται κάθε από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) παραπλανητική συμπεριφορά ή τέχνασμα, με την οποία προκαλείται στον δηλούντα πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται ορισμένη πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή στη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών), που μπορεί να επηρεάσουν τη βούληση του δηλούντος, με την ατελή ανακοίνωση αληθινών περιστατικών, με απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας κλπ, εφόσον στη τελευταία αυτή περίπτωση ο αποσιωπών ή αποκρύπτων την αλήθεια έχει υποχρέωση να την αποκαλύψει, είτε από το νόμο, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν τα μέρη τελούν σε ιδιαίτερη σχέση ή το είδος της δικαιοπραξίας επιβάλλει στα μέρη υποχρέωση πίστης. Η συνεπεία της απάτης πλάνη του δηλούντος δεν είναι ανάγκη να είναι ουσιώδης, αν δεν είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχόμενου στην απάτη πρέπει να τείνει στη διατύπωση ορισμένης δήλωσης βουλήσεως από τον εξαπατηθέντα, δεν απαιτείται δε όπως ο εξαπατών επιδιώκει την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δηλώσεως βουλήσεως του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βουλήσεως του συγκεκριμένου εξαπατηθέντος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο δηλαδή του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Για την ακύρωση της δικαιοπραξίας συνεπεία απάτης δεν προσαπατείται και υπαιτιότητα (καταλογιστό) του δράστη, διότι λόγος ακύρωσης της δικαιοπραξίας είναι το ελάττωμα της βουλήσεως του απατηθέντος (Α.Π.1783/2007). Ενώ, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150 και 151 ΑΚ συνάγεται ότι για την ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της υπό το κράτος απειλής καταρτισθείσας δικαιοπραξίας η οποία, μετά την ακύρωσή της αυτή, εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, απαιτείται πλην άλλων, η απειλή να ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη, το δε απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν. Η απειλή πρέπει να είναι σοβαρή, ήτοι πρόσφορη να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθενται σε κίνδυνο ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο αγαθά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ελευθερίας, τιμής ή περιουσίας του ίδιου ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν (Α.Π.1272/2004). Το δικαίωμα του πλανηθέντος ή απατηθέντος ή απειληθέντος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας, υπόκειται σε διετή αποσβεστική προθεσμία από της δικαιοπραξίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και η οποία διετία, αν η πλάνη ή η απάτη ή απειλή εξακολούθησαν και μετά την διετία, αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή, δηλαδή από τότε που ο πλανηθείς ή απατηθείς, έλαβε γνώση της πραγματικής κατάστασης, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αυτός υπολάμβανε ως αληθινά ή ασυνείδητα αγνοούσε, κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, με βάση την οποία διαμορφώθηκε η βούλησή του προς κατάρτιση αυτής. Ο ισχυρισμός του πλανηθέντος ή απατηθέντος, που ζητεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας, μετά την παρέλευση διετίας, ότι η πλάνη του διήρκησε και μετά την παρέλευση διετίας από της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, αποτελεί αντένσταση, από το άρθρο 157 εδ.β’ΑΚ (Α.Π.1783/2007). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π.18/08, Ολ.Α.Π.15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Α.Π.50/2020, Α.Π.1075/2019, Α.Π.708/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Με την υπ’ αριθ. 46…/18.12.2013 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διατάχθηκε ο εκκαλών (αναιρεσείων) Μ. Ν. (καθ’ ου η Διαταγή πληρωμής) να καταβάλει στον Α. Φ. (αιτούντα τη Διαταγή πληρωμής) το ποσό των 145.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 25.10.2013 (πλέον δικαστικών εξόδων). Το ποσό αυτό ήταν το κεφάλαιο της υπ’ αριθ. 01000121-2 μεταχρονολογημένης (με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 14.4.2014) επιταγής με πληρώτρια την Τράπεζα Citibank, η οποία επιταγή είχε εκδοθεί από τον εκκαλούντα από τον λογαριασμό του στην ίδια Τράπεζα, σε διαταγή του Α. Φ. και η οποία, όταν εμφανίστηκε από τον τελευταίο προς πληρωμή στις 24.10.2013, δεν πληρώθηκε λόγω ολικής έλλειψης υπολοίπου… άσκησε (εννοείται ο εκκαλών) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανακοπή κατά της Διαταγής πληρωμής…Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ο οποίος επιγράφεται ως “ένσταση τοκογλυφίας”, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: Ότι, από το έτος 1998, δανειζόταν από τον καθ’ ου διάφορα χρηματικά ποσά δυνάμει σχετικών προφορικών μεταξύ τους συμβάσεων και ότι, στο πλαίσιο των δανείων αυτών, ο ανακόπτων εξέδιδε σε διαταγή του καθ’ ου και παρέδιδε στον τελευταίο επιταγές που ενσωμάτωναν, πλέον των κεφαλαίων των δανείων, τόκους ποσοστού 24% κατ’ έτος (2% το μήνα), δηλαδή τοκογλυφικούς τόκους. Ότι, στις αρχές του έτους 2007, ο ανακόπτων όφειλε στον καθ’ ου, για κεφάλαιο και τοκογλυφικούς τόκους, το ποσό των 125.000 ευρώ, το οποίο και συμφώνησαν μεταξύ τους να το καταβάλει ο πρώτος στον δεύτερο εντός τριών ετών, με έναρξη από τον Ιανουάριο του 2007, επιβαρυνόμενο με επιπλέον τοκογλυφικούς τόκους ποσοστού 24% κατ’ έτος. Ότι, για τον λόγο αυτό, ο ανακόπτων εξέδωσε τότε, σε διαταγή του καθ’ ου, την υπ’ αριθ. 00131311-8 επιταγή, με πληρώτρια την Τράπεζα “EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.”, ποσού 180.000 ευρώ, λευκή ως προς την ημερομηνία έκδοσης, με τη συμφωνία να συμπληρωθεί από τον καθ’ ου μόνο ως προς το στοιχείο αυτό και να εμφανιστεί προς πληρωμή στην περίπτωση που ο ανακόπτων δεν θα του κατέβαλε το παραπάνω ποσό εντός της τριετίας. Ότι, τον Οκτώβριο του 2009 και καθώς ο ανακόπτων είχε καταβάλει στον καθ’ ου το 90% περίπου της παραπάνω οφειλής, ζήτησε από τον καθ’ ου την επιστροφή του σώματος της αντίστοιχης υπ’ αριθ. 00131311-8 επιταγής, πλην όμως ο καθ’ ου, ενώ αρχικά συμφώνησε στην επιστροφή της επιταγής, στη συνέχεια δήλωσε στον ανακόπτοντα ότι δεν μπορούσε να του την επιστρέψει επειδή την είχε απωλέσει, για τον λόγο δε αυτόν ο ανακόπτων υπέβαλε στην πληρώτρια Τράπεζα στις 19.10.2009 δήλωση απώλειας της συγκεκριμένης επιταγής. Ότι ο ανακόπτων συνέχισε τις καταβολές στον καθ’ ου και έτσι, μέχρι το τέλος του έτους 2010, είχε εξοφλήσει πλέον (με τις επιμέρους καταβολές των ετών 2007 – 2010 που αναφέρει στο δικόγραφο της ανακοπής) το προαναφερόμενο ποσό των 180.000 ευρώ, έχοντας καταβάλει συνολικά το ποσό των 184.750 ευρώ, ήτοι 125.000 ευρώ για κεφάλαιο και 59.750 ευρώ για τόκους. Ότι, το Σεπτέμβριο του έτους 2010, ο ανακόπτων υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση διαρρηχθέντος ανευρύσματος βασικής αρτηρίας του εγκεφάλου, το οποίο δημιούργησε υπαραχνοειδή αιμορραγία, ότι νοσηλεύτηκε για δεκατρείς ημέρες, ότι για τρεις ακόμα μήνες απείχε πλήρως από την εργασία του και ότι μέχρι τις αρχές του 2013 αντιμετώπιζε δυσχέρεια στην ικανότητά του να εργαστεί και να ανταποκριθεί σε δημόσιες συναλλαγές, εμφανίζοντας διαταραχές μνήμης και συμπεριφοράς και ευρισκόμενος υπό τακτική ιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή. Περαιτέρω, ο ανακόπτων εξέθεσε επί λέξει στην ανακοπή: “…Ακολούθως ο καθ’ ου, την 12.2.2011, και ενώ βρισκόμουν στο στάδιο της αναρρώσεώς μου, σε συνάντησή μας που έγινε κατόπιν της ασφυκτικής πιέσεως που μου άσκησε, αν και γνώριζε ότι ήδη από τα μέσα του 2010 είχα αποπληρώσει το συνολικό ποσό της εν λόγω οφειλής μου προς εκείνον, και εκμεταλλευόμενος το γεγονός, το οποίο γνώριζε πολύ καλά, ότι, εξαιτίας της ως άνω επεμβάσεως, έπασχα από απώλεια μνήμης, αστάθεια και διπλωπία κλπ, είχα άγχος για την ίδια την ζωή μου και απαγορευόταν η παραμικρή έστω ένταση και συγκίνηση, καθώς επίσης και την δημιουργηθείσα ανάμεσά μας σχέση εμπιστοσύνης και την παντελή αδυναμία και ανικανότητά μου κατά τον ως άνω χρόνο να ελέγξω και επαληθεύσω το συνολικό ποσό που του είχα καταβάλει μέχρι τότε, εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα, μου εμφάνισε την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 00131311-8 επιταγή εκδόσεώς μου σε διαταγή του ποσού 180.000 ευρώ πληρωτέα στην Τράπεζα Eurobank, για την οποία είχα υποβάλει δήλωση απώλειας, κατά τα προαναφερθέντα και, εν συνεχεία, εντελώς αντισυμβατικά, παράνομα και αυθαίρετα, έθεσε ως ημερομηνία εκδόσεως στην ως άνω επιταγή την 4.2.2011 και με απείλησε ότι επρόκειτο να τη σφραγίσει αυθημερόν, δεδομένου ότι την ίδια ημέρα που έληγε η οχταήμερη προθεσμία, εάν δεν εξέδιδα σε διαταγή του και του παρέδιδα άλλη επιταγή μου ποσού 145.000 ευρώ, με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό να με εξαπατήσει και να εξαναγκασθώ στην έκδοση της υπ’ αριθ. 01000121-2 επιταγής, με ημερομηνία εκδόσεως 14.4.2014 σε διαταγή, του ποσού 145.000 ευρώ, πληρωτέα στην Τράπεζα CITIBANK, καθώς επίσης και στην υπογραφή του από 12.2.2011 σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού το οποίο είχε ετοιμάσει, το περιεχόμενο του οποίου είναι εντελώς ψευδές, αφού ουδέποτε μου δάνεισε και μάλιστα άτοκα το αναφερόμενο σε αυτό τεράστιο ποσό …”. Ο ανακόπτων εξέθεσε επίσης επί λέξει στην ανακοπή: “Όλα τα αναφερόμενα στο ιστορικό της παρούσας πραγματικά και αληθή περιστατικά, έγιναν ενώ βρισκόμουν σε κατάσταση όπου δεν είχα συνείδηση των πράξεών μου και βρισκόμουν σε ψυχική και νοητική διαταραχή που επηρέαζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης μου και ως εκ τούτου δεν είχα έλλογη κρίση που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατούσα να διαγνώσω το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχείρησα και τις συνέπειες που θα προέκυπταν από αυτήν”. Περαιτέρω ο ανακόπτων ισχυρίστηκε στην ανακοπή ότι, στις αρχές του έτους 2013 και καθώς η υγεία του είχε πλέον αποκατασταθεί, επαλήθευσε τις καταβολές του προς τον καθ’ ου για τα έτη 2007 – 2010 και διαπίστωσε ότι είχε εξοφλήσει πλήρως το ποσό των 180.000 ευρώ που όφειλε στον καθ’ ου το έτος 2007. Ότι, για τον λόγο αυτόν, ο ανακόπτων, με το από 6.8.2013 εξώδικο του προς τον καθ’ου, ζήτησε την επιστροφή της υπ’ αριθ. 01000121-2 επιταγής ποσού 145.000 ευρώ, πλην όμως ο καθ’ου όχι μόνο δεν έπραξε τούτο αλλά, με βάση τη συγκεκριμένη επιταγή, ζήτησε στη συνέχεια την έκδοση της προσβαλλόμενης Διαταγής πληρωμής. Τέλος, ο ανακόπτων εξέθεσε στην ανακοπή ότι στις 19.12.2013 υπέβαλε έγκληση σε βάρος του καθ’ ου για τις αξιόποινες πράξεις που περιγράφονται στην έγκληση και ιδίως για την τέλεση τοκογλυφίας κατ’ επάγγελμα. Με τον δεύτερο (και τελευταίο) λόγο της ανακοπής, ο οποίος επιγράφεται ως “ένσταση πλήρους εξοφλήσεως της υπό κρίσιν επιταγής”, ο ανακόπτων εξέθεσε επί λέξει τα ακόλουθα: “Όπως περιεγράφη αναλυτικώς και εμπεριστατωμένως στον υπό στοιχείο 1 Λόγο Ανακοπής, το αναγραφόμενο στην υπό κρίσιν επιταγή ποσόν των 145.000 ευρώ έχω εξοφλήσει ΠΛΗΡΩΣ και συγκεκριμένα δια των προδιαληφθεισών τμηματικών καταβολών, στις οποίες αναφέρομαι και στον παρόντα Λόγο Ανακοπής προς αποφυγήν ασκόπων και περιττών επαναλήψεων, που πραγματοποίησα από τις αρχές του έτους 2007 μέχρι τα μέσα του έτους 2010, δια μεταφοράς από τον δικό μου υπ’αριθ. 0026.0016.10.020037…. τραπεζικό λογαριασμό στην τράπεζα Eurobank είτε μέσω phonebanking είτε δια μεταφοράς είτε δια καταθέσεως στον υπ’ αριθ. 0026.0008.32.010071…. τραπεζικό λογαριασμό του καθ’ ου στην τράπεζα Eurobank. Όπως προκύπτει άμεσα από τα ανωτέρω στοιχεία, από τις αρχές του έτους 2007 μέχρι και τα μέσα του 2010, κατέβαλα στον καθ’ ου για κεφάλαιο το συνολικό ποσό των 125.000 και για τόκους το συνολικό ποσόν των 59.750 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 184.750 ευρώ”…Ο πρώτος λόγος της ανακοπής, σε όσο μέρος αφορά την τοκογλυφία, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού ο ανακόπτων δεν παραθέτει στην ανακοπή τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για να προσδιοριστεί η έκταση των τυχόν τοκογλυφικών τόκων… Ειδικότερα, ο ανακόπτων δεν παραθέτει τα κεφάλαια των επιμέρους δανείων που έλαβε από τον καθ’ ου από το έτος 1998 (που άρχισαν τα δάνεια) μέχρι τις 12.2.2011 (που φέρεται ότι είναι ο πραγματικός χρόνος έκδοσης της επίδικης υπ’ αριθ. 01000121-2 επιταγής), ούτε τις ημερομηνίες που είχε συμφωνηθεί να αποδίδονται τα ποσά των επιμέρους δανείων, ούτε τις καταβολές στις οποίες προέβη εκείνος για όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα (από 1998 μέχρι 12.2.2011), μη αρκούσης της αναφοράς στην ανακοπή ότι το ποσοστό του τόκου που συμφωνούσαν οι διάδικοι ήταν 24% και της παράθεσης των καταβολών του εκκαλούντος αποσπασματικά για τα έτη από το 2007 μέχρι το 2010. Έτσι, όμως, είναι αδύνατη η κρίση εάν τελικά το ποσό των 145.000 ευρώ της επίδικης επιταγής αφορά τοκογλυφικούς τόκους και αν οι τοκογλυφικοί τόκοι καταλαμβάνουν το σύνολο του ποσού αυτού ή μέρος του, ώστε αντίστοιχα να ακυρωθεί ολικά ή μερικά η διαταγή πληρωμής ή σε περίπτωση που δεν αφορά καθόλου τοκογλυφικούς τόκους – αλλά τυχόν ανεξόφλητο κεφάλαιο δανείων ή/και τυχόν ανεξόφλητους συμβατικούς τόκους νόμιμου ποσοστού – να μην ακυρωθεί κατά τούτο η Διαταγή πληρωμής… Περαιτέρω, ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο επιχειρείται η στήριξη της ακύρωσης της προσβαλλόμενης Διαταγής πληρωμής σε απειλή, απάτη και πλάνη του ανακόπτοντος ως προς την έκδοση της επίδικης επιταγής – πέραν της αντιφατικότητας των βάσεων αυτών ως προς τις νομικές προϋποθέσεις τους και ως προς τα περιστατικά στα οποία επιχειρείται η στήριξή τους …είναι απορριπτέος προεχόντως επειδή παρήλθε διετία από την πραγματική έκδοση της επίδικης επιταγής, που έγινε στις 12.2.2011, μέχρι την άσκηση της ανακοπής που ολοκληρώθηκε κατά τα εκτιθέμενα παραπάνω (με την επίδοσή της στον καθ’ ου) στις 4.2.2014 και επομένως επήλθε απόσβεση του σχετικού διαπλαστικού δικαιώματος του ανακόπτοντος (άρθρο 157 εδ α’ ΑΚ), το οποίο έκτοτε δεν μπορούσε να προβληθεί όχι μόνο με αγωγή αλλά ούτε κατ’ ένσταση ή με ανακοπή… Τη συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής τη λαμβάνει υπόψη και αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ, …), πέραν του ότι προτάθηκε και από τον καθ’ ου, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση. Ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου καθώς και με την έφεση, ότι οι παραπάνω καταστάσεις εξακολούθησαν και μετά την έκδοση της επίδικης επιταγής και συγκεκριμένα μέχρι τις 10.9.2012, επειδή μέχρι τότε εκείνος, εξαιτίας του προβλήματος της υγείας του και της σχετικής επέμβασης στην οποία είχε υποβληθεί δύο έτη παλαιότερα – ρήξη ανευρύσματος κορυφής βασικής αρτηρίας του εγκεφάλου, που δημιούργησε υπαραχνοειδή αιμορραγία και αντιμετωπίστηκε με εμβολισμό και αποκλεισμό του ανευρύσματος – τελούσε σε διανοητική κατάσταση (απώλεια και διαταραχές μνήμης, ανικανότητα αντίληψης και υπολογισμών) που δεν του επέτρεπε να διαχειριστεί τις προσωπικές υποθέσεις του και ότι από τότε και μόνο (ήτοι από 11.9.2012) άρχισε η διετής αποσβεστική προθεσμία, η οποία και δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της ανακοπής. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη περιγραφή στην οποία ο ανακόπτων προβαίνει στην έφεση ως προς τη διανοητική κατάστασή του: “… κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι εκείνον της υπογραφής του από 12.2.2011 “ιδιωτικού συμφωνητικού” και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2012, ήμουν αποδεδειγμένα σε κατάσταση διατάραξης των πνευματικών μου λειτουργιών, διότι οι διανοητικές διαταραχές μου στερούσαν την στοιχειώδη ικανότητα να κατανοήσω οτιδήποτε, πολλώ δεν μάλλον να αντιληφθώ και να πραγματοποιήσω πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς και σε βάθος πολλών ετών, καθώς και να συνεννοηθώ με οποιονδήποτε”. Προηγουμένως, εξάλλου, στο δικόγραφο της έφεσης, εκθέτει ο ανακόπτων: “Η επίκληση δε στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, κάποιων πληρωμών τον Ιούνιο του 2011, ουδόλως αποδείχθηκε ότι απαιτούσε διανοητική ικανότητά μου, αλλά έγινε κατεξοχήν με μηχανιστικό τρόπο, όπως κάνει κάθε πολίτης όταν πηγαίνει να εξοφλήσει τον λογαριασμό Δ.Ε.Η., Ε.Υ.Δ.Α.Π., τηλεφωνίας κλπ. Δεν ερευνά την αιτία, από πού προήλθε ο λογαριασμός, αλλά θεωρεί αυτόν δεδομένο αφού “τον βλέπει μπροστά του”, άρα “πάει και τον εξοφλεί”. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, εγώ δρώντας, έχοντας στο νου μου ότι έχω οφειλή έναντι του Α. Φ., πήγα και έκανα καταθέσεις στον λογαριασμό του έναντι της οφειλής αυτής, αναγράφοντας χαρακτηριστικά και την αιτία “έναντι επιταγής”. Δεν ήμουν κατά τον ως άνω χρόνο σε θέση και δεν είχα τη διανοητική ικανότητα να διερευνήσω καν από πού προήρχετο η οφειλή ούτε αν αυτή υφίστατο ή υπήρχε. Λειτουργώντας στα πλαίσια της νομιμότητας πήγαινα με την σύζυγο μου στο τραπεζικό κατάστημα και έκανα αυτή την ΑΠΛΗ πράξη συναλλαγής (κατάθεση) όπως ακριβώς θα έκανα σαν να πήγαινα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα (όπως θα έκανε ένα παιδί 10 ετών) …”. Ο παραπάνω ισχυρισμός του ανακόπτοντος, που συνιστά αντένσταση (άρθρ. 157 εδ. β’ ΑΚ…), δεν είναι βάσιμος. Καταρχάς, θα ήταν αντίθετο στα διδάγματα της λογικής να γίνει ταυτοχρόνως δεκτό ότι από τη μία μεριά ο ανακόπτων εξέδωσε στις 12-2-2011 την επίδικη επιταγή (και υπέγραψε την ίδια ημέρα το συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους) επειδή απειλήθηκε ή επειδή εξαπατήθηκε – δηλαδή ότι ήταν τότε σε θέση να αντιληφθεί την απειλή και να ενδώσει σε αυτήν εκδίδοντας την επίδικη επιταγή ή σε θέση να σχηματίσει βούληση έκδοσης της επίδικης επιταγής ως προϊόν απάτης – και ότι από την άλλη μεριά ο ανακόπτων συνεχώς από τότε και μέχρι τις 10-9-2012 δεν αντιλαμβανόταν τί είχε συμβεί σε βάρος του από τον καθ’ ου ώστε να ασκήσει τα σχετικά δικαιώματά του εναντίον του τελευταίου. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων βρισκόταν μέχρι τις 10.9.2012 σε διανοητική κατάσταση που του προκαλούσε ανικανότητα να ασκήσει τα σχετικά δικαιώματά του, η οποία ανικανότητα περαιτέρω και δεν καταφάσκεται από μόνο το γεγονός ότι ο ανακόπτων, μετά τη ρήξη του ανευρύσματος και της εγχείρησης στην οποία είχε υποβληθεί, εμφάνιζε πράγματι κάποιες διαταραχές μνήμης και συμπεριφοράς. Εξάλλου, ακόμα και σύμφωνα με τα έγγραφα ιατρικού χαρακτήρα που ο ίδιος προσκομίζει – στα οποία, πάντως, δεν περιλαμβάνονται έγγραφα πιστοποίησης αναπηρίας ή ανικανότητας από δημόσια Αρχή (λ.χ. ασφαλιστικό φορέα ή υγειονομική επιτροπή) – οι διαταραχές αυτές, τουλάχιστον σε πιο έντονο βαθμό, διήρκεσαν το πολύ για ένα έτος μετά την επέμβαση, δηλαδή μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2011 και όχι μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2012. Ειδικότερα: α) Στην από 25.9.2010 ιατρική βεβαίωση του ιδιωτικού νοσοκομείου “…..”, στο οποίο νοσηλεύθηκε ο ανακόπτων και υποβλήθηκε στη χειρουργική επέμβαση, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο ανακόπτων “… χρήζει αναρρωτικής άδειας τριών (3) μηνών”, β) Στην από 12.11.2013 βεβαίωση της ιδιώτου ιατρού νευρολόγου Μ. Π., αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι: “… Από τον Σεπτέμβριο του 2010 έως και τον Σεπτέμβριο του 2011 ο ασθενής εμφάνιζε μεγάλη δυσχέρεια στο να εργασθεί και να ανταποκριθεί σε δημόσιες συναλλαγές. Η παρακολούθησή του γινόταν ανά δίμηνο και βρισκόταν υπό συνεχή φαρμακευτική αγωγή με αποτέλεσμα την σταδιακή υποχώρηση των συμπτωμάτων. Έκτοτε παρακολουθείται ανά εξάμηνο, είναι σαφώς βελτιωμένος και το 2013 ελεύθερος συμπτωματολογίας …”. γ) Η ίδια ιατρός, στην από 21.9.2017 ένορκη κατάθεσή της ως μάρτυρος στην Πταισματοδίκη Αθηνών, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατόπιν έγκλησης του ανακόπτοντος, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι: “… Για διάστημα ενός έτους μετά την επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί τον Σεπτέμβριο του 2010 ο ασθενής εμφάνιζε υδροκεφαλία με διαταραχές ισορροπίας και μνήμης, δυπλωπία και οργανικό ψυχοσύνδρομο με σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς για τα οποία ελάμβανε και φαρμακευτική αγωγή …”. δ) Ο ιατρός ορθοπεδικός Ι. Σ., στην από 11.12.2013 ένορκη βεβαίωση στην Ειρηνοδίκη Αθηνών, εκθέτει – χωρίς, πάντως, η κατάσταση του ανακόπτοντος να ανήκει στο αντικείμενο της ειδικότητάς του – μεταξύ άλλων, ότι: “Τον μηνυτή τον γνώρισα με την επαγγελματική ιδιότητά μου ως ιατρού ορθοπεδικού το έτος 1985. Έκτοτε αναπτύχθηκαν ανάμεσά μας και κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε μια μακρόχρονη πολύ καλή φιλία … Δυστυχώς τον Σεπτέμβριο του έτους 2010 ο Μ. Ν. υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο συνεπεία αρτηριακού εγκεφαλικού ανευρύσματος. Έκτοτε, λόγω και της ιδιότητάς μου ως ιατρού, τον επισκεπτόμουν σχεδόν καθημερινά … Η εξέλιξη της αναρρώσεώς του υπήρξε βραδεία. Συγκεκριμένα ο Μ. Ν., το πρώτο εξάμηνο παρουσίαζε έντονες διαταραχές συναισθήματος, μνήμης και συγκέντρωσης, με συχνές καταστάσεις σύγχυσης και πανικού, συμπτώματα τα οποία τον καθιστούσαν ανήμπορο να εκτελέσει υπεύθυνη εργασία και άτομο που έχρηζε της προστασίας οικείου προσώπου. Πολύ συχνά, κατόπιν αιτήματος της συζύγου του, έσπευδα στο σπίτι τους, προκειμένου να τον επαναφέρω σε μια συνειδητή κατάσταση. Βρισκόταν σε μόνιμη ιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή μέχρι τις αρχές του έτους 2013 οπότε και ήταν αισθητή η υποχώρηση των συμπτωμάτων, με αποτέλεσμα να έχει φθάσει σε ανεκτό επίπεδο νευρολογικής και πνευματικής λειτουργικότητας …”.Ο δεύτερος λόγος της ανακοπής, περί “εξόφλησης” της επίδικης επιταγής – σε όσο μέρος ο συγκεκριμένος λόγος απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και αντιστοίχως πλήττεται με την υπό κρίση έφεση από τον ανακόπτοντα, κατά το οποίο και, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο – είναι επίσης απορριπτέος, αφού οι καταβολές που επικαλείται ο ανακόπτων στην ανακοπή και αφορούν τα έτη από το 2007 έως το 2010 είναι προγενέστερες της 12.2.2011 που ήταν η πραγματική ημερομηνία έκδοσης της επίδικης επιταγής και επομένως δεν μπορούν οι καταβολές αυτές να καταλογιστούν σε καθαυτό το χρέος από την επίδικη επιταγή που δεν είχε δημιουργηθεί καν όταν οι καταβολές πραγματοποιήθηκαν”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, δεχόμενο ότι δεν έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την ανακοπή, ήτοι κατά το μέρος που εκκαλείτο, απέρριψε την έφεση του ανακόπτοντος και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 140, 141, 147, 150, 154, 157, 174, 179, 180, 416 και 436 του Α..Κ., τις οποίες δεν παραβίασε εκ πλαγίου, αφού παρατίθενται στην απόφαση με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αρνητικό αποδεικτικό του πόρισμα, δηλαδή περί αβασιμότητας των προβληθέντων με λόγους ανακοπής ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, 1) ότι η ένδικη επιταγή ποσού 145.000 ευρώ, εκδοθείσα την 12-2-2011 προς ανανέωση της προηγούμενης επιταγής ποσού 180.000 ευρώ, δεν ενσωματώνει πραγματική και υπαρκτή απαίτηση του καθού η ανακοπή (δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων) σε βάρος του λόγω συντελεσθείσας ήδη εξόφλησης της προηγούμενης επιταγής, 2) ότι κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο δεν είχε συνείδηση ότι εκδίδει την ένδικη επιταγή και ότι υπογράφει το υπό την ίδια ημερομηνία συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, λόγω του ότι τόσο κατά το χρόνο αυτόν όσο και κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα μέχρι τις 10-9-2012, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, βρισκόμενος σε ψυχική και νοητική διαταραχή που επηρέαζε αρνητικά τη λειτουργία της βούλησής του και αγνοώντας έτσι την υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και 3) ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε κατόπιν απάτης και απειλής του καθού η ανακοπή. Ειδικότερα, το ανωτέρω πόρισμα υποστηρίζουν οι ακόλουθες αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι: α) ότι οι καταβολές που επικαλείται ο ανακόπτων στην ανακοπή και αφορούν τα έτη από το 2007 έως το 2010 είναι προγενέστερες της 12.2.2011 που ήταν η πραγματική ημερομηνία έκδοσης της επίδικης επιταγής και επομένως δεν μπορούν οι καταβολές αυτές να καταλογιστούν σε καθαυτό το χρέος από την επίδικη επιταγή που δεν είχε δημιουργηθεί όταν οι καταβολές πραγματοποιήθηκαν, δέχθηκε, δηλαδή, το δικαστήριο της ουσίας εμμέσως πλην σαφώς, κατά τη νοηματική εκτίμηση του όλου περιεχομένου της απόφασης, ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε για υφιστάμενο στις 12-2-2011 πραγματικό υπόλοιπο της οφειλής του ανακόπτοντος (αναιρεσείοντος) λόγω μη πλήρους εξόφλησης της προηγούμενης επιταγής των 180.000 ευρώ και ότι η ένδικη επιταγή δεν είχε εξοφληθεί κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής, β) ότι είναι αντίθετο στα διδάγματα της λογικής να γίνει ταυτοχρόνως δεκτό ότι από τη μία μεριά ο ανακόπτων εξέδωσε στις 12-2-2011 την επίδικη επιταγή (και υπέγραψε την ίδια ημέρα το συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους) επειδή απειλήθηκε ή επειδή εξαπατήθηκε – δηλαδή ότι ήταν τότε σε θέση να αντιληφθεί την απειλή και να ενδώσει σε αυτήν εκδίδοντας την επίδικη επιταγή ή σε θέση να σχηματίσει βούληση έκδοσης της επίδικης επιταγής ως προϊόν απάτης – και ότι από την άλλη μεριά ο ανακόπτων συνεχώς από τότε και μέχρι τις 10-9-2012 δεν αντιλαμβανόταν τί είχε συμβεί σε βάρος του από τον καθ’ ου ώστε να ασκήσει τα σχετικά δικαιώματά του εναντίον του τελευταίου, δεχόμενο έτσι το δικαστήριο αντιφατικότητα των αντίστοιχων βάσεων ως προς τις νομικές προϋποθέσεις τους, γ) ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων βρισκόταν μέχρι τις 10.9.2012 σε διανοητική κατάσταση που του προκαλούσε ανικανότητα να ασκήσει τα σχετικά δικαιώματά του, η οποία ανικανότητα περαιτέρω και δεν καταφάσκεται από μόνο το γεγονός ότι ο ανακόπτων, μετά τη ρήξη του ανευρύσματος και της εγχείρησης στην οποία είχε υποβληθεί, εμφάνιζε πράγματι κάποιες διαταραχές μνήμης και συμπεριφοράς, και δ) ότι παρήλθε διετία από την πραγματική έκδοση της επίδικης επιταγής, που έγινε στις 12.2.2011, μέχρι την επίδοση της ανακοπής στις 4.2.2014. Οι παραδοχές αυτές δικαιολογούν πλήρως, αφενός μεν την απόσβεση του δικαιώματος του αναιρεσείοντος προς ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής λόγω απειλής, απάτης και πλάνης του αναιρεσείοντος κατά την έκδοση της επίδικης επιταγής, συνεπεία παρόδου της αυτεπαγγέλτως ληφθείσας υπόψη διετούς αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς και την απόρριψη της αντένστασης του αναιρεσείοντος περί έναρξης της εν λόγω προθεσμίας στις 11.9.2012, αφετέρου δε την απόρριψη του έτερου λόγου ανακοπής περί ακύρωσης της διαταγής πληρωμής λόγω ανύπαρκτης οφειλής από την ένδικη επιταγή, συνεπεία εξόφλησης της προηγούμενης επιταγής για ανανέωση της οποίας και εκδόθηκε. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, ο προβαλλόμενος επικουρικά (σε σχέση με τους παρακάτω εξεταζόμενους δύο πρώτους λόγους) τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα”, των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.Α.Π.22/2005, Ολ.Α.Π.25/2003, Α.Π.757/2015). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (A.Π.50/2020, Α.Π.1795/2008). “Πράγμα”, υπό την έννοια αυτή, αποτελεί και ο κύριος και ο πρόσθετος λόγος έφεσης, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ.Α.Π.3/2008, Α.Π.13/2014), καθώς και οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (ΑΠ 531/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 368/2019). Αντιθέτως, δεν αποτελούν “πράγματα” οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (Ολ.Α.Π.8/2013, Ολ.Α.Π.3/1997, Α.Π.630/2020, Α.Π.1142/2019). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπ` όψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 841/2017, ΑΠ 747/2019, ΑΠ 118/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, από το ως άνω αναλυτικώς εκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος περί μη οφειλής της επίδικης επιταγής, εκδοθείσας προς ανανέωση της προηγούμενης επιταγής του ποσού 180.000 ευρώ λόγω εξόφλησης αυτής και περί έκδοσης της επίδικης αυτής επιταγής υπό συνθήκες που δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, τους οποίους και απέρριψε, κατά τα προαναφερόμενα, ως αβάσιμους. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος, από τον αριθ 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντες από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμούς, και συγκεκριμένα ότι η ένδικη επιταγή περιείχε τοκογλυφικούς τόκους και ότι είχε εξοφλήσει αυτήν. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος σαφώς αφορούσαν την επίδικη επιταγή. Σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω λόγος αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι είναι άνευ έννομης σημασίας και δεν επιδρά στο διατακτικό η έρευνα και απόρριψη από το Εφετείο των εν λόγω μη προβληθέντων (ως προς την ένδικη επιταγή) από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμών. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ.Α.Π.1/2019, Ολ.Α.Π.25/2008, Α.Π.1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσεως (Ολ.Α.Π.2/2001, Α.Π.933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ.Α.Π.2/2001, Α.Π.480/2020, Α.Π.175/2019, Α.Π.1496/2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις “επιτευκτικές” διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ` αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (Α.Π.927/2019, Α.Π.357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (Α.Π.371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών και των προσθέτων λόγων αυτών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ), καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών. Αντιθέτως, το απαράδεκτο της ως άνω διάταξης δεν αφορά αρνητικούς της αγωγής ή της ένστασης ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (Α.Π.1990/2022, Α.Π.1206/2019, Α.Π. 2081/2018). Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.14 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαραδέκτους τους ισχυρισμούς των αντιδίκων του, α) ότι τυγχάνει αόριστος ο δικός του ισχυρισμός περί ενσωμάτωσης στην επίδικη επιταγή τοκογλυφικών τόκων και β) περί μη εξόφλησης της επίδικης επιταγής, αφού αυτοί προτάθηκαν προς απόκρουση ανυπάρκτων δικών του ισχυρισμών, καθόσον οι αντίστοιχοι δικοί του ισχυρισμοί δεν αναφερόταν στην επίδικη επιταγή, αλλά στην προηγούμενη. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, κατά το πρώτο μεν σκέλος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού ο περί τοκογλυφίας λόγος ανακοπής του αναιρεσείοντος (ανεξαρτήτως σε ποια επιταγή αναφερόταν) απορρίφθηκε ως αόριστος κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου και όχι κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων, κατά δε το δεύτερο σκέλος, διότι ο ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων περί μη εξόφλησης της επίδικης επιταγής συνιστά, σε κάθε περίπτωση, αρνητικό ισχυρισμό της προβληθείσας από τον αναιρεσείοντα ένστασης εξόφλησης και, συνεπώς, δεν είναι “πράγμα”.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.20 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την ως άνω διάταξη ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης, νοούνται τα προβλεπόμενα ως αποδεικτικά μέσα – έγγραφα, κατά τα άρθρα 339 και 432 του ίδιου Κώδικα που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου. Έτσι, δεν αποτελούν έγγραφα, με την έννοια αυτή, εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 545/2014), όπως είναι τα διαδικαστικά έγγραφα στα οποία περιλαμβάνονται και οι μαρτυρικές καταθέσεις που δόθηκαν ενώπιον πταισματοδίκη ή άλλου αρμόδιου (προ)ανακριτικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια ποινικής δίκης (Α.Π.1217/2018, Α.Π.1953/2017). Εξάλλου, ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση αποδεικτικού, με την έννοια που προεκτέθηκε, εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι όμως και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατ` άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και όχι όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Α.Π.Ολ.2/2008, Α.Π.1953/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου και συγκεκριμένα την από 21-9-2017 ένορκη εξέταση της μάρτυρος Μ. Π., ιατρού νευρολόγου, ενώπιον της 29ης Πταισματοδίκη Αθηνών, την οποία παρέλειψε να αναγνώσει ολόκληρη και την οποία ο ίδιος προσκόμισε προς απόδειξη της αντένστασής του, ότι τα προβλήματα της υγείας του συνεχίσθηκαν μέχρι την 10-9-2012 και συνεπώς δεν αποσβέσθηκε το δικαίωμά του προς ακύρωση της επιταγής ως προϊόν πλάνης, απάτη και απειλής. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, αφού η έκθεση εξέτασης μάρτυρα δεν αποτελεί έγγραφο με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ. Πέραν τούτου, στην προκείμενη περίπτωση, στην από 21-9-2017 ένορκη εξέταση της μάρτυρος Μ. Π., ιατρού νευρολόγου, ενώπιον της 29ης Πταισματοδίκη Αθηνών αναφέρονται επί λέξει τα εξής: “είμαι ιατρός νευρολόγος…τον μηνυτή (εννοεί τον αναιρεσείοντα) τον γνώρισα τον Νοέμβριο του 2010…Για διάστημα ενός έτους από την επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί το Σεπτέμβριο του 2010 ο ασθενής εμφάνιζε υδροκεφαλία με διαταραχές ισορροπίας και μνήμης, διπλωπία και οργανικό σύνδρομο με σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς για τα οποία λάμβανε και φαρμακευτική αγωγή… Πληροφορήθηκα από τον ίδιο σε μεταγενέστερο χρόνο, ότι το διάστημα αυτό, ανέλαβε με υπογραφή του οικονομικές υποχρεώσεις χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τι υπέγραφε. Ως ιατρός του μπορώ να βεβαιώσω ότι η κριτική του ικανότητα ήταν βαρεία, επηρεασμένη από το οργανικό ψυχοσύνδρομο και η μνήμη του από την υδροκεφαλία”. Από την αντιπαραβολή, όμως, της κατάθεσης αυτής με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου, ουδόλως προκύπτει ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, ως προς την κατάθεση αυτή, αλλά, αφού συνεκτίμησε το περιεχόμενο αυτής με τα άλλα προσκομισθέντα ιατρικού περιεχομένου έγγραφα, κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από αυτό που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, πλην όμως η αποδιδόμενη εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τα συναγόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν ιδρύει τον εκ του αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ έκτο αναιρετικό λόγο, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο οποίος ως εκ τούτου είναι αβάσιμος, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (Α.Π.798/2010). Έτσι, ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν και έγινε επίκλησή τους (Α.Π.1763/2007, Α.Π.1595/2006). Για την πληρότητα του ανωτέρω λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (Α.Π.1405/2019, Α.Π.466/2019, Α.Π.17617, Α.Π.516/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, από το ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και την ως άνω από 21-9-2017 ένορκη εξέταση της μάρτυρος Μ. Π., ιατρού νευρολόγου, ενώπιον της 29ης Πταισματοδίκη Αθηνών, αφού γίνεται ρητή μνεία σ’ αυτή.
Συνεπώς, ο ως άνω έβδομος, από το άρθρο 559 αριθ. 11γ’ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7/6/2021 αίτηση του Μ. Ν. του Ν., για αναίρεση της υπ` αριθ. 1940/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 914/2023 Τραπεζικές επιταγές. Έκδοση νέας επιταγής. Απόσβεση ενοχής. Ανανέωση.
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΜειωμένη σύνταξη από το Δημόσιο πριν τα 62 -Ποιοι μπορούν