Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, Αρθρογράφος
Ιστορικός – Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου
Πρόλογος – Η προετοιμασία για την εξέγερση (Ιανουάριος – Μάρτιος 1821).
Η Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα δεν έμοιαζε σε τίποτε με μια τυπική μεγάλη πόλη της εποχής όπως η Τριπολιτσά η το Ναύπλιο. Οι κατοικίες γύρω από την Ακρόπολη ήταν απλωμένες στο χώρο σε μια αραιή και άναρχη διάταξη. Οι Αθηναίοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και με χειρωνακτικά επαγγέλματα, ενώ ήταν άοπλοι και εντελώς άσχετοι με τα πολεμικά έργα.
Οι Έλληνες κάτοικοι της ζούσαν κυκλικά από την Ακρόπολη υπό την συνεχή καταπίεση των Τούρκων της περιοχής που ζούσαν ανάμεσα τους ένοπλοι. Οι Τούρκοι στο σύνολο τους δεν ήταν πάνω από 600 σε σύνολο 11.000 κατοίκων, για τον λόγο αυτό η θέση τους ήταν ιδιαίτερα επισφαλής σε περίπτωση γενικής εξέγερσης των ραγιάδων.
Η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη διέθετε επίσης ένα ασθενές τείχος, που πάντως σε συνδυασμό με την τουρκική στρατιωτική παρουσία μπορούσε να αποκρούσει κάθε πιθανή επίθεση. Το τείχος ξεκινούσε από το ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, περνούσε από την πύλη του Αδριανού, συνέχιζε κατά μήκος της σημερινής λεωφόρου Αμαλίας και περιλάμβανε τις σημερινές περιοχές του Ψυρρή και του Θησείου σε μια συνολική έκταση 11.000 τ.μ. Το τείχος αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρό, καθώς οι Τούρκοι δεν το είχαν συντηρήσει αφού θεωρητικά δεν υπήρχε κίνδυνος, ενώ δεν διέθετε σημεία για χρήση πυροβολικού.
Έτσι οι Έλληνες διέθεταν την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των Αθηνών και οι τρεις κορυφαίοι πρόκριτοι της πόλης που αντιπροσώπευαν τον πληθυσμό στους Τούρκους ήταν ο Προκόπης Μπενιζέλος, ο Άγγελος Γέροντας και ο Παλαιολόγος Μπενιζέλος μέλη της Φιλόμουσου Εταιρείας και οι τρεις μυημένοι στην Φιλική εταιρεία.
Όμως η εξέγερση εντός των Αθηνών ήταν αντικειμενικά μια δύσκολη υπόθεση, καθώς οι Αθηναίοι ήταν απόλεμοι και άοπλοι.
Δεν ίσχυε το ίδιο όμως για τους πολυάριθμους αγρότες Αρβανίτικης καταγωγής που ζούσαν στις γύρω περιοχές όπως στις Αχαρνές (Μενίδι), στα Μεσόγεια και στην Χασιά που ήταν ένοπλοι και αποφασισμένοι να πολεμήσουν τους Τούρκους. Επικεφαλής τους ήταν ο Μελέτης Βασιλείου εύπορος κτηματίας από την Χασιά, ο οποίος διατελούσε αρματολός υπό τις διαταγές της Πύλης στην περιοχή. Ο Βασιλείου ήταν μυημένος στην Φιλική εταιρεία και αποφασισμένος για την συμμετοχή του ίδιου και των οπαδών του στον Αγώνα όταν θα λάμβανε διαταγές.
Ήδη από τις αρχές Μαρτίου οι πρόκριτοι των Αθηνών βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους ξωτάρηδες (έτσι αποκαλούσαν οι Αθηναίοι τους αγρότες της Αττικής υπαίθρου), είχαν προμηθευτεί μυστικά μια ποσότητα όπλων με χρήματα του Παναγή Σκουζέ και τα είχαν αποθηκεύσει στο σπίτι του παλαιού Αθηναίου προύχοντα Χατζή-Ζαχαρίτσα, ο οποίος διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Τούρκους.
Επίσης πολεμοφόδια προετοίμαζαν μυστικά οι μοναχοί του μοναστηριού της Πεντέλης για τους επαναστάτες, ενώ φανερά υποστήριζαν ότι τα προόριζαν για την άμυνα των Τούρκων στο κάστρο της Ακρόπολης. Αμέσως μετά την έκρηξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο ο Μελέτης Βασιλείου με εντολή της Φιλικής Εταιρίας εξόπλισε 300 Χασιώτες και συνεργάστηκε με τους Μενιδιάτες υπό τον Αναγνώστη Κιουρκατιώτη οργανώνοντας επαναστατικό στρατόπεδο στις Αχαρνές.
Η ένταση μέσα στην πόλη κορυφώνεται (5-25 Απριλίου 1821).
Το νέο για την έκρηξη της επανάστασης μετέφερε στην Αθήνα ο έμπορος και Φιλικός Νικόλαος Κοντόπουλος ο οποίος συναντήθηκε κρυφά με τους προκρίτους της πόλης την νύχτα της 26ης Μαρτίου. Έγινε μια μυστική επαφή μεταξύ των προκρίτων και των οπλοφόρων χωρικών της υπαίθρου και αποφασίστηκε να οριστούν οι Αχαρνές (Μενίδι) ως τόπος συγκέντρωσης των εξεγερμένων ώστε να γίνει η τελική επίθεση.
Στις επόμενες ημέρες στην Αθήνα υπήρχε μια θολή εικόνα για τις εξελίξεις στις διάφορες επαναστατικές εστίες, ενώ οι Τούρκοι επισήμως υποστήριζαν ότι δεν είχε γίνει εξέγερση αλλά κάποια σποραδικά επεισόδια στην Πελοπόννησο που είχαν σχέση με τον Αλή πασά. Σταδιακά όμως ανησυχητικές για τους Τούρκους φήμες έκαναν την εμφάνιση τους στο παζάρι των Αθηνών, σημείο συνάντησης όλων των κατοίκων της πόλης.
Το κλίμα στην πόλη άρχισε να βαραίνει όταν μαθεύτηκε ότι ο μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος που βρισκόταν συμπτωματικά εκτός Αθηνών, όχι μόνο δεν σκόπευε να επιστρέψει, αλλά μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Σαλώνων Ησαΐα ευλόγησαν τα επαναστατικά όπλα του Αθανάσιου Διάκου.
Φήμες που ανακυκλώνονταν με ταχύτητα από στόμα σε στόμα υποστήριζαν ότι ο Διάκος και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς βάδιζαν προς την Αθήνα για να την απελευθερώσουν και να εξοντώσουν τους Τούρκους. Οργή και εκνευρισμός είχε καταλάβει τους ντόπιους Τούρκους που περιφέρονταν στο παζάρι (βρισκόταν στην περιοχή που είναι το σημερινό Μοναστηράκι) προκαλώντας συνεχώς επεισόδια εις βάρος των Αθηναίων και των περιουσιών τους.
Όλοι οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα σπίτια τους ή κατέφυγαν ως ικέτες στα ξένα προξενεία, ενώ οι ντόπιοι Τούρκοι σε σύσκεψη τους στις 11 Απριλίου αποφάσισαν να προβούν σε γενική σφαγή όλων των Ελλήνων στην πόλη.
Τελικώς ο Καδής Χατζή – Χαλίλ πρότεινε απλώς να αιχμαλωτίσουν τους προκρίτους της πόλης και να τους κλείσουν στο κάστρο ως εγγύηση ότι οι ντόπιοι δεν θα αποστατούσαν. Εκτός των τριών κορυφαίων προκρίτων που σύμφωνα με την παράδοση προσήλθαν οικειοθελώς, αιχμαλωτίστηκαν και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες των Αθηναίων καθώς και δύο ιερομόναχοι. 1 Οι Τούρκοι φυλάκισαν στον Μεσαιωνικό πύργο Κουλά που βρισκόταν επί της Ακρόπολης. Αργότερα όλοι οι αιχμάλωτοι βασανίστηκαν σκληρά επί μήνες από τους Τούρκους, αλλά τελικώς κατάφεραν να δραπετεύσουν στην Αίγινα και να σωθούν.
Τα επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην πόλη αύξαναν με γεωμετρική πρόοδο καθώς στις 14 Απριλίου ο Βασιλείου κατέλαβε την Κηφισιά και λεηλάτησε πολλές εξοχικές κατοικίες σημαινόντων Τούρκων. Η αιχμαλωσία των προκρίτων είχε λυπήσει βαθύτατα τους Αθηναίους που ένιωθαν ακέφαλοι και αδύναμοι και ήλπιζαν πλέον μόνο στην εξωτερική επέμβαση των χωρικών από τις γύρω περιοχές. Το στοιχειώδες στρατόπεδο των επαναστατών στο Μενίδι αύξανε σε αριθμό και δύναμη, ενώ γύρω από την Αθήνα είχε καταργηθεί πλήρως η τουρκική εξουσία.
Στις 18 Απριλίου έγινε η πρώτη σοβαρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην Αττική. Ο Βασιλείου πληροφορήθηκε ότι 300 Τούρκοι υπό τον Ομέρ Μπέη ερχόμενοι από την Χαλκίδα, είχαν αποβιβαστεί στον Κάλαμο με πρόθεση να ενισχύσουν την άμυνα της Αθήνας και αποφάσισε να τους εμποδίσει. Στην μάχη που ακολούθησε οι Έλληνες νίκησαν εύκολα τους Τούρκους αναγκάζοντας αυτούς να οπισθοχωρήσουν στην Χαλκίδα. Η πρώτη αυτή νίκη αποτέλεσε μια σοβαρή ένεση ηθικού για τους Έλληνες μαχητές, αύξησε την αυτοπεποίθηση τους και τους έπεισε ότι η άλωση των Αθηνών ήταν εφικτή. Ο Βασιλείου με επιστολή του στον μητροπολίτη Διονύσιο που βρισκόταν στην Λειβαδιά, ζήτησε να αποσταλεί ένας γενικός αρχηγός για τα επαναστατικά όπλα της Αττικής, καθώς επικρατούσε μεγάλη αταξία ανάμεσα στους Έλληνες ενόπλους. Οι επικεφαλής στην Λειβαδιά επέλεξαν για την θέση αυτή τον Λειβαδίτη Δήμο Αντωνίου, απόστολο της Φιλικής εταιρείας και άτομο πολύ γνωστό στους κατοίκους της Αττικής.
Σε μια συγκινητική κατανυκτική τελετή ο μητροπολίτης Αττικής Διονύσιος ευλόγησε τα όπλα του Αντωνίου και του φόρεσε την περικεφαλαία με τις επωμίδες, όπως ακριβώς τις φορούσαν οι αξιωματικοί στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Με αυτή την περιβολή ο Αντωνίου συνοδευόμενος από τους συνεργάτες του εμφανίστηκε στην Χασιά, κάνοντας μεγάλη εντύπωση στους επαναστάτες και έγινε ομόφωνα δεκτός ως αρχηγός τους. Δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα αν υποστηρίξει κανείς ότι ο Αντωνίου επιβλήθηκε ως αρχηγός και λόγω της περιβολής του που αποτελούσε ένδειξη κύρους σε ένα δεισιδαίμονα λαό που μόλις έβγαινε από το σκοτάδι της οθωμανικής αμάθειας.
Η Αθήνα απελευθερώνεται μετά από αιώνες σκλαβιάς – Χριστός Ανέστη! (25-26 Απριλίου 1821).
Οι πληροφορίες για τις επιτυχίες των επαναστατών σε όλο τον ελλαδικό χώρο είχαν πανικοβάλει τους Τούρκους των Αθηνών που σχεδίαζαν εκ νέου ενέργειες για την εξόντωση των Ελλήνων της πόλης. Τα νέα για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και της διαπόμπευσης του άψυχου σώματος του στους δρόμους της Πόλης τους ανησύχησαν ακόμη περισσότερο, καθώς φοβούνταν πιθανή εξέγερση και αντίποινα των Ελλήνων της Αθήνας καθώς ο μητροπολίτης Διονύσιος ήταν ξάδερφος του.
Έτσι, τέθηκαν όλοι σε συναγερμό, εξοπλίστηκαν, έθεσαν φρουρές στα τείχη, ενώ ασφάλισαν τους Τούρκους αμάχους στην Ακρόπολη. Για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες την νύχτα της 24ης Απριλίου όλοι οι Τούρκοι ξεχύθηκαν ένοπλοι στις γειτονιές των Ελλήνων ουρλιάζοντας και απειλώντας με γενική σφαγή όλους τους Χριστιανούς. Είχαν σχεδιάσει μια όμοια ενέργεια και το επόμενο βράδυ, με πρόθεση να σκοτώσουν οποιοδήποτε Χριστιανό έβρισκαν στον δρόμο τους για περαιτέρω εκφοβισμό των κατοίκων.
Το σχέδιο τους ματαιώθηκε καθώς είχε έρθει η ώρα των Ελλήνων. Στην Χασιά στην διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων είχε μαζευτεί ένας ποικιλώνυμος πολύχρωμος συρφετός από αγρότες της Αττικής υπαίθρου αλλά και από κατοίκους των Αθηνών που είχαν καταφύγει εκεί, με επικεφαλής τους Δήμο Αντωνίου και Μελέτη Βασιλείου. Λίγοι εξ αυτών ήταν οπλοφόροι, ενώ άλλοι κρατούσαν δρεπάνια, τσεκούρια και ρόπαλα ενώ επικρατούσε απόλυτη αταξία και σύγχυση. Κάποιοι φορούσαν κράνη και περικεφαλαίες, άλλοι είχαν μαντήλια και κάθε είδους καλύμματα, με αποτέλεσμα το σύνολο των επαναστατών να μοιάζει με μεσαιωνικό παρδαλό μπουλούκι παρά με επαναστατικό στρατό.
Την νύχτα 25ης προς 26η Απριλίου οι Έλληνες οπλοφόροι βάδισαν με θάρρος από τις Αχαρνές για να απελευθερώσουν την Αθήνα. Με το πρώτο φως της ημέρα οι επαναστάτες επιτέθηκαν με τόλμη κατά του τειχίσματος που στεφάνωνε την πόλη, ανάμεσα περίφημη Πύλη της Μπουμπουνίστρας2 και στην Πύλη των Αγίων Αποστόλων όπου βρισκόταν και το ασθενέστερο σημείο του. Οι υπερασπιστές που βρίσκονταν στο σημείο αιφνιδιάστηκαν και οι επιτιθέμενοι μετά από μια σύντομη μάχη άρχισαν να διαρρέουν εντός της πόλης.
Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και οπισθοχωρούσαν τρομοκρατημένοι τρέχοντας προς την Ακρόπολη, κάποιοι που δεν πρόλαβαν κατέφυγαν στα ξένα προξενεία, ενώ οι επαναστάτες διέρρεαν στους δρόμους των Αθηνών σε πλήρη αναρχία ανεμίζοντας τις χατζάρες τους και αλαλάζοντας αυθόρμητα Χριστός Ανέστη!
Οι Αθηναίοι βγήκαν από τα σπίτια τους πανηγυρίζοντας έξαλλα φωνάζοντας και αυτοί Χριστός Ανέστη!, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι χόρευαν σαν τρελοί σε ένα γνήσιο παλλαϊκό ξέσπασμα της ανθρώπινης ψυχής που απελευθερωνόταν από ένα μεγάλο βάρος. Ήταν ένα τρελό πανηγύρι, ένα ομαδικό ξέσπασμα μιας φυλής που έζησε στην ψυχική υποτέλεια για αιώνες και ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να ζήσει μια τέτοια απόλυτη στιγμή ανάτασης. Πολλοί Έλληνες φώναζαν Ελευθερία η Θάνατος! ενώ άλλοι απειλούσαν με βωμολοχίες και υβριστικές χειρονομίες τους τέως καταπιεστές τους Τούρκους που είχαν καταφύγει στην Ακρόπολη και κοιτούσαν αμήχανα τους επαναστάτες.
Επίλογος – η πολιορκία της Ακρόπολης ξεκινά, αλλά και οι έριδες!
Ακολούθησε η εγκατάσταση του Βασιλείου στο Διοικητήριο της πόλης με επίσημη τελετή και ακολούθως με τους προύχοντες της πόλης ύψωσαν την επαναστατική σημαία στις 28 Απριλίου 1821. Ο Βασιλείου απέστειλε ειδικό ταχυδρόμο στην Χασιά και τη Λειβαδιά για να ενημερώσει για την προσχώρηση της Αθήνας στην επανάσταση και ξεκίνησε τις ετοιμασίες για την πολιορκία του κάστρου της Ακρόπολης που έμοιαζε ότι θα ήταν μακρά σε διάρκεια.
Την ίδια μέρα προέκυψε έριδα μεταξύ των προκρίτων και του Βασιλείου που διεκδικούσε την πολιτική εξουσία στην περιοχή.
Λίγες μέρες μετά κατέφτασε ο μητροπολίτης Διονύσιος ο οποίος αφού τέλεσε δοξολογία στον Άγιο Παντελεήμονα προκάλεσε γενικές εκλογές στις οποίες εξελέγησαν πέντε βουλευτές, ανάμεσα τους και ο ίδιος αφαιρώντας την εξουσία από τον Βασιλείου με επακόλουθο να δημιουργηθούν οι πρώτες πολιτικές έριδες λίγες μόλις μέρες μετά την 26η Απριλίου και ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμη στο κάστρο.
Η πολιορκία της Ακρόπολης ενισχύθηκε από εκατοντάδες εθελοντές που προσήλθαν από την Αττική αλλά και από τα κοντινά νησιά όπως η Τζια, η Ύδρα και ο Πόρος. Τα αδέρφια Κουντουριώτη απέστειλαν με ένα καράβι τους 11 κανόνια για την πολιορκία, ενώ πολλοί Αθηναίοι βοήθησαν στην τροφοδοσία του στρατοπέδου. Ο θάνατος του Δήμου Αντωνίου σε μια αψιμαχία έξω από τα τείχη της Ακρόπολης, άφησε τον Βασιλείου χωρίς πολιτική κάλυψη και τον εξασθένησε περαιτέρω έναντι των προκρίτων.
Η προσχώρηση της Αθήνας στην επανάσταση δεν είχε ιδιαίτερο υλικό βάρος για τους επαναστάτες καθώς η πόλη είχε μικρό πληθυσμό, χωρίς ιδιαίτερες οικονομικές δυνατότητες και εντελώς απειροπόλεμο. Όμως είναι αναμφίβολο ότι το όνομα της Αθήνας είχε μια ιδιαίτερη στίλβη για τους Ευρωπαίους έτσι οι συμβολισμοί της προσχώρησης στην επανάσταση ήταν ιδιαίτερα ισχυροί συνδέοντας νοητά τους Έλληνες επαναστάτες με τους Αρχαίους ενδόξους προγόνους τους.
Πηγές
Κώστας Πίτσιος, Αθήνα 1821 (ιστορική μελέτη), Αθήνα 1980.
Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος Ε΄), Σταμούλη, Αθήνα 1986.
Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως (τόμος 3ος), Κτενά, Αθήνα 1860
Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, (τόμος 1ος), Γιοβάνη, Αθήνα 1978.
1 Φιλάρετος Τριανταφύλλης ιερομόναχος, Άνθιμος Αγιοταφίτης, Άγγελος Γέροντας, Πρκόπιος Βενιζέλος, Παλαιολόγος Βενιζέλος, Αγγελάκης Βενιζέλος, Ιωάννης Πανταζής, Γεώργιος Βάρβανος, Δημήτριος Καρόρης, ενώ συνολικά οι συλληφθέντες ήταν 11.
2 Πύλη της Μπουμπουνίστρας ή μεσογείτικη πόρτα ήταν πύλη στα ανατολικά τείχη της Αθήνας εκεί που σήμερα βρίσκεται η γωνία της λεωφόρου Αμαλίας με την οδό Όθωνος, στην πλατεία Συντάγματος. Έδινε πρόσβαση προς τα χωριά που βρίσκονται στα Μεσόγεια και προς την Κηφισιά, την Πεντέλη και τον Μαραθώνα. Ήταν κατασκευασμένη από τρεις μαρμάρινους λίθους ενός αρχαίου υδραγωγείου και έφερε λατινική επιγραφή. Το όνομα Μπουμπουνίστρα το πήρε από την ομώνυμη πηγή που βρισκόταν δίπλα της, εντός των τειχών, τα νερά της οποίας μπουμπούνιζαν καθώς κατέβαιναν με ορμή από τους Αμπελόκηπους, ακολουθώντας το υδραγωγείο του Αδριανού.