ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Αριθμός 362/2023
Αποτελούμενο από τους δικαστές: Δημήτριο Ράικο, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αικατερίνη Σεραφείμη και Μαρία Τσίρλη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Νοεμβρίου 2022, με Γραμματέα τη δικαστική υπάλληλο Σοφία Βασιλοπούλου
για να αποφασίσει σχετικά με την από 17-2-2022 αίτηση ακύρωσης (Α.Κ….2022)
της …., κατοίκου …., η οποία παραστάθηκε με το δικηγόρο Πέτρο Αγγελάκη, που τον διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο
κατά του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος παραστάθηκε με την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαριέττα Βλαχοπάνου.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της έκθεσης της εισηγήτριας Μαρίας Τσίρλη.
Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσια της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, ως και την αντιπρόσωπο του καθ’ ου, η οποία ζήτησε την απόρριψη αυτής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου …).
2. Επειδή, με την εν λόγω αίτηση, ζητείται η ακύρωση της …/…/…2022 απόφασης του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία εκδηλώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να καλέσει την αιτούσα να λάβει μέρος στις αθλητικές δοκιμασίες ως υποψήφια του διαγωνισμού εισαγωγής σπουδαστών στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, έτους 2009, από τον οποίο αποκλείστηκε, διότι είχε ανάστημα κάτω του ορίου του 1,70μ., κατόπιν της από 18-11-2021 αίτησής της. Με την ανωτέρω αίτηση της, η αιτούσα ζήτησε, κατ’ επίκληση των 902-907/2021 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, να προβεί η Διοίκηση στις δέουσες ενέργειες, προκειμένου να αποκαταστήσει τη νομιμότητα ως προς αυτήν, ανακαλώντας τις, σε βάρος της, δυσμενείς πράξεις και παραλείψεις, κατά το μέρος που την αφορούν, ώστε να κληθεί να λάβει μέρος στις αθλητικές δοκιμασίες και αφού επιτύχει σε αυτές, να προσληφθεί στην ανωτέρω Σχολή, με βάση το διαγωνισμό του έτους 2009.
3. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί ακόμη και τυχόν παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η νόμιμη προθεσμία προσβολής ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Ειδικώς, όμως, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη, για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια κανονιστική πράξη ή διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από την δημοσίευση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή γεννάται υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της ατομικής διοικητικής πράξης, της οποίας ζητείται η ανάκληση, και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από εκτίμηση και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Η ανάκληση από την Διοίκηση, μετά από εκτίμηση των ανωτέρω παραγόντων, της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή ανίσχυρης διάταξης, δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά αντιθέτως είναι σύμφωνη με τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν ανέχονται τη διατήρηση νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1834/2021, 1175/2008, 2176/2004 – 2177/2004, ΣτΕ 7μ. 1036/2021, 99/2018, 19/2015, 4763/2014, 2736/2005, ΣτΕ 1737/2022 , 180/2020 – 189/2020, 1275/2019, κ.ά.). Εφόσον συντρέχουν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις, η παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει την παράνομη ατομική πράξη της είναι προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 4 του π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ως παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η δε ρητή απόρριψη από την Διοίκηση αιτήματος ανάκλησης της πράξης αυτής συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1175/2008, ΣτΕ 7μ. 99/2018, 19/2015, ΣτΕ 4549/2015 1633/2014 κ.ά.).
4. Επειδή, με τις 902-907/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, η οποία ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ., προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έλαβε υπόψη (α) τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 116 παρ. 2, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις και αναλογικότητας, (β) τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου περί ισότητας των φύλων, όπως έχουν ερμηνευθεί με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε (γ) την εκδοθείσα επί προδικαστικού ερωτήματος (αποσταλέντος από το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση) από 18.10.2017 απόφαση (C-409/16) του Δ.Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου), «έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη … η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή αφενός περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες και αφετέρου δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει». Έκρινε δε βάσει των ανωτέρω ότι η άσκηση της κρατικής εξουσίας στον τομέα τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας προϋποθέτει ότι το προσωπικό, το οποίο ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτών και να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή του, διαθέτει, εκτός των λοιπών αναγκαίων προσόντων, πολύ καλή φυσική κατάσταση και ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες (μυϊκή δύναμη, αντοχή, ταχύτητα κλπ.), η συνδρομή των οποίων εξακριβώνεται καταρχήν με την υποβολή των υποψηφίων σε ειδικές υγειονομικές εξετάσεις και αθλητικές δοκιμασίες. Ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, Διοίκηση, στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης των καθηκόντων, συνθηκών εργασίας και αναγκών εκάστου σώματος ασφαλείας και της μέριμνας για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας του (που αποτελεί θεμιτό, κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., σκοπό), δύναται επίσης να θεσπίζει, ως αναγκαία προσόντα για την πρόσβαση σε αυτό, απαιτήσεις αφορώσες σε φυσικά (σωματομετρικά) χαρακτηριστικά των υποψηφίων – όπως το πρόσφορο, ως εκ της αποστολής και της φύσης των αρμοδιοτήτων των εν λόγω σωμάτων, προσόν ενός ελαχίστου αναστήματος-, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την εκπλήρωση της αποστολής εκάστου σώματος μέτρου, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας. Για τον καθορισμό, ειδικότερα, των ελαχίστων αναγκαίων, για την πρόσβαση στα εν λόγω σώματα, ορίων ύψους πρέπει να συνεκτιμώνται, εκτός των ανωτέρω, σχετικών με τις ανάγκες εκάστου σώματος στοιχείων, τόσο ο μέσος όρος ύψους του πληθυσμού (όπως προκύπτει από κατά το δυνατόν επικαιροποιημένες επιστημονικές μελέτες και έρευνες), από τον οποίο τα τιθέμενα όρια δεν πρέπει να αποκλίνουν υπέρμετρα, όσο και η κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τα συμπεράσματα σχετικών ερευνών και μελετών αντικειμενική βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα, η οποία επιτάσσει, κατ’ αρχήν, τη θέσπιση διαφορετικών ελαχίστων ορίων ύψους για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, με σκοπό την κατά το δυνατόν επίτευξη ουσιαστικής ισότητας ως προς την πρόσβαση των δύο φύλων στα εν λόγω σώματα. Κατ’ εξαίρεση δύναται να οριστεί απαίτηση κοινού ελαχίστου αναστήματος, ανεξαρτήτως φύλου, των υποψηφίων, οριζομένου όμως του εν λόγω κοινού ορίου σε ύψος αρκούντως χαμηλό, ώστε να μην προκαλείται εξ αυτού αποκλεισμός δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, σε σχέση με το εκ του λόγου αυτού αποκλειόμενο ποσοστό ανδρών, καθόσον τούτο θα συνιστούσε έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, δυναμένη μόνο κατ’ εξαίρεση να αιτιολογηθεί αντικειμενικώς βάσει λόγων ασχέτων προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και αναφερομένων σε ειδικές και συγκεκριμένες απαιτήσεις των καθηκόντων των μελών του οικείου σώματος ασφαλείας, ικανές να τεκμηριώσουν επαρκώς την προσφορότητα και αναγκαιότητα της συγκεκριμένης προϋπόθεσης. Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον αυτού τεθέντα, αναγόμενα στο χρονικό διάστημα 2001-2009, επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία (α) ο μέσος όρος ύψους των ανδρών ηλικίας 18-24 ετών ανέρχεται σε 1,77-1,78 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας σε 1,63 μ., (β) ύψος χαμηλότερο του 1,70 μ. έχει, ανεξαρτήτως ηλικίας, το 20% των ανδρών, (γ) ύψος 1,70 μ. και μεγαλύτερο διαθέτει το 19% του γυναικείου πληθυσμού, έκρινε ότι το ποσοστό των γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων που κατά τον κρίσιμο χρόνο αποκλείονταν, λόγω ύψους χαμηλότερου του ελαχίστου απαιτουμένου κατά την επίδικη διάταξη, της δυνατότητας πρόσβασης στις σχολές Αστυφυλάκων και Αστυνομικών της ΕΛ.ΑΣ., εμφανίζεται δυσανάλογα μεγαλύτερο [τετραπλάσιο] του ποσοστού των ανδρών εν δυνάμει υποψηφίων, που αποκλείονταν για τον ίδιο λόγο της δυνατότητας αυτής. Περαιτέρω, κατά την κρίση του ιδίου Δικαστηρίου, ούτε από τις οικείες διατάξεις ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες αυτών, ούτε από άλλα στοιχεία, τεθέντα υπόψη του Δικαστηρίου εκ μέρους του έχοντος το σχετικό βάρος απόδειξης Δημοσίου προκύπτουν αποχρώντες λόγοι, συνδεόμενοι με ειδικές απαιτήσεις των εκτελουμένων από το αστυνομικό σώμα καθηκόντων ή τις συνθήκες άσκησης αυτών, οι οποίοι να υπαγορεύουν ως αναγκαίο προσόν για τις γυναίκες υποψήφιες, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, το συγκεκριμένο, κοινό για τα δύο φύλα και σημαντικά υψηλότερο (κατά 7 εκατοστά) του γυναικείου μέσου όρου ύψους, ανάστημα.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 6000/2/2590/5-ιβ΄/30-4-2009 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την κατάταξη σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας. Η αιτούσα υπέβαλε στο Αστυνομικό Τμήμα Περιφέρειας … την από 2-6-2009 αίτηση συμμετοχής στον ανωτέρω διαγωνισμό, με συνημμένα τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά διεκδικώντας τις θέσεις της γενικής σειράς 90% (με εξετάσεις) – απόφοιτοι Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ.. Στην επακολουθήσασα στο ανωτέρω Αστυνομικό Τμήμα αναστημομέτρησή της, ευρέθη να έχει ανάστημα 1,70 μ, ωστόσο, στη συνέχεια, αναστημομετρηθείσα από την αρμόδια Αθλητική Επιτροπή, κατά τη διαδικασία της αθλητικής της δοκιμασίας, ευρέθη να έχει ανάστημα 1,665μ, ήτοι υπολειπόμενο του απαιτούμενου από την προκήρυξη και τις οικείες διατάξεις αναστήματος 1,70μ.. και, ως εκ τούτου, κρίθηκε μη ικανή και αποκλείστηκε της περαιτέρω συμμετοχής της στη σχετική διαδικασία. Περαιτέρω, μετά την αξιολόγηση των υποψηφίων, συντάχθηκαν οι τελικοί αναμορφωμένοι και κυρωμένοι πίνακες κατηγορίας Α’ (80%) των κατ’ αρχήν πληρούντων τα προσόντα υποψηφίων Συνοριακών Φυλάκων, και εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, με τις οποίες κατατάχθηκαν στη Σχολή Αστυφυλάκων οι υποψήφιοι του ανωτέρω διαγωνισμού, κατά παράλειψη της αιτούσας. Εξάλλου, η αιτούσα, με την από 12-8-2009 αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ζήτησε την ακύρωση του πίνακα επιτυχόντων στις Αστυνομικές Σχολές, έτους 2009-2010, καθ’ ο μέρος δεν περιλήφθηκε σε αυτόν, ενώ με την από 12-8-2009 αίτησή της ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης της οικείας πράξης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία είχε απορριφθεί αίτησή της για εκ νέου αναστημομέτρησή της. Με την 559/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έγινε δεκτή η αίτηση αναστολής και χορηγήθηκε στην αιτούσα η δυνατότητα να αναστημομετρηθεί και, εφόσον κάλυπτε την προϋπόθεση του κατ’ ελάχιστον προβλεπόμενου αναστήματος, να συμμετάσχει στην περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού. Κατόπιν τούτου, η αιτούσα παρουσιάστηκε ενώπιον της Αθλητικής Επιτροπής, πλην, όμως, κατά την αναστημομέτρησή της, τρεις φορές, βρέθηκε να έχει ύψος 1,68μ. και, ως εκ τούτου, κρίθηκε μη ικανή και δεν υποβλήθηκε περαιτέρω στις προβλεπόμενες αθλητικές δοκιμασίες. Επίσης, με την 1277/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε η προαναφερθείσα αίτηση ακύρωσης κατά της οποίας η αιτούσα δεν άσκησε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακολούθως, μετά την έκδοση των ως άνω 902-907/2021 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αιτούσα υπέβαλε προς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη/Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας την από 18-11-2021 αίτηση, με την οποία ζήτησε, κατ’ εφαρμογή των αρχών του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης και της χρηστής διοίκησης και κατ’ επίκληση των 902-907/2021 αποφάσεων του ΣτΕ, να προβεί η Διοίκηση στις δέουσες ενέργειες, προκειμένου να αποκαταστήσει τη νομιμότητα ως προς αυτήν, ανακαλώντας τις σε βάρος της δυσμενείς πράξεις και παραλείψεις, και, ειδικότερα, να την καλέσει το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας να λάβει μέρος στις αθλητικές δοκιμασίες και, ακολούθως, εφόσον επιτύχει σε αυτές, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων να τη θεωρήσει επιτυχούσα και, τέλος, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας να την κατατάξει στη Σχολή Αστυφυλάκων με βάση το διαγωνισμό του έτους 2009-2010.
6. Επειδή, το αίτημα της αιτούσας απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη …/…/…2022 απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Με την τελευταία, έγινε καταρχάς δεκτό ότι η Διοίκηση έχει υποχρέωση να επανεξετάσει τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες ερείδονται σε διατάξεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 902 -907/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και να προχωρήσει στην ανάκλησή τους, εντός του πλαισίου της παρεχόμενης από τον νόμο διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας για την έκδοσή τους, μετά από εκτίμηση των τυχόν λόγων δημοσίου συμφέροντος, της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα από την εφαρμογή τους, και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή τους. Ακολούθως, λήφθηκαν υπόψη τα εξής: α) ότι οι υποψήφιες που αποκλείστηκαν, λόγω του ότι δεν είχαν το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος 1,70 μ., από τους διαγωνισμούς της Ελληνικής Αστυνομίας (για την εισαγωγή σε παραγωγικές Σχολές, πρόσληψη Ειδικών Φρουρών και Συνοριακών Φυλάκων) κατά τα τελευταία 18 έτη εφαρμογής των οικείων (για κάθε κατηγορία) διατάξεων και, επομένως, δύνανται να ζητήσουν την ανάκληση των πράξεων αποκλεισμού τους κατ’ επίκληση των ως άνω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανέρχονται σε 4.000, από τις οποίες, 400 κρίθηκαν μη ικανές από τις Αθλητικές Επιτροπές στα μέσα των διαγωνισμών, σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρούνται στο αρχείο της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, και 3.665 κρίθηκαν μη ικανές από τους αρμόδιους Αξιωματικούς των Αστυνομικών Τμημάτων και από τις Τριμελείς Επιτροπές Αναστημομέτρησης των Αστυνομικών Διευθύνσεων σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρούνται στα Αστυνομικά Τμήματα και στις Αστυνομικές Διευθύνσεις, β) ότι, όπως προκύπτει από το αρχείο της Υπηρεσίας, ήδη έχουν υποβληθεί είκοσι πέντε (25) αιτήσεις ανάκλησης, όμοιες με της αιτούσας και, με δεδομένο ότι ο εύλογος χρόνος υποβολής τέτοιων αιτήσεων προς τη Διοίκηση είναι τουλάχιστον 5 έτη από τη δημοσίευση της αρχικής (902/2021) απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, έως το 2026 αναμένεται να υποβληθούν δεκάδες αιτήσεις, όμοιες με αυτής, και γ) ότι το αίτημα της αιτούσας για ανάκληση των πράξεων αποκλεισμού της από τον προαναφερόμενο διαγωνισμό και τα λοιπά όμοια αιτήματα των ως άνω υποψηφίων για ανάκληση των πράξεων αποκλεισμού τους από διαφορετικούς διαγωνισμούς της Ελληνικής Αστυνομίας θα περιλαμβάνουν την αναδρομική κατάταξη ή πρόσληψή τους, την απονομή αναδρομικών προαγωγών και την καταβολή του συνόλου των αποδοχών από την απόρριψή τους έως και την κατάταξη ή πρόσληψή τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές, εκτιμήθηκε ότι η ικανοποίηση των αναμενόμενων πολυάριθμων όμοιων αιτημάτων θα διαταράξει την εύρυθμη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος, θα προκαλέσει αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο και, επιπλέον, θα επιφέρει σοβαρή οικονομική ζημία στο Δημόσιο, καθόσον: α) η κατάταξη ή πρόσληψη μεγάλου αριθμού υποψηφίων από παλαιότερους διαγωνισμούς θα προκαλέσει προβλήματα στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό των προσλήψεων στην Ελληνική Αστυνομία, με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025 που εγκρίθηκε με τον ν. 4813/2021 (ΦΕΚ Α΄111) και προβλέπει συγκεκριμένο ανά έτος αριθμό προλήψεων (290 στις παραγωγικές σχολές, σύμφωνα με το … έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), και επιπλέον, θα έχει ως αποτέλεσμα να μην συμπεριλαμβάνονται οι αστυνομικές σχολές στο μηχανογραφικό δελτίο που θα υποβάλλουν οι συμμετέχοντες στις Πανελλαδικές Εξετάσεις κατά τα επόμενα έτη, λόγω υπερκάλυψης των διαθέσιμων θέσεων από τις ως άνω υποψήφιες, β) η κατάταξη ή πρόσληψη μεγάλου αριθμού αστυνομικών σε μεγαλύτερη ηλικία από τα όρια του κανονιστικού πλαισίου (28 έτη) και η μη εισαγωγή ή πρόσληψη νέων σε ηλικία εξαιτίας της έλλειψης κενών θέσεων θα επηρεάσει την ισορροπημένη ηλικιακή διάρθρωση του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, γ) η απονομή αναδρομικών προαγωγών πολλών ετών στις υποψήφιες παλαιότερων διαγωνισμών θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάληψη θέσεων μεγάλης διοικητικής ευθύνης από πρόσωπα που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη αυξημένη επιχειρησιακή και διοικητική εμπειρία και δ) η αναδρομική καταβολή του συνόλου των αποδοχών στις υποψήφιες των παλαιότερων διαγωνισμών από την απόρριψή τους έως και την κατάταξη ή πρόσληψή τους και η αναγνώριση χρονοεπιδομάτων, μισθολογικών κλιμακίων και ασφαλιστικών δικαιωμάτων για μακρό χρόνο θα επιβαρύνει υπέρμετρα τον δημόσιο προϋπολογισμό, χωρίς να αναμένεται αντιστάθμιση του κόστους από την παροχή υπηρεσιών από αυτές, ενόψει του χρόνου που θα υπηρετήσουν πριν από τη συνταξιοδότησή τους και, για πολλές από αυτές της ηλικίας τους, που επάγεται (μη εξισορροπούμενη, εν προκειμένω, λόγω έλλειψης εμπειρίας) πτώση των φυσικών ικανοτήτων τους. Περαιτέρω, θεωρήθηκε ότι η αποδοχή των όμοιων αιτημάτων της αιτούσας και των λοιπών υποψηφίων παλαιότερων διαγωνισμών αποκλείεται από λόγους που συναρτώνται με τη διαδικασία έγκρισης της πρόσληψής τους και αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων καλόπιστων τρίτων. Όπως, ειδικότερα, αναπτύχθηκε, για την υλοποίηση προσλήψεων για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση που να ακυρώνει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, απαιτείται έγκριση από την Επιτροπή της 33/2006 (ΦΕΚ Α΄280) Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (σύμφωνα με το ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΠ.13/145/42134/17.1.2020. Εάν, όμως, για την υλοποίηση των επίμαχων προσλήψεων, που θα χωρήσουν στα πλαίσια εφαρμογής των αρχών της χρηστής διοίκησης και ομοιόμορφης αντιμετώπισης όμοιων ζητημάτων από τη Διοίκηση, αποφασιστεί να μην ζητηθεί η έγκριση από την προαναφερόμενη Επιτροπή, θα πρέπει, για να καταστούν οι προσλήψεις αυτές σύννομες, να ανακληθεί ο διορισμός των προσώπων που προσλήφθηκαν τελευταίοι σε αριθμό ίσο με τον αριθμό των αιτήσεων που θα ικανοποιηθούν ανά διαγωνισμό. Η ανάκληση, όμως, αυτή δεν είναι επιτρεπτή με βάση τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθόσον οι ιδιώτες που προσλήφθηκαν προς πλήρωση κενών θέσεων εκάστου διαγωνισμού, κατόπιν κλήσης τους από τη Διοίκηση, προστατεύονται ως προς τα δικαιώματα που απέκτησαν καλόπιστα. Επιπροσθέτως, αναφέρθηκε ότι η Διοίκηση δεν είχε υποχρέωση ανάκλησης των διοικητικών πράξεων περί μη πρόσληψης της αιτούσας, αφενός διότι αυτή δεν άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά του αποκλεισμού της από τον οικείο διαγωνισμό και το δεδικασμένο από τις επικαλούμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν παράγει αποτελέσματα έναντι τρίτων που δεν συμμετείχαν στη σχετική δίκη, αφετέρου διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής του αιτήματός της υπήρχαν αντίθετες αποφάσεις του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις ίδιες διατάξεις (περί του ελάχιστου απαιτούμενου αναστήματος) και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
7. Επειδή, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης άρνησης της Διοίκησης, κατά το μέρος που ερείδεται στη βλάβη του δημοσίου συμφέροντος από τις συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των (διαφόρων) διατάξεων περί του ελάχιστου απαιτούμενου αναστήματος (για την εισαγωγή στις παραγωγικές Σχολές και την πρόσληψη Ειδικών Φρουρών και Συνοριακών Φυλάκων), δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι οι επικαλούμενες συνέπειες (διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας του Αστυνομικού Σώματος, πρόκληση αρνητικού κοινωνικού αντίκτυπου, επέλευση σοβαρής οικονομικής ζημίας στο Δημόσιο) εξαρτώνται από μελλοντικούς και αβέβαιους παράγοντες, τους οποίους η Διοίκηση εκλαμβάνει ως δεδομένα. Ειδικότερα, ακόμα και θεωρηθεί ότι ο υπολογισμός από τη Διοίκηση του αριθμού (4.000) των γυναικών υποψηφίων, που κρίθηκαν μη ικανές λόγω αναστήματος, κατά τα έτη εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, είναι ακριβής (με βάση τα πρακτικά αναστημομέτρησης που τηρούνται στο αρχείο των αρμόδιων Υπηρεσιών), πάντως είναι άδηλος τόσο ο αριθμός αυτών που θα υποβάλουν αίτηση προς τη Διοίκηση, ζητώντας, κατ’ επίκληση όσων κρίθηκαν με τις 902-907/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, την ανάκληση των ομοίου περιεχομένου ατομικών πράξεων που εκδόθηκαν με βάση ίδιες διατάξεις, όσο και ο αριθμός εκείνων που θα πληρούν τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, προκειμένου να επανεξετασθεί η υπόθεσή τους από τη Διοίκηση. Εξάλλου, η εκτίμηση της Διοίκησης, ότι αναμένεται να υποβληθεί μεγάλος αριθμός τέτοιων αιτήσεων, δεν επιβεβαιώνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία, δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός των γυναικών που έχουν υποβάλει αίτηση ανάκλησης των πράξεων αποκλεισμού τους, λόγω αναστήματος, από παλαιότερους διαγωνισμούς, ανερχόταν σε είκοσι πέντε (25) μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (στις 1.2.2022) και σε τριάντα (30) μέχρι τη σύνταξη της έκθεσης απόψεων προς το παρόν Δικαστήριο (10.6.2022), ενώ από τη δημοσίευση των ως άνω αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων έχει ήδη παρέλθει διάστημα δέκα οχτώ (18) μηνών, το οποίο είναι ικανό για την πληροφόρηση, αν όχι όλων, πάντως, πολύ μεγάλου αριθμού των ενδεχομένως ευνοουμένων, από την κρίση περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων περί του ελάχιστου απαιτούμενου αναστήματος, και την εκδήλωση του ενδιαφέροντός τους για την άσκηση όμοιων αιτήσεων ανάκλησης. Πέραν τούτων, τυχόν αποδοχή από τη Διοίκηση των αιτήσεων που θα υποβληθούν και επανεξέταση αυτών δεν συνεπάγεται αυτοθρόως και την εισαγωγή των προσώπων αυτών στις Αστυνομικές Σχολές ή την πρόσληψή τους σε θέσεις Ειδικών Φρουρών ή Συνοριακών Φυλάκων. Σε κάθε περίπτωση, η υπηρεσιακή και βαθμολογική τους εξέλιξη μετά την τυχόν αποφοίτησή τους από τις Αστυνομικές Σχολές ή μετά την πρόσληψή τους σε θέσεις Ειδικών Φρουρών και Συνοριακών Φυλάκων τελεί, όπως προαναφέρθηκε, υπό την προϋπόθεση πλήρωσης των οριζομένων στην οικεία νομοθεσία (λ.χ. κρίση αρμοδίου συμβουλίου, συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας) και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής λήψης βαθμών από κατατασσόμενες ή προσλαμβανόμενες υποψήφιες παλαιών διαγωνισμών (ΣτΕ 1659/2021, 1660/2021). Περαιτέρω, μη νόμιμη είναι και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αρνητικής απάντησης της Διοίκησης, κατά το μέρος που στηρίζεται στην ανάγκη προστασίας δικαιωμάτων καλόπιστων τρίτων, καθόσον οι ενδεχόμενες προσλήψεις υποψηφίων παλαιότερων διαγωνισμών, είτε υποβληθούν προς έγκριση στην Επιτροπή της 33/2006 ΠΥΣ είτε όχι, δεν δύνανται να οδηγήσουν, όπως, εξάλλου, αποδέχεται ρητώς και η Διοίκηση, σε ανάκληση του διορισμού των προσώπων που προσλήφθηκαν αρχικώς, εφόσον τα δικαιώματα που απέκτησαν οι τελευταίοι καλοπίστως δεν επιτρέπεται να θιγούν με βάση τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Τέλος, ούτε οι επιπρόσθετες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, περί μη στοιχειοθέτησης, εν προκειμένω, της υποχρέωσης της Διοίκησης να ανακαλέσει τις διοικητικές πράξεις μη πρόσληψης της αιτούσας λόγω έλλειψης δεδικασμένου και ύπαρξης αντιφατικών αμετάκλητων αποφάσεων των Τμημάτων του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της συνταγματικότητας των ίδιων διατάξεων (περί ελάχιστου απαιτούμενου αναστήματος), προσδίδουν σε αυτή νόμιμο έρεισμα, δεδομένου ότι το σχετικό αίτημα της αιτούσας δεν βασίζεται στην ύπαρξη δεδικασμένου που δεσμεύει τη Διοίκηση αλλά στην εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και ομοιόμορφης αντιμετώπισης όμοιων ζητημάτων από τη Διοίκηση και στην επίκληση των 902-907/2021 αμετάκλητων αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες είχε κριθεί ως αντισυνταγματικές οι κρίσιμες διατάξεις (περί ελάχιστου απαιτούμενου αναστήματος).
8. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες και, ειδικότερα, να ανακαλέσει τις πράξεις πρόσληψης των επιτυχόντων και επιλαχόντων στον διαγωνισμό για την εισαγωγή σπουδαστών στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας έτους 2009, κατά το μέρος που δεν συμπεριλήφθηκε σε αυτές η αιτούσα, και, ακολούθως, να καλέσει την αιτούσα να λάβει μέρος στις αθλητικές δοκιμασίες και, εφόσον κριθεί ικανή στις δοκιμασίες αυτές και πληροί και τα λοιπά κατά νόμο προσόντα, να εκδώσει απόφαση πρόσληψης της στα πλαίσια του ως άνω διαγωνισμού. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στην αιτούσα το παράβολο που κατέβαλε, κατ’ εκτίμηση, όμως, των περιστάσεων να απαλλαγεί το καθ’ ου από τη δικαστική δαπάνη αυτής.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει το …/…/…2022 απαντητικό έγγραφο του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας,
Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παράβολου.
Απαλλάσσει το καθ’ ου από τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2023 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση στις 23 Φεβρουαρίου 2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΑΪΚΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
Θεωρήθηκε στις 6/3/2023
Η Εισηγήτρια
Μαρία Τσίρλη