Σε μη έκπτωση των παραγωγικών δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδά επιχείρησης μπορεί να οδηγήσει η προσκόμιση ενώπιον της φορολογικής αρχής ελλιπών παραστατικών από φορολογούμενη επιχείρηση.
Απαιτείται στις λογιστικές εγγραφές της επιχείρησης οι θεωρούμενες ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες να συνοδεύονται από όλα τα πρόσφορα παραστατικά και λοιπά στοιχεία που αποδεικνύουν τον παραγωγικό τους χαρακτήρα.
Στη νομολογία του ΣτΕ έχει κριθεί ότι για να ληφθούν υπόψη τα παραστατικά αυτά και να επιφέρουν την επιθυμητή έκπτωση θα πρέπει αφενός να έχουν εκδοθεί νομοτύπως και να μην είναι πλαστά και αφετέρου να αναφέρονται σε πραγματοποιηθείσα παραγωγική δαπάνη της επιχείρησης και να περιλαμβάνουν όλο το απαραίτητο βάσει νόμου περιεχόμενο.
Προ διετίας το ΣτΕ στο πλαίσιο σχετικής υπόθεσης, έκρινε ότι νομίμως δεν αναγνωρίστηκαν προς έκπτωση δαπάνες οι οποίες στις λογιστικές εγγραφές της επιχείρησης συνοδεύονταν από παραστατικά ελλιπή και μη δυνάμενα να αποδείξουν τον παραγωγικό χαρακτήρα αυτών.
Το ΣτΕ έλαβε υπόψη επίσης ότι αν και η επιχείρηση είχε το βάρος απόδειξης της παραγωγικότητας των δαπανών της προκειμένου να επιτύχει την έκπτωση αυτών, εντούτοις δεν προσκόμισε, στο στάδιο του δειγματοληπτικού ελέγχου της φορολογικής αρχής, κανένα επιπλέον έγγραφο, στοιχείο ή δικαιολογητικό που θα μπορούσε να θεραπεύσει τις ανωτέρω ελλείψεις.
Η ανωτέρω μη έκπτωση κρίθηκε νόμιμη χωρίς να θεωρηθεί ότι η μη προσκόμιση ή η προσκόμιση ελλιπών παραστατικών και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους της επιχείρησης οφείλεται σε υπαιτιότητά της ή συνιστά οποιαδήποτε παραβίαση της ισχύουσας νομοθεσίας και του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.