Εκτεταμένο “λίφτινγκ” κάνει το νέο νομοσχέδιο που παρουσιάστηκε αναλυτικά στο Υπουργικό Συμβούλιο στο ΣτΕ, με την έγκριση της Διοικητικής Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου- Αλλάζουν όλα στις προθεσμίες, αναβαθμίζεται ο ρόλος του Συμβουλίου – Αλλαγές και στην πιλοτική δίκη με κόψιμο των πρόσθετων παρεμβάσεων – Μεταφορά ύλης στα Διοικητικά Δικαστήρια
Ένα δικονομικό “κόφτη” στις οίκοθεν αναβολές, εξαιτίας ελλιπούς προετοιμασίας και “άδειου” φακέλου, θέτει το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης , το οποίο μετά την ψήφιση των Κωδίκων και του νέου Δικαστικού Χάρτη, παρεμβαίνει πλέον δραστικά και στο Συμβούλιο Επικρατείας. Το νομοσχέδιο παρουσίασε αναλυτικά στο υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης και το dikastiko.gr , καταγράφει όλες τις βασικές αλλαγές που θα εισηγηθεί το νέο νομοσχέδιο. Εν ολίγοις με αυτό γίνεται “λίφτινγκ” της δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή επιχειρείται η ενίσχυση της προδικασίας με τη θέσπιση αυστηρών δικονομικών προθεσμιών και προϋποθέσεων, η επέκταση της διαδικασίας σε συμβούλιο, η ενίσχυση του ρόλου των Εισηγητών του Δικαστηρίου, ο εξορθολογισμός της κατανομής της δικαστηριακής ύλης μεταξύ των δικαστών, ο περιορισμός των αναβολών, καθώς και η συζήτηση στο ακροατήριο των πλέον σημαντικών υποθέσεων, εφόσον είναι ώριμες και εκκαθαρισμένες. Προβλέπονται επίσης διατάξεις περί μεταφοράς αρμοδιοτήτων στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και περί εξορθολογισμού της πιλοτικής δίκης (άρθρο 1 του ν. 3900/2010).
Αναβολές και καθυστερήσεις
Το σχέδιο προτείνεται τη σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, λαμβάνει υπόψη τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ), ενώ προηγήθηκε και εκπόνηση σχετικής μελέτης από εμπειρογνώμονες της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Τα προβλήματα είναι σαφή και ήδη γνωστά: Μεγάλη καθυστέρηση στον προσδιορισμό των υποθέσεων, συζήτηση μετά την πάροδο πολύ μεγάλου διαστήματος από την κατάθεσή τους, και μάλιστα κατόπιν πολλών αναβολών, μη αξιοποίηση της διαδικασίας σε Συμβούλιο, μη αξιοποίηση μεγάλου μέρους των δικαστών του Δικαστηρίου (Εισηγητών), μεγάλη καθυστέρηση στη δημοσίευση των αποφάσεων.
Χαρακτηριστικό είναι πως για να εκκαθαριστούν οι (αυτή τη στιγμή) εκκρεμείς υποθέσεις υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπήρχε καμία νεοεισερχόμενη – και με τους σημερινούς ρυθμούς εργασίας θα χρειάζονταν 3- 4 χρόνια, σύμφωνα με την παγκόσμια τράπεζα. Κι αυτό παρότι ο ρυθμός εκκαθάρισης των υποθέσεων κατά τα τελευταία έτη είναι θετικός (111% κατά το τελευταίο έτος), δηλαδή διεκπεραιώνονται κατ’ έτος περισσότερες υποθέσεις σε σχέση με όσες εισέρχονται. Όταν μάλιστα σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΣτΕ για το έτος 2022, την 1η.1.2022 εκκρεμούσαν στο Δικαστήριο 12.312 υποθέσεις, ενώ στις 31.12 του ίδιου έτους εκκρεμείς ήταν 11.881 υποθέσεις.
Η κάθε υπόθεση αποκτά “ονοματεπώνυμο” δικαστή
Οι αλλαγές- λύσεις που προτείνονται είναι οι εξής:
Ενισχύεται η προδικασία: Εν ολίγοις δε θα φθάνουν στο ακροατήριο αιτήσεις προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες ή γενικότερα υποθέσεις άνευ ουσιαστικού αντικειμένου. Για να γίνει αυτό η προδικασία θα είναι «εμπροσθοβαρής» , δηλαδή πριν από τη συζήτηση, ώστε, όταν η υπόθεση φθάνει στο ακροατήριο, να μπορεί να συζητηθεί χωρίς αναβολές και καθυστερήσεις.
Συγκεκριμένα, η υπόθεση αμέσως μετά την κατάθεσή της θα χρεώνεται σε δικαστή, Εισηγητή ή Πάρεδρο (εισηγητής προδικασίας). Η χρέωση των υποθέσεων κατά το στάδιο αυτό θα γίνεται αυτοματοποιημένα (βάσει αλγορίθμου), ώστε να επιτυγχάνεται η ταχεία αλλά και η ίση χρέωση των υποθέσεων, καθώς και η απαλλαγή των Προέδρων των Τμημάτων από μεγάλο φόρτο εργασίας, οι οποίοι πλέον θα εποπτεύουν απλώς τη διαδικασία προσδιορισμού των υποθέσεων.
Ο εισηγητής προδικασίας θα παρακολουθεί από την αρχή την πορεία της υπόθεσης, θα εντοπίζει έγκαιρα τυχόν τυπικές πλημμέλειες της προδικασίας (επιδόσεις, παρεμβάσεις, νομιμοποιήσεις) και θα κατευθύνει τους διαδίκους, ώστε οι πλημμέλειες αυτές να θεραπεύονται εγκαίρως, ενώ θα φροντίζει και για την έγκαιρη συγκέντρωση όλων των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης.
Η προδικασία θα ακολουθεί πλέον συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα:
–από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου εκκινεί δίμηνη προθεσμία για την επίδοσή του από τον αιτούντα διάδικο προς τον αντίδικο. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής θα έχει ως συνέπεια την οριστική θέση του δικογράφου στο αρχείο (δηλαδή την απόρριψή του),
– από την επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου εκκινεί τρίμηνη προθεσμία για την αποστολή του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης από τη Διοίκηση. Η μη τήρηση της προθεσμίας συνεπάγεται αυστηρές δικονομικές συνέπειες, καθώς το δικαστήριο θα μπορεί να συνάγει τεκμήριο ομολογίας υπέρ του αιτούντος. Δηλαδή το δημόσιο, που συνήθως καθυστερεί χαρακτηριστικά, θα χάνει τη δίκη.
–από την εκπνοή του τριμήνου που αρχίζει από την επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου εκκινεί προθεσμία 20 ημερών για την άσκηση προσθέτων λόγων.
Η αναβάθμιση του Συμβουλίου
Μετά την ολοκλήρωση της προδικασίας, οι υποθέσεις εισάγονται κατά κανόνα σε Συμβούλιο. Η σημαντική αλλαγή είναι η διεύρυνση των εξουσιών του δικαστικού αυτού σχηματισμού: Με τη διαδικασία σε συμβούλιο θα μπορούν πλέον με συνοπτική, ομόφωνη απόφαση, είτε να απορρίπτονται, είτε να γίνονται δεκτά τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα, εφόσον η υπόθεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες πραγματικές ή νομικές δυσχέρειες. Μέχρι σήμερα σε συμβούλιο εισάγονταν μόνο οι προδήλως απαράδεκτες, οι προδήλως αβάσιμες ή οι προδήλως βάσιμες αιτήσεις. Παρά το γεγονός ότι η εν συμβουλίω διαδικασία ισχύει επί σειρά ετών, εντούτοις μέχρι σήμερα δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα (με την σύντομη αυτή διαδικασία απορρίπτονται μόνο 200 με 250 υποθέσεις ετησίως).
Εισηγητές
Εξίσου σημαντικό στοιχείο της προτεινόμενης μεταρρύθμισης είναι η αξιοποίηση των νεότερων δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των Εισηγητών: εφεξής οι δικαστές με βαθμό Εισηγητή, που έχουν συμπληρώσει τριετή υπηρεσία, τοποθετούνται σε ένα Τμήμα, χρεώνονται υποθέσεις αυτοδύναμα (όχι μόνο ως βοηθοί Συμβούλων, όπως γινόταν μέχρι σήμερα) και μετέχουν με αποφασιστική ψήφο στη διαδικασία σε συμβούλιο ως εισηγητές της υπόθεσης. Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη Μελέτη που κατήρτισε η Παγκόσμια Τράπεζα, το έτος 2022 ποσοστό 76,4 % των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας διεκπεραιώθηκε από τους Παρέδρους του Δικαστηρίου, οι οποίοι αποτελούν μόλις το 38% του συνόλου των δικαστικών λειτουργών του Δικαστηρίου (σήμερα υπηρετούν 60 πάρεδροι).
Το φιλόδοξο σχέδιο είναι η αξιοποίηση και της νεότερης γενιάς δικαστών (σήμερα στο βαθμό του εισηγητή υπηρετούν 42 εισηγητές, 30 εκ των οποίων έχουν συμπληρώσει τριετία) για την ταχύτητα εκδίκασης των υποθέσεων αλλά και να φθάνουν στο ακροατήριο οι υποθέσεις με εκκαθαρισμένο το πραγματικό μέρος και τα νομικά ζητήματα που τίθενται, το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό του αριθμού αναβολών, οι οποίες θα χορηγούνται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις.
Απευθείας εισαγωγή
Παράλληλα, διατηρείται η δυνατότητα απευθείας εισαγωγής υπόθεσης στο ακροατήριο σε εξαιρετικές περιστάσεις ή σε ειδικές διαδικασίες (π.χ. διαφορές που ανακύπτουν κατά το στάδιο της ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων κατά το άρθρο 372 του ν. 4412/2016), καθώς και μετά από αίτηση του διαδίκου και σχετική απόφαση του Προέδρου του οικείου σχηματισμού. Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος εμμένει στην εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ακόμη και όταν η υπόθεση έχει απορριφθεί κατά τη διαδικασία σε συμβούλιο, προβλέπεται δυνατότητα συζήτησης στο ακροατήριο με καταβολή αυξημένου παραβόλου.
Παράλληλα θα τεθούν σε ισχύ κι άλλες διαδικασίες, π.χ όλες οι επιδόσεις θα διενεργούνται με επιμέλεια των διαδίκων, ενώ τίθεται όριο και στον αριθμό των σελίδων των δικογράφων, όπως ισχύει και στο ΔΕΕ.
Τέλος οι πρόσθετες παρεμβάσεις στις πιλοτικές δίκες
Ειδική ενότητα αποτελεί η μεταφορά κατηγοριών διαφορών, ως ακυρωτικές διαφορές ή διαφορές ουσίας, από το Συμβούλιο της Επικρατείας στην αρμοδιότητα των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Παράλληλα τροποποιείται, επίσης, το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 (πιλοτική δίκη) καθώς καταργείται ο θεσμός της παρέμβασης στην πιλοτική δίκη. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πρόσφατη απόφαση επί πιλοτικής δίκης παρενέβησαν περίπου 14.250 άτομα! Κρίθηκε λοιπόν ότι έχει παρατηρηθεί πως μέσω της παρεμβάσεως εισάγονται κατ’ ουσίαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς επίλυση όλες οι δίκες που είναι εκκρεμείς για το ίδιο ζήτημα, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο σκοπός της διατάξεως, ήτοι η σύντομη εκδίκαση της υποθέσεως . Σε αντιστάθμισμα, προκειμένου να διαφυλαχθεί και η ενότητα της νομολογίας, σε περίπτωση που κάποιο διοικητικό δικαστήριο δεν συμμορφωθεί σε απόφαση επί πιλοτικής δίκης, επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως ή αιτήσεως αναιρέσεως, ανεξαρτήτως των προϋποθέσεων του παραδεκτού του ν. 3900/2010 (ύψος του ποσού της διαφοράς, προβολή ισχυρισμών).