411 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:
Ως ακίνητο στερούμενο της αναγκαία δίοδο προς την οδό θεωρείται εκείνο που στερείται κάθε επικοινωνία με δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, αναγκαία για την εκμετάλλευση ή χρησιμοποίησή του, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και εκείνο που έχει μεν δίοδο, πλην όμως αυτή εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες του, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ακίνητο αστικό ή αγροτικό, οικοδομημένο εν μέρει ή ασκεπή χώρο, εντός ή εκτός σχεδίου. Λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Περιστατικά. Αόριστος ο λόγος αναίρεσης, όταν δεν εκτίθεται στο ακροατήριο, ότι ο ισχυρισμός που τον στηρίζει – και δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. – είχε προταθεί από τον ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό αναιρεσείοντα με λόγο έφεσης.
Αριθμός 411/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Κ. του Σ. , και 2)Μ. Κ. συζ. Α. , το γένος Ι. Τ. , κατοίκων … , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παντελή Κοκοτό.
Της αναιρεσίβλητης: Π. Κ. του Γ. , κατοίκου … , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Ζαχόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/9/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ζακύνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 866/2009 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/11/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 9/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1012 ΑΚ, “αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο, έχει δικαίωμα ο κυριός του να απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημίωσης”, κατά δε το άρθρο 1013 ίδιου Κώδικα, “η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για χρήση της, καθώς και η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι ως ακίνητο στερούμενο την αναγκαία δίοδο προς την οδό θεωρείται εκείνο που στερείται κάθε επικοινωνία με δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, αναγκαία για την εκμετάλλευση ή χρησιμοποίησή του, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και εκείνο που έχει μεν δίοδο, πλην όμως αυτή εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες του, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ακίνητο αστικό ή αγροτικό, οικοδομημένο εν μέρει ή ασκεπή χώρο, εντός ή εκτός σχεδίου. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές της παροχής διόδου, η έκταση του δικαιώματος για τη χρήση αυτής, οι διαστάσεις της, η κατεύθυνση και η επάρκειά της κρίνονται αντικειμενικά, σύμφωνα με τις κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής συγκεκριμένες συνθήκες, ενόψει και των αναγκών του ακινήτου, του προορισμού του και της θέσης ή της περιοχής αυτού, με κριτήρια δηλαδή την ωφέλεια του περίκλειστου ακινήτου και την ανάλογη θυσία του γειτονικού, ύστερα από στάθμιση των συμφερόντων των μερών, χωρίς το δικαστήριο να έχει υποχρέωση να δεχθεί το αίτημα του δικαιούχου ενάγοντος αναφορικά με τη χάραξη ή την τυχόν διαπλάτυνση της διόδου αν κρίνει ότι ο τρόπος αυτός είναι επιζήμιος (ΑΠ 757/2011 ΕλλΔνη 53.987, ΑΠ 684/2005/ ΕλλΔνη 48.1391). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικό περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: “Η ενάγουσα – εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσίβλητη) είναι κυρία ενός ακινήτου (οικοπέδου) εκτάσεως 111τ.μ. περίπου, που βρίσκεται, στη θέση …του δημοτικού διαμερίσματος …του Δήμου …. Το εν λόγω ακίνητο, μέσα στο οποίο υπάρχει οικία εμβαδού 40 τ.μ. περίπου, συνορεύει στην ανατολική πλευρά του με βράχο, κάτω από τον οποίο βρίσκεται ο αιγιαλός και ως προς τις λοιπές πλευρές του με ιδιοκτησία των εναγομένων εκκαλούντων (και ήδη αναιρεσειόντων). Το ακίνητο αυτό η εφεσίβλητη απέκτησε από αγορά, δυνάμει του υπ’ αριθμ…/1981 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ιωάννη Ζαμπάντη, που μεταγράφηκε νόμιμα….αρχικά κατά ψιλή κυριότητα και ήδη από το έτος 1990, μετά το θάνατο του επικαρπωτή πατέρα της, κατά πλήρη κυριότητα. Οι εκκαλούντες απέκτησαν το ακίνητο τους, εκτάσεως 3.782,09 τ.μ., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, δυνάμει του υπ’ αριθμ…/2004 συμβολαίου διανομής ακινήτων της συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ανδριανής Κλάδη – Κόκκινου που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα….Καθώς το ακίνητο της εφεσίβλητης είναι περίκλειστο, μη έχοντας διέξοδο προς δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό δρόμο, συστάθηκε, ήδη από το έτος 1982, δυνάμει του υπ’ αριθμ…/1982 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ι. Ζαμπάντη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα ίδια βιβλία…., πραγματική δουλεία διελεύσεως “πεζή”, η οποία διέρχεται από το ακίνητο των εκκαλούντων. Η ήδη υπάρχουσα δουλεία διόδου περιγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο, καθώς και στο επισυναπτόμενο στην αγωγή από 20-10-2004 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Β. . Αυτή αρχίζει από τον κοινοτικό δρόμο … με κατεύθυνση νότια. Αρχικά είναι μήκους 46 μέτρων σε ευθεία γραμμή και πλάτους 2 μέτρων και περιγράφεται με τα γράμματα Α- στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Στη συνέχεια κάμπτεται ανατολικά και συνεχίζει σε ευθεία μήκους 15 μέτρων και πλάτους 1 μέτρων, μετά τα 15 μέτρα κάμπτεται νότια επί ευθύγραμμου τμήματος μήκους 11,80 μέτρων και πλάτους 1 μέτρου, στη συνέχεια κάμπτεται ανατολικά σε ευθύγραμμο τμήμα μήκους 20,70 μέτρων και πλάτους 1 μέτρου. Μετά τα 20,70 μέτρα κάμπτεται νότια σε ευθύγραμμο τμήμα μήκους 23,60 μέτρων και πλάτους 1 μέτρων και τελικά κάμπτεται ανατολικά σε ευθύγραμμο τμήμα 14,40 μέτρων και πλάτους 1 μέτρου. Η παλιά δίοδος απεικονίζεται αναλυτικά στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα γράμματα α-β-γ-δ-ε-ζ-η-Η-Ζ-Ε-Δ-Γ-Β”-Β-β-Α. Σύμφωνα με τα άνω, η ήδη υπάρχουσα δουλεία διόδου στο αρχικό τμήμα της μήκους 46 μέτρων είναι πλάτους 2 μέτρων και στο υπόλοιπο τμήμα της είναι πλάτους 1 μέτρου. Η εφεσίβλητη χρησιμοποιούσε το ως άνω. ακίνητο της αρχικά ως εξοχική κατοικία, όμως ήδη από το έτος 1999 διαμένουν μόνιμα εκεί τα δύο τέκνα της. Εξάλλου και η ίδια διαμένει εκεί αρκετούς μήνες του έτους (καλοκαίρι -Χριστούγεννα – Πάσχα). Η μόνιμη εγκατάσταση των τέκνων της ανωτέρω διαδίκου στο προαναφερόμενο ακίνητο, αλλά .και η πιο συχνή χρήση του και από την ίδια, έχει δημιουργήσει πρόσθετες ανάγκες που καθιστούν ανεπαρκή την περιγραφόμενη πιο πάνω στενή δίοδο. Συγκεκριμένα, λόγω του μικρού πλάτους της (ενός μόνο μέτρου, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της), μόνο πεζή μπορούν να διέρχονται, μέσω αυτής, οι ένοικοι ή οι επισκέπτες της οικίας της εφεσίβλητης. Η με τον τρόπο όμως αυτόν διέλευση, δεν εξυπηρετεί πλέον, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τις ανάγκες του ακινήτου, σύμφωνα με τον προορισμό του. Και τούτο γιατί, λόγω και της μεγάλης κοινωνικής και τεχνολογικής εξέλιξης των τελευταίων ετών, παρίσταται ανάγκη πρόσβασης του επίδικου ακινήτου και με τροχοφόρα οχήματα. Ειδικότερα απαιτείται να υπάρχει δυνατότητα διέλευσης, πλην του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, πυροσβεστικού οχήματος, ασθενοφόρου οχήματος, οχήματος εκκενώσεως βόθρων (στο εν λόγω ακίνητο υπάρχουν βόθροι), μικρού φορτηγού αυτοκινήτου για τη μεταφορά επίπλων, αλλά και υλικών για επισκευή ή ανακαίνιση της οικίας (η ύπαρξη αυθαίρετης προσθήκης στην οικία δεν ασκεί εδώ έννομη επιρροή) κλπ. Για την ανεπάρκεια της υπάρχουσας διόδου, η οποία άλλωστε προκύπτει και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατέθεσε ακόμα και ο μάρτυρας που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από την πλευρά των εκκαλούντων. Σύμφωνα και με το μάρτυρα αυτόν, τις ανάγκες του δεσπόζοντος ακινήτου θα εξυπηρετούσε μόνο μία δίοδος πλάτους τουλάχιστον 3 μέτρων. Στο σημείο αυτό κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός των εκκαλούντων που επαναφέρεται με την υπό κρίση έφεση ότι η υπάρχουσα στενή δίοδος είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ακινήτου της αντιδίκου τους. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η προσφορότερη και λιγότερο επιζήμια δίοδος είναι εκείνη που περιγράφεται στην αγωγή, δηλαδή αυτή που θα προκύψει με διαπλάτυνση της ήδη υπάρχουσας διόδου που δημιουργήθηκε με τη σύσταση της παραπάνω αναφερόμενης δουλείας, όπως περιγράφεται στο ίδιο πιο πάνω τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Β. και συγκεκριμένα ως εξής: Αρχικά από τον κοινοτικό δρόμο … και σε ευθεία μήκους 49 μέτρων, με κατεύθυνση νότια, θα γίνει διαπλάτυνση 1 μέτρου όπως περιγράφεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα γράμματα Α-Β-ΒΖ-Β’-ΒΙ-Α’-Α. Το τμήμα αυτό θα συνορεύει με την ήδη υπάρχουσα δίοδο πλάτους 2 μέτρων με το ακίνητο των εναγομένων και με τον κοινοτικό δρόμο …, θα είναι δε εμβαδού 49 τ.μ. Στη συνέχεια θα κάμπτεται ανατολικά και θα συνεχίζει σε ευθεία γραμμή μήκους 15 μέτρων, όπως αυτό περιγράφεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα γράμματα Β-Β2-Γ-Γ1-Γ-Β1-Β-Β1, θα είναι πλάτους 2 μέτρων και θα συνορεύει με την ήδη υπάρχουσα δίοδο και με υπόλοιπη ιδιοκτησία των εκκαλούντων, το δε εμβαδό της θα είναι 30 τ.μ. Εν συνεχεία και μετά τα 15 μέτρα θα κάμπτεται νότια επί ευθύγραμμου τμήματος μήκους 11,80 μέτρων και θα είναι πλάτους 2 μέτρων (γράμματα Γ1-Δ-Δ”-Δ’ -Δ1-Γ-Γ1 του τοπογραφικού διαγράμματος) και θα συνορεύει με ήδη υφιστάμενη δίοδο και με υπόλοιπη ιδιοκτησία των εκκαλούντων, το δε εμβαδόν της θα είναι 23,60 τ.μ. Στη συνέχεια θα κάμπτεται ανατολικά σε ευθύγραμμο τμήμα μήκους 20,70 μέτρων και πλάτους 2 μέτρων (γράμματα Δ-Ε-ΕΙ-Ε’ -Δ”-Δ του τοπογρ. διαγράμματος) και θα συνορεύει με ήδη υφιστάμενη δίοδο και με υπόλοιπη ιδιοκτησία των εκκαλουντων, το δε εμβαδό της θα είναι 41,40 τ.μ. Μετά τα 20,70 μέτρα θα κάμπτεται νότια σε ευθύγραμμο τμήμα μήκους 23,60 μέτρων και πλάτους 2 μέτρων (γράμματα Ε1-Ζ-Ζ”-Ζ’ -ΖΙ-Ε’-ΕΙ), θα συνορεύει με ήδη υφιστάμενη δίοδο και με υπόλοιπη ιδιοκτησία των εκκαλουντων και το εμβαδό της θα είναι 47,20 τ.μ. Τελικά θα κάμπτεται ανατολικά σε ευθύγραμμο τμήμα μήκους 14,40 μέτρων και πλάτους 2 μέτρων, όπως αναλυτικά απεικονίζεται στο ίδιο διάγραμμα με γράμματα Ζ-Ζ”-Η’-Η-Ζ. Το τμήμα αυτό θα συνορεύει με ιδιοκτησία εκκαλούντων, με την υφιστάμενη δίοδο και με βράχο, ενώ θα είναι συνολικού εμβαδού 28,80 τ.μ. Προκειμένου όμως να είναι ευχερής η διέλευση των τροχοφόρων οχημάτων, μέσω της επίδικης διόδου, πρέπει να γίνει διαμόρφωση των γωνιών αυτής, όπως εμφαίνεται στο ίδιο διάγραμμα με τα γράμματα Γ, Ε’, ζ, πράγμα που σημαίνει ότι σε κάθε γωνία θα υπάρχει δίοδος επιπρόσθετου εμβαδού 0,49 τ.μ. Η δίοδος αυτή, συνολικού εμβαδού 221,47 τ.μ., που δεν αποτελεί, παρά διαπλάτυνση της ήδη υπάρχουσας, είναι η πλέον πρόσφορη και δημιουργεί, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τη μικρότερη επιβάρυνση στο ακίνητο των εκκαλούντων, αφού κατά το μέγιστο τμήμα της, βαίνει παράλληλα με τα όρια του και δεν το διχοτομεί περαιτέρω. Σημειώνεται ότι η αποκοπή μικρού τμήματος στη βόρεια πλευρά του, έγινε το έτος 1982, με τη σύσταση της ήδη υπάρχουσας διόδου, κατόπιν κοινής βούλησης των τότε ιδιοκτητών των ακινήτων”. Ακολούθως, το Εφετείο έκρινε, ότι πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, ότι “η προτεινόμενη από αυτούς δίοδος είναι πιο πρόσφορη και λιγότερο επαχθής”. Ειδικότερα – όπως το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε – οι εκκαλούντες προτείνουν τη δίοδο που περιγράφεται στο προσκομιζόμενο από αυτούς τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Κ. Σ. με πράσινο χρώμα και συνορεύει εν μέρει με ιδιοκτησία εκκαλούντων και εν μέρει με ιδιοκτησίες Π. Μ. και Ν. Κ. . Η διάνοιξη όμως της διόδου αυτής, πέραν του ότι θα διχοτομήσει το πολύ μικρότερης έκτασης ακίνητο του Ν. Κ. , επιπλέον είναι δυσχερέστατη και απαιτεί μεγάλη δαπάνη, καθόσον από το σημείο που προτείνεται να διέλθει υπάρχει χαντάκι βάθους 1 μέτρου. Για το γεγονός αυτό κατέθεσε ο μάρτυρας αποδείξεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν αμφισβητήθηκε από την άλλη πλευρά. Άλλωστε από το ότι για τη σύσταση της ήδη υπάρχουσας δουλείας διόδου προτιμήθηκε, το έτος 1982, το ακίνητο των εκκαλούντων καταδεικνύει ότι η διέλευση μέσω αυτού είναι ευχερέστερη και προσφορότερη”. Δέχτηκε δε στη συνέχεια το πιο πάνω Δικαστήριο, ότι “Σύμφωνα με όλα τα περιστατικά που αναφέρονται αναλυτικά παραπάνω, ενόψει και της έκτασης του ακινήτου των εκκαλούντων (3.782,09 τ.μ.), η απολύτως αναγκαία διαπλάτυνση της ήδη υπάρχουσας διόδου, κατά δύο μέτρα, ώστε να διευκολύνεται η διέλευση οχημάτων προς εξυπηρέτηση των αναγκών του δεσπόζοντος ακινήτου, δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, έστω και αν το δουλεύον ακίνητο βαρύνεται και με άλλη δίοδο υπέρ των επίσης όμορων ακινήτων των Ι. Λ. και Στ. Σ. ” και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης από μέρους της ενάγουσας του επίδικου δικαιώματος. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο – αφού προσδιόρισε και την καταβλητέα αποζημίωση των εκκαλούντων, που αφορά τη μείωση της αξίας του ακινήτου τους, συνεπεία της παροχής της επίδικης διόδου, στο συνολικό ποσό των 17.510,25 ευρώ- (κεφάλαιο κατά το οποίο δεν βάλλεται με λόγο αναίρεσης η προσβαλλόμενη απόφαση), δέχτηκε εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν την ένδικη – από 6.9.2006 – αγωγή περί παροχής διόδου της αναιρεσίβλητης και απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο σωστά τις προμνημονευθείσες διατάξεις του ΑΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία και ως προς την παραδοχή της αγωγής και ως προς την απόρριψη της άνω – από την ΑΚ 281 – ένστασης των αναιρεσειόντων. Ούτε παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1124 ΑΚ, την οποία – ως αφορώσα στην έκταση της δουλείας που έχει συσταθεί με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία – ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον υπό τα ανωτέρω πραγματικά δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της.
Συνεπώς, οι λόγοι της αναίρεσης πρώτος, δεύτερος και τρίτος από τον αριθμό 1 και έκτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ως πράγμα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, η λήψη ή μη υπόψη του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον οικείο αναιρετικό λόγο, αποτελεί και η βάση της αγωγής (κύρια ή επικουρική), καθώς και τα προς θεμελίωση αυτής περιστατικά. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.α’του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας προς θεμελίωση της βάσης της ένδικης περί παροχής διόδου αγωγής, δηλαδή, ότι “λόγω και της μεγάλης κοινωνικής και τεχνολογικής εξέλιξης των τελευταίων ετών, παρίσταται ανάγκη πρόσβασης του επίδικου ακινήτου και με τροχοφόρα οχήματα”, χωρίς ο αυτοτελής πραγματικός αυτός ισχυρισμός να έχει προταθεί νομίμως με την ένδικη αγωγή της ή τις προτάσεις της στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, αφού, όπως δέχθηκε το Εφετείο και προκύπτει και από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), στην τελευταία εκτίθεται ότι είναι αναγκαία η επικοινωνία του ακινήτου της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και με τροχοφόρα οχήματα και ειδικότερα ότι απαιτείται να υπάρχει δυνατότητα διέλευσης, πλην του ΙΧΕ αυτοκινήτου, πυροσβεστικού οχήματος, ασθενοφόρου οχήματος, οχήματος εκκένωσης βόθρων, μικρού φορτηγού αυτοκινήτου για τη μεταφορά επίπλων, αλλά και υλικών για επισκευή ή ανακαίνιση της – υπάρχουσας στο εν λόγω ακίνητο – οικίας, στην οποία ήδη (από το έτος 1999) διαμένουν μόνιμα τα τέκνα της και η ίδια αρκετούς μήνες του έτους.
ΙΙΙ. Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ’ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την ουσιαστική παραδοχή της ένδικης περί παροχής διόδου αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και ειδικότερα, α)τις αποφάσεις 505/2006 του Εφετείου Πατρών και 54/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου, με τις οποίες τα ακίνητά τους έχουν επιβαρυνθεί το μέγιστο με τελεσίδικα επιδικασθείσες δουλείες διόδου υπέρ τρίτων, β)το από Σεπτεμβρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Κ. Σ. , όπου εμφαίνεται η από αυτούς προταθείσα δίοδος με πράσινο χρώμα, γ)το …/2004 συμβόλαιο διανομής της συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ανδριανής Κλάδη Κόκκινου, στο οποίο περιγράφονται τα δύο ξεχωριστά και αυτοτελή οικόπεδά τους εμβαδού 3600,70 τ.μ. και 354,84 τ.μ., αντίστοιχα, δ)το …/1981 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ιωάννη Ζαμπάτη με το επ’αυτού συνημμένο από 17.9.1967 σχεδιάγραμμα του γεωμέτρη Ι. Κ. , όπου ρητά αναφέρεται ότι το ακίνητο της αναιρεσίβλητης εξυπηρετείται με εμβασία πλάτους 1,50 μ. προς τη θάλασσα και όχι με την επίδικη λωρίδα γης της οποίας αυτή ζητά τη διαπλάτυνση, επί της οποίας όμως συστάθηκε δουλεία διέλευσης μόνο πεζή με το …/1982 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ιωάννη Ζαμπάτη και ε) τις προσαχθείσες και επικληθείσες από αυτούς φωτογραφίες της περιοχής και των εμβασιών, ήτοι έγγραφα που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες, με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο εξεταζόμενος αυτός αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και από “τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και α)οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες και τοπογραφικά διαγράμματα…”, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, από τα οποία μάλιστα την 505/2006 απόφαση του Εφετείου Πατρών, το πιο πάνω τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Κ. Σ. , τα πιο πάνω …/2004, …/1981 και …/1982 συμβόλαια και τις προεκτεθείσες φωτογραφίες μνημόνευσε ρητά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση των λοιπών (ήτοι της πιο πάνω 54/2003 απόφασης και του προμνημονευθέντος από 17.9.1967 σχεδιαγράμματος). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι ηττώνται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.11.2010 αίτηση των 1)Α. Κ. του Σ. και της Έ. κ.α. για αναίρεση της 866/2009 απόφασης του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ