Αποδεικτικά μέσα
Αποδεικτικά μέσα κατά τον ΚΠολΔ είναι τα έγγραφα, οι ένορκες βεβαιώσεις, οι μάρτυρες, η ομολογία, τα δικαστικά τεκμήρια, η εξέταση των διαδίκων, η πραγματογνωμοσύνη και η αυτοψία άρ. 339 ΚΠολΔ.
Αντικείμενο απόδειξης
Κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του ΑΠ 946/2015 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το πραγματικό γεγονός αποτελεί αντικείμενο απόδειξης, μόνο αν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρ. 335 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) άρ. 335 ΚΠολΔ. Το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, αν επιδρά στο διατακτικό της απόφασης ΑΠ 1051/2017 σκέψ. IV.
Βάρος απόδειξης
Με τη διάταξη του άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση ΑΠ 946/2015 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε
- υποκειμενικό ΑΠ 946/2015, και
- αντικειμενικό ΑΠ 946/2015.
Το υποκειμενικό βάρος απόδειξης προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν την αξίωσή του ΑΠ 946/2015. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης με το άρ. 14 του ν. 2915/2001 και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρ. 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις ΑΠ 946/2015 άρ. 270 ΚΠολΔ άρ. 14 ν. 2915/2001. Στις ειδικές διαδικασίες δεν τίθεται θέμα παραβίασης του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, και δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ ΑΠ 946/2015 άρ. 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ. Αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας ΑΠ 946/2015. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού του διαδίκου που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας, στοιχειοθετεί τον λόγο αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ ΑΠ 946/2015 άρ. 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ.
Αρνητικό γεγονός
Κατά μια άποψη, ο αρνητικός χαρακτήρας ισχυρισμού που περιλαμβάνει αρνητικό γεγονός δεν επιτρέπει σχετική απόδειξη 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Αρνητικό γεγονός αποτελεί και η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Επί αγωγής αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης ομόρρυθμης εταιρείας ορισμένου χρόνου μετά από άκαιρη καταγγελία αυτής χωρίς σπουδαίο λόγο, δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδείξει την ανυπαρξία σπουδαίου λόγου καταγγελίας της εταιρείας, καθώς πρόκειται για αρνητικό γεγονός ΑΠ 536/2002. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος, που κατήγγειλε την εταιρεία, για να απαλλαγεί από την υποχρέωση προς αποζημίωση, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου σπουδαίου λόγου, καθώς αυτός άσκησε την καταγγελία ένεκα ορισμένου λόγου, τον οποίο αυτός γνωρίζει και ο οποίος αποτελεί γι’ αυτόν θετικό γεγονός, ενώ ο ενάγων δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει τον λόγο αυτό, ο οποίος βρίσκεται εκτός της σφαίρας γνώσης του ενάγοντα ΑΠ 536/2002 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν ο οφειλέτης ανέλαβε με συμβολαιογραφικό έγγραφο να εκπληρώσει την παροχή του σε συγκεκριμένη ημέρα, και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης αυτής να καταβάλει χρηματικό ποσό ως ποινική ρήτρα μόνο με την πάροδο της ημέρας αυτής, ο δανειστής μπορεί με το συμβόλαιο, το οποίο αποτελεί εκτελεστό τίτλο, να επισπεύσει σε βάρος του οφειλέτη αναγκαστική εκτέλεση για το ποσό της καταπίπτουσας ποινικής ρήτρας εξαιτίας της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εκτέλεσης της κύριας παροχής, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ότι η κύρια παροχή δεν εκτελέστηκε ή τους λόγους της υπερημερίας του οφειλέτη, καθώς δεν πρέπει να επιβάλλεται στον δανειστή επισπεύδοντα να αποδείξει το αρνητικό γεγονός της μη εκπλήρωσης της κύριας παροχής, απόδειξη που είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Ο οφειλέτης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης, ασκώντας ανακοπή κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, ισχυριζόμενος ότι η μη εκτέλεση της παροχής του ή ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Κατά μια άποψη, ο πραγματογνώμονας δεν μπορεί να βεβαιώσει με γραφολογική πραγματογνωμοσύνη το αρνητικό γεγονός ότι συγκεκριμένο άτομο δεν έβαλε την υπογραφή του επί εγγράφου 1724/2011 Πεντ.Εφ.Θεσσαλονίκης ΑΠ Ποιν. 587/2013.
Λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου
Το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο ΑΠ 314/2021 σκέψ. X άρ. 559 αριθ. 11 περ. τρίτη ΚΠολΔ άρ. 335 ΚΠολΔ άρ. 338 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 340 ΚΠολΔ άρ. 346 ΚΠολΔ. Η επίκληση του αποδεικτικού μέσου είναι σαφής και ορισμένη, αν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του ΑΠ 384/2023. Ως πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων νοείται η πεποίθηση για την αλήθεια ή μη των πραγματικών τους ισχυρισμών ΑΠ 946/2015. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το έχει προσκομίσει (αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 80/2015 σκέψ. IV) ΑΠ 1707/2009 άρ. 346 ΚΠολΔ. Το αποδεικτικό μέσο που έχει προσκομίσει ένας διάδικος καθίσταται κοινό αποδεικτικό μέσο, και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και για την απόδειξη ισχυρισμών άλλου διαδίκου, ακόμη και του αντιδίκου εκείνου που προσκόμισε το αποδεικτικό μέσο ΑΠ 161/2017 άρ. 346 ΚΠολΔ. Αν συνεκδικαστούν αγωγές, τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται από τους διαδίκους καθίστανται κοινά ΑΠ 946/2015. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή, η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία ΑΠ 946/2015. Αν συνεκδικαστούν εφέσεις, τα αποδεικτικά μέσα καθίστανται κοινά ΑΠ 131/2022. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία ΑΠ 131/2022. Αν το αποδεικτικό μέσο προσκομίζεται στην κατ’ έφεση δίκη εντός της προθεσμίας της κατάθεσης προσθήκης στη διαδικασία των ειδικών διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των αγωγικών ή ανταγωγικών ισχυρισμών των διαδίκων και γενικώς των αυτοτελών ισχυρισμών τους που προτάθηκαν πρωτόδικα και επαναφέρονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή ήδη παραδεκτώς προτείνονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη, ως μη νομίμως επικληθέν, αν δεν χρησιμεύει αποκλειστικά και μόνο για την αντίκρουση (αυτοτελών) ισχυρισμών του αντιδίκου, που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση ΑΠ 1405/2009 άρ. 681 ΚΠολΔ άρ. 670 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 681 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού μέσου
Ως αποδεικτική δύναμη των διάφορων αποδεικτικών μέσων νοείται η επίδραση που έχει ή μπορεί να έχει κάποιο αποδεικτικό μέσο στον σχηματισμό της πεποίθησης του δικαστή ΑΠ 394/2011. Τα αποδεικτικά μέσα είναι κατά τον νόμο ισοδύναμα, και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη ΑΠ 175/2019.
Κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα
Για τα κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού τα εκτιμήσει “ελεύθερα” ΑΠ 175/2019 άρ. 340 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις, το αν το αποδεικτικό μέσο είναι αξιόπιστο ανήκει στην κυριαρχική και αναιρετικά ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας ΑΠ 983/2007 άρ. 340 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα, μεταξύ άλλων,
- τις μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου ΑΠ 479/2010 σκέψ. 4 άρ. 340 ΚΠολΔ, και
- τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ΑΠ 579/2011 άρ. 340 ΚΠολΔ, και
- τα δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 81/2007, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις μαρτύρων σε άλλη πολιτική δίκη ΑΠ 479/2010 σκέψ. 4 άρ. 340 ΚΠολΔ ή κατά την ποινική διαδικασία ΑΠ 1696/2022.
Αποδεικτικά μέσα με αυξημένη αποδεικτική δύναμη
Αποδεικτικά μέσα με αυξημένη αποδεικτική δύναμη είναι, μεταξύ άλλων,
- η δικαστική ομολογία ΑΠ 175/2019 άρ. 352 ΚΠολΔ, και
- τα έγγραφα τα οποία παράγουν πλήρη απόδειξη ΑΠ 175/2019 άρ. 438 ΚΠολΔ άρ. 439 ΚΠολΔ άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 441 ΚΠολΔ άρ. 445 ΚΠολΔ.
Υποστατό του αποδεικτικού μέσου
Το δικαστήριο κατ’ αρχήν δεν μπορεί να λάβει υπόψη του ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 908/2017 σκέψ. II. Και αυτό, ακόμη και αν στο δικαστήριο επιτρέπεται να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, καθώς η απόκλιση του να λαμβάνει το δικαστήριο υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου δεν εκτείνεται και στο να παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα ΑΠ 908/2017 σκέψ. II. Αν η υπόθεση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο είναι, μεταξύ άλλων
- η ένορκη κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ΑΠ 908/2017 σκέψ. II ΑΠ 1386/2005 άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 64 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ άρ. 415 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 416 ΚΠολΔ άρ. 417 ΚΠολΔ άρ. 418 ΚΠολΔ άρ. 419 ΚΠολΔ άρ. 420 ΚΠολΔ άρ. 61 ΑΚ άρ. 65 ΑΚ άρ. 67 ΑΚ άρ. 70 ΑΚ, και
- η ένορκη βεβαίωση του διαδίκου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II ΑΠ 1386/2005 άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 64 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ άρ. 415 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 416 ΚΠολΔ άρ. 417 ΚΠολΔ άρ. 418 ΚΠολΔ άρ. 419 ΚΠολΔ άρ. 420 ΚΠολΔ άρ. 61 ΑΚ άρ. 65 ΑΚ άρ. 67 ΑΚ άρ. 70 ΑΚ, και
- η δικαστική ή εξώδικη ομολογία που ανακλήθηκε (ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο) ΑΠ 365/2017.
Παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου
Αν δεν συντρέχουν οι όροι του παραδεκτού για το αποδεικτικό μέσο, το αποδεικτικό μέσο είναι απαράδεκτο ΑΠ 394/2011. Αν το αποδεικτικό μεσο πληροί τους όρους του νόμου, μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ανεξαρτήτως της διαδικασίας εκδίκασης. Και αυτό, μεταξύ άλλων,
- στην τακτική διαδικασία, αν
- η αγωγή κατατέθηκε από 25-07-2011 έως και 31-12-2015, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 αλλά όχι στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η αγωγή κατατέθηκε από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής εντός του χρονικού διαστήματος από 29-05-2001 έως και 24-07-2011, και η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί εντός του χρονικού διαστήματος από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011).
Αν το αποδεικτικό μέσο δεν πληροί τους όρους του νόμου, επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο μόνο αν το δικαστήριο επιτρέπεται να λάβει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν το δικαστήριο επιτρέπεται να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, το αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου δεν είναι απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 3 ΑΠ 1462/1996 άρ. 454 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο δεν επιτρέπεται να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, το αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου είναι απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 3 ΑΠ 1462/1996 άρ. 454 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο λάβει υπόψη του απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 3 άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ Μη επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα είναι, μεταξύ άλλων,
- οι καταθέσεις μαρτύρων, αν πρόκειται να αποδειχθεί σύμβαση αξίας πάνω από το όριο του άρ. 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, και δεν συντρέχει εξαιρετικός λόγος που επιτρέπει την απόδειξη ΑΠ 394/2011 άρ. 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, ή
- οι καταθέσεις μαρτύρων, αν ο ισχυρισμός έπρεπε να αποδειχθεί μόνο εγγράφως ΑΠ 394/2011.
Αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου
Αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου είναι, μεταξύ άλλων,
- έως και 31-12-2015, η ένορκη κατάθεση μάρτυρα εξαιρετέου κατ’ άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015, και
- έως και 31-12-2015, η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα εξαιρετέου κατ’ άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015.
Λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου
Ως λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου νοείται ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα εκτιμούνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, και όχι απλά επικουρικά σε σχέση με αυτά ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Το αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο. Και αυτό,
- στην τακτική διαδικασία, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ’ άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, και, μεταξύ άλλων,
- η αγωγή κατατέθηκε από 25-07-2011 έως και 31-12-2015, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 αλλά όχι στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η αγωγή κατατέθηκε από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής εντός του χρονικού διαστήματος από 29-05-2001 έως και 24-07-2011, και η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί εντός του χρονικού διαστήματος από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011),
- στην ειδική διαδικασία του ΚΠολΔ
- των πιστωτικών τίτλων Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των μισθωτικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των εργατικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 ΑΠ 579/2011 άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των αυτοκινητικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ,
- στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ΑΠ Ποιν. 120/2010, και
- στην εκούσια δικαιοδοσία ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2.
Εκούσια δικαιοδοσία και αποδεικτικά μέσα
Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους το νόμου, ακόμη και αποδεικτικά μέσα πέραν των οριζόμενων στο άρ. 339 ΚΠολΔ ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Και αυτό, γιατί στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, και η εξουσία του δικαστηρίου στο ανακριτικό σύστημα για λήψη υπόψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από τον νόμο, και άρα είναι απεριόριστη ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2 άρ. 744 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Στην εκούσια δικαιοδοσία, εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού, και εξακρίβωσης πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αυτών που δεν προτάθηκαν, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος αφορά τόσο στις γνήσιες όσο και στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας είναι αυτές οι ιδιωτικές διαφορές τις οποίες ο νόμος παραπέμπει προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λόγω της απλότητας και της συντομίας από την οποία κυριαρχείται ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Το ανακριτικό σύστημα στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ισχύει η ελεύθερη απόδειξη, δηλαδή το δικαστήριο, με εξαίρεση μόνο τη διεξαγωγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, δεν δεσμεύεται από αποδεικτικούς κανόνες και μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση από όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν οι διάδικοι κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προς απόδειξη των ουσιωδών ισχυρισμών τους ΑΠ 1357/2010 άρ. 740 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Περιορισμός αποδεικτικών μέσων με σύμβαση
Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα με εξώδικες δικονομικές συμβάσεις να καθορίζουν ότι ορισμένο κρίσιμο για τις σχέσεις τους γεγονός αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο με ορισμένο μέσο, είτε αυτό περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ή άλλο νόμο αποδεικτικά μέσα είτε όχι ΑΠ 1746/2013 άρ. 361 ΑΚ. Κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, δεν ισχύει ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 2162/2013 σκέψ. I άρ. 650 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η δικονομική σύμβαση περί επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων είναι έγκυρη, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη ΑΠ 1746/2013.
Διαχρονικό δίκαιο
Κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 1645/1995. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 660/1992 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, η δύναμη των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 197/1986 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Κατά δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συνέβησαν τα προς απόδειξη γεγονότα ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Και αυτό, κατά τη δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρ. 20 έως 22 ΕισΝΚΠολΔ, καθώς,
- αν μεν ο νεότερος νόμος δεν επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο, δεν θα ήταν ορθό να στερηθούν οι ενδιαφερόμενοι αργότερα αποδεικτικό μέσο που επιτρέπονταν κατά τον χρόνο της σύστασης της σχέσης, ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ,
αν δε ο νεότερος νόμος επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπονταν, ο νόμος χορηγεί κατ’ ουσίαν νέο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Αν, κατά την παλιότερη διάταξη, ο μάρτυρας ήταν ικανός και μη εξαιρούμενος, και, κατά τη νεότερη διάταξη, ο μάρτυρας είναι ανίκανος και εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983. Αν, κατά την παλιότερη διάταξη, ο μάρτυρας ήταν ανίκανος και εξαιρούμενος, και, κατά τη νεότερη διάταξη, ο μάρτυρας είναι ικανός και μη εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983. Από 07-02-2019, οι έννομες συνέπειες από τη δημοσίευση των Φύλλων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) επέρχονται από την καταχώριση των ΦΕΚ στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου άρ. 13 παρ. 4 εδ. 1 ν. 3469/2006 άρ. 55 ν. 4590/2019 άρ. 83 ν. 4590/2019. Από 07-02-2019, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν δεν είναι δυνατή η καταχώριση στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, για λόγους τεχνικούς ή ανωτέρας βίας, οι έννομες συνέπειες επέρχονται από τη δημοσίευση των ΦΕΚ σε έντυπη μορφή άρ. 13 παρ. 4 εδ. 2 ν. 3469/2006 άρ. 55 ν. 4590/2019 άρ. 83 ν. 4590/2019 (ΦΕΚ Α 17/07-02-2019).
Ένορκη βεβαίωση
Ενημέρωση για ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν
Προθεσμία κλήτευσης σε ένορκη βεβαίωση
Αν κατά τη συζήτηση ακολουθείται η Η ειδική διαδικασία αφορά σε Στην τακτική διαδικασία, η προθεσμία κλήτευσης του αντιδίκου είναι 2 εργάσιμες ημέρες πριν τη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Η προθεσμία ξεκινά από την επομένη της επίδοσης της κλήσης 115/2006 Εφ.Λάρισας άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα και η ένορκη κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο είναι ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα ΑΠ 579/2011. Το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ελεύθερα το αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα στο ακροατήριο ΑΠ 579/2011. Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1730/2022 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 36 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011). Και αυτό, από 25-07-2011 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 36 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011).
Ένορκη βεβαίωση του διαδίκου ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο
Αν δώσει ένορκη βεβαίωση
- ο διάδικος, ή
- πρόσωπο που για την ταυτότητα του νομικού λόγου εξομοιώνεται με διάδικο,
η ένορκη αυτή βεβαίωση είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) ΑΠ 1386/2005 άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 64 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ άρ. 415 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 416 ΚΠολΔ άρ. 417 ΚΠολΔ άρ. 418 ΚΠολΔ άρ. 419 ΚΠολΔ άρ. 420 ΚΠολΔ άρ. 61 ΑΚ άρ. 65 ΑΚ άρ. 67 ΑΚ άρ. 70 ΑΚ. Και αυτό, γιατί ο διάδικος, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και το πρόσωπο που εξομοιώνεται με διάδικο, δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, καθώς δεν είναι τρίτος, και γι’ αυτό δεν μπορεί να έχει (κατ’ αρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ενώ κατά την αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία ο διάδικος μπορεί να είναι μάρτυρας, θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος, λύση η οποία είναι προδήλως άτοπη ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α). Το ανυπόστατο του αποδεικτικού μέσου είναι ανεξάρτητο από το αν είχε προηγουμένως προβληθεί ή όχι σχετική εναντίωση του αντιδίκου του προσκομίζοντα το αποδεικτικό μεσο ΑΠ 397/2016 σκέψ. 1. Με τον διάδικο εξομοιώνεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όσον αφορά το υποστατό της ένορκης βεβαίωσής του,
- ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου το οποίο είναι διάδικος ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α), και
- ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου (για τις ανώνυμες εταιρείες τέτοιος είναι ο διευθύνων σύμβουλος άρ. 18 ν. 2190/1920 άρ. 22 ν. 2190/1920) ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) ΑΠ 1386/2006, και
- το μέλος της διοίκησης του διαδίκου νομικού προσώπου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α).
Για τον αποκλεισμό του διαδίκου από το να δίνει ένορκη βεβαίωση, απαιτείται η ιδιότητα του διαδίκου να υπάρχει κατά τον χρόνο της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) ΑΠ 1608/2010 σκέψ. 5 άρ. 415 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί αν η ιδιότητα του διαδίκου προϋπήρχε και εξέλιπε, ή αν επήλθε μετά την κατάθεσή του, η ένορκη βεβαίωσή του είναι έγκυρη, και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ΑΠ 1608/2010 σκέψ. 5 άρ. 415 ΚΠολΔ. Αν ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση διαδίκου ή άλλου προσώπου, το οποίο για την ταυτότητα του νομικού λόγου εξομοιώνεται με διάδικο, και δεν προκύπτει από την απόφαση ότι κατά τον χρόνο της ένορκης βεβαίωσης ο μάρτυρας είχε την ιδιότητα του διαδίκου ή αντίστοιχη, δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ περί λήψης υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ. Αν υπάρχει προθεσμία κλήτευσης και δεν τηρηθεί, και ο αντίδικος δεν παραστεί κατά την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 381/2010, η ένορκη βεβαίωση είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο, όχι απλά άκυρη, και δεν λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο ΑΠ 579/2011 ΑΠ 381/2010 ΑΠ 85/2001. Αν το δικαστήριο λαβει υπόψη τέτοια ένορκη βεβαίωση, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για λήψη υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου ΑΠ 1707/2009 ΑΠ 682/2000 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. Αν η προθεσμία κλήτευσης είναι 2 ημερών, για να ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση που προσκομίζεται από τον διάδικο, πρέπει, σωρευτικά,
- η ένορκη βεβαίωση να έχει συνταχτεί πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης του δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζεται η ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η ένορκη βεβαίωση να έχει ληφθεί μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η κλήση να έχει επιδοθεί στον αντίδικο τουλάχιστον 2 ημέρες πριν τη ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009.
Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν νομότυπα κατά το άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 579/2011 άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ. Οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια των άρ. 339 ΚΠολΔ και άρ. 342 επ. ΚΠολΔ, αλλά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, που διακρίνεται από τα έγγραφα ΑΠ 579/2011. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο μόνο αν συντάχθηκε πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από προηγούμενη κλήτευση πριν από 24 τουλάχιστον ώρες του αντιδίκου του διαδίκου που επικαλείται την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 579/2011 άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 663 ΚΠολΔ. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ΑΠ 579/2011. Αν στην αντίδικη πλευρά υπάρχουν απλοί ομόδικοι, και τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση περιστατικά αφορούν σε όλους τους απλούς ομόδικους ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1093/2008, και κλητευθούν όλοι οι απλοί ομόδικοι, μόνο τότε η κλήτευση καθενός των απλών ομοδίκων είναι νόμιμη ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1093/2008 ΑΠ 1608/2007. Αν στην αντίδικη πλευρά υπάρχουν απλοί ομόδικοι, και τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση περιστατικά αφορούν αποκλειστικά και μόνο σε κάποιους από τους απλούς ομόδικους ΑΠ 381/2010, και κλητεύθηκαν οι απλοί ομόδικοι στους οποίους αφορούν τα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και αν δεν κλητεύθηκαν οι υπόλοιποι απλοί ομόδικοι, η κλήτευση των απλών ομοδίκων στους οποίους αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά είναι νόμιμη ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1608/2007. Αν ο διάδικος που κλήτευσε τον αντίδικό του και ο μάρτυράς του προσήλθαν, από λόγους που αφορούν τους ίδιους, στον ειρηνοδίκη ή τον συμβολαιογράφο με καθυστέρηση πέραν των 15 λεπτών από την ώρα που αναγράφεται στην κλήση, και ο κλητευθείς δεν παρέστη κατά την ένορκη βεβαίωση, η ένορκη βεβαίωση δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει βλάβη στον διάδικο που δεν εμφανίστηκε Ολομ. ΑΠ 20/2004. Αν η καθυστέρηση της έναρξης της ένορκης βεβαίωσης οφείλεται σε υπηρεσιακή απασχόληση του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου, και το γεγονός αυτό αναφέρεται στην ένορκη βεβαίωση, η καθυστέρηση αυτή δεν οδηγεί σε ακυρότητα της ένορκης βεβαίωσης Ολομ. ΑΠ 20/2004. Ο κλητευθείς οφείλει να αναμείνει το πέρας της υπηρεσιακής απασχόλησης του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου Ολομ. ΑΠ 20/2004. Αν η ένορκη βεβαίωση δόθηκε με τις νόμιμες προϋποθέσεις στα πλαίσια άλλης δίκης, και δεν λήφθηκε για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη ΑΠ 381/2010, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί έγγραφο για την παρούσα δίκη και συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1506/2003. Αν η ένορκη βεβαίωση δόθηκε στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων, και δεν κλητεύθηκε ο αντίδικος, και ο διάδικος επικαλέστηκε και προσκόμισε την ένορκη βεβαίωση και σε επόμενη δίκη τακτικής διαδικασίας, και το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε την ένορκη βεβαίωση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ως απλό έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ 1989/2009 άρ. 559 αριθμ. 11 περ. γ ΚΠολΔ. Αν η ένορκη βεβαίωση δοθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη στην οποία απαιτείται η κλήτευση αυτή, και χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, η ένορκη βεβαίωση αυτή είναι δυνατόν μόνο να συνεκτιμηθεί στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ Ποιν. 120/2010 ΑΠ Ποιν. 1633/2002. Και αυτό, γιατί στην δίκη των ασφαλιστικών μέτρων λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ΑΠ Ποιν. 120/2010. Αν η ένορκη βεβαίωση δόθηκε χωρίς να κλητευθεί ο αντίδικος, και χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, και χρησιμοποιηθεί και σε επόμενη δίκη, η ένορκη βεβαίωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη επόμενη δίκη μόνο ως έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν το δικαστήριο δεν την κάνει δεκτή γιατί κρίνει ότι έγινε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη ΑΠ 254/2013 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 395 ΚΠολΔ. Αν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής, και προσκομίζεται με επίκληση κατά τη συζήτηση της αγωγής, η ένορκη βεβαίωση αυτή δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλό έγγραφο που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν λήφθηκε για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη ΑΠ 338/2007. Στην κλήση του διαδίκου προς τον αντίδικό του πρέπει να περιλαμβάνεται
- η αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο που αφορά η βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο τόπος στον οποίο θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η ημέρα και ώρα στην οποία θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το επάγγελμα του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Αν η κλήση δεν περιλαμβάνει τα παραπάνω στοιχεία, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη καθόλου από το δικαστήριο, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 424 ΚΠολΔ. Αν από την κλήση για εξέταση μαρτύρων δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος στον οποίο θα γίνει η εξέταση των μαρτύρων, και δεν παρασταθεί ο καλούμενος, οι ένορκες βεβαιώσεις είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα ΑΠ 375/2013. Αν στην κλήση προσδιορίζονται διαζευκτικά περισσότεροι τόποι και χρόνοι για την εξέταση των μαρτύρων, ο προσδιορισμός του χρόνου και του τόπου δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος ΑΠ 375/2013. Οι διάδικοι μπορούν να παρίστανται κατά τη διάρκεια της βεβαίωσης, αν το επιθυμούν άρ. 422 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ενστάσεις, και αιτήσεις εξαίρεσης εκείνου που δίδει τη βεβαίωση, καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης, κρίνονται όμως από το δικαστήριο άρ. 423 παρ. 2 ΚΠολΔ. Τα άρ. 393, 394, 398 παρ. 2, άρ. 399, 400, 402, 405, 407, 408, 409 παρ. 2, άρ. 411 και 413 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην ένορκη βεβαίωση άρ. 423 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν ο βεβαιών παραδώσει γραπτό σημείωμα στον συμβολαιογράφο, και ο συμβολαιογράφος αντιγράψει το γραπτό σημείωμα αυτό στην ένορκη βεβαίωση, ώστε όλη η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα να αποτελεί αντίγραφο του περιεχομένου του γραπτού σημειώματος, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 394/2009 Εφ.Δωδεκανήσου. Το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του την ένορκη βεβαίωση αν αυτή προσκομίζεται από τον διάδικο, και την επικαλείται με τις προτάσεις του ΑΠ 832/2011. Η προσκόμιση απαιτεί τη σαφή και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης, δηλαδή η επίκληση να είναι ειδική ΑΠ 96/2008. Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης είναι ειδική, αν προκύπτει
- ο αριθμός της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 204/2017, και
- ο μάρτυρας που εξετάστηκε ΑΠ 204/2017, και
- εκείνος που εξέτασε ΑΠ 204/2017.
Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις είναι νόμιμη, αν
- με τις προτάσεις αυτές γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 96/2008, ή
- με τις προτάσεις αυτές γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες σελίδες των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες σελίδες είχε γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης, και οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται κατά τη συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο ΑΠ 96/2008 άρ. 240 ΚΠολΔ,
- στην περίπτωση που η κλήτευση του αντιδίκου είναι εκ του νόμου υποχρεωτική, αν
- καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 1730/2022, ή
- καθορίζεται ότι ο αντίδικος παραστάθηκε κατά την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 1730/2022.
Κατά την ως άνω διατύπωση μπορεί να γίνει επίκληση, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ένορκης βεβαίωσης που είχε προσκομιστεί πρωτόδικα ΑΠ 96/2008. Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης δεν είναι νόμιμη, αν με αυτές γίνεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που είχε επικαλεστεί και προσαγάγει ο διάδικος πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένες σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, στις οποίες σελίδες είχε γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 96/2008 άρ. 240 ΚΠολΔ. Αν η ένορκη βεβαίωση προσκομίζεται από τον διάδικο στο εφετείο στην τακτική διαδικασία με επίκληση στην προσθήκη των προτάσεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και δεν πρόκειται για ισχυρισμούς που παραδεκτά προτάθηκαν για πρώτη φορά στο εφετείο, η ένορκη βεβαίωση είναι απαράδεκτη ΑΠ 1103/2011. Αν το εφετείο λάβει υπόψη τέτοια ένορκη βεβαίωση, χωρίς να βεβαιώσει στη απόφασή του ότι συντρέχει η παραπάνω εξαιρετική περίπτωση, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ και το άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 1103/2011 άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ. Για τη βεβαίωση περί κλήτευσης του αντιδίκου απαιτείται η προσκομιδή της έκθεσης επίδοσης της κλήσης ΑΠ 708/2015. Για τη βεβαίωση περί κλήτευσης του αντιδίκου δεν αρκεί η βεβαίωση εντός της ένορκης βεβαίωσης από τον συμβολαιογράφο για την κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 708/2015. Στην τακτική διαδικασία, αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, και έχει προσκομιστεί έστω 1 ένορκη βεβαίωση από τη διάδικη πλευρά, το δικαστήριο οφείλει να διαλέξει ως μάρτυρα προς εξέταση για τη διάδικη πλευρά 1 άτομο, ανάμεσα σε όσους έδωσαν ένορκη βεβαίωση άρ. 237 παρ. 6 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 396 ΚΠολΔ. Στην τακτική διαδικασία, αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, και δεν έχει προσκομιστεί ένορκη βεβαίωση από τη διάδικη πλευρά, το δικαστήριο οφείλει να διαλέξει ως μάρτυρα προς εξέταση για τη διάδικη πλευρά 1 άτομο, ανάμεσα σε όσους προτείνει η διάδικη πλευρά άρ. 237 παρ. 6 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 396 ΚΠολΔ. Στην τακτική διαδικασία και στις ειδικές διαδικασίες, οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται με τις προτάσεις, πέραν των πέντε (κατά τη σειρά επίκλησής τους με τις προτάσεις) για κάθε διάδικο, είναι απαράδεκτες ΑΠ 3/2015 άρ. 422 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην τακτική διαδικασία και στις ειδικές διαδικασίες, ο περιορισμός κάθε διαδίκου σε 5 ένορκες βεβαιώσεις ισχύει για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης, δηλαδή και επί αντικειμενικής σώρευσης αγωγών ή ανταγωγής ΑΠ 3/2015. Στην τακτική διαδικασία και στις ειδικές διαδικασίες, αν κατά τη συζήτηση προσκομίστηκαν ένορκες βεβαιώσεις, προς αντίκρουσή τους μπορούν να προσκομιστούν ένορκες βεβαιώσεις με την προσθήκη των προτάσεων, μέχρι 3 στον αριθμό άρ. 422 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην τακτική διαδικασία και στις ειδικές διαδικασίες, ο περιορισμός κάθε αντιδίκου σε 5 ένορκες βεβαιώσεις ισχύει και στο Εφετείο, ακόμη και αν οι 5 πρωτόδικα προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις προσκομίζονται μετ’ επίκλησης στο Εφετείο ΑΠ 3/2015. Αν όμως οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις δεν αφορούν τη συγκεκριμένη δίκη, δεν λαμβάνονται υπόψη ως ένορκες βεβαιώσεις, αλλά ως έγγραφα ΑΠ 504/2014, και δεν μειώνουν τον αριθμό των επιτρεπόμενων ενόρκων βεβαιώσεων ΑΠ 2076/2014. Αν κατατεθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και στα πλαίσια της έφεσης επιδοθεί κλήση προς ένορκη βεβαίωση στον δικηγόρο που παραστάθηκε πρωτόδικα για τον αντίδικο, και ο δικηγόρος δεν έχει οριστεί αντίκλητος και για τη δίκη στο εφετείο, η κλήτευση δεν είναι νόμιμη ΑΠ 381/2010. Η ένορκη βεβαίωση που δόθηκε μετά την πρωτοβάθμια συζήτηση, ακόμη και κατά την προθεσμία αντίκρουσης των προτάσεων στην πρωτοβάθμια συζήτηση ΑΠ 1187/1997, και πριν την κατ’ έφεση συζήτηση, προσκομίζεται έγκυρα στην κατ’ έφεση δίκη ΑΠ 221/1993 ΑΠ 1187/1997. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το έχει προσκομίσει (αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 80/2015 σκέψ. IV) άρ. 346 ΚΠολΔ ΑΠ 1707/2009.
Αιτιολογία απόφασης
Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης, συνιστά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1989/2009. Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης, η λήψη υπόψη της ένορκης βεβαίωσης δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση ΑΠ 1989/2009. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή, η ένορκη βεβαίωση δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτής στην απόφαση, αλλά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1989/2009. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η απόφαση του δικαστηρίου απαιτείται να αναφέρει
- την ένορκη βεβαίωση που έλαβε υπόψη ΑΠ 579/2011, και
- ότι η ένορκη βεβαίωση συντάχθηκε πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από προηγούμενη κλήτευση πριν από 24 τουλάχιστον ώρες του αντιδίκου του διαδίκου που επικαλείται την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 579/2011, ή
- ότι η ένορκη βεβαίωση έχει συνταχθεί κατά τις διατυπώσεις του άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ, γεγονός που είναι το ίδιο με την ως άνω προϋπόθεση ΑΠ 579/2011.
Στη διαδικασία εργατικών διαφορών, αν η απόφαση του ουσιαστικού δικαστηρίου αναφέρει μόνο ότι λήφθηκαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, δεν αποδεικνύεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τις ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί οι διάδικοι, και ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ 579/2011 άρ. 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ. Στις υποθέσεις αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δικαζομένων κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας όπως ίσχυαν μετά την ισχύ του άρ. 6 παρ. 3 ν. 2479/1997 και άρ. 3 παρ. 13 ν. 2207/1994 και πριν την 01-01-2002, οπότε εκδίδεται προδικαστική απόφαση, δεν είναι επιτρεπτό από το νόμο αποδεικτικό μέσο οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ΑΠ 1989/2009 άρ. 226 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 6 παρ. 3 ν. 2479/1997 άρ. 341 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 3 παρ. 13 ν. 2207/1994 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 336 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 341 ΚΠολΔ άρ. 395-398 ΚΠολΔ άρ. 406-409 ΚΠολΔ ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Αν το Εφετείο δικάζει έφεση κατά απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, υπό το αμέσως πιο πάνω νομοθετικό καθεστώς, δηλαδή της έκδοσης προδικαστικής απόφασης, και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης λήφθηκε ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου για να χρησιμοποιηθεί στην κατ’ έφεση δίκη, ακόμη και αν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε μετά την 01-01-2002 (έναρξη ισχύος του ν. 2915/2001), το Εφετείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του την ένορκη βεβαίωση, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς αυτή αποτελεί αποδεικτικό μέσο που στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής ισχύος ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Και αυτό, γιατί το Εφετείο εφαρμόζει τον νόμο όπως ίσχυε όταν δημοσιεύτηκε η πρωτόδικη οριστική απόφαση ΑΠ 1989/2009 άρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Αιτιολογημένη άρνηση
Αν ο ισχυρισμός συνέχεται με την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ΑΠ 768/2000. Η αιτιολογημένη άρνηση αποκρούεται με την παραδοχή ως βάσιμων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή ή την ένσταση ΑΠ 768/2000. Ο ισχυρισμός ότι η επίδικη σύμβαση εργολαβίας δίκης είναι ανύπαρκτη, γιατί δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις θεώρησης της σύμβαση από τη ΔΟΥ, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ΑΠ 768/2000.
Ένσταση καταλυτική της αγωγής
Η απόρριψη της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας μετά από παραδοχή καταλυτικής ένστασης για το δικαίωμα που ασκείται με την αγωγή, προϋποθέτει ότι προηγουμένως υπήρχε δικαίωμα που ήδη καταλύεται ΑΠ 1065/2021. Αν η αγωγή απορριφθεί από το δικαστήριο της ουσίας μετά από παραδοχή καταλυτικής ένστασης για το δικαιώμα που ασκείται με την αγωγή, δημιουργείται δεδικασμένο για την προηγούμενη ύπαρξη του δικαιώματος που ασκήθηκε ΑΠ 1065/2021. Ο ισχυρισμός του εναγομένου, σε αντίκρουση αγωγής περί καταβολής ΦΠΑ που αναλογεί σε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ότι στην τελική συμφωνημένη αμοιβή περιλαμβάνονταν και ο ΦΠΑ, αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής ΑΠ 90/2005 άρ. 361 ΑΚ. Ο διάδικος που προτείνει ένσταση φέρει και το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του ΑΠ 90/2005 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Ενεργητική νομιμοποίηση
Ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης
Αν ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποίησης σύμφωνα με τον νόμο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ΑΠ 26/2005. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή δίκης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, δηλαδή ότι ο ενάγων είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος, και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης ΑΠ 631/2006. Το ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής ΑΠ 631/2006.
Άρνηση της ενεργητικής νομιμοποίησης
Αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση της βάσης της αγωγής, και όχι ένσταση ΑΠ 154/2017. Η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική, και όχι δικονομική, προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας ΑΠ 1261/2019 σκέψ. II άρ. 68 ΚΠολΔ. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης δεν αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009.
Παθητική νομιμοποίηση
Ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης
Αν ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποίησης σύμφωνα με τον νόμο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ΑΠ 26/2005. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή δίκης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, δηλαδή ότι ο ενάγων είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος, και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης ΑΠ 631/2006. Το ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής ΑΠ 631/2006.
Άρνηση της παθητικής νομιμοποίησης
Αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση του ισχυρισμού του, ο ισχυρισμός του εναγομένου αποτελεί κατ’ αρχήν άρνηση της βάσης της αγωγής, και όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης ΑΠ 631/2006. Η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική, και όχι δικονομική, προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας ΑΠ 1261/2019 σκέψ. II άρ. 68 ΚΠολΔ. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από τον νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου ΑΠ 26/2005. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης δεν αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Αν επιβλήθηκε κατάσχεση κατά ΟΤΑ, και ο ΟΤΑ δεν ήταν οφειλέτης της απαίτησης, υπάρχει έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του ΟΤΑ στην αναγκαστική κατάσχεση που επέβαλε σε βάρος του ο επισπεύδων την εκτέλεση ΑΠ 1846/2017. Η έξοδος εταίρου από προσωπική εταιρεία, η είσοδος νέου εταίρου σε προσωπική εταιρεία, και η αλλαγή της επωνυμίας προσωπικής εταιρείας δεν επιφέρουν μεταβολή στη νομική προσωπικότητα της εταιρείας ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ. Στην περίπτωση αυτή δεν επέρχεται λύση της εταιρείας και δημιουργία νέας, αλλά εξακολουθεί να είναι η ίδια εταιρεία όπως αρχικά ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ.
Ανυπόστατο
Οι διαδικαστικές πράξεις αποτελούν κύριο συστατικό στοιχείο της δίκης ως έννομης σχέσης και ως διαδικασίας ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές πράξεις προβλέπονται και ρυθμίζονται από τον νόμο ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές πράξεις ασκούνται κατά ορισμένο τύπο, και έχουν ορισμένο περιεχόμενο ΑΠ 343/2023. “Επιτευκτικές” διαδικαστικές πράξεις είναι εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ’ αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής ΑΠ 343/2023. Η διαδικαστική πράξη είναι ανυπόστατη, αν ελλείπουν οι ουσιώδεις όροι, οι οποίοι συνιστούν, σύμφωνα με ορισμένο κανόνα δικαίου, τα συνθετικά στοιχεία συγκεκριμένης μορφής της διαδικαστικής πράξης ΑΠ 343/2023. Η έλλειψη ουσιώδους όρου του πραγματικού της διαδικαστικής πράξης, συνεπεία της οποίας είναι ανυπόστατη, μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους (έλλειψη του κατά νόμο απαιτούμενου περιεχομένου της, έλλειψη ως προς το υποκείμενό της ή ως προς συστατικό τύπο κλπ.) ΑΠ 343/2023. Η διαδικαστική πράξη μπορεί να είναι ανυπόστατη, μεταξύ άλλων, αν δεν έχουν τηρηθεί ορισμένες διατυπώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τελείωσή της ΑΠ 343/2023.
Απαράδεκτο
Η διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη, αν δεν πληροί τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τον έλεγχο του περιεχομένου της ΑΠ 343/2023. Με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή το απαράδεκτο που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της ΑΠ 343/2023. Κανόνας δικονομικού δικαίου είναι ο κανόνας που καθορίζει τη διαδικασία, τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας ΑΠ 673/2020. Οι δικονομικές διατάξεις θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη ΑΠ 394/2011. Η έννοια του απαραδέκτου υπάρχει κυρίως στις διατάξεις εκείνες, στις οποίες καθιερώνεται οριστικός αποκλεισμός ορισμένης διαδικαστικής ενέργειας, και στις οποίες επιπλέον η επανόρθωση του ελαττώματος της πράξης δεν είναι δυνατή ΑΠ 394/2011. Η καθιέρωση του απαραδέκτου γίνεται κατ’ αρχήν ρητά, αν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη διαδικαστική ενέργεια με την έκφραση “απαράδεκτος” ΑΠ 394/2011. Το απαράδεκτο της συζήτησης αποτελεί προσωρινό απαράδεκτο Ολομ. ΑΠ 2/2001 σκέψ. II. Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας κατ’ άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 1564/2017 άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ.
Δικονομική ακυρότητα
Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας κατ’ άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 1564/2017 άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έχει την εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινόμενου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας ΑΠ 139/2018. Η έντονα απαγορευτική διατύπωση διάταξης του ΚΠολΔ (πχ. “…δεν επιτρέπεται…”), ισοδυναμεί με ποινή ακυρότητας ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε βλάβη ΑΠ 1441/2017 άρ. 159 περ. 1 ΚΠολΔ.
Έκδοση απόφασης
Ο τελικός στόχος της δίκης είναι η έκδοση απόφασης επί της ουσίας ΑΠ 343/2023. Ο νόμος εξαρτά την έκδοση απόφασης από την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες ερευνώνται από το δικαστήριο πριν από την ουσία της υπόθεσης ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις της δίκης αναφέρονται
- στο δικαστήριο (πχ. δικαιοδοσία, αρμοδιότητα), ή
- στους διαδίκους (πχ. ικανότητα δικαστικής παράστασης, ικανότητα διαδίκου), ή
- στο αντικείμενο της δικης (πχ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο).
Η έρευνα των διαδικαστικών αυτών προϋποθέσεων της δίκης χωρεί όχι μόνο κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως ΑΠ 343/2023 άρ. 73 ΚΠολΔ. Ο νόμος δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη, για την περίπτωση έλλειψης συνδρομής περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων, ως προς τη σειρά με την οποία θα χωρήσει η σχετική έρευνα ΑΠ 343/2023. Κατά κανόνα, αν ελλείπει κάποια διαδικαστική προϋπόθεση, επέρχεται ως κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής, εκτός από την έλλειψη της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας ΑΠ 343/2023. Αν ελλείπει η καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότητα, δεν επέρχεται το απαράδεκτο της αγωγής, αλλά η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρ. 46 ΚΠολΔ ΑΠ 343/2023 άρ. 46 ΚΠολΔ. Το πολιτικό δικαστήριο εισέρχεται στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, μόνο αν διαπιστώσει τη συνδρομή των αναγκαίων διαδικαστικών προϋποθέσεων ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις δεν παριστούν απλώς προϋποθέσεις για την επί της ουσίας έρευνα της επίδικης ουσιαστικής αξίωσης, αλλά σκοπεύουν, γενικότερα, να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας ΑΠ 343/2023. Κάθε μεμονωμένη διαδικαστική προϋπόθεση υπηρετεί και τους δικούς της σκοπούς ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις αποτελούν αφηρημένες εγγυήσεις δικαστικής προστασίας, εξασφαλίζοντας διαφάνεια, σαφήνεια και βεβαιότητα δικαίου, χωρίς να επαφίεται η διάπλαση της δίκης στην ελεύθερη κρίση του δικαστή ΑΠ 343/2023. Η κατά τόπον αρμοδιότητα κατανέμει τις αγωγές σε συγκεκριμένο καθ’ ύλην δικαστήριο ΑΠ 343/2023. Η κατανομή των αγωγών βάσει της κατά τόπον αρμοδιότητας υπακούει στην ανάγκη να δικαστεί η συγκεκριμένη διαφορά από το καταλληλότερο δικαστήριο, υπό συνθήκες προσιτές, και με γνώμονα την ορθή και ταχεία επίλυση της διαφοράς ΑΠ 343/2023. Παρότι δεν προβλέπεται η σειρά έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να εξετάζεται κατά προτεραιότητα
- η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν το δικαστήριο, στη συνέχεια
- αυτών που αφορούν τους διαδίκους, και ακολούθως
- των σχετικών με το αντικείμενο της δίκης ΑΠ 343/2023.
- αυτών που αφορούν τους διαδίκους, και ακολούθως
Το νομότυπο της άσκησης της αγωγής αποτελεί προϋπόθεση της διαδικαστικής πράξης της άσκησης της αγωγής ΑΠ 343/2023. Κατά μια άποψη, το νομότυπο της άσκησης της αγωγής δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ΑΠ 343/2023. Κατ’ άλλη άποψη, το νομότυπο της άσκησης της αγωγής αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης άρ. 221 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 215 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί, η κατάθεση της αγωγής επιλέγεται από τον νόμο ως αφετηριακό χρονικό σημείο για την επέλευση των δικονομικών συνεπειών της αγωγής, και, ως εκ τούτου, η κατάθεση της αγωγής προσδιορίζει την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, και, κατά τη διάταξη του άρ. 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, η άσκηση της αγωγής αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου η κατάθεση της αγωγής να προσδιορίσει την αρμοδιότητα αυτή, δηλαδή η νομότυπη άσκηση της αγωγής αποτελεί προϋπόθεση διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης άρ. 221 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 215 ΚΠολΔ. Οι διαδικαστικές πράξεις αποσκοπούν στην επίτευξη του σκοπού της δίκης, δηλαδή στη δημιουργία, εξέλιξη και περάτωση της δικαστικής διαδικασίας παροχής έννομης προστσίας ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από το δικονομικό δίκαιο ως προς
- τις προϋποθέσεις ΑΠ 343/2023, και
- τις έννομες συνέπειες ΑΠ 343/2023.
- το αν έχει αρμοδιότητα, τοπική και υλική, να δικάσει την αγωγή ΑΠ 343/2023, και μετά
- το υποστατό της αγωγής ΑΠ 343/2023.
Κατά μια άποψη, το δικαστήριο, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, οφείλει να εξετάσει κατά προτεραιότητα Και αυτό, γιατί
- η αγωγή ασκείται με κατάθεση και επίδοση, και πρώτη επί μέρους διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η κατάθεση της αγωγής, και η κατάθεση της αγωγής επιλέγεται από τον νόμο ως αφετηριακό χρονικό σημείο για την επέλευση των δικονομικών συνεπειών της αγωγής, και, ως εκ τούτου, η κατάθεση της αγωγής προσδιορίζει την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, και μόνο το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να κρίνει το αν συντρέχουν και οι λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις, και το αν είναι ισχυρές οι διαδικαστικές πράξεις, μεταξύ των οποίων η επίδοση της αγωγής, με την οποία ολοκληρώνεται η άσκηση της αγωγής, και
- αυτό επιβάλλεται και από την αρχή του φυσικού δικαστή ΑΠ 343/2023.
Κατά την άποψη αυτή, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση, με την οποία θα αποφαίνεται ότι δεν ασκήθηκε αγωγή, δηλαδή ότι η αγωγή είναι ανυπόστατη, χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει και να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αγωγής ΑΠ 343/2023. Κατ’ άλλη άποψη, το δικαστήριο, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, οφείλει να εξετάσει κατά προτεραιότητα
- το υποστατό της αγωγής άρ. 215 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ, και μετά
- το αν έχει αρμοδιότητα, τοπική και υλική, να δικάσει την αγωγή άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ.
Και αυτό, γιατί η κατάθεση της αγωγής επιλέγεται από τον νόμο ως αφετηριακό χρονικό σημείο για την επέλευση των δικονομικών συνεπειών της αγωγής, και, ως εκ τούτου, η κατάθεση της αγωγής προσδιορίζει την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, και, κατά τη διάταξη του άρ. 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, η άσκηση της αγωγής αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να προσδιορίσει η κατάθεση της αγωγής την αρμοδιότητα αυτή, δηλαδή η νομότυπη άσκηση της αγωγής αποτελεί προϋπόθεση διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, και το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τη σειρά προϋποθέσεων και συνεπειών κατά τη λογική αλληλουχία τους, και όχι με βάση ποια δικονομική συνέπεια τοποθετείται χρονικά νωρίτερα άρ. 221 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 215 ΚΠολΔ. Κατά την άποψη αυτή, το δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση, με την οποία θα αποφαίνεται ότι δεν ασκήθηκε αγωγή, δηλαδή ότι η αγωγή είναι ανυπόστατη, χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει και να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αγωγής άρ. 221 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ άρ. 215 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση ΑΠ 343/2023. Αν η απόφαση που παραπέμπει την υπόθεση λόγω καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική
- για την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος δικαστηρίου άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ, και
- για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου προς το οποίο έγινε η παραπομπή άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε λόγω αναρμοδιότητας η υπόθεση άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 513 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ, κρίνει αδέσμευτα
- για το υποστατό της αγωγής ΑΠ 343/2023 άρ. 215 ΚΠολΔ, και
- ως προς τη συνδρομή των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, πέραν της αναρμοδιότητας του παραπέμψαντος δικαστηρίου και της αρμοδιότητας του δικαστηρίου προς το οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, αν η παραπεμπτική απόφαση έχει τελεσιδικήσει ΑΠ 343/2023 άρ. 73 ΚΠολΔ.
Νόμω αβάσιμο
Αν η ένσταση συμψηφισμού προτείνει να γίνει συμψηφισμός μιας απαίτησης με απαίτηση από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, η ένσταση είναι μη νόμιμη ΑΠ 194/2012. Αν η ιστορική βάση της προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος ήταν ο προσεπικαλούμενος τρίτος, η προσεπίκληση και η παρεμπίπτουσα αγωγή είναι νόμω αβάσιμη ΑΠ 415/2010 άρ. 88 ΚΠολΔ.
Έννομο συμφέρον
Το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο κατά την έναρξη της δίκης, αλλά και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται (βάσει ελεύθερης απόδειξης) κατά τον χρόνο συζήτησης (αλλά και σε κάθε στάση της δίκης) ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό (όχι όμως απαραιτήτως και το μείζον) ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντά του ΑΠ 288/2014. Έννομο συμφέρον υπάρχει, αν η αιτούμενη προστασία είναι κατάλληλο μέσο άρσης της υφιστάμενης αμφισβήτησης στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλούμενου στο συμφέρον του αιτούντος κινδύνου από αυτήν ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ. Το έννομο συμφέρον είναι άμεσο, αν
- αναφέρεται σε υπαρκτές και όχι σε υποθετικές έννομες σχέσεις ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ, και
- η ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας είναι ενεστώσα, αφορά δηλαδή έννομες σχέσεις του παρόντος ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ.
Το κεκτημένο και απαιτητό του δικαιώματος, για το οποίο μπορεί να ζητηθεί προστασία που οδηγεί σε άμεση καταδίκη, κρίνεται κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 161/2017 άρ. 68 ΚΠολΔ άρ. 69 ΚΠολΔ άρ. 223 ΚΠολΔ άρ. 224 ΚΠολΔ άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 281 ΚΠολΔ. Κατ’ εξαίρεση, και υπό τις περιοριστικές προϋποθέσεις που εισάγονται με τις διατάξεις του άρ. 69 ΚΠολΔ, συγχωρείται, μεταξύ άλλων, η έγερση αγωγής για παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και συνδέεται με τη μελλοντική επέλευση χρονικού σημείου ή γεγονότος ή την πλήρωση αίρεσης, οπότε ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή μόλις επέλθουν τα γεγονότα αυτά ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ. Οι διατάξεις του άρ. 69 ΚΠολΔ είναι και ουσιαστικού δικαίου ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ. Το άρ. 69 ΚΠολΔ εφαρμόζεται, κατά το πδ. 34/1995, και στις περιπτώσεις απόδοσης του μισθίου για οποιαδήποτε αιτία, όχι όμως και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται η ικανοποίηση άλλων αξιώσεων που εκπορεύονται από τη μισθωτική σύμβαση, όπως πχ. επί αγωγικού αιτήματος καταβολής και μελλοντικών (μη δεδουλευμένων) μισθωμάτων ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ άρ. 48 παρ. 2 πδ. 34/1995. Και αυτό, γιατί κρίσιμος χρόνος για να εκτιμηθεί αν συντρέχουν τα στοιχεία κτήσης και απαιτητού του ένδικου δικαιώματος είναι αυτός της πρώτης συζήτησης της αγωγής, και η αρχή της προληπτικής έννομης προστασίας γίνεται αποδεκτή μόνο κατ’ εξαίρεση και για ειδικούς, κάθε φορά, λόγους ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ. Για την εφαρμογή του άρ. 69 ΚΠολΔ πρέπει
- να συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρ. 69 ΚΠολΔ ΑΠ 869/2017 σκέψ. Ζ άρ. 69 ΚΠολΔ, και
- να εκτίθενται στην αγωγή οι συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την πρόωρη άσκησή της ΑΠ 869/2017 σκέψ. Ζ άρ. 69 ΚΠολΔ.
Η αγωγή διαζυγίου βάσει διετούς διάστασης είναι νόμιμη, ακόμη και αν κατά την άσκησή της δεν είχε συμπληρωθεί διετής διάσταση, αρκεί να γίνεται επίκληση ότι αυτή θα έχει συμπληρωθεί με βάση τον χρόνο έναρξης κατά τον χρόνο της συζήτησης της αγωγής, οπότε εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρ. 68 ΚΠολΔ και άρ. 69 ΚΠολΔ, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα ΑΠ 210/2015 άρ. 73 ΚΠολΔ άρ. 68 ΚΠολΔ άρ. 69 ΚΠολΔ. Οι διατάξεις του άρ. 68 ΚΠολΔ και άρ. 69 παρ. 1 ΚΠολΔ παρέχουν στον διάδικο το δικαίωμα να ζητήσει δικαστική προστασία και όταν το δικαίωμά του εξαρτάται από την επέλευση χρονικού σημείου ΑΠ 210/2015 άρ. 68 ΚΠολΔ άρ. 69 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση της βάσης της αγωγής, και όχι ένσταση ΑΠ 154/2017.
Απαράδεκτο λόγω μη κατάθεσης ενημερωτικού εγγράφου για τη διαμεσολάβηση
Αν η αγωγή κατατέθηκε από 30-11-2019 και μετά, και αφορά αστική ή εμπορική διαφορά εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενη ή μέλλουσα, και τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, και
- μαζί με την αγωγή, ή
- με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτηση,
δεν κατατεθεί ενημερωτικό έγγραφο σχετικά με τη διαμεσολάβηση, υπογεγραμμένο από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, η συζήτηση της αγωγής είναι απαράδεκτη άρ. 3 παρ. 2 εδ. 2 ν. 4640/2019 άρ. 65 ν. 4647/2019 άρ. 73 ν. 4647/2019 άρ. 3 παρ. 2 εδ. 3 ν. 4640/2019. Αν διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, ή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν ισχύει το παραπάνω απαράδεκτο άρ. 3 παρ. 3 ν. 4640/2019 άρ. 47 παρ. 1 ν. 5108/2024 άρ. 76 παρ. 1 ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α 65/02-05-2024). Και αυτό, αν
- η αγωγή κατατέθηκε από 02-05-2024 και μετά άρ. 3 παρ. 3 ν. 4640/2019 άρ. 47 παρ. 1 ν. 5108/2024 άρ. 76 παρ. 1 ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α 65/02-05-2024), ή
- η αγωγή ήταν εκκρεμής στις 02-05-2024 άρ. 3 παρ. 3 ν. 4640/2019 άρ. 47 παρ. 1 ν. 5108/2024 άρ. 47 παρ. 2 ν. 5108/2024 άρ. 76 παρ. 1 ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α 65/02-05-2024).
Με το ενημερωτικό έγγραφο ο πληρεξούσιος δικηγόρος πρέπει να ενημερώνει τον εντολέα του πριν την προσφυγή στο δικαστήριο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με το άρ. 3 παρ. 1 ν. 4640/2019, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρ. 6 και άρ. 7 ν. 4640/2019 άρ. 3 παρ. 2 εδ. 1 ν. 4640/2019.
Γνήσια ένσταση
Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει
- ορισμένη αίτηση ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ.
Αυτό ισχύει για τις γνήσιες ενστάσεις, και όχι για τις καταχρηστικές ενστάσεις ΑΠ 764/2015.
Καταχρηστική ένσταση
Καταχρηστική ένσταση είναι το δικονομικό μέσο άμυνας, με το οποίο προτείνονται πραγματικοί ισχυρισμοί (όχι δικαίωμα), που είτε εμπόδισαν τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος, στο οποίο στηρίχθηκε η αγωγή, είτε έχουν επιφέρει την κατάργηση του δικαιώματος του ενάγοντα ΑΠ 764/2015. Στις καταχρηστικές ενστάσεις, αν τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν προκύπτουν από τη δικογραφία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να συναγάγει την έννομη συνέπεια αυτεπαγγέλτως ΑΠ 764/2015. Αν τα περιστατικά που θεμελιώνουν την καταχρηστική ένσταση προκύπτουν από τη δικογραφία, και το δικαστήριο της ουσίας δεν λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν ερευνήσει κατ’ ουσίαν τον ισχυρισμό, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ΑΠ 764/2015 άρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ.
Χρόνος προβολής ένστασης
Αν η ένσταση δεν προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, η ένσταση είναι απαράδεκτη ΑΠ 1703/2008 άρ. 269 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση δεν προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, και προταθεί το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και γίνεται επίκληση συνδρομής προϋπόθεσης για το επιτρεπτό πρότασης της ένστασης το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η ένσταση δεν είναι απαράδεκτη από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 1703/2008 άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Για να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως προβληθείσα η ένσταση πρέπει να έχουν προταθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν τα μέσα επίθεσης ή άμυνας προταθούν αορίστως στην πρώτη συζήτηση, και επαναφερθούν σε μεταγενέστερη ή στο Εφετείο σαφώς και με πληρότητα, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται κατ’ αρχήν στην απαγόρευση προβολής τους ΑΠ 999/2010. Μέσα επίθεσης και άμυνας είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν τηρείται η διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τον ν. 2915/2001, όπου προβλέπονται περισσότερες συζητήσεις, τα μέσα επίθεσης και άμυνας πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνονται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μέχρι το πέρας της πρώτης συζήτησης, η οποία αποτελεί το έσχατο όριο προβολής των επί της ουσίας αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων ΑΠ 999/2010. Εξαίρεση, μεταξύ άλλων, προβλέπεται και αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ένσταση δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αποδεικνύεται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, με ελεύθερη απόδειξη, ότι η καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού του οφείλεται σε συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος ανταποκρίνεται στη νομική έννοια της δικαιολογημένης αιτίας ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Ως έγγραφη απόδειξη, κατά την έννοια του άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ, νοείται το δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ΑΠ 999/2010 άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ. Ως έγγραφη απόδειξη, κατά την έννοια του άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ, δεν νοείται η εισηγητική έκθεση του εισηγητή της υπόθεσης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά τον ν. 2915/2001 ως προς τις περιεχόμενες σε αυτή καταθέσεις μαρτύρων ΑΠ 999/2010 άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ. Η κρίση του δικαστηρίου, ως προς το δικαιολογημένο της καθυστέρησης, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Ο πραγματικός ισχυρισμός του διαδίκου που τείνει στην κατάλυση του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος με τη μορφή ένστασης κατά της αγωγής είναι πραγματικός ισχυρισμός που χαρακτηρίζεται από αυτοτέλεια ΑΠ 999/2010. Κατά μια άποψη, αν ο εναγόμενος προβάλλει ένσταση, και προς υποστήριξη της ένστασης είχε υποβάλει και αίτημα περί επίδειξης εγγράφων, και η ένστασή του απορριφθεί ως απαράδεκτη, ο εναγόμενος δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον προς προβολή του αιτήματος περί επίδειξης εγγράφων, και το αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο 580/2012 Εφ.Πειραιώς. Ο ισχυρισμός περί έλλειψης δικαιοδοσίας αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 310/2007. Η ένσταση είναι αμυντική πράξη ΑΠ 1035/2001. Η αγωγή και η ανταγωγή είναι επιθετικές πράξεις ΑΠ 1035/2001. Αν πρόκειται να ασκηθεί διαπλαστικού χαρακτήρα δικαίωμα, δεν μπορεί να ασκηθεί με αμυντική πράξη, αλλά μόνο με επιθετική πράξη ΑΠ 1035/2001.
Ένσταση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας
Η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 1164/2013 άρ. 46 εδ. 1 ΚΠολΔ. Το κύριο αίτημα της αγωγής είναι καθοριστικό για τον προσδιορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας ΑΠ 1750/2014. Αν το κύριο αίτημα της αγωγής ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, και το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο ΑΠ 1750/2014. Αν στην αγωγή υπάρχει αίτημα αναγνώρισης υποχρέωσης των εναγομένων σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, και ταυτόχρονα αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν κάθε ενεστώσα και μελλοντική προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, κύριο αίτημα της αγωγής είναι το αναγνωριστικό ΑΠ 1750/2014. Αν στην αγωγή υπάρχει αίτημα απόδοσης δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, και αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγομένου, το αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγομένου είναι παρεπόμενο ΑΠ 889/2010 σκέψ. 2. Η αρμοδιότητα ρυθμίζεται από τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 566/1986 άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Η δικαιοδοσία ρυθμίζεται από τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 566/1986 άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Αν νεότερος νόμος ορίζει ότι, μέχρι την “πλήρη εκκαθάριση” των έννομων σχέσεων που καταρτίστηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παλαιότερου νόμου, τότε και για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα επί των σχέσεων αυτών ισχύει ο παλαιότερος δικονομικός νόμος ΑΠ 566/1986. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και ο διάδικος περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ακόμη και αν η διαφορά υπάγεται μετά τον περιορισμό σε κατώτερο δικαστήριο, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο 218/2001 Εφ.Λάρισας 708/1992 Εφ.Θεσσαλονίκης άρ. 45 ΚΠολΔ άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και στη διάρκεια της δίκης μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο άρ. 45 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, αλλά σε καθ’ ύλην αναρμόδιο δικαστήριο, και από τη στιγμή της κατάθεσης μέχρι τη στιγμή της συζήτησης μεταβληθεί η καθ’ ύλην αρμοδιότητα, και το δικαστήριο καταστεί καθ’ ύλην αρμόδιο κατά τη στιγμή της συζήτησης, το δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, και οφείλει να μην παραπέμψει την υπόθεση λόγω αναρμοδιότητας 218/2001 Εφ.Λάρισας.