Απειλείται καθημερινά με επιπλέον 1.000 ευρώ για κάθε έναν από τους 3 εναγόμενους σε περίπτωση καθυστέρησης εφαρμογής της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Βαρύς ο δικαστικός πέλεκυς για αναρτήσεις στο facebook που ανήρτησε ο εναγόμενος σε βάρος τριών προσώπων, έναντι των οποίων χρησιμοποιούσε «απειλητικούς, εξυβριστικούς και εν γένει προσβλητικούς και μειωτικούς χαρακτηρισμούς και απευθύνοντας επιπλέον απειλές εναντίον τους».
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο έκρινε πως όχι μόνον ο εναγόμενος θα πρέπει να καταβάλει εντόκως το ποσό των 32.000 ευρώ, αλλά σε περίπτωση που διαπιστωθεί καθυστέρηση στα όσα προβλέπει η απόφαση θα εισπράττει καθημερινά πρόστιμο 1.000 ευρώ για κάθε έναν από τους 3 ενάγοντες, ενώ παράλληλα οποιαδήποτε παραβίαση της απόφασης οδηγεί σε άλλο πρόστιμο 1.000 ευρώ για καθέναν και φυλάκιση ενός μηνός.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο κατέγραψε προσβολή προσωπικότητας από αναρτήσεις σε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης και αποφάσισε α) να επιδικάσει εύλογα ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία β) να υποχρεώσει τον εναγόμενο να διαγράψει από το προσωπικό του προφίλ στο facebook τις προσβλητικές για τους ενάγοντες αναρτήσεις και να καταχωρίσει δημοσίως ορατή στο προσωπικό προφίλ που χρησιμοποιεί περίληψη της δικαστικής απόφασης καταδικαζομένου του εναγομένου σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για κάθε ημέρα παραβίασης της υποχρέωσης αυτής υπέρ εκάστου των εναγόντων και γ) να τον υποχρεώσει να παραλείπει στο μέλλον οποιαδήποτε ανάρτηση στο facebook από το προσωπικό του προφίλ με την οποία να αναφέρεται εμμέσως ή αμέσως με προσβλητικές εκφράσεις στο πρόσωπο εκάστου των εναγόντων με την απειλή χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός μηνός για κάθε επανάληψη της προσβολής υπέρ εκάστου των εναγόντων.
Οι οικονομικές διαφορές και οι αναρτήσεις
Σύμφωνα με το Δικαστήριο «ο εναγόμενος, χρησιμοποιώντας το προσωπικό του προφίλ στο facebook με τις προαναφερόμενες δημόσιες και ορατές σε οιονδήποτε τρίτο, αναρτήσεις- δημοσιεύσεις, άλλες εκ των οποίων αναφέρονται ρητά στα πρόσωπα των εναγόντων και άλλες τα υπονοούν, χωρίς ωστόσο να καταλείπεται αμφιβολία στους τρίτους ότι αφορούν τους ενάγοντες, με πρόθεση προσέβαλε την προσωπικότητά τους κατ’ επανάληψη και για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σημειωτέον, ότι ουδεμία αμφιβολία προκύπτει, ότι διαχειριστής του προφίλ στο οποίο έλαβαν χώρα οι προαναφερθείσες αναρτήσεις είναι ο εναγόμενος, διότι ουδείς τρίτος θα μπορούσε να γνωρίζει τόσες πτυχές της ιδιωτικής ζωής των εναγόντων ως και της αντιδικίας με τη σύζυγο του εναγομένου, ούτε άλλωστε μπορεί να αποδοθεί στους ενάγοντες η κατασκευή ψεύτικου προφίλ από το οποίο να διασύρουν τους εαυτούς τους για να εκδικηθούν τον εναγόμενο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, ο οποίος άλλωστε παρά τις οχλήσεις των εναγόντων, δεν προκύπτει ότι ζήτησε τη διαγραφή του εν λόγω προφίλ ως ψεύτικου, κάνοντας αναφορά στους διαχειριστές της διαδικτυακής πλατφόρμας».
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται «ο εναγόμενος με αφορμή την αντιδικία της συζύγου του με τις δύο πρώτες ενάγουσες για οικονομικά ζητήματα που αφορούσαν την επιχείρηση του φαρμακείου και τις μαρτυρικές καταθέσεις που έδωσε υπέρ τους ο τρίτος ενάγων, επέλεξε να διασύρει τους ενάγοντες, με προφανή σκοπό να μειώσει την προσωπικότητά τους, σε όλες τις επιμέρους εκδηλώσεις και εκφάνσεις της χρησιμοποιώντας τους ως άνω απειλητικούς, εξυβριστικούς και εν γένει προσβλητικούς και μειωτικούς χαρακτηρισμούς και απευθύνοντας επιπλέον απειλές εναντίον τους, να κάμψει αφενός το ηθικό των δύο πρώτων εναγουσών στο πλαίσιο της διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους αναφορικά με το προαναφερθέν οικονομικής φύσης ζήτημα, αφετέρου την πρόθεση του τρίτου ενάγοντας να καταθέσει εκ νέου ως μάρτυρας υπέρ τους».
Βάσει της κρίσης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών «ως προς την πρώτη ενάγουσα, ο εναγόμενος αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη με τη λέξη σατανόγρια, σάπια, τη χαρακτήρισε με ποικίλους τρόπους ανήθικη, εκθέτοντας με τρόπο μειωτικό στοιχεία της ιδιωτικής της ζωής, ως άτομο που νοιάζεται μόνο για τα λεφτά, φθονεί τη θυγατέρα της και τον ίδιο και ευχήθηκε με διάφορους τρόπους για τον θάνατό της, διακωμωδώντας το ενδεχόμενο επέλευσης αυτού με τους διαδικτυακούς του φίλους. Ως προς τη δεύτερη ενάγουσα, ο εναγόμενος αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη με εξυβριστικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς στο εκ γενετής πρόβλημα υγείας της, διακωμωδώντας την εμφάνισή της, αμφισβητώντας ευθέως και εν γνώσει του ψευδώς την πατρότητά της, προκειμένου να καταδείξει σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων ότι δεν δικαιούται μερίδιο της πατρικής περιουσίας, αλλά και παρουσιάζοντάς την ως άβουλο ον που φθονεί την αδελφή της και υπακούει στις ανήθικες βλέψεις της μητέρας της (πρώτης ενάγουσας), προκειμένου να αποκτήσει οικονομικά ωφελήματα που δεν δικαιούται, εν γνώσει της. Ως προς τον τρίτο ενάγοντα, ο εναγόμενος αναδημοσίευσε κατ’ επανάληψη και χωρίς της συναίνεσή του, φωτογραφίες του, τις οποίες συνόδευε με προσβλητικά σχόλια σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τις ενδυματολογικές του επιλογές και την εν γένει εικόνα του, ανταλλάσσοντας με διαδικτυακούς του φίλους σχόλια εξυβριστικά και μειωτικά προς το πρόσωπό του και χαρακτηρίζοντάς τον δημοσίως ψευδομάρτυρα, εν γνώσει του γεγονότος ότι ουδέποτε εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος του για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης. Συνεπώς ο εναγόμενος, με την ανωτέρω συμπεριφορά του, τέλεσε αδικοπραξία σε βάρος των εναγόντων».
Για τους λόγους αυτούς υποχρεώνει μεταξύ άλλων «τον εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000,00 €) και σε έκαστο των δεύτερης και τρίτου των εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00 €), νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση».