Έννοια αδικαιολόγητου πλουτισμού
Αν κάποιος γίνει πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια άρ. 904 ΑΚ.
Στοιχεία της αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού
Για να είναι ορισμένη η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού απαραίτητα στοιχεία είναι
- ο πλουτισμός του υπόχρεου ΑΠ 1316/2011 άρ. 904 ΑΚ, και
- η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου ΑΠ 1316/2011 άρ. 904 ΑΚ, και
- αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας ΑΠ 1316/2011 άρ. 904 ΑΚ, και
- έλλειψη νόμιμης αιτίας πλουτισμού ΑΠ 1316/2011 άρ. 904 ΑΚ.
- τα περιστατικά που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 6 άρ. 216 ΚΠολΔ.
Αν η αγωγή έχει ως κύρια βάση της τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προήλθε από σύμβαση που ήταν ή κατέστη ανίσχυρη ή ακυρώσιμη, ή της οποίας τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα ανατράπηκαν από οποιοδήποτε λόγο, απαραίτητα στοιχεία της αγωγής αποτελούν και Αν ο ενάγων δεν επικαλείται με την αγωγή τα σχετικά περιστατικά κατά τρόπο σαφή και ορισμένο κατ’ άρ. 216 ΚΠολΔ, η αγωγή είναι αόριστη, και απορρίπτεται ως απαράδεκτη ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 6 άρ. 216 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή έχει ως κύρια βάση της τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προήλθε από άκυρη σύμβαση, απαραίτητα στοιχεία της αγωγής αποτελούν και
- η ακυρότητα της σύμβασης, και
- τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης Ολομ. ΑΠ 22/2003 ΑΠ 990/2012 άρ. 216 ΚΠολΔ.
- η ακυρότητα της σύμβασης Ολομ. ΑΠ 22/2003 άρ. 216 ΚΠολΔ άρ. 219 ΚΠολΔ.
Αν η αγωγή έχει ως κύρια βάση της τη σύμβαση, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προβάλλεται ως επικουρική βάση της αγωγής για την περίπτωση που θεωρηθεί άκυρη η σύμβαση, απαραίτητο στοιχείο της αγωγής για το ορισμένο της ως προς τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι και Αν το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη την αγωγή λόγω της αοριστίας από την παραπάνω έλλειψη, δεν παραβιάζει το άρ. 6 και άρ. 13 ΕΣΔΑ (δικαίωμα για δίκαιη δίκη και προσφυγή του ατόμου στα δικαστήρια σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων του), ούτε τις διατάξεις του άρ. 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που επιβάλλουν τον σεβασμό της περιουσίας του προσώπου ΑΠ 390/2011 σκέψ. II. Και αυτό, γιατί από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται στον νομοθέτη να θέτει όρους και περιορισμούς, υπό τους οποίους ασκείται το κατοχυρούμενο από τις ανωτέρω διατάξεις δικαίωμα προς παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιστέλλουν τη δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο τον πυρήνα του ΑΠ 390/2011 σκέψ. II. Αν η αγωγή έχει ως κύρια βάση της τη σύμβαση, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προβάλλεται ως επικουρική βάση της αγωγής για την περίπτωση που θεωρηθεί άκυρη η σύμβαση, δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής να προβάλλονται
- τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης Ολομ. ΑΠ 22/2003 άρ. 216 ΚΠολΔ άρ. 219 ΚΠολΔ.
Και αυτό, γιατί βεβαίως η διάταξη του άρ. 216 ΚΠολΔ απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, και στοιχείο του πραγματικού της απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελεί και η ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα νόμιμης αιτίας πλουτισμού, και τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης συνιστούν λόγο για τον οποίο δεν είναι νόμιμη η αιτία του πλουτισμού, αλλά στην παραπάνω περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής (από αδικαιολόγητο πλουτισμό) θα εξεταστεί μόνο αν κύρια βάση της αγωγής (από σύμβαση) απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, και, αν η σύμβαση κρίθηκε άκυρη για συγκεκριμένο λόγο είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, ο λόγος ακυρότητας αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης, διαγνώστηκε ήδη δικαστικά, είναι δεδομένος κατά την εξέταση της επικουρικής βάσης της αγωγής, και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρ. 216 ΚΠολΔ Ολομ. ΑΠ 22/2003 άρ. 216 ΚΠολΔ άρ. 219 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή έχει ως κύρια βάση της την αδικοπραξία, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προβάλλεται ως επικουρική βάση της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από αδικοπραξία, απαραίτητο στοιχείο της αγωγής για το ορισμένο της ως προς τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι και
- η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία ΑΠ 28/2010 σκέψ. Β2 άρ. 938 ΑΚ άρ. 937 παρ. 1 ΑΚ άρ. 904 ΑΚ.
Και αυτό, γιατί εναπόκειται στον εναγόμενο να προτείνει κατ’ ένσταση την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξίωσης από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρ. 938 ΑΚ επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα, και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της ΑΠ 28/2010 σκέψ. Β2 άρ. 219 ΚΠολΔ άρ. 938 ΑΚ. Το αν
- ο πλουτισμός σώζεται
δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού Ολομ. ΑΠ 294/1981 ΑΠ 1316/2011. Το ότι
- ο πλουτισμός δεν σώζεται
αποτελεί στοιχείο ένστασης κατ’ άρ. 909 ΑΚ του εναγομένου στην αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού Ολομ. ΑΠ 294/1981 ΑΠ 1316/2011 άρ. 909 ΑΚ. Θα συμβουλευτείτε τον ΑΚ;
Πλουτισμός του υπόχρεου
Ως πλουτισμός νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του εναγομένου, δηλαδή είτε θετική επαύξηση της περιουσίας του είτε αποθετική, με αποφυγή ελάττωσης της περιουσίας του ΑΠ 12/2013.
Χρονικό σημείο επέλευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού
Επί αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίσιμο χρονικό σημείο για τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού είναι ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθε ο πλουτισμός στον λήπτη 23/2013 Πολ.Πρ.Ρόδου 11/1999 Πολ.Πρ.Λασιθίου, όχι ο χρόνος επίδοσης της αγωγής ή συζήτησής της ΑΠ 600/1986 23/2013 Πολ.Πρ.Ρόδου. Αν μεταξύ του χρόνου περιέλευσης του πλουτισμού και του χρόνου άσκησης της αγωγής επήλθε διάστημα τέτοιο ώστε να μειώθηκε η αξία του νομίσματος, ο δικαιούχος, αναφέροντας τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά στην αγωγή του, μπορεί να αιτηθεί την αξία που είχε ο πλουτισμός, κατά την αξία του νομίσματος κατά τον χρόνο περιέλευσης του πλουτισμού, υπολογιζόμενος με την αντίστοιχη αξία του νομίσματος κατά την άσκηση της αγωγής 11/1999 Πολ.Πρ.Λασιθίου.
Επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου
Η επέλευση του πλουτισμού του υπόχρεου από την περιουσία ή με ζημία του άλλου αποτελεί στοιχείο της αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 1316/2011 άρ. 904 ΑΚ.
Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας
Αν το ένα αποτελεί την αιτία του άλλου, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2 ή επιβάρυνσης ΑΠ 2072/2017.
Έλλειψη νόμιμης αιτίας πλουτισμού
Η επέλευση του πλουτισμού χωρίς νόμιμη αιτία αποτελεί στοιχείο της αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1316/2011 άρ. 904 ΑΚ.
- Αν ο πλουτισμός καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2, ή
- ο πλουτισμός καλύπτεται, κατ’ εξαίρεση, από τη θέληση του νομοθέτη ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2, ή
- ο πλουτισμός είναι το αντάλλαγμα που παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2,
υπάρχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2.
- Αν ο πλουτισμός δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2, και
- ο πλουτισμός δεν καλύπτεται, κατ’ εξαίρεση, από τη θέληση του νομοθέτη ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2, και
- ο πλουτισμός δεν είναι το αντάλλαγμα που παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού,
ο πλουτισμός στερείται νόμιμης αιτίας ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Αν νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού είναι το αντάλλαγμα που παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, το αντάλλαγμα αυτό είναι η οικονομικη θυσία του λήπτη έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια με τον πλουτισμό, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2.
Δικαιούχος και υπόχρεος της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού
Κατά την έκφραση του νόμου, δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι αυτός από την περιουσία του οποίου ή με ζημία του οποίου επήλθε ο πλουτισμός σε άλλον χωρίς νόμιμη αιτία ΑΠ 2072/2017. Συνήθως, τα δύο κριτήρια (από την περιουσία του ή με ζημία του) συμπίπτουν, και μάλιστα στο ίδιο πρόσωπο, αρκεί όμως να συντρέχει και οποιοδήποτε απ’ αυτά, αδιάφορο ποιο από τα δύο, για τη θεμελίωση αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ΑΠ 2072/2017. Αν συντρέχουν και τα δύο κριτήρια, αλλά σε διαφορετικά πρόσωπα, δεν έχουν αντίστοιχες αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό τα διαφορετικά πρόσωπα, αλλά μια μόνο αξίωση γεννιέται από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και στην περίπτωση αυτή στο πρόσωπο αυτού που πράγματι ζημιώθηκε ΑΠ 2072/2017. Και αυτό, γιατί η αντίθετη παραδοχή θα επιβάρυνε αδικαιολόγητα τον λήπτη του πλουτισμού να τον αποδώσει διπλό ΑΠ 2072/2017. Κρίσιμο κριτήριο για τον προσδιορισμό του δικαιούχου της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι το ουσιαστικό κριτήριο της ζημίας ΑΠ 2072/2017. Και αυτό, γιατί το κριτήριο αυτό, συγκρινόμενο με το τυπικό κριτήριο της προέλευσης του πλουτισμού, ανταποκρίνεται καλύτερα στον σκοπό του νόμου, που επιβάλλει το αδικαιολόγητο όφελος να αποδοθεί σ’ αυτόν που πράγματι πλήγηκε ΑΠ 2072/2017. Το αντάλλαγμα δεν απαιτείται να αποβαίνει οπωσδήποτε σε όφελος του δότη του πλουτισμού, αλλά ενδέχεται να ωφελεί τρίτο πρόσωπο, οπότε δημιουργείται τριμερής σχέση μεταξύ του τρίτου, του δότη, και του λήπτη του πλουτισμού, αναλυόμενη συνήθως σε δύο μερικότερες γωνιακές σχέσεις, δηλαδή τη σχέση κάλυψης και τη σχέση αξίας ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Ενδέχεται στη σχέση δότη του πλουτισμού και λήπτη του πλουτισμού να παρεμβάλλεται και τρίτο πρόσωπο, οπότε δημιουργείται τριμερής σχέση μεταξύ του τρίτου, του δότη, και του λήπτη, αναλυόμενη συνήθως σε δύο μερικότερες σχέσεις, τη σχέση κάλυψης και τη σχέση αξίας ΑΠ 2072/2017. Αν υφίσταται και ευθεία ενοχική σχέση μεταξύ του δότη του πλουτισμού και του λήπτη του πλουτισμού, η όλη τριμερής σχέση αποβαίνει τριγωνική ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Σχέση κάλυψης είναι η σχέση του τρίτου προς τον δότη του πλουτισμού ΑΠ 2072/2017. Σχέση αξίας είναι η σχέση του τρίτου προς τον λήπτη του πλουτισμού ΑΠ 2072/2017. Δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι ο τρίτος, ως πραγματικά ζημιούμενος, αν ο τρίτος, βάσει υποτιθέμενου χρέους του προς τον λήπτη του πλουτισμού, υπέδειξε στον δότη του πλουτισμού να καταβάλει στον λήπτη προς απόσβεση το ισόποσο του υποτιθέμενου χρέους, που όμως στην πραγματικότητα δεν οφείλεται, και ο δότης το κατέβαλε στον λήπτη ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Τέτοια περίπτωση υπάρχει, αν ο πελάτης τράπεζας (τρίτος) έδωσε εντολή και εξέδωσε η τράπεζα εγγυητική επιστολή υπέρ του λήπτη της εγγυητικής επιστολής για να καλύψει ο πελάτης της τράπεζας χρέος του προς τον λήπτη της εγγυητικής επιστολής, το οποίο όμως ήταν ανύπαρκτο, και ο λήπτης της εγγυητικής επιστολής (λήπτης του πλουτισμού) εισέπραξε το ποσό της εγγυητικής επιστολής από την τράπεζα (δότρια του πλουτισμού) ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Στην περίπτωση αυτή, η σχέση κάλυψης είναι ισχυρή, πάσχει όμως η σχέση αξίας ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος υποχρεούται να αποδώσει στην τράπεζα (δότη του πλουτισμού) το ισόποσο του καταβληθέντος, και ο τρίτος είναι δικαιούχος αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά του λήπτη της εγγυητικής επιστολής (λήπτη του πλουτισμού) ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Και αυτό, γιατί ο λήπτης έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος με την είσπραξη της εγγυητικής επιστολής με ζημία όχι της τράπεζας, αλλά του πελάτη της, με χρέωση του οποίου έγινε από την τράπεζα η εξόφληση της εγγυητικής επιστολής ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Στην όλη σχέση ενδέχεται να παρεμβάλλονται και άλλα πρόσωπα, οπότε ανάλογα είναι δυνατό να μεταβάλλεται το πρόσωπο αυτού που τελικά αδικαιολόγητα πλούτισε ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Δηλαδή, αν ο αρχικός λήπτης της εγγυητικής επιστολής δεν εισπράξει ο ίδιος το ποσό, αλλά παρόλο που η εγγυητική επιστολή ασφαλίζει ανύπαρκτη απαίτησή του έναντι εκείνου που ζήτησε την έκδοσή της, την εκχωρήσει σε δικό του δανειστή για την εξόφληση αντίστοιχου χρέους του εκχωρητή, και ο εκδοχέας εισπράξει την εγγυητική επιστολή, αδικαιολόγητα πλουσιότερος παραμένει ο αρχικός λήπτης της εγγυητικής επιστολής και εκχωρητής ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Και αυτό, γιατί ο εκδοχέας με το ποσό που εισέπραξε από την εκχωρηθείσα εγγυητική επιστολή ικανοποιεί ισόποση απαίτησή του κατά του αρχικού της λήπτη, και υποβάλλεται έτσι σε αντίστοιχη με την απόσβεση της απαίτησής του οικονομική θυσία χωρίς να γίνεται αδικαιολόγητα πλουσιότερος, ενώ ο αρχικός λήπτης της επιστολής με την εκχώρησή της εξόφλησε χρέος του προς άλλον, χωρίς ο ίδιος να είναι στην πραγματικότητα δανειστής εκείνου που με εντολή του εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος από την περιουσιακή μετακίνηση καταλήγει στον αρχικό λήπτη της εγγυητικής επιστολής, και ο πλουτισμός του θεωρείται άμεσος ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Αν όμως ο αρχικός λήπτης της εγγυητικής επιστολής δεν εισπράξει ο ίδιος το ποσό, αλλά παρόλο που η εγγυητική επιστολή ασφαλίζει ανύπαρκτη απαίτησή του έναντι εκείνου που ζήτησε την έκδοσή της, την εκχωρήσει σε δικό του δανειστή χωρίς να προκύπτει ότι με την εκχώρηση εξοφλήθηκε αντίστοιχο χρέος του εκχωρητή, και ο εκδοχέας εισπράξει την εγγυητική επιστολή, αδικαιολόγητα πλουσιότερος γίνεται ο εκδοχέας της εγγυητικής επιστολής ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Και αυτό, γιατί ο εκδοχέας της εγγυητικής επιστολής δεν υποβλήθηκε για την απόκτηση της εγγυητικής επιστολής σε ανάλογη οικονομική θυσία, όπως θα ήταν η πίστωση του αρχικού λήπτη της εγγυητικής επιστολής με το ποσό της εγγυητικής επιστολής σε εξόφληση αντίστοιχης απαίτησης του εκδοχέα κατά του αρχικού λήπτη από έννομη σχέση μεταξύ τους ΑΠ 2266/2013 σκέψ. 3. Δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι ο τρίτος, ως πραγματικά ζημιούμενος, αν ο τρίτος είχε απαίτηση κατά του δότη του πλουτισμού, και εξουσιοδότησε τον λήπτη του πλουτισμού να εισπράξει για λογαριασμό του τρίτου το χρέος από τον δότη, και ο δότης κατέβαλε κατ’ άρ. 417 ΑΚ το ισόποσο του χρέους στον λήπτη, και ο λήπτης αρνείται να αποδώσει το ποσό που εισέπραξε για λογαριασμό του τρίτου σ’ αυτόν ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1351/2011 άρ. 417 ΑΚ. Και αυτό, γιατί ο λήπτης καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερος με ζημία του τρίτου, καθώς, με την καταβολή που έγινε από τον δότη στον λήπτη με την υπόδειξη ή την έγκριση του τρίτου, ο τρίτος απώλεσε την ισόποση απαίτηση που είχε κατά του δότη, υποβαλλόμενος έτσι ο τρίτος σε οικονομική θυσία, αντίστοιχη με την απόσβεση της απαίτησής του ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1351/2011. Στην περίπτωση αυτή, η σχέση κάλυψης είναι ισχυρή, πάσχει όμως η σχέση αξίας ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1351/2011. Ενδέχεται όμως η σχέση αξίας να είναι ισχυρή, και να λείπει ή να είναι ελαττωματική η σχέση κάλυψης ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι ο δότης του πλουτισμού, ως πραγματικά ζημιούμενος, αν ο δότης του πλουτισμού θεωρούσε ότι όφειλε χρέος προς τον τρίτο, και ο τρίτος όφειλε χρέος στον λήπτη του πλουτισμού, και ο τρίτος υπέδειξε κατ’ άρ. 417 ΑΚ στον δότη να καταβάλει στον λήπτη κατ’ άρ. 317 ΑΚ προς απόσβεση του χρέους του τρίτου το ισόποσο του υποτιθέμενου χρέους, που όμως στην πραγματικότητα δεν οφείλεται, και ο δότης το κατέβαλε στον λήπτη ΑΠ 2072/2017 άρ. 417 ΑΚ άρ. 317 ΑΚ. Τέτοια περίπτωση υπάρχει, αν υπήρχε συμφωνία ο αγοραστής να καταβάλει το τίμημα της πώλησης σε τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή, και ο πωλητής είχε εξουσιοδοτήσει την τράπεζα να εισπράξει αυτή το τίμημα από τον αγοραστή, και της είχε δώσει εντολή να εγγράψει το καταβληθέν ως πίστωση στον αλληλόχρεο λογαριασμό που τηρούσε ο πωλητής στην τράπεζα, και η πώληση ματαιώθηκε, και ο αγοραστής (δότης του πλουτισμού) κατέβαλε το ποσό στην τράπεζα (λήπτρια του πλουτισμού), το οποίο πιστώθηκε στον αλληλόχρεο λογαριασμό που τηρούσε ο πωλητής (τρίτος) ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Και αυτό, γιατί ο δότης του πλουτισμού ζημιώθηκε καταβάλλοντας ανύπαρκτο χρέος του, εξοφλώντας με την καταβολή το χρέος του τρίτου ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Στην περίπτωση αυτή, πάσχει η σχέση κάλυψης, είναι όμως ισχυρή η σχέση αξίας ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Στην περίπτωση αυτή, υπόχρεος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι ο λήπτης τυπικά του πλουτισμού, ο οποίος με την καταβολή προς αυτόν εισέπραξε απλώς την απαίτηση που είχε κατά του τρίτου και έκτοτε αυτή αποσβέσθηκε, υποβαλλόμενος έτσι αυτός σε αντίστοιχη με την απόσβεση της απαίτησής του οικονομική θυσία, αλλά ο τρίτος, ο οποίος στην πραγματικότητα ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία, καθώς εξοφλήθηκε δικό του χρέος με παροχή άλλου ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Η παρεμβολή του τρίτου, που ενήργησε για δικό του λογαριασμό, χαρακτηρίζει ως έμμεση την περιουσιακή μετακίνηση από τον δότη του πλουτισμού στον τυπικά λήπτη του πλουτισμού, όμως αντίθετα ο πλουτισμός του τρίτου θεωρείται άμεσος ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Η μεταβίβαση οικονομικής αξίας από τον δότη του πλουτισμού στον τρίτο είναι άμεση, και η αμεσότητα δεν αλλοιώνεται από τη μεσολάβηση του λήπτη του πλουτισμού κατά την είσπραξη του ποσού ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Και αυτό, γιατί ο λήπτης του πλουτισμού δεν ενήργησε για δικό του λογαριασμό, αλλά κατ’ εντολή και για λογαριασμό του τρίτου, στον οποίο περιήλθε τελικά το όφελος, με την έννοια ότι με την καταβολή του ποσού μειώθηκε το χρέος του τρίτου προς τον λήπτη του πλουτισμού, ο οποίος ως απλός εντολοδόχος δεν ενέχεται προς απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Η απόδοση του πλουτισμού μπορεί να γίνει και με καταβολή μέσω τρίτου κατ’ άρ. 317 ΑΚ, όμως άμεσα ευθυνόμενος είναι πάντοτε ο πλουτήσας, και όχι αυτός που ενήργησε ως αντιπρόσωπός του κατά τη λήψη του πλουτισμού ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2 άρ. 317 ΑΚ. Η μεσολάβηση άμεσου ή έμμεσου αντιπρόσωπου του πλουτήσαντος, δηλαδή προσώπου που δεν ενεργεί για δικό του λογαριασμό, δεν διασπά την αμεσότητα της μετακίνησης του πλουτισμού από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτήσαντος, και έτσι υπόχρεος προς απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού του είναι ο πλουτήσας ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Δικαιούχος της αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι ο τρίτος, ως πραγματικά ζημιούμενος, αν ο δότης του πλουτισμού θεωρούσε ότι σύναψε έγκυρη σύμβαση με τον λήπτη του πλουτισμού, και κατέβαλε την παροχή στον λήπτη, αλλά η σύμβαση ήταν άκυρη, και ο δότης εκχώρησε όλες τις απαιτήσεις που προέρχονται από τη σύμβαση στον τρίτο ΑΠ 2072/2017. Και αυτό, γιατί ο πλουτισμός του λήπτη τελεί σε σχέση αμεσότητας προς τον δότη, υπέρ του οποίου γεννήθηκε αρχικά η απαίτηση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, και με την εκχώρηση ο τρίτος κατέστη δικαιούχος της σχετικής απαίτησης, και δεν τίθεται ζήτημα αμεσότητας του πλουτισμού του λήπτη ως προς τη σχετική απαίτηση ΑΠ 2072/2017. Δικαιούχος της αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι ο δότης του πλουτισμού, ως πραγματικά ζημιούμενος, αν ο τρίτος όφειλε χρέος προς τον λήπτη, και ο τρίτος έδωσε εντολή στον δότη να πιστώσει στον λήπτη για λογαριασμό του τρίτου το χρέος του τρίτου, και ο δότης κατέβαλε το ποσό στον λήπτη βάσει της εντολής, και ο τρίτος δεν κάλυψε αργότερα την πίστωση στον δότη ΑΠ 898/2003. Και αυτό, γιατί ο δότης του πλουτισμού κατέβαλε ξένο χρέος (του εντολέα τρίτου), χωρίς ο ίδιος να οφείλει στον λήπτη ΑΠ 898/2003. Στην περίπτωση αυτή, πάσχει η σχέση κάλυψης, είναι όμως ισχυρή η σχέση αξίας ΑΠ 898/2003. Στην περίπτωση αυτή, υπόχρεος της αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως αδικαιολόγητα πλουτήσας, είναι ο πραγματικός οφειλέτης τρίτος, που απαλλάχθηκε από το χρέος του, και όχι ο λήπτης που εισέπραξε την απαίτηση, η οποία με την καταβολή αποσβέστηκε ΑΠ 898/2003.
Σύμβαση και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Αν η παροχή δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης που αναλήφθηκε με σύμβαση, κατ’ αρχήν η παροχή δεν δόθηκε αναίτια ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 6. Και αυτό, γιατί η σύμβαση αποτελεί κατ’ άρ. 361 ΑΚ νόμιμη αιτία πλουτισμού, και, αν η σύμβαση είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του απ’ αυτή ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 6 άρ. 361 ΑΚ. Αν η παροχή δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης που αναλήφθηκε με σύμβαση, και μόνο αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη, ή ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα της σύμβασης από οποιοδήποτε λόγο, μπορεί να ασκηθεί αξίωση κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 6. Περίπτωση ανατροπής των δικαιοπρακτικών αποτελεσμάτων της σύμβασης είναι και η λύση της σύμβασης, λόγω υπαναχώρησης ή πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή κατ’ άρ. 388 ΑΚ μετά από απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών ΑΠ 2072/2017 ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 6 άρ. 389 ΑΚ άρ. 202 ΑΚ άρ. 388 ΑΚ. Αν ο πλουτισμός επέρχεται ως αντάλλαγμα που παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή αποτελεί οικονομική θυσία του λήπτη έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, ισάξια με τον πλουτισμό, ο πλουτισμός έχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησής του, και δεν είναι αδικαιολόγητος ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Και αυτό, γιατί, αν η οικονομική θυσία του λήπτη είναι ισάξια του αποκτώμενου πλουτισμού, η οικονομική θυσία του λήπτη ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2.
Άκυρη σύμβαση εργασίας και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Αν ο εργάτης ή υπάλληλος έχει συμβληθεί με άκυρη σύμβαση εργασίας, δικαιούται τους δεδουλευμένους μισθούς ή αποδοχές του βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού 8537/2003 Εφ.Αθηνών. Αν ο εργάτης ή υπάλληλος έχει συμβληθεί με άκυρη σύμβαση εργασίας, δικαιούται τα επιδόματα εορτών, τα επιδόματα αδείας, και τις αποδοχές αδείας εκ του νόμου, και όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 389/1998 8537/2003 Εφ.Αθηνών. Αν η σχετική αγωγή αναφέρει ως βάση για την απαίτηση από τα επιδόματα εορτών, τα επιδόματα αδείας ή τις αποδοχές αδείας μόνο τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη ως προς τα σχετικά κονδύλια, καθώς υφίσταται νόμιμη αιτία πλουτισμού.
Άκυρη σύμβαση εργασίας σε Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ή ΟΤΑ και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Ο γενικός κανόνας του άρ. 904 ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι ΟΤΑ ΑΠ 786/2007 άρ. 904 ΑΚ. Αυτό ισχύει και επί αξιώσεων κατά των παραπάνω από άκυρη σύμβαση εργασίας ΑΠ 786/2007. Και αυτό, γιατί δεν εισάγεται υπέρ αυτών εξαίρεση, ούτε με τις διατάξεις του άρ. 103 παρ. 2 και παρ. 6 του Συντάγματος, οι οποίες απαγορεύουν την πρόσληψη υπαλλήλου από αυτά σε μη νομοθετημένη θέση, ούτε από τις διατάξεις του άρ. 21 ν. 2190/1994 και άρ. 13 ν. 2130/1993, οι οποίες απαγορεύουν, εκτός άλλων, στους Δήμους ή Κοινότητες να απααχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, ή για την εκτέλεση έργων με αυτεπιστασία των ίδιων, πέραν ορισμένου χρονικού διαστήματος, ανά έτος, με κύρωση την παύση καταβολής αποδοχών στους παρανόμως απασχολούμενους ή τον καταλογισμό των καταβληθεισών αποδοχών στα αρμόδια προς εκκαθάρισή τους όργανα, και τη δίωξη των υπευθύνων οργάνων τους για παράβαση καθήκοντος κατά το άρ. 259 ΠΚ ΑΠ 786/2007 άρ. 103 παρ. 2 Συντάγματος άρ. 103 παρ. 6 Συντάγματος άρ. 21 ν. 2190/1994 άρ. 13 ν. 2130/1993 άρ. 259 ΠΚ. Αν ο μισθωτός απασχοληθεί παρά τις παραπάνω απαγορεύσεις, η απασχόλησή του είναι άκυρη ΑΠ 786/2007. Αν η απασχόληση του μισθωτού είναι άκυρη, ελλείπει η νόμιμη αιτία πλουτισμού, και, αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρ. 904 ΑΚ, το ΝΠΔΔ ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την εργασία η οποία παρασχέθηκε σε αυτό, και από την οποία κατέστη πλουσιότερο ΑΠ 786/2007 άρ. 904 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, δεν υφίσταται λόγος αποκλεισμού της αναζήτησης της ωφέλειας από αυτόν που εργάστηκε ΑΠ 786/2007.
Υπαναχώρηση από σύμβαση και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Η υπαναχώρηση χωρεί με δικαιοπλαστική δήλωση, αυτού που έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει, προς τον άλλο ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 390 ΑΚ. Υπαναχώρηση χωρίς ιδιαίτερη δικαιοπλαστική δήλωση χωρεί, αν υπάρχει ρητή συνομολόγηση ρήτρας αυτόματης έκπτωσης, με την ενέργεια της οποίας η σύμβαση διαλύεται ενοχικώς, αυτοδικαίως και αναδρομικώς ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 399 ΑΚ. Η υπαναχώρηση δύναται να δηλωθεί και με το δικόγραφο της αγωγής ΑΠ 314/2021 σκέψ. III ΑΠ 617/1990. Αν επέλθει η υπαναχώρηση, αποσβέννυνται οι υποχρεώσεις για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση, και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 389 ΑΚ άρ. 904 ΑΚ. Αν επέλθει υπαναχώρηση από την πώληση κατά τις διατάξεις του άρ. 546 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4967/2022, η πώληση μετατρέπεται σε σχέση εκκαθάρισης, από την οποία απορρέουν οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις, οι οποίες προβλέπονται στη διάταξη του άρ. 546 ΑΚ άρ. 546 ΑΚ άρ. 48 ν. 4967/2022 άρ. 70 ν. 4967/2022 (ΦΕΚ Α 171/09-09-2022) αιτιολ. έκθ. άρ. 20 ν. 4967/2022 αιτιολ. έκθ. άρ. 48 ν. 4967/2022. Οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν και να προσδώσουν και άλλες συνέπειες στην υπαναχώρηση ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 389 ΑΚ. Και αυτό, γιατί η διάταξη του άρ. 389 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 389 ΑΚ. Η υπαναχώρηση αποκλείεται, αν ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει εκποίησε ολικά ή κατά μεγάλο μέρος το αντικείμενο που έλαβε, ή το επιβάρυνε με δικαίωμα υπέρ τρίτου ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 393 ΑΚ. Και αυτό, όπως και οι διατάξεις των άρ. 391 ΑΚ και άρ. 392 ΑΚ, με σκοπό να αποτρέπεται αντιφατική και αντίθετη προς την καλή πίστη συμπεριφορά του δανειστή, ο οποίος δηλώνει ότι υπαναχωρεί τη στιγμή που δεν είναι σε θέση να επιστρέψει την παροχή που έλαβε ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 393 ΑΚ άρ. 391 ΑΚ άρ. 392 ΑΚ. Αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι ο οφειλέτης που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά του δικαιώματα, θεωρείται ότι ο δανειστής επιφύλαξε για την περίπτωση αυτή δικαίωμα υπαναχώρησης ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 399 ΑΚ. Η διάταξη του άρ. 399 ΑΚ περιλαμβάνει ερμηνευτικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο η συνομολόγηση ρήτρας έκπτωσης, για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του από τη σύμβαση, λογίζεται ως επιφύλαξη δικαιώματος υπαναχώρησης της σύμβασης, επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρ. 389 έως 397 ΑΚ ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 399 ΑΚ άρ. 389 ΑΚ άρ. 397 ΑΚ. Ως μη εκπλήρωση της σύμβασης από τον οφειλέτη νοείται, κατά τη γενική θεωρία περί μη εκπλήρωσης της σύμβασης,
- η αδυναμία παροχής ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 335 ΑΚ άρ. 336 ΑΚ, ή
- η καθυστέρηση εκπλήρωσης, η οποία, αν ευθύνεται γι’ αυτήν ο οφειλέτης, αποτελεί υπερημερία του ΑΠ 314/2021 σκέψ. III άρ. 340 ΑΚ, ή
- η πλημμελής εκπλήρωση ΑΠ 314/2021 σκέψ. III.
Η τοκοφορία του προκαταβληθέντος ποσού του τιμήματος της πώλησης μετά από υπαναχώρηση κατά τις διατάξεις του ΑΚ χωρίς τον ν. 4967/2022 ξεκινά όχι από την καταβολή του ποσού που αποτελεί το τίμημα της πώλησης, αλλά από τότε που ο οφειλέτης έμαθε για την υπαναχώρηση 265/1994 Πολ.Πρ.Σερρών 1241/1990 Εφ.Θεσσαλονίκης.
Αδικοπραξία και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Αν υφίσταται αξίωση από αδικοπραξία, υπάρχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού ΑΠ 28/2010 σκέψ. Β2. Αν υπάρχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, δεν μπορεί να ασκηθεί η αξίωση βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 1316/2011. Αν υπάρχει αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, και αυτή θεωρηθεί ως αντάλλαγμα ισάξιο προς τον πλουτισμό του υπαίτιου της αδικοπραξίας, αποκλείεται η θεμελίωση αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού εναντίον του υπαίτιου της αδικοπραξίας ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 6. Αν υπάρχει αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, και αυτή παραγραφεί, ο υπόχρεος σε αποζημίωση υποχρεούται να αποδώσει στον ζημιωθέντα κάθε ωφέλεια που περιήλθε στον ίδιο από την αδικοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 28/2010 σκέψ. Β2 άρ. 938 ΑΚ άρ. 937 παρ. 1 ΑΚ άρ. 904 ΑΚ. Ως περιελθόν, για αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού από παραγεγραμμένη απαίτηση αδικοπραξίας, νοείται ό,τι περιήλθε στον αδικοπραξήσαντα από την τέλεση της αδικοπραξίας και ό,τι αυτός ωφελήθηκε εξ’ αυτής, και όχι ό,τι αυτός ωφελήθηκε συνεπεία της επελθούσας παραγραφής ΑΠ 368/2012. Και αυτό, γιατί η παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού ΑΠ 368/2012.
Παραγραφή και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Αν έχει επέλθει παραγραφή, ο πλουτισμός καλύπτεται, κατ’ εξαίρεση, από τη θέληση του νομοθέτη ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Αν ο πλουτισμός καλύπτεται από τη θέληση του νομοθέτη, υπάρχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Αν υπάρχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, δεν μπορεί να ασκηθεί η αξίωση βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 1316/2011. Η θέληση του νομοθέτη συνάγεται σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις, ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Αν η κύρια απαίτηση παραγράφηκε, και με την αγωγή προβάλλεται ότι η απαίτηση έχει παραγραφεί, η αγωγή απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη ΑΠ 93/1996 ΑΠ 54/1965. Και αυτό, γιατί, αν έχει παραγραφεί η απαίτηση, ο πλουτισμός που απομένει στον οφειλέτη είναι νόμιμος ΑΠ 93/1996 ΑΠ 54/1965. Αν η κύρια απαίτηση παραγράφηκε, και ο νόμος προβλέπει ρητά αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό σε περίπτωση παραγραφής της κύριας απαίτησης, η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι νόμω βάσιμη και μετά την παραγραφή της κύριας απαίτησης. Ο νόμος προβλέπει ρητά αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία
- έχει παραγραφεί η απαίτηση αναγωγής από επιταγή άρ. 60 εδ. 1 ν. 5960/1933, ή
- έχει παραγραφεί η αγωγή από συναλλαγματική
- κατά του αποδέκτη άρ. 80 εδ. 2 ν. 5325/1932, ή
- κατά του οπισθογράφου άρ. 80 εδ. 1 ν. 5325/1932, ή
- κατά του εκδότη άρ. 80 εδ. 1 ν. 5325/1932,
- έχει παραγραφεί η απαίτηση από αποζημίωση για αδικοπραξία, οπότε ο πλουτήσας έχει υποχρέωση να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν ΑΠ 368/2012 άρ. 938 ΑΚ.
Παραγραφή απαίτησης για την προστασία της νομής και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Αν έχουν παραγραφεί οι αξιώσεις των ένδικων βοηθημάτων για την προστασία της νομής κατ’ άρ. 987 ΑΚ και άρ. 989 ΑΚ, και με την αγωγή ζητείται η απόδοση της νομής κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για να είναι νόμιμη η αγωγή απαιτείται
- η ύπαρξη της νομής του ενάγοντα κατά τον χρόνο της απώλειάς της γι’ αυτόν ΑΠ 632/2006 σκέψ. V, και
- η κατάληψη και κατοχή του επίδικου ακινήτου από τον εναγόμενο, ο οποίος έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος ΑΠ 632/2006 σκέψ. V.
Αίτημα της αγωγής είναι
- η αποβολή του εναγομένου, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στη νομή του ακινήτου κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής, ΑΠ 632/2006 σκέψ. V, και
- η απόδοση της νομής στον ενάγοντα ΑΠ 632/2006 σκέψ. V.
Η αγωγή αυτή δεν αποτελεί ένδικο βοήθημα προστασίας της νομής, αλλά είναι ενοχική προς απόδοση του πλουτισμού ΑΠ 632/2006 σκέψ. V. Η αγωγή αυτή είναι επιβοηθητικής φύσης και γι’ αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία ή άλλη παρόμοια αιτία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι εκείνη θεμελιώνεται επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζεται αυτή η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία (ουσιαστική επικουρικότητα) ΑΠ 632/2006 σκέψ. V. Η νομή δεν είναι μόνο φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή), όποιου την απέκτησε, αλλά αποτελεί και περιουσιακό στοιχείο που προσπορίζει ωφέλεια στον αποκτώντα, όπως ωφέλεια δυνατότητας απόκτησης της οικείας κυριότητας με χρησικτησία ΑΠ 632/2006 σκέψ. IV. Αν παραγραφούν τα ένδικα βοηθήματα για την προστασία της νομής (ως εξουσίας) με την παρέλευση έτους από την διατάραξη ή την αποβολή, η ωφέλεια από την ενιαύσια παραγραφή είναι δικαιολογημένη, αλλά η ωφέλεια από τη νομή του πράγματος, η οποία αποτελεί πλουτισμό ανεξάρτητο από την παραγραφή, είναι αδικαιολόγητη ΑΠ 632/2006 σκέψ. IV.
Αποσβεστική προθεσμία και αδικαιολόγητος πλουτισμός
Αν έχει παρέλθει αποσβεστική προθεσμία, ο πλουτισμός καλύπτεται, κατ’ εξαίρεση, από τη θέληση του νομοθέτη ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2 άρ. 279 ΑΚ. Αν ο πλουτισμός καλύπτεται από τη θέληση του νομοθέτη, υπάρχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Αν υπάρχει νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, δεν μπορεί να ασκηθεί η αξίωση βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 1316/2011. Η θέληση του νομοθέτη συνάγεται σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις, ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου ΑΠ 1627/2010 σκέψ. 2. Αν η αγωγή έχει ως κύρια βάση της την αδικοπραξία, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προβάλλεται ως επικουρική βάση της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από αδικοπραξία, και ο εναγόμενος προτείνει ένσταση αποσβεστική της αξίωσης από αδικοπραξία, και η ένσταση γίνει δεκτή, θα ενεργοποιηθεί η επικουρική αγωγική αξίωση για την ωφέλεια του αδικοπραγήσαντα, και το δικαστήριο θα εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ΑΠ 28/2010 σκέψ. Β2 άρ. 219 ΚΠολΔ άρ. 938 ΑΚ άρ. 937 παρ. 1 ΑΚ άρ. 904 ΑΚ άρ. 279 ΑΚ.
Ειδικές απαιτήσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρ. 904 ΑΚ
Στο άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες ειδικές απαιτήσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τη μορφή παραλλαγών της γενικής απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΠ 305/2009 άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ. Οι ειδικές αυτές απαιτήσεις είναι
- η απαίτηση από αχρεώστητη παροχή ΑΠ 305/2009 άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ, και
- η απαίτηση για αιτία που δεν επακολούθησε άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ, και
- η απαίτηση για αιτία που έληξε ΑΠ 305/2009 άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ, και
- η απαίτηση για παράνομη αιτία άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ, και
- η απαίτηση για ανήθικη αιτία άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ.
Η ενδεικτική αυτή αναφορά ειδικών απαιτήσεων έχει σημασία μόνο για τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων των άρ. 905, 906, 907, 911, και 912 ΑΚ ΑΠ 305/2009 άρ. 905 ΑΚ άρ. 906 ΑΚ άρ. 907 ΑΚ άρ. 911 ΑΚ άρ. 912 ΑΚ.
Απαίτηση από παροχή αχρεωστήτου
Απαίτηση παροχής αχρεωστήτου είναι η απαίτηση του ζημιουμένου κατά του λήπτη προς ανάληψη του πλουτισμού που επήλθε συνεπεία αχρεωστήτου παροχής ΑΠ 305/2009. Για τη στοιχειοθέτηση απαίτησης παροχής αχρεωστήτου απαιτείται
- παροχή του ζημιουμένου προς τον λήπτη ΑΠ 305/2009, και
- ανυπαρξία υποχρέωσης για την εκπλήρωση της οποίας έγινε η παροχή ΑΠ 305/2009, και
- άγνοια εκ μέρους του ζημιουμένου για την ανυπαρξία της υποχρέωσης ΑΠ 305/2009.
Ο αποκλεισμός της απαίτησης αχρεωστήτου κατ’ άρ. 905 εδ. 1 ΑΚ, αν ο λήπτης της παροχής αποδείξει ότι αυτός που κατέβαλε γνώριζε ότι δεν υπήρχε το χρέος, δεν ισχύει στην περίπτωση της ανυπαρξίας της βούλησης ελευθεριότητας, όπως συμβαίνει και αν ο δότης υποχρεώθηκε να προβεί στην καταβολή για την αποφυγή αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ αυτού ΑΠ 305/2009 άρ. 904 εδ. 2 ΑΚ άρ. 905 εδ. 1 ΑΚ.