Αριθμός 168/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα – Εισηγητή, Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό και Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Τ. του Κ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο – Ευάγγελο Καλαβρό. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Αντωνιάδου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-11-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1301/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 1693/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-11-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο άρθρο 2 παρ. 1-6 του Ν. 2251/1994 “Προστασία των Καταναλωτών”, ο οποίος αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές”, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 Ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 368/2019), ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών, που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών, που εφαρμόζονται στην ελληνική αγορά, αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην ελληνική γλώσσα. 3. Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. 4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. 5. Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή των παραγράφων 16 α’ και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13 α’ αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου. 6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται”. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γενικών όρων συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), συνεπεία σημαντικής διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, η οποία περιλαμβάνεται στην ανωτέρω παρ. 6, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2, παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ` αμάχητο τεκμήριο ως καταχρηστικών (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1138/2020 ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1463/2017), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπό στοιχ. ε’ και ια’ οι όροι που “ε’) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση” και “ια’) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή”. Η σωρευτική, ωστόσο, εφαρμογή από το δικαστήριο των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν.2251/1994, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου “της σημαντικής διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή” είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., ενώ, εξάλλου και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ` αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της σημαντικής διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας (ΑΠ 994/2018, ΑΠ 13/2018, ΑΠ 1495/2006). Με τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ), είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία, που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 652/2010). Η ρύθμιση των ανωτέρω παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν.2251/1994 αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας) (ΑΠ 387/2020, ΑΠ 652/2010), με τα αναφερόμενα σε αυτή κριτήρια και πρέπει, για την κρίση περί της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, να λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επιτεύξεως σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, ως μέτρο δε ελέγχου της διαταράξεως της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση (ΑΠ 387/2020, ΑΠ 763/2017). Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες, που φέρουν “καθοδηγητικό” χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και την διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών(ΑΠ 652/2010). Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ, πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ.7 του Ν.2251/1994, ο οποίος περιέχει “per se” καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1987/2006). Επίσης, οι ΓΟΣ, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, που δεν ορίζεται ρητά στις ανωτέρω διατάξεις αλλά συνάγεται σαφώς από αυτές, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό κα σαφή (ΑΠ 13/2018, ΑΠ 652/2010), ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως η διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 13/2018, ΑΠ 561/2014). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1540/2022, ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 368/2019). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 368/2019). Με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982 καταργήθηκαν η Νομισματική Επιτροπή και οι υποεπιτροπές της και παράλληλα ορίστηκε ότι οι αρμοδιότητές της, με εξαίρεση τις αναφερόμενες περιπτώσεις των άρθρων 2 και 3, μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της (ΠΔ/ΤΕ) ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από τον διοικητή, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής. Σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών εκδόθηκε η 336/29.2.1984 απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 28/τ. Α`/14.4.1984), με την οποία συστήθηκε η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΝΠΘ/ΤΕ), που με την 2435/26.6.1998 πράξη του (ΦΕΚ 142/τ. Α`/29.6.1998) μετανομάσθηκε σε Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ/ΤΕ), στις αρμοδιότητες της οποίας περιλαμβάνονται, πλην άλλων, και η έκδοση αποφάσεων που αφορούν στους όρους λειτουργίας των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Οι εκδιδόμενες από τον Διοικητή της Τράπεζα της Ελλάδος και την εν λόγω Επιτροπή αποφάσεις, κατ` εξουσιοδότηση του άρθρ. 1 του ν. 1266/1982, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Αντίστοιχου περιεχομένου είναι η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 6 του Ν. 3601/2007, κατά τους ορισμούς της οποίας “Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και σαφήνειας” (ΑΠ 354/2020, ΑΠ 652/2010). Στο πλαίσιο αυτό, με τις περιπτώσεις i) και iv) της παραγράφου 2 εδ. α` του κεφαλαίου Β` της ΠΔ/ΤΕ/2501/2002 (ΦΕΚ Α` 277/18.11.2002) “Ενημέρωση των συναλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους, που διέπουν τις συναλλαγές τους” ορίστηκε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν κατ` ελάχιστο να παρέχουν πληροφορίες σχετικές με “το ύψος των βασικών επιτοκίων χορηγήσεων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται όλες οι τυχόν χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, και το ύψος του περιθωρίου επιτοκίου (spread), όπου αυτό εφαρμόζεται. Επιπλέον, αναφέρονται χωριστά οι ειδικές εισφορές, οι φόροι και τα τέλη που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (είδος και ποσό ή ποσοστό)”, καθώς και “σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιορισμένο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηράσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)”. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αρ. 178/2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος(ΕΤΠΘ/ΤΕ) “Διευκρινίσεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/ 1994, καθώς και της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, που αφορούν την διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των συναλλασομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων” (ΦΕΚ Α` 152/9.8.2004), με τα εδάφια α’ β’ και γ’ της παραγράφου 2 της οποίας ορίζεται ότι: “α) Η παρ. 2 εδ. α` (iv) του Κεφαλαίου Β` της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασόμενων, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης. β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων κ.λ.π., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου ως εξής: i) ως το ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανώτατου ορίου. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου. γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ. α (iv) του Κεφ. Β` “…, καθώς και …αντίστοιχου δανείου”, αφορά αποκλειστικά την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς. Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτά παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου”, ενώ με το εδ. α’του άρθρου 5 αυτής ορίζεται ότι ” α) Η αναφερόμενη στο κεφάλαιο Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ελάχιστη ενημέρωση δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις τους σαφείς όρους για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων τους”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 2251/1994, που εφαρμόζονται και επί στεγαστικών δανείων, που χορηγούνται από Τράπεζα, με προμηθευτή την τελευταία και καταναλωτή τον δανειολήπτη (ΑΠ 354/2020, ΑΠ 1196/2010, ΑΠ 2123/2009, ΑΠ 430/2005) και των πιο πάνω, εχουσών κανονιστική ισχύ, αποφάσεων της ΠΔ/ΤΕ και της ΕΤΠΘ/ΤΕ, προκύπτει, αφενός ότι δεν είναι καταχρηστικός ο προδιατυπωμένος και περιλαμβανόμενος σε σύμβαση στεγαστικού δανείου Γ.Ο.Σ., που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, με τον οποίο προβλέπεται η δυνατότητα μεταβολής από την δανείστρια τράπεζα του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου σε περίπτωση μεταβολής του βασικού παρεμβατικού επιτοκίου για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οικονομικού μεγέθους που δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση, με ανώτατο πολλαπλάσιο αυτής το 200/100 της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου, αφού το πολλαπλάσιο αυτό, δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας [με την έννοια της απόκλισης από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων και εμπίπτει], δοθέντος ότι το διπλάσιο της μεταβολής κατ` ανώτατο όριο δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρύθμισης (ΑΠ 354/2010, ΑΠ 652/2010). Επίσης, ο ίδιος ως άνω όρος, δεν είναι καταχρηστικός ως αντίθετος στα άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. ε` και ια` του ν. 2251/1994, με την έννοια δηλαδή ότι εμφανίζει αοριστία και επιτρέπει στη δανείστρια τράπεζα τη μονομερή τροποποίηση της σύμβασης δανείου, ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, και, εν τέλει, ότι επιφέρει σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή – δανειολήπτη, επειδή παραλείπει να αναφέρει τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς, δεδομένου ότι, κατά την προαναφερθείσα ρητή διάταξη της ανωτέρω υπ’ αρ. 178/2004 απόφασης της ΕΤΠΘ, οι παράγοντες αυτοί συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με την προσυμβατική ενημέρωση του δανειολήπτη και δεν μπορούν, καθεαυτοί, να αποτελέσουν στοιχείο προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, ώστε να περιληφθούν και στη σύμβαση, αφού τέτοιοι παράγοντες μπορούν να είναι μόνο δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως είναι και το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αντιθέτως, όμως, ο προδιατυπωμένος σε σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο ΓΟΣ, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση μεταβολής του συμφωνηθέντος παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (επιτοκίου προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης), η δανείστρια τράπεζα έχει το δικαίωμα να μεταβάλει το συμφωνηθέν επιτόκιο προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση, αντίστοιχα) και έως του διπλασίου της μεταβολής αυτής, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, κατά το μέρος που προβλέπει δικαίωμα μόνο και όχι και υποχρέωση της τράπεζας να προβεί στην μείωση αυτή, καθόσον ο εν λόγω ΓΟΣ παρέχει μεν το δικαίωμα στην τράπεζα, όταν μεν αυξάνεται το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ για τις πράξεις αναχρηματοδότησης και συνεπώς το κόστος απόκτησης χρήματος για την ίδια, να αυξάνει το συμφωνηθέν ως κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου έως το διπλάσιο της μεταβολής αυτής και έτσι να απορροφά την, δυσμενή για την ίδια, ως άνω μεταβολή και να διατηρεί την αντιπαροχή του δανειολήπτη της (τοκοχρεωλυτική δόση) σε επίπεδο κερδοφόρο για την ίδια, πλην όμως, δεν καθιερώνει, όταν μειώνεται το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ και, συνακόλουθα, το κόστος απόκτησης χρήματος για την ίδια, αντίστοιχη υποχρέωση της τράπεζας να προβεί σε μείωση του επιτοκίου, προς όφελος του δανειολήπτη, διαψεύδοντας, για το λόγο αυτό, τις εύλογες προσδοκίες του τελευταίου, που συνάπτει σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, συνδεδεμένο με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, ότι, όπως σε περίπτωση αύξησης του επιτοκίου αυτού θα επιβαρυνθεί με την καταβολή επιπλέον τόκων, λόγω της αύξησης του επιτοκίου του δανείου, έτσι και σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου της ΕΚΤ θα ωφεληθεί και ο ίδιος από την μείωση αυτή και δεν θα αποβεί η μείωση σε περαιτέρω αύξηση του κέρδους της τράπεζας εις βάρος του. Και τούτο διότι, ο παραπάνω ΓΟΣ, α) επιφυλάσσει, ουσιαστικά, στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης επ’ ωφελεία της, ως προς το ύψος του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο αναφερόμενο στη σύμβαση, και μετατροπής, έτσι, αυτής σε σύμβαση σταθερού επιτοκίου, διαψεύδοντας τις ανωτέρω εύλογες προσδοκίες του δανειολήπτη (σε δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ), ότι η υποχρέωσή του ως δανειολήπτη-καταναλωτή θα εξαρτάται πράγματι από τις διακυμάνσεις του επιτοκίου αυτού, σύμφωνα και με την κυμαινόμενη φύση της υποχρέωσής του (πρβλ ΑΠ 830/2021), β) αφήνει αόριστο το επιτόκιο της σύμβασης, σε περίπτωση μειώσεως του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον δανειολήπτη, καίτοι επιβάλλεται η αναπροσαρμογή να γίνεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις τόσο στην περίπτωση αύξησης όσο και στην περίπτωση μείωσης του επιτοκίου, και γ) επί πλέον, συνεκτιμώντας τη φύση του αγαθού που παρασχέθηκε με τη σύμβαση, δηλαδή του στεγαστικού δανείου, το οποίο έχει μακρά διάρκεια αποπληρωμής με σημαντική επιβάρυνση του δανειολήπτη, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια του δανείου, ώστε και η μικρότερη διαφοροποίηση στο επιτόκιο του δανείου να έχει μεγάλη επίπτωση στο ύψος των καταβλητέων τόκων, ο ανωτέρω ΓΟΣ επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του δανειολήπτη και υπέρ της δανείστριας τράπεζας, αφού χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή – δανειολήπτη για μείωση του επιτοκίου σε περίπτωση μειώσεως του κόστους του χρήματος για την τράπεζα, προς αντίστοιχο όφελός του, το οποίο (όφελος) αντισταθμίζει τον κίνδυνο που ο ίδιος φέρει σε περίπτωση αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου (με την έννοια ότι το κόστος του δανείου θα αυξηθεί αν αυξηθεί το παρεμβατικό επιτόκιο και θα μειωθεί αν μειωθεί το εν λόγω επιτόκιο), κατά παραβίαση, έτσι, και της αρχής της διαφάνειας, αφού δεν είναι αμέσως σαφής στον μέσο καταναλωτή, που λαμβάνει στεγαστικό δάνειο, η σημασία του συγκεκριμένου όρου για την σε βάρος του διαμόρφωση του ύψους του κυμαινόμενου επιτοκίου και εντεύθεν στην επιβάρυνσή του με τόκους, εφόσον η τράπεζα ασκήσει το παρασχεθέν με τον ανωτέρω Γ.Ο.Σ. δικαίωμά της να μην μειώσει το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου, όταν μειωθεί το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, αλλά να διατηρήσει αυτό στο υψηλό ποσοστό, που διαμορφώθηκε, νομίμως κατ’ εφαρμογή του ιδίου Γ.Ο.Σ., λόγω αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να οδηγεί, εν τέλει, η ασάφεια αυτή σε ενίσχυση των δικαιωμάτων της τράπεζας, αφού ουσιαστικά τροποποιεί την παροχή του δανειολήπτη από κυμαινόμενο επιτόκιο σε (διαμορφωμένο, υψηλότερο του αρχικού) σταθερό. Περαιτέρω, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 8 του ανωτέρω Ν. 2154/1994, που ορίζει ότι ” Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί”, προς τις διατάξεις των άρθρων 181, 200 και 371 ΑΚ που ορίζουν ότι “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος” (άρθρο 181 του ΑΚ), “οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (άρθρο 200 του ΑΚ) και “αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο” (άρθρο 371 του ΑΚ), προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 105/2019). Ως εκ τούτου, όταν ο όρος δανειακής σύμβασης, που αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο και ειδικότερα τον τρόπο αναπροσαρμογής του, είναι αόριστος, τότε η σύμβαση αυτή πάσχει από μερική ακυρότητα, δηλαδή μόνον ως προς αυτόν τον όρο της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 του ΑΚ και την ιδέα της “δίκαιης κρίσης”, που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο κατά το άρθρο 371 ΑΚ (ΑΠ 105/2019), μετά από άσκηση σχετικής αγωγής από το επικαλούμενο την ακυρότητα μέρος. Τέλος, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Επομένως, η ωφέλεια της χορηγήσασας στεγαστικό δάνειο τράπεζας, που προήλθε από την εκτέλεση άκυρου κατά το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 ΓΟΣ της σύμβασης στεγαστικού δανείου, ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου της σύμβασης, αναζητείται από τον δανειολήπτη, που την κατέβαλε αχρεωστήτως, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι’ αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: “Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) σύναψε με την ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.(ΑτΕ) στη Θεσσαλονίκη στις 08-12-2005 την υπ’ αριθμ. 198/08-12-2005 σύμβαση τοκοχρεολυτικού στεγαστικού δανείου ύψους 80.000 ευρώ για αγορά κατοικίας. Η πιο πάνω τράπεζα τέθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμό 46/2012 απόφασης της επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Με την από 27-7-2012 σύμβαση μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού πιστωτικού ιδρύματος μεταξύ της ανωτέρω τράπεζας και της εναγόμενης(ήδη αναιρεσίβλητης) η πρώτη μεταβίβασε στην εναγόμενη διάφορες συμβατικές σχέσεις, μεταξύ των οποίων και η έννομη σχέση στεγαστικού δανείου, που περιγράφεται στην αγωγή. Στον 4° όρο της σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και της ΑτΕ αναφέρεται ότι η τράπεζα “διατηρεί το δικαίωμα μεταβολής του επιτοκίου, εφόσον υπάρξει μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου (επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση) αντίστοιχα και ως το διπλάσιο της μεταβολής αυτής. Η μεταβολή αυτή θα λαμβάνει χώρα εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία μεταβολής του παρεμβατικού επιτοκίου της Ε.Κ.Τ.”. Η Τράπεζα συνεπώς διατήρησε συμβατικά το δικαίωμά της να μεταβάλει το επιτόκιο των χορηγηθέντων από αυτήν δανείων ανάλογα με την διακύμανση του παρεμβατικού επιτοκίου της Ε.Κ.Τ. Η μεταβολή ωστόσο του επιτοκίου των δανείων, που χορηγεί μια ελληνική τράπεζα στους δανειολήπτες, δεν προκύπτει ότι θα ακολουθεί επακριβώς την μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου και τούτο διότι το ύψος του επιτοκίου των δανείων εξαρτάται και από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως είναι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, ο ανταγωνισμός και οι επικρατούσες συνθήκες της χρηματαγοράς, το κόστος άντλησης χρήματος από την διατραπεζική αγορά, το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, καθώς και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί. Γι’ αυτό το λόγο δεν συμφωνήθηκε αυτόματη μεταβολή του επιτοκίου των δανείων σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου της Ε.Κ.Τ. Επίσης, η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι ένας τέτοιος τύπος επιτοκίου, που παρέχει μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια και διαμορφώνεται ως άθροισμα του επιτοκιακού δείκτη και του αναγραφόμενου στη σύμβαση περιθωρίου, ήταν διαθέσιμος από την ΑτΕ κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης με την ενάγουσα, πλην όμως η τελευταία δεν τον επέλεξε λόγω της ακριβότερης τιμής, που είχε σε σχέση με το κυμαινόμενο επιτόκιο που τελικά επέλεξε. Με την ίδια λογική μάλιστα, κατά τα έτη 2005 έως και 2008 και όσο το επέτρεπαν οι διεθνείς και εγχώριες οικονομικές συνθήκες, το επιτόκιο του δανείου της ενάγουσας κυμαίνονταν ακριβώς όπως και το επιτόκιο της ΕΚΤ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι δηλαδή η διαμόρφωση του επιτοκίου των δανείων εξαρτάται κυρίως από τους προαναφερόμενους οικονομικούς παράγοντες και δεν συμβαδίζει πάντοτε με την διακύμανση του παρεμβατικού επιτοκίου. Η ενάγουσα επομένως ωφελήθηκε από τη σύμβαση δανείου για όσα έτη αυξάνονταν το επιτόκιο του δανείου του ανάλογα με την αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου και υπέστη ζημία υπό την έννοια της αύξησης του επιτοκίου για όσα έτη η οικονομική συγκυρία ήταν δυσμενής. Ο κίνδυνος που ανέλαβε η ενάγουσα αποφασίζοντας να λάβει δάνειο με την μορφή του κυμαινόμενου επιτοκίου ήταν απόλυτα κατανοητός στην ίδια και ο σχετικός όρος της σύμβασης δεν ήταν ούτε αόριστος ούτε καταχρηστικός. Όσο δε αφορά τη δυνατότητα της τράπεζας να προβαίνει σε μονομερή μεταβολή του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, με ανώτατο πολλαπλάσιο αυτής το 200% της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι καταχρηστικός και δεν αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2251/1994, καθόσον το πολλαπλάσιο αυτό δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας με την έννοια της αποκλίσεως από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου στα πλαίσια των οποίων και εμπίπτει, δοθέντος ότι το διπλάσιο της μεταβολής κατ’ ανώτατο όριο δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρυθμίσεως… Εξάλλου, η ενάγουσα ενημερώθηκε αναλυτικά για όλους τους όρους του δανείου της και για το επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής του με απόφαση της τράπεζας και συμφώνησε στον σχετικό περιλαμβανόμενο όρο στη γραπτή σύμβαση που υπέγραψε χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί στην εναγόμενη από τη σύναψη της σύμβασης μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής (18-12-2017) δηλαδή για διάστημα 12 ετών περίπου, έχοντας όλο αυτό το διάστημα το δικαίωμα να ζητήσει να τροποποιηθεί η σύμβαση ως προς το σημείο αυτό και να γίνει ο υπολογισμός του επιτοκίου του δανείου του από κυμαινόμενο σε σταθερό. Μάλιστα, ήταν όλο αυτό το διάστημα σε πλήρη γνώση της διακύμανσης του επιτοκίου και των δόσεων που κατέβαλε αφού κάθε τρίμηνο ελάμβανε σχετική ενημέρωση από την Τράπεζα. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4 της μεταξύ τους σύμβασης, η ενάγουσα είχε δικαίωμα οποτεδήποτε να ζητήσει αλλαγή κατηγορίας επιτοκίου ή ένταξη σε οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα αυτόματης σύνδεσης με το ΕΚΤ αν θεωρούσε ότι τη συνέφερε καθώς, επίσης, είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση αν διαφωνούσε με το ισχύον σε αυτήν επιτόκιο. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο 4ος όρος της σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και της ΑτΕ είναι καταχρηστικός και έτσι δέχθηκε την αγωγή, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου, το οποίο είχε κάνει δεκτή την αγωγή της αναιρεσείουσας α) κατά την από τα άρθρα 904 επ. ΑΚ επικουρική βάση της, υποχρεώνοντας την αναιρεσίβλητη να καταβάλει νομιμοτόκως στην αναιρεσείουσα το ποσό των 12.532,58 ευρώ, το οποίο η τελευταία κατέβαλε αδικαιολόγητα ως τόκους και αντιστοιχεί στο τμήμα του όρου 4 της σύμβασης δανείου, που κρίθηκε καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος Γενικός Όρος Συναλλαγών(ΓΟΣ) και β) κατά τη σωρευομένη αξίωση της αναιρεσείουσας από αδικοπραξία, με βάση την οποία είχε υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να καταβάλει νομιμοτόκως στην αναιρεσείουσα το ποσό των 500 ευρώ ως εύλογη ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ακολούθως δε, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε το ως άνω επικουρικό αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας, δεχόμενο ότι δεν είναι καταχρηστικός και άρα άκυρος ο περιεχόμενος στο άρθρο 4 της ένδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, Γενικός Όρος Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, καθό μέρος συμφωνήθηκε με αυτόν η σύνδεση της μεταβολής του συμφωνηθέντος επιτοκίου με τη μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) και έως το διπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής (αύξησης ή μείωσης) αυτού, χωρίς αναφορά στον τρόπο αναπροσαρμογής και άλλων κριτηρίων, όπως ενδεικτικά οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, ο ανταγωνισμός των Τραπεζών και οι συνθήκες της χρηματαγοράς και το λειτουργικό κόστος των Τραπεζών, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 περ. ε’ και ια’ του Ν. 2251/1994, καθώς και των εχουσών κανονιστική ισχύ ΠΔΤΕ 2501/2002 άρθρο Β παρ. 2
ΙV και 178/2004 άρθρο 2 παρ. α’, β’ και γ’, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην υπό κρίση υπόθεση, αφού το πολλαπλάσιο αυτό, δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, με την έννοια της απόκλισης από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων και εμπίπτει, δοθέντος ότι, το διπλάσιο της μεταβολής κατ` ανώτατο όριο, δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρύθμισης, ενώ και η παράλειψη αναφοράς στην σύμβαση των λοιπών, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παραγόντων, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς, δεν ήταν αναγκαίοι και τούτο γιατί οι παράγοντες αυτοί, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις της ανωτέρω υπ’ αρ. 178/2004 απόφαση της ΕΤΠΘ, συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με την προσυμβατική ενημέρωση του δανειολήπτη και δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτοί στοιχείο προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, ώστε να περιληφθούν και στη σύμβαση, αφού τέτοιοι παράγοντες μπορούν να είναι μόνο δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως είναι και το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αριθμό 1 (όχι δε και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, όμως, το Εφετείο, με το να κρίνει, ότι ο ίδιος ανωτέρω ΓΟΣ, κατά το μέρος, που, σύμφωνα με τις αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του, προβλέπει, μόνον, δικαίωμα της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης (και ήδη της αναιρεσίβλητης) να μεταβάλει το κυμαινόμενο επιτόκιο του επίδικου στεγαστικού δανείου προς την ίδια κατεύθυνση και έως το διπλάσιο της μεταβολής, εφόσον υπάρξει μεταβολή (αύξηση ή μείωση) του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, όχι δε και αντίστοιχη υποχρέωση αυτής, δεν είναι άκυρος ΓΟΣ και έτσι απέρριψε και κατά το μέρος αυτό το ίδιο ανωτέρω αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ίδιες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 παρ. ε’ και ια’ Ν. 2251/1994, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον, κατά το περιεχόμενό του αυτό, ο ανωτέρω ΓΟΣ είναι άκυρος ως καταχρηστικός, όπως αναφέρθηκε αναλυτικά στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι επιφυλάσσει, ουσιαστικά, στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης επ’ ωφελεία της, ως προς το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο αναφερόμενο στη σύμβαση, και, επίσης, αφήνει αόριστο το επιτόκιο της σύμβασης, σε περίπτωση μειώσεως του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον δανειολήπτη, επί πλέον δε, συνεκτιμώντας τη φύση του αγαθού που παρασχέθηκε με τη σύμβαση, ο ανωτέρω ΓΟΣ επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος της δανειολήπτριας αναιρεσείουσας και υπέρ της δανείστριας τράπεζας, αφού χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες της αναιρεσείουσας για μείωση του επιτοκίου σε περίπτωση μειώσεως του κόστους του χρήματος για την τράπεζα, προς αντίστοιχο όφελός της, το οποίο και αντισταθμίζει τον κίνδυνο, που η ίδια ανέλαβε να φέρει σε περίπτωση αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου, κατά παραβίαση, έτσι, και της αρχής της διαφάνειας, αφού δεν ήταν αμέσως σαφής στην αναιρεσείουσα, έχουσα την ιδιότητα του μέσου καταναλωτή, η σημασία του συγκεκριμένου όρου για την σε βάρος της διαμόρφωση του ύψους του κυμαινόμενου επιτοκίου και εντεύθεν στην επιβάρυνσή της με τόκους, εφόσον η τράπεζα ήθελε ασκήσει το παρασχεθέν με τον ανωτέρω Γ.Ο.Σ. δικαίωμά της να μην μειώσει το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου, όταν μειωθεί το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, αλλά να διατηρήσει αυτό στο υψηλό ποσοστό, που διαμορφώθηκε, νομίμως κατ’ εφαρμογή του ιδίου Γ.Ο.Σ., λόγω αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Επομένως οι ίδιοι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, κατά το μέρος τους με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αριθμό 1 (όχι δε και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι βάσιμοι. Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ανωτέρω μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.), να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ.3 Κ. Πολ. Δ.) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ. Πολ. Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1693/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
–
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση.
-Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα. Και –
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρειος Πάγος 168/2024 Δανειακές συμβάσεις. Κειμενόμενο επιτόκιο στεγαστικού δανείου. Δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης επιτοκίου από την τράπεζα
Πηγή :