Περίληψη
– Όσα έγιναν δεκτά με την 176/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας ισχύουν και στη συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά, κατά την οικεία Υ.ΔΟΜ. αλλά και τον εκκαλούντα Δήμο, την εφαρμογή και ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 162 παρ. 2 περ. ΙΙβ υποπερ. δδ’ του Κ.Β.Π.Ν. η οποία επιτρέπει, κατά τους ισχυρισμούς τους, την κατά παρέκκλιση οικοδομησιμότητα του εκτός σχεδίου ακινήτου εφόσον έχει εμβαδόν τέσσερα στρέμματα, χωρίς να απαιτείται πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο.
Εφόσον το επίδικο, εκτός σχεδίου και προϋφιστάμενο του ν. 3212/2003, ακίνητο δεν διέθετε πρόσωπο σε κοινόχρηστη δημόσια οδό δεν ήταν οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. της 24-31.5.1985 περί εκτός σχεδίου δόμησης και η αρμόδια Υ.ΔΟΜ. ήταν υποχρεωμένη να απορρίψει, για τον λόγο αυτόν, τα αιτήματα έκδοσης των προσβαλλόμενων με την αίτηση ακυρώσεως πράξεων. Συνεπώς νομίμως οι προσβληθείσες έγκριση και άδεια δόμησης ακυρώθηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένου του ισχυρισμού του εκκαλούντος ότι η αρμόδια Υ.ΔΟΜ. ήταν υποχρεωμένη, αντιθέτως, να εκδώσει την οικοδομική άδεια, εφαρμόζοντας τον κανόνα αρτιότητας των 4 στρεμμάτων.
Ο εμπεριεχόμενος στις κρίσιμες διατάξεις του π.δ/τος της 24-31.5.1985 όρος δομήσεως, κατά τον οποίο δομήσιμα είναι τα εκτός σχεδίου ακίνητα που έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο (δρόμο) νομίμως υφιστάμενο, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένους στην διαφύλαξη του χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών και στην αποτροπή δημιουργίας με ιδιωτική πρωτοβουλία διάσπαρτων οικισμών χωρίς πολεοδομικό σχεδίασμά, όπως ορίζει, σε αρμονία με το άρθρο 24 του Συντάγματος, το άρθρο 17 του ν.δ. της 17.7.1923, όπως ισχύει (άρθρο 162 παρ. 1 του Κ.Β.Π.Ν.). Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στην κατάτμηση μεγαλύτερων εκτάσεων σε πολλές μικρότερες, κάθε μια από τις οποίες θα είχε το απαιτούμενο για δόμηση εμβαδόν, στην ανέγερση οικοδομών στα περισσότερα γήπεδα και στη δημιουργία, χωρίς ειδικό σχεδίασμά, σχετική μελέτη και τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών κατασκευής οδών, ιδιωτικού οδικού δικτύου βάσει αποκλειστικά της βούλησης των ιδιοκτητών των συγκεκριμένων γηπέδων, είτε με την παραχώρηση τμημάτων των γηπέδων προς δημιουργία ιδιωτικών οδών, είτε με την σύσταση δουλειών διόδου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η πρόσβαση σε υφιστάμενες κοινόχρηστες οδούς των γηπέδων που στερούνται προσώπου σε αυτές, και τελικά στην αποκρούομενη από το Σύνταγμα και τον νόμο δημιουργία σε εκτός σχεδίου περιοχές οικισμών χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό. Η αποτροπή του ενδεχομένου αυτού, που συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος, συνταγματικής περιωπής, για την επιβολή περιορισμών στην εκτός σχεδίου δόμηση, δεν αφορά μόνο τις περιοχές με ιδιαιτερότητες (NATURA, φυσικού κάλλους κ.λπ.) αλλά το σύνολο των εκτός σχεδίου περιοχών της Χώρας, ακόμα και αυτές που έχουν ήδη επιβαρυνθεί (λόγω της μεταβολής του κατ’ αρχήν προορισμού τους) με νόμιμη (βάσει οικοδομικών αδειών) ή και αυθαίρετη δόμηση. Επομένως, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι η απόλυτη απαγόρευση της εκτός σχεδίου δόμησης, που απορρέει από την υποχρέωση ύπαρξης προσώπου σε κοινόχρηστο δρόμο, θα μπορούσε επιτρεπτώς να επιβληθεί σε περιοχές με ιδιαιτερότητες (φυσικού κάλλους κ.λπ.), όχι όμως σε άλλες περιπτώσεις, καθώς αυτό θα έθιγε το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα στην ιδιοκτησία, και ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος για την απαγόρευση αυτή. Ουδόλως δε ασκούν επιρροή, από την άποψη της ανάγκης να αποτραπεί η δημιουργία, σε εκτός σχεδίου περιοχές, οικισμών χωρίς πολεοδομικό σχεδίασμά, και το γεγονός ότι η δόμηση του επίμαχου ακινήτου προβλέπεται να είναι πολύ χαμηλή, διότι το εμβαδόν κάλυψης είναι 25,60 τ.μ. ενώ επιτρέπεται η κάλυψη 506 τ.μ., το εμβαδόν δόμησης είναι 25,60 τ.μ. ενώ το επιτρεπόμενο είναι 1.012 τ.μ., το ύψος του κτιρίου είναι 4 μ. ενώ το επιτρεπόμενο είναι 7,50 μ., και τέλος, πρόκειται για ισόγειο κτίσμα, ενώ επιτρέπονται δύο όροφοι, β) η ήδη επιβαρυμένη από τη δόμηση φυσιογνωμία της περιοχής, καθώς το γήπεδο εδράζεται σε περιοχή γειτνιάζουσα με περιαστικό οικισμό υφιστάμενο ήδη από το 1973, στα δε όμορα του επίμαχου γηπέδου ακίνητα, αλλά και σε ακτίνα 700 μέτρων, όπου είναι το όριο των ζωνών του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως Άρτας και του οικισμού Αναργύρων παρατηρείται ευρεία πολεοδομική δόμηση σε κατοικίες και καταστήματα, γ) το γεγονός ότι, λόγω της εκκαλουμένης απόφασης, καθίσταται πλέον αδύνατη στην περιοχή η δόμηση κτιρίων προοριζόμενων για αγροτική και κτηνοτροφική ή πτηνοτροφική χρήση, για χρήση γραφείων ή καταστημάτων, εμπορικών αποθηκών, εκπαιδευτηρίων, κλινικών, αθλητικών εγκαταστάσεων, σταθμών στάθμευσης, για κατοικίες και για εξυπηρέτηση άλλων κοινωφελών σκοπών, και δ) ότι το σύνολο των γηπέδων της περιοχής δεν έχουν ρυμοτομικό σχέδιο που να καθορίζει τους κοινόχρηστους δρόμους, πλατείες κ.λπ. Περαιτέρω, ο ανωτέρω όρος δομήσεως περί ύπαρξης προσώπου σε κοινόχρηστη οδό παρίσταται πρόσφορος και αναγκαίος για τη θεραπεία του επιδιωκόμενού με αυτόν κατά τα ανωτέρω σκοπού, δεδομένου μάλιστα ότι αφορά σε περιοχές που δεν προορίζονται κατ’ αρχήν για οικοδομική εκμετάλλευση, και δεν είναι προδήλως δυσανάλογος προς τον σκοπό αυτό, στοιχεί δε προς βασικό κανόνα της πολεοδομικής νομοθεσίας ο οποίος ισχύει και για τα οικόπεδα εντός πολεοδομικού σχεδίου, ως προς τα οποία τα εκτός σχεδίου ακίνητα δεν νοείται να τελούν υπό ευνοϊκότερους όρους δομήσεως. Επομένως η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., όλοι δε οι αντίθετοι ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός ότι και στην εντός σχεδίου δόμηση, με το άρθρο 20 παρ. 10 του ν. 4258/2014 (Α’ 94) επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις η ανοικοδόμηση σε οικόπεδα που δεν έχουν πρόσωπο σε εγκεκριμένη οδό, όταν δεν μπορούν διά τακτοποιήσεως να αποκτήσουν πρόσωπο, και ότι, ως εκ τούτου, ο κανόνας ότι αρκούν τα τέσσερα στρέμματα για την οικοδομησιμότητα ακινήτου δεν είναι ευνοϊκότερος σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν για την εντός σχεδίου δόμηση. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς της και του γεγονότος ότι έχει στο μεταξύ τροποποιηθεί με το άρθρο 122 παρ. 11 του ν. 4819/2021 (Α’ 129), η διάταξη αυτή είναι όλως εξαιρετική σε σχέση με τον βασικό κανόνα του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 4067/2012 (Ν.Ο.Κ., Α’ 79), σύμφωνα με τον οποίο άρτιο και οικοδομήσιμο είναι το οικόπεδο που έχει, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, τα ελάχιστα όρια «προσώπου» που καθορίζονται από τους όρους δόμησης της περιοχής. Ως εκ τούτου, η ως άνω διάταξη, την οποία επικαλείται ο εκκαλών Δήμος, δεν δύναται να ανατρέψει τον θεμελιώδη κανόνα της πολεοδομικής νομοθεσίας ότι τα εκτός σχεδίου ακίνητα δεν νοείται να τελούν υπό ευνοϊκότερους όρους δομήσεως σε σχέση με αυτούς που ισχύουν για τα οικόπεδα εντός πολεοδομικού σχεδίου. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός ότι τυχόν απόρριψη του αιτήματος δόμησης θα προσέκρουε στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 17 Συντ. αλλά και στις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, αφού τα εκτός σχεδίου ακίνητα ανέκαθεν δομούνται και η δόμησή τους ανέκαθεν ρυθμίζεται από γενικούς και ειδικούς πολεοδομικούς κανόνες και ότι το ίδιο το Συμβούλιο της Επικράτειας έχει δεχθεί την κατ’ εξαίρεση δόμηση των εκτός σχεδίου ακινήτων. Και τούτο διότι, ο νομοθέτης, τυπικός και κανονιστικός, ήδη από το 1923, αμέσως ή εμμέσως, έθετε περιορισμούς στην εκτός σχεδίου δόμηση, η οποία, ειδικώς μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975 επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, όπως άλλωστε παγίως νομολογείται από το Συμβούλιο της Επικράτειας.
Προβάλλεται ως δεύτερος λόγος εφέσεως ότι με την απόφαση 566/2015 του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι ο δρόμος που ευρίσκεται ανάμεσα στα δύο γήπεδα αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα και οιονεί δουλεία διόδου. Ειδικότερα, στην επίμαχη θέση ο Κ.Τ. αγόρασε, το 2007, για επαγγελματική χρήση λειτουργίας γραφείου μεταφορών τρία ακίνητα 1272 τ.μ., 1280 τ.μ. και 5.060 τ.μ. αντίστοιχα, δυνάμει συμβολαίων. Το τελευταίο συνορεύει μεταξύ άλλων με ακίνητο του δεύτερου εκ των εφεσίβλητων. Ο δρόμος έχει πλευρά πέντε μέτρων με το ακίνητο του Κ.Τ. Υφίσταται προ αμνημονεύτων ετών (1950 και πλέον) πλήρως διαμορφωμένος και διανοιγμένος σε όλο το μήκος και πλάτος, αποτελεί έκτοτε τον μοναδικό δρόμο προσπέλασης και πραγματικής επικοινωνίας με τα γήπεδα του Κ.Τ. αλλά και των εφεσίβλητων και είναι νομίμως υφιστάμενος ως κοινόχρηστος χώρος που δεν προέκυψε από ιδιωτική βούληση. Ο δε χαρακτηρισμός οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής και η αναγνώριση ως κοινόχρηστης αποτελεί, κατά τον εκκαλούντα Δήμο, πραγματικό ζήτημα, η οριστική επίλυση του οποίου σε περίπτωση εγέρσεως σχετικής αμφισβήτησης ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια για την αναγνώριση και προστασία τυχόν δικαιωμάτων.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε, κατά τον εκκαλούντα, αμετάκλητα ότι η οδός είναι αγροτική, οπότε υφίσταται νόμιμη πρόσβαση σε κοινόχρηστη οδό. Προκειμένου να θεμελιωθεί η παραδεκτή άσκηση της κρινόμενης έφεσης, προβάλλεται ότι επί του τιθέμενου με τον δεύτερο λόγο εφέσεως νομικού ζητήματος έχει εκδοθεί η ως άνω 566/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία είναι αντίθετη προς την εκκαλουμένη. Ο εκκαλών Δήμος επικαλείται σχετικά και τις 155 και 302/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι στην εκκαλουμένη απόφαση δεν περιλαμβάνεται κρίση περί της ύπαρξης και του χαρακτήρα της ενλόγω διόδου, οπότε δεν νοείται αντίθεση προς την 566/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση του Αρείου Πάγου περί ύπαρξης οιονεί δουλείας διόδου υπέρ του Κ.Τ. (ακόμη και υπό την εκδοχή ότι αποτελεί αγροτική οδό) δεν αναπτύσσει δεδικασμένο ούτε επάγεται άλλες έννομες συνέπειες στο πλαίσιο της κρινομένης διαφοράς, διότι, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο επί οδού που το καθιστά, κατά τα ανωτέρω, οικοδομήσιμο, όταν η οδός αυτή, ανεξαρτήτως αν είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και, περαιτέρω, είναι ήδη διανοιγμένη, κατά τέτοιο, μάλιστα, τρόπο ώστε να είναι προσπελάσιμη και να εξασφαλίζει πράγματι επικοινωνία με το γήπεδο.
Τούτο δεν ισχύει για τις «αγροτικές» οδούς -οι οποίες σχηματίζονται αποκλειστικώς για την μεταφορά των προϊόντων των καλλιεργουμένων στις εκτός σχεδίου περιοχές γηπέδων, δεδομένου ότι, όπως έχει κριθεί οι οδοί αυτές, κοινόχρηστες ή ιδιωτικές, δεν καθιστούν οικοδομήσιμες τις εκτός σχεδίου πόλεως ευρισκόμενες ιδιοκτησίες. Εξ άλλου, κατά παγία επίσης νομολογία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, οι οποίες αποσκοπούν στην εξασφάλιση του αναγκαίου κρατικού ελέγχου επί του πολεοδομικού σχεδιασμού και της δομήσεως εν γένει, και, ειδικότερα, στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας, απαγορεύθηκε, κατ’ αρχήν, από την θέση τους σε ισχύ και εφεξής η καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημιουργία οδών ή άλλων κοινοχρήστων χώρων με ιδιωτική βούληση, επομένως και βάσει δικαιωμάτων οιονεί δουλείας διόδου. Και ναι μεν παλαιότερα είχε γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη δημοτικής ή κοινοτικής (και αγροτικής) οδού είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται παρεμπιπτόντως από την αρμόδια για την έκδοση οικοδομικής άδειας πολεοδομική υπηρεσία, επιφυλασσομένου του δικαιώματος των ιδιοκτητών των ακινήτων, οι οποίοι θίγονται από την σχετική κρίση, να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια προς προστασία των δικαιωμάτων τους.
Όμως, δεδομένου ότι: α) εκ του Συντάγματος προκύπτει υποχρέωση συνολικού σχεδιασμού του οδικού δικτύου, ο οποίος πρέπει να εξειδικεύεται μέχρι το επίπεδο δήμου ή κοινότητας και β) η αναγνώριση, κατάργηση κ.λπ. δημοτικής ή κοινοτικής οδού έχει σοβαρές συνέπειες, μεταξύ άλλων, ως προς τη δόμηση των παρόδιων ακινήτων και την πολεοδομική και χωροταξική διαρρύθμιση της περιοχής, η επίλυση του ζητήματος της υπάρξεως ή μη δημοτικής ή κοινοτικής οδού δεν μπορεί να επιλύεται κατά περίπτωση, επ’ ευκαιρία συγκεκριμένης υποθέσεως, με κίνδυνο εκδόσεως αποσπασματικών και αντιφατικών αποφάσεων, αλλά πρέπει να τέμνεται εγκύρως με την έκδοση πολιτειακής πράξεως ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της οδού. Από την 566/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου ή από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει η έκδοση τέτοιας πράξεως. Αλλά και οι αποφάσεις 155 και 302/2017 του Συμβουλίου της Επικράτειας, οι οποίες αναφέρονται στο διαφορετικό ζήτημα της αναγνώρισης οδών προϋφιστάμενων του έτους 1923 δεν δύνανται να θεμελιώσουν στην προκειμένη περίπτωση παραδεκτό και βάσιμο ισχυρισμό κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010. Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος ως άνω δεύτερος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Δ. Πυργάκης