ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Λεωνίδα Χατζησταύρου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μουζάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Γ. Ρ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δικαίο Δαιμονάκο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 449/2022 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Α. Λ. του Γ., κάτοικο … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδογιαννάκη.
Το Β’ Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 20 Ιουλίου 2022 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών Γεωργίας Ντάγκουλη, έλαβε αριθμό Ε.Μ. …/2022 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από …-2022 υπ’ αριθμ. …/2022 αίτηση του Γ. Ρ. του Ν., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 201, 449/2022 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας και του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 5 ετών και έξι μηνών και χρηματική ποινή 600 ευρώ, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και περιέχει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ). Στο άρθρο 61 παρ. 1, 4 περ. α’ και β'(όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4745/2020), 5 και 6 του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ένδικων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, το στάδιο της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης ή δικαστικής μεσολάβησης ή της διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή έκδοσης δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III…..”. “4. α) Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτησή τους ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παρ. 1, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη…. Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη, η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο. β) Για την παράσταση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κάθε βαθμού, των ανακριτών ή ανακριτικών υπαλλήλων ή δικαστικών συμβουλίων, ο δικηγόρος οφείλει να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η παράστασή του δεν γίνεται δεκτή. Στην περίπτωση της παρούσας, ο δικηγόρος καταθέτει ένα γραμμάτιο ανεξαρτήτως του αριθμού των εντολέων που εκπροσωπεί. Ειδικώς, επί ποινικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, η παράλειψη προσκόμισης γραμματίου, επισύρει μόνον τις κυρώσεις της παρ. 5….”. “5. Δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής της παρ. 1 του άρθρου αυτού, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό που όφειλε να προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, σε περίπτωση δε υποτροπής και με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από πρόταση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, τα παραπάνω όρια του ύψους του προστίμου μπορούν να αναπροσαρμόζονται. Το ποσό προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβληθεί καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων”. “6. Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται, επί ποινή πειθαρχικού ελέγχου, να αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν, χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προκαταβολής, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας”. Η ως άνω οριζόμενη προκαταβολή, για την άσκηση αίτησης αναίρεσης κατ’ αποφάσεων Πλημμελειοδικείου και Εφετείου, υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα Ι κεφάλαιο Α αρ. 1 στοιχ. 9 περ. α’ του ν. 4194/2013 επί ποσού αμοιβής 534 ευρώ. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια ότι η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης προκαταβολής της παράστασης για τη συζήτηση κάθε είδους ένδικων μέσων ή βοηθημάτων, θεωρείται ως τυπική παράλειψη, που μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ενώ ειδικά, ως προς την υποχρέωση κατάθεσης του σχετικού γραμματίου καταβολής των εισφορών για την κατάθεση κάθε είδους ποινικών ένδικων μέσων ή βοηθημάτων, ορίζεται ότι η μη εκπλήρωσή της ουδέποτε έχει ως συνέπεια την απόρριψη του ένδικου μέσου ή βοηθήματος ως απαράδεκτου, η δε κύρωση, στην περίπτωση αυτή, περιορίζεται στην επιβολή, σε βάρος του υπαίτιου δικηγόρου, των προβλεπόμενων στο άρθρο 61 παρ. 5 του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) πειθαρχικών ποινών, με βάση σχετική ειδοποίηση, που γίνεται από τον προϊστάμενο της γραμματείας του αρμόδιου Δικαστηρίου προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δικηγόρος Δικαίος Δαιμονάκος, με την ιδιότητά του ως πληρεξούσιου δικηγόρου του κατηγορουμένου, βάσει της από 18-7-2022 εξουσιοδοτήσεως του τελευταίου, άσκησε την υπ’ αριθμ. …/2022 από …2022 αίτηση αναίρεσης, με δήλωση στον αρμόδιο Γραμματέα του εκδόσαντος την ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου. Για την άσκηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης, ο προαναφερόμενος πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν προσκόμισε το επιβαλλόμενο από τις παραπάνω διατάξεις σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών επί ποσού 534 ευρώ, αλλά το από 18-7-2022 (ελλιπές ως προς το ποσό) γραμμάτιο με αριθμό Π 3862047, ποσού 115,60 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσό αμοιβής 406 ευρώ. Όμως, όπως προεκτέθηκε, η ως άνω διαδικαστική πλημμέλεια δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της υπό κρίσης αίτησης αναίρεσης, παρά μόνο τη δυνατότητα επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων κατά του καταθέσαντος δικηγόρου. Ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε νομότυπα, είναι παραδεκτή (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 2, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1, 505 ΚΠΔ), γι’ αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 310 παρ. 3, 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε με τον προηγούμενο ΠΚ και δεν διαφοροποιήθηκε ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του κακουργήματος, με τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (άρθρο 310 παρ.1 εδ. β’) και την επελθούσα δυσμενέστερη, μόνο ως προς την ποινή, τροποποίηση με τη διάταξη του άρθρου 66 του ν. 4855/2021, όποιος επιδίωξε την πρόκληση σε άλλον βαριάς σωματικής βλάβης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (παρ. 3), υπάρχει δε βαριά σωματική βλάβη ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του (παρ. 2). Για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω κακουργήματος, απαιτείται: α) αντικειμενικά να προκλήθηκε οποιαδήποτε από τις ενδεικτικά μνημονευόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 310 ΠΚ περιπτώσεις βαριάς σωματικής βλάβης και β) υποκειμενικά ο δράστης να επιδίωκε την πραγμάτωση της βαριάς σωματικής βλάβης, να σκόπευε στην πρόκλησή της, δηλαδή να είχε άμεσο δόλο, κατ’ άρθρο 27 παρ. 1 εδ. α, 2 ΠΚ (πρώτου βαθμού), ο οποίος, αφού ενυπάρχει στα στοιχεία πραγμάτωσης του εγκλήματος αυτού, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας (ΑΠ 152/2022). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις, επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Μόνον όταν στο διατακτικό δεν διαλαμβάνονται τέτοια περιστατικά, παρά μόνον τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, η αιτιολογία στην οποία επαναλαμβάνεται το διατακτικό είναι ελλιπής (ΑΠ 230/2020, ΑΠ 160/2020). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο, κατ’ είδος, προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1288/2020). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 376/2021, ΑΠ 1380/2017). Η επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του Κ.Π.Δ, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγήσουν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος. Επίσης, αυτοτελής είναι και ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 22 του ΠΚ ισχυρισμός, περί νόμιμης άμυνας, αφού η αποδοχή του άγει στον αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα της πράξης και, εντεύθεν, στην αθώωση του κατηγορουμένου. Κατά το άρθρο 22 του ΠΚ: “1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε κατάσταση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθεμένου, στην οποία προβαίνει το άτομο, προς υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου από παρούσα και άδικη επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της προσβολής που απειλείται, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις υπόλοιπες περιστάσεις”. Κατά την έννοια της άνω διάταξης, άμυνα υφίσταται όταν συντρέχει άδικη επίθεση, ήτοι θετική πράξη, που θέτει σε κίνδυνο έννομο αγαθό ορισμένου προσώπου και αντιφάσκει αντικειμενικά προς το δίκαιο, εφόσον είναι παρούσα, όταν δηλαδή ο από την επιθετική ενέργεια κίνδυνος του έννομου αγαθού άρχισε και δεν έληξε ακόμη ή, όταν δεν άρχισε μεν, επίκειται όμως αμέσως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να φοβάται άμεση έναρξη της επιθετικής ενέργειας. Εφόσον συντρέχουν δε οι ανωτέρω όροι της κατάστασης άμυνας, ο υφιστάμενος την επίθεση ή οποιοσδήποτε τρίτος δικαιούται, προς απόκρουση αυτής, να προσβάλει οποιοδήποτε αγαθό του επιτιθεμένου, όπως την προσωπική ελευθερία, την ιδιοκτησία ή ακόμα και τη ζωή του, αρκεί μόνον κατά την εν λόγω απόκρουση της επίθεσης να μην υπερβεί τα υπό του νόμου και ειδικότερα τα υπό της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 22 οριζόμενα όρια (ΑΠ 765/2022, ΑΠ 725/2022, ΑΠ 162/2022, ΑΠ 238/2021). Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη, εσφαλμένη εφαρμογή συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 152/2022, ΑΠ 755/2022, ΑΠ 1/2022, ΑΠ 1069/2020, ΑΠ 947/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, αποδείχθηκαν κατά πιστή αντιγραφή τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις … και περί ώρα ..:00, ο παθών, Α. Λ. του Γ., επέβαινε καθήμενος στη θέση του συνοδηγού, στο με αριθμό κυκλοφορίας …. αυτοκίνητο, μάρκας …, το οποίο οδηγούσε η τότε σύντροφος και μετέπειτα σύζυγός του, O. P. του Υ.. Κατά τον ανωτέρω χρόνο, το παραπάνω αυτοκίνητο εκινείτο στην περιοχή της …, με κατεύθυνση προς … και η οδηγός του το είχε σταματήσει προσωρινά, μπροστά από το φωτεινό σηματοδότη που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών … και …, έχοντας ανάψει αριστερό φλας, καθώς είχε την πρόθεση να στρίψει αριστερά και να κατευθυνθεί μέσω της οδού …, προς την περιοχή της …. Στο σημείο εκείνο, η Λεωφόρος Α. έχει τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο παθών είχε σταματήσει στη μεσαία λωρίδα. Ακριβώς πίσω από το παραπάνω αυτοκίνητο και στην ίδια μ’ αυτό λωρίδα κυκλοφορίας, βρισκόταν σταματημένο το με αριθμό κυκλοφορίας …. αυτοκίνητο, μάρκας …, το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος με συνεπιβάτιδα την Π. Σ. του Μ.. Ο κατηγορούμενος είχε την πρόθεση να κινηθεί ευθεία και να κατευθυνθεί προς τη … μέσω της Λεωφόρου …, πίσω δε απ’ αυτόν ήταν σταματημένα και άλλα οχήματα, τα οποία περίμεναν να ανάψει το πράσινο φανάρι, προκειμένου να κινηθούν και αυτά, ευθεία. Όταν άναψε το πράσινο φως του σηματοδότη για τα αυτοκίνητα που επρόκειτο να κινηθούν ευθεία, το παραπάνω μάρκας … παρέμεινε σταματημένο, διότι για τα αυτοκίνητα που επρόκειτο να στρίψουν αριστερά, το φως του σηματοδότη εξακολουθούσε να είναι κόκκινο. Τότε, ο κατηγορούμενος άρχισε να διαμαρτύρεται κορνάροντας επίμονα, επειδή το … εμπόδιζε την ευθύγραμμη πορεία του και δεν μετακινούνταν αριστερά, προκειμένου να απελευθερώσει το δρόμο. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, φανερά εκνευρισμένος, οδηγώντας το αυτοκίνητο μάρκας …, έκανε δεξιό ελιγμό, ήρθε στη δεξιά πλευρά του …, όπου στάθηκε για λίγο και εκεί άρχισε να διαπληκτίζεται με τον παθόντα, ο οποίος του φώναζε ότι είχε άδικο διότι το … βρισκόταν νόμιμα στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας. Τότε, ο κατηγορούμενος εξύβρισε τον παθόντα απευθύνοντάς του τις φράσεις “πούστη, μαλάκα, θα σε γαμήσω, γαμώ το μουνί της μάνας σου” και τελικά, εγκατέλειψε το σημείο κινούμενος ευθεία, προς τη Λεωφόρο …. Ο παθών όμως, εκνευρίσθηκε τόσο πολύ με τη συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου, ώστε αποφάσισε να τον ακολουθήσει για να του ζητήσει το λόγο. Μάλιστα, επειδή η σύντροφός του, λόγω της ταραχής της από το συμβάν, δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει καταδιώκοντας τον κατηγορούμενο, της ζήτησε να αλλάξουν θέσεις και έτσι, κάθισε ο ίδιος στη θέση του οδηγού και αυτή στη θέση του συνοδηγού. Στη συνέχεια, ο παθών κινήθηκε ευθεία και εισήλθε στη Λεωφόρο … αναπτύσσοντας ταχύτητα, προκειμένου να προλάβει το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου. Αφού διήνυσε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων, είδε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, σταματημένο σε ένα φανάρι της Λεωφόρου …, το προσέγγισε και άρχισε να του φωνάζει ζητώντας του το λόγο για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Εκεί, οι δύο άνδρες διαπληκτίσθηκαν για δεύτερη φορά, μέσα από τα αυτοκίνητά τους. Καθώς ο παθών επέμενε να ζητά εξηγήσεις από τον κατηγορούμενο, ο τελευταίος εγκατέλειψε το σημείο και για να αποφύγει τον παθόντα, έστριψε δεξιά, στην οδό …. Ο παθών τον ακολούθησε και τότε ο κατηγορούμενος, για να τον αποφύγει και πάλι, έστριψε δεξιά και εισήλθε σε δρόμο κάθετο στη …, μετά έστριψε πάλι δεξιά και εισήλθε στην οδό …, που είναι παράλληλη στην οδό … και τέλος, έστριψε και πάλι δεξιά και εισήλθε στην οδό …, όπου, βλέποντας ότι ο παθών συνέχιζε να τον ακολουθεί, ακινητοποίησε το … στο ύψος του οικοδομικού τετραγώνου με τον αριθμό … Πίσω από αυτόν, ακινητοποίησε και ο παθών το …. Τότε, βγήκαν από τα αυτοκίνητά τους, σχεδόν ταυτόχρονα, και οι δύο άνδρες και άρχισαν να κατευθύνονται ο ένας προς τον άλλο. Ο κατηγορούμενος όμως, κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα πιστόλι κρότου -αερίων, χρώματος γκρι, το οποίο έστρεψε προς τον παθόντα και πυροβόλησε προχωρώντας προς το μέρος του, δύο με τρεις φορές. Ο παθών φοβήθηκε και έτρεξε να καλυφθεί πίσω από την ανοικτή πόρτα του οδηγού του …. Τότε, ο κατηγορούμενος τον πλησίασε και όπως αυτός ήταν σκυμμένος πίσω από την πόρτα του αυτοκινήτου, τον ακινητοποίησε αρπάζοντάς τον και τον χτύπησε στο κεφάλι του με τη λαβή του όπλου που κρατούσε. Στη συνέχεια, καθώς ο παθών προσπαθούσε να τον απωθήσει με τα χέρια του και με κλωτσιές, ενώ παράλληλα, προσπαθούσε να κρατήσει ψηλά το χέρι του κατηγορουμένου που κρατούσε το όπλο, ο κατηγορούμενος πυροβόλησε άλλες δύο φορές και μάλιστα, τη μια από αυτές, πυροβόλησε τον παθόντα εξ επαφής, στο δεξιό πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, προκαλώντας του με τον τρόπο αυτό έγκαυμα, δύο εκατοστών, κυκλικού σχήματος. Τελικά, ο κατηγορούμενος έκαμψε την αντίσταση του παθόντος και με τη λαβή του παραπάνω όπλου τον χτύπησε επανειλημμένα και με σφοδρότητα στο κεφάλι, προκαλώντας του με την ενέργειά του αυτή έξι θλαστικά τραύματα κεφαλής, θλάση εγκεφάλου, εμπιεστικό κάταγμα σε τρία σημεία του μετωπιαίου οστού, καθώς και διάσχιση της σκληράς μήνιγγας σε πολλαπλά σημεία. Μετά από αυτό, ο κατηγορούμενος σταμάτησε και αφού στράφηκε προς τη σύντροφο του παθόντος, που του φώναζε να σταματήσει και της είπε “πάρ’ τον από ‘δω τώρα, αλλιώς θα τον σκοτώσω”, μπήκε στο … και έφυγε. Αμέσως, η σύντροφος του παθόντος τον βοήθησε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού του …, με το οποίο τον μετέφερε στο νοσοκομείο “…”, όπου αυτός χειρουργήθηκε την ίδια ημέρα και συγκεκριμένα, αφαιρέθηκαν οι οστικές παρασχίδες, καθαρίστηκε πλήρως το εμπιεσματικό οστό, έγινε συρραφή της μήνιγγας (μηνιγγοπλαστική) και τοποθετήθηκε επί του εμπιέσματος μικρό αστεροειδές πλέγμα τιτανίου που στερεώθηκε με βίδες. Επίσης, επειδή παρουσίαζε εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ), του τοποθετήθηκε εξωτερική παροχέτευση ΕΝΥ. Στη συνέχεια, μετά από νοσηλεία πέντε ημερών, ο παθών εξήλθε από το νοσοκομείο και επέστρεψε στην οικία του. Ακολουθώντας τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών του, ο παθών απείχε από την εργασία του• επί δύο μήνες. Επίσης, όπως του συνέστησαν οι ίδιοι ιατροί, πρέπει να υποβληθεί στο μέλλον σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για να αφαιρεθεί από το κρανίο του το προαναφερόμενο πλέγμα τιτανίου, η ύπαρξη του οποίου μάλιστα, του στερεί τη δυνατότητα να υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν παθήσεις του εγκεφάλου του. Ένα ακόμη αποτέλεσμα του τραυματισμού του στο κεφάλι είναι και το ότι αυτός εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υποφέρει από πονοκεφάλους, ζαλάδες, τρέμουλο και μουδιάσματα στα χέρια καθώς από ευαισθησία στα σημεία των τραυμάτων. Υπό τα άνω δεδομένα, η σωματική βλάβη που προκάλεσε ο κατηγορούμενος στον παθόντα με τα χτυπήματα που του κατάφερε στο κεφάλι του, δηλαδή στο ευαίσθητο αυτό σημείο του σώματός του, χαρακτηρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 310 παρ. 2 του Π.Κ. ως βαριά, καθόσον: α) Προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής, δηλαδή μία επικίνδυνη κατάσταση που θα μπορούσε να οδηγήσει άμεσα στο θάνατό του, αν δεν είχε ανακοπεί χάρη στην έγκαιρη χειρουργική αντιμετώπισή της και στις ικανότητες των ιατρών που τον χειρούργησαν. β) Αλλοιώθηκε προς το χειρότερο η λειτουργία του οργανισμού του παθόντος σε βαθμό τέτοιο που του δημιούργησε μία σοβαρή κατάπτωση, συνήθη συμπτώματα της οποίας είναι πλέον, όπως προαναφέρεται, οι πονοκέφαλοι, οι ζαλάδες και το τρέμουλο και τα μουδιάσματα στα χέρια του, από τα οποία υποφέρει αυτός μέχρι και σήμερα, ενώ πρέπει να υποβληθεί στο μέλλον σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για να αφαιρέσει από το κρανίο του το προαναφερόμενο πλέγμα τιτανίου, η ύπαρξη του οποίου του στερεί τη δυνατότητα να υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν παθήσεις του εγκεφάλου του. γ) Ο παθών παρεμποδίσθηκε σημαντικά να χρησιμοποιεί το σώμα του όπως πριν από το συμβάν, για πολύ χρόνο, αφού απείχε από τις καθημερινές του δραστηριότητες επί δύο μήνες. Ο κατηγορούμενος από την άλλη, επεδίωκε να προκαλέσει στον παθόντα την προαναφερόμενη βαριά σωματική βλάβη και γι’ αυτό το λόγο άλλωστε του επιτέθηκε με ιδιαίτερο μένος και τον χτύπησε με τη λαβή του όπλου του επανειλημμένα και με σφοδρότητα στο κεφάλι σταμάτησε δε μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι αν συνέχιζε λίγο ακόμη θα τον σκότωνε. Περαιτέρω, υπό τις άνω παραδοχές, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τέλεσε την πράξη ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας (άρθρο 22 του Π.Κ.) κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού δεν αποδείχθηκε ότι χτύπησε κατά τα ως άνω αναφερόμενα, τον παθόντα, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του από παρούσα και άδικη επίθεση που στρεφόταν εναντίον του. Αντίθετα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που επιτέθηκε στον παθόντα, καθώς βγήκε από το αυτοκίνητό του και άρχισε να πυροβολεί στρέφοντας το όπλο του εναντίον του, ο δε παθών φοβήθηκε και κρύφτηκε πίσω από την ανοικτή πόρτα του αυτοκινήτου του και στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που του επιτέθηκε, αφού αυτός τον πλησίασε, τον άρπαξε και του κατάφερε τα χτυπήματα που του προκάλεσαν τη βαριά σωματική βλάβη του. Κατά το διάστημα αυτό της άδικης επίθεσης που δέχθηκε ο παθών από τον κατηγορούμενο, προσπάθησε να τον απωθήσει όπως μπορούσε, με τα χέρια και με τα πόδια του, ευρισκόμενος αυτός σε κατάσταση άμυνας και όχι ο κατηγορούμενος. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τα αποδιδόμενο σ’ αυτόν εγκλήματα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας και συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος”. Στο διατακτικό δε της απόφασης διαλαμβάνονται, κατά το ενδιαφέρον στην κρινόμενη υπόθεση μέρος αυτού, τα εξής: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι στους παρακάτω αναφερόμενους τόπο και χρόνο, τέλεσε τα παρακάτω αναφερόμενα εγκλήματα και δη: Α) Στη … ., την …, προκάλεσε σε άλλο βαριά σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, την πρόκληση της οποίας επιδίωκε. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος με τη λαβή ενός όπλου κρότου – αερίων που κρατούσε στα χέρια του, χτύπησε στο κεφάλι επανειλημμένα και με σφοδρότητα τον παθόντα, Α. Λ. ου Γ., προκαλώντας του με την ενέργειά του αυτή έξι θλαστικά τραύματα κεφαλής, θλάση εγκεφάλου, εμπιεστικό κάταγμα σε τρία σημεία του μετωπιαίου οστού καθώς και διάσχιση της σκληράς μήνιγγας σε πολλαπλά σημεία και επιπλέον, με το ίδιο όπλο, πυροβόλησε εξ επαφής τον παθόντα στο δεξιό πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, προκαλώντας του έγκαυμα, κυκλικού σχήματος 2 εκατοστών. Η παραπάνω σωματική βλάβη, που προκάλεσε ο κατηγορούμενος στον παθόντα με τα χτυπήματα στο κεφάλι του, δηλαδή στο ευαίσθητο αυτό σημείο του σώματός του, χαρακτηρίζεται σύμφωνα με το νόμο, ως βαριά, καθόσον: α) Προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής, δηλαδή μία επικίνδυνη κατάσταση που θα μπορούσε να οδηγήσει άμεσα στο θάνατό του, αν δεν είχε ανακοπεί χάρη στην έγκαιρη χειρουργική αντιμετώπισή της και στις ικανότητες των ιατρών που τον χειρούργησαν, οι οποίοι μεταξύ άλλων, αφού αφαίρεσαν• τις οστικές παρασχίδες και καθάρισαν πλήρως το εμπιεσματικό οστό, έκαναν συρραφή της μήνιγγας (μηνιγγοπλαστική) και τοποθέτησαν επί του εμπιέσματος στο μετωπιαίο οστό του ένα μικρό αστεροειδές πλέγμα τιτανίου που στερεώθηκε με βίδες και επειδή παρουσίαζε εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) του τοποθέτησαν εξωτερική παροχέτευση ΕΝΥ. β) Προξένησε στον παθόντα βαριά και μακροχρόνια αρρώστεια, συνήθη συμπτώματα της οποίας είναι οι πονοκέφαλοι, οι ζαλάδες και το τρέμουλο και τα μουδιάσματα στα χέρια του, από τα οποία υπέφερε αυτός επί μακρό χρονικό διάστημα ενώ πρέπει να υποβληθεί στο μέλλον σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για να αφαιρέσει από το κρανίο του το προαναφερόμενο πλέγμα τιτανίου, η ύπαρξη του οποίου του στερεί τη δυνατότητα να υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν παθήσεις του εγκεφάλου του. γ) Ο παθών παρεμποδίσθηκε σημαντικά να χρησιμοποιεί το σώμα του όπως πριν από το συμβάν και για πολύ χρόνο, αφού απείχε από τις καθημερινές του δραστηριότητες επί δύο μήνες. Ο κατηγορούμενος, με τις παραπάνω ενέργειές του, επεδίωκε να προκαλέσει στον παθόντα την προαναφερόμενη βαριά σωματική βλάβη του………”. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την κατά τα ανωτέρω αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 εδ. α , 2 και 310 παρ. 3, 2 Π.Κ. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αιτιολογημένα τη συνδρομή όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ως άνω πράξης, αφού α) προσδιορίζονται σαφώς ο τρόπος και το μέσον, με τα οποία ο κατηγορούμενος, κατά το περιγραφόμενο λεπτομερώς επεισόδιο, με πρόθεση έπληξε τον παθόντα στα αναφερόμενα σημεία του σώματός του, προκαλώντας σ’ αυτόν την περιγραφόμενη σωματική βλάβη, έτσι όπως το είδος και η έκτασή της προκύπτει από τα ιατρικά πιστοποιητικά που αναγνώστηκαν, την οποία χαρακτηρίζει βαριά, αφού αυτή προκάλεσε στον παθόντα έξι θλαστικά τραύματα κεφαλής, θλάση εγκεφάλου, εμπιεστικό κάταγμα σε τρία σημεία του μετωπιαίου οστού και διάσχιση της σκληράς μήνιγγας σε πολλαπλά σημεία, καθώς και έγκαυμα κυκλικού σχήματος 2 εκατοστών στο δεξιό θωρακικό τοίχωμα, β) αναφέρονται ο χρόνος παραμονής του παθόντος στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε για πέντε ημέρες, οι επεμβάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε και αυτή, στην οποία πρέπει να υποβληθεί στο μέλλον, η αδυναμία του να χρησιμοποιήσει το σώμα του όπως πριν για ένα δίμηνο, ο κίνδυνος θανάτου του, που υπήρξε λόγω των πληγμάτων, που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο στο κεφάλι, ο οποίος (κίνδυνος) αποφεύχθηκε χάρη στην έγκαιρη χειρουργική επέμβαση, στην οποία υποβλήθηκε και στις ικανότητες των ιατρών, που τη διενήργησαν, καθώς και η εμμένουσα επιβάρυνση της υγείας του, με συμπτώματα πονοκεφάλων, ζαλάδων, τρέμουλου και μουδιάσματος των χεριών του, γ) αιτιολογείται πλήρως ο άμεσος δόλος του κατηγορουμένου και περιγράφονται αναλυτικά οι περιστάσεις, από τις οποίες καταδεικνύεται ότι αυτός επιδίωκε πράγματι την πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης, καθόσον αναφέρεται ότι χτύπησε με μένος, επανειλημμένα και με σφοδρότητα, με τη λαβή του όπλου κρότου-αερίων, που έφερε, τον παθόντα στο κεφάλι του και ότι σταμάτησε μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι, αν συνέχιζε λίγο ακόμη, θα τον σκότωνε. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μεταβολής της κατηγορίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη (άρθρο 309 ΠΚ) δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, στον οποίο το δικαστήριο της ουσίας απάντησε με την κύρια αιτιολογία επί της ενοχής. Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας με ειδική αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας , δεχόμενο ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που επιτέθηκε στον παθόντα, καθώς βγήκε από το αυτοκίνητό του και άρχισε να πυροβολεί, στρέφοντας το όπλο του εναντίον αυτού, ο δε παθών φοβήθηκε και κρύφτηκε πίσω από την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου του και, στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που του επιτέθηκε, αφού τον πλησίασε, τον άρπαξε και του επέφερε τα χτυπήματα, που του προκάλεσαν τη βαριά σωματική του βλάβη, ενώ, κατά το διάστημα αυτό της άδικης επίθεσης, ο παθών προσπάθησε να απωθήσει με τα χέρια και τα πόδια τον κατηγορούμενο, ευρισκόμενος αυτός (παθών) και όχι ο κατηγορούμενος σε κατάσταση άμυνας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ. προβαλλόμενοι πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, σχετικά με την καταδικαστική κρίση για το αδίκημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης και την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί άμυνας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη του οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π Κ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων: α) Κατά το άρθρο 84 παρ.2 στοιχ. α’ του Π.Κ., το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα. Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης “σύννομη”, έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων, που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο, συμμορφώνεται μ` αυτόν, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι, ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε, το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη, το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ., για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου, προκειμένου να αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν, είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και, επιπλέον, προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται (Ολ. ΑΠ 2/2022, ΑΠ 874/2022, ΑΠ 866/2022, ΑΠ 774/2022). β) Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. γ’ ΠΚ, το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη. Η αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού προϋποθέτει επίκληση κατά τρόπο ορισμένο και απόδειξη ότι ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη του από προγενέστερη ανάρμοστη (αληθή ή νομιζόμενη) συμπεριφορά του παθόντος ή ότι ο δράστης παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη, που προκάλεσε σ’ αυτόν προγενέστερη άδικη (αξιόποινη ή μη) σε βάρος του πράξη του παθόντος. Η δε ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος κατά του δράστη πρέπει, καταρχήν, να τελεί σε χρονική εγγύτητα (υπηρετική της αιτιώδους σχέσης) και, οπωσδήποτε, σε αιτιώδη σχέση με την εγκληματική πράξη του δράστη, δηλαδή να αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος δεν θα δρούσε χωρίς αυτήν (ΑΠ 162/2022, ΑΠ 1042/2021, ΑΠ 238/2021, ΑΠ 1372/2020, ΑΠ 1190/2017). γ) Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. δ’ ΠΚ, το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Για να στοιχειοθετηθεί αυτή η ελαφρυντική περίσταση, πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνον να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για τον λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης ή η ομολογία του (ΑΠ 1042/2021, ΑΠ 694/2021, ΑΠ 1466/2019, ΑΠ 1165/2016). δ) Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ ΠΚ, το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Για να συντρέξει αυτή η ελαφρυντική περίσταση, η συμπεριφορά του υπαιτίου, πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ του ισχύοντος ΠΚ προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμη και κατά την κράτησή του. Ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξης, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνο έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα (ΑΠ 368/2022, ΑΠ 874/2022, ΑΠ 728/2021, ΑΠ 238/2021, ΑΠ 1663/2019). Εξάλλου, κατά την προστεθείσα στο νέο Ποινικό Κώδικα παράγραφο 3 στο άρθρο 84, αυτοτελή λόγο μείωσης της ποινής, αποτελεί και η ελαφρυντική περίσταση της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου. Νομοθετικός λόγος για τη θέσπιση της διάταξης αυτής είναι η ύπαρξη μακρόχρονων καθυστερήσεων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και γι’ αυτό, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, πέραν της μη υπαιτιότητας του κατηγορουμένου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι χρονικές καθυστερήσεις, που οφείλονται στην κακή λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών και στους εμπλεκόμενους δικαστές, δηλαδή λόγοι αναγόμενοι στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και όχι σε γεγονότα ανωτέρας βίας. Ο καθορισμός της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας δεν μπορεί να γίνει βάσει ενός ακριβούς ανωτάτου ορίου προσδιοριζόμενου κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση με γνώμονα τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης, όπως το διακύβευμα και η περιπλοκότητα της διαφοράς, η συμπεριφορά των αρμόδιων αρχών και των διαδίκων, ο αριθμός των κατηγορουμένων, καθώς και η διάρκεια και η βαρύτητα των πράξεων που προσάπτονται στα πρόσωπα αυτά, καθόσον η περιπλοκότητα της διαφοράς ή η παρελκυστική συμπεριφορά της υπεράσπισης μπορούν να δικαιολογήσουν μία καταρχήν υπερβολικά μακρά διάρκεια (ΔΕΚ C-704/2018-12-4/2020 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, κριτήριο για την κατάφαση της υπέρβασης αυτής είναι η παρέλευση δυσανάλογα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση του εγκλήματος, με συνεκτίμηση της τυχόν καταχρηστικής ή παρελκυστικής συμπεριφοράς των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, της πολυπλοκότητας των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, της στάσης των αρμόδιων κρατικών αρχών και του διακυβεύματος της υπόθεσης για τον κατηγορούμενο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του ν.4239/2014 (ΑΠ 741/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι, μετά την περί ενοχής του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου απόφαση, ο συνήγορος υπεράσπισής του ζήτησε, κατά πιστή μεταφορά, “…να αναγνωρισθούν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθ. 84 παρ. 2 στοιχ. α’, γ’, δ’ και ε’ και της παραγράφου 3 του Π.Κ”. Όσον αφορά στα αιτήματα για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. γ’ και δ’, αυτά προβλήθηκαν μόνο με την απλή παράθεση – επίκληση των διατάξεων του νόμου, χωρίς παντελώς να γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών προς θεμελίωσή των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων και ήταν απαράδεκτα, αφού δεν προβλήθηκαν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα να τα απορρίψει με ειδική αιτιολογία. Παρά ταύτα, εκ περισσού, το Δικαστήριο απέρριψε, τους αυτοτελείς ισχυρισμούς για την αναγνώριση αυτών των ελαφρυντικών περιστάσεων, με την παρακάτω σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση, από την προαναφερόμενη αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι αυτός που επέδειξε εξαρχής ανάρμοστη συμπεριφορά ήταν ο κατηγορούμενος, διότι, ανυπομονώντας να συνεχίσει την ευθύγραμμη πορεία του, κορνάριζε επίμονα στο αυτοκίνητο που επέβαινε ο παθών, το οποίο ήταν σταματημένο μπροστά του, στο φωτεινό σηματοδότη της Λεωφόρου .., στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας, περιμένοντας να ανάψει το πράσινο φως, για να στρίψει αριστερά (επιτρεπτά, όπως προέκυψε κατά την αποδεικτική διαδικασία) και στη συνέχεια, εξύβρισε τον παθόντα, όταν αυτός τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Επομένως, η ενέργεια του παθόντος, ο οποίος ακολούθησε στη συνέχεια θυμωμένος τον κατηγορούμενο για να του ζητήσει το λόγο για τον οποίο τον εξύβρισε, δικαιολογείται από την προηγούμενη απρεπή συμπεριφορά του τελευταίου απέναντί του. Αλλά και στη συνέχεια, στα φανάρια της Λεωφόρου …, όπου ο παθών πρόλαβε τον κατηγορούμενο, ο τελευταίος εξακολούθησε να είναι εριστικός απέναντί του, αντί να του ζητήσει συγγνώμη για την προηγούμενη συμπεριφορά του, όπως όφειλε, με αποτέλεσμα οι δύο άνδρες να διαπληκτισθούν και πάλι. Μετά από αυτό, ο παθών, αγανακτισμένος από την προσβλητική και δηλωτική περιφρόνησης συμπεριφορά του κατηγορουμένου, δεν παραιτήθηκε, αλλά συνέχισε να τον ακολουθεί, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να σταματήσει ο κατηγορούμενος, να τον ακούσει και να παραδεχθεί το λάθος του. Η συμπεριφορά αυτή του παθόντος, λαμβανομένων υπόψη όσων προηγήθηκαν, ήταν μεν ενοχλητική, αλλά δεν ήταν ούτε ανάρμοστη ούτε άδικη. Ο κατηγορούμενος από την άλλη, ενοχλημένος που τον είχε πάρει στο κατόπι ο παθών, αντί να σταματήσει και να συζητήσει μαζί του, ώστε να λήξει εκεί το επεισόδιο, ακινητοποίησε απότομα το αυτοκίνητο, βγήκε απ’ αυτό και προς εκτόνωση του θυμού του, πυροβόλησε εναντίον του παθόντος με το πιστόλι κρότου – αερίων που είχε στην κατοχή του και τον χτύπησε με τη λαβή του εν λόγω όπλου επανειλημμένα και με σφοδρότητα στο κεφάλι. Υπό τις άνω παραδοχές λοιπόν, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή ότι παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη και ως εκ τούτου, το αίτημά του να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. γ’ του Π Κ. κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Από την ίδια ως άνω αποδεικτική διαδικασία, ουδόλως προέκυψε κάποια πράξη ενδεικτική ειλικρινούς μετάνοιας του κατηγορουμένου για τις πράξεις του ακόμη δε και το γεγονός ότι αυτός αρνείται ότι τις τέλεσε, ισχυριζόμενος ότι δεν κρατούσε όπλο και ότι δεν επιτέθηκε στον παθόντα αλλά αμύνθηκε στα χτυπήματα του τελευταίου εναντίον του, υποδηλώνει ότι αυτός ουδόλως έχει μεταμεληθεί. Επίσης, μέχρι σήμερα, ο κατηγορούμενος δεν έχει προσπαθήσει να έρθει σε επικοινωνία με τον παθόντα ούτε καν για να του ζητήσει συγγνώμη και, γενικά, δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια για να άρει ή έστω να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο και το αίτημά του να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. δ’ του Π.Κ.”. Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους λοιπούς αυτοτελείς ισχυρισμούς του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α’ και ε’ και 3 ΠΚ, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, επί λέξει, τα ακόλουθα: Α) “Αναφορικά με το αίτημα του κατηγορουμένου για την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ α’ Π.Κ., το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία, ως εξής: …….Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου προκύπτει ότι αυτός έχει καταδικασθεί, με την υπ’ αριθμ. … απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) ημερών για παράβαση υγειονομικής διατάξεως. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι, από τη χρήση του οικονομικού έτους … μέχρι και το οικονομικό έτος …; α) η διαχειριζόμενη από τον ίδιο εταιρεία με την επωνυμία “Ζ. Μ. Μ. Ε..Π..Ε..” είχε ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο ύψους 38.000 ευρώ περίπου (μη καταβολή ΦΠΑ, εισφορών, τέλους επιτηδεύματος, προστίμων ΚΒΣ κ.λ.π.), τα οποία βεβαιώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από το έτος …έως και …και β) η διαχειριζόμενη από τον ίδιο ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “Α. Ρ. Ο..Ε..” είχε ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο, ύψους 24.800 ευρώ περίπου (μη καταβολή ΦΠΑ, εισφορών, τέλους επιτηδεύματος, προστίμων ΚΒΣ κ.λπ.), τα οποία βεβαιώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από το έτος … έως και το έτος …, χωρίς ο κατηγορούμενος να μεριμνήσει για την έστω και μερική εξόφλησή τους ή, έστω, ρύθμισή τους με διακανονισμό μέχρι το έτος …, παρ’ όλο που, όπως ο ίδιος κατέθεσε κατά την απολογία του, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την εποχή εκείνη (2..), κυκλοφορούσε φέροντας μαζί του τεράστια χρηματικά ποσά (της τάξεως των 500.000 ευρώ) από τις εισπράξεις των καταστημάτων του (σημειώνεται ότι, νέες φορολογικές παραβάσεις με αντίστοιχη δημιουργία νέων χρεών της μεν πρώτης εκ των ως άνω εταιρειών συνεχίσθηκαν να βεβαιώνονται μέχρι και το έτος …, οπότε, το ποσό των βεβαιωμένων εκτός ρυθμίσεως οφειλών των 38.000 ευρώ, εκτοξεύθηκε στο ποσό των 1…081,57 ευρώ της δε δεύτερης εκ των ως άνω εταιρειών συνεχίσθηκαν να βεβαιώνονται μέχρι και το έτος …, οπότε το ποσό των εκτός ρυθμίσεως οφειλών των 24.800 ευρώ, ανήλθε για την εταιρεία αυτή, στο ποσό των 65.413,98 ευρώ). Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι πριν από την τέλεση της πράξεως, ο κατηγορούμενος είχε στη διάθεσή του και σε ετοιμότητα, εντός του αυτοκινήτου του, παρανόμως, πιστόλι κρότου-αερίων, το οποίο και χρησιμοποίησε, χωρίς δισταγμό, κατά την τέλεση της προπεριγραφείσας πράξεως της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, για την οποία καταδικάσθηκε, πυροβολώντας εξ επαφής στο δεξιό ημιθωράκιο του παθόντος, αλλά και πλήττοντας με τη βαριά μεταλλική λαβή του το κεφάλι του τελευταίου.
Συνεπώς, ανεξαρτήτως του ότι το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου φέρει αμετάκλητη καταδίκη για ελαφρό πλημμέλημα, η τέλεση εκ μέρους του των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, δεν δύναται να θεωρηθεί άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, ως δυσάρεστη έκπληξη σε σχέση με αυτό που θα περίμενε κανείς από το συγκεκριμένο δράστη, όλα, δε, τα πραγματικά περιστατικά, που προηγήθηκαν και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκαν τα αδικήματα (όπως αυτές περιγράφονται στο σκεπτικό της παρούσας) καταμαρτυρούν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ενδεικτική της προσωπικότητάς του, υποδηλώνουσα μη συμμόρφωση με τη νομιμότητα, ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας και έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα αγαθά προστατευόμενα από διατάξεις του αστικού, ποινικού αλλά και διοικητικού δικαίου και, τα οποία, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα σκέψη της παρούσης, λαμβάνονται υπόψιν για την θεμελίωση του σύννομου βίου. Ως εκ τούτου, το αίτημα του κατηγορουμένου για αναγνώριση στο πρόσωπό του του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ του Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο”…..Β) “……Από τα ίδια ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψαν και τα εξής: Στις …, όταν κλήθηκε ο κατηγορούμενος στην Αστυνομία, κατέθεσε ψευδώς ότι κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα οι προαναφερόμενες πράξεις, συνοδηγός στο αυτοκίνητο που οδηγούσε, ήταν η σύζυγός του, Ε. – Α. Π. του Α., η οποία όμως, κατά τη διάρκεια της εξέτασής της από τους αστυνομικούς, κατέθεσε ότι δεν ήταν η ίδια μαζί του μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά, όπως ο ίδιος της είπε, ήταν μία φίλη του, η Β., της οποίας δεν γνωρίζει άλλα στοιχεία. Δηλαδή, ο κατηγορούμενος, προσπάθησε να παραπλανήσει τις αρχές σχετικά με το πρόσωπο ουσιώδους μάρτυρα και δη, αυτού που καθόταν στη θέση του συνοδηγού του απ’ αυτόν οδηγούμενου αυτοκινήτου και γνώριζε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν τα εκδικαζόμενα αδικήματα. Αλλά και στη συνέχεια, αντί να διορθώσει εγκαίρως αυτό το σοβαρό ατόπημα, αναφέροντας στις αρχές τα στοιχεία της γυναίκας που ήταν πράγματι μαζί του εκείνο το βράδυ, άφησε να παρέλθουν άπρακτα πέντε ολόκληρα χρόνια, μετά τη συμπλήρωση των οποίων, κατόπιν αιτήσεώς του, εμφανίσθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών η γυναίκα αυτή, που ήταν η Π. Σ. του Μ., και έδωσε την από …ένορκη βεβαίωση, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στα πλαίσια της αστικής δίκης που ανοίχθηκε εναντίον του με την άσκηση από τον παθόντα της από … αγωγής. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά υποδηλώνουν ότι ο κατηγορούμενος δεν μεταστράφηκε προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης, ούτε άλλωστε προέκυψε κάποια μεταστροφή του προς αγαθοποιό δραστηριότητα. Επίσης, δεν προέκυψαν περιστατικά μεταγενέστερης του συμβάντος συμπεριφοράς του, που να παρέχουν αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο και το αίτημά του να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ του Π.Κ” ….Γ) “Όσον αφορά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας μη οφειλόμενης σε υπαιτιότητά του, από την ως άνω αναφερόμενη αποδεικτική διαδικασία, προέκυψαν τα εξής: Για την προκείμενη υπόθεση, στις …, δόθηκε αρμοδίως παραγγελία για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία περατώθηκε και στη συνέχεια, στις …, ασκήθηκε αρμοδίως ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου και δόθηκε η παραγγελία για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε προς απολογία ενώπιον της Ανακρίτριας του …ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και, αφού ζήτησε και έλαβε προθεσμία, απολογήθηκε τελικά, στις …, οπότε και του επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα και της περιοδικής εμφάνισής του στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του, δυνάμει της υπ’ αριθμ. … διάταξης της εν λόγω Ανακρίτριας και μετά από αυτό, στις … του γνωστοποιήθηκε το πέρας της ανάκρισης. Ακολούθως, η υπόθεση εισήχθη, σύμφωνα με το νόμο, στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την από … πρόταση της αρμόδιας Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και το εν λόγω Συμβούλιο εξέδωσε στις … το με αριθμό …2018 βούλευμα, με το οποίο παρέπεμψε τον κατηγορούμενο για να δικαστεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της …, κατά την οποία, με την υπ’ αριθμ. … απόφαση, αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της …, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου, λόγω ασθένειας αυτού (…). Κατά τη δικάσιμο της …, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. … απόφασή του, ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης, για τη δικάσιμο της …, λόγω απουσίας της κλητευθείσας μάρτυρα της κατηγορίας, Α. Σ. του Μ., την οποία τιμώρησε με πρόστιμο και της επέβαλε τα έξοδα της αναβολής της δίκης. Κατά τη δικάσιμο της …, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. … απόφασή του, ανέβαλε και πάλι την εκδίκαση της υπόθεσης, για τη δικάσιμο της …, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του συνηγόρου του κατηγορουμένου, Δημητρίου ΤΣΟΒΟΛΑ του Κωνσταντίνου, ο οποίος δεν μπορούσε να εμφανισθεί για να ασκήσει τα υπερασπιστικά του καθήκοντα, διότι ήταν απασχολημένος σε άλλη δίκη, ενώπιον του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Στη συνέχεια, μεσολάβησε η προσωρινή αναστολή των δικών ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, ως έκτακτο μέτρο για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού (Υ.Α. Δ1α/Γ.Π.οικ. 22439 δημοσιευθείσα στο Φ.Ε.Κ. 1441/10-4-2021, τεύχος Β’) και τελικά, η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση για τη δικάσιμο της …, οπότε και εκδικάσθηκε σε δύο συνεδριάσεις και εκδόθηκε η εκκληθείσα υπ’ αριθμ. … απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Κατ’ αυτής ασκήθηκε η προαναφερόμενη έφεση του κατηγορουμένου και η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την ως άνω αναφερόμενη αρχική δικάσιμο της …, κατά την οποία, όπως προαναφέρεται, ο αρχικώς εμφανισθείς συνήγορος του κατηγορουμένου, Αλέξανδρος ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ζήτησε τη διακοπή της εκδίκασης της υπόθεσης, προκειμένου να προετοιμάσει την υπεράσπιση του εντολέα του. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, η μέχρι σήμερα διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, η οποία μάλιστα, επιμηκύνθηκε από τους προαναφερόμενους λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ήταν απολύτως εύλογη και σύμφωνη με τον απολύτως αναγκαίο χρόνο, που απαιτείται προκειμένου να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες από το νόμο ενέργειες των ανακριτικών και δικαστικών αρχών και συνεπώς, το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου• 84 παρ. 3 του Π.Κ., κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ ΠΚ και διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απόρριψη των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις (93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφορικά με τον ισχυρισμό της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. α’ του Π.Κ., το εν λόγω Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη αιτιολογία με τις ουσιαστικά ανέλεγκτες παραδοχές του ότι ο κατηγορούμενος, πέραν της υγειονομικής παράβασης, για την οποία είχε καταδικασθεί, κατά διαρκή τρόπο, ως διαχειριστής των αναφερόμενων εταιρειών που εκπροσωπούσε, ήταν ασυνεπής με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, καθόσον δεν κατέβαλλε στο Δημόσιο σημαντικά ποσά, μολονότι ο ίδιος διέθετε πολύ μεγάλη οικονομική ρευστότητα από την εκμετάλλευση των καταστημάτων αυτών των εταιρειών, επιπλέον δε, πριν από την τέλεση του υπό κρίση αδικήματος, έφερε παρανόμως εντός του οχήματός του ένα πιστόλι κρότου-αερίων, που χρησιμοποίησε κατά τη διάπραξη του εγκλήματος της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Αναφορικά δε με την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε ανέλεγκτα στις ουσιαστικές παραδοχές ότι δεν αποδείχθηκαν οι κατά τα άνω απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση του προαναφερθέντος ελαφρυντικού, αφού δεν αποδείχθηκε, μετά την τέλεση των πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, συμπεριφορά του τέτοια, που να πληροί τις ουσιαστικά απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις θεμελίωσής της, δηλαδή περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής διαβίωσής του στην κοινωνία για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξης, στην κατεύθυνση της πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και του σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Αντιθέτως, αναφέρονται περιστατικά καταδεικνύοντα τις προσπάθειες του κατηγορουμένου, αμέσως μετά το υπό κρίση συμβάν, αλλά και κατά τα επόμενα έτη, να παραπλανήσει τις αρχές ως προς την ταυτότητα ουσιώδους μάρτυρα, που ήταν παρούσα στο ως άνω συμβάν και μπορούσε να συνεισφέρει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Τέλος, για την απόρριψη του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 3 ΠΚ, εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα όλη η πορεία της ποινικής διαδικασίας της ως άνω υπόθεσης και το Δικαστήριο κατέληξε με εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην παραδοχή ότι η χρονική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, αφενός μεν επιμηκύνθηκε από λόγους που αφορούσαν και στα πρόσωπα του ίδιου του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του, αφετέρου δε ότι, εν γένει, ήταν εύλογη και σύμφωνη με τον αναγκαίο χρόνο, που απαιτείται για να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες από το νόμο ενέργειες των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, ώστε να πληρωθούν οι απαιτήσεις για δίκαιη δίκη. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε’ του ΚΠΔ, τρίτος και τέταρτος λόγοι, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόρριψης των προβληθέντων ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της προκείμενης ποινικής διαδικασίας (άρθ. 578 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από …-2022 υπ’ αριθμ. …/2022 αίτηση του Γ. Ρ. του Ν., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 201, 449/2022 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ .
Πηγή :