Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία, εφόσον ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, κατά συνέπεια, δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 και το άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 302 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυµης εταιρίας ……………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη(με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΝΑΓΩΝ– ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 19.3.2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../20.3.2019, αγωγή του κατά της εναγόμενης – ήδη εκκαλούσας. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ΄αρ. 3664/25.11.2020 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη η εναγόμενη – εκκαλούσα προσβάλλει την παραπάνω απόφαση με την κρινόμενη από 7.5.2021 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./7.5.2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……/24.5.2021.Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ..
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 3664/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ.3, 621, 622 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της προθεσμίας των 30 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εναγόμενη – εκκαλούσα στις 6.5.2021 (βλ. υπ΄αρ. ……/6.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………..) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7.5.2021, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας του προβλεπόμενου, από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι διαφορές του άρθρου 614 περ.3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Ι. Από τις διατάξεις των άρθ. 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945 προκύπτει ότι: α) Χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με τη συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιαδήποτε εκδήλωσή της: σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική (Ολ.ΑΠ 8/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). β) Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον Α.Ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 359/2020, ΑΠ 105/2020, ΑΠ 670/2016, ad hoc ΑΠ 1114/2013 και Εφ.Αιγ.153/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 1 του κεφ. Α΄ του Ν. 3833/15-3-2010 ‘’Προστασία της Εθνικής Οικονομίας- Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης’’ και την υπ΄αρ. 2/14924/0022/1-4-2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου, ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας, ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκουν στο Κράτος, Ν.Π.Δ.Δ. και σε Ο.Τ.Α. ή επιχορηγούνται, σύμφωνα με τον οργανισμό τους, τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του Προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α 314) ή δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια των εν λόγω παραγράφων του ανωτέρω άρθρου και νόμου (3429/2005), ακόμη και εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού (3429/2005), ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους, μειώνονται κατά ποσοστό 7% με εξαίρεση τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία μειώνονται, έκαστο, κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του 7% εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση (επιδόματα συζύγου – τέκνων) ή την υπηρεσιακή εξέλιξη (χρονοεπίδομα, τριετίες – πολυετίες), καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους (επιδόματα ανθυγιεινά ή επικίνδυνης εργασίας) και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα επιδόματα υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, αυτά θα καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31-12-2009. Ακόμη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 3845/6-5-2010 «Μέτρα για την εφαρμογή στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας» και την υπ΄αρ. 2/8338/0022/24-1-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομιών οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή σύμφωνα προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του Ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται μετά τη μείωση του 7% και επιπλέον κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν.3845/6-5-2010 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής: α) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ β) το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ γ) το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Οι διατάξεις αυτές κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (παρ. 8 άρθρο 3 του N. 3845/2010).Οι μειώσεις των αποδοχών που προβλέφθηκαν με τους προαναφερθέντες νόμους (3833/2010 και 3845/2010) αφορούν τους υπηρετούντες με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%, ανεξαρτήτως τυχόν αντίθετης συμφωνίας. Από το γράμμα και το πνεύμα των εν λόγω νομοθετημάτων συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περικοπούν, κατά τα οριζόμενα ποσοστά, οι αποδοχές όλων όσων αμείβονται από το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να μειωθεί η μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία οι απασχολούμενοι συνδέονται με αυτό (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αμειβόμενης εντολής κλπ.), ακόμη και αν υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή συμφωνία. Η αληθής αυτή έννοια των ως άνω διατάξεων προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 6 του Ν. 3867/2010, κατά το οποίο ‘’δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 3833/2010 φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όπως οι ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του Ν. 1955/1991’’, οι οποίες κατά την παρ. 2 του πρώτου άρθρου του εν λόγω νόμου λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτές οι διατάξεις, που διέπουν εταιρίες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 1147/2015, ΑΠ 1459/2018, 1460/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 720/2018, Εφ.Πειρ. 635/2017 αδημ. στον νομικό τύπο). Επίσης, ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) ιδρύθηκε με τον Ν. 4748/1930 (ΦΕΚ Α΄ 166) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και, ακολούθως, μετετράπη με τον Ν. 2688/1999 (Α΄ 40) σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφελείας φέρουσα την επωνυμία ‘’Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) Α.Ε.’’, η οποία τελεί υπό κρατική εποπτεία, λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και έχει σκοπό τη διοίκηση και εκμετάλλευση του Λιμένος Πειραιώς και άλλων λιμένων. Εμπίπτει δε (η ΟΛΠ Α.Ε.) στο Κεφάλαιο Β΄ του Ν. 3429/2005, καθώς είναι εισηγμένη ανώνυμη εταιρία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας το Δημόσιο, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης ισχύος του Ν. 3833/2010 (15-3-2010), συμμετείχε με ποσοστό 74,14%, και, επομένως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 8 του Ν. 3833/2010, εφαρμόζονται σε αυτήν οι ρυθμίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του Ν. 3833/2010 (βλ. Εφ.Πειρ. 720/2018, Εφ.Πειρ. 635/2017 αδημ. στο νομικό τύπο). Περαιτέρω, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων 2011 – 2015 του Ν. 3985/2011 εκδόθηκαν αποφάσεις της προβλεπόμενης στο άρθρο 3 του Ν. 3049/2002 (Α΄ 212) Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, με τις οποίες μεταβιβάσθηκαν, με τη διαδικασία του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του Ν. 3986/2011 (ΦΕΚ Α΄ 152), από το Ελληνικό Δημόσιο στην ανώνυμη εταιρία ‘’Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) Α.Ε.’’, χωρίς αντάλλαγμα, στοιχεία της ιδιωτικής περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπό τη διάθεσή τους σε επενδυτές για την άντληση δημοσίων εσόδων, προοριζομένων αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Με τις αποφάσεις δε με αρ. 195/27.10.2011 (ΦΕΚ Β΄ 2501/4.11.2011 κυκλοφορία ΦΕΚ στις 14.11.2011) και 206/25.4.2012 (ΦΕΚ Β΄ 1363/26.4.2012, κυκλοφορία ΦΕΚ στις 8.5.2012) της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων μεταβιβάσθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ για τον ως άνω σκοπό, μεταξύ άλλων περιουσιακών στοιχείων του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικά (5.775.000 + 12.759.440 =) 18.534.440 μετοχές της ανώνυμης εταιρίας ‘’Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) Α.Ε.’’, που αντιστοιχούν σε ποσοστό (23,100% + 51,038% =) 74,138% του μετοχικού κεφαλαίου. Το ΤΑΙΠΕΔ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ανώνυμη εταιρία) το οποίο δεν εκδίδει εκτελεστές διοικητικές πράξεις, διότι συνεστήθη με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του Ν. 3986/2011 για την αξιοποίηση στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου με τη σύναψη συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου με τρίτους (Ολ.ΣτΕ 2182, 2187, 3873/2014, ΣτΕ 506/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν διαφοροποιεί το μισθολογικό καθεστώς των εργαζομένων στην ‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’, όπως διαμορφώθηκε με τις μειώσεις που επέφεραν οι ως άνω μνημονιακοί νόμοι, καθώς το ΤΑΙΠΕΔ, αν και δεν είναι Ν.Π.Δ.Δ. και ως εκ τούτου δεν συνάπτει διοικητικές συμβάσεις και δεν εκδίδει διοικητικές πράξεις, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι, πάντως, Ν.Π.Ι.Δ. που λειτουργεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ανήκει εξολοκλήρου στο Κράτος (ήτοι ανώνυμη εταιρία με μετοχικό κεφάλαιο που ανήκει εξολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο σύμφωνα με τον ως άνωΝ. 3986/2011) και έχει σκοπό την αξιοποίηση της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου για την άντληση δημοσίων εσόδων (Ελ.Σ. Πράξη 564/2019). Διαφορετική θα ήτανη περίσταση, αν, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, το ΤΑΙΠΕΔ, είχεμεταβιβάσει τις μετοχές της ‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’σε τρίτο- ιδιώτη.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε στην ως άνω, από 19.3.2019, αγωγή του, ότι η εναγόμενη -εργοδότριά του, του οφείλει, το συνολικό ποσό των 60.761,68 ευρώ, ως διαφορές νομίμων αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 31.12.2013, όπως αυτές αναλύονται στην αγωγή, οι οποίες προκύπτουν από την εσφαλμένη υπαγωγή του στη Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία αντί της Δ.Ε.3, σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ε. του υπαλληλικού προσωπικού, στην οποία έπρεπε να υπαχθεί με βάση τα εργασιακά του προσόντα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Επιπλέον, εξέθετε ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς του, από την άρνηση της τελευταίας να τον κατατάξει στην ως άνω μισθολογική κατηγορία Δ.Ε.3. Ζητούσε ακολούθως, όπως παραδεκτά μετέτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να του καταβάλει νομιμοτόκως, το ποσό των 19.335,66 ευρώ, που αφορούν στις διαφορές των μισθών του κατά τα έτη 2005 – 2009(όπως αναφέρονται στις υπό στοιχ. Α,Β,Γ1,Γ2,Δ,Ε1,Ε2 και Ε3 παραγράφους του πρώτου αγωγικού κονδυλίου), καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι αυτή (εναγόμενη) οφείλει να του καταβάλει, επίσης με το νόμιμο τόκο, το ποσό των 41.526,02 ευρώ, που αφορά σε όλα τα λοιπά αγωγικά κονδύλια.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, εξέδωσε την υπ΄αρ. 3664/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτησή της ένδικης αξίωσης στοιχεία, καθώς και τα επιμέρους κονδύλια των οφειλόμενων σε αυτόν διαφορών αποδοχών (παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εναγόμενης – εκκαλούσας) και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ειδικότερα την έκανε δεκτή ως προς όλες τις αιτούμενες με αυτήν ανωτέρω διαφορές αποδοχών, ενώ απέρριψε το αγωγικό κονδύλι περί καταβολής στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Υποχρέωσε δε την εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση, το ποσό των 19.335,66 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της (εναγόμενης) να του καταβάλει το ποσό των 40.526,02 ευρώ, με το νόμιμο επίσης τόκο ως ανωτέρω. Κήρυξε, τέλος, την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, για το ποσό των 8.000 ευρώ και επέβαλε εις βάρος της εναγόμενης, μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, ύψους 1.800 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της (άλλως τη μεταρρύθμισή της), ώστε να απορριφθεί συνολικά, η αγωγή του αντιδίκου της.
Όσον αφορά στο αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αυτό είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν, όπως εν προκειμένω με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή, δεν συνιστά αδικοπραξία, οπότε δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε νόμιμο το αίτημα αυτό της αγωγής, έστω κι αν ακολούθως το απέρριψε ως ουσιαστικά βάσιμο, έσφαλεκαι πρέπει, ως εκ τούτου, ως προς το κεφάλαιό της αυτό, να εξαφανιστεί,-μη εφαρμοζόμενου του άρθρου 534 ΚΠολΔ στην προκείμενη περίπτωση-κατ΄αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς πρόκειται για θέμα που αφορά στη νομική βασιμότητα της αγωγής, η οποία εξετάζεται από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και χωρίς ειδικό λόγο έφεσης (ΑΠ 7/2001, Εφ.Πατρ.84/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της εναγόμενης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού,καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη (‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’) στις 22.4.2002, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί σε αυτήν με την ειδικότητα του ξυλουργού δεξαμενών. Κατά την πρόσληψή του, η εναγόμενη τον κατέταξε στην Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία προσωπικού σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ε., κατά την οποία το υπαλληλικό προσωπικό της εναγόμενης κατατάσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια ανάλογα με τα τυπικά προσόντα των εργαζόμενων. Ειδικότερα, για την Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.), στην οποία υπάγεται ο ενάγων, προβλέπεται στο άρθρο 2 της Σ.Σ.Ε. του Υπαλληλικού Προσωπικού της Ο.Λ.Π. Α.Ε. (εναγόμενης) ότι ‘’… Στην Κατηγορία Δ.Ε. οι υποκατηγορίες:- Δ.Ε.3 για τους κατόχους πτυχίου Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με τον Ν. 576/1977. – Δ.Ε.2 για τους κατόχους πτυχίου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και για τους ανήκοντες στη Δ.Ε. Κατηγορία με τίτλο σπουδών των Σχολών Μαθητείας Ο.Α.Ε.Δ., των Κατώτερων Τεχνικών Σχολών και της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία’’. Όσον αφορά στα τυπικά και αναγκαία για την πρόσληψή του προσόντα, ο ενάγων είναι απόφοιτος του 2ου Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου Πειραιά, του Τμήματος Θερμικών και Ψυκτικών Εγκαταστάσεων του Μηχανολογικού τομέα και κάτοχος του από 1993 σχετικού πτυχίου στο κείμενο του οποίου σημειώνεται ότι ‘’…Το παρόν αποτελεί Τίτλο ΑΠΟΛΥΣΕΩΣ Δ.Ε., παρ.6 άρθρο 6 Ν.1566/1985. Το παραπάνω πτυχίο κατέθεσε ο ενάγων, κατά την πρόσληψή του, στην αρμόδια Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγόμενης. Με βάση δε τα εν λόγω τυπικά του προσόντα, έπρεπε να υπαχθεί στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού της τελευταίας, δεδομένου ότι το πτυχίο του, σύμφωνα με την αναφερόμενη νομοθεσία, είναι ισότιμο των πτυχίων των Μέσων Τεχνικών Σχολών που λειτούργησαν, κατά την προ του Ν. 576/1977 νομοθεσία. Την υπαγωγή του αυτήν στην ως άνω Δ.Ε.3 κατηγορία, αιτήθηκε ο ενάγων, τόσο προφορικά όσο και εγγράφως. Οι αιτήσεις του, όμως, αυτές απορρίφθηκαν από τη Διεύθυνση Προσωπικού της εναγόμενης. Στη συνέχεια, ο ενάγων, άσκησε, μαζί με άλλους συναδέλφους του, κατά της εναγόμενης εταιρίας, την από 23.12.2010 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2010 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα να υποχρεωθεί να τους εντάξει στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία και να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλονται οι μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την υπαγωγή τους σε χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο από την 1.1.2005 μέχρι την άσκηση της αγωγής. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή, με την υπ΄αρ. 4214/2014 απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, όπως συμπληρώθηκε με την υπ΄αρ. 2728/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από κάποιους των εναγόντων της ως άνω αγωγής,η από 2.9.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015, έφεση και από την εναγόμενη εταιρία, η από 25.9.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015, έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄αρ. 403/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε τις αντίθετες αυτές εφέσεις, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και υποχρέωσε την εναγόμενη να εντάξει, μεταξύ άλλων, τον ενάγοντα στη Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού και ακόμη αναγνώρισε ότι τους οφείλει από την αιτία αυτή, μισθολογικές διαφορές από 1.1.2005. Η ένδικη αγωγή του ενάγοντος ασκήθηκε βάσει του δεδικασμένου που απορρέει από την παραπάνω υπ΄αρ. 403/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και αφορά στην έννομη σχέση που τον συνδέει με την εναγόμενη, αλλά και στην αναγνώριση ότι του οφείλονται μισθολογικές διαφορές από τη μη προσήκουσα ένταξή του σε χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο, κατά τα προεκτεθέντα, από 1-1-2005. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγόμενης – εκκαλούσας ότι ο ενάγων μετατάχθηκε στη κατηγορία Δ.Ε. από 24-9-2009, οπότε δεν δικαιούται διαφορές αποδοχών για το προηγούμενο ένδικο διάστημα, είναι απορριπτέος, καθότι προσκρούει στο δεδικασμένο της ως άνω (υπ΄αρ. 403/2017) εφετειακής απόφασης.
Η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται περαιτέρω με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατ΄ εκτίμησή του δικογράφου της, ότι, εσφαλμένα η εκκαλουμένη, αφενός μεν δεν υπολόγισε, στις επιδικασθείσες στον ενάγοντα ως άνω διαφορές αποδοχών, τις μειώσεις που επέφεραν οι εφαρμοστικοί των μνημονίων νόμοι Ν. 3833/2010 και 3845/2010 (ήτοι στις τακτικές αποδοχές,στα επιδόματα εορτών και αδείας,στο ύψος του χρονοεπιδόματος, όπως είχε διαμορφωθεί στις 31.12.2009 κ.λπ.), οι οποίοι καταλαμβάνουν και το προσωπικό της εναγόμενης, αφετέρου δε, δεν μείωσε τις επιδικασθείσες αυτές διαφορές αποδοχών, ανάλογα με τις ημέρες απουσίας του ενάγοντος από την εργασία, όπως ασθένεια, απεργία, κατά 1/25 ανά ημέρα απουσίας και δεν υπολόγισε τα αναδρομικά που έχει λάβει. Σχετικά με το δεύτερο σκέλος του ως άνω ισχυρισμού, αορίστως προβάλλεται κι ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος, καθώς η εναγόμενη παραθέτει μόνο τα ποσά που θα έπρεπε να λάβει ο ενάγων συνολικά για διαφορές μισθών, διαφορές υπερωριακής εργασίας και εργασίας κατά τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες και διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, χωρίς να εξειδικεύει ποιες ήταν οι ημέρες απουσίας του ή ασθένειάς του που πρέπει να αφαιρεθούν, καθώς και το ποσό των τυχόν αναδρομικών που έλαβε και επίσης πρέπει να αφαιρεθούν, έτσι ώστε ο ενάγων να μην μπορεί να αμυνθεί κατά των ισχυρισμών αυτών. Πέραν τούτου, οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη καταστάσεις έχουν συνταχθεί εκ των υστέρων για την παρούσα δίκη και δεν φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, ενώ οι υπολογισμοί του τελευταίου έγιναν βάσει των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών του, που ελάμβανε για τα επίδικα διαστήματα. Όσον αφορά, όμως, στο πρώτο σκέλος του ως άνω ισχυρισμού της εναγόμενης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο IΙ μείζονα σκέψη, πράγματι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε τις οφειλόμενες στον ενάγοντα διαφορές αποδοχών για το έτος 2010 και μετά (έως το έτος 2013), υπολογίζοντας αυτές χωρίς να λάβει υπόψη τις μειώσεις που είχαν υποστεί από 1.1.2010, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των ως άνω νόμων (της παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν.3833/2010 και της παρ.4 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010 και κατόπιν του Ν.4024/2011) για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, οι οποίοι έχουν εφαρμογή και στο προσωπικό της ‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’, έσφαλε.Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε στη σχετική μείζονα σκέψη, με το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 και το άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%. Η εναγόμενη εμπίπτει δε στο Κεφάλαιο Β΄ του Ν. 3429/2005, καθώς είναι εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας το Δημόσιο, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης ισχύος του Ν. 3833/2010 (15.3.2010), συμμετείχε με ποσοστό 74,14%, και, επομένως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 8 του Ν. 3833/2010, εφαρμόζονται σε αυτήν οι ρυθμίσεις των μνημονιακών νόμων. Συνεπώς, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των νόμων αυτών η μισθοδοτική εικόνα των υπαλλήλων της ‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’ (εναγόμενης) που υπάγονται στη ΣΣΕ ΟΛΠ διαμορφώθηκε ως εξής: i) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5, άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα προαναφερόμενα επιδόματα κατά ποσοστό 7% αναδρομικά από 1.1.2010. ii) Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3845/6.5.2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα μετά τη μείωση κατά 7% επιπλέον και κατά ποσοστό 3% από 1.6.2010. iii) Μειώθηκαν κατά 7% σύμφωνα με τον Ν. 3833/2010 από 1.1.2010 τόσο το αντισταθμιστικό επίδομα όσο και το κίνητρο αποχώρησης και κατόπιν κατά 3% σύμφωνα με τον Ν. 3845/2010 από 1.6.2010. Εξαιρέθηκαν 1) το οικογενειακό επίδομα (γάμου & τέκνων), 2) το επίδομα ειδικών συνθηκών (που συνδέεται με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας), 3) το μεταπτυχιακό επίδομα και 4) το χρονοεπίδομα (που έχει σχέση με την υπηρεσιακή εξέλιξη). Τα εξαιρούμενα επιδόματα που υπολογίζονταν σε ποσοστό (όπως το χρονοεπίδομα) επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, καταβάλλονται στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2009 (παρ. 4 άρθρο 1 της υπ΄αρ. 2/14924/0022/1.4.2010 εγκυκλίου).
Με βάση τα παραπάνω και τις παραδοχές της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης (403/2017), ο ενάγων, δικαιούται,ως μισθολογικές διαφορές από την υπαγωγή του στη Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία αντί της προσήκουσας Δ.Ε.3, τα παρακάτω ποσά: 1.- ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΙΣΘΩΝ: Α.-Δοθέντος ότι κατά το έτος 2005 ο ενάγων ήταν έγγαµος µε ένα ανήλικο τέκνο και είχε προϋπηρεσία 7 ετών, σύµφωνα µε την εφαρµοζόµενη ΕΣΣΕ για τα έτη 2004 – 2005 έπρεπε να καταταγεί στο 23οκλιµάκιο της Δ.Ε.3 µισθολογικής κατηγορίας. Συνεπώς, οι µηνιαίες αποδοχές του για το συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 1.631,39 € (βασικός µισθός 23ου µισθολογικού κλιµακίου 873,50 € + χρονοεπίδοµα 20% επί του βασικού µισθού για 7 έτη προϋπηρεσίας 174,70 € + οικογενειακό επίδοµα 90,59 € + επίδοµα χειρισµού 86,24 € + επίδοµα ειδικών συνθηκών 137,97 € + επίδοµα επαγγελµατικής κατάρτισης 268,39 €).Συνολικά δε για το έτος 2005 έπρεπε να λάβει ως βασικές µηνιαίες αποδοχές το ποσό των 19.576,68 € (1.631,39 € χ 12 µήνες).Avτ’ αυτών έλαβε 16.590,38 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 2.986,30 ευρώ. Β.Το έτος 2006 στη Συλλογική Σύµβαση του Υπαλληλικού Προσωπικού της εναγόμενης προστέθηκε µε το άρθρο 5 αυτής η παρακάτω ρύθµιση « … Από 1.1.2006 η υποκατηγορία ΔΕ.3 (άρθρα 2 και 3 της από 17.4.2000 ΣΣΕ και άρθρο 5 της από 23.10.2002 όµοιας) διαµορφώνεται µε εισαγωγικό κλιµάκιο το 240 και καταληκτικό το 70 …». Με την παραπάνω ρύθµιση από 1.1.2006 οι εργαζόµενοι υπάλληλοι που ανήκαν στην Δ.Ε.3 µισθολογική κατηγορία προήχθησαν 3 κλιµάκια από εκείνο στο οποίο ανήκαν µέχρι την 31.1.2005. Επίσης το οικογενειακό επίδοµα τροποποιήθηκε ως εξής « … Για τον ή τη σύζυγο: Από 1.1.2006 αλλάζει ο τρόπος υπολογισµού του και χορηγείται στο εξής σε ποσοστό, ίσο µε το 10% του 16ου µισθολογικού κλιµακίου, µε τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις…». Έτσι, κατά το έτος 2006,σύµφωνα µε την εφαρµοζόµενη ΣΣΕ, την ειδικότητα, την συµπληρωµένη προϋπηρεσία του των 9 ετών και την οικογενειακή του κατάσταση (έγγαµος µε ένα ανήλικο τέκνο), έπρεπε να έχει καταταγεί στο 22ο µισθολογικό κλιµάκιο και βάσει της παραπάνω ρύθµισης, από την 1.1.2006, να καταταγεί στο 19ο µισθολογικό κλιµάκιο. Ως εκ τούτου, οι µηνιαίες αποδοχές του για το έτος 2006 έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 1.872,94 € (βασικός µισθός 19ου µισθολογικού κλιµακίου 975,03 € + χρονοεπίδοµα 24% 234 € + οικογενειακό επίδοµα 133,16 € + επίδοµα χειρισµού 91,41 € + επίδοµα ειδικών συνθηκών 146,25 € + επίδοµα επαγγελµατικής κατάρτισης 293,09 €).Συνολικά για το παραπάνω χρονικό διάστηµα έπρεπε να λάβει το ποσό των 22.475,28 € (1.872,94 € χ .3.874,44 ευρώ. Γ1.Από την 1.1.2007 µέχρι την 31.3.2007, σύµφωνα µε την εφαρµοζόµενη ΕΣΣΕ για το έτος 2007, έπρεπε να ανήκει στο 19οκλιµάκιο της Δ.Ε.3 µισθολογικής κατηγορίας, εφόσον είχε συµπληρώσει 9 έτη προϋπηρεσίας, µε αποδοχές ανερχόµενες στο ποσό των 2.002,19 € (βασικός µισθός 19ου µισθολογικού κλιµακίου 1.036,46 € + χρονοεπίδοµα 24% επί του βασικού µισθού για 9 έτη προϋπηρεσίας 248,75 € + οικογενειακό επίδοµα 141,60 € + επίδοµα χειρισµού 97,31 € + επίδοµα ειδικών συνθηκών 155,68 € + επίδοµα επαγγελµατικής κατάρτισης 322,39 €). Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστηµα έπρεπε να λάβει ως βασικές µηνιαίες αποδοχές το ποσό των 6.006,57 € (2.002,19 € χ 3 µήνες). Αντ’ αυτών έλαβε το ποσό των 4.874,82 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 1,131,75 ευρώ. Περαιτέρω, από την 1.4.2007 µέχρι την 31.12.2007, σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη ΕΣΣΕ για το έτος 2007 έπρεπε να καταταγεί στο 18ο κλιμάκιο της Δ.Ε.3 μισθολογικής κατηγορίας, έχοντας συμπληρώσει 11 έτη προϋπηρεσίας και να λαμβάνει ως μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 2.062,13 € (βασικός μισθός 18ου μισθολογικού κλιμακίου 1.050,90 € + χρονοεπίδομα 28% επί του βασικού μισθού για 11 έτη προϋπηρεσίας 294,25 € + οικογενειακό επίδομα 141,60 € + επίδομα χειρισμού 97,31 € + επίδομα ειδικών συνθηκών 155,68 € + επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης 322,39 €). Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστημα έπρεπε να λάβει ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 18.559,17 € (2.062,13 € χ 9 μήνες). Αντ’ αυτών έλαβε το ποσό των 15.975,84 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 2.583,33 €. Δ. Κατά το έτος 2008 ήταν έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα και είχε προϋπηρεσία 11 ετών. Σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη ΕΣΣΕ για τα έτη 2008 – 2009 έπρεπε να έχει καταταγεί στο 180 κλιμάκιο της Δ.Ε.3 μισθολογικής κατηγορίας, οι δε μηνιαίες αποδοχές του για το έτος 2008 να ανέρχονται στο ποσό των 2.243,87 € (βασικός μισθός 18ου μισθολογικού κλιμακίου 1.103,45 € + χρονοεπίδομα 28% επί του βασικού μισθού για 11 έτη προϋπηρεσίας 308,96 € + οικογενειακό επίδομα 187,02 € + επίδομα χειρισμού 102,18 € + επίδομα ειδικών συνθηκών 163,46 € + επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης 378,80 €). Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστημα, έπρεπε να λάβει ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 26.926,44 € (2.243,87 € χ 12 μήνες). Aντ’αυτών έλαβε 21.319,81 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 5.606,63 ευρώ.E1. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 μέχρι 31.3.2009, σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη ΣΣΕ, την ειδικότητα, την ως άνω οικογενειακή του κατάσταση και την προϋπηρεσία του των 11 ετών, έπρεπε να είναι ενταγμένος στο 18ο μισθολογικό κλιμάκιο της Δ.Ε.3 κατηγορίας προσωπικού. ΄Ετσι, οι μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.375,29 € (βασικός μισθός 18ου μισθολογικού κλιμακίου 1.147,59 € + χρονοεπίδομα 28% επί του βασικού μισθού για 11 έτη προϋπηρεσίας 321,32 € + οικογενειακό επίδομα 194,49 € + επίδομα χειρισμού 106,27 € + επίδομα ειδικών συνθηκών 170 € + επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης 435,62 €). Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστημα έπρεπε να λάβει ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 7.125,87 € (2.375,29 € χ 3 μήνες). Αντ΄αυτών, έλαβε 6.014,31 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.111,56 ευρώ. Ε2. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2009 μέχρι 30.6.2009 έπρεπε να ενταχθεί στο 17ο κλιμάκιο της Δ.Ε.3 μισθολογικής κατηγορίας. Έτσι, οι μηνιαίες αποδοχές του για αυτό το χρονικό διάστημα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.444,10 € (βασικός μισθός 17ουμισθολογικού κλιμακίου 1.164,94 € + χρονοεπίδομα 32% επί του βασικού μισθού για 13 έτη προϋπηρεσίας 372,78 € + οικογενειακό επίδομα 194,49 € + επίδομα χειρισμού 106,27 € + επίδομα ειδικών συνθηκών 170 € + επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης 435,62 €). Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστημα έπρεπε να λάβει ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 7.332,30 € (2.444,10€ χ 3 μήνες). Αντ’ αυτών έλαβε το ποσό των 6.284,52 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.047,78 ευρώ. Ε3.Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2009 μέχρι 31.12.2009, έπρεπε να είναι ενταγμένος στο 17ο κλιμάκιο της Δ.Ε.3 μισθολογικής κατηγορίας αντί του 21ου της Δ.Ε.2 κατηγορίας, έχοντας συμπληρώσει 13 έτη προϋπηρεσίας. Έτσι, οι μηνιαίες αποδοχές του για αυτό το χρονικό διάστημα, έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.444,10 € (βασικός μισθός 17ου μισθολογικού κλιμακίου 1.164,94 € + χρονοεπίδομα 32% επί του βασικού μισθού για 13 έτη προϋπηρεσίας 372,78 € + οικογενειακό επίδομα 194,49 € + επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης 435,62 € + επίδομα χειρισμού 106,27 € + επίδομα ειδικών συνθηκών 170 €. Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστημα έπρεπε να λάβει ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 13.442,55 € (2.444,10 € χ 5,5 μήνες). Αντ’ αυτών έλαβε 12.448.68 €, οπότε δικαιούταιτη διαφορά ποσού 993,87 ευρώ. ΣΤ.- Κατά το έτος 2010 και μετά, εφαρμόστηκαν οι μνημονιακοί ως άνω νόμοι και οι μειώσεις τις οποίεςαυτοί επέφεραν στις αποδοχές, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, που έχουν ισχύ και στο προσωπικό της‘’ΟΛΠ Α.Ε.,’’ κατά τα προεκτεθέντα. Ειδικότερα, ο ενάγων έπρεπε να είναι ενταγμένος στο 17ο κλιμάκιο της Δ.Ε.3 μισθολογικής κατηγορίας αντί του 21ου της Δ.Ε.2 κατηγορίας, έχοντας συμπληρώσει 13 έτη προϋπηρεσίας. Έτσι, οι μηνιαίες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα 1.1.2010 έως 31.5.2010 έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.332,06 € {βασικός μισθός 17ου μισθολογικού κλιμακίου 1.164,94 € μειωμένος κατά 7% (81,55 €) ήτοι 1.083,39 € + χρονοεπίδομα 32% επί του βασικού μισθού για 13 έτη προϋπηρεσίας 372,78 € + επίδοµα επαγγελµατικής κατάρτισης 435,62 € μειωμένο κατά 7% (30,49 €) ήτοι 405,13 € + οικογενειακό επίδομα 194,49 € + επίδοµα χειρισµού 106,27 € + επίδοµα ειδικών συνθηκών 170 € = 2.332,06 €}. Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστηµα έπρεπε να λάβει το ποσό των 11.660,3 € (2.332,06 € χ 5μήνες). Περαιτέρω, οι μηνιαίες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από 1.6.2010 έως 31.12.2010 έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.284,05 € {βασικός μισθός 17ου μισθολογικού κλιμακίου 1.164,94 € μειωμένος κατά 10% (116,49 €) ήτοι 1.048,45 € + χρονοεπίδομα 32% επί του βασικού μισθού για 13 έτη προϋπηρεσίας 372,78 € + επίδοµα επαγγελµατικής κατάρτισης 435,62 € μειωμένο κατά 10% (43,56 €) ήτοι 392,06 ευρώ + οικογενειακό επίδομα 194,49 ευρώ + επίδοµα χειρισµού 106,27 € + επίδοµα ειδικών συνθηκών 170 € = 2.284,05 € }. Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστηµα έπρεπε να λάβει ως βασικές µηνιαίες αποδοχές το ποσό των 13.704,3 € {2.284,05 € χ 6 µήνες (26 ηµέρες απουσίας)}. Ήτοι συνολικά για το έτος 2010, έπρεπε να λάβει 25.364,6 € (11.660,3 € + 13.704,3 €). Αντ’ αυτών έλαβε το ποσό των 24.319,01 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.045,59 ευρώ. Z. Κατά το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 1.1.2011 µέχρι 31.3.2011, έπρεπε να είναι ενταγµένος στο 17οκλιµάκιο της Δ.Ε.3 µισθολογικής κατηγορίας αντί του 21ου της Δ.Ε.2 κατηγορίας, έχοντας συµπληρώσει 13 έτη προϋπηρεσίας. Έτσι, οι µηνιαίες αποδοχές του για αυτό το χρονικό διάστηµα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.284,05 €, όπως παραπάνω αναλύονται. Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστηµα έπρεπε να λάβει ως βασικές µηνιαίες αποδοχές το ποσό των 6.395,34 € (2.284,05 € χ 2,8 µήνες). Αντ’ αυτών έλαβε το ποσό των 6.006,77 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 388,57 ευρώ. H. Κατά το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 1.4.2011 µέχρι 31.12.2011 έπρεπε να ενταχθεί στο 16οκλιµάκιο της Δ.Ε.3 µισθολογικής κατηγορίας αντί του 20ου της Δ.Ε.2 κατηγορίας, έχοντας συµπληρώσει 15 έτη προϋπηρεσίας. Ετσι, οι µηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.346,24 € {βασικός µισθός 16ου µισθολογικού κλιµακίου 1.182,28 € μειωμένος κατά 10% (118,23 €) ήτοι 1.064,05 € + χρονοεπίδοµα 36% επί του βασικού μισθού όπως είχε διαμορφωθεί στις 31-12-2009 ήτοι (1.164,94χ36%)= 419,37 € + επίδοµα επαγγελµατικής κατάρτισης 435,62 € μειωμένο κατά 10% (43,56 €) ήτοι 392,06 € + οικογενειακό επίδοµα 194,49 € + επίδοµα χειρισµού 106,27 € + επίδοµα ειδικών συνθηκών 170 € =2.346,24 €}. Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστηµα έπρεπε να λάβει ως βασικές µηνιαίες αποδοχές το ποσό των 21.116,16 € (2.346,24 € χ 9 µήνες). Αντ’ αυτών έλαβε 19.648,61 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.467,55 ευρώ. Θ.Κατά το έτος 2012 έπρεπε να υπαχθεί στο 16ο κλιμάκιο της Δ.Ε.3 μισθολογικής κατηγορίας αντί του 20ου της Δ.Ε.2 κατηγορίας, έχοντας συμπληρώσει 15 έτη προϋπηρεσίας. Έτσι, οι μηνιαίες αποδοχές του για το εν λόγω χρονικό διάστημα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.346,324 €, όπως παραπάνω αναλύονται. Συνολικά δε έπρεπε να λάβει ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 28.154,88 € (2.346,24 €χ 12 μήνες). Avτ’ αυτών έλαβε 27.055,40, οπότε δικαιούται διαφορά ποσού 1.099,48 ευρώ. Κατά το έτος 2013 έπρεπε να είναι ενταγμένος στο 16ο κλιμάκιο της Δ.Ε.3 μισθολογικής κατηγορίας αντί του 20ου της Δ.Ε.2 κατηγορίας, έχοντας συμπληρώσει 15 έτη προϋπηρεσίας. Έτσι, οι μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.346,24 €, όπως παραπάνω αναλύονται. Συνολικά δε για το ως άνω χρονικό διάστημα έπρεπε να λάβει ως βασικές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 28.154,88 € (2.346,24 € χ 12 μήνες). Αντ’ αυτών έλαβε 27.012,99 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.141,89 ευρώ.Συνολικά δηλ. οφείλονται στον ενάγοντα, ως διαφορές μισθών για ολόκληρο το επίδικο διάστημα, 24.478,74 ευρώ.2. ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΛΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ: Α.Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά 378 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Ιανουάριο 30 ώρες, τον Φεβρουάριο 40 ώρες, τον Μάρτιο 45 ώρες, τον Απρίλιο 26 ώρες, τον Μάιο 28 ώρες, τον Ιούνιο 31 ώρες, τον Ιούλιο 35 ώρες, τον Αύγουστο 29 ώρες, τον Σεπτέμβριο 29 ώρες, τον Οκτώβριο 36 ώρες, τον Νοέμβριο 25 ώρες και τον Δεκέμβριο 24 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου, ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε λοιπόν να λάβει συνολικά, σύμφωνα με το άρθρο 12 της εφαρμοζόμενης ΣΣΕ, το ποσό των 3.802,68€ {378 ώρες χ 10,06 € το ωρομίσθιο (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.048,20 € : 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 6,71 € + 50%). Avτ’ αυτών έλαβε 3.299,94 € και δικαιούται τη διαφορά ποσού 502,74 ευρώ. Β. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, πραγματοποίησε συνολικά 365 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Ιανουάριο 25 ώρες, τον Φεβρουάριο 25 ώρες, τον Μάρτιο 46 ώρες, τον Απρίλιο 29 ώρες, τον Μάιο 37 ώρες, τον Ιούνιο 28 ώρες, τον Ιούλιο 29 ώρες, τον Αύγουστο 34 ώρες, τον Σεπτέμβριο 26 ώρες, τον Οκτώβριο 26 ώρες, τον Νοέμβριο 29 ώρες και τον Δεκέμβριο 31 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε συνεπώς να λάβει συνολικά, σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτής, το ποσό των 4.230,35 € {365 ώρες χ 11,59 € το ωρομίσθιο (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.209,03 €: 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 7,73 € + 50%)}. Avτ’ αυτών έλαβε 3.394,85 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 835,50 ευρώ.Γ. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, πραγματοποίησε συνολικά 651 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Ιανουάριο 68 ώρες, τον Φεβρουάριο 82 ώρες, τον Μάρτιο 74 ώρες, τον Απρίλιο 52 ώρες, τον Μάιο 70 ώρες, τον Ιούνιο 72 ώρες, τον Ιούλιο 70 ώρες, τον Αύγουστο 71 ώρες, τον Σεπτέμβριο 74 ώρες, τον Οκτώβριο 4 ώρες, τον Νοέμβριο 9 ώρες και τον Δεκέμβριο 5 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε λοιπόν να λάβει συνολικά, το ποσό των 8.270,22 € {[224 ώρες Χ 12,33 € το ωρομίσθιο Ιανουάριου – Μαρτίου (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.285,21 €: 25 Χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 8,22 € + 50%) =] 2.761,92 € + [427 ώρες χ 12,90 € το ωρομίσθιο Απριλίου – Δεκεμβρίου (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.345,15 € : 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 8,60 € + 50%) =] 5.508,30 €}. Avτ’ αυτών έλαβε 6.890,43 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.379,79 ευρώ. Δ. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, πραγματοποίησε συνολικά 355 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Φεβρουάριο 27 ώρες, τον Μάρτιο 33 ώρες, τον Απρίλιο 28 ώρες, τον Μάϊο 33 ώρες, τον Ιούνιο 34 ώρες, τον Ιούλιο 34 ώρες, τον Αύγουστο 34 ώρες, το Σεπτέμβριο 39 ώρες, τον Οκτώβριο 33 ώρες, τον Νοέμβριο 27 ώρες και τον Δεκέμβριο 33 ώρες) επιπλέον του από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Δικαιούτο να λάβει συνολικά, σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτής, το ποσό των 4.806,70 € {355 ώρες χ 13,54 € το ωρομίσθιο (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.412,41 € : 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 9,03 € + 50%)}. Avτ’ αυτών έλαβε 4.020,41 €, οπότε του οφείλεται η διαφορά ποσού 786,29 ευρώ. Ε. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, πραγματοποίησε συνολικά 372 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Ιανουάριο 33 ώρες, τον Φεβρουάριο 42 ώρες, τον Μάρτιο 37 ώρες, τον Απρίλιο 33 ώρες, τον Μάιο 32 ώρες, τον Ιούνιο 34 ώρες, τον Ιούλιο 38 ώρες, τον Αύγουστο 35 ώρες, τον Σεπτέμβριο 21 ώρες, τον Οκτώβριο 21 ώρες, τον Νοέμβριο 24 ώρες και τον Δεκέμβριο 22 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε συνεπώς να λάβει συνολικά για το παραπάνω χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτής, το ποσό των 5.416,80 € {[112 ώρες χ 14,10 € το ωρομίσθιο Ιανουάριου – Μαρτίου (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.468,91 €: 25 χ 6 ημέρες : 37,5 ώρες = 9,40 € + 50%) =] 1.579,20 € + [260 ώρες χ 14,76 € το ωρομίσθιο Απριλίου – Δεκεμβρίου (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.537,72 € : 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 9,84 € + 50%) =] 3.837,60 €}. Αντ’ αυτών έλαβε 4.881,54 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 535,26 ευρώ. ΣΤ. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2010 μέχρι 31.5.2010, ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά 143 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Ιανουάριο 21 ώρες, τον Φεβρουάριο 36 ώρες, τον Μάρτιο 32 ώρες, τον Απρίλιο 24 ώρες και τον Μάιο 30 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου, ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε λοιπόν να λάβει συνολικά, σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτής, το ποσό των 1.999,14 € {143 ώρες χ 13,98 € το ωρομίσθιο (βασικός μισθός 1.083,39 + χρονοεπίδομα 372,78 ευρώ = 1.456,17 €: 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 9,32 € + 50%)}. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.6.2010 μέχρι 31.12.2010, πραγματοποίησε συνολικά 176 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Ιούνιο 32 ώρες, τον Ιούλιο 26 ώρες, τον Αύγουστο 25 ώρες, τον Σεπτέμβριο 29 ώρες, τον Οκτώβριο 28 ώρες, τον Νοέμβριο 24 ώρες και τον Δεκέμβριο 12 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου, ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε λοιπόν να λάβει συνολικά, σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτής, το ποσό των 2.391,84 € {176 ώρες χ 13,59 € το ωρομίσθιο (βασικός μισθός 1048,45 + χρονοεπίδομα 372,78 € =1.421,23 : 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 9,09 € + 50%)}. Ήτοι συνολικά για υπερωριακή εργασία έπρεπε να λάβει, κατά το έτος 2010, το ποσό των 4.390,98 € (1999,14 €, +2.391,84 €). Αντ’ αυτών έλαβε 4.370,87 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 20,11 ευρώ.Ι. Κατά το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 1.1.2011 µέχρι 1.3.2011,πραγµατοποίησε συνολικά 91 απλές υπερωρίες κατά τις καθηµερινές (τον Ιανουάριο 29 ώρες, τον Φεβρουάριο 29 ώρες και τον Μάρτιο 33 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόµενου, ηµερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε λοιπόν να λάβει συνολικά το ποσό των 1.236,69 € [91 ώρες χ 13,59 € το ωροµίσθιο Ιανουάριου – Μαρτίου, όπως παραπάνω αναλύεται), ενώ για το χρονικό διάστημα από 1.4.2011 μέχρι 31.12.2011, πραγματοποίησε 253 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές (τον Απρίλιο 29 ώρες, τον Μάιο 25 ώρες, τον Ιούνιο 25 ώρες τον Ιούλιο 25 ώρες, τον Αύγουστο 42 ώρες, τον Σεπτέµβριο 31 ώρες, τον Οκτώβριο 25 ώρες, τον Νοέµβριο 25 ώρες και τον Δεκέµβριο 26 ώρες). Έπρεπε, λοιπόν, να λάβει το ποσό των 3,600,19€{253 ώρες χ 14,23 € το ωροµίσθιο Απριλίου – Δεκεµβρίου (βασικός µισθός 1064,05 + χρονοεπίδοµα 419,37 €= 1,483,42 ευρώ : 25 Χ 6 ηµέρες: 37,5 ώρες = 9,49 € + 50%)}.Συνολικά δε για υπερωριακή εργασία κατά το έτος 2011 έπρεπε να λάβει το ποσό των 4.836,88 € (1.236,69 € +3.600,19 €). Αντ’ αυτών έλαβε 4.584,17 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 252,71 ευρώ. Η. Κατά το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 1.1.2012 µέχρι 31.12.2012, πραγµατοποίησε συνολικά 195 απλές υπερωρίες κατά τις καθηµερινές (τον Ιανουάριο 25 ώρες τον Φεβρουάριο 25 ώρες, τον Μάρτιο 13 ώρες, τον Απρίλιο 22 ώρες τον Μάιο 18 ώρες, τον Ιούνιο 15 ώρες, τον Ιούλιο 20 ώρες, τον Αύγουστο 12 ώρες, τον Σεπτέµβριο 17 ώρες, τον Οκτώβριο 3 ώρες, τον Νοέµβριο 12 ώρες και τον Δεκέµβριο 13 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόµενου, ηµερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Έπρεπε λοιπόν να λάβει συνολικά το ποσό των 2.774,85 € (195 ώρες χ 14,23 € το ωροµίσθιο, όπως παραπάνω αναλύθηκε). Αντ’ αυτών έλαβε 2.770,61 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 4,24 ευρώ. Θ. Κατά το χρονικό διάστηµα της εργασίας του από 1.1.2013 µέχρι 31.12.2013, πραγµατοποίησε συνολικά 173 απλές υπερωρίες κατά τις καθηµερινές (τον Ιανουάριο 16 ώρες, τον Φεβρουάριο 16 ώρες, τον Μάρτιο 14 ώρες, τον Απρίλιο 12 ώρες, τον Μάιο 12 ώρες, τον Ιούνιο 23 ώρες, τον Ιούλιο 12 ώρες, τον Αύγουστο 12 ώρες, τον Σεπτέµβριο 13 ώρες, τον Οκτώβριο 16 ώρες, τον Νοέµβριο 13 ώρες και τον Δεκέμβριο 14 ώρες) επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου, ημερήσιου ωραρίου των 7,5 ωρών. Δικαιούτο, συνεπώς, το ποσό των 2.461,79 € (173 ώρες χ 14,23 € το ωρομίσθιο, όπως παραπάνω αναλύθηκε). Avτ’ αυτών έλαβε 2.338,11 € και του οφείλεται η διαφορά ποσού 123,68 ευρώ.Συνολικά δηλ. οφείλονται στον ενάγοντα,ως διαφορές απλής υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, για ολόκληρο το επίδικο διάστημα, 4.440,32 ευρώ. 3. ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2011, όσες φορές ο ενάγων εργαζόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, δηλαδή στην τελευταία βάρδια (22.00′ έως 6.00′), στα εκκαθαριστικά της μισθοδοσίας του η εργασία του αυτή, όταν παρέχονταν κατά τις καθημερινές, αναγραφόταν ως «νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση» στη στήλη των τακτικών αποδοχών, όταν παρεχόταν κατά τις καθημερινές στην γ’ βάρδια, αφού είχε προηγηθεί εργασία του στην α’ ή β’ βάρδια της ίδιας ημέρας, αναγραφόταν ως «υπερωρίες νύχτας», όταν παρεχόταν κατά τις Κυριακές και τις αργίες στη γ’ βάρδια αναγραφόταν ως «νυχτερινά προς συμπλήρωση» στη στήλη των υπερωριών ή ως «νυχτερινά εργασίας αργίας» και όταν παρεχόταν κατά τις Κυριακές και τις αργίες στη γ’ βάρδια, αφού είχε προηγηθεί εργασία του κατά την α’ ή β’ βάρδια της ίδιας Κυριακής ή αργίας, αναγραφόταν ως «υπερωρίες αργίας νύχτας». ΄Επρεπε, λοιπόν, να λάβει: Α. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, πραγματοποίησε συνολικά 6 ώρες εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου, ωραρίου των 7,5 ωρών, οι οποίες αναγράφονταν ως «υπερωρίες νύχτας» (τον Φεβρουάριο 2 ώρες, τον Αύγουστο 2 ώρες και τον Σεπτέμβριο 2 ώρες), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της εν λόγω ΣΣΕ, το ποοσαυξημένο κατά 50% βασικό ωρομίσθιο με την πρόσθετη προσαύξηση του 25 %, δηλαδή 95,30 € {2 ώρες νυχτερινής υπερωριακής εργασίας Ιανουάριου – Μαρτίου χ 15,41 € (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.285,21 € : 25 χ 6 ημέρες : 37,5 ώρες = 8,22 € + 50% =12,33 € + 25% η πρόσθετη αμοιβή της νυχτερινής εργασίας) = 30,82 € + [4 ώρες νυχτερινής υπερωριακής εργασίας Απριλίου – Δεκεμβρίου χ 16,12 € (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα 1.345,15 € : 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 8,60 € + 50% = 12,90 € + 25% η πρόσθετη αμοιβή της νυχτερινής εργασίας=)]64,48 €. Αντ’ αυτού έλαβε 79,61 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 15.69 ευρώ.
Β. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2010 μέχρι 31.5.2010, πραγματοποίησε 1 ώρα υπερωριακής νυχτερινής εργασίας κατά τις καθημερινές (τον Φεβρουάριο) για την οποία έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της εφαρμοζόμενης ΣΣΕ, το προσαυξημένο κατά 50% βασικό ωρομίσθιο, όπως παραπάνω αναφέρθηκε (13,98 €) με την πρόσθετη προσαύξηση του 25 % (3,49 €) (λαμβανομένων υπόψη των μειώσεων των προαναφερθέντων μνημονιακών νόμων), δηλαδή 17,47 € . Για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.6.2010 μέχρι 31.12.2010, πραγματοποίησε 3 ώρες υπερωριακής νυχτερινής εργασίας κατά τις καθημερινές (1 τον Ιούνιο και 2 τον Ιούλιο) για τις οποίες έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα της ίδιας ΣΣΕ, το προσαυξημένο κατά 50% βασικό ωρομίσθιο, όπως παραπάνω αναφέρθηκε (13,59 €) με την πρόσθετη προσαύξηση του 25 % (3,39 €), δηλαδή 16,98 €, ήτοι (3 ώρες χ 16,98 € ευρώ =) 50,94 ευρώ. Δηλ. συνολικά για νυχτερινή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές κατά το έτος 2010, ο ενάγων έπρεπε να λάβει το ποσό των 68,41 ευρώ (17,47+50,94 €). Επίσης, πραγματοποίησε 6 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες στη γ΄ βάρδια αφού είχε προηγηθεί εργασία του στην α’ ή β’ βάρδια της ίδιας Κυριακής ή αργίας που αναγράφονταν ως «υπερωρίες αργίας νύχτας» (συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο 2 ώρες και τον lούλιο 4 ώρες), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις 7,5 ώρες, με την πρόσθετη προσαύξηση του 20% λόγω της νυχτερινής απασχόλησης, δηλαδή για τον Φεβρουάριο 50,06 € {2 ώρες χ 25,03 € (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.332,6 € : 15 : 7,5 ώρες = 20,73 € το ωρομίσθιο + 1/7,5 + 20% η πρόσθετη αμοιβή της νυχτερινής εργασίας} και για τον Ιούλιο 98,08 € {4 ώρες χ 24,52 ευρώ (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.284,05 € : 15 : 7,5 ώρες = 20,30 € το ωρομίσθιο + 1/7,5 +20% η πρόσθετη αμοιβή της νυχτερινής εργασίας} και συνολικά το ποσό των 148,14 ευρώ (50,06+98,08 €). Επομένως, για όλο το έτος 2010 έπρεπε να λάβει για την ως άνω αιτία, το ποσό των 216,55 € (68,41+148,14 €). Aντ’ αυτών έλαβε 213,63 € (66,77 € για τις «υπερωρίες νύχτας» και 146,86 € για τις «υπερωρίες αργίας νύχτας»), οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 2,92 ευρώ. Γ.- Για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2011, πραγματοποίησε συνολικά 3 ώρες εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του, από τη ΣΣΕ προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών που αναγράφονταν ως «υπερωρίες νύχτας» (τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, 53,34 € [3 ώρες νυχτερινής υπερωριακής εργασίας χ 17,78 € (βασικός μισθός, μειωμένος κατά 10%, 1.064,05 € + χρονοεπίδομα 419,37€ =1.483,42 € : 25 χ 6 ημέρες: 37,5 ώρες = 9,49 € + 50% = 14,23 € + 25% η πρόσθετη αμοιβή της νυχτερινής εργασίας). Αντ’ αυτών έλαβε 50,68 ευρώ, οπότε του οφείλεται η διαφορά ποσού 2,66 ευρώ. Συνολικά δηλ. οφείλονται στον ενάγοντα, ως διαφορές νυχτερινής εργασίας, για ολόκληρο το επίδικο διάστημα, 21,27 ευρώ.
4.ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΓΙΕΣ: Α. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, εργάστηκε, μετά από εντολή της εναγόμενης, επί 7 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (2 ημέρες τον Μάρτιο, 1 ημέρα τον Απρίλιο, 2 ημέρες τον Μάιο, 1 ημέρα το Σεπτέμβριο και 1 ημέρα τον Οκτώβριο) και έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 11 της εφαρμοζόμενης ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή 852,67 € {7 Κυριακές και αργίες χ 121,81 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 1.827,15 € : 15) . Ακόμη, απασχολήθηκε επί 11 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, δηλαδή για μία ακόμη βάρδια Κυριακής ή αργίας (τον Μάιο 6 ώρες, τον Ιούλιο 3 ώρες και τον Οκτώβριο 2 ώρες), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή 178,64 € {11 ώρες χ 16,24 € το ωρομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 1.827,15 € : 15 : 7,5 ώρες). Συνολικά δηλ. έπρεπε να λάβει 1.031,31 €. Aντ’ αυτών έλαβε 897,03 € (742,06 € για τις πρώτες 7,5 ώρες και 154,97 € για τη δεύτερη βάρδια).Δικαιούται, λοιπόν, τη διαφορά ποσού 134,28 ευρώ. Β. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, εργάστηκε, μετά από εντολή της εναγόμενης, επί 14 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (2 ημέρες τον Ιανουάριο, 2 ημέρες το Φεβρουάριο, 2 ημέρες τον Μάρτιο, 1 ημέρα τον Απρίλιο, 3 ημέρες τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούνιο, 1 ημέρα τον Σεπτέμβριο, 1 ημέρα τον Οκτώβριο και 1 ημέρα τον Δεκέμβριο) και έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή 1.853,60 € {6 Κυριακές Ιανουάριου – Μαρτίου χ 130,12 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 1.951,83 € : 15 =) 780,72 € + [8 Κυριακές Απριλίου – Δεκεμβρίου χ 134,11 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.011,77 € : 15=) 1.072,88 €}. Ακόμη, απασχολήθηκε επί 22 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, δηλαδή για μία ακόμη βάρδια Κυριακής ή αργίας (τον Ιανουάριο 5 ώρες, τον Μάρτιο 12 ώρες, τον Σεπτέμβριο 3 ώρες και τον Νοέμβριο 2 ώρες), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 11 της ίδιας ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή 384,18 € {17 ώρες χ 17,34 € το ωρομίσθιο Ιανουάριου – Μαρτίου (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 1.951,83 € : 15 : 7,5 ώρες =) 294,78 € + [5 ώρες χ 17,88 € το ωρομίσθιο Απριλίου – Δεκεμβρίου (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.011,77 € : 15 : 7,5 ώρες =) 89,4 €]. Συνολικά δε, έπρεπε να λάβει για την εργασία του κατά τις Κυριακές 2.237,78 €. Αντ’ αυτών έλαβε 1.990,77 € (1.648,74 € για τις πρώτες 7,5 ώρες και 342,03 € για τη δεύτερη βάρδια). Δικαιούται, συνεπώς, τη διαφορά ποσού 247,01 ευρώ. Γ. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, εργάστηκε μετά από εντολή της εναγόμενης επί 1 Κυριακή και αργία επί 7,5 ώρες (1 ήμερα τον Δεκέμβριο] και έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 11 της σχετικής ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή 162,94 € (1 Κυριακή χ 162,94 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.444,10 €:15). Avτ’ αυτών έλαβε 157,25 €. Δικαιούται, λοιπόν, τη διαφορά των 5,69 €. Δ. Για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2010 μέχρι 31.5.2010 εργάστηκε, μετά από εντολή της εναγόμενης, επί 6 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (1 ημέρα τον Ιανουάριο, 3 ημέρες το Φεβρουάριο, 1 ημέρα τον Απρίλιο, 1 ημέρα τον Μάιο) και έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 11 της επίδικης ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή 932,82 € [6 Κυριακές χ 155,47 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.332,06 € : 15)]. Ακόμη, απασχολήθηκε επί 9 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, δηλαδή για μία ακόμη βάρδια Κυριακής ή αργίας (τον Φεβρουάριο 9 ώρες), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ίδιαςΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή 211,41 € [9 ώρες χ 23,49 ευρώ ( 20,73 € το ωρομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.332,06 € : 15 :7,5 ώρες+1/7,5( 2,76)). Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2010 μέχρι 31.12.2010, εργάστηκε δύο Κυριακές και αργίες (τον Οκτώβριο) και έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο τηςΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή 304,54 € [2 Κυριακές χ 152,27 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.284,05 € : 15)]. Συνολικά δηλ. για το έτος 2010 έπρεπε να λάβει για την εργασία του κατά τις Κυριακές και αργίες 1.448.77 € (932,82+211,41+304,54 €). Αντ’ αυτών έλαβε 1.478,33 €, οπότε ουδεμία διαφορά δικαιούται. Ε. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2011 μέχρι 31.3.2011 εργάστηκε μετά από εντολή της εναγόμενης 1 Κυριακή – αργία, τον Μάρτιο και έπρεπε να λάβειτο 1/15 των τακτικών αποδοχών του, δηλ. (2.284,05/15) 152,27€. Κατά το διάστημα από 1.4.2011 μέχρι 31.12.2011 απασχολήθηκε 3 Κυριακές – αργίες (2 ημέρες τον Απρίλιο και μία ημέρα τον Αύγουστο) χ 156,42 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.346,24 € : 15) = 469,26 €. Ακόμη απασχολήθηκε επί 1 ώρα εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, δηλ. για μία ακόμη βάρδια Κυριακής ή αργίας (τον Απρίλιο 1 ώρα), για την οποία έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ως άνω ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή 23,63 € {20,85 € το ωρομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.346,24 € : 15 : 7,5 ώρες)] +1/7,5 (2,78 €)} και συνολικά για το έτος 2011 έπρεπε να λάβει (152,27+469,26+23,63 €)= 645,16 €. Αντ’ αυτών έλαβε 616,41 € (596,55 € για τις πρώτες 7,5 ώρες και 19,86 € για τη δεύτερη βάρδια). Δικαιούται, επομένως, τη διαφορά ποσού 28,75 ευρώ. ΣΤ. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2012 μέχρι 31.12.2012 εργάστηκε, μετά από εντολή της εναγόμενης, επί 3 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (1 ημέρα τον Ιανουάριο, 1 ημέρα τον Μάρτιο και 1 ημέρα τον Δεκέμβριο) και έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο της ίδιας ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλ. 469,26 € [3 Κυριακές χ 156,42 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.346,24 € : 15)].Αντ’ αυτών έλαβε 454,47 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 14,79 ευρώ. Ζ. Κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2013 μέχρι 31.12.2013 εργάστηκε μετά από εντολή της εναγόμενης, επί 4 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (1 ημέρα τον Ιανουάριο, 1 ημέρα τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούνιο και 1 ημέρα τον Σεπτέμβριο) και έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο της ΣΣΕ, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλ. 625,68 € {4 Κυριακές χ 156,42 € το ημερομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.346,24 € :15)}. Ακόμη, απασχολήθηκε επί 2 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, δηλ. για μία ακόμη βάρδια Κυριακής ή αργίας (τον Μάρτιο 1 ώρα και τον Σεπτέμβριο 1 ώρα), για την οποία έπρεπε να λάβει, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλ. 23,63 € {20,85 € το ωρομίσθιο (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.346,24 € : 15 : 7,5 ώρες =20.85 ευρώ +1/7,5 (2,78 €)} χ 2 ώρες = 47,26 €, και συνολικά (625,68+47,26 €)672.94 €.
Αντ΄αυτών έλαβε 646,96 € (605.96 €για τις πρώτες 7,5 ώρες και 40,40 € για τη δεύτερη βάρδια), οπότε του οφείλεται η διαφορά ποσού 25,98 ευρώ. Συνολικά δηλ. οφείλονται στον ενάγοντα ως διαφορές για την εργασία του κατά τις Κυριακές και αργίες, για ολόκληρο το επίδικο διάστημα, 456,5 ευρώ. 5. ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ: Α1. Περαιτέρω, ο ενάγων, έπρεπε να λάβει για επίδομα Πάσχα 2005, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Ειδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε. και την εργατική νομοθεσία, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.014,72 € (μηνιαίος μισθός 1.631,39 € + αναλογία υπερωριών 316,89 € + αναλογία επιδόματος αδείας 81,16 € = 2.029,44 € χ 4/8 μήνες). Avτ΄αυτών έλαβε 913,41 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 101,31 ευρώ. Α2.- Ως επίδομα Χριστουγέννων 2005, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο της ίδιας ΕΣΣΕ και την εργατική νομοθεσία, έπρεπε να λάβει το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.029,44 {(μηνιαίος μισθός 1.631,39 € + αναλογία υπερωριών 316,89 € + αναλογία επιδόματος αδείας 81,16 €). Avτ’ αυτών έλαβε 1.776,42 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 253,02 ευρώ. Β1. Για επίδομα Πάσχα 2006, έπρεπε να λάβει την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.140,26 (μηνιαίος μισθός 1.827,15 € + αναλογία υπερωριών 362,18 € + αναλογία επιδόματος αδείας 91,20 € = 2 .280,53 χ 4/8 μήνες). Αντ΄ αυτών έλαβε 864,51 €, οπότε του οφείλεται η διαφορά ποσού 275,75 ευρώ. Β2. Για επίδομα Χριστουγέννων 2006, έπρεπε να λάβει το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.265,45 € (μηνιαίος μισθός 1.827,15 € + αναλογία υπερωριών 347,70 € + αναλογία επιδόματος αδείας 90,60 €). Αντ’ αυτών έλαβε το ποσό των 1.938,71 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 326,74 ευρώ. Γ1. Για επίδομα Πάσχα 2007, έπρεπε να λάβει την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.511,38 € (μηνιαίος μισθός 2.011,77 € + αναλογία υπερωριών 890,10 € + αναλογία επιδόματος αδείας 120,89 € = 3.022,76 € χ 4/8 μήνες). Αντ’ αυτών έλαβε 1.068,22 € και δικαιούται τη διαφορά ποσού 443.16 ευρώ. Γ2. Για επίδομα Χριστουγέννων 2007, έπρεπε να λάβει το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.725,45 € (μηνιαίος μισθός 2.011,77 € + αναλογία υπερωριών 604,68 € + αναλογία επιδόματος αδείας 109 €). Aντ’ αυτών έλαβε το ποσό των 2.432,69 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 292.76 ευρώ. Δ1.Για επίδομα Πάσχα 2008, έπρεπε να λάβει την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.293 € (νόμιμος μισθός 2.184,70 € + αναλογία υπερωριών 297,88 € + αναλογία επιδόματος αδείας 103,42 € = 2.586 € χ 4/8 μήνες). Αντ’ αυτών έλαβε 972,90 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 320,10 ευρώ. Δ2.Για επίδομα Χριστουγέννων 2008, έπρεπε να λάβει το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή 2.746,43 € (νόμιμος μισθός 2.184,70 € + αναλογία υπερωριών 451,89 € + αναλογία επιδόματος αδείας 109,84 €). Αντ’ αυτών έλαβε 2.198,14 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 548.29 ευρώ. Ε1.Για επίδομα Πάσχα 2009, έπρεπε να λάβει την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.516,18 € (νόμιμος μισθός 2.376,05 € + αναλογία υπερωριών 535,05 €+ αναλογία επιδόματος αδείας 121,27 € = 3.032,37 € χ 4/8 μήνες). Avτ’ αυτών έλαβε 1.154,92 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 361,26 ευρώ. Ε2. Για επίδομα Χριστουγέννων 2009, έπρεπε να λάβει το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή 2.982,17 € (μηνιαίος μισθός 2.444,10 € + αναλογία υπερωριών 418,81 € + αναλογία επιδόματος αδείας 119,26 €). Αντ΄ αυτών έλαβε 2.728,83 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 253,34 ευρώ. ΣΤ1. Για επίδομα Πάσχα 2010, έπρεπε να λάβει το την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.394,75 € (μηνιαίος μισθός 2.332,06 € + αναλογία υπερωριών 394,93€ + αναλογία επιδόματος αδείας 62,5 € = 2.789,49 χ 4/8 μήνες) μειωμένο, όμως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 3833/2010, κατά 30% (418,42 €) ήτοι 976,33 €. Avτ’ αυτών έλαβε 922,43 € και δικαιούται τη διαφορά ποσού 53,09 ευρώ. ΣΤ2. Για επίδομα Χριστουγέννων 2010, σύμφωνα με τις μειώσεις που επέφεραν οι ως άνω μνημονιακοί νόμοι και συγκεκριμένα ο Ν. 3845/2010, έπρεπε να λάβει το ποσό των 500 ευρώ, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Ζ1. Για επίδομα Πάσχα 2011, έπρεπε να λάβει το ποσό των 250 €, Avτ’ αυτού έλαβε 186 €, οπότε του οφείλεται η διαφορά ποσού 64 ευρώ. Για επίδομα Χριστουγέννων 2011, έπρεπε να λάβει το ποσό των 500 €. Avτ’ αυτών έλαβε 498 €, οπότε του οφείλεται η διαφορά των 2 ευρώ. Η1.Για επίδομα Πάσχα 2012, έπρεπε να λάβει το ποσό των 250 €. Avτ’ αυτών έλαβε 242 €, οπότε του οφείλεται η διαφορά των 8 ευρώ. Η2. Για επίδομα Χριστουγέννων 2012, δικαιούτο το ποσό των 500 €, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Θ1. Για επίδομα Πάσχα 2013 δικαιούτο το ποσό των 250 € ευρώ, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Θ2. Για επίδομα Χριστουγέννων 2013, δικαιούτο το ποσό των 500 € ευρώ, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Συνολικά δηλ. ως διαφορές επιδομάτων εορτών, οφείλονται στον ενάγοντα, για ολόκληρο το επίδικο διάστημα, 3.300,82 ευρώ. 6. ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΔΕΙΑΣ: Α. Για το έτος 2005, ο ενάγων έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΣΕ του υπαλληλικού προσωπικού της εναγόμενης και την εργατική νομοθεσία, το 1/2 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 974,14 € (νόμιμος μισθός 1.631,39 € + αναλογία υπερωριών 316,89 € = 1.948,28 € : 2]. Avτ’ αυτών έλαβε 938,23 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 35.91 ευρώ. Β.- Για το έτος 2006, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας, το 1/2 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.089,83 € (νόμιμος μισθός 1.827,15 € + αναλογία υπερωριών 352,52 € = 2.179,67 € : 2). Avτ’ αυτών έλαβε 895,47 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 194,36 ευρώ. Γ.- Για το έτος 2007, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ποσό των 1.350,47 € (νόμιμος μισθός 2.011,77 € + αναλογία υπερωριών 689,18 € = 2.700,95 : 2), έλαβε όμως 1.126,53 €, οπότε του οφείλεται η διαφορά ποσού 223,94 ευρώ. Δ. Για το έτος 2008, δικαιούτο να λάβει το ποσό των 1.292,62 € (νόμιμος μισθός 2.184,70 € + αναλογία υπερωριών 400,55 € = 2.585,25 € : 2). Avτ’ αυτών έλαβε 1.166,15 €, οπότε του οφείλεται η διαφορά ποσού 126,47 ευρώ. Ε. Για το έτος 2009, το ποσό των 1.447,75 € (νόμιμος μισθός 2.444,10 € + αναλογία υπερωριών 451,40 € = 2.895,50 € : 2). Αντ’ αυτών έλαβε 1.184,74 €, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 263,01 ευρώ. ΣΤ. Για το έτος 2010, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας, σύμφωνα με τις μειώσεις που επέφεραν οι ως άνω μνημονιακοί νόμοι, όπως προεκτέθηκε, το ποσό των 250 €, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Ζ. Για το έτος 2011, έπρεπε να λάβει ως επίδομα αδείας, ομοίως το ποσό των 250 €, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Η. Για το έτος 2012 έπρεπε να λάβει ως επίδομα αδείας ομοίως το ποσό των 250 €, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Θ. Για το έτος 2013 έπρεπε να λάβει ως επίδομα αδείας, ομοίως το ποσό των 250 €, το οποίο και έλαβε, οπότε ουδεμία διαφορά του οφείλεται. Συνολικά δηλ., ως διαφορές επιδομάτων αδείας, οφείλονται στον ενάγοντα, για ολόκληρο το επίδικο διάστημα, 717,22 ευρώ.Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ενάγων δικαιούται ως διαφορές αποδοχών, το συνολικό ποσό των 33.414,87 ευρώ (24.478,74+4.440,32+21,27+456,5+3.300,82+717,22 €). Εκ του ποσού αυτού, η εναγόμενη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλλει στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των 19.335,66 ευρώ, που αφορά στις διαφορές μισθών για το χρονικό διάστημα των ετών 2005 έως 2009, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν (στα υπό στοιχ. 1. Α, Β, Γ1, Γ2, Δ, Ε1, Ε2, Ε3 κονδύλια) και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει συνολικά το ποσό των 14.079,21 ευρώ, το οποίο αφορά στα λοιπά ως άνω κονδύλια.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, κρίνοντας ότι, για τις ανωτέρω αιτίες, η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 19.335,66 ευρώ και αναγνώρισε ότι αυτή οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 40.526,02 ευρώ (ήτοι ότι το συνολικό ποσό που δικαιούται ως διαφορές αποδοχών ανέρχεται σε 60.761,68 ευρώ), εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, οπότε πρέπει οι προαναφερθέντες λόγοι της έφεσης να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι. Κι αυτό διότι οι υπολογισμοί του ενάγοντος για τα ένδικα διαστήματα από το έτος 2010 και μετά, τους οποίους υιοθέτησε και η εκκαλουμένη, δεν είναι ορθοί, διότι δεν έχει λάβει υπόψη τις μειώσεις των αποδοχών του, που επέφεραν οι προαναφερθέντες εφαρμοστικοί των Μνημονίων νόμοι, που ισχύουν και για το προσωπικό της εναγόμενης (στο οποίο ανήκει ο ενάγων), αντίθετα με τις εσφαλμένες παραδοχές του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το τελευταίο δεν έλαβε υπόψη τις μειώσεις των τακτικών αποδοχών 7% από 1.1.2010 και περαιτέρω 3% από 1.6.2020, το ότι το χρονοεπίδομα επί του βασικού μισθού υπολογίζεται από το έτος 2010 στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31.2.2009, ότι η προσαύξηση, για τις νυχτερινές ώρες εργασίας προς συμπλήρωση κατά τις Κυριακές και αργίες είναι 20% (και όχι 25% με την οποία υπολογίζονται στην εκκαλουμένη) και τέλος, τον υπολογισμό των δώρων, όπως αναφέρεται παραπάνω. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσία βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, ήτοι και κατά το μη θιγέν μέρος αυτής (ως προς τα κονδύλια δηλαδή, που ορθώς υπολογίστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αφορούν στις διαφορές αποδοχών για τα έτη 2005-2009, χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν ίσχυαν ακόμη οι ως άνω μνημονιακοί νόμοι), χάριν της ενότητας της εκτέλεσης εν ευρεία έννοια. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει, στον ενάγοντα το ποσό των 19.335,66 ευρώ, καθώς επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 14.079,21 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό (σύμφωνα με τις ανωτέρω ΣΣΕ και την εργατική νομοθεσία). Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης- εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει: την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση αυτή κατά το τυπικό και κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3664/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Κρατεί την από 19.3.2019 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (19.335.66 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι που αναφέρεται στο σκεπτικό κατέστη απαιτητό, έως την εξόφληση.
Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, με τον νόμιμο επίσης τόκο ως ανωτέρω, το συνολικό ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων εβδομήντα εννέα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (14.079,21 ευρώ).
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος -εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26 Μαΐου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ