Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5 και 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και 31 του Κώδικα Διοικητικών Διαδικασιών της Ελληνικής Αστυνομίας, προκειμένου τα διοικητικά δικαστήρια να ασκήσουν την εκ του Συντάγματος ακυρωτική τους αρμοδιότητα και να παράσχουν στους διοικουμένους (ημεδαπούς ή αλλοδαπούς) έννομη προστασία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ν.Δ. 53/1974, Α΄ 256), είναι αναγκαία η εξασφάλιση της απρόσκοπτης συλλογής όλων των πραγματικών στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των προβαλλομένων λόγων και την εν γένει κρίση επί του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος. Όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 3631/2002 7μελ), η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει και έγγραφα, τα οποία η Διοίκηση έχει χαρακτηρίσει απόρρητα, επικαλουμένη λόγους προστασίας της κρατικής ασφαλείας ή της δημόσιας τάξης. Και τούτο, διότι λόγοι τέτοιας φύσης μπορούν μεν, καταρχήν, να δικαιολογήσουν περιορισμό στην αρχή της ελεύθερης πρόσβασης του διαδίκου στα στοιχεία του διαβιβασθέντος στο Δικαστήριο φακέλου, δεν μπορούν, όμως, σε καμία περίπτωση, να δικαιολογήσουν τη μη διαβίβαση στο Δικαστήριο των στοιχείων που η Διοίκηση χαρακτηρίζει απόρρητα. Αντίθετη εκδοχή θα υπερακόντιζε τον σκοπό του χαρακτηρισμού ορισμένων στοιχείων ως απορρήτων, θα ισοδυναμούσε με πλήρη αποκλεισμό του δικαστικού ελέγχου σε σημαντικούς τομείς της διοικητικής δράσης και θα συνιστούσε δραστικό περιορισμό, μη ανεκτό υπό το Σύνταγμα, του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας. Επομένως, σε περίπτωση, κατά την οποία η αιτιολογία της προσβληθείσας με αίτηση ακύρωσης διοικητικής πράξης ερείδεται επί απορρήτων στοιχείων, η Διοίκηση υποχρεούται να θέσει υπ’ όψη του Δικαστηρίου τα εν λόγω στοιχεία, κατά τρόπο, βεβαίως, συμβατό με τον χαρακτηρισμό τους ως απορρήτων. Και εάν μεν το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα στοιχεία αυτά εν συμβουλίω, κρίνει ότι ο χαρακτηρισμός των ως απορρήτων δικαιολογείται, εν όψει της φύσης τους και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται συναφώς η Διοίκηση, χωρεί, περαιτέρω, σε κρίση περί της νομιμότητας της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξης χωρίς να θέσει τα στοιχεία αυτά υπ’ όψη του αιτούντος και χωρίς να εκθέσει, στην απόφασή του, το περιεχόμενό τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αναβάλλει, με προδικαστική απόφασή του, την οριστική κρίση επί της υπόθεσης, προκειμένου ο αιτών να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών και να διατυπώσει τις επ’ αυτών απόψεις του.
Κρίση του Δικαστηρίου ότι τα στοιχεία, που περιήλθαν στο Δικαστήριο με το 24/01/05/2024 διαβιβαστικό έγγραφο του Τμήματος Ελέγχου της Διεύθυνσης Μεταναστευτικής Πολιτικής προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης, όπου μνημονεύεται το 40085/22.4.2024 απόρρητο Δελτίο Πληροφοριών της ΕΥΠ, δεν περιλαμβάνουν ευαίσθητες πληροφορίες, η κοινοποίηση των οποίων θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα του Ελληνικού Κράτους ή θα δυσχέραινε τη διεξαγόμενη για τον αιτούντα έρευνα των ελληνικών Αρχών ή θα αποκάλυπτε ευαίσθητα δεδομένα σχετικά με πρόσωπα που συμμετείχαν ή συμμετέχουν στην έρευνα αυτή. Ειδικότερα, το περιεχόμενο του 40085/22.4.2024 απόρρητου Δελτίου Πληροφοριών της ΕΥΠ περιορίζεται στην, εν περιλήψει, παράθεση ορισμένων συμπεριφορών και ενεργειών του αιτούντος στον τόπο διαμονής του (Ρέθυμνο), χωρίς οποιεσδήποτε αναφορές σε τρίτα πρόσωπα ή σε επιχειρησιακά (εσωτερικά) δεδομένα της ΕΥΠ. Εν όψει τούτων, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός του ως απόρρητου δεν δικαιολογείται από τη φύση του και από τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που η Διοίκηση – όλως επιγραμματικά εξάλλου – επικαλείται. Κατά συνέπεια, συντρέχει, με βάση τα προεκτεθέντα, νόμιμος λόγος αναβολής έκδοσης οριστικής απόφασης, προκειμένου να καταστεί το 40085/22.4.2024 Δελτίο Πληροφοριών της ΕΥΠ στοιχείο του φακέλου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον αιτούντα να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα άμυνάς του.