ΑΠΟΦΑΣΗ
Khachapuridze και Khachidze κατά Γεωργίας της 29.08.20224 (αρ. προσφ. 59464/21 και 13079/22 )
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες ενεπλάκησαν σε αντιπαράθεση με έναν δικαστή. Και τα δύο μέρη κατήγγειλαν στην αστυνομία επιθέσεις, γεγονός που οδήγησε σε ποινική έρευνα. Ο δικαστής G.M. κατηγόρησε τους προσφεύγοντες ότι του επιτέθηκαν λεκτικά και σωματικά, ενώ οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι αυτός τους προκαλούσε.
Στις προδικαστικές ακροάσεις, οι προσφεύγοντες υπέβαλλαν αίτημα για κλήση μάρτυρα, ισχυριζόμενοι ότι η κατάθεσή του θα ήταν κρίσιμη για την τεκμηρίωση της υπεράσπισής τους ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Το δικαστήριο αρνήθηκε την κατάθεση του μάρτυρα εξ αποστάσεως και στην συνέχεια απέρριψε τα αιτήματα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του, επικαλούμενο διαδικαστικούς λόγους.
Το εγχώριο δικαστήριο στηρίχθηκε για την απόφαση του σε μεγάλο βαθμό στις καταθέσεις 6 απόντων μαρτύρων, οι οποίες ανεγνώσθησαν κατά την διάρκεια της δίκης. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η εισαγγελία δεν εξασφάλισε την παρουσία των μαρτύρων αυτών και ισχυρίστηκαν ότι τα δικαιώματα τους που απορρέουν από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ παραβιάστηκαν λόγω διαδικαστικών παρατυπιών.
Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι τα δικαιώματα του πρώτου και του δεύτερου προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη παραβιάστηκαν λόγω της αδυναμίας εξασφάλισης παρουσίας μαρτύρων και από την ανεπάρκεια των εθνικών δικαστηρίων να παρέχουν επαρκή αιτιολογία για τη μη κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο, υπονομεύοντας την πληρότητα της υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι υπήρξε ελλιπής αξιολόγηση των απόντων μαρτύρων, λόγω ανεπάρκειας του εθνικού δικαστηρίου να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξασφάλιση της παρουσίας τους, επηρεάζοντας αρνητικά τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υπό την ειδικότερη έκφανσή της του δικαιώματος για επιτυχή κλήτευση και εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης και επιδίκασε στον πρώτο και στον δεύτερο προσφεύγοντα από 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Tamar Khachapuridze, Kakhaber Khachidze και Davit Khachidze, είναι γεωργιανοί υπήκοοι, οι δύο πρώτοι που γεννήθηκαν το 1970 και το 1969 αντίστοιχα και ο τρίτος είναι ο γιός τους. Στις 26 Αυγούστου 2016, στην παραλία Gonio κοντά στο Μπατούμι της Γεωργίας, οι αστυνομικές αρχές έλαβαν δύο μηνύσεις. Η πρώτη έγινε από την Tamar Khachapuridze, η οποία ισχυρίστηκε ότι ο δικαστής G.M., τότε Πρόεδρος του δικαστηρίου της πόλης της Τιφλίδας, είχε επιτεθεί λεκτικά και σωματικά σε αυτήν και στον γιο της, Davit. Περίπου σαράντα λεπτά αργότερα, ο δικαστής G.M. κατέθεσε μήνυση, υποστηρίζοντας ότι είχε δεχθεί επίθεση από την Tamar και την οικογένειά της. Αυτό ώθησε τις αρχές να ασκήσουν ποινική δίωξη.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 27 Αυγούστου 2016, η Tamar και ο Kakhaber συνελήφθησαν. Ο Kakhaber αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση την επόμενη μέρα, ενώ η Tamar παρέμεινε προσωρινά κρατούμενη μέχρι την αποφυλάκισή της στις 21 Σεπτεμβρίου 2016. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, εξετάστηκαν διάφοροι μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και ο G.M., ο οποίος ισχυρίστηκε ότι οι προσφεύγοντες του επιτέθηκαν λεκτικά και σωματικά και ότι φοβήθηκε για την ασφάλεια των παιδιών του κατά τη διάρκεια της διαμάχης. Οι προσφεύγοντες, από την άλλη πλευρά, υποστήριξαν την αθωότητά τους, επιμένοντας ότι ο G.M. είχε προκαλέσει το περιστατικό βρίζοντας την Tamar, γεγονός που οδήγησε σε συναισθηματική αντίδραση από μεριάς τους.
Η έρευνα περιελάμβανε την κατάθεση αρκετών αυτοπτών μαρτύρων, ορισμένοι από τους οποίους έδωσαν καταθέσεις που διαβάστηκαν αργότερα στη δίκη, ενώ άλλοι δεν κλήθηκαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο. Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αιτήματα ζητώντας την υποχρεωτική κλήτευση των μαρτύρων τους, συμπεριλαμβανομένου του γιου τους Davit, αλλά τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν από το εθνικό δικαστήριο. Στην συνέχεια, το δικαστήριο έκρινε ότι ο Davit δεν μπορούσε να καταθέσει εξ’ αποστάσεως λόγω διαδικαστικών ζητημάτων όσον αφορά την ιδιότητά του ως ανηλίκου και την ανάγκη ύπαρξης ξεχωριστού νομικού εκπροσώπου.
Η δίκη ξεκίνησε με πολυάριθμες ακροάσεις, κατά τις οποίες οι προσφεύγοντες συμμετείχαν μέσω βιντεοκλήσης. Ωστόσο, η συμμετοχή τους σε αυτή δεν ήταν αποτελεσματική λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς των προσφευγόντων. Στις 22 Ιουνίου 2018, και οι δύο προσφεύγοντες αποκλείστηκαν από την αίθουσα του δικαστηρίου μετά από προειδοποιήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συμμετάσχουν άμεσα στην υπεράσπισή τους κατά τη διάρκεια κρίσιμων φάσεων της δίκης.
Το εγχώριο δικαστήριο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάγνωση των καταθέσεων των απόντων μαρτύρων και στο βίντεο που παρουσιάστηκε ως αποδεικτικό στοιχείο. Παρόλο που το δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων δεν συνιστούσαν τη μοναδική βάση για την καταδίκη των προσφευγόντων, κρίθηκαν σημαντικές για την επιβεβαίωση της αφήγησης του θύματος για το περιστατικό. Η υπεράσπιση του πρώτου και του δεύτερου προσφεύγοντος παρεμποδίστηκε περαιτέρω από τον αποκλεισμό τους από τη δίκη και την αδυναμία τους να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά τις μαρτυρίες που παρουσιάστηκαν εναντίον τους.
Καθώς εξελισσόταν η νομική διαδικασία, οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της καταδίκης τους, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση χωρίς να εξετάσει επί της ουσίας τα ζητήματα που τέθηκαν σχετικά με τον αποκλεισμό από τη δίκη και τη στήριξη στις καταθέσεις των απόντων μαρτύρων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 παρ. 1,2,3γ΄& δ’
Το Δικαστήριο εντόπισε πολλές κρίσιμες ελλείψεις κατά την διαδικασία διεξαγωγής της δίκης των προσφευγόντων. Πρώτα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια απέτυχαν να αιτιολογήσουν επαρκώς την κατηγορηματική άρνησή τους να καταθέσει ο τρίτος προσφεύγοντας, υιός των δύο πρώτων, ως μάρτυρας υπεράσπισης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η άρνηση αυτή υποδαύλισε σημαντικά την ικανότητα των προσφευγόντων να παρουσιάσουν ολοκληρωμένα την υπεράσπιση τους, καθώς η μαρτυρία του υιού τους ήταν πιθανότατα κρίσιμη για την εξακρίβωση του πλαισίου του περιστατικού και της πρόθεσης πίσω από τις δηλώσεις της πρώτης προσφεύγουσας έναντι του δικαστή G.M. Το Δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα κλήτευσης μαρτύρων υπεράσπισης και κατηγορίας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 3δ’ είναι θεμελιώδες για την διασφάλιση της ισότητας των διαδίκων κατά την διεξαγωγή μιας δίκης.
Το Δικαστήριο εκτίμησε και επέκρινε την ανάγνωση καταθέσεων από απόντες μάρτυρες, ιδίως την χρήση των κατατεθειμένων καταθέσεών τους ως ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία κατά των προσφυγόντων. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκανε επίκληση της απόφασης Al-Khawaja και Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου στην οποία καθιερώθηκε η αρχή ότι δεν είναι αποδεκτή η αποκλειστική χρήση καταθέσεων απόντων μαρτύρων ως αποδεικτική βάση, εκτός εάν υπάρχουν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες, οι οποίοι εξισορροπούν τα μειονεκτήματα υπό τα οποία αναγκάστηκαν οι προσφεύγοντες να παραδώσουν μια ολοκληρωμένη υπεράσπιση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν καταβάλλει επαρκείς και εύλογες προσπάθειες για να εξασφαλίσουν την παρουσία των εν λόγω μαρτύρων και ούτε είχαν παράσχει επαρκή αιτιολογία για την μη εμφάνισή τους στη δίκη.
Παρακάτω, το Δικαστήριο εξέτασε τις διαδικαστικές παρατυπίες που επέβαλαν τον αποκλεισμό των προσφευγόντων από την δίκη. Τόσο η πρώτη όσο και ο δεύτερος προσφεύγων απομακρύνθηκαν από τη δίκη κατά την διάρκεια της εξέλιξής της, γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά τα δικαιώματά τους να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στην υπεράσπισή τους. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ενώ η διατήρηση της τάξης εντός της αίθουσας του δικαστηρίου είναι ουσιώδης, στην προκειμένη περίπτωση, έκρινε ότι οι λόγοι για τον πλήρη αποκλεισμό των προσφευγόντων από τη δίκη δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένοι, ιδίως δεδομένου ότι συμμετείχαν εξ αποστάσεως, γεγονός που θα μπορούσε να επιτρέψει τη λήψη εναλλακτικών μέτρων για τη διαχείριση της συμπεριφοράς τους χωρίς να τους αποκλείσει εντελώς από τη διαδικασία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1, §3γ΄ & δ΄ της ΕΣΔΑ, υπογραμμίζοντας ότι ο συνδυασμός της παράλειψης ακρόασης των κρίσιμων μαρτυρικών καταθέσεων υπεράσπισης, της εξάρτησης από καταθέσεις απόντων μαρτύρων χωρίς τα αναγκαία και επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα και του αδικαιολόγητου αποκλεισμού των προσφευγόντων κατά την διαδικασία της δίκης έθιξε θεμελιωδώς την δικαιότητα της δίκης.
Το Δικαστήριο επιδίκασε σε καθένα των δύο πρώτων προσφευγόντων 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.