ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
« Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Eφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές – Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 – Άρθρο 16 – Διατάξεις αμέσου εφαρμογής – Τροχαίο ατύχημα – Δικαιώματα χρηματικής ικανοποίησης που αναγνωρίζονται στους συγγενείς του θανόντος – Αρχή της δίκαιης κρίσης όσον αφορά τη χρηματική ικανοποίηση για την προκληθείσα μη υλική ζημία – Κριτήρια εκτιμήσεως »
Στην υπόθεση C-86/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Φεβρουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
E.N.I.,
Y.K.I.
κατά
HUK-COBURG-Allgemeine Versicherung AG,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), J.-C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η HUK-COBURG-Allgemeine Versicherung AG, εκπροσωπούμενη από την G. I. Ilieva και τον L. I. Todev, advokati,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Edelmannová και τους M. Smolek και J. Vláčil,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, P. Busche και M. Hellmann,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Georgieva και τον W. Wils,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II») (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των E.N.I. και Y.K.I., Βουλγάρων υπηκόων, και, αφετέρου, της HUK‑COBURG‑Allgemeine Versicherung AG (στο εξής: HUK-COBURG), με αντικείμενο την καταβολή από τη δεύτερη, βάσει σύμβασης υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία μηχανοκίνητων οχημάτων, χρηματικής ικανοποίησης για τη μη υλική ζημία που υπέστησαν οι πρώτοι λόγω του θανάτου της θυγατέρας τους σε τροχαίο ατύχημα το οποίο σημειώθηκε στη Γερμανία.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός Ρώμη II
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 6, 7, 14, 16 και 32 του κανονισμού Ρώμη II έχουν ως εξής:
«(6) Η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει, για τη βελτίωση της δυνατότητας πρόβλεψης της έκβασης των διαφορών, της ασφάλειας του εφαρμοστέου δικαίου και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων, ότι οι κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων που ισχύουν στα κράτη μέλη ορίζουν ως εφαρμοστέο το αυτό εθνικό δίκαιο ανεξαρτήτως του κράτους ενώπιον των δικαστηρίων του οποίου ασκείται η αγωγή.
(7) Το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν προς τον κανονισμό (EK) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [(EE 2001, L 12, σ. 1),] […] και προς τα νομοθετήματα σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές.
[…]
(14) Η απαίτηση ασφάλειας δικαίου και η ανάγκη απονομής της δικαιοσύνης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αποτελούν ουσιώδη στοιχεία του χώρου δικαιοσύνης. Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους καταλληλότερους συνδετικούς παράγοντες για την επίτευξη των στόχων αυτών. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός καθορίζει τον γενικό κανόνα, αλλά και συγκεκριμένους κανόνες και, σε ορισμένες διατάξεις, «ρήτρες διαφυγής», που καθιστούν δυνατή την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες εφόσον είναι σαφές από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης ότι η αδικοπραξία/το αδίκημα συνδέεται προφανώς στενότερα με άλλη χώρα. Έτσι, αυτό το σύνολο κανόνων συνιστά εύκαμπτο πλαίσιο κανόνων σύγκρουσης νόμων. Επίσης δίνει τη δυνατότητα στο επιληφθέν δικαστήριο να χειριστεί την κάθε υπόθεση καταλλήλως.
[…]
(16) Η ύπαρξη ενιαίων κανόνων αναμένεται να βελτιώσει την προβλεψιμότητα των δικαστικών αποφάσεων και να εξασφαλίσει εύλογη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του φερομένου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος. Η σύνδεση με τη χώρα στην οποία επήλθε η άμεση ζημία (lex loci damni) εξισορροπεί κατά δίκαιο τρόπο τα συμφέροντα του φερομένου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος, και επίσης αντικατοπτρίζει τον σύγχρονο τρόπο προσέγγισης του ζητήματος της αστικής ευθύνης καθώς και την ανάπτυξη των συστημάτων αντικειμενικής ευθύνης.
[…]
(32) Λόγοι δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν την αναγνώριση στα δικαστήρια των κρατών μελών της δυνατότητας να κάνουν χρήση, εκτάκτως, εξαιρέσεως για λόγους δημόσιας τάξεως και υπερισχύοντος δεσμευτικού κανόνος. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή διάταξης νόμου, οριζομένου από τον παρόντα κανονισμό, που θα είχε ως αποτέλεσμα την επιδίκαση υπερβολικής μη αντισταθμιστικής αποζημίωσης, αποζημίωσης παραδειγματικού χαρακτήρα ή αποζημίωσης με χαρακτήρα κύρωσης, [δύναται], ανάλογα με την περίπτωση και την έννομο τάξη του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου, να θεωρηθεί ότι αντίκειται προς την δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστηρίου.»
4 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:
«Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.»
5 Το άρθρο 15, στοιχείο γ ʹ, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού διέπει ιδίως:
[…]
γ) την ύπαρξη, τον χαρακτήρα και την αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας·
[…]».
6 Το άρθρο 16 του ίδιου κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Διατάξεις αμέσου εφαρμογής», έχει ως εξής:
«Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή.»
Ο κανονισμός Ρώμη I
7 Το τιτλοφορούμενο «Υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6), προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«1. Οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
«2. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή.»
Το βουλγαρικό δίκαιο
8 Η αδικοπρακτική ευθύνη κατά το βουλγαρικό δίκαιο διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 45 έως 54 του zakon za zadalzheniyata i dogovorite (νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, DV αριθ.275 της 22ας Νοεμβρίου 1950), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: ZZD).
9 Το άρθρο 45 του ZZD προβλέπει τα εξής:
«(1) Καθένας υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε σε άλλον.
(2) Σε όλες τις περιπτώσεις αδικοπραξίας, το πταίσμα τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου.»
10 Το άρθρο 52 του ZZD ορίζει τα εξής:
«Η χρηματική ικανοποίηση για τη μη υλική ζημία καθορίζεται από το δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση.»
Το γερμανικό δίκαιο
Ο BGB
11 Το τιτλοφορούμενο «Μη υλική ζημία» άρθρο 253 του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: BGB), έχει ως εξής:
«(1) Χρηματική ικανοποίηση για μη περιουσιακή ζημία μπορεί να ζητηθεί μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
(2) Όταν πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης, προσβολής της υγείας, της ελευθερίας ή του σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού, μπορεί επίσης να ζητηθεί και δίκαιη χρηματική ικανοποίηση για μη περιουσιακή ζημία.»
12 Το άρθρο 823 του BGB, που φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Όποιος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, προσβάλλει παρανόμως τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την υγεία, την ελευθερία, την ιδιοκτησία ή άλλο δικαίωμα τρίτου υπέχει έναντι αυτού την υποχρέωση να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε λόγω της προσβολής.»
Ο νόμος περί οδικής κυκλοφορίας
13 Το τιτλοφορούμενο «Ευθύνη του κατόχου του οχήματος, χρήση του αυτοκινήτου οχήματος εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του κατόχου» άρθρο 7 του Straßenverkehrsgesetz (νόμου περί οδικής κυκλοφορίας), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Αν, κατά τη χρήση αυτοκινήτου οχήματος, ένα πρόσωπο θανατωθεί, υποστεί σωματική βλάβη ή βλάβη της υγείας του ή αν προκληθεί ζημία σε πράγμα, ο κάτοχος του οχήματος είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στον ζημιωθέντα.»
14 Το άρθρο 11 του νόμου περί οδικής κυκλοφορίας, όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, φέρει τον τίτλο «Έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης σε περίπτωση σωματικής βλάβης». Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:
«Σε περίπτωση σωματικής βλάβης ή βλάβης της υγείας, η αποζημίωση πρέπει να καλύπτει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το θύμα για την αποκατάσταση της υγείας του καθώς και τη χρηματική ζημία την οποία υπέστη λόγω της προσωρινής ή οριστικής απώλειας ή μείωσης της ικανότητας βιοπορισμού ή της προσωρινής ή οριστικής αύξησης των αναγκών του εξαιτίας της σωματικής βλάβης ή της βλάβης της υγείας. Μπορεί επίσης να ζητηθεί και δίκαιη χρηματική ικανοποίηση για μη περιουσιακή ζημία.»
Ο νόμος περί συμβάσεως ασφάλισης
15 Το τιτλοφορούμενο «Δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής» άρθρο 115 του Gesetz über den Versicherungsvertrag (νόμου περί συμβάσεως ασφάλισης), της 23ης Νοεμβρίου 2007 (BGBl. 2007 I, σ. 2631), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο τρίτος μπορεί επίσης να προβάλει το δικαίωμά του προς αποζημίωση κατά του ασφαλιστή,
1. σε περίπτωση ασφάλισης της αστικής ευθύνης με αντικείμενο την εκτέλεση υποχρέωσης ασφάλισης που προκύπτει από τον νόμο περί υποχρεωτικής ασφάλισης […]
[…]
Το δικαίωμα απορρέει από τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή που πηγάζουν από την ασφαλιστική σχέση και, ελλείψει υποχρέωσης, από το άρθρο 117, παράγραφοι 1 έως 4. Ο ασφαλιστής οφείλει να καταβάλει χρηματική αποζημίωση. Ο ασφαλιστής και ο λήπτης της ασφάλισης που είναι υπεύθυνος για την αποκατάσταση της ζημίας ευθύνονται εις ολόκληρον.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
16 Στις 27 Ιουλίου 2014 η θυγατέρα του E.N.I. και της Y.K.I., αναιρεσειόντων της κύριας δίκης, απεβίωσε σε τροχαίο ατύχημα το οποίο σημειώθηκε στη Γερμανία. Ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης στην HUK-COBURG, ασφαλιστική εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία.
17 Στις 25 Ιουλίου 2017 οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή κατά της HUK-COBURG ενώπιον του Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία) με αίτημα την καταβολή ποσού ύψους 250 000 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 125 000 ευρώ) σε έκαστο εξ αυτών ως χρηματικής ικανοποίησης για τη μη υλική ζημία που είχαν υποστεί εξαιτίας του θανάτου της θυγατέρας τους.
18 Στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 η HUK-COBURG κατέβαλε σε έκαστο γονέα το ποσό των 2 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την προκληθείσα από τον θάνατο αυτό ζημία.
19 Με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2019, το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης επιδικάζοντας σε έκαστο εξ αυτών χρηματική ικανοποίηση ύψους 100 000 BGN (περίπου 50 000 ευρώ), από την οποία αφαιρέθηκε το ποσό των 2 500 περίπου ευρώ που είχε καταβληθεί από τον ασφαλιστή.
20 Η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε από το Apelativen sad – Sofia (εφετείο Σόφιας, Βουλγαρία). Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης στο σύνολό της, κρίνοντας ότι αυτοί δεν είχαν αποδείξει ότι η ψυχική οδύνη την οποία είχαν υποστεί είχε προκαλέσει παθολογική βλάβη, πράγμα που, βάσει του γερμανικού δικαίου το οποίο έχει εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη II, συνιστά προαπαιτούμενο για τη αποκατάσταση μη υλικής ζημίας. Το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία τους κατά την οποία, δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, εφαρμοστέο δεν είναι το γερμανικό δίκαιο, αλλά το δίκαιο της χώρας του δικάζοντος δικαστή (lex fori), ήτοι το άρθρο 52 του ZZD. Κατά το δικαστήριο αυτό, τα ποσά που είχαν καταβληθεί από την HUK-COBURG δεν συνιστούν αναγνώριση εκ μέρους του ασφαλιστή του βασίμου των αξιώσεων των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης και αντιστοιχούν στη «μικρή χρηματική ικανοποίηση» για μη υλική ζημία την οποία προβλέπει το άρθρο 253, παράγραφος 2, του BGB.
21 Οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.
22 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι η γερμανική ρύθμιση που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού Ρώμη II ταυτίζεται με τη ρύθμιση που ήταν επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022, HUK-COBURG-Allgemeine Versicherung (C-577/21, EU:C:2022:992), υπόθεση η οποία επίσης αφορούσε το επίμαχο εν προκειμένω τροχαίο ατύχημα.
23 Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω γερμανική ρύθμιση εντάσσεται στο εθνικό ουσιαστικό δίκαιο περί αστικής ευθύνης στο οποίο παραπέμπει η οδηγία 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (EE 2009, L 263, σ. 11). Κατά το Δικαστήριο, η εν λόγω γερμανική ρύθμιση προβλέπει ένα αντικειμενικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της μη υλικής ζημίας για την οποία μπορεί να καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση σε στενό συγγενή του θύματος τροχαίου ατυχήματος. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία 2009/103 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία θέτει δεσμευτικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των μη υλικών ζημιών για τις οποίες μπορεί να καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση.
24 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς τη γερμανική ρύθμιση, η οποία εξαρτά το δικαίωμα σε χρηματική ικανοποίηση λόγω μη υλικής ζημίας από τρεις προϋποθέσεις, ήτοι ο ζημιωθείς να έχει υποστεί βλάβη της υγείας του, να είναι στενός συγγενής του άμεσου θύματος και να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδικοπραξίας εκ μέρους του υπαιτίου του ατυχήματος και της εν λόγω βλάβης, η βουλγαρική ρύθμιση, ήτοι το άρθρο 52 του ZZD, προβλέπει ότι η χρηματική ικανοποίηση για τη μη υλική ζημία καθορίζεται από το δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση. Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη δεσμευτική νομολογία του Varhoven sad (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Βουλγαρία) και του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) προκύπτει ότι, βάσει του βουλγαρικού δικαίου, μπορεί να καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση σε κάθε περίπτωση ψυχικής οδύνης των γονέων λόγω του θανάτου του τέκνου τους εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος το οποίο προκλήθηκε από αδικοπραξία, χωρίς να είναι αναγκαίο η ζημία να έχει προκαλέσει στους γονείς παθολογική βλάβη. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης εξαρτάται από τις ειδικές περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, το δε ποσό που επιδικάζεται συνήθως σε γονέα για μη υλική ζημία λόγω θανάτου τέκνου σε τροχαίο ατύχημα το οποίο σημειώθηκε το 2014 ανέρχεται περίπου σε 120 000 BGN (περίπου 61 000 ευρώ). Κατά το αιτούν δικαστήριο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αίτηση των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης πρέπει να γίνει δεκτή και ότι αυτοί απέδειξαν την ύπαρξη παθολογικής βλάβης, το ανώτατο ποσό χρηματικής ικανοποίησης που θα μπορούσε να τους επιδικαστεί κατ’ εφαρμογήν του γερμανικού δικαίου είναι 5 000 ευρώ.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 16 του [κανονισμού Ρώμη II] την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ως διάταξη αμέσου εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, διάταξη εθνικού δικαίου όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την εφαρμογή θεμελιώδους αρχής του δικαίου του κράτους μέλους, όπως η αρχή της δίκαιης κρίσης, για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης για μη υλική ζημία σε περίπτωση θανάτου στενών συγγενών που προκλήθηκε από αδικοπραξία;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
26 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ έχει την έννοια ότι εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η χρηματική ικανοποίηση για τη μη υλική ζημία την οποία υπέστησαν οι στενοί συγγενείς προσώπου το οποίο απεβίωσε σε τροχαίο ατύχημα καθορίζεται από το δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση μπορεί να θεωρηθεί ως «διάταξη αμέσου εφαρμογής» κατά την έννοια του άρθρου αυτού.
27 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη II, το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον κανονισμό αυτόν. Το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του κανονισμού αυτού διέπει ιδίως την ύπαρξη, τον χαρακτήρα και την αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας.
28 Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II, ο κανονισμός αυτός δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή.
29 Κατά πρώτον, παρατηρείται ότι από το γράμμα του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II προκύπτει, αφενός, ότι το άρθρο αυτό προβλέπει παρέκκλιση από το δίκαιο που εφαρμόζεται στην εξωσυμβατική ενοχή, όπως το δίκαιο αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες σύγκρουσης του εν λόγω κανονισμού, όπως είναι παραδείγματος χάριν το άρθρο 4 και το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, καθόσον το άρθρο 16 επιτρέπει την εφαρμογή του δικαίου του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστή.
30 Επομένως, το εν λόγω άρθρο 16 πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Da Silva Martins, C-149/18, EU:C:2019:84, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Επιπλέον, ο σκοπός του κανονισμού Ρώμη II συνίσταται μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του 6, 14 και 16, στην κατοχύρωση της ασφάλειας ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο ανεξαρτήτως του κράτους ενώπιον των δικαστηρίων του οποίου ασκείται η αγωγή και στη βελτίωση της προβλεψιμότητας των δικαστικών αποφάσεων, καθώς και στην εξασφάλιση εύλογης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του φερομένου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος [απόφαση της 17ης Μαΐου 2023, Fonds de Garantie des Victimes des Actes de Terrorisme et d’Autres Infractions (FGTI), C-264/22, EU:C:2023:417, σκέψη 30]. Τυχόν διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II θα ήταν επομένως αντίθετη προς τον σκοπό αυτόν.
32 Αφετέρου, από το γράμμα του άρθρου 16 προκύπτει ότι η παρέκκλιση την οποία προβλέπει εφαρμόζεται όταν οι διατάξεις του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή «[έχουν χαρακτήρα] αναγκαστικού δικαίου».
33 Πλην όμως, για να μπορέσουν οι διατάξεις αυτές να εφαρμοστούν και να δικαιολογήσουν την ενεργοποίηση του άρθρου 16, είναι απαραίτητο η έννομη κατάσταση που υποβάλλεται στον έλεγχο του εθνικού δικαστηρίου να έχει αρκούντως στενούς δεσμούς με το κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή.
34 Επομένως, η μη εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου το οποίο καθορίζεται ως εφαρμοστέο από το άρθρο 4 του κανονισμού Ρώμη II προϋποθέτει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, ότι το δικαστήριο αυτό εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσον η έννομη κατάσταση έχει τέτοιους δεσμούς με το εν λόγω κράτος μέλος.
35 Αν δηλαδή η έννομη κατάσταση εμφανίζει δεσμούς με περισσότερα κράτη μέλη, είναι δυνατόν το εν λόγω δικαστήριο να οφείλει να διαπιστώσει, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των δεσμών που έχει η έννομη κατάσταση με το κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο καθορίζεται ως εφαρμοστέο βάσει των κανόνων σύγκρουσης, την απουσία αρκούντως στενών δεσμών με το κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή.
36 Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι είναι Βούλγαροι υπήκοοι κάτοικοι Βουλγαρίας, άσκησαν αγωγή ενώπιον δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους. Εντούτοις, το τροχαίο ατύχημα που επέφερε τον θάνατο της θυγατέρας των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης σημειώθηκε στη Γερμανία. Ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος σε ασφαλιστική εταιρία εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος. Εξάλλου, τόσο το θύμα όσο και ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν Βούλγαροι υπήκοοι εγκατεστημένοι στη Γερμανία, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 15 έως 17 της απόφασης της 15ης Δεκεμβρίου 2022, HUK-COBURG-Allgemeine Versicherung (C-577/21, EU:C:2022:992), η οποία αφορά, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας απόφασης, το ίδιο αυτό τροχαίο ατύχημα. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν στην υπόθεση της κύριας δίκης υφίστανται αρκούντως στενοί δεσμοί με τη Βουλγαρία με βάση ιδίως τα ως άνω πραγματικά στοιχεία.
37 Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό εθνικού κανόνα ως «διάταξης αμέσου εφαρμογής» του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω έννοια ταυτίζεται με εκείνη της «υπερισχύουσας διάταξης αναγκαστικού δικαίου» του άρθρου 9 του κανονισμού Ρώμη I, οπότε η ερμηνεία της δεύτερης έννοιας από το Δικαστήριο ισχύει και για την πρώτη, δεδομένης της ανάγκης συνεκτικής εφαρμογής των κανονισμών Ρώμη I και Ρώμη II (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Da Silva Martins, C-149/18, EU:C:2019:84, σκέψη 28).
38 Το άρθρο 9 του κανονισμού Ρώμη I ορίζει τις «υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» ως κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση δυνάμει του κανονισμού αυτού.
39 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το ως άνω άρθρο 9, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος αν ο εθνικός νόμος αποτελεί «υπερισχύουσα διάταξη αναγκαστικού δικαίου», να λάβει υπόψη όχι μόνον το ακριβές γράμμα του νόμου αυτού αλλά και την όλη οικονομία του και το σύνολο των περιστάσεων υπό τις οποίες θεσπίστηκε ο εν λόγω νόμος, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να συναγάγει εξ αυτών ότι ο νόμος έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου, καθόσον ο εθνικός νομοθέτης τον θέσπισε με σκοπό την προστασία συμφέροντος το οποίο θεωρείται ως ουσιώδες από το οικείο κράτος μέλος (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Da Silva Martins, C-149/18, EU:C:2019:84, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Κατ’ αναλογίαν, για να εξακριβώσει την ύπαρξη «διάταξης αμέσου εφαρμογής» κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει, βάσει λεπτομερούς ανάλυσης του γράμματος, της όλης οικονομίας, των σκοπών καθώς και του πλαισίου θέσπισης της οικείας εθνικής διάταξης, ότι αυτή έχει τέτοια σημασία για την εθνική έννομη τάξη ώστε να δικαιολογεί τη μη εφαρμογή του δικαίου που καθορίζεται ως εφαρμοστέο βάσει του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Da Silva Martins, C-149/18, EU:C:2019:84, σκέψη 31). Από τις σκέψεις 30 και 34 της ως άνω απόφασης προκύπτει ότι η εφαρμογή διάταξης αμέσου εφαρμογής προϋποθέτει ότι το δικαστήριο εντοπίζει ιδιαιτέρως σημαντικούς λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.
41 Η εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης προϋποθέτει επομένως ότι το εθνικό δικαστήριο ελέγχει, αφενός, πέραν του γράμματος και της όλης οικονομίας της φερόμενης ως αμέσου εφαρμογής εθνικής διάταξης, και τους λόγους και τους σκοπούς για τους οποίους εκδόθηκε, ούτως ώστε να κρίνει αν ο εθνικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να της προσδώσει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό πρέπει να εξετάσει αν η εν λόγω διάταξη θεσπίστηκε με σκοπό να προστατεύσει ένα ή περισσότερα συμφέροντα τα οποία θεωρούνται ως ουσιώδη από το κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή και αν η τήρηση της εν λόγω διάταξης κρίνεται από το ως άνω κράτος μέλος ως πρωταρχικής σημασίας για τη διασφάλιση των συμφερόντων αυτών.
42 Αφετέρου, από την εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου εκτίμηση της έννομης κατάστασης που έχει αχθεί ενώπιόν του πρέπει να προκύπτει ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία του ουσιώδους συμφέροντος περί του οποίου πρόκειται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης περίπτωσης.
43 Επομένως, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει χρήση της παρέκκλισης του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II αν ο σκοπός της προστασίας του επίμαχου συμφέροντος ο οποίος επιδιώκεται από την εν λόγω διάταξη του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσω εφαρμογής του δικαίου που καθορίζεται ως εφαρμοστέο βάσει των κανόνων σύγκρουσης του ίδιου κανονισμού.
44 Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή από τα δικαστήρια των κρατών μελών των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού Ρώμη II, τούτο δικαιολογείται από «λόγ[ους] δημοσίου συμφέροντος». Συναφώς, από τον ορισμό της «υπερισχύουσας διάταξης αναγκαστικού δικαίου», όπως αυτός υπενθυμίζεται στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, η έννοια της οποίας ταυτίζεται, βάσει της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, με την έννοια της κατά το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II «διάταξης αμέσου εφαρμογής», προκύπτει ότι μια τέτοια διάταξη πρέπει υποχρεωτικώς να αποβλέπει στην προστασία δημοσίων συμφερόντων ιδιάζουσας σημασίας, όπως εκείνων που αφορούν την πολιτική, κοινωνική ή οικονομική οργάνωση του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστή. Πρόκειται για συμφέροντα τα οποία το κράτος μέλος αυτό θεωρεί ως ουσιώδη, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης.
45 Ασφαλώς, από την αναφορά, στην αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού Ρώμη II, σε κανόνες υπολογισμού των αποζημιώσεων προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απέκλεισε καταρχήν το ενδεχόμενο κανόνες που προστατεύουν ατομικά συμφέροντα να μπορούν κατά περίπτωση να θεωρηθούν ως διατάξεις αμέσου εφαρμογής. Ειδικότερα, από το δεύτερο μέρος της ως άνω αιτιολογικής σκέψης προκύπτει ότι οι προσεγγίσεις στις οποίες στηρίζονται οι κανόνες που ισχύουν σε ένα κράτος μέλος σχετικά με την αποκατάσταση μιας προκληθείσας εκτός συμβατικού πλαισίου ζημίας μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού αυτού.
46 Πλην όμως, δεδομένου του ορισμού της έννοιας της «υπερισχύουσας διάταξης αναγκαστικού δικαίου», εθνικές διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία ατομικών συμφερόντων μπορούν να εφαρμοστούν από εθνικό δικαστήριο ως «διατάξεις αμέσου εφαρμογής» μόνο στο μέτρο που, στο πλαίσιο της λεπτομερούς ανάλυσης στην οποία το δικαστήριο αυτό οφείλει να προβεί, προκύπτει σαφώς ότι η προστασία των ατομικών συμφερόντων μιας κατηγορίας προσώπων, την οποία επιδιώκουν οι εν λόγω εθνικές διατάξεις, αντιστοιχεί σε ουσιώδες δημόσιο συμφέρον το οποίο διασφαλίζουν οι διατάξεις αυτές. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών του, πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη επαρκούς δεσμού με ένα τέτοιο δημόσιο συμφέρον το οποίο θεωρείται ως ουσιώδες εντός της έννομης τάξης του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστή.
47 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 52 του ZZD θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην επίμαχη στην κύρια δίκη έννομη κατάσταση, αντί του γερμανικού δικαίου που καταρχήν καθορίζεται ως εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού Ρώμη II, μόνον εάν η εφαρμογή του εδικαιολογείτο από ιδιαιτέρως σημαντικούς λόγους, οι οποίοι απηχούν δημόσια συμφέροντα που θεωρούνται ως ουσιώδη εντός της βουλγαρικής έννομης τάξης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η αρχή της δίκαιης κρίσης, η οποία εφαρμόζεται με το άρθρο 52 του ZZD, συνιστά θεμελιώδη αρχή του βουλγαρικού δικαίου και αποτελεί τμήμα της βουλγαρικής δημόσιας τάξης. Στο μέτρο που η διάταξη αυτή αποβλέπει στην προστασία των ατομικών συμφερόντων μιας κατηγορίας φυσικών προσώπων, υπενθυμίζεται ότι η λεπτομερής ανάλυση στην οποία οφείλει να προβεί το εθνικό δικαστήριο συνίσταται επίσης στο να καταστεί σαφές ότι η ως άνω προστασία αντιστοιχεί σε ουσιώδες δημόσιο συμφέρον το οποίο διασφαλίζει η εν λόγω διάταξη, με αποτέλεσμα η τήρησή της να κρίνεται ως πρωταρχικής σημασίας από το οικείο κράτος μέλος.
48 Εξάλλου, μολονότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εκτιμήσει εθνική διάταξη με γνώμονα τα κριτήρια που παρατίθενται στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, υπενθυμίζεται ότι από τη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η χρήση της παρέκκλισης του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II αποκλείεται στην περίπτωση που η εφαρμογή του δικαίου που καθορίζεται ως εφαρμοστέο από τον εν λόγω κανονισμό επίσης καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος το οποίο επιδιώκει να διασφαλίσει η εν λόγω διάταξη του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή.
49 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, αφενός, δυνάμει του άρθρου 52 του ZZD, το δικαστήριο καθορίζει τη χρηματική ικανοποίηση για τη μη υλική ζημία «κατά δίκαιη κρίση», αφετέρου δε η γερμανική νομοθεσία προβλέπει για την ίδια ζημία τη δυνατότητα «δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης», οπότε αμφότερες οι εν λόγω εθνικές ρυθμίσεις φαίνονται να στηρίζονται στην αρχή της δίκαιης κρίσης.
50 Εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης, αφενός, ότι το ανώτατο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που μπορεί να επιδικαστεί κατ’ εφαρμογήν του γερμανικού δικαίου είναι περίπου 5 000 ευρώ, ενώ το ποσό που επιδικάζεται συνήθως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 52 του ZZD ανέρχεται σε περίπου 120 000 BGN (περίπου 61 000 ευρώ). Εντούτοις, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, απλώς και μόνον από το γεγονός ότι η εφαρμογή του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή οδηγεί, όσον αφορά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, σε διαφορετική λύση από εκείνη που θα είχε προκύψει από την εφαρμογή του δικαίου που καθορίζεται ως εφαρμοστέο από τον κανόνα σύγκρουσης δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εφαρμογή του δευτέρου αυτού δικαίου δεν είναι ικανή να επιτύχει τον σκοπό της προστασίας του ουσιώδους δημόσιου συμφέροντος στη διασφάλιση του οποίου ενδεχομένως αποβλέπει η εν λόγω διάταξη του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστή.
51 Αφετέρου, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 52 του ZZD, είναι δυνατόν να επιδικάζεται συστηματικά χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, ενώ το γερμανικό δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού Ρώμη II επιτρέπει τη χρηματική ικανοποίηση για τον λόγο αυτό μόνον όταν η αδικοπραξία είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση παθολογικής βλάβης. Επομένως, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, το ως άνω γερμανικό δίκαιο και το βουλγαρικό δίκαιο φαίνεται να στηρίζονται, ως προς τα δύο αυτά σημεία, σε εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά το δικαίωμα σε χρηματική ικανοποίηση.
52 Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι, σε πανομοιότυπες περιπτώσεις, στο θύμα θα μπορούσε να επιδικαστεί, λόγω της ψυχικής οδύνης την οποίαν υπέστη και η οποία δεν προκάλεσε παθολογική βλάβη, βάσει του βουλγαρικού δικαίου, χρηματική ικανοποίηση που μπορεί να ανέρχεται σε περίπου 120 000 BGN (περίπου 61 000 ευρώ), ενώ βάσει του γερμανικού δικαίου δεν θα του επιδικαζόταν καμία χρηματική ικανοποίηση.
53 Επομένως, είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να κρίνει αν η εφαρμογή του γερμανικού δικαίου, το οποίο δεν προβλέπει χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη η οποία δεν προκάλεσε παθολογική βλάβη, καθιστά δυνατόν να επιτευχθεί ο σκοπός της προστασίας του ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος στη διασφάλιση του οποίου ενδεχομένως αποβλέπει το άρθρο 52 του ZZD.
54 Τέλος, κατά τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, είναι δυνατόν το δίκαιο κράτους μέλους βάσει του οποίου παρέχεται η ελάχιστη προστασία που επιτάσσει οδηγία της Ένωσης να μην εφαρμοστεί και αντ’ αυτού να εφαρμοστεί το δίκαιο της χώρας του δικάζοντος δικαστή λόγω του χαρακτήρα των διατάξεών του ως αναγκαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς διαπιστώνει εμπεριστατωμένα ότι, στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστή έκρινε ότι είναι ουσιώδες, εντός της έννομης τάξης του, να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο προστασία που υπερβαίνει αυτήν που προβλέπεται με την εν λόγω οδηγία, λαμβάνοντας συναφώς υπόψη τη φύση και τον σκοπό των εν λόγω διατάξεων αναγκαστικού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Unamar, C-184/12, EU:C:2013:663, σκέψεις 50 έως 52).
55 Εντούτοις, στις σκέψεις 34 έως 37, 42 και 48 της απόφασης της 15ης Δεκεμβρίου 2022, HUK-COBURG-Allgemeine Versicherung (C-577/21, EU:C:2022:992), το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε η χρηματική ικανοποίηση για μη υλική ζημία που υφίστανται οι στενοί συγγενείς των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων να καλύπτεται από υποχρεωτική ασφάλιση τουλάχιστον έως τα προβλεπόμενα από την οδηγία 2009/103 ποσά, η εν λόγω οδηγία δεν θέτει ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά την επιλογή ενός συστήματος αστικής ευθύνης προκειμένου να καθοριστεί η έκταση της χρηματικής ικανοποίησης που πρέπει να καταβληθεί βάσει της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου, δεδομένου ότι η εν λόγω έκταση διέπεται κυρίως από το εθνικό δίκαιο.
56 Επομένως, από τη στιγμή που η εν λόγω οδηγία δεν επιδιώκει να εναρμονίσει την έκταση της χρηματικής ικανοποίησης για τη ζημία την οποία υφίσταται το έμμεσο θύμα τροχαίου ατυχήματος και από τη στιγμή που το άρθρο 52 του ZZD, σκοπός του οποίου είναι να καθορίσει την έκταση της χρηματικής ικανοποίησης για τη μη υλική ζημία την οποία υπέστη ένα τέτοιο θύμα, δεν μπορεί ως εκ τούτου να θεωρηθεί ότι θεσπίστηκε στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, το εν λόγω άρθρο 52 δεν εμπίπτει στην περίπτωση την οποία αφορά η υπομνησθείσα στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης νομολογία.
57 Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II έχει την έννοια ότι εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η χρηματική ικανοποίηση για τη μη υλική ζημία την οποία υπέστησαν οι στενοί συγγενείς προσώπου το οποίο απεβίωσε σε τροχαίο ατύχημα καθορίζεται από το δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «διάταξη αμέσου εφαρμογής» κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εκτός εάν, εφόσον η επίμαχη έννομη κατάσταση έχει αρκούντως στενούς δεσμούς με το κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή, το επιληφθέν δικαστήριο διαπιστώνει, βάσει λεπτομερούς ανάλυσης του γράμματος, της όλης οικονομίας, των σκοπών καθώς και του πλαισίου θέσπισης της εν λόγω εθνικής διάταξης, ότι η τήρησή της κρίνεται ως πρωταρχικής σημασίας εντός της έννομης τάξης του εν λόγω κράτους μέλους, για τον λόγο ότι επιδιώκει σκοπό προστασίας ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή του δικαίου που καθορίζεται ως εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 4 του ως άνω κανονισμού.
Επί των δικαστικών εξόδων
58 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»),
έχει την έννοια ότι:
εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η χρηματική ικανοποίηση για τη μη υλική ζημία την οποία υπέστησαν οι στενοί συγγενείς προσώπου το οποίο απεβίωσε σε τροχαίο ατύχημα καθορίζεται από το δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «διάταξη αμέσου εφαρμογής» κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εκτός εάν, εφόσον η επίμαχη έννομη κατάσταση έχει αρκούντως στενούς δεσμούς με το κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή, το επιληφθέν δικαστήριο διαπιστώνει, βάσει λεπτομερούς ανάλυσης του γράμματος, της όλης οικονομίας, των σκοπών καθώς και του πλαισίου θέσπισης της εν λόγω εθνικής διάταξης, ότι η τήρησή της κρίνεται ως πρωταρχικής σημασίας εντός της έννομης τάξης του εν λόγω κράτους μέλους, για τον λόγο ότι επιδιώκει σκοπό προστασίας ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή του δικαίου που καθορίζεται ως εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 4 του ως άνω κανονισμού.
(υπογραφές)