ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 19ης Σεπτεμβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Πρόσληψη εργαζομένου ορισμένου χρόνου ως εργαζομένου αορίστου χρόνου – Προσδιορισμός της προϋπηρεσίας – Μη συνυπολογισμός των περιόδων απασχόλησης που συμπληρώθηκαν στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνήφθησαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη – Άμεση εφαρμογή στα μελλοντικά αποτελέσματα κατάστασης η οποία γεννήθηκε υπό το κράτος του προγενέστερου κανόνα »
Στην υπόθεση C‑439/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale civile di Padova (πρωτοδικείο Πάδοβας, Ιταλία) με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
KV
κατά
Consiglio Nazionale delle Ricerche (CNR),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο του πρώτου τμήματος, και P. G. Xuereb, δικαστή,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο KV, εκπροσωπούμενος από τον F. Americo, avvocato,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τις L. Fiandaca και M. T. Lubrano Lobianco, avvocati dello stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις D. Recchia και F. van Schaik,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία υπογράφηκε στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του KV και του Consiglio Nazionale delle Ricerche (CNR) (εθνικού συμβουλίου έρευνας, Ιταλία), με αντικείμενο τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας που είχε ο KV κατά τον χρόνο σύναψης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου με το εν λόγω συμβούλιο.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 139, παράγραφος 2, EΚ, τα υπογράφοντα μέρη θέλησαν, με τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας-πλαισίου, να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από τη σύναψη διαδοχικών σχέσεων εργασίας ή συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
4 Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 1999/70, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί «στην υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου […], που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».
5 Το άρθρο 2, πρώτο και τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:
«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή.
[…]
Οι διατάξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.»
6 Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 1999/70, η οδηγία αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 10 Ιουλίου 1999, ήτοι την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
7 Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της εν λόγω συμφωνίας είναι:
«α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·
β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»
8 Η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»
9 Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
[…]
4. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης θα είναι η ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως και για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.»
Το ιταλικό δίκαιο
10 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του decreto legislativo n. 368 – Attuazione della direttiva 1999/70/CE relativa all’accordo quadro sul lavoro a tempo determinato concluso dall’UNICE, dal CEEP e dal CES (νομοθετικού διατάγματος 368 περί εφαρμογής της οδηγίας [1999/70]), της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 (GURI αριθ. 235, της 9ης Οκτωβρίου 2001, σ. 4), με το οποίο μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη η οδηγία 1999/70, ορίζει τα εξής:
«Ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ορισμένου χρόνου λαμβάνει, κατ’ αναλογία προς την περίοδο εργασίας που έχει πραγματοποιήσει, τις άδειες μετ’ αποδοχών και το δώρο Χριστουγέννων ή την πριμοδότηση του δέκατου τρίτου μήνα, καθώς και την αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης και όλα τα άλλα πλεονεκτήματα που παρέχονται εντός της επιχείρησης στους εργαζομένους με ανάλογη σύμβαση αορίστου χρόνου, δηλαδή σε εκείνους που κατατάσσονται στο ίδιο επίπεδο βάσει των κριτηρίων κατάταξης που θεσπίζει η συλλογική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δεν είναι αντικειμενικώς ασύμβατο προς τη φύση της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.»
11 Το άρθρο 36 του legge n. 70 – Disposizioni sul riordinamento degli enti pubblici e del applito di lavoro del personale dipendente (νόμου 70 περί διατάξεων για την αναδιοργάνωση των δημοσίων οργανισμών και τη σχέση εργασίας των μισθωτών), της 20ής Μαρτίου 1975 (GURI αριθ. 87, της 2ας Απριλίου 1975), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:
«Για να ανταποκριθεί στις ειδικές ανάγκες της επιστημονικής έρευνας, το [CNR] [έχει] τη δυνατότητα να προσλαμβάνει προσωπικό για προηγμένη έρευνα, συμπεριλαμβανομένων και αλλοδαπών υπηκόων, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη. Στο πλαίσιο ατομικών ερευνητικών προγραμμάτων και καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος, επιτρέπεται επίσης η πρόσληψη ερευνητικού προσωπικού και τεχνικού προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης με σύμβαση.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
12 Ο ενάγων της κύριας δίκης, KV, απασχολήθηκε από το CNR, το οποίο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με τρεις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τα χρονικά διαστήματα από τις 2 Νοεμβρίου 1993 έως τις 31 Μαρτίου 1995, από την 1η Αυγούστου 1995 έως την 1η Αυγούστου 2000 και από τις 4 Σεπτεμβρίου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001, για την εκτέλεση των καθηκόντων τεχνολόγου και ερευνητή.
13 Κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής του σε δημόσιο διαγωνισμό, προσελήφθη από το CNR, από την 1η Οκτωβρίου 2001, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για την εκτέλεση των ίδιων καθηκόντων. Στο πλαίσιο της εν λόγω πρόσληψης, το CNR δεν αναγνώρισε, για τον προσδιορισμό της προϋπηρεσίας και των αποδοχών του ενάγοντος της κύριας δίκης, καμία προϋπηρεσία δυνάμει της παρασχεθείσας από τον ίδιο μισθωτής εργασίας στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη, ήτοι στις 10 Ιουλίου 2001, σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής.
14 Στις 8 Φεβρουαρίου 2022 ο ενάγων της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του Tribunale civile di Padova (πρωτοδικείου Πάδοβας, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, να διαπιστωθεί, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, το δικαίωμά του για αναγνώριση της προϋπηρεσίας που απέκτησε λόγω της ως άνω μισθωτής εργασίας και για αναγνώριση των σχετικών μισθολογικών αυξήσεων.
15 Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το CNR ζήτησε την απόρριψη της ως άνω αγωγής, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, την απουσία αναδρομικής ισχύος της οδηγίας 1999/70.
16 Κατά το αιτούν δικαστήριο, για τους σκοπούς της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, κρίσιμο είναι μόνον το ζήτημα της διαχρονικής εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
17 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, πρώτον, ότι η σχέση εργασίας του ενάγοντος της κύριας δίκης, η οποία διήρκεσε από τις 2 Νοεμβρίου 1993 έως τις 31 Μαρτίου 1995, εκτελέστηκε πλήρως πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 1999/70, δεύτερον, ότι η σχέση εργασίας του ενάγοντος της κύριας δίκης που διήρκεσε από την 1η Αυγούστου 1995 έως την 1η Αυγούστου 2000 γεννήθηκε σε ημερομηνία προγενέστερη της έναρξης ισχύος της ίδιας οδηγίας και έληξε σε ημερομηνία μεταγενέστερη της εν λόγω έναρξης ισχύος, πριν όμως από τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, και, τρίτον, ότι η σχέση εργασίας του ενάγοντος της κύριας δίκης που άρχισε στις 4 Σεπτεμβρίου 2000 και λύθηκε πρόωρα στις 30 Σεπτεμβρίου 2001, λόγω της επιτυχίας του σε δημόσιο διαγωνισμό, γεννήθηκε και εκτελέστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της έναρξης ισχύος της οδηγίας 1999/70 και της λήξης της ως άνω προθεσμίας μεταφοράς. Η Ιταλική Δημοκρατία μετέφερε την οδηγία αυτή στην εσωτερική έννομη τάξη της μερικούς μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της, ήτοι στις 24 Οκτωβρίου 2001, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 368 της 6ης Σεπτεμβρίου 2001.
18 Οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν συνιστούν, κατά το αιτούν δικαστήριο, παρατάσεις μίας αρχικής σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά πράξεις με τις οποίες συστήνονται ex novo διαδοχικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
19 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αν οι επίμαχες περίοδοι εργασίας είχαν συμπληρωθεί βάσει συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, θα είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής προϋπηρεσίας του ενάγοντος της κύριας δίκης.
20 Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην ύπαρξη, στην ιταλική έννομη τάξη, δύο αποκλινουσών νομολογιακών τάσεων όσον αφορά την έκταση ratione temporis του πεδίου εφαρμογής της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου. Κατά την πρώτη νομολογιακή τάση, η αρχή της μη αναδρομικότητας του δικαίου της Ένωσης, κατά την οποία οι ουσιαστικοί κανόνες εφαρμόζονται μόνο σε καταστάσεις που γεννήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος τους, αποκλείει την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας σε σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες έχουν εκτελεσθεί εξ ολοκλήρου πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά τη δεύτερη νομολογιακή τάση, η αρχή κατά την οποία ένας νέος κανόνας έχει άμεση εφαρμογή, πλην εξαιρέσεων, στις μελλοντικές συνέπειες των καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος του προγενέστερου κανόνα επιτρέπει τη συνεκτίμηση, για τον υπολογισμό της συνολικής προϋπηρεσίας του εργαζομένου αορίστου χρόνου, και των περιόδων εργασίας ορισμένου χρόνου που συμπληρώθηκαν οριστικά πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής.
21 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η τελευταία ως άνω αρχή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια που της απέδωσε η πρώτη νομολογιακή τάση. Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι η εν λόγω αρχή αφορά τις καταστάσεις που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα και συνεχίζονται, υπό την έννοια της ουσιαστικής συνέχειας, κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, και όχι τις καταστάσεις που γεννήθηκαν και έληξαν πριν από την έναρξη ισχύος του νέου αυτού κανόνα.
22 Η ως άνω ερμηνεία είναι, κατά το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνη με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίες αποκλείουν την αναδρομική εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης σε έννομες σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος των κανόνων αυτών, εκτός αν προκύπτει σαφώς από το γράμμα, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοια ισχύς.
23 Εκτιμώντας ότι η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται επίσης από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν καλύπτει τις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως υφίσταντο μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, από τις 2 Νοεμβρίου 1993 έως τις 31 Μαρτίου 1995 και από την 1η Αυγούστου 1995 έως την 1η Αυγούστου 2000, στο μέτρο που καθεμία από τις σχέσεις αυτές εξάντλησε πλήρως τα έννομα αποτελέσματά της πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη.
24 Αντιθέτως, η ως άνω ρήτρα θα μπορούσε να καλύπτει τη σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που εκτείνεται από τις 4 Σεπτεμβρίου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001, καθόσον η σχέση αυτή ήταν ακόμη ενεργή κατά την ημερομηνία λήξης της ως άνω προθεσμίας μεταφοράς.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale civile di Padova (πρωτοδικείο Πάδοβας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Η ρήτρα 4, σημείο 1, της [συμφωνίας-πλαισίου]
– εφαρμόζεται ratione temporis στις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνήφθησαν και λύθηκαν, λόγω λήξης της συμβατικής διάρκειας, σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της οδηγίας [1999/70] (10 Ιουλίου 1999);
– εφαρμόζεται ratione temporis στις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνήφθησαν βάσει ατομικής σύμβασης εργασίας σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της οδηγίας [1999/70] (10 Ιουλίου 1999) και λύθηκαν, λόγω λήξης της συμβατικής διάρκειας, στο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της οδηγίας [1999/70] και της λήξης της προθεσμίας που τάχθηκε στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της στην εθνική έννομη τάξη (10 Ιουλίου 2001);
– εφαρμόζεται ratione temporis στις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνήφθησαν βάσει ατομικής σύμβασης εργασίας στο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της οδηγίας [1999/70] (10 Ιουλίου 1999) και της λήξης της προθεσμίας που τάχθηκε στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της στην εθνική έννομη τάξη (10 Ιουλίου 2001), λύθηκαν δε, λόγω λήξης της συμβατικής διάρκειας, μετά την τελευταία προμνησθείσα ημερομηνία;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Επί του παραδεκτού
26 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι η ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου δεν έχει καμία χρησιμότητα για την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Συγκεκριμένα, το προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά τη μεταχείριση του ενάγοντος της κύριας δίκης κατά τη διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την αναγνώριση της υπηρεσίας που ο ίδιος παρέσχε στο πλαίσιο των εν λόγω σχέσεων εργασίας προκειμένου να υπολογιστούν οι αποδοχές του για την περίοδο μετά τη μετατροπή της σχέσης εργασίας του σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Η προβληματική αυτή, όμως, διέπεται από τη ρήτρα 4, σημείο 4, της συμφωνίας-πλαισίου και όχι από τη ρήτρα 4, σημείο 1.
27 Στο μέτρο που αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης διάταξης του δικαίου της Ένωσης, το ως άνω επιχείρημα άπτεται της ουσίας του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος και όχι του παραδεκτού του, οπότε πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της επί της ουσίας εξέτασης του ερωτήματος αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2024, Lietuvos notarų rūmai κ.λπ., C‑128/21, EU:C:2024:49, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Ως εκ τούτου, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κριθεί παραδεκτό.
Επί της ουσίας
29 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να μην προσμετράται, για τον υπολογισμό των αποδοχών του εργαζομένου κατά την πρόσληψή του με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη, η προϋπηρεσία που απέκτησε ο εν λόγω εργαζόμενος δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει πριν από την ως άνω ημερομηνία.
30 Στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Ειδικότερα, αποστολή του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν οι διατάξεις αυτές δεν μνημονεύονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα εν λόγω δικαστήρια [απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Skarb Państwa (Κάλυψη της ευθύνης ασφαλισμένου αυτοκινήτου), C‑428/20, EU:C:2021:1043, σκέψη 24].
31 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει τη δυσμενέστερη αντιμετώπιση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, απλώς και μόνον επειδή εργάζονται με καθεστώς ορισμένου χρόνου, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Το σημείο 4 της ρήτρας αυτής επιβάλλει την ίδια απαγόρευση όσον αφορά τα κριτήρια υπολογισμού των περιόδων προϋπηρεσίας που αφορούν ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Motter, C‑466/17, EU:C:2018:758, σκέψη 26, καθώς και της 30ής Νοεμβρίου 2023, Ministero dell’Istruzione και INPS, C‑270/22, EU:C:2023:933, σκέψεις 52 και 53).
32 Δεν αμφισβητείται ότι η διαφορά της κύριας δίκης, η οποία έχει ως αντικείμενο τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του ενάγοντος της κύριας δίκης κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, αφορά τα ως άνω κριτήρια.
33 Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, είναι αναγκαία η ερμηνεία και της ρήτρας 4, σημείο 4, της συμφωνίας‑πλαισίου.
34 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει πλήρως την προσμέτρηση των περιόδων προϋπηρεσίας που συμπλήρωσε εργαζόμενος ορισμένου χρόνου σε δημόσια αρχή για τον προσδιορισμό της αρχαιότητάς του κατά την πρόσληψή του για αόριστο χρόνο από την ίδια υπηρεσία, εκτός αν ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από «αντικειμενικούς λόγους» υπό την έννοια των σημείων 1 και/ή 4 της εν λόγω ρήτρας. Το γεγονός και μόνον ότι η προϋπηρεσία αυτή του εργαζομένου ορισμένου χρόνου συμπληρώθηκε βάσει συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν συνιστά τέτοιον αντικειμενικό λόγο (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 71).
35 Εν προκειμένω, από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο ενάγων της κύριας δίκης, όταν ασκούσε τα καθήκοντά του στο CNR με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, βρισκόταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των εργαζομένων που απασχολούνταν με σύμβαση αορίστου χρόνου στον εν λόγω οργανισμό, δεδομένου ότι εκτελούσε καθήκοντα τα οποία μπορούσαν να εκτελεστούν από εργαζομένους αορίστου χρόνου.
36 Όσον αφορά την επίμαχη δυσμενέστερη μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αν η εργασία που παρέσχε ο ενάγων της κύριας δίκης δυνάμει των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είχε συμπληρωθεί στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, θα είχε ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της συνολικής προϋπηρεσίας του.
37 Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η έννοια «συνθήκες απασχόλησης», όπως χρησιμοποιείται στη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, καλύπτει κανόνες, όπως οι επίμαχοι στην κύρια δίκη, που αφορούν τον απαιτούμενο χρόνο προϋπηρεσίας προκειμένου να είναι δυνατή η κατάταξη σε μισθολογικό κλιμάκιο (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2023, Ministero dell’Istruzione και INPS, C‑270/22, EU:C:2023:933, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Το γεγονός και μόνον ότι ένας εργαζόμενος απέκτησε την ιδιότητα του εργαζομένου αορίστου χρόνου δεν αποκλείει τη δυνατότητά του να επικαλεστεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η εν λόγω ρήτρα 4 (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Όσον αφορά τη δυνατότητα διαχρονικής εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ αρχήν, ένας νέος κανόνας δικαίου έχει εφαρμογή από την έναρξη ισχύος της πράξης με την οποία θεσπίζεται. Μολονότι ο νέος αυτός κανόνας δεν εφαρμόζεται επί των εννόμων καταστάσεων οι οποίες γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικώς υπό το κράτος του προγενέστερου κανόνα, εντούτοις εφαρμόζεται στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας κατάστασης που γεννήθηκε υπό το κράτος του προγενέστερου κανόνα, καθώς και στις νέες έννομες καταστάσεις. Άλλως έχουν τα πράγματα, υπό την επιφύλαξη της αρχής της μη αναδρομικότητας των νομικών πράξεων, μόνο σε περίπτωση που ο νέος αυτός κανόνας συνοδεύεται από ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής του (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Volvo και DAF Trucks, C‑267/20, EU:C:2022:494, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Επομένως, οι πράξεις που εκδόθηκαν για τη μεταφορά μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη πρέπει να εφαρμόζονται στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος του προγενέστερου κανόνα, από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη, εκτός εάν η οδηγία ορίζει διαφορετικά [απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Skarb Państwa (Κάλυψη της ευθύνης ασφαλισμένου αυτοκινήτου), C‑428/20, EU:C:2021:1043, σκέψη 32].
41 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε η οδηγία 1999/70 ούτε η συμφωνία-πλαίσιο περιέχουν ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής τους.
42 Ως εκ τούτου, πρέπει να καθοριστεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη νομική κατάσταση συνιστά κατάσταση διαμορφωθείσα πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη.
43 Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η ως άνω κατάσταση αφορά την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του ενάγοντος της κύριας δίκης, η οποία αποκτήθηκε σε εκτέλεση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου έως την 1η Οκτωβρίου 2001, προκειμένου να υπολογιστούν οι αποδοχές του από την ημερομηνία αυτή.
44 Μολονότι η εν λόγω προϋπηρεσία αποκτήθηκε κυρίως πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη, εντούτοις η κατάσταση αυτή αφορά τον προσδιορισμό των συνεπειών της συγκεκριμένης προϋπηρεσίας ως προς τις αποδοχές που λαμβάνει ο ενάγων της κύριας δίκης βάσει της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε μετά την ως άνω ημερομηνία και αφορά, επομένως, το ζήτημα της εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας‑πλαισίου μετά την ημερομηνία αυτή.
45 Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, η επίμαχη στην κύρια δίκη νομική κατάσταση είναι ανάλογη με εκείνη του υπολογισμού της απαιτούμενης προϋπηρεσίας για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος που εξετάστηκε στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ. (C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329), και της 7ης Νοεμβρίου 2018, O’Brien (C‑432/17, EU:C:2018:879), οι οποίες έθεταν το ζήτημα του συνυπολογισμού περιόδων προγενέστερων της λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9).
46 Ειδικότερα, στη σκέψη 35 της τελευταίας ως άνω αποφάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το γεγονός ότι συνταξιοδοτικό δικαίωμα αποκτάται οριστικά κατά τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου υπηρεσίας δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η νομική κατάσταση του οικείου εργαζομένου πρέπει να θεωρηθεί ως οριστικώς διαμορφωθείσα, δεδομένου ότι μόνον μεταγενέστερα και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών περιόδων υπηρεσίας θα μπορέσει ο εν λόγω εργαζόμενος να επικαλεστεί λυσιτελώς το δικαίωμα αυτό προκειμένου να του καταβληθεί η σύνταξή του. Το Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 36 της ίδιας αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση που η θεμελίωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εκτείνεται σε περίοδο τόσο προγενέστερη όσο και μεταγενέστερη της λήξεως της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 97/81 στην εσωτερική έννομη τάξη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσδιορισμός των εν λόγω δικαιωμάτων διέπεται από τις διατάξεις της ως άνω οδηγίας, ακόμη και στην περίπτωση περιόδων υπηρεσίας προγενέστερων της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής.
47 Οι ως άνω εκτιμήσεις ισχύουν επίσης mutatis mutandis όσον αφορά την οδηγία 1999/70 και το δικαίωμα ως προς τις αποδοχές που αξιώνει ο ενάγων της κύριας δίκης για την αποκτηθείσα στο πλαίσιο των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου προϋπηρεσία, δεδομένου ότι μόνο μεταγενέστερα και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών περιόδων προϋπηρεσίας θα μπορέσει ο ίδιος να επικαλεστεί λυσιτελώς το δικαίωμα αυτό.
48 Το γεγονός, το οποίο τονίζουν το αιτούν δικαστήριο και η Ιταλική Κυβέρνηση, ότι η προϋπηρεσία του ενάγοντος της κύριας δίκης αποκτήθηκε, εν μέρει, δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες έληξαν πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα.
49 Πράγματι, η προϋπηρεσία ενός εργαζομένου αποκτάται σταδιακά, έστω και αν έχει αποκτηθεί δυνάμει συμβάσεων εργασίας που έχουν λήξει, και εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την κατάσταση του εργαζομένου μετά τη λήξη των εν λόγω συμβάσεων εργασίας. Επομένως, η διάρκεια κάθε σχέσης εργασίας και η ημερομηνία κατά την οποία αυτή τερματίστηκε δεν ασκούν επιρροή ως προς τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του εργαζομένου, ο οποίος προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, να προσδιοριστεί η συνολική διάρκεια των περιόδων απασχολήσεως του εργαζομένου.
50 Επιπλέον, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη, στο πλαίσιο του συνυπολογισμού της προϋπηρεσίας που απορρέει από τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, και όχι τη δυνατότητα εφαρμογής της ρήτρας αυτής στις ίδιες τις εν λόγω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου πριν από την ως άνω ημερομηνία. Όπως υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, η αγωγή που άσκησε ο ενάγων της κύριας δίκης, δεδομένου ότι δεν αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση των όρων εκτέλεσης των ίδιων συμβάσεων εργασίας, δεν έχει ως αντικείμενο την αναδρομική εφαρμογή της ρήτρας 4.
51 Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίμαχη στην κύρια δίκη νομική κατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε διαμορφωθεί οριστικώς κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη.
52 Το εν λόγω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τις σκέψεις 99 έως 104 της αποφάσεως της 22ας Ιουνίου 2022, Volvo και DAF Trucks (C‑267/20, EU:C:2022:494), στην οποία παραπέμπουν το αιτούν δικαστήριο και η Ιταλική Κυβέρνηση και με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 349, σ. 1), κατά το οποίο οι παραβάσεις που διαπράττονται στο πλαίσιο συμπράξεως προκαλούν ζημία, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή ratione temporis σε αγωγή αποζημίωσης η οποία, μολονότι ασκήθηκε μετά την έναρξη ισχύος των εθνικών διατάξεων που μετέφεραν εκπροθέσμως την οδηγία στο εθνικό δίκαιο, αφορά παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού η οποία έπαυσε πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.
53 Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 100 έως 102 της ως άνω αποφάσεως, η λύση αυτή δικαιολογούνταν από την ιδιαίτερη φύση και τον μηχανισμό λειτουργίας της εν λόγω διάταξης της οδηγίας 2014/104, για τη διαχρονική εφαρμογή της οποίας απαιτείται η ύπαρξη εν εξελίξει συμπράξεως.
54 Δεν υφίσταται, όμως, κατάσταση αντίστοιχη της ανωτέρω όσον αφορά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου.
55 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημεία 1 και 4, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να μην προσμετράται, για τον υπολογισμό των αποδοχών του εργαζομένου κατά την πρόσληψή του με σύμβαση αορίστου χρόνου μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη, η προϋπηρεσία που απέκτησε ο εν λόγω εργαζόμενος δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει πριν από την ως άνω ημερομηνία, εκτός αν ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Επί των δικαστικών εξόδων
56 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η ρήτρα 4, σημεία 1 και 4, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται στο να μην προσμετράται, για τον υπολογισμό των αποδοχών του εργαζομένου κατά την πρόσληψή του με σύμβαση αορίστου χρόνου μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην εσωτερική έννομη τάξη, η προϋπηρεσία που απέκτησε ο εν λόγω εργαζόμενος δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει πριν από την ως άνω ημερομηνία, εκτός αν ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
(υπογραφές)