Απόφαση 1215 / Αριθμός 1215/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Εισηγήτρια, Μαρία Βάρκα, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σκιαδαρέση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Σ. του Φ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μυλωνόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 505/2022 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου …. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: “A. T. Α..Ε.”, που εδρεύει στο 12° χλμ … – …, νομ. εκ/νη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ελευθεριάδου Ιωάννα και Σπυρίδωνα Στατήρη. Το Πενταμελές Εφετείο … με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27.12.202, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11113/2022 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 58/23.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 22-12-2022 αίτηση του Κ. Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 505/2022 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της απάτης με υπολογιστή κατ’ εξακολούθηση και, κατόπιν αναγνώρισης συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α’ και ε’ ΠΚ, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με τριετή αναστολή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, περιέχουσα λόγους αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Γ’, Δ’ , Ε’ και Θ’ του ΚΠΔ (αρθρ. 462, 464, 466, 473 παρ.2, 3, 474 παρ. 2Α, 504 παρ.1 και 505 παρ. 1α’ ΚΠΔ).
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτής προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στην συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά τον νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΟλΑΠ1/2008, ΟλΑΠ3/2005, ΑΠ667/2023, ΑΠ504/2023, ΑΠ1515/2022, ΑΠ95/2022, ΑΠ711/2021, ΑΠ1098/2021, ΑΠ192/2021, ΑΠ1003/2020, ΑΠ831/2020, ΑΠ1310/2019, ΑΠ847/2014). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 386 Α του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 5 του Ν. 1805/1988, “‘Οποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας τα στοιχεία υπολογιστή είτε με μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος είτε με επέμβαση κατά την εφαρμογή του είτε με χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με τις ποινές του προηγούμενου άρθρου ( δηλαδή του περί απάτης άρθρου 386 παλαιού ΠΚ που προέβλεπε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών ). Περιουσιακή βλάβη υφίσταται και αν τα πρόσωπα που την υπέστησαν είναι άδηλα. Για την εκτίμηση του ύψους της ζημίας είναι αδιάφορο αν παθόντες είναι ένα ή περισσότερα πρόσωπα”. Επακολούθησε η αντικατάσταση της άνω διατάξεως με το άρθρο δεύτερο παρ. 11 Ν. 4411/ΦΕΚ Α 142/3-8-2016 ως εξής “Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα της διαδικασίας επεξεργασίας ψηφιακών δεδομένων είτε με τη μη ορθή διαμόρφωση προγράμματος υπολογιστή είτε με χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων είτε με τη χωρίς δικαίωμα χρήση δεδομένων είτε με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα, τιμωρείται με τις ποινές του προηγούμενου άρθρου. Περιουσιακή βλάβη υφίσταται και αν τα πρόσωπα που την υπέστησαν είναι άδηλα. Για την εκτίμηση του ύψους της ζημίας είναι αδιάφορο αν οι παθόντες είναι ένα ή περισσότερα άτομα”. Από τη συγκριτική επισκόπηση των εν λόγω διατάξεων που προέβλεπαν ίδιες ποινές, προκύπτει ότι ευμενέστερη ήταν η δεύτερη, ενόψει του ότι διελάμβανε περιοριστική απαρίθμηση των τρόπων τέλεσης του υπαλλακτικά μικτού αδικήματος σε σχέση με την ενδεικτική απαρίθμηση της πρώτης διάταξης, την οποία καθιστούσε τέτοια (δυσμενέστερη) ο ήδη απαλειφθείς επηρεασμός των στοιχείων του υπολογιστή “με οποιονδήποτε άλλον τρόπο”. Εν συνεχεία, με τον ισχύσαντα από 1-7-2019 νέο ΠΚ (ν.4619/2019), η αντίστοιχη ταυτάριθμη διάταξη διαμορφώθηκε ως εξής : “παρ1. Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επεξεργασίας δεδομένων υπολογιστή: α) με τη μη ορθή διαμόρφωση προγράμματος υπολογιστή, β) με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση στη λειτουργία προγράμματος ή συστήματος υπολογιστή, γ) με τη χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας, δ) με τη χωρίς δικαίωμα εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή ή εξάλειψη δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας, ή ε) με τη χωρίς δικαίωμα αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για τη μετακίνηση χρημάτων τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή”. Με βάση τα παραπάνω, η συγκεκριμένη διάταξη υπό την ισχύ του νέου Κώδικα είναι ευμενέστερη της αμέσως προηγούμενης λόγω της σαφώς επιεικέστερης ποινής φυλάκισης που δεν προβλέπει ελάχιστο όριο (όσον αφορά την πλημμεληματική μορφή) και καθιέρωσης το πρώτον της κατ’ έγκληση δίωξης, δυνάμει του άρ. 405παρ.1 νέου ΠΚ. Ακολούθως με το άρθρο 93 του v. 4855/ΦΕΚ Α’ 215/12-11-2021, το μεν απαλείφθηκε η χρηματική ποινή από την βασική πλημμεληματική μορφή καθιστώντας την νέα διάταξη πλέον ευμενέστερη, το δε προστέθηκε επιβαρυντική πλημμεληματική περίσταση στην περίπτωση που προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία τιμωρούμενη με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματική ποινή, που όμως δεν ενδιαφέρει την ερευνώμενη ενταύθα υπόθεση, αφού ο αναιρεσείων δεν διώκεται για την πρόκληση ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Εν συνεχεία, με το άρθρο 16 ν. 4947/ΦΕΚ Α’ 124/23-6-2022 το στοιχείο β’ της παρ.1 του άρ. 386 Α διαμορφώθηκε ως εξής “β) με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα”. Έτσι, η διάταξη αντιστοιχεί εννοιολογικά στην διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ’ του νέου ΠΚ, όπως τούτο παρακάτω παρατίθεται. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η εφαρμοζόμενη στην ερευνώμενη υπόθεση διάταξη είναι αυτή του άρθρου 386 Α παρ.1 στοιχ. β’ του νέου ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 93 ν. 4855/2021 και 16 v. 4947/2022, έχουσα ως εξής : “παρ.1. Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επεξεργασίας δεδομένων υπολογιστή: α)… β) με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα, γ)… δ) ή ε’)… τιμωρείται με φυλάκιση .. .”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο αυτής εξαλείφεται, αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμετόχους της. Η έγκληση αποτελεί θεσμό τόσο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης, όσο και του δικονομικού δικαίου, διότι αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για τη νομότυπη γένεση της ποινικής δίκης και η ύπαρξή της ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 2/2007, ΑΠ 689/2018), το οποίο, αν παρά την έλλειψη της έγκλησης προβεί στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Θ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ756/2022, ΑΠ957/2019). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς. Ως επιεικέστερος νόμος νοείται και εκείνος, ο οποίος για την άσκηση ποινικής δίωξης απαιτεί την υπό του παθόντος υποβολή έγκλησης για αξιόποινη πράξη, η οποία κατά τον προγενέστερο νόμο, διωκόταν αυτεπαγγέλτως (ΑΠ1160/2022, ΑΠ1936/2019, ΑΠ1885/2019). Σύμφωνα δε με το άρθρο 405 παρ. 1 νέου Π.Κ. που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4619/2019 και ισχύει από 1-7-2019, για την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων εγκλημάτων και αυτού της απάτης με υπολογιστή, που προβλέπεται στο άρθρο 386 Α παρ. 1 ΠΚ και του οποίου η ποινική δίωξη υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς ασκείτο αυτεπαγγέλτως, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση για τη διάπραξή του (άρθρα 27 και 36 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ), απαιτείται πλέον έγκληση, ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του ίδιου Κώδικα που τέθηκε με το άρθρο 6 του ν.4637/2019: “Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους” (ΑΠ346/2021). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, (προδήλως επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο , εφόσον κατά τα προεκτεθέντα, η έγκληση του παθόντος συνιστά προϋπόθεση για τη δίωξη της εν λόγω αξιόποινης πράξης, που διωκόταν αυτεπαγγέλτως υπό τον προγενέστερο νόμο ΑΠ672/2020, ΑΠ412/2020, ΑΠ1936/2019, ΑΠ1885/2019), προκύπτει ότι η ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων, και του εγκλήματος της απάτης με υπολογιστή, που γινόταν υπό τον προγενέστερο Ποινικό Κώδικα αυτεπάγγελτα, γίνεται πλέον μόνο με έγκληση και οι εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή έγκλησης, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ΠΚ ότι επιθυμεί την πρόοδό τους. Η δήλωση βούλησης του εγκαλούντος για την τιμωρία του δράστη δεν απαιτείται να είναι ρητή και πανηγυρική αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της έγκλησης και εφόσον, σύμφωνα με την προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ, αρκεί μία απλή δήλωση για την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και η συναφής αναφορά στον εισαγγελέα επέχει θέση εγκλήσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 42 ΚΠΔ (ΑΠ557/2020), η οποία μάλιστα θεωρείται ότι έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (ΑΠ 2010/2019), εφόσον έχει υποβληθεί , υπό το προγενεστέρως ισχύον δίκαιο, από τον δικαιούμενο προς τούτο (ΑΠ756/2022, ΑΠ346/2021, ΑΠ47/2021, ΑΠ773/2020, ΑΠ2010/2019). Σύμφωνα εξ άλλου με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του άρθρου 42 ΚΠΔ, η έγκληση “γίνεται απ’ ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης”. Επίσης, κατά τη διάταξη της παρ. 4 εδ. α’ του άρθρου 46 του ΚΠοινΔ, “Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτή”. Όμως, η μη υποβολή τους δεν δημιουργεί απαράδεκτο ή ακυρότητα, αφού τέτοια κύρωση δεν τάσσεται στην ανωτέρω διάταξη. Η επισύναψη των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση είναι μεν αναγκαία για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του προσώπου που καταθέτει την έγκληση, όμως, δεν έχει αναχθεί σε δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας της έγκλησης (ΑΠ151/2020). Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του κωδικοποιημένου Ν. 2190/1920 “Περί ανωνύμων εταιριών”, όπως αυτός ίσχυε κατά το χρόνο, κατά τον οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η επίδικη πράξη (1-1-2013 έως 7-1-2016) ορίζεται ότι “Η ανώνυμος εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς”. Το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζει στη μεν παρ. 1 εδ. α, ότι “Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν’ αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας”, στη δε παρ. 3, ότι “Επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη….Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη ή τρίτους….”. Οι διατάξεις αυτές του Ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό στα δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920 ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνον εφόσον διενεργείται με βάση τις διατάξεις αυτές. Οι εν λόγω διατάξεις (του άρθρου 22 παρ. 3) περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας και, μεταξύ άλλων, επιτρέπουν στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, που κατ’ αρχήν ενεργεί συλλογικά, να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις, προβλέπουν δε ότι για ορισμένα θέματα είναι δυνατό να αποφασιστεί από το διοικητικό συμβούλιο μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή, κατά το άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι μόνο προς μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το διοικητικό συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της προβλεπόμενης, από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης, που τελέστηκε σε βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος – εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του “εντολέα” και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠοινΔ (ΟλΑΠ 4/2006, ΟλΑΠ5/2006, ΟλΠ6/2006, ΑΠ1509/2019, ΑΠ1489/2018, ΑΠ 1489/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου – ήδη αναιρεσείοντος προέβαλε την ένσταση “περί απαράδεκτης εγκλήσεως, καθόσον δεν κατατέθηκαν τα νομιμοποιητικά έγγραφα και η ποινική δίωξη κινήθηκε με την ένορκη βεβαίωση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθύνοντος Συμβούλου και Εκπροσώπου της εταιρείας “A. T. A.”. Ως εκ τούτου ζητάει την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, καθώς η έγκληση δεν είναι νομότυπη”. Το Εφετείο με τη συναφή παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε την ως άνω ένσταση ως αβάσιμη με την ακόλουθη αιτιολογία: “…στον κατηγορούμενο Κ. Σ. αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της απάτης με υπολογιστή κατ’ εξακολούθηση. Με βάση τα προεκτεθέντα για την ποινική δίωξη της ανωτέρω αξιόποινης πράξης απαιτείται πλέον έγκληση. Όπως δε προκύπτει από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία ο Δ. Ρ. Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “A. T. – Α. Ε. και Β. Ε. Ε. Π. και Τ., Π. Δ., Σ. και Ε. Υ. και Ε. Α.” και το διακριτικό Τίτλο “A. T. Α.” με την από 5-1-2016 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Ανθυπαστυνόμου Γ. Κ. της Υποδιεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Β. Ε. ζήτησε την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του κατηγορουμένου και συνεπώς η εν λόγω ένορκη κατάθεσή του υπέχει υποβολή έγκλησης (….) σε βάρος του κατηγορουμένου, για την οποία κατατέθηκε και το σχετικό παράβολο. Στη συνέχεια κατά το στάδιο της ανάκρισης η ως άνω εγκαλούσα εταιρεία εκπροσωπούμενη από τον ανωτέρω Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο Δ. Ρ., με το από 4-3-2016 σχετικό έγγραφό της προέβη σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, προσκόμισε δε για το νομότυπο της παράστασης αυτής το σχετικό παράβολο, καθώς και αντίγραφο του πρακτικού συνεδρίασης του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας, με βάση το οποίο ελήφθη απόφαση για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής σε βάρος του κατηγορουμένου και τον διορισμό πληρεξούσιων δικηγόρων και αντίκλητων και πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης της εταιρείας, από το οποίο προκύπτει η ιδιότητα του Δ. Ρ. ως Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, νομότυπα υποβλήθηκε η ανωτέρω έγκληση από τον νόμιμο εκπρόσωπο ήτοι τον Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο της παραπάνω ανώνυμης εταιρείας Δ. Ρ., η μη επισύναψη δε των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας, δεν καθιστά απαράδεκτη την έγκληση, καθώς η επισύναψη των εγγράφων αυτών είναι μεν αναγκαία, δεν έχει όμως αναχθεί από την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 4 εδ. α του ΚΠΔ ως δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας της έγκλησης. Σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η δικαιούμενη προς υποβολή έγκλησης ανώνυμη εταιρεία προέβη νομότυπα σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, η τελευταία αυτή δήλωση, γενομένη και προ της ενάρξεως της ισχύος του νέου ΠΚ (1-7-2019) αναπληρώνει τη δήλωση που επιτάσσει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του νέου ΠΚ (…..), η αναπλήρωση δε αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κάλυψη της έλλειψης της δήλωσης περί επιθυμίας για τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμη η υποβληθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, λόγω μη νομότυπης υποβολής της έγκλησης…”. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, απορρίπτοντας την εν λόγω ένσταση του αναιρεσείοντος, δεν υπερέβη την εξουσία του. Και τούτο διότι, η μη άμεση επισύναψη στην υποβληθείσα έγκληση, των νομιμοποιητικών εγγράφων της εγκαλούσας εταιρείας, δεν συνιστά δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητάς της, ώστε να επισύρει άνευ ετέρου ακυρότητα και εντεύθεν απαράδεκτο αυτής, καθόσον τα εν λόγω έγγραφα, (αδιαμφισβήτητα υφιστάμενα κατά τον κρίσιμο χρόνο της υποβολής της έγκλησης και ανεξαρτήτως της δυνατότητας αναζήτησης, κατά τα άρ. 243 και 239 του νέουΚΠΔ από το Γ.Ε.ΜΗ. ή από την εγκαλούσα Α.Ε.), προσκομίσθηκαν στο σύνολό τους, στο στάδιο της ανάκρισης, κατά την από 4/3/2016 έγκυρη και νομότυπη ενώπιον του Ανακριτή … δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής της εγκαλούσας-παθούσας εταιρείας, νομίμως εκπροσωπηθείσας από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλό της Δ. Ρ., (που σε κάθε περίπτωση αναπληρώνει, κατά τα προεκτεθέντα, την προβλεπόμενη στο άρθρο 464 του νέου ΠΚ δήλωση), στον οποίο κατά το καταστατικό της έχει ανατεθεί με δημοσιευμένη στο Γ.Ε.ΜΗ απόφαση του Δ.Σ αυτής να την εκπροσωπεί και να την δεσμεύει ενώπιον κάθε αρχής και ενώπιον όλων των δικαστηρίων παντός βαθμού και δικαιοδοσίας για οποιασδήποτε φύσεως υποθέσεις, ως όργανο του νομικού της προσώπου, εκφράζοντας αυθεντικά τη βούλησή της, κατά τα αναπτυχθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, είχε δε προηγουμένως, ο ίδιος εγκύρως υποβάλλει υπό την άνω ιδιότητά του στις 5-1-2016, τη συναφή έγκλησή της, ζητώντας για λογαριασμό της, τη σε βάρος του αναιρεσείοντος άσκηση ποινικής διώξεως για το συγκεκριμένο αδίκημα. Εν όψει δε του γεγονότος ότι κατά τους ανωτέρω χρόνους το αδίκημα διωκόταν αυτεπαγγέλτως, ορθώς ο αναιρεσείων διώχθηκε και για τις μερικότερες πράξεις της 6ης και 7ης -1-2016, εφόσον η υποβληθείσα στις 4-3-2016 ως άνω δήλωση, προ της ενάρξεως της ισχύος του νέου ΠΚ (1-7-2019) γενομένη και σε χρόνο που δεν απαιτείτο έγκληση για την άσκηση ποινικής δίωξης, αναπληρώνει τη δήλωση που επιτάσσει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του νέου ΠΚ, η αναπλήρωση δε αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κάλυψη της έλλειψης της δήλωσης περί επιθυμίας για τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας, καταλαμβάνοντας βεβαίως και τις εν λόγω πράξεις που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην από 5-1-2016 έγκληση.
Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων προβάλλει την αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 510 παρ.1 Θ’ΚΠΔ, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας εχώρησε στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του, παρά το υποβληθέν αίτημα περί οριστικής παύσεως της σε βάρος του ποινικής δίωξης, ενόψει της κατ’ έγκληση διώξεως, υπό την ισχύ του νέου ΠΚ, του πλημμελήματος της απάτης με υπολογιστή κατ’ εξακολούθηση, το μεν ελλείψει νομοτύπου υποβολής εγκλήσεως και δηλώσεως συνεχίσεως της διαδικασίας εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ, το δε, διότι καταδικάστηκε και για μεταγενέστερες επί μέρους πράξεις που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην έγκληση, καθόσον οι άνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στηρίζονται στην αναληθή προϋπόθεση ότι η επισύναψη των νομιμοποιητικών εγγράφων στην έγκληση συνιστά όρο του παραδεκτού της και ότι για τις επί μέρους αυτεπαγγέλτως κατά τον κρίσιμο χρόνο διωκόμενες πράξεις της 6ης και 7ης Ιανουαρίου 2016 ήταν αναγκαίο να υποβληθεί έγκληση.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. (ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ3/2008, ΑΠ504/2023, ΑΠ904/2022, ΑΠ33/2021, ΑΠ587/2020, ΑΠ20/2019 ).
Εν προκειμένω, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: “…. Ο κατηγορούμενος, ασχολείται από το έτος 2009 με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κυρίως με τις μεθόδους μαζικής αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων, πλατφόρμα την οποία δημιούργησε ο ίδιος, και από το τέλος του 2010 λειτουργούσε ατομική επιχείρηση με έδρα την Π. …, ενώ από τις αρχές του 2014 σύστησε Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. με τον διακριτικό τίτλο “A.”, που εδρεύει επί της λεωφόρου …. Κατά το χρονικό διάστημα 2011 έως και 2012 υπήρξε εξωτερικός συνεργάτης της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “A. Τ. Α..Ε..” και, στα πλαίσια της συνεργασίας τους αυτής η εν άνω εταιρεία του είχε παραχωρήσει έναν λογαριασμό και τους κωδικούς του για να μπορεί να χρησιμοποιεί αυτή την υπηρεσία (μαζική αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων). Μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους, που επήλθε αρχές του 2013, και συγκεκριμένα περί το τέλος του 2015 παρατηρήθηκε από τον τεχνικό της ως άνω εγκαλούσας εταιρείας Κ. Μ. η, μέσω των αρχείων καταγραφής του συστήματος (log files), αποστολή ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού μηνυμάτων προς διάφορους παραλήπτες από συγκεκριμένο λογαριασμό πελάτη με ηλεκτρονική διεύθυνση “…”. Την 5η.1. 2016 ο Δ. Ρ. του Γ., νόμιμος εκπρόσωπος και δη πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “A. T. Α..Ε..” και το διακριτικό τίτλο “A. Α.”, μετέβη στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Β. Ε., όπου κατήγγειλε τη σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας τέλεση αξιόποινης πράξης και συγεκριμένα την, εκ μέρους τεχνικού της τελευταίας διακρίβωση μέσω των αρχείων καταγραφής του συστήματος (log files), αποστολή ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού μηνυμάτων προς διάφορους παραλήπτες από συγκεκριμένο λογαριασμό πελάτη με ηλεκτρονική διεύθυνση (ip adress) “…”. Κατόπιν ελέγχου των αρχείων καταγραφής των συστημάτων της εταιρείας “A. T. Α..Ε..” προέκυψε ότι δια της χρήσεως της ηλεκτρονικής διεύθυνσης (ip adress) “…” καθώς και δια της παράνομης χρησιμοποίησης λογαριασμών της εταιρείας και των πελατών της (usernames-passwords), φυσικό πρόσωπο, που δεν ανήκε στην εταιρεία, προέβη στη συστηματική και εξακολουθητική χρήση των προαναφερόμενων υπηρεσιών, ήτοι της αποστολής μηνυμάτων (sms καθώς και της επαλήθευσης αριθμών κινητής τηλεφωνίας, κατά το χρονικό διάστημα του έτους 2015. Η εν λόγω ηλεκτρονική διεύθυνση (ip adress) “…” είχε συνδεθεί στα συστήματα αποστολής μηνυμάτων της εταιρείας “A. T. Α..Ε..” χρησιμοποιώντας τα ονόματα χρήστη “…” και “…”, τα οποία και αποτελούν ονόματα χρήστη χρησιμοποιούμενα αποκλειστικά από υπαλλήλους της εταιρείας και όχι από πελάτες αυτής. Κατόπιν δε ενδεδειγμένης ηλεκτρονικής επεξεργασίας και διερεύνησης προέκυψε το γεγονός ότι η ηλεκτρονική διεύθυνση (ip adress) “…” ανήκει στη ιστοσελίδα με όνομα χώρου (domain name) “…”, η οποία και είχε καταχωρηθεί υπό τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου Κ. Σ., o οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν πρώην εξωτερικός συνεργάτης της εταιρείας “A. T. Α..Ε..” κατά το χρονικό διάστημα 2011-2012 και η διακοπή της συνεργασίας τους επήλθε αρχές του έτους 2013.Ακολούθως την 07.01.2016 αστυνομικοί που υπηρετούσαν στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Β. Ε., κατόπιν της από 5.1.2016 σχετικής καταγγελίας του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας “A. T. Α..Ε..” Δ. Ρ., μετέβησαν στον ευρισκόμενο επί της οδού … επαγγελματικό χώρο, όπου στεγάζεται και λειτουργεί η επιχείρηση με την επωνυμία “A.”, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου, όπου και έλαβε χώρα, παρουσία δικαστικού λειτουργού, νομότυπη έρευνα των υπολογιστικών συστημάτων της επιχείρησης, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο διακομιστής με ηλεκτρονική διεύθυνση (ip adress) “…” διαχειρίζεται πράγματι από την επιχείρηση “A.” ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της έρευνας, εισήγαγε σε λογισμικό απομακρυσμένης διαχείρισης τα στοιχεία εισόδου του διακομιστή με ηλεκτρονική διεύθυνση (ip adress) “…” και αφού έλαβε χώρα είσοδος στο περιβάλλον διαχείρισης του, αναζητήθηκαν από τους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Β. Ε., στοιχεία που να αποδεικνύουν τη σύνδεση του με κάποιον από τους κεντρικούς υπολογιστές της εταιρείας “A. T. Α..Ε..”. Κατά την ως άνω έρευνα διαπιστώθηκε ότι στο ευρισκόμενο εντός του φακέλου “/…” αρχείο με την ονομασία “…” υφίστατο εγγραφή η οποία παρέπεμπε σε πρόσβαση σε έναν εκ των διακομιστών της εταιρείας “A. T. Α..Ε..” με ηλεκτρονική διεύθυνση “…”, ότι η παραπομπή για πρόσβαση στον προαναφερόμενο διακομιστή έγινε με τη χρήση των κωδικών πρόσβασης “…” και ” ……”, που ανήκουν αποκλειστικά στους υπαλλήλους της εταιρείας “A. T. Α..Ε..”, ότι στο ίδιο αρχείο αλλά και σε άλλα αρχεία που βρίσκονταν στον ίδιο φάκελο βρέθηκαν παραπομπές στην ip διεύθυνση …, η οποία ανήκει επίσης στην εταιρεία “A. T. Α..Ε..”, και ότι ένας από τους υπολογιστές της εταιρείας “A. T. Α..Ε..” που προσπελάστηκε παράνομα μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης “…” είχε ηλεκτρονική διεύθυνση …, όπου κατά τη διαδικασία της διερεύνησης της διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν καταγραφές αδυναμίας πρόσβασης. Ακολούθως η εταιρεία “A. T. Α..Ε..” συνεχίζοντας την ενδεδειγμένη ηλεκτρονική επεξεργασία και διερεύνηση των αρχείων του server της διαπίστωσε ότι o κατηγορούμενος με περισσότερες επιμέρους πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως και 7.1.2016 κάνοντας χρήση λογισμικού της εταιρίας “A. T. Α..Ε.” και συγκεκριμένα των υπολογιστικών της συστημάτων που παρέχουν υπηρεσίες μαζικής αποστολής μηνυμάτων κειμένου (sms) και υπηρεσίες επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr), μέσω του υπολογιστή του, με ΙΡ διεύθυνση …, προέβη σε μαζική αποστολή μηνυμάτων κειμένου (sms) σε πλήθος παραληπτών, καθώς και σε χρήση της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hΙr) από την ίδια ΙΡ διεύθυνση, με αποτέλεσμα να υποστεί η ως άνω εταιρία κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα οικονομική ζημία, το ύψος της οποίας θα αναφερθεί κατωτέρω, Ειδικότερα με την προαναφερόμενη ΙΡ διεύθυνση και μέσω του διακομιστή (server) της εταιρίας με την επωνυμία “A.”, ιδιοκτησίας του, ο κατηγορούμενος συνδεόταν παράνομα -μέσω του διακομιστή με ΙΡ διεύθυνση …, o οποίος ως φυσική μονάδα βρίσκεται εγκατεστημένος στο Η. Β. και τον οποίο διαχειρίζεται η εταιρία του (A.), με το διακομιστή της ως άνω εγκαλούσας εταιρίας και απέστελλε ερώτημα HLR χρησιμοποιώντας τους κωδικούς της εταιρίας A. T. Α..Ε.., τους λογαριασμούς της εταιρίας και των πελατών τns(usernames, passwords), καθώς επίσης και χρησιμοποιώντας τα ονόματα χρήστη (usernames) “…” και “…”, τα οποία τυγχάνουν ονόματα χρήστη που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από υπαλλήλους της εταιρίας και όχι από πελάτες, ήτοι εισάγοντας μεν ορθά εξωτερικά δεδομένα στο σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή προς επεξεργασία χωρίς όμως να έχει σχετικό δικαίωμα, εφόσον δεν αφορούν αυτόν τα σχετικά δεδομένα και τα χρησιμοποιούσε χωρίς να το γνωρίζει η δικαιούχος εγκαλούσα εταιρεία, και να συναινεί ή να εγκρίνει τούτο, και κάνοντας χρήση των υπηρεσιών αυτών στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα ήτοι από 1-1-2013 έως και 7-1-2016, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ζημίωσε την ως άνω παθούσα εταιρία, αποστερώντας της τα έσοδα από τη χρήση των ανωτέρω υπηρεσιών. Ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ομολόγησε την εκ μέρους του χρήση της ως άνω πλατφόρμας της εγκαλούσας εταιρείας για τη χρήση μόνο της υπηρεσίας αναγνώρισης παρόχου κινητής τηλεφωνίας (hlr), το κόστος της οποίας δήλωσε ότι ανέρχεται στο ποσό των 0,005 ευρώ ανά χρήση, και όχι της υπηρεσίας αποστολής sms, ισχυρίστηκε δε περαιτέρω ότι είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη πλατφόρμα και μετά τη διακοπή της συνεργασίας του με την εγκαλούσα, καθώς την είχε δημιουργήσει ο ίδιος, γεγονός το οποίο αποδέχθηκε και η εγκαλούσα, διαφορετικά η τελευταία θα είχε διακόψει τη χρήση του με την αλλαγή του κωδικού που αντιστοιχούσε στον όνομα χρήστη “…”, πράγμα το οποίο δεν έκανε. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, αφενός μεν το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε δημιουργήσει την συγκεκριμένη πλατφόρμα δεν του δίνει, άνευ ετέρου, το δικαίωμα χρήσης αυτής και μετά την διακοπή της συνεργασίας του με την εγκαλούσα, αφετέρου δε από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εγκαλούσα είχε συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Επίσης από το γεγονός ότι η εγκαλούσα δεν προέβη, μετά τη διακοπή της συνεργασίας της με τον κατηγορούμενο, στην αλλαγή του κωδικού με το όνομα χρήστη “…” δεν δικαιολογεί πραγματική πλάνη αυτού (κατηγορούμενου), απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του, ότι δηλαδή η εγκαλούσα συναινούσε στη χρήση από αυτόν του εν λόγω κωδικού, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά πως χωρίς δικαίωμα, μετά τη λήξη της συνεργασίας του με την εγκαλούσα εταιρεία, χρησιμοποιούσε το λογισμικό της, το προορισμένο για την παροχή υπηρεσιών αποστολής sms και επαλήθευσης αριθμού κινητού τηλεφώνου (hlr), γνώριζε επίσης πολύ καλά πώς λειτουργούν οι ανωτέρω υπηρεσίες, ήδη δε λειτουργούσε όμοια και συνεπώς ανταγωνιστική με την εγκαλούσα εταιρεία, ώστε μπορούσε να αντιληφθεί ότι η τελευταία δεν θα του παρείχε τις προαναφερόμενες υπηρεσίες χωρίς κάποιο αντάλλαγμα. Αντίθετα, αυτός, εκμεταλλευόμενος την παράλειψη της εγκαλούσας να αλλάξει τον κωδικό που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος, κατά το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους, συνέχισε να κάνει χρήση αυτού, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος και με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας. Περαιτέρω αναφορικά με το ύψος της προκληθείσας ζημίας στην εγκαλούσα εταιρεία από τις παραπάνω ενέργειες του κατηγορουμένου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 7-1-2016 ο κατηγορούμενος κάνοντας χρήση παράνομα, με τον προαναφερθέντα τρόπο, του λογισμικού της εταιρίας A. T. Α..Ε.. απέστειλε 1.335.762 μηνύματα SMS και έκανε 286.757 φορές χρήση της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (Hlr), η ζημία δε της εταιρείας A. T. Α..Ε. για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διακρινόμενη σε δύο κατηγορίες, υπολογίζεται α) στη συνολική αξία των υπηρεσιών που χρησιμοποιήθηκαν από τον κατηγορούμενο για την αποστολή μηνυμάτων SMS ανερχόμενη σε 53.430,48 ευρώ (= 1.335,762 μηνύματα SMS X 0,04 του ευρώ το κόστος ανά χρήση) και β) στη συνολική αξία της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμών κινητών τηλεφώνων (hlr) ανερχόμενη σε 2.867,57 ευρώ (=286.757 φορές χρήση υπηρεσίας hlr Χ 0,001 του ευρώ το κόστος ανά χρήση). Για τα έτη δε 2013 και 2014 το ύψος της ζημίας της εγκαλούσας εταιρείας από την παράνομη χρήση, με τον ως τρόπο, από τον κατηγορούμενο μόνο της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr) ανέρχεται α) για το έτος 2013, που έγινε χρήση της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr) 247.832 φορές Χ 0,001 του ευρώ το κόστος ανά χρήση, στο συνολικό ποσό των 2.478,32 ευρώ και β) για το έτος 2014 που έγινε χρήση της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr) 275.347 φορές Χ 0,001 του ευρώ το κόστος ανά χρήση, στο συνολικό ποσό των 2.753,47 ευρώ, και έτσι για όλο το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος έκανε παράνομα χρήση των κωδικών της εγκαλούσας εταιρείας, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση ή την έγκριση αυτής, ήτοι από 11-2013 έως 7-1-2016, η ζημία της εγκαλούσας εταιρείας A. T. Α..Ε.. ανήλθε στο συνολικό ποσό των 61.529,84 ευρώ (53.430,48 + 2.867,57 + 2.478,32 + 2.753,47). Από την πλευρά του κατηγορουμένου, προσκομίσθηκε η αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από 30-04-2018 τεχνική γνωμάτευση που διενήργησε ο Χ. Γ., Μηχανολόγος, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, σύμφωνα με την οποία το κόστος χρέωσης των υπηρεσιών επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr) ανέρχεται σε 0,08 λεπτό/hlr, ενώ το κόστος χρέωσης υπηρεσιών sms ανέρχεται σε 0,3 λεπτά /sms και συνεπώς το κόστος για την εγκαλούσα εταιρεία από τη χρήση επαλήθευσης αριθμού κινητού τηλεφώνου (hlr) από το έτος 2013, 2014 και 2015 ήταν 247.832 + 275.347 + 286.757 = 809.936 ευρώ για αιτήματα hlr Χ 0,008 ευρώ/hlr 607,45 ευρώ, ενώ το κόστος για την εγκαλούσα εταιρεία από τη χρήση sms για το έτος 2015 ανέρχεται σε 4.007,29 ευρώ ήτοι (1.335.762 sms Χ 0,003 ευρώ\sms) και συνολικά το κόστος από τις ως άνω χρήσεις και η αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας ανέρχεται σε 4.614,74 ευρώ (607,45 + 4.007,74). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όμως, η ζημία της εγκαλούσας εταιρείας από την παράνομη χρήση του κατηγορουμένου της υπηρεσίας αποστολής sms και χρήσης της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητού τηλεφώνου (hlr) για όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 61.529,84 ευρώ (53.430,48 + 2.867,57 + 2.478,32 + 2.753,47), και όχι στο ποσό των 4.614,74 ευρώ, που αναφέρεται στην ως άνω τεχνική έκθεση του Χ. Γ., καθώς η πραγματική ζημία της εγκαλούσας υπολογίζεται με βάση το κόστος χρέωσης από την ίδια των υπηρεσιών αποστολής sms και χρήσης της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητού τηλεφώνου (hlr) στους πελάτες της, που ανέρχεται σε 0,01 και 0,004 ευρώ αντίστοιχα, και όχι με βάση το κόστος χρέωσης των αντίστοιχων υπηρεσιών από τους παρόχους που χρησιμοποιεί η εγκαλούσα, όπως, εσφαλμένα, υπολογίζεται στην ως άνω τεχνική έκθεση. Όλα τα παραπάνω προκύπτουν από την προσήκουσα αξιολογική εκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του Κ. Μ., τεχνικού της εγκαλούσας εταιρείας, αλλά και μάρτυρα κατηγορίας Δ. Σ., αστυνομικού υπαλλήλου της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Β. Ε., ο οποίος επιλήφθηκε της αστυνομικής έρευνας για την αποκάλυψη της εγκληματικής δραστηριότητας του κατηγορουμένου και έχοντας άμεση αντίληψη για την εξέλιξη της ένδικης υπόθεσης, κατέθεσε με αμεροληψία, αντικειμενικότητα και πειστικότητα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που επιβεβαιώθηκαν και από το υπόλοιπο έγγραφο αποδεικτικό υλικό, χωρίς να αναιρούνται ή να τίθενται υπό αμφιβολία από κανένα αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα, από την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, απολογία του κατηγορουμένου. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από τη συνεκτίμηση όλων των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, στοιχειοθετείται στο πρόσωπο του κατηγορουμένου τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική της υπόσταση η παράνομη και αξιόποινη πράξη της απάτης με υπολογιστή κατ’ εξακολούθηση στην πλημμεληματική της μορφή, κατ’ άρθρο 386Α παρ. 1 εδ β του ΠΚ, ήτοι η χωρίς δικαίωμα και αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για την παροχή υπηρεσιών αποστολής sms και επαλήθευσης αριθμού κινητού τηλεφώνου (hlr), όπως εξάλλου δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την εν λόγω παράνομη και αξιόποινη πράξη, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ α’ ΠΚ, το οποίο του αναγνωρίστηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατ’ άρθρο 470 ΚΠΔ, για να μην καταστεί χειρότερη η θέση του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Ακολούθως, το Εφετείο, κήρυξε με το διατακτικό του, τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: “…Στη Θεσσαλονίκη με περισσότερες επιμέρους πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος καθημερινά κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως και 7-1-2016, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, επηρεάζοντας τα στοιχεία του υπολογιστή με την χωρίς δικαίωμα παρέμβαση στη λειτουργία προγράμματος ή συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή εισάγοντας ορθά εξωτερικά δεδομένα χωρίς όμως να έχει σχετικό δικαίωμα. Ειδικότερα, κάνοντας χρήση λογισμικού της εταιρίας A. T. Α..Ε.. και συγκεκριμένα των υπολογιστικώv της συστημάτων που παρέχουν υπηρεσίες μαζικής αποστολής μηνυμάτων κειμένου (sms) και υπηρεσίες επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr), μέσω του υπολογιστή τοι με ΙΡ διεύθυνση …, προέβη σε μαζική αποστολή μηνυμάτων κειμένου σε πλήθος παραληπτών, καθώς και σε χρήση της υπηρεσίας υπηρεσίες επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων hlr από την ίδια ΙΡ διεύθυνση, με αποτέλεσμα να υποστεί η ως άνω εταιρία κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα οικονομική ζημία ύψους εξήντα μία χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (61.529,84 ευρώ), καθόσον με την προαναφερόμενη ΙΡ διεύθυνση και μέσω του διακομιστή (server) της εταιρίας με την επωνυμία “A.”, με έδρα το Δήμο … …, ιδιοκτησίας του (έχοντας ο ίδιος κατά το παρελθόν υπάρξει συνεργάτης της ως άνω ζημιωθείσας εταιρίας Α. T. Α..Ε..) συνδεόταν παράνομα -μέσω του διακομιστή με ΙΡ διεύθυνση …, ο οποίος ως φυσική μονάδα βρίσκεται εγκατεστημένος στο Η. Β. και τον οποίο διαχειρίζεται η εταιρία του (A.), με το διακομιστή της ως άνω παθούσας εταιρίας και απέστελλε ερώτημα τύπου HLR χρησιμοποιώντας τους κωδικούς της εταιρίας Α. T., τους λογαριασμούς της εταιρίας και πελατών της (usernames, passwords), καθώς επίσης και χρησιμοποιώντας τα ονόματα χρήστη (usernames) “…” και “…”, τα οποία τυγχάνουν ονόματα χρήστη που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από υπαλλήλους της εταιρίας και όχι από πελάτες, εν αγνοία της εγκαλούσας εταιρείας (χωρίς τη συναίνεση ή την έγκριση αυτής), με τον τρόπο δε αυτό και κάνοντας χρήση των υπηρεσιών αυτών στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, αποκομίζοντας ο ίδιος ισόποσο περιουσιακό όφελος, ζημίωσε την ως άνω παθούσα εταιρία, αποστερώντας της τα έσοδα από τη χρήση των ανωτέρω υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται από αυτήν αποκλειστικά στους πελάτες της και χρεώνονται από μισό του ενός λεπτού του ευρώ (0,005 €), για υπηρεσίες επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr), έως και ένα λεπτό του ευρώ (0,01 €), για τις υπηρεσίες μαζικής αποστολής μηνυμάτων κειμένου (sms), κατά το συνολικό ποσό των εξήντα μία χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (61.529,84 €). Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 7-1-2016 κάνοντας χρήση παράνομα, με τον προαναφερθέντα τρόπο, του λογισμικού της εταιρίας A. T. Α..Ε.. απέστειλε 1.335.762 μηνύματα SMS και έκανε 286.757 φορές χρήση της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (Hlr), η ζημία δε της εταιρείας A. T. Α..Ε. για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διακρινόμενη σε δύο κατηγορίες, υπολογίζεται α) στη συνολική αξία των υπηρεσιών που χρησιμοποιήθηκαν από τον κατηγορούμενο για την αποστολή μηνυμάτων SMS ανερχόμενη σε 53.430,48 ευρώ (= 1.335.762 μηνύματα SMS Χ 0,04 του ευρώ το κόστος ανά χρήση) και β) στη συνολική αξία της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμών κινητών τηλεφώνων( hlr) ανερχόμενη σε 2.867, 57 ευρώ(=286.757 φορές χρήση υπηρεσίας hlr Χ 0,001 του ευρώ το κόστος ανά χρήση). Για τα έτη δε 2013 και 2014 το ύψος της ζημίας της εγκαλούσας εταιρείας από την παράνομη χρήση από τον κατηγορούμενο μόνο της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων (hlr) ανέρχεται α) για το έτος 2013, που έγινε χρήση της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων( hlr) 247.832 φορές Χ 0,001 του ευρώ το κόστος ανά χρήση, στο συνολικό ποσό των 2.478,32 ευρώ και β) για το έτος 2014 που έγινε χρήση της υπηρεσίας επαλήθευσης αριθμού κινητών τηλεφώνων( hlr) 275.347 φορές X 0,001 του ευρώ το κόστος ανά χρήση, στο συνολικό ποσό των 2.753,47 ευρώ, και έτσι για όλο το χρονικό διάστημα που o κατηγορούμενος έκανε παράνομα χρήση των κωδικών της εγκαλούσας εταιρείας, ήτοι από 1-1-2013 έως 7-1-2016, η ζημία της εγκαλούσας εταιρείας A. T. Α..Ε. και το αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του ίδιου, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 61.529,84 ευρώ (53.430,48 + 2.867,57 + 2.478,32 + 2.753,47).” Όπως προαναφέρθηκε, το έγκλημα που αποδόθηκε στον αναιρεσείοντα και για το οποίο καταδικάστηκε, είναι η χωρίς δικαίωμα παρέμβασή του στη λειτουργία συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με την εισαγωγή ορθών εξωτερικών δεδομένων, ώστε επηρεάζοντας τα στοιχεία του υπολογιστή να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη της υποστηρίζουσας την κατηγορία ανώνυμης εταιρείας. Ο επηρεασμός του αποτελέσματος της διαδικασίας επεξεργασίας δεδομένων υπολογιστή έλαβε χώρα εν προκειμένω με την χωρίς δικαίωμα παρέμβαση στη λειτουργία του προγράμματος που χειριζόταν συγκεκριμένο σύστημα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το εδ. στ’ του άρθρου 13 του νέου ΠΚ, ως πληροφοριακό σύστημα ορίζεται συσκευή ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μεταξύ τους συσκευών, εκ των οποίων μία ή περισσότερες εκτελούν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, αυτόματη επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων, καθώς και τα ψηφιακά δεδομένα που αποθηκεύονται, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από την εν λόγω συσκευή ή την ομάδα συσκευών με σκοπό τη λειτουργία, τη χρήση, την προστασία και τη συντήρηση των συσκευών αυτών. Κατά δε το εδ.ζ’ του ίδιου ως άνω άρθρου, ψηφιακά δεδομένα είναι η παρουσίαση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών σε μορφή κατάλληλη προς επεξεργασία από πληροφοριακό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος που παρέχει τη δυνατότητα στο πληροφοριακό σύστημα να εκτελέσει μια λειτουργία. Πρόγραμμα είναι σύνολο δεδομένων, με το οποίο (στην ειδική εκάστοτε “γλώσσα” που αντιλαμβάνεται ο Η/Υ), του παρέχονται εντολές ώστε να επεξεργάζεται άλλα, εξωτερικά δεδομένα, που εκάστοτε θα εισάγονται και να συνάγει συμπεράσματα από αυτά. Επέμβαση κατά την εφαρμογή του προγράμματος είναι κάθε πράξη που επηρεάζει τη διαδικασία επεξεργασίας των δεδομένων είτε από το πληκτρολόγιο, είτε μέσω μηχανικών μερών του Η/Υ (hardware) που επηρεάζουν το πρόγραμμα. Έτσι, ο δράστης επηρεάζει τα δεδομένα του υπολογιστή, όταν το αποτέλεσμα της επεξεργασίας αυτών λόγω της συμπεριφοράς του, αποκλίνει από εκείνο που θα επιτυγχανόταν με κανονική και σύννομη εκτέλεση του προγράμματος. Επηρεασμό συνεπώς συνιστά και κάθε χωρίς δικαίωμα επεξεργασία των δεδομένων του υπολογιστή που οδηγεί σε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο που προσδοκάται με την νόμιμη χρήση. Παρέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα χωρίς δικαίωμα υπάρχει και όταν ο δράστης εισάγει μεν ορθά εξωτερικά δεδομένα στο σύστημα του ΗΙΥ προς επεξεργασία, χωρίς όμως να έχει το σχετικό νόμιμο δικαίωμα (στην περίπτωση που δεν τον αφορούν τα εν λόγω δεδομένα), ενώ συγχρόνως ο υπολογιστής λειτουργεί με κάποιο νόμιμο πρόγραμμα, δηλ. ο δράστης δεν αλλοιώνει καθόλου τα εσωτερικά δεδομένα του προγράμματος ή συστήματος του Η/Υ. Το έγκλημα του άρθρου 386 Α του νέου ΠΚ συνεπώς, δομήθηκε κατ’ αντιστοιχία με εκείνο της απάτης (άρθρο 386 ΠΚ) με την οποία τελεί σε σχέση αλληλοαποκλεισμού και είναι υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης – σκοπού (Α.Π 1087/2019). Ως προς μεν τη δομή του ομοιάζει με αυτό της απάτης, και προστατεύει το ίδιο έννομο αγαθό (περιουσία), διαφέρει όμως, γιατί η περιουσιακή βλάβη επέρχεται όχι με την παραπλάνηση ενός φυσικού προσώπου που είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις ή να διενεργεί έλεγχο ή να εγκρίνει, χορηγεί κλπ, αλλά αποκλειστικά και μόνο με τον επηρεασμό των στοιχείων του υπολογιστή, δηλαδή με την επέμβαση του δράστη κατά τον προγραμματισμό του συστήματος και την επεξεργασία των δεδομένων, σε οποιαδήποτε φάση της λειτουργίας του Η/Υ. Υποκειμενικά αρκείται σε ενδεχόμενο δόλο ως προς όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, χωρίς δηλαδή να απαιτείται όπως στην κοινή απάτη γνώση του δράστη για την αναλήθεια των στοιχείων που χρησιμοποιεί (ΑΠ 734/2021, Α.Π 1087/2019, ΑΠ1414/2017). Ειδικότερα, η εγκληματική συμπεριφορά τυποποιείται με την πραγματοποίηση ενός από τους περιοριστικά αναφερόμενους πέντε τρόπους (έγκλημα υπαλλακτικά ή διαζευκτικά μικτό) με άμεσο αποτέλεσμα τον επηρεασμό των στοιχείων/δεδομένων του Η/Υ, που προκαλεί αιτιωδώς ως τελικό αποτέλεσμα άμεση περιουσιακή ζημία και κατ’ ακρίβεια μείωση ξένης περιουσίας, χωρίς δηλ. παρεμβολή ανθρώπινης συμπεριφοράς μεταξύ επεξεργασίας των δεδομένων και της ζημίας, προς όφελος του δράστη ή τρίτου (ΑΠ1087/2019). Κατά την υποκειμενική του υπόσταση, απαιτείται ο υπαίτιος να τελεί την πράξη αυτή με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος (απαιτείται δηλαδή άμεσος κατά το άρθρο 27 παρ.2 εδ. β’ του νέου ΠΚ δόλος α’ βαθμού-επιδίωξη όσον αφορά τον προσπορισμό του παράνομου περιουσιακού οφέλους), καθώς και υλική αντιστοιχία οφέλους και βλάβης, έτσι ώστε το επιδιωκόμενο από τον δράστη όφελος , να αποτελεί κανονικά τον αντίποδα της βλάβης του παθόντος, (που συνήθως ισούται με αυτήν), χωρίς τούτο να είναι απαραίτητο. Πρέπει δηλαδή ο δράστης να επιδιώκει το όφελος άμεσα από την περιουσία του ζημιούμενου κατά τρόπο που αυτό να είναι η αντίστροφη όψη της ζημίας, δεν απαιτείται όμως να ταυτίζονται (ΑΠ 2060/2019). Με αυτά λοιπόν που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, κατά τα προεκτεθέντα, ορθά εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 Α παρ.1 στοιχ. β’ του νέου Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 93 v. 4855/2021 και 16 ν. 4947/2022, αφού ορθά υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εν λόγω διάταξη που εφαρμόσθηκε και προβλέπει την βασική πλημμεληματική μορφή της απάτης με υπολογιστή για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ενώ δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ως άνω διάταξη, αφού στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, και η απόφαση να μην στερείται νόμιμης βάσης. Και τούτο διότι, το Εφετείο διέλαβε αναλυτικά και με σαφήνεια, ότι υφίσταται, το μεν υλική αντιστοιχία μεταξύ του περιουσιακού οφέλους στο οποίο αποσκοπούσε ο αναιρεσείων και της ζημίας που προκάλεσε στην περιουσία της παθούσας εταιρείας “A. T. Α..Ε..”, το δε, ο απαιτούμενος αιτιώδης αντικειμενικός σύνδεσμος μεταξύ της καθημερινής κατά το διάστημα 1/1/2013 έως 7/1/2016 παρέμβασης χωρίς δικαίωμα από τον αναιρεσείοντα στα πληροφοριακά συστήματα της άνω παθούσας εταιρείας, εν αγνοία και χωρίς την συναίνεσή της, (ήτοι των οργάνων της που την εκπροσωπούν και εκφράζουν τη βούλησή της) με επηρεασμό των στοιχείων των προσδιοριζομένων υπολογιστών της, προξενώντας σε αυτήν άμεσα αιτιωδώς περιουσιακή ζημία συνολικού αναλυτικά προσδιορισμένου – ύψους 61.529,84 € και αποκομίζοντας ο ίδιος, όπως επεδίωκε, ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Ειδικότερα υπό τις παραδοχές: της χωρίς δικαίωμα παρέμβασης στη λειτουργία του επίμαχου συστήματος υπολογιστή, της από τον επηρεασμό των στοιχείων του Η/Υ ως αμέσου αποτελέσματος παράνομης περιουσιακής μετατόπισης (βλάβης της περιουσίας της παθούσας, αιτιωδώς συνδεόμενης με την κατά τα άνω παράνομη επέμβαση του αναιρεσείοντος) και του δόλου του τελευταίου, με μνεία της υλικής αντιστοιχίας μεταξύ του επιδιωκόμενου εκ μέρους του οφέλους από την περιουσία της παθούσας εταιρείας και της ισόποσης ζημίας της, θεμελιώνεται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως στην οικεία μείζονα σκέψη αναπτύχθηκε.
Συνεπώς ο τρίτος και τέταρτος αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 510 παρ.1 Ε’ ΚΠΔ, με την αιτίαση α) της εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 386 Α ΠΚ, λόγω έλλειψης αντιστοιχίας μεταξύ σκοπούμενου περιουσιακού οφέλους και προκληθείσας ζημίας, από το ότι παθόντες ήσαν οι πελάτες της εταιρείας και όχι η ίδια και β) λόγω έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και της περιουσιακής ζημίας της εταιρείας, είναι αβάσιμοι, αφού κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές, δικαιούχος πάροχος των συγκεκριμένων υπηρεσιών που αποκλειστικά προσέφερε σε τρίτους (πελάτες της), ήταν η εν λόγω εταιρεία, η οποία απώλεσε τα προσδοκώμενα κέρδη από την παροχή τους, λόγω ακριβώς της παράνομης επέμβασης του αναιρεσείοντος στο σύστημα του Η/Υ, με άμεσο αποτέλεσμα την κάρπωση από τον τελευταίο του αντιτίμου που κατέβαλαν για τις επίμαχες υπηρεσίες οι τρίτοι (πελάτες του εν λόγω συστήματος που της ανήκε), με αντίστοιχη ισόποση ζημία της από την απώλεια των συναφών εσόδων. Οι λοιπές αιτιάσεις του συγκεκριμένου λόγου (που διατυπώνονται μάλιστα υπό τη μορφή ερωτήσεων), δεν συνιστούν αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας της εγκαλούσας, ώστε να τίθεται ζήτημα εσφαλμένης εφαρμογής της επίμαχης ως άνω διατάξεως, αλλά αποτελούν αμφισβήτηση των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και επιχειρήματα (νομικά και πραγματικά) στο πλαίσιο αντίκρουσης της κατηγορίας από τον αναιρεσείοντα.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη (ΟλΑΠ2/2022, ΑΠ757/2022, ΑΠ476/2022, ΑΠ384/2022, ΑΠ132/2022). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 Κ.Π.Δ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ756/2023, ΑΠ753/2023, ΑΠ524/2022, ΑΠ 760/2020, ΑΠ 668/2020, ΑΠ 393/2020, ΑΠ 587/2020, AΠ999/2020, ΑΠ 1574/2019). Η κατά τα άνω απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά επίσης να εκτείνεται στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 170 παρ.2 και 333παρ.2 ΚΠΔ και οι οποίοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Το δικαστήριο της ουσίας, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους, εφόσον η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών δεν έγινε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς επίσης και προφορικώς, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται κατά νόμο για τη νομική και πραγματική θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα (ΟλΑΠ2/2022, ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ721/2022, ΑΠ130/2022, ΑΠ31/2022, ΑΠ425/2020, ΑΠ395/2020, ΑΠ189/2020, ΑΠ636/2020, ΑΠ294/2019). Επίσης, αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξης στο δράστη και, κατά συνέπεια, στην απαλλαγή του. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού (αυτοτελούς) πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, άλλως ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος της έλλειψης αιτιολογίας (ΑΠ849/2019). Σύμφωνα λοιπόν με την παρ.2 του άνω άρθρου (31 ΠΚ), “Η πράξη… δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί αν αυτός δεν είχε συνείδηση του αδίκου χαρακτήρα της λόγω πλάνης που δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε την οφειλόμενη από τις περιστάσεις και δυνατή γι` αυτόν επιμέλεια (συγγνωστή νομική πλάνη)….”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι νομική πλάνη υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ` αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σ` αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και, υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά, συντρέχει περίπτωση που αποκλείει τον καταλογισμό. Επιβάλλεται όμως να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιοποίνου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concretο συνθήκες και περιστάσεις, στις οποίες βρισκόταν, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης. Η πλάνη, δηλαδή, είναι συγγνωστή, όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών του πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή από εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές, ΑΠ 148/2019). `Ετσι, απαραίτητα στοιχείο του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές του ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών του αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση, αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός (ΑΠ1556/2022, ΑΠ915/2021, ΑΠ861/2021, ΑΠ589/2020, ΑΠ 916/2020, ΑΠ 1919/2019, ΑΠ 880/2019, ΑΠ754/2019, ΑΠ849/2019, ΑΠ479/2019, ΑΠ422/2019). Αυτοτελής εξ άλλου, είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης του άρθρου 30 παρ.1 του νέου Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο “Δεν πράττει με δόλο όποιος κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν”.., που έχει όμοιο περιεχόμενο μ` αυτήν του προϊσχύσαντος ΠΚ. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια) με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε σχετική έννοια), του πράττοντος για κάποιον ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό (ΑΠ1201/2015), δηλαδή αποκλείει το δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια. Επομένως, η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, εφόσον προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αλλιώς ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος για έλλειψη αιτιολογίας. (ΑΠ31/2022). Η πραγματική πλάνη, κατά την οποία ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται αυτό που πράττει, αναφέρεται σε στοιχεία της εγκληματικής πράξης, που μπορεί να είναι γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η πηγή της πλάνης (ΑΠ 211/2019, ΑΠ 479/2019, ΑΠ 722/2019). Αν όμως, τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν πραγματική πλάνη, υπό την προαναφερθείσα νομική έννοια, δηλαδή άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου από τα συστατικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού, το οποίο επαυξάνει τη βαρύτητα αυτού, αλλά αναφέρονται σε εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου ή σε νομικώς αδιάφορα για τη συγκρότηση του εγκλήματος περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής αλλά αποτελεί άρνηση της κατηγορίας (ΑΠ1556/2022, ΑΠ 719/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ζήτησε “να κηρυχθεί αθώος ο εντολέας του, καθώς είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους κωδικούς, πρόβαλε δε τον ισχυρισμό περί πλάνης”. Τον εν λόγω ισχυρισμό προέβαλε μόνο προφορικά, όχι και εγγράφως, χωρίς μάλιστα να προσδιορίσει το είδος της (εάν δηλαδή επικαλείται τη συνδρομή στο πρόσωπό του της πραγματικής ή της νομικής πλάνης). Εν όψει της μη προβολής του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ’ αυτόν, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Εν τούτοις , το Εφετείο με το σκεπτικό του στην περί ενοχής κρίση του διέλαβε την ακόλουθη αιτιολογία: “….(ο κατηγορούμενος), ισχυρίστηκε… ότι είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη πλατφόρμα και μετά τη διακοπή της συνεργασίας του με την εγκαλούσα, καθώς την είχε δημιουργήσει ο ίδιος, γεγονός το οποίο αποδέχθηκε και η εγκαλούσα, διαφορετικά η τελευταία θα είχε διακόψει τη χρήση του με την αλλαγή του κωδικού που αντιστοιχούσε στον όνομα χρήστη “…”, πράγμα το οποίο δεν έκανε. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, αφενός μεν το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε δημιουργήσει την συγκεκριμένη πλατφόρμα δεν του δίνει, άνευ ετέρου, το δικαίωμα χρήσης αυτής και μετά την διακοπή της συνεργασίας του με την εγκαλούσα, αφετέρου δε από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εγκαλούσα είχε συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Επίσης από το γεγονός ότι η εγκαλούσα δεν προέβη, μετά τη διακοπή της συνεργασίας της με τον κατηγορούμενο, στην αλλαγή του κωδικού με το όνομα χρήστη “…” δεν δικαιολογεί πραγματική πλάνη αυτού (κατηγορουμένου), απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του, ότι δηλαδή η εγκαλούσα συναινούσε στη χρήση από αυτόν του εν λόγω κωδικού, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά πως χωρίς δικαίωμα, μετά τη λήξη της συνεργασίας του με την εγκαλούσα εταιρεία, χρησιμοποιούσε το λογισμικό της, το προορισμένο για την παροχή υπηρεσιών αποστολής sms και επαλήθευσης αριθμού κινητού τηλεφώνου (hlr), γνώριζε επίσης πολύ καλά πώς λειτουργούν οι ανωτέρω υπηρεσίες, ήδη δε λειτουργούσε όμοια και συνεπώς ανταγωνιστική με την εγκαλούσα εταιρεία, ώστε μπορούσε να αντιληφθεί ότι η τελευταία δεν θα του παρείχε τις προαναφερόμενες υπηρεσίες χωρίς κάποιο αντάλλαγμα. Αντίθετα, αυτός, εκμεταλλευόμενος την παράλειψη της εγκαλούσας να αλλάξει τον κωδικό που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος, κατά το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους, συνέχισε να κάνει χρήση αυτού, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος και με αντίστοιχη ζημίας τη εγκαλούσας…”. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, απέρριψε ως αβάσιμο, με αιτιολογημένη επάρκεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ο οποίος ορθά εκτιμήθηκε ως ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης, αφού, συνίστατο σε πλάνη περί τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου (συναίνεσης), δηλαδή ταυτίζεται με την (δήθεν) εσφαλμένη αντίληψη για ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι δεν συνέτρεχε, υπό την ανέλεγκτη παραδοχή ότι “μετά την διακοπή της συνεργασίας τους, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εγκαλούσα είχε συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, δηλαδή στη συνέχιση της χρήσης των κωδικών της πλατφόρμας της” και όχι περί νομικής πλάνης, καθόσον, μόνη η επίκληση της “πεπλανημένης εντύπωσης ότι είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους κωδικούς της συγκεκριμένης πλατφόρμας, διότι αυτός ήταν ο δημιουργός του συστήματος”, δεν ήταν ικανή για τη θεμελίωση της συνδρομής της τελευταίας (συγγνωστής νομικής πλάνης), χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένων περιστατικών που αφορούν τις πνευματικές, επαγγελματικές ικανότητες του και την επιμέλεια και προσπάθεια που επέδειξε, προσφεύγοντας σε ειδήμονες για να διαγνώσει το άδικο ή μη της πράξης του, ούτε ότι είχε εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς περί αυτής. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού του είδους της πλάνης, στον οποίον δεν ήταν το δικαστήριο της ουσίας υποχρεωμένο να προβεί, λόγω της κατά τα άνω αόριστης προβολής του εν λόγω ισχυρισμού, το Εφετείο διαλαμβάνει για την απόρριψή του παραδοχές ότι ο αναιρεσείων ως εκ της ειδικότητάς του (γνώστης της επιστήμης της πληροφορικής και προγραμματιστής Η/Υ , έχοντας δημιουργήσει το επίμαχο σύστημα για την εγκαλούσα εταιρεία), ήταν πολύ καλός γνώστης του τρόπου λειτουργίας των συγκεκριμένων υπηρεσιών και αυτονοήτως του καθεστώτος που τις διέπει, το λογισμικό των οποίων, προορισμένο για την παροχή υπηρεσιών αποστολής sms και επαλήθευση αριθμού τηλεφώνου, χρησιμοποίησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά τη λήξη της συνεργασίας τους, παρότι λειτουργούσε όμοια, ανταγωνιστική εταιρεία την Α. και είχε την ικανότητα να αντιληφθεί ότι η παθούσα δεν θα του παρείχε τις συγκεκριμένες υπηρεσίες χωρίς αντάλλαγμα, περιστατικά που οδηγούν στο αποδεικτικό πόρισμα, ότι ο αναιρεσείων διέθετε όλες τις προϋποθέσεις (τις ιδιαίτερες γνώσεις, την εμπειρία και τη δυνατότητα χωρίς να συντρέχει εντεύθεν ανάγκη προσφυγής σε ειδικούς), να αντιληφθεί το άδικο, το παράνομο της πράξης στην οποία προέβη.
Συνεπώς ο πέμπτος αναιρετικός λόγος με τον οποίον ο αναιρεσείων ψέγει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του άρθρου 510 παρ. 1Δ’ ΚΠΔ, με την αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί συνδρομής (συγγνωστής) νομικής πλάνης, είναι προεχόντως απαράδεκτος, αλλά και αβάσιμος.
Προσέτι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 352, 358, 362 και 369 του νέου ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορούμενου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που Ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 Α’ του νέου ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο και παραβιάζονται οι αρχές περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, οπότε συνάμα δημιουργείται και ο κατά το άρθρο 510 αρ.1 Γ’ του νέου ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Τέτοια έγγραφα είναι μόνο όσα είναι κρίσιμα και μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου και τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής, όχι όμως και τα έγγραφα που αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα π.χ από κατάθεση μάρτυρα ή από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα (ΑΠ 462/2021, ΑΠ79/2021, ΑΠ585/2020, ΑΠ 534/2020, ΑΠ1846/2019, ΑΠ663/2019, ΑΠ31/2019). Διαδικαστικά έγγραφα είναι όσα αφορούν μόνο διαδικαστικά ζητήματα (ΑΠ1031/2015, ΑΠ795/2011, ΑΠ1153/2010), όπως η έγκληση, η μήνυση (ΑΠ 168/2015), η αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ στον εισαγγελέα για άσκηση ποινικής δίωξης (ΑΠ 791/2013, ΑΠ202/2011), τα νομιμοποιητικά έγγραφα της έγκλησης και της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας (ΑΠ 208/2008, ΑΠ 449/1993) και βέβαια η ίδια η δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας. Ωσαύτως δεν δημιουργεί ακυρότητα η λήψη μη αναγνωσθέντων εγγράφων υπόψη για άλλα ζητήματα εκτός ενοχής ή ποινής λ.χ για την επίδοση ή την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης επί της νομιμότητας ή μη αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 990/1994, ΑΠ 1231/1989). Εξ άλλου, στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, αλλά αρκεί να αναφέρονται τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του κατά τρόπο διακριτό από άλλα παρεμφερή στον φάκελο της δικογραφίας, έτσι ώστε, αφενός μεν να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου και όχι κάποιου άλλου παρεμφερούς, αφετέρου δε να έχει κάθε ευχέρεια ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα του εγγράφου, να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 του νέου Κ.Π.Δ ανωτέρω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, με τον οποίον αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Τέτοια έγγραφα όπως προαναφέρθηκε, είναι μόνο όσα είναι κρίσιμα και μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου και τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής, αρκεί να υπάρχει η μνεία της ανάγνωσης εγγράφου στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης ή ακόμη σε οποιοδήποτε άλλο σημείο των πρακτικών αυτής και όχι απαραίτητα στο σημείο που κατά παράδοση αναφέρονται τα αναγνωσθέντα (ΑΠ 227/2019, ΑΠ496/2014, ΑΠ1830/2010, ΑΠ 839/2007) Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων με τον έκτο λόγο της αναίρεσής του πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα κατά την ακροαματική διαδικασία λόγω παραβίασης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων , καθώς και για παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας της δίκης (ήτοι για πλημμέλεια εκ του άρθρου 510παρ.1 Α’,Γ’ σε συνδ. με το άρθρο 171παρ.1 εδ δ’ του νέου ΚΠΔ), με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν και συγκεκριμένα : 1. Την από 5-1-2016 ένορκη κατάθεση του Δ..Ρ. ενώπιον του Ανθυπαστυνόμου Γ.. Κ. της Υποδιεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Β. Ε. με την οποίαν ζητήθηκε η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του, (επέχουσα θέση εγκλήσεως), 2. Το από 4-3-2016 έγγραφο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 3. Το αντίγραφο του Πρακτικού Συνεδρίασης του Δ.Σ της ανώνυμης εταιρείας με βάση το οποίο ελήφθη η απόφαση για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, για το διορισμό πληρεξουσίων δικηγόρων και αντικλήτων, 4. Το Πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης της εταιρείας από το οποίο προκύπτει η ιδιότητα του Δ. Ρ. ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής και 5. Το σχετικό παράβολο της εγκλήσεως. Τα ως άνω ληφθέντα υπόψη, χωρίς να αναγνωσθούν, πέντε έγγραφα, σαφώς προσδιοριζόμενα (κατά απολύτως διακριτό τρόπο από άλλα παρεμφερή έγγραφα του φακέλου), που μνημονεύονται στο αιτιολογικό της παρεμπίπτουσας απόφασης για το έγκυρο και νομότυπο υποβολής της έγκλησης (σελίδα 3 των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης) αποτελούν διαδικαστικά έγγραφα, ενόψει του ότι αφορούν σε διαδικαστικές πράξεις.
Συνεπώς, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη χωρίς την πανηγυρική τους ανάγνωση. Μάλιστα το πρώτο εξ αυτών (η από 5-1-2016 έγκληση) ήταν γνωστό στον αναιρεσείοντα, αφού επ’ αυτού στηρίχθηκε η προβολή της ένστασής του περί απαράδεκτης υποβολής της έγκλησης, ενώ το τέταρτο εξ αυτών (πρακτικό απόφασης του Δ.Σ της Α.Ε. για παράσταση πολιτικής αγωγής) αναγνώσθηκε αναμφισβήτητα και καταχωρήθηκε ως 1ο στον κατάλογο αναγνωστέων εγγράφων (σελίδα 25 των πρακτικών της προσβαλλόμενης). Περαιτέρω από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι το περιεχόμενο του εκδοθέντος από το Ε.Β.Ε. … / Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ υπ’ αρ. 119890. 170713/ 26-11-2015 πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης της εταιρείας “A. T. Α..Ε.” αναφέρεται εξ ολοκλήρου στο αναγνωσθέν υπ’ αρ. 7374 (σχ. 16770)/244-15 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας που φέρει αριθμό 2 στον κατάλογο αναγνωστέων εγγράφων (σελίδα 25 των πρακτικών της προσβαλλόμενης), ενώ στον ίδιο κατάλογο καταχωρήθηκε με αριθμό 7 το καταστατικό της εγκαλούσας εταιρείας, το άρθρο 11παρ. 3 του οποίου προέβλεπε τις ρυθμίσεις του προπαρατεθέντος άρθρου 22παρ.3 του v. 2190/1920.
Συνεπώς και ο έκτος αναιρετικός λόγος κρίνεται αβάσιμος.
Τέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 98 του νέου ΠΚ: “παρ.1. Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96 Α παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. παρ.2. Η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε”. Από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει, ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες (μερικότερες) ομοειδείς πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος (ΑΠ178/2019), συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης προς εκτέλεσή αυτών, δηλ. με ενότητα δόλου (ΑΠ 756/2022, ΑΠ212/2022, ΑΠ313/2021, ΑΠ138/2021, ΑΠ100/2021, ΑΠ233/2019, ΑΠ177/2019), o οποίος [ενιαίος ή συνολικός δόλος και όχι δόλος εξακολούθησης] εξ αρχής καταλαμβάνει το σύνολο των μερικοτέρων πράξεων (ΑΠ 83/1998, ΑΠ 1343/1993, ΑΠ1391/1993). Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, που έχει θεσπιστεί με σκοπό την επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, τα οποία συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην περίπτωση αυτή (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, πάντοτε μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος.
Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης (Ολ.ΑΠ 5/02, ΑΠ 212/2022, ΑΠ1142/2003) και παρά ταύτα η εξειδίκευση των ειδικότερων περιστάσεων εκάστης μερικότερης πράξης δεν είναι αναγκαία, εκτός αν δεν είναι όλες της ίδιας βαρύτητας ή τίθεται ζήτημα παραγραφής ή άλλου λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου (Ολ.ΑΠ 1276/1993, ΑΠ 756/2022, ΑΠ 1242/2017, ΑΠ 2240/2007, ΑΠ 1585/1994). Επί του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος που ορίζεται με την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 98 του νέου ΠΚ, ο δράστης αποβλέπει στο συνολικό αποτέλεσμα των μερικοτέρων πράξεών του, που συνίσταται στην τελική συνολική αξία του αντικειμένου της αξιόποινης πράξης, βάσει της οποίας διαμορφώνεται ο ποινικός χαρακτηρισμός της. Στην περίπτωση αυτή το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα αντιμετωπίζεται ex lege ως ένα-ενιαίο έγκλημα, με συνέπεια οι επί μέρους πράξεις να χάνουν την αυτοτέλεια τους, οπότε ο χρόνος τέλεσης θεωρείται ενιαίος όπως επί διαρκούς εγκλήματος, με έναρξη την τέλεση της πρώτης μερικότερης πράξης και λήξη την τέλεση της τελευταίας, από την ημέρα της οποίας και μόνο αρχίζει η προθεσμία της παραγραφής για το σύνολο των μερικοτέρων πράξεων (ΑΠ212/2022, ΑΠ313/2021, ΑΠ100/2021). Όπως στην παρ.1 του άρθρου 98 κατά την κρατούσα στο Δικαστήριο τούτο νομολογία, έτσι και στην παρ.2 του ίδιου άρθρου (χωρίς αμφισβήτηση από την θεωρία) απαιτείται συνολικός-ενιαίος δόλος, όμως στην παρ.2 επί πλέον απαιτείται ο δράστης να “αποβλέπει”, δηλαδή να επιδιώκει, να σκοπεύει το συνολικό αποτέλεσμα και συνεπώς απαιτείται συνολικός άμεσος κατ’ άρθρο 27 παρ.2 εδ. β’ του νέου ΠΚ δόλος α’ βαθμού, όπως ακριβώς στα περιουσιακά εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης – σκοπού της ηλεκτρονικής και της κοινής απάτης απαιτείται τέτοιος δόλος για κάθε μερικότερη πράξη όσον αφορά το εξ αυτής παράνομο περιουσιακό όφελος. Σύμφωνα δε με την Αιτιολογική Έκθεση Σχ. Ν. του νέου ΠΚ υπό το άρθρο 98 : “Στην επιτροπή συζητήθηκε εκτενώς αν θα έπρεπε να διατηρηθεί και η δεύτερη παράγραφος του άρθρου που προστέθηκε με τον νόμο 2721/1999. Τελικώς η κρατήσασα στην επιτροπή άποψη έκρινε ότι πιθανή κατάργηση θα δηµιουργούσε ένα κενό, καθ’ όσον θα επέτρεπε τον σχεδιασµό εξακολουθητικής εγκληµατικής δραστηριότητας που θα παρέµενε πληµµεληµατική, εφόσον κάθε επιµέρους πράξη δεν υπερέβαινε το αριθµητικό χρηματικό όριο που τροποποιεί τον χαρακτήρα των επιµέρους εγκληµάτων”.
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα αναλυτικώς γενόμενα δεκτά από την προσβαλλόμενη κατά τον συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού αυτής, καταλογίσθηκε με σαφήνεια στον κατηγορούμενο (αναιρεσείοντα), ότι αυτός εξ αρχής εκμεταλλευόμενος την παράλειψη της εγκαλούσας εταιρείας “A. T. Α..Ε..” να αλλάξει τους κωδικούς που χρησιμοποιούσε ο ίδιος ως εξωτερικός συνεργάτης (προγραμματιστής) κατά το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους, συνέχισε και μετά την απομάκρυνσή του, εξ αρχής (1/1/2013), καθημερινά μέχρι την σύλληψή του στις 7/1/2016, να χρησιμοποιεί χωρίς δικαίωμα, εν αγνοία, χωρίς την συναίνεση ή την έγκριση της παθούσας Α.Ε., τους άνω κωδικούς και να έχει πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα αυτής, προβαίνοντας αθροιστικά, κατά μεν το χρονικό διάστημα 1/1/2015 έως 7/1/2016 σε 1. 335.762 χρήσεις της ηλεκτρονικής υπηρεσίας μαζικής αποστολής μηνυμάτων κειμένου (sms) με αξία εκάστης χρήσης 0,004 €, κατά δε το χρονικό διάστημα 1/1/2013 έως 7/1/2016 σε 809.936 χρήσεις της ηλεκτρονικής υπηρεσίας επαλήθευσης των αριθμών κινητών τηλεφώνων (hΙr) με αξία εκάστης χρήσης 0,01 €, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό συνολικό όφελος ύψους 61.529,84€ με αντίστοιχη ισόποση συνολική ζημία της παθούσας Α.Ε. Το Εφετείο πράγματι δεν χρησιμοποίησε όσον αφορά τον συνολικό άμεσο δόλο α’ βαθμού του κατηγορουμένου τον όρο “απέβλεπε”, αλλά επιτρεπτώς και ορθά εφαρμόζοντας τη σχετική διάταξη τον απολύτως ταυτόσημο όρο “με σκοπό”, όσον αφορά το συνολικό αποτέλεσμα των πολλών μερικοτέρων πράξεων, που προσδιορίσθηκε αναλυτικά στο ύψος των 61.529,84 € (ΑΠ 756/2022).
Συνεπώς και ο έβδομος αναιρετικός λόγος με τον οποίον ο αναιρεσείων ψέγει την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 510 παρ.1 Ε’ ΚΠΔ, με την αιτίαση της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 98 παρ. 2 του νέου ΠΚ λόγω αθροιστικού υπολογισμού της φερόμενης ζημίας, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-12-2022 αίτηση του Κ. Σ. για αναίρεση της με αριθμό 505/2022 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ….
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :