Πολεμικές Προπαρασκευές και διάταξη δυνάμεων
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, πλήθαιναν οι ενδείξεις για μία επικείμενη επίθεση της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας. Το φασιστικό καθεστώς Μουσσολίνι, παγιδευμένο μέσα στις φαντασιώσεις του για μία ανασύσταση του αυτοκρατορικού παρελθόντος της αρχαίας Ρώμης, θεωρούσε την Ελλάδα ως αναπόσπαστο μέρος των επεκτατικών σχεδίων του. Η κατοχή της Λιβύης από το 1914, η κατάκτηση της Αβυσσηνίας το 1933 και ο υποβιβασμός της Αλβανίας σε ιταλικό προτεκτοράτο το 1939 προκαλούσαν τεράστια ανησυχία στην ελληνική πλευρά (και δικαίως).
Μια σειρά από μεθοριακά επεισόδια, η υπόκωφη ένταση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας σε διπλωματικό επίπεδο και ο τορπιλισμός του καταδρομικού «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940 δεν άφηναν αμφιβολία στην ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία για το επόμενο βήμα του Μουσσολίνι. Οι στρατιωτικές προετοιμασίες της Ελλάδας και η γενικότερη αναδιάρθωση του Ελληνικού Στρατού αποτέλεσαν κύριο μέλημα. Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, παρά τις συμπαθειές του προς τα όμορα ιδεολογικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας, δεν μπορούσε να παραγνωρίσει δύο συνθήκες: α) η Ελλάδα βρισκόταν παραδοσιακά υπό την επιρροή της Βρετανίας, καθώς εξυπηρετούσε ως μια μεγάλη βάση του βρετανικού ναυτικού της Μεσογείου και β) ο ελληνικός λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία, ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί σε περίπτωση ξένης εισβολής και ιδεολογικά αντίθετος στον φασισμό και τον ναζισμό.
Για την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων της χώρας είχε εκπονηθεί ένα κύριο αμυντικό στρατηγικό δόγμα το 1935. Το δόγμα αυτό διεπόταν από τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ως μέλος του Βαλκανικού Συμφώνου. Αρχικά, ως κύριος εχθρός της χώρας εκλαμβανόταν η Βουλγαρία, η οποία επιδίωκε την επέκτασή της μέχρι το Αιγαίο. Επιλέχθηκε ένα απαρχαιωμένο αμυντικό σύστημα οχυρώσεων (γραμμή Μεταξά) και πολέμου εκμηδένισης του αντιπάλου στρατού στα σύνορα. Αυτό το σύστημα αγνοούσε δηλαδή τις τελευταίες εξελίξεις στη διεξαγωγή του πολέμου, η οποία είχε επαναστατικοποιηθεί με τη χρήση ευέλικτων μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων μονάδων. Επίσης δεν αντιλαμβανόταν τη μεταστροφή που είχε συντελεστεί σε επίπεδο γενικότερης στρατηγικής. Ο παραδοσιακός τρόπος πολέμου, που αποσκοπούσε στην εκμηδένιση της στρατιωτικής ισχύος του εχθρού είχε παραμεριστεί για χάρη του ολοκληρωτικού πολέμου. Στόχος δεν ήταν πλέον η στρατιωτική συντριβή του αντιπάλου αλλά η ολοκληρωτική συντριβή της υλικής υποδομής και του ηθικού του. Αυτό είχε ως συνέπεια να στοχοποιούνται και οι άμαχοι – μια μετατροπή που επρόκειτο να πληρώσει πολύ ακριβά ο ελληνικός λαός κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Μέχρι το 1939 το ΓΕΣ δεν θεωρούσε δυνατή την εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα δια ξηράς. Όμως η κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία κατέστησε σαφή την ιταλική απειλή, γεγονός που οδήγησε στην εκπόνηση ενός νέου αμυντικού σχεδίου, του ΙΒ (Ιταλία-Βουλγαρία). Το νέο σχέδιο προέβλεπε την ανακατανομή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων σε ένα ευρύτερο μέτωπο, που κάλυπτε την έκταση από την Ήπειρο ως την Ανατολική Μακεδονία. Πέντε μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες πεζικού κάλυπταν τα ελληνοαλβανικά σύνορα ενώ έξι μεραρχίες, μία ταξιαρχία και η γραμμή οχυρών υπερασπίζονταν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Παράλληλα, πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία αποτελούσαν τις δυνάμεις εφέδρειας, εκ των οποίων δύο μεραρχίες προορίζονταν για την Ήπειρο και οι υπόλοιπες κάλυπταν την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία.
Για την κατασκευή των οχυρών Μεταξά, δαπανήθηκαν περίπου 1,5 δις δραχμές κατά την περίοδο 1936-40. Το 90% των δαπανών σε οχυρώσεις αφορούσε την ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Μόλις το 10% κατανεμήθηκε για οχυρώσεις στον ελληνοαλβανικό τομέα. Αν και ενισχύθηκε το μέτωπο της Ηπείρου με περισσότερες μονάδες, τα μικρής κλίμακας οχυρωματικά έργα φανέρωναν μία έλλειψη αισιοδοξίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού για την έκβαση μιας σύγκρουσης με την Ιταλία. Οι Έλληνες επιτελείς θεωρούσαν ότι, στην καλύτερη περίπτωση, οι ελληνικές μονάδες που υπερασπίζονταν την ελληνοαλβανική μεθόριο, έπρεπε να περιοριστούν στη φύλαξη της Δυτικής Μακεδονίας και του οδικού άξονα προς την Αιτωλοακαρνανία. Ειδικότερα, η 8η Μεραρχία είχε ως κύρια αποστολή την επιβράδυνση της ιταλικής προέλασης. Επρόκειτο για ένα άνευρο και ηττοπαθές σχέδιο παθητικής άμυνας. Ωστόσο, στα θετικά μέρη του επιτελικού σχεδίου προσμετράται η πρόβλεψη και οργάνωση ταχύτατης επιστράτευσης, το ελληνικό “μυστικό όπλο”, το οποίο αποδείχθηκε κρίσιμης σημασίας στην αρχή του πολέμου.
Η απαισιοδοξία του Γενικού Επιτελείου Στρατού οφειλόταν στην ιταλική υπεροχή σε αεροπορία και μηχανοκίνητες μονάδες. Στην Αλβανία, οι Ιταλοί παρέτασσαν τρία σώματα στρατού, που αποτελούνταν από εννιά μεραρχίες πεζικού, μία μεραρχία ιππικού, δύο τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, έξι τάγματα Μελανοχιτώνων και 300 αεροπλάνα. Στην ιταλική αεροπορία είχε ανατεθεί ο ρόλος παρεμπόδισης της κίνησης των επίστρατων προς Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία. Παρομοίως, το ιταλικό ναυτικό θα παρεμπόδιζε τη μεταφορά των ελληνικών ενισχύσεων δια θαλάσσης. Ως αντιστάθμισμα της ιταλικής υπεροπλίας θα μπορούσε να λειτουργήσει η βρετανική στρατιωτική βοήθεια. Όμως η Βρετανία ανάρρωνε από τις πληγές της μετά τη μάχη της Αγγλίας και ήταν εγκλωβισμένη στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Επιπλέον, οι Βρετανοί στρατιωτικοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για τον έλεγχο της Κρήτης, παρά για μια γενικότερη εμπλοκή στην Ελλάδα, που ίσως κατέληγε σε σπατάλη δυνάμεων. Στη συνέχεια, και λόγω και των ελληνικών νικών, ο Τσώρτσιλ επέβαλε την αποστολή ενός συγκροτημένου βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα.
Το πνεύμα απαισιοδοξίας του ελληνικού Γενικού Επιτελείου συμπυκνωνόταν στην αναφορά του αρχηγού του, αντιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου «Αρχικώς και εφόσον αι γενικαί ή αι τοπικαί συνθήκαι δεν μεταβαλλόνται, η στρατηγική ημών στάσις θα είναι αμυντική με την προσοχή μας εστραμμένη κυριώτατα προς την Θεσσαλονίκην και τον εδαφικόν αυτής σύνδεσμον με το εσωτερικό της χώρας».
Επιτελικά σχέδια και εφαρμογή
Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε την 8η Μεραρχία πεζικού και την 3η Ταξιαρχία πεζικού στην ζώνη Ελαία-Καλαμάς, καλύπτοντας την περιοχή της Ηπείρου (από το Ιόνιο πέλαγος ως τον Σμόλικα), την 9η Μεραρχία πεζικού και την 4η Ταξιαρχία πεζικού από τον Σμόλικα ως τη λίμνη Μεγάλη Πρέσπα. Επιπρόσθετα, πέντε τάγματα πεζικού και μικρές μονάδες πυροβολικού υπερασπίζονταν την περιοχή από τη λίμνη Μεγάλη Πρέσπα ως την οροσειρά του Γράμμου. Τέλος, το απόσπασμα Πίνδου υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη (που είχε ανακληθεί στην υπηρεσία το 1939), με συνολική δύναμη δύο ταγμάτων πεζικού και μιας ορειβατικής πυροβολαρχίας κάλυπταν την περιοχή μεταξύ Γράμμου και Σμόλικα. Οι διαταγές του Γενικού Επιτελείου ήταν σαφείς: οι ελληνικές παραμεθόριες δυνάμεις έπρεπε να περιοριστούν σε ρόλο επιβραδυντικό και να συμπτυχθούν εντός των ελληνικών εδαφών.
Πιο συγκεκριμένα, η ιταλική εισβολή εκδηλώθηκε σε δύο τομείς: τον τομέα Ηπείρου, με στόχο την διάσπαση των ελληνικών θέσεων και την κατεύθυνση μέσω της κοιλάδας του Δρίνου προς Ιωάννινα και τον τομέα Θεσπρωτίας προς Φιλιάτες. Όμως όλα τα επιτελικά σχέδια επί χάρτου παραμένουν θεωρίες που μένει να αποδειχθούν στην πράξη. Ευτυχώς για την Ελλάδα, εισήλθαν ορισμένοι παράγοντες που ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς τόσο της ιταλικής όσο και της ελληνικής πλευράς.
Κατ’ αρχήν, ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας, υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος αγνόησε το ηττοπαθές σχέδιο του Γενικού Επιτελείου. Διέταξε την παραμονή των δυνάμεων του εντός της προωθημένης αμυντικής γραμμής, χωρίς την εγκατάλλειψη έστω μίας σπιθαμής εδάφους. Η τακτική της ενεργητικής άμυνας και η ηρωική αντίσταση του αποσπάσματος Πίνδου και του Δαβάκη ανάκοψαν την ιταλική επέλαση των Αλπινιστών της Μεραρχίας Julia και έδωσαν πολύτιμο χρόνο στις επιστρατευμένες μονάδες. Συνάμα, ο άμαχος πληθυσμός της Ηπείρου ρίχτηκε στον αγώνα εφοδιάζοντας τις μαχόμενες μονάδες, ουσιαστικά καλύπτοντας τις ελλείψεις σε μηχανοκίνητα μέσα και την κακή κατάσταση του οδικού δικτύου. Οι καιρικές συνθήκες εκείνων των ημερών στάθηκαν ένας ακόμη σύμμαχος των Ελλήνων μαχητών. Το υψηλό φρόνημα του ελληνικού λαού, ο ενθουσιασμός και η αυταπάρνηση των επιστρατευόμενων και η φρεναπάτη του Έλληνα στρατιώτη που πολεμούσε ενάντια στην ίδια την ιδέα του θανάτου, όπως σημειώνει τόσο υπέροχα ο Άγγελος Τερζάκης, έγειραν την πλάστιγγα της τιτάνιας μάχης υπέρ των Ελλήνων.
Ωστόσο, και οι Ιταλοί ήταν εξαίρετοι πολεμιστές. Η ήττα τους δεν οφειλόταν σε μειωμένη μαχητική αξία, αλλά στο κακό και υπερφίαλο επιτελικό σχέδιο, στην ανίκανη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία τους, στην έλλειψη ισχυρύ ηθικού κινήτρου και στο γεγονός ότι βρήκαν απέναντί τους έναν αποφασισμένο λαό, διατεθειμένο να υπερασπιστεί πάσει θυσία την ελευθερία και την τιμή του. Οι συγκρούσεις ήταν σφόδρες στα διάστημα μεταξύ 28ης Οκτωβρίου και 1ης Νοεμβρίου. Λίγο ακόμη και θα λύγιζαν οι ηρωικοί μαχητές του Δαβάκη, ο οποίος αποσυρόταν από την πρώτη γραμμή βαριά τραυματισμένος. Τότε, μέσα από τη χιονοθύελλα σαν από μηχανής θεός, ξεπρόβαλλαν οι επιστρατευμένοι στρατιώτες της 1ης Μεραρχίας, οι οποίοι διάνυσαν υπό αντίξοες συνθήκες δεκάδες χιλιόμετρα με τα πόδια μέσα σε τρεις μέρες. Η είσοδος τους στην μάχη προκάλεσε την απώθηση των Ιταλών εντός αλβανικού εδάφους. Εν τω μεταξύ, η μεραρχία Ιππικού ανέκοπτε την ιταλική προέλαση προς Μέτσοβο. Η νίκη του αποσπάσματος Δαβάκη είχε αποφασιστική σημασία στην έκβαση του πολέμου. Η επιτυχία του Δαβάκη συνίσταται “στην άμεση διάγνωση ενός τακτικού λάθους που έκανε ο Ιταλός μέραρχος να προχωρήσει γοργά προς τη Σαμαρίνα χωρίς να καλύψει το πλευρό της φάλαγγάς του”. Ο Δαβάκης το είδε αμέσως και από τη δεύτερη μέρα του σκληρού αγώνα ήταν σίγουρος ότι χάρη σ’ αυτό το λάθος “θα μάντρωνε τους Ιταλούς”1.
Κατά το πρώτο δεκαήμερο Νοεμβρίου, οι ιταλικές δυνάμεις εισβολής εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος. Στη Βορειοδυτική Μακεδονία ο ελληνικός στρατός κατέλαβε θέσεις στην αλβανική μεθόριο, προετοιμάζοντας την ελληνική αντεπίθεση. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή: οι Έλληνες εξαπέλυσαν επίθεση την 14η Νοεμβρίου στην γραμμή Μόροβα-Ιβάν. Μετά από οκταήμερες πολύνεκρες μάχες η ιταλική αμυντική γραμμή κατάρρευσε. Την 22η Νοεμβρίου τμήματα της 9ης Μεραρχίας εισέρχοντας θριαμβευτικά στην Κορυτσά, υποδεχόμενοι θερμά από τους Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου. Την 6η Δεκεμβρίου, ήταν η σειρά της πόλης των Αγίων Σαράντα, με τον στρατηγικής σημασίας λιμένα. Για πρώτη φορά από την αρχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, Συμμαχικές δυνάμεις εισέρχονταν ως νικητές σε πόλη υπό την κυριαρχία των Δυνάμεων του Άξονα. Όλος ο ελεύθερος κόσμος και οι λαοί που στέναζαν υπό την αξονική κατοχή μάθαιναν με θαυμασμό τις ελληνικές νίκες, παίρνοντας κουράγιο και το μήνυμα ότι ο Άξονας δεν ήταν τόσο ανίκητος όσο φαινόταν ως τότε.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 πέρασε μέσα από πολλές φάσεις στη συνέχεια, οι οποίες θα μπορούσαν να αναλυθούν σε άλλα άρθρα. Σκοπός αυτού του άρθρου ήταν η περιγραφή των βασικών αρχών του ελληνικού στρατηγικού δόγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν πριν την έναρξη της πολεμικής σύγκρουσης και εφαρμόστηκαν στην πράξη κατά τις πρώτες μέρες του πολέμου. Στο επίκεντρο της ελληνικής νίκης δεν βρέθηκε τόσο το άρτιο επιτελικό σχέδιο (αν και πρέπει να ομολογηθεί ότι τόσο η ελληνική πολιτική στρατιωτική ηγεσία είχαν καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες κατά την ειρηνική περίοδο), η επάρκεια σε πολεμικά μέσα, όσο ο ανθρώπινος παράγοντας και η εφαρμογή ευφυών τακτικών άμυνας. Εν κατακλείδι, η μεγαλειώδης νίκη στην Πίνδο οφειλόταν στη ομόψυχη θέληση των Ελλήνων να αντισταθούν σε έναν ακόμη κατακτητή, όπως τους επίτασσε η μακραίωνη ιστορία τους.
Σημειώσεις:
1. Σ. Μελά, “Η δόξα του ’40”, σελ. 21
Βιβλιογραφία:
1) Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ο ελληνικός στρατός εις τον Β΄Παγκόσμιον Πόλεμον: αίτια και αφορμαί του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου 1940-41, Αθήναι 1959
2) ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, 1940-41, εκδόσεις ΔΙΣ/ΓΕΣ, 1984
3) Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ – ΧΕΙΜΕΡΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΜΑΡΤΙΟΥ, εκδόσεις ΔΙΣ/ΓΕΣ, 1966
4) Δ. Αποστολόπουλος: Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940, Εκδόσεις Πάπυρος, περιοδικό ”Ιστορία”, τεύχος 520, Αθήνα 2011.
5) Δ. Γεδεών: Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1940-41, Οι ΧΕΡΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, Σειρά ”Μεγάλες Μάχες”, τεύχος 3, εκδόσεις Περισκόπιο.
6) Κωνσταντίνος Κανακάρης: Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΕΛΑΙΑΣ ΚΑΛΑΜΑ, περιοδικό ”Στρατιωτική Ιστορία”, Εκδόσεις Περισκόπιο, τεύχος 4.
7) CONQUEST OF THE BALKANS, Time-Life Books: The Third Reich, 1993.