ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)
της 17ης Οκτωβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά – Ηλεκτρονική ταυτοποίηση και υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές – Κανονισμός (ΕE) 910/2014 – Άρθρο 25 – Ηλεκτρονικές υπογραφές – Νομική ισχύς και αποδεικτική ισχύς στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Εθνική νομοθεσία που επιτρέπει την ενώπιον δικαστηρίου ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων τα οποία φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή – Προϋπόθεση να διαθέτει το εν λόγω δικαστήριο κατάλληλο σύστημα πληροφορικής »
Στην υπόθεση C‑302/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy Katowice – Wschód w Katowicach (πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανατολικού τομέα Κατοβίτσε, Πολωνία) με απόφαση της 28ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Marek Jarocki
κατά
C. J.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis (εισηγητή), πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, και Z. Csehi, δικαστή,
γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο M. Jarocki, αυτοπροσώπως,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Očková και τους M. Smolek και J. Vláčil,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους R. Bénard και B. Fodda και την E. Timmermans,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους M. La Greca και L. Reali, avvocati dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Armati, τον O. Gariazzo και την U. Małecka,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 25, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 257, σ. 73).
2 Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Marek Jarocki και του C. J. σχετικά με αίτηση περιαφής του εκτελεστήριου τύπου για την αναγκαστική εκτέλεση ακινήτου το οποίο ανήκει από κοινού στον C. J. και τη σύζυγό του.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 13, 18, 21, 22 και 49 του κανονισμού 910/2014 έχουν ως εξής:
«(2) Επιδίωξη του κανονισμού είναι να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές συναλλαγές εντός της εσωτερικής αγοράς, με την παροχή κοινής βάσης για ασφαλείς ηλεκτρονικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτών, των επιχειρήσεων και των δημόσιων αρχών, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των δημόσιων και ιδιωτικών επιγραμμικών υπηρεσιών, του ηλεκτρονικού επιχειρείν και του ηλεκτρονικού εμπορίου στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση.
[…]
(12) Ένας από τους στόχους του παρόντος κανονισμού είναι η άρση των υφιστάμενων φραγμών στη διασυνοριακή χρήση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη για ταυτοποίηση τουλάχιστον στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο παρών κανονισμός δεν αποσκοπεί να παρέμβει ως προς τα συστήματα διαχείρισης ηλεκτρονικών ταυτοτήτων και τις συναφείς υποδομές που έχουν θεσπιστεί στα κράτη μέλη. Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να διασφαλιστεί ότι είναι δυνατή η ασφαλής ηλεκτρονική ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας για την πρόσβαση στις διασυνοριακές επιγραμμικές υπηρεσίες που προσφέρονται από τα κράτη μέλη.
(13) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να χρησιμοποιούν ή θα εισάγουν μέσα πρόσβασης σε επιγραμμικές υπηρεσίες για σκοπούς ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Επίσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν εάν ο ιδιωτικός τομέας θα συμμετέχει στην παροχή των μέσων αυτών. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να κοινοποιούν στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εφαρμόζουν. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν εάν θα κοινοποιήσουν στην Επιτροπή όλα, ορισμένα ή κανένα από τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που χρησιμοποιούν σε εθνικό επίπεδο για την πρόσβαση τουλάχιστον σε δημόσιες επιγραμμικές υπηρεσίες ή σε συγκεκριμένες υπηρεσίες.
[…]
(18) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την ευθύνη του κοινοποιούντος κράτους μέλους, του μέρους που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και του μέρους που χειρίζεται τη διαδικασία επαλήθευσης ταυτότητας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις οικείες υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Εντούτοις, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης. Ως εκ τούτου, δεν θίγει τους εν λόγω εθνικούς κανόνες, όπως, για παράδειγμα, τους κανόνες σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας ή τους οικείους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, περιλαμβανομένου του βάρους απόδειξης.
[…]
(21) […] Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επίσης να καλύπτει θέματα που αφορούν τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών υποχρεώσεων, εφόσον υφίστανται απαιτήσεις ως προς τον τύπο, απορρέουσες από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο. Επίσης, δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις εθνικές απαιτήσεις περί τύπου που αφορούν τα δημόσια μητρώα, ιδιαίτερα τα εμπορικά μητρώα και τα κτηματολόγια.
(22) Προκειμένου να συμβάλλουν στη γενική διασυνοριακή χρήση των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες σε όλα τα κράτη μέλη. Εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.
[…]
(49) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει την αρχή ότι δεν θα πρέπει να απορρίπτεται η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής με την αιτιολογία ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Ωστόσο, εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών, εκτός από την απαίτηση που περιέχεται στον παρόντα κανονισμό και προβλέπει ότι η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή θα πρέπει να έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.»
4 Το άρθρο 2 του κανονισμού 910/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούνται από κράτος μέλος και στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.
[…]
3. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων ως προς τον τύπο.»
5 Το άρθρο 3 του κανονισμού 910/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
10. “ηλεκτρονική υπογραφή”: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράφει·
[…]
12. “εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή”: προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής·
[…]».
6 Το άρθρο 9 του κανονισμού 910/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κοινοποίηση», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, τα εξής:
«Το κοινοποιούν κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες και τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση:
α) περιγραφή του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στα επίπεδα διασφάλισής του, στον εκδότη ή τους εκδότες των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος».
7 Το άρθρο 25 του κανονισμού 910/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών», προβλέπει τα εξής:
«1. Δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.
2. Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.
[…]»
Το πολωνικό δίκαιο
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας
8 Το άρθρο 125, παράγραφοι 21 και 21a, του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί θεσπίσεως κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Dz. U. αριθ. 43, θέση 296), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας), ορίζει τα εξής:
«21. Εφόσον η κατάθεση δικογράφων μέσω συστήματος πληροφορικής προβλέπεται από ειδική διάταξη ή έχει επιλεγεί, τα δικόγραφα της συγκεκριμένης υπόθεσης κατατίθενται αποκλειστικά μέσω του συστήματος πληροφορικής. Τα δικόγραφα που δεν κατατίθενται μέσω του συστήματος πληροφορικής δεν παράγουν τα έννομα αποτελέσματα που έχει σύμφωνα με τον νόμο η κατάθεση ενώπιον δικαστηρίου, ενημερώνεται δε σχετικά το πρόσωπο που τα κατέθεσε.
21a. Η επιλογή της κατάθεσης των δικογράφων μέσω του συστήματος πληροφορικής και η, εν συνεχεία, κατάθεσή τους μέσω του συστήματος αυτού επιτρέπεται, εφόσον, με βάση τα τεχνικά μέσα του δικαστηρίου, η κατάθεση είναι δυνατή.»
9 Το άρθρο 126, παράγραφος 1, σημείο 6, του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:
«Τα δικόγραφα πρέπει να περιέχουν:
[…]
6) υπογραφή του διαδίκου ή του πληρεξουσίου.»
10 Το άρθρο 126, παράγραφος 5, του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Τα δικόγραφα που κατατίθενται μέσω του συστήματος πληροφορικής φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, αξιόπιστη ηλεκτρονική υπογραφή ή ψηφιακή προσωπική υπογραφή.»
Ο νόμος περί ψηφιοποίησης των δραστηριοτήτων των φορέων στους οποίους έχει ανατεθεί δημόσια υπηρεσία
11 Το άρθρο 3 του ustawa o informatyzacji działalności podmiotów realizujących zadania publiczne (νόμου περί ψηφιοποίησης των δραστηριοτήτων των φορέων στους οποίους έχει ανατεθεί δημόσια υπηρεσία), της 17ης Φεβρουαρίου 2005, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (Dz. U. 2023, θέση 57), ορίζει στα σημεία 13 και 14a τα εξής:
«Κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται ως:
13) “ηλεκτρονική πλατφόρμα υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης”: σύστημα πληροφορικής διά του οποίου οι δημόσιοι οργανισμοί παρέχουν υπηρεσίες μέσω ενιαίου σημείου πρόσβασης στο διαδίκτυο·
[…]
14a) “αξιόπιστη ηλεκτρονική υπογραφή”: ηλεκτρονική υπογραφή, της οποίας η γνησιότητα και ακεραιότητα διασφαλίζονται μέσω της ηλεκτρονικής σφραγίδας του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής […]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
12 Στις 28 Νοεμβρίου 2022 ο αιτών της κύριας δίκης υπέβαλε στο Sąd Rejonowy Katowice – Wschód w Katowicach (πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανατολικού τομέα Κατοβίτσε, Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, αίτηση περιαφής του εκτελεστήριου τύπου για την αναγκαστική εκτέλεση ακινήτου το οποίο ανήκει από κοινού στον οφειλέτη και τη σύζυγό του. Η εν λόγω αίτηση, η οποία συνοδευόταν από αίτηση δικαστικής αρωγής, απεστάλη με ηλεκτρονικό μήνυμα στην ηλεκτρονική διεύθυνση του δικαστηρίου. Ήταν ηλεκτρονικά υπογεγραμμένη με αξιόπιστη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 14a, του νόμου περί ψηφιοποίησης των δραστηριοτήτων των φορέων στους οποίους έχει ανατεθεί δημόσια υπηρεσία.
13 Αφού ο επιφορτισμένος με την εξέταση της αίτησης γραμματέας του δικαστηρίου κάλεσε τον αιτούντα της κύριας δίκης να τακτοποιήσει τα τυπικά ελαττώματα της αίτησης αυτής με την προσκόμιση, μεταξύ άλλων, επίσημου εντύπου το οποίο να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του και να τη συμπληρώσει με διάφορα στοιχεία, ο αιτών της κύριας δίκης απέστειλε, στις 21 Ιανουαρίου 2023, στην ίδια ηλεκτρονική διεύθυνση του δικαστηρίου, δήλωση περιλαμβάνουσα τα στοιχεία που του ζητήθηκαν, υπογεγραμμένη και πάλι με αξιόπιστη ηλεκτρονική υπογραφή.
14 Με διάταξη της 8ης Φεβρουαρίου 2023, ο γραμματέας του δικαστηρίου επέστρεψε την αίτηση δικαστικής αρωγής λόγω μη εμπρόθεσμης τακτοποίησης των τυπικών ελαττωμάτων της και, ιδίως, λόγω του ότι αυτή δεν έφερε ιδιόχειρη υπογραφή.
15 Στις 4 Μαρτίου 2023 ο αιτών της κύριας δίκης απέστειλε ηλεκτρονικά στο αιτούν δικαστήριο αίτηση με την οποία ζητούσε την εξαίρεση του συγκεκριμένου γραμματέα από τον χειρισμό της υποθέσεως και την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος του, υποστηρίζοντας ότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία αυτού, δεδομένου ότι, κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, αρνήθηκε να παραλάβει έγγραφο το οποίο έφερε ηλεκτρονική υπογραφή.
16 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι τα περισσότερα πολωνικά δικαστήρια δεν διαθέτουν σύστημα πληροφορικής που να υποστηρίζει την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και, συνεπώς, δεν δέχονται την προσκόμιση δικογράφων τα οποία είναι υπογεγραμμένα ηλεκτρονικά. Ως εκ τούτου, παραλαμβάνουν μόνον τα δικόγραφα που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή, τουλάχιστον στο πλαίσιο τακτικής πολιτικής δίκης.
17 Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, η νομική ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από το εθνικό δίκαιο, με εξαίρεση τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές, για τις οποίες ο κανονισμός 910/2014 προβλέπει ότι έχουν νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή. Πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν εξάλλου να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να υιοθετήσουν συγκεκριμένες λύσεις όσον αφορά τη χρήση των ηλεκτρονικών υπογραφών στις ένδικες διαδικασίες.
18 Για τους λόγους αυτούς, το αιτούν δικαστήριο είναι της άποψης ότι, στο μέτρο που δεν διαθέτει σύστημα πληροφορικής το οποίο να υποστηρίζει, κατά την εθνική νομοθεσία, την κατάθεση ηλεκτρονικά υπογεγραμμένων δικογράφων, δεν υποχρεούται να παραλάβει δικόγραφο το οποίο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή και το οποίο του έχει αποσταλεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην ηλεκτρονική του διεύθυνση.
19 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να ληφθεί υπόψη ο μνημονευόμενος στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 910/2014 σκοπός, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές συναλλαγές εντός της εσωτερικής αγοράς μεταξύ των πολιτών, των επιχειρήσεων και των δημόσιων αρχών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 μπορεί, υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, να έχει την έννοια ότι από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων απορρέει για τα κράτη μέλη η υποχρέωση να παραλαμβάνουν δικόγραφα τα οποία φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή. Μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα την ενοποίηση των κανόνων που αφορούν την κατάθεση δικογράφων ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.
20 Διερωτάται, συναφώς, μήπως οι διατάξεις του κανονισμού 910/2014 σχετικά με την ηλεκτρονική υπογραφή έχουν εφαρμογή μόνο στα κράτη μέλη που έχουν κοινοποιήσει στην Επιτροπή σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κοινοποίηση στην οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν προέβη η Δημοκρατία της Πολωνίας.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy Katowice – Wschód w Katowicach (πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανατολικού τομέα Κατοβίτσε) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 2, και τις αιτιολογικές σκέψεις 12, 13, 18, 21, 22 και 49 του [κανονισμού 910/2014] την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους υποχρεούται να παραλάβει δικόγραφο που κατατίθεται σε αυτό και φέρει ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού, στην περίπτωση που το δίκαιο του κράτους μέλους προβλέπει ότι η κατάθεση δικογράφων με τη χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής στο συγκεκριμένο δικαστήριο μπορεί να γίνει μόνο μέσω συστήματος πληροφορικής;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
22 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 910/2014 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας τα δικόγραφα μπορούν να κατατίθενται ηλεκτρονικά ενώπιον δικαστηρίου και να φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή μόνον όταν το συγκεκριμένο δικαστήριο διαθέτει κατάλληλο σύστημα πληροφορικής και η κατάθεση των δικογράφων πραγματοποιείται μέσω του συστήματος αυτού.
23 Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει rationae materiae στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 910/2014, λόγω του ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή. Το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που χρησιμοποίησε ο αιτών της κύριας δίκης για την ηλεκτρονική κατάθεση των δικογράφων του δεν καλύπτεται από σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο να έχει κοινοποιηθεί από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η οποία εξάλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν προέβη σε κανενός είδους τέτοια κοινοποίηση.
24 Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναφέρει ότι το εν λόγω κράτος μέλος προέβη σε κοινοποίηση συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 910/2014.
25 Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης ή το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει κοινοποιήσει δεν είναι το σύστημα βάσει του οποίου χορηγήθηκε στον αιτούντα της κύριας δίκης το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που αυτός χρησιμοποίησε για την επαλήθευση της ταυτότητάς του κατά την ηλεκτρονική αποστολή των δικογράφων στο αιτούν δικαστήριο, επισημαίνεται ότι το ζήτημα της κοινοποίησης ή μη κοινοποίησης του συστήματος δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να καθοριστεί αν οι διατάξεις του κανονισμού 910/2014 σχετικά με την ηλεκτρονική υπογραφή έχουν εφαρμογή σε περίπτωση όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.
26 Πράγματι, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014, ο κανονισμός αυτός έχει διττό πεδίο εφαρμογής. Εφαρμόζεται, αφενός, στα κοινοποιούμενα από κράτος μέλος συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και, αφετέρου, σε όλους τους εγκατεστημένους στην Ένωση παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.
27 Η ηλεκτρονική ταυτοποίηση για τους σκοπούς της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας για υπηρεσίες οι οποίες προσφέρονται επιγραμμικά διέπεται από το κεφάλαιο II του κανονισμού 910/2014, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 12, ενώ οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης διέπονται από το κεφάλαιο III, το οποίο αποτελείται από τα άρθρα 13 έως 45 του εν λόγω κανονισμού.
28 Η κοινοποίηση συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στην Επιτροπή προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού 910/2014. Η κοινοποίηση αυτή –η οποία δεν παύει, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού, να είναι προαιρετική– αποτελεί προϋπόθεση για την αμοιβαία αναγνώριση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, υπό την προοπτική της διασυνοριακής χρήσης τους.
29 Αντιθέτως, η ως άνω κοινοποίηση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των σχετικών με τις ηλεκτρονικές υπογραφές διατάξεων του τμήματος 4 του κεφαλαίου III του κανονισμού 910/2014, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 25, την ερμηνεία του οποίου ζητεί το αιτούν δικαστήριο.
30 Επομένως, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν προέβη σε κοινοποίηση συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 910/2014 δεν επηρεάζει τη δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών με τις ηλεκτρονικές υπογραφές διατάξεων του κανονισμού στο κράτος μέλος αυτό.
31 Δεύτερον, επισημαίνεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η χρησιμοποιηθείσα από τον αιτούνται της κύριας δίκης «αξιόπιστη ηλεκτρονική υπογραφή» δεν εμπίπτει στην έννοια του όρου «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014, αλλά αποτελεί απλή ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η παράγραφος 2 του άρθρου 25 του κανονισμού 910/2014, η οποία αφορά τη νομική ισχύ της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής, δεν είναι κρίσιμη για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα.
32 Κατόπιν των ανωτέρω προκαταρκτικών διευκρινίσεων, επισημαίνεται ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014, δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες «μόνο λόγω του γεγονότος» ότι η υπογραφή είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.
33 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ως άνω διάταξη δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να κηρύσσουν ανίσχυρες τις ηλεκτρονικές υπογραφές, αλλά καθιερώνει γενική αρχή η οποία απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να μην αναγνωρίζουν τη νομική ισχύ και την αποδεικτική ισχύ των ηλεκτρονικών υπογραφών σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι οι υπογραφές αυτές είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που θέτει ο εν λόγω κανονισμός προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» (αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2022, Ekofrukt, C‑362/21, EU:C:2022:815, σκέψη 35, και της 29ης Φεβρουαρίου 2024, V.B. Trade, C‑466/22, EU:C:2024:185, σκέψη 34).
34 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο κανονισμός 910/2014, μολονότι έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή δεν στερείται νομικής ισχύος μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 49 αυτού, δεν περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών να προβλέπουν απαιτήσεις που αφορούν τον τύπο (πρβλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2022, Ekofrukt, C‑362/21, EU:C:2022:815, σκέψη 39).
35 Επομένως, δικονομικές διατυπώσεις όπως αυτές που καθορίζουν, στο εθνικό δίκαιο, τις λεπτομέρειες που αφορούν την κατάθεση δικογράφων στα δικαστήρια δεν θίγονται από τον κανονισμό 910/2014.
36 Εν προκειμένω, από το εθνικό νομικό πλαίσιο που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, η ενώπιον δικαστηρίου ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου το οποίο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή δεν απαγορεύεται για τον λόγο ότι μόνον η ιδιόχειρη υπογραφή μπορεί να θεωρηθεί υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 126, παράγραφος 1, σημείο 6, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αλλά για τον λόγο ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 125, παράγραφος 21a, του ίδιου κώδικα, τα δικόγραφα μπορούν να κατατίθενται ηλεκτρονικά ενώπιον δικαστηρίου μόνο μέσω κατάλληλου συστήματος πληροφορικής, το οποίο και θα πρέπει να διαθέτει το εν λόγω δικαστήριο.
37 Από την ανωτέρω ρύθμιση προκύπτει εξάλλου ότι, όταν ένα δικαστήριο διαθέτει τέτοιο σύστημα, η μέσω του συστήματος αυτού κατάθεση ηλεκτρονικά υπογεγραμμένων δικογράφων παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα τα οποία η πολωνική νομοθεσία προσδίδει συνήθως στην κατάθεση δικογράφου ενώπιον δικαστηρίου.
38 Σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία ένα δικόγραφο έχει κατατεθεί σε δικαστήριο ηλεκτρονικά, ενώ το συγκεκριμένο δικαστήριο δεν διαθέτει κατάλληλο σύστημα πληροφορικής μέσω του οποίου να μπορεί να πραγματοποιηθεί η κατάθεση δικογράφων, η άρνηση παραλαβής του δικογράφου αυτού δεν προβάλλεται «μόνο λόγω του γεγονότος» ότι το δικόγραφο είναι υπογεγραμμένο ηλεκτρονικά ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής.
39 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ένα δικόγραφο μπορεί να κατατεθεί ηλεκτρονικά ενώπιον δικαστηρίου και να φέρει ηλεκτρονική υπογραφή μόνον εφόσον το συγκεκριμένο δικαστήριο διαθέτει κατάλληλο σύστημα πληροφορικής και η κατάθεση του δικογράφου γίνεται μέσω του συστήματος αυτού.
Επί των δικαστικών εξόδων
40 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ,
έχουν την έννοια ότι:
δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ένα δικόγραφο μπορεί να κατατεθεί ηλεκτρονικά ενώπιον δικαστηρίου και να φέρει ηλεκτρονική υπογραφή μόνον εφόσον το συγκεκριμένο δικαστήριο διαθέτει κατάλληλο σύστημα πληροφορικής και η κατάθεση του δικογράφου γίνεται μέσω του συστήματος αυτού.
(υπογραφές)