ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)
της 24ης Οκτωβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Κίνδυνος υπερχρέωσης – Άρθρο 8 – Υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να ελέγχει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή – Άρθρο 10 – Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης – Άρθρο 23 – Κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης – Ισοδύναμες κυρώσεις – Αποτελεσματικότητα, αναλογικότητα και αποτρεπτικότητα της επιβαλλόμενης κύρωσης »
Στην υπόθεση C‑339/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich (περιφερειακό δικαστήριο του Siemianowice Śląskie, Πολωνία) με απόφαση της 28ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Horyzont Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz Inwestycyjny Zamknięty
κατά
LC,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, πρόεδρο του τέταρτου τμήματος, και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστή,
γενική εισαγγελέας: L. Medina
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Ondrůšek και την M. Owsiany-Hornung,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 8, 10 και 23 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).
2 Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Horyzont Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz Inwestycyjny Zamknięty (στο εξής: Horyzont), εκδοχέα της Nest Bank S.A., και της LC, φυσικού προσώπου, με αντικείμενο την εξόφληση απαίτησης εκ συμβάσεως καταναλωτικής πίστης (στο εξής: σύμβαση καταναλωτικής πίστης).
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 26 και 47 της οδηγίας 2008/48 έχουν ως εξής:
«(26) […] Στη διευρυνόμενη πιστωτική αγορά, συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να αποφεύγουν οι πιστωτικοί φορείς τον ανεύθυνο δανεισμό ή τη χορήγηση δανείων χωρίς προηγούμενο έλεγχο φερεγγυότητας, ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει να ασκούν τον αναγκαίο έλεγχο για την αποφυγή τέτοιας συμπεριφοράς και θα πρέπει να καθορίζουν τα αναγκαία μέσα για την κύρωση των πιστωτών σε ανάλογες περιπτώσεις. […] οι πιστωτικοί φορείς θα πρέπει να έχουν ατομικά την ευθύνη του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν όχι μόνο τις πληροφορίες που παρέχει ο καταναλωτής κατά την προετοιμασία της αντίστοιχης σύμβασης πίστωσης, αλλά και εκείνες που έχει παράσχει κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας εμπορικής σχέσης. Οι αρχές των κρατών μελών θα μπορούσαν επίσης να παρέχουν κατάλληλες οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές στους πιστωτικούς φορείς. Οι καταναλωτές θα πρέπει επίσης να ενεργούν με σύνεση και να τηρούν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους.
[…]
(47) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα εφαρμόζονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Η επιλογή των κυρώσεων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, και οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»
4 Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.»
5 Το άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48, με τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης», απαριθμεί τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης.
6 Το άρθρο 23 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι κυρώσεις που προβλέπονται εν προκειμένω πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»
Το πολωνικό δίκαιο
Ο νόμος περί καταναλωτικής πίστης
7 Με τον ustawa o kredycie konsumenckim (νόμο περί καταναλωτικής πίστης), της 12ης Μαΐου 2011 (Dz. U. αριθ. 126, θέση 715), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί καταναλωτικής πίστης), μεταφέρθηκε στην πολωνική έννομη τάξη η οδηγία 2008/48.
8 Το άρθρο 9 του νόμου περί καταναλωτικής πίστης ορίζει τα εξής:
«1. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας υποχρεούται να αξιολογήσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή. […]
2. Η πιστοληπτική ικανότητα αξιολογείται βάσει των παρεχόμενων από τον καταναλωτή πληροφοριών ή βάσει πληροφοριών που προέρχονται από κατάλληλες βάσεις δεδομένων ή από τα αρχεία του πιστωτικού φορέα.
3. Ο καταναλωτής υποχρεούται να προσκομίσει, εφόσον του ζητηθεί από τον πιστωτικό φορέα, τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας.
4. Εάν ο πιστωτικός φορέας είναι τράπεζα ή άλλο ίδρυμα το οποίο επιτρέπεται κατά νόμο να χορηγεί πιστώσεις, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 70 του ustawa – Prawo bankowe (τραπεζικού νόμου), της 29ης Αυγούστου 1997 (Dz. U. αριθ. 140, θέση 939), και σύμφωνα με τις λοιπές ρυθμίσεις που ισχύουν για τις εν λόγω οντότητες, λαμβανομένων υπόψη των παραγράφων 1 έως 3.»
9 Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του νόμου περί καταναλωτικής πίστης ορίζει ότι, σε περίπτωση παράβασης διατάξεων οι οποίες προβλέπουν διάφορες υποχρεώσεις του πιστωτικού φορέα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση παροχής πληροφοριών, ο καταναλωτής, αφού υποβάλει εγγράφως δήλωση στον πιστωτικό φορέα, εξοφλεί το ποσό της πίστωσης χωρίς τους τόκους και τα σχετικά με την πίστωση λοιπά έξοδα που οφείλει στον πιστωτικό φορέα, εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στη σύμβαση.
Ο νόμος περί αστικού κώδικα
10 Κατά το άρθρο 58 του ustawa – Kodeks cywilny (νόμου περί αστικού κώδικα), της 23ης Απριλίου 1964 (Dz. U. αριθ. 16, θέση 93), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης:
«1. Δικαιοπραξία η οποία είναι αντίθετη προς τον νόμο ή σκοπός της οποίας είναι η καταστρατήγηση του νόμου είναι άκυρη, εκτός αν άλλη σχετική διάταξη ορίζει διαφορετικά, ιδίως εάν προβλέπει ότι οι άκυροι όροι της δικαιοπραξίας αντικαθίστανται από τις σχετικές διατάξεις του νόμου.
2. Δικαιοπραξία αντίθετη προς τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης είναι άκυρη.
3. Εάν η ακυρότητα πλήττει μέρος μόνον της δικαιοπραξίας, τα υπόλοιπα μέρη αυτής είναι έγκυρα, εκτός εάν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης προκύπτει ότι η δικαιοπραξία δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της.»
Ο νόμος περί κώδικα πολιτικής δικονομίας
11 Το άρθρο 5054, παράγραφος 1, του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Dz. U. αριθ. 43, θέση 296), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:
«Είναι απαράδεκτη οποιαδήποτε μεταβολή της αγωγής. Τα άρθρα 75 έως 85, τα άρθρα 194 έως 196 και το άρθρο 198 δεν έχουν εφαρμογή.»
Ο τραπεζικός νόμος
12 Το άρθρο 70 του τραπεζικού νόμου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:
«1. Η τράπεζα εξαρτά τη χορήγηση πίστωσης από την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη. Ως πιστοληπτική ικανότητα νοείται η ικανότητα αποπληρωμής της χορηγούμενης πίστωσης, περιλαμβανομένων των τόκων, στις ημερομηνίες που ορίζονται στη σχετική σύμβαση. Ο δανειολήπτης υποχρεούται να προσκομίσει, εφόσον του ζητηθεί από την τράπεζα, τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της ικανότητάς του αυτής.
2. Η τράπεζα μπορεί να χορηγήσει πίστωση σε φυσικό πρόσωπο […] το οποίο δεν διαθέτει πιστοληπτική ικανότητα, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
1) προβλέπεται συγκεκριμένος τρόπος εγγύησης της αποπληρωμής της πίστωσης·
[…]
3. Ο δανειολήπτης υποχρεούται να επιτρέπει στην τράπεζα τη διενέργεια κάθε είδους αξιολόγησης της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασής του και να παρακολουθεί τη χρήση και την αποπληρωμή της πίστωσης.»
13 Κατά το άρθρο 78a του τραπεζικού νόμου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης:
«Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης και δανεισμού χρημάτων που συνάπτουν οι τράπεζες σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου [περί] καταναλωτικής πίστης, κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από εκείνο τον νόμο.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
14 Στις 28 Σεπτεμβρίου 2017 η LC και η Nest Bank, η οποία εδρεύει στη Βαρσοβία (Πολωνία), συνήψαν σύμβαση καταναλωτικής πίστης. Το ποσό που χορηγήθηκε στην LC βάσει της σύμβασης καταναλωτικής πίστης ανερχόταν σε 49 148,06 πολωνικά ζλότι (PLN) (περίπου 10 457 ευρώ) και το συνολικό ποσό που η LC έπρεπε να επιστρέψει ανερχόταν στο ποσό των 62 573,16 PLN (περίπου 13 313,44 ευρώ). Το ποσό αυτό αποτελούνταν από το κεφάλαιο του δανείου, από τους τόκους για το σύνολο του χρόνου ισχύος της σύμβασης και από προμήθεια ύψους 7 323,06 PLN (περίπου 1 558 ευρώ), η οποία καλείται «προμήθεια χορήγησης δανείου». Το χορηγηθέν βάσει της σύμβασης καταναλωτικής πίστης ποσό έπρεπε να εξοφληθεί σε 60 μηνιαίες δόσεις ύψους 1 042 PLN (περίπου 221 ευρώ) το αργότερο στις 3 Οκτωβρίου 2022.
15 Στη σύμβαση καταναλωτικής πίστης, η LC ανέφερε ότι το μέσο καθαρό εισόδημά της ανερχόταν στο ποσό των 1 755,62 PLN (περίπου 373 ευρώ). Στη σύμβαση μνημονευόταν επίσης και μία οφειλή της LC η οποία αφορούσε πίστωση της οποίας οι μηνιαίες δόσεις ανέρχονταν στο ποσό των 320 PLN (περίπου 68 ευρώ).
16 Η απαίτηση από τη σύμβαση καταναλωτικής πίστης εκχωρήθηκε από τη Nest Bank στο Horyzont, το οποίο εδρεύει επίσης στη Βαρσοβία.
17 Δεδομένου ότι η LC δεν επέστρεψε το ποσό που δανείστηκε εντός της προβλεφθείσας προθεσμίας, το Horyzont κατέθεσε ενώπιον του Sąd Rejonowy Lublin Zachód w Lublinie (πρωτοδικείου δυτικού τομέα Λούμπλιν, Πολωνία) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Το εν λόγω δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση και εξέδωσε διαταγή πληρωμής κατά της LC. Η LC άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich (περιφερειακού δικαστηρίου του Siemianowice Śląskie, Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Με την ανακοπή που άσκησε, η LC υποστηρίζει ότι η Nest Bank δεν αξιολόγησε την πιστοληπτική ικανότητά της κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης καταναλωτικής πίστης.
18 Κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Nest Bank είχε χορηγήσει την επίμαχη πίστωση κατά παράβαση των διατάξεων για τη μεταφορά στο πολωνικό δίκαιο της υποχρεώσεως του πιστωτικού φορέα να αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες της συγκεκριμένης παράβασης.
19 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, παρά τις πλείονες κυρώσεις που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία, κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2008/48 στο εσωτερικό δίκαιο ο Πολωνός νομοθέτης δεν προέβλεψε, εντούτοις, ειδικές κυρώσεις για την περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή που επιθυμεί να λάβει καταναλωτικό δάνειο.
20 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 45 του νόμου περί καταναλωτικής πίστης προβλέπει κύρωση η οποία καλείται «δωρεάν πίστωση». Η συγκεκριμένη κύρωση είναι μία εκ των κυρώσεων που επιβάλλονται μόνο για τις προβλεπόμενες παραβάσεις, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η παράβαση της υποχρέωσης αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, επιπλέον, ότι υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 58 του νόμου περί αστικού κώδικα, το οποίο επιτρέπει την ενδεχόμενη επιβολή ποινής συνιστάμενης στην ακυρότητα της επίμαχης δικαιοπραξίας. Το εν λόγω δικαστήριο προσθέτει ότι δεν ζητεί από το Δικαστήριο να του υποδείξει ποια διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να εφαρμοστεί στη διαφορά της κύριας δίκης, αλλά ζητεί την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθόσον η πολλαπλότητα των προβλεπόμενων στο εθνικό δίκαιο κυρώσεων συνεπάγεται επίσης την ύπαρξη διαφοράς όσον αφορά την αναλογικότητα της κύρωσης για την παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2008/48.
21 Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι στην απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Ultimo Portfolio Investment (Luxembourg) (C‑303/20, EU:C:2021:479), το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ο εθνικός δικαστής κατά την εφαρμογή και, ιδίως, κατά την επιλογή της λήψης μέτρου ανάλογου προς τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Διερωτάται αν τούτο σημαίνει ότι το μέτρο πρέπει να είναι ισοδύναμο των κυρώσεων που προβλέπονται για την περίπτωση παράβασης των λοιπών υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2008/48 στο εσωτερικό δίκαιο.
22 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τόσο η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 όσο και οι υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών που απορρέουν από την ίδια οδηγία έχουν θεμελιώδη σημασία για τους καταναλωτές. Κατά συνέπεια, διερωτάται αν είναι επιτρεπτό να γίνεται στο εθνικό δίκαιο διαφοροποίηση μεταξύ των κυρώσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48, παρά το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον επαγγελματία τα άρθρα 8 και 10 της οδηγίας 2008/48 πρέπει να θεωρούνται ως ισοδύναμες, δηλαδή της ίδιας βαθμίδας, και επιδιώκουσες τους ίδιους σκοπούς.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich (περιφερειακό δικαστήριο του Siemianowice Śląskie) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 8 της οδηγίας [2008/48] την έννοια ότι η επιβαλλόμενη βάσει της εν λόγω διατάξεως υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή (δανειολήπτη) είναι ισοδύναμη με τις λοιπές υποχρεώσεις που προβλέπει η οδηγία (ιδίως δε τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών που προβλέπονται στα άρθρα της 10 επ.), με συνέπεια οι κυρώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 23 της οδηγίας να μην μπορούν να είναι διαφορετικές, δηλαδή να μην μπορούν να προβλέπουν διαφορετικές έννομες συνέπειες σε περίπτωση παραβάσεως κάθε υποχρεώσεως θεωρούμενης χωριστά;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
24 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι επιτρέπει να διαφέρει η κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας υποχρέωσης ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή από την κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση άλλων, ενδεχομένως ισοδύναμων, υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει η ίδια οδηγία και, ιδίως, από την κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας υποχρέωσης σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης.
25 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της εν λόγω οδηγίας και να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
26 Από το γράμμα του άρθρου 23 της οδηγίας 2008/48 προκύπτει επομένως ότι το σύστημα των εφαρμοστέων κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πρέπει να προβλέπει κυρώσεις που να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Εντός των ορίων αυτών, όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 47 της ίδιας οδηγίας, η επιλογή των κυρώσεων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais, C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 43).
27 Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκεται με το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48, ήτοι να διασφαλίζεται ότι οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, πρέπει όχι μόνον ο εθνικός νομοθέτης, αλλά και τα εθνικά δικαστήρια να διαθέτουν, εντός των ορίων που καθορίζονται από το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, εξουσία εκτιμήσεως βάσει της οποίας να μπορούν να επιλέγουν, αναλόγως των περιστάσεων της υποθέσεως, τη λήψη μέτρου ανάλογου προς τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως της υποχρεώσεως. Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου και να τους ερμηνεύουν, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να καταλήξουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Ultimo Portfolio Investment (Luxembourg), C‑303/20, EU:C:2021:479, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
28 Επομένως, εφόσον το προβλεπόμενο από κράτος μέλος σύστημα κυρώσεων για την παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2008/48 πληροί τις απαιτήσεις της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 26 και 27 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 23 της οδηγίας δεν αντιτίθεται στην επιβολή διαφορετικών κυρώσεων για την παράβαση διαφορετικών υποχρεώσεων.
29 Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η οδηγία 2008/48 προβλέπει διάφορες υποχρεώσεις οι οποίες επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς.
30 Πράγματι, σκοπός της υποχρέωσης αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή πριν από τη σύναψη πιστωτικής σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, είναι, όπως ρητώς μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, να βαρύνει η σχετική ευθύνη τους πιστωτικούς φορείς καθώς και να προστατεύονται οι καταναλωτές, καθόσον θα διασφαλίζεται ότι οι πιστωτικοί φορείς αποφεύγουν τον ανεύθυνο δανεισμό χωρίς προηγούμενο έλεγχο της φερεγγυότητας του καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, Nárokuj, C‑755/22, EU:C:2024:10, σκέψεις 34 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Μια τέτοια υποχρέωση, λόγω του ότι αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών έναντι των κινδύνων υπερχρέωσης και αφερεγγυότητας, έχει θεμελιώδη σημασία γι’ αυτούς [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Ultimo Portfolio Investment (Luxembourg), C‑303/20, EU:C:2021:479, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
32 Οι πληροφορίες που παρέχονται πριν αλλά και ταυτόχρονα με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης και οι οποίες αφορούν τους συμβατικούς όρους και τις έννομες συνέπειες της σύναψης της εν λόγω σύμβασης, ιδίως οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας. Οι πληροφορίες αυτές είναι επομένως θεμελιώδους σημασίας για τον καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
33 Μολονότι από τη νομολογία προκύπτει ότι τόσο η υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή πριν από τη σύναψη σύμβασης πίστωσης, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, όσο και η υποχρέωση παροχής πληροφοριών, η οποία προβλέπεται ιδίως στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας, έχουν θεμελιώδη σημασία, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι οι υποχρεώσεις αυτές επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και ότι η παράβασή τους δεν επιφέρει παρόμοιες συνέπειες, τόσο από την άποψη του εννόμου συμφέροντος που προστατεύεται από την επίμαχη διάταξη όσο και από την άποψη των συμβαλλομένων στη σύμβαση πίστωσης μερών.
34 Ως εκ τούτου, η παράβαση της υποχρεώσεως ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εκ μέρους του καταναλωτή σύναψη σύμβασης πιστώσεως η οποία τον εκθέτει στον κίνδυνο υπερχρέωσης και αφερεγγυότητας. Αντιθέτως, οι συνέπειες της παράβασης των υποχρεώσεων παροχής πληροφοριών ενδέχεται να ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίμαχη υποχρέωση, η σοβαρότητα δε της παράβασης αυτής εξαρτάται, επιπλέον, στην πράξη, από τον αριθμό και τη σπουδαιότητα των στοιχείων που λείπουν από τη σύμβαση πίστωσης. Για παράδειγμα, τέτοιες παραβάσεις ενδέχεται να καθιστούν δυσχερή για τον καταναλωτή τη σύγκριση μεταξύ των προσφορών πίστωσης ή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης.
35 Επομένως, η παράβαση δύο υποχρεώσεων θεμελιώδους σημασίας μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες για τον καταναλωτή και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις, χωρίς να πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην οι ίδιες, πρέπει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να είναι ιδίως αναλογικές, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας κάθε μεμονωμένης παράβασης και των διαφορετικών συνεπειών που εκάστη εξ αυτών επιφέρει για τον καταναλωτή.
36 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι επιτρέπει να διαφέρει η κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας υποχρέωσης ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή από την κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση άλλων, ενδεχομένως ισοδύναμων, υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει η ίδια οδηγία και, ιδίως, από την κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας υποχρέωσης σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 23.
Επί των δικαστικών εξόδων
37 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου,
έχει την έννοια ότι:
επιτρέπει να διαφέρει η κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας υποχρέωσης ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή από την κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση άλλων, ενδεχομένως ισοδύναμων, υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει η ίδια οδηγία και, ιδίως, από την κύρωση την οποία επισύρει η παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας υποχρέωσης σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 23.
(υπογραφές)