Καθοριστικό κριτήριο κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ αποτελεί η πραγματική ύπαρξη στενών προσωπικών δεσμών
Για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι στην έννοια της οικογένειας εντάσσεται και εκείνος που συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση, από την οποία έχουν αποκτηθεί τέκνα (ΑΠ 1194/2023).
Συγκεκριμένα, έκρινε πως, σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος, εκείνος ή εκείνη που συμβιώνει, σε ελεύθερη ένωση, από την οποία έχουν αποκτηθεί τέκνα, με το θανόντα, εξαιτίας του ατυχήματος αυτού, νομιμοποιείται ενεργητικά και δικαιούται νομικά να ασκήσει αγωγή καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ άρθρο 932 εδ. 3 του ΑΚ.
Το δικαστήριο επεσήμανε πως και στην περίπτωση αυτή, η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στα ως άνω δικαιούμενα πρόσωπα τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα το οποίο εκτιμάται από το δικαστήριο της ουσίας, ότι πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πραγματικά κριτήρια της ύπαρξης των εν τοις πράγμασι οικογενειακών δεσμών, όπως ιδίως αυτά της διάρκειας και της σταθερότητας της συμβίωσης, της αγάπης, της αφοσίωσης, της φροντίδας, της αμοιβαίας υποστήριξης, της ανάληψης από κοινού της ευθύνης της ανατροφής των τέκνων, της σοβαρής και σταθερής πρόθεσης για συντροφικότητα και συμπόρευση, δηλαδή όλων εκείνων των εκδηλώσεων συναισθημάτων και πράξεων, που αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της οικογένειας, αλλά και το σκοπό αυτής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό των προσώπων αυτών από την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, από την ερμηνεία της έννοιας της “οικογενειακής ζωής” και της οικογένειας, όπως αυτή διατυπώνεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, προκύπτει ότι το καθοριστικό κριτήριο για το αν υφίσταται οικογένεια και “οικογενειακή ζωή” αποτελεί η πραγματική ύπαρξη στενών προσωπικών δεσμών. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί επανειλημμένα ότι το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν διακρίνει μεταξύ “νόμιμης” και “φυσικής” οικογένειας και ότι η έννοια της προστατευόμενης, κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οικογενειακής ζωής, δεν περιορίζεται στις οικογένειες που βασίζονται στο γάμο, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες, de facto σχέσεις συμβίωσης και φροντίδας, οι οποίες δημιουργούν επίσης, κατά την κρίση του, οικογενειακούς δεσμούς.
Την ύπαρξη οικογένειας ή οικογενειακών σχέσεων εξετάζει το Δικαστήριο κατά περίπτωση, ως πραγματικό ζήτημα. Το ΕΔΔΑ ερευνά τους de facto οικογενειακούς δεσμούς, όπως το αν τα άτομα συμβιώνουν, αν τους δένει βαθιά σταθερή αγάπη και αφοσίωση, στην περίπτωση που ελλείπει νόμιμη αναγνώριση των δεσμών αυτών, ή, σε άλλη περίπτωση, το μεγάλο χρόνο συμβίωσης και σχέσης, ή, σε περιπτώσεις ζευγαριών που δεν έχουν παντρευτεί νόμιμα, αν έχουν αποκτήσει παιδιά μαζί, γεγονός που αποδεικνύει την αμοιβαία αφοσίωσή τους, και την πρόθεσή τους να δημιουργήσουν, εν τοις πράγμασι, οικογένεια.
Συνεπώς, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η έννοια της οικογένειας περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις που δύο άτομα συμβιώνουν, χωρίς να έχουν τελέσει νόμιμο γάμο ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αν η συμβίωσή τους αυτή είναι το αποτέλεσμα αγάπης, αφοσίωσης και σοβαρής και σταθερής πρόθεσης για συντροφικότητα και συμπόρευση. Σε κάθε περίπτωση, το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι γάμοι ή περιπτώσεις συμβίωσης, ακόμα και αν δεν αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη του κράτους-μέλους, συνιστούν οικογένεια, εάν πληρούν τα προαναφερόμενα κριτήρια της ύπαρξης πραγματικών οικογενειακών δεσμών.
Αλλά και στο εθνικό μας δίκαιο, ο Άρειος Πάγος επεσήμανε πως το οικογενειακό δίκαιο έχει υποστεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες τροποποιήσεις και αναμορφώσεις, που αντανακλούν τις μεταβολές των κοινωνικών αντιλήψεων, όπως η θέσπιση, με το ν. 1250/1982, του πολιτικού γάμου, η μεταρρύθμιση του ν. 1329/1983 (θέσπιση ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συζύγων, κατάργηση της προίκας, αντικατάσταση της πατρικής εξουσίας από τη γονική μέριμνα, ενίσχυση της θέσης των παιδιών που γεννώνται εκτός γάμου, θέσπιση του συναινετικού διαζυγίου κ.λπ.), η πρόβλεψη και ρύθμιση, με το ν. 3089/2002, της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς και η θέσπιση και ρύθμιση, αρχικώς με τον ν. 3719/2008, του συμφώνου συμβίωσης ετεροφύλων, στη συνέχεια δε, με το ν. 4356/2015, του συμφώνου συμβίωσης, ανεξαρτήτως φύλου των μερών.
Λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις, κατά τις οποίες, στα πλαίσια της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται πλέον ως διαφορετική, πιο χαλαρή μορφή κοινής ζωής, αλλά και τις σημαντικές τροποποιήσεις και αναμορφώσεις που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια το οικογενειακό δίκαιο, ο εθνικός νομοθέτης, ακολουθώντας το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών δικαιϊκών συστημάτων, απομακρύνεται πλέον από τη στενή παραδοσιακή παραδοχή, της διαμόρφωσης “οικογένειας” μόνο δια μέσου του, κατά τις διατάξεις του αστικού κώδικα, θρησκευτικού ή πολιτικού, γάμου και της έγγαμης συμβίωσης.
Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε πως και τα πρόσωπα που δεν έχουν τελέσει γάμο, ούτε έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αλλά συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση, από την οποία έχουν αποκτήσει τέκνα, πρέπει να υπαχθούν στην έννοια της “οικογένειας” και στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 του Α.Κ και του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α..
Απόσπασμα απόφασης
Το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ορίζει ότι: “Παν πρόσωπο δικαιούται εις το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του”. Η σύμβαση της Ε.Σ.Δ.Α. εγγυάται την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε άτομο, που υπάγεται στην δικαιοδοσία των κρατών – μελών. Από την ερμηνεία της έννοιας της “οικογενειακής ζωής” και της οικογένειας, όπως αυτή διατυπώνεται στη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., αντλούνται τα καθοριστικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των ανωτέρω, κρισίμων, για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, εννοιών, όπως τα κριτήρια αυτά διαμορφώθηκαν από σειρά αποφάσεων, που εκδόθηκαν σε προσφυγές πολιτών της Ε.Ε. για παραβάσεις του εν λόγω άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο θεσπίζει το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Σύμφωνα με το Ε.Δ.Δ.Α. το καθοριστικό κριτήριο για το αν υφίσταται οικογένεια και “οικογενειακή ζωή” αποτελεί η πραγματική ύπαρξη στενών προσωπικών δεσμών. Ειδικότερα, το Ε.Δ.Δ.Α. έχει δεχθεί επανειλημμένα ότι το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν διακρίνει μεταξύ “νόμιμης” και “φυσικής” οικογένειας και ότι η έννοια της προστατευόμενης, κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οικογενειακής ζωής, δεν περιορίζεται στις οικογένειες που βασίζονται στο γάμο, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες, de facto. σχέσεις συμβίωσης και φροντίδας, οι οποίες δημιουργούν επίσης, κατά την κρίση του, οικογενειακούς δεσμούς. Την ύπαρξη οικογένειας ή οικογενειακών σχέσεων εξετάζει το Δικαστήριο κατά περίπτωση, ως πραγματικό ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη σειρά παραγόντων, όπως η συμβίωση και η αμοιβαία υποστήριξη, συναισθηματική ή/και υλική, των μερών, η διάρκεια και η σταθερότητα της σχέσεως και η με οποιονδήποτε τρόπο έκφραση της δέσμευσης των μερών, όπως με την απόκτηση, από κοινού ή με άλλο τρόπο, παιδιών και την ανάληψη της κοινής ευθύνης της ανατροφής τους, καθώς επίσης οι σχέσεις μακράς και συνεπούς φροντίδας. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο (Ε.Δ.Δ.Α.) ερευνά τους de facto οικογενειακούς δεσμούς, όπως το αν τα άτομα συμβιώνουν, αν τους δένει βαθιά σταθερή αγάπη και αφοσίωση, στην περίπτωση που ελλείπει νόμιμη αναγνώριση των δεσμών αυτών, ή, σε άλλη περίπτωση, το μεγάλο χρόνο συμβίωσης και σχέσης, ή, σε περιπτώσεις ζευγαριών που δεν έχουν παντρευτεί νόμιμα, αν έχουν αποκτήσει παιδιά μαζί, γεγονός που αποδεικνύει την αμοιβαία αφοσίωσή τους, και την πρόθεσή τους να δημιουργήσουν, εν τοις πράγμασι, οικογένεια. Η ύπαρξη, λοιπόν, ή μη, της οικογένειας, εξαρτάται από την ύπαρξη, ή μη, μεταξύ ατόμων που συμβιώνουν, πραγματικών στενών προσωπικών δεσμών, με αισθήματα αγάπης, σταθερής και έμπρακτης έκφρασης αφοσίωσης, στοργής, ενδιαφέροντος, φροντίδας, δηλαδή όλων εκείνων των εκδηλώσεων συναισθημάτων και πράξεων, που αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της οικογένειας, αλλά και το σκοπό αυτής.
Συνεπώς, σύμφωνα με το Ε.Δ.Δ.Α, η έννοια της οικογένειας περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις που δύο άτομα συμβιώνουν, χωρίς να έχουν τελέσει νόμιμο γάμο ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αν η συμβίωσή τους αυτή είναι το αποτέλεσμα αγάπης, αφοσίωσης και σοβαρής και σταθερής πρόθεσης για συντροφικότητα και συμπόρευση. Έτσι, το Ε.Δ.Δ.Α, μέσα στα πλαίσια αυτά και υπό τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και την εξώγαμη συμβίωση. Σε κάθε περίπτωση, το Ε.Δ.Δ.Α έχει αποφανθεί ότι γάμοι ή περιπτώσεις συμβίωσης, ακόμα και αν δεν αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη του Κράτους-Μέλους, συνιστούν οικογένεια, εάν πληρούν τα προαναφερόμενα κριτήρια της ύπαρξης πραγματικών οικογενειακών δεσμών, όπως αυτοί προσδιορίστηκαν παραπάνω (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α: Μ. κατά Βελγίου της 13-6-1979, Χ. κατά Ελβετίας της 14-12-1979, J. & L. κατά Βελγίου της 14-5-1986, J. κ.ά. κατά Ιρλανδίας της 18-12-1986, O. κατά Σουηδίας της 24-3-1988, K. κατά Ολλανδίας της 27-10-1994, B. κατά Γαλλίας της 24-4-1996, X., Y. & Z. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 22-4-1997, S. G. κατά Ισπανίας της 26-01-1999, S. κατά Γερμανίας της 11-10-2001, B. κατά Η.Β. της 8-1-2008, S. και K. κατά Αυστρίας 22-11-2010, S. κατά Γερμανίας της 15-09-2011).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr.