Απόφαση 1413 / 2023 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Τσουλό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 1 Φεβρουαρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Ν. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Σαμαρά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-1-2019 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 302/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 574/2020 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-5-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 14-5-2021 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’αριθ. 574/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, έχει, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ως εξής: Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας από 30-1-2019 αγωγή, του αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, ζητήθηκε η, μετ’ αναγνώριση της κυριότητας επί του περιγραφομένου ακινήτου, διόρθωση της σχετικής εσφαλμένης κτηματολογικής πρώτης εγγραφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με την υπ’αριθ. 302/2019 οριστική απόφαση του, έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης το ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, άσκησε την από 4-12-2019 έφεση, την οποία το Μονομελές Εφετείο Λάρισας, δικάζοντας κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ουσία.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, προκύπτει ότι, αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του γιο μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο, και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν αληθής κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνον αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ’ υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσεως της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται, δε, ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή, στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23-2-1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο. Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού Δημοσίου (ως εναγομένου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία. Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 771/2021, 117/20209, 1125/2018).Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του Κ.Πολ.Δ (Α.Π 1125/2018). Στην ένδικη από 30-1-2019 αναγνωριστική κυριότητας και διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής ακινήτου αγωγή, η οποία στρεφόταν κατά του εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, ο ενάγων εξέθετε ότι ο αδελφός του Ι. Ν., είχε αποκτήσει την κυριότητα του περιγραφόμενου στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου (αγροτεμαχίου), εν μέρει με παράγωγο τρόπο και, ειδικότερα, με αγορά, (δυνάμει του αναφερόμενου νομίμως μετ/νου συμβολαίου), και εν μέρει με πρωτότυπο, επικουρικά δε ως προς το όλο, με πρωτότυπο τρόπο και, ειδικότερα, με έκτακτη χρησικτησία, διότι το νεμόταν με διάνοια κυρίου, καλλιεργώντας το με σιτηρά, συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 1985 το πρώτο τμήμα και από το έτος 1980 το δεύτερο, μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (2019), δηλαδή για χρονικό διάστημα πέραν της εικοσαετίας. Ότι ο εν λόγω αδελφός του απεβίωσε την 23/12/2017 και εκ διαθήκης κληρονόμος του είναι ο ίδιος, την κληρονομία του οποίου νομίμως αποδέχθηκε Ότι, όμως, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης περιγραφόμενο τμήμα του πιο πάνω ακινήτου καταχωρήθηκε εσφαλμένα ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Κατόπιν αυτών ο ενάγων ζήτησε την αναγνώριση της κυριότητας στο επίδικο και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, περιέχοντας όλα τα αναγκαία στοιχεία που τη θεμελιώνουν χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ’ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πριν από τις 11/9/1915, αφού ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να προβληθεί και ν’ αποδειχθεί, από το εναγόμενο. Το Εφετείο, επομένως, που με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ορισμένη την αγωγή απορρίπτοντας ως αβάσιμο, τον ισχυρισμό του εναγομένου εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, περί αοριστίας της, διότι δεν διαλαμβάνονταν σ’αυτήν, διακατοχικές πράξεις και των δικαιοπαρόχων, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πριν από τις 11/9/1915, παρά την σχετική αμφισβήτηση από το εναγόμενο, δεν υπέπεσε στην από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ αναφερόμενη νομική πλημμέλεια και ο σχετικός (δεύτερος) λόγος είναι αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 13 και Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ, βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό, προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί απόδειξης απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διατάξεως (Α.Π 148/2016). Οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου ότι το επίδικο: α) κατά τις διατάξεις του από 10/7/1837 β.δ. “περί διακρίσεως κτημάτων”, ήταν αδέσποτο κατά το χρόνο εκείνο, β) άλλως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 β.δ. “περί ιδιωτικών δασών”, ήταν δάσος, και δεν προσκομίσθηκαν στην οριζόμενη ετήσια προθεσμία οι τυχόν υφιστάμενοι τίτλοι ιδιοκτησίας προς την επί των Οικονομικών Γραμματεία, γ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 3/15.12.1833 β.δ. ήταν λιβάδι ή βοσκότοπος, δ) άλλως, κατά την από 27.6/9.7.1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα από 21.1/3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης που ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και το κατέλαβε δικαιώματι πολέμου κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, ε) άλλως, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων είχε εγκαταλειφθεί από τους τέως κυρίους του Οθωμανούς και δεν καταλήφθηκε από άλλους, στ) άλλως, ανήκε στο Τουρκικό δημόσιο και το δήμευσε, ζ) άλλως περιήλθε στη κυριότητα του ως διάδοχο του Οθωμανικού Δημοσίου, δυνάμει της από 20.6/2.7.1881 Σύμβασης της Κων/λεως, που κυρώθηκε με το ν. ΠΛΖ/1882 η) άλλως, περιήλθε στην κυριότητα του με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία, αφού μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους το νεμόταν, καθώς και τη μεγαλύτερη έκταση που το περιβάλλει, με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις, συνιστούν ενστάσεις ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής (Α.Π 117/2020, Α.Π 148/2016, Α.Π1527/2014). Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια, εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016). Εξάλλου, επί δημοσίων κτημάτων ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ’ άρθρο 51 Εισ.Ν.ΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50. 4), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), δηλαδή, κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως, ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Παν. (5-8), 27 Πανδ.(18-1), 10,18 και 48 πανδ (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ (2- 9), ν.2 κωδ (7-30) Βασ. (50-10)). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων” στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμενοι – διατάξεις”, επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3-7- 1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” συνάγεται, ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50. 4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που “εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων” που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το όρθρο 53 Εισ. Ν. αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ’ αυτά (βλ. Ολ.Α.Π 75/1987, Α.Π 7/2019). Στη προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο δέχθηκε τ’ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά: “Ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ., το έτος 1985, απέκτησε έναν αγρό, εμβαδού 4.000 τμ., ο οποίος βρίσκεται στη θέση “Φ.” ή “Φ.” ή “Μ.” της κτηματικής περιφέρειας …, συνορευόμενος γύρωθεν με ιδιοκτησία Κ. και δρόμους εκ τριών μερών, κατά ποσοστό 21/24 εξ αδιαιρέτου, με παραγωγό τρόπο, ήτοι δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/3-1-1985 πωλητήριου συμβολαίου του άλλοτε συμβολαιογράφου Σ. Τ., το οποίο έχει νομίμως μεταγράφει στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λάρισας στον τόμο … και αριθμό 32. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του άνω συμβολαίου, ο ως άνω αγοραστής για το λοιπό ποσοστό των 3/24 εξ αδιαιρέτου, κατέστη κύριος από κληρονομιά του πατέρα του Ν. Κ.. Ν., ο οποίος απεβίωσε στις 31-10-1966 και την οποία κληρονομιά αποδέχθηκε ο ενάγων με την υπ’ αριθμόν …/3-1-1985 συμβολαιογραφική πράξη του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου. Ακολούθως η μητέρα του ως άνω Ι. Ν. του Ν., Θ. χήρα Ν. Ν., το έτος 1980, δυνάμει άτυπης σύμβασης γονικής παροχής, τού μεταβίβασε έναν όμορο αγρό, εκτάσεως (κατά την τελευταία εμβαδομέτρηση) 2.026,07 τ.μ., που βρίσκεται στην άνω, θέση, ο οποίος έχει λάβει ΚΑΕΚ … 33 046/0/0 ως τμήμα μείζονος ακινήτου συνολικής εκτάσεως, κατά το κτηματολογικό φύλλο, 39.613 τ.μ. Το επίδικο ακίνητο ενιαίο πλέον μετά την ως άνω κληρονομιά (κατά τα 3/24 των 4.000 τ.μ.), την αγορά (κατά τα 21/24 των 4.000 τ.μ.) και τη μεταβίβαση των 2.026,07 τ.μ. με άτυπη σύμβαση ως γονική παροχή κατέστη συνολικής εκτάσεως 6.026,07 τ.μ. και ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ. το κατείχε κατά την έκταση των 2.026,07 τ.μ. από το έτος 1980 και κατά την έκταση των 4.000 τ.μ. από το έτος 1985 (Ιανουάριο 1985), χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανένα ή να αμφισβητηθεί το επ’ αυτού δικαίωμά του, ασκούσε δε μέχρι το χρόνο θανάτου του στις 23-12-2017 τις επ’ αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, ήτοι το καλλιεργούσε με σιτάρι, ενεργώντας όλες τις προς τούτο απαιτούμενες ενέργειες, με διάνοια κυρίου, όπως καταδεικνύεται και από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ενιαίες δηλώσεις εκμετάλλευσης περί καλλιέργειας σταριού επί του επιδίκου, καθώς και από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα Ε9 ήδη από το έτος 1997. Κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στον Τύρναβο στις 13-4-2005 και κατά μείζονα λόγο κατά τον χρόνο (Φεβρουάριος 2019) ασκήσεως της ένδικης αγωγής (άρθρ. 6 παρ. 3 περ. στ’ του ν. 2664/1998, όπως προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4315/2014) ο ως άνω Ι. Ν. του Ν. και της Θ. είχε ήδη καταστεί αποκλειστικός κύριος του εν λόγω επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας επ’ αυτού τις προαναφερόμενες πράξεις νομής, με διάνοια κύριου, για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας. Το μείζον ακίνητο δηλώθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Τυρνάβου και κατά τις γενόμενες αρχικές εγγραφές κατατμήθηκε με αποτέλεσμα ένα τμήμα αυτού με εμβαδόν 3.186 τ.μ. να λάβει ΚΑΕΚ … 33 008/0/0 και να εμφανίζεται ως δικαιούχος κύριος ο Ι. Ν. και ως αιτία κτήσης η πώληση και η κληρονομιά, ενώ το υπόλοιπο ακίνητο, εμβαδού 2.840,11 τ. μ., καταχωρίσθηκε στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Τυρνάβου περιλαμβανόμενο στο μείζον γεωτεμάχιο (οικόπεδο στρατοπέδου) εκτάσεως 39.613,06 τ.μ. με ΚΑΕΚ … 33 046/0/0 ως “αγνώστου” ιδιοκτήτη. Η εν λόγω κτηματολογική εγγραφή, σύμφωνα με τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του ως άνω θανόντος στο επίδικο ακίνητο συνολικής εκτάσεως 6.026,07 τ.μ.. Ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ., ήταν αδερφός του ενάγοντος, απεβίωσε στις 23-12-2017 στον Τύρναβο, ήτοι μετά την έναρξη του κτηματολογίου στην αυτή περιοχή του Νομού Λάρισας. Δυνάμει δε της με αριθμό …/2-10-2017 δημόσιας διαθήκης του Συμβολαιογράφου … Γ. Τ., η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό …/2018 Πρακτικό Συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Λάρισας, ο ως άνω θανών διαθέτης Ι. Ν. κατέστησε κληρονόμο του τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο στο επίδικο ακίνητο. Ακολούθως ο τελευταίος με τη νομίμως καταχωρισθείσα στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό 1455/22-2-2019 δήλωσή του ενώπιον του Συμβολαιογράφου … Γ. Τ., αποδέχθηκε την ως άνω επαγόμενη σε αυτόν κληρονομιά και νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής. Το εν λόγω μείζον ακίνητο εμφαίνεται στο από 7-12-2018 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Τ., ενώ το επίδικο τοιούτο συνολικής εκτάσεως 2.840,11 τ.μ. εμφαίνεται στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα υπό στοιχεία 12α-12β-β-14-12-α-12α. Σύμφωνα με την με αριθμ. πρωτ. 1910887/ΕΠΕΑ-ΔΚ9098/14-5-2019 εισήγηση της Υποδιευθύντριας Διαχείρισης Χωρικών Δεδομένων για την συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων απεικόνισης γεωμετρικής μεταβολής λόγω διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών, συντρέχουν οι τεχνικές προϋποθέσεις για την απεικόνιση της αιτούμενης γεωμετρικής μεταβολής σύμφωνα με το ως άνω μνημονευόμενο τοπογραφικό διάγραμμα. Το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αρνήθηκε την αγωγή και ειδικότερα ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε κατά οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στον δικαιοπάροχο του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, ισχυριζόμενο αορίστως, μέσω της παράθεσης των σχετικών νομικών διατάξεων και μόνο, ότι πρόκειται περί δημόσιας γαίας, η οποία ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και περιήλθε κατά κυριότητα στο Ελληνικό τοιούτο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας σύμφωνα με τη Σύμβαση της, Κωνσταντινουπόλεως της 20=1? Ιουνίου/2ας Ιουλίου 1881, ως δημόσια δε γαία” εξαιρείται της χρησικτησίας εκτός κι αν έχει αυτή (η χρησικτησία) συμπληρωθεί έως τις 11-9-1915. Ωστόσο το εναγόμενο δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό των ισχυρισμών του στοιχείο ως ώφειλε, δεδομένου ότι το επίδικο ακίνητο αποδείχθηκε ότι ήταν πάντοτε καλλιεργήσιμος αγρός και όχι δάσος (ή δασική έκταση) ή “δημόσια γαία” και γενικά δεν υπάρχει παραδοχή ότι το εν λόγω ακίνητο ανήκε κατά κυριότητα στο Τουρκικό Δημόσιο και, συνακόλουθα, ότι, στη συνέχεια, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας περιήλθε στην κυριότητα του εναγομένου “δικαιώματι πολέμου”, ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν κτήση κυριότητας του ενάγοντος με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του εναγομένου μέχρι τις 11-9-1915, αφού τα περιστατικά αυτά είναι απαραίτητα για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία στην περίπτωση που πρόκειται για δημόσιο κτήμα, δηλαδή για ακίνητο του οποίου το εναγόμενο έχει γίνει κύριος και όχι όταν πρόκειται για καλλιεργούμενη ιδιωτική ιδιοκτησία (ΑΠ 719/2015, ΑΠ 847/2013, ΑΠ 86/2007, ΑΠ 1788/2005, ΑΠ 325/ 2002), αν ληφθεί υπόψη ότι δεν προβλέπεται στο νόμο γενικό τεκμήριο κυριότητας υπέρ του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ούτε γενικό – διαδικαστικό προνόμιο αυτού, κατ’ εφαρμογή του οποίου, σε περίπτωση αντιδικίας του με ιδιώτη, ο τελευταίος φέρει πάντοτε το βάρος της απόδειξης (ΑΠ 528/2017 ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται δε αφενός μεν ότι το επίδικο ακίνητο και τα όρια καλλιέργειας αυτού σαφώς οριοθετούνται από τους δρόμους που φαίνονται ως σύνορα στις τρεις πλευρές αυτού και εκτείνεται τουλάχιστον προς βορά έως το σημείο που υπάρχουν κολωνάκια οριοθέτησης οικοπέδου του στρατοπέδου, όπως απεικονίζεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, αφετέρου δε ότι, εάν επρόκειτο για δημόσιο κτήμα και δη τμήμα συνεχόμενο του οικοπέδου υφισταμένου στρατοπέδου, τότε το Ελληνικό Δημόσιο θα το είχε καταχωρίσει ως τέτοιο στο Ειδικό Βιβλίο κατ’ άρθρο 25 του ν. 1539/1938, θα είχε συντάξει σε βάρος του ενάγοντος πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ή αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης και θα είχε υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση, πλην όμως σε ουδεμία τοιαύτη ενέργεια προέβη. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ., κάτοικος εν ζωή Τυρνάβου, ο οποίος απεβίωσε στις 23-12-2017, ήταν κύριος όσο ζούσε του επιδίκου εδαφικού τμήματος ακινήτου εμβαδού 2.840,11 τ.μ. που απεικονίζεται στο από 7-12- 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Τ. υπό στοιχεία 12α-12β-β-14-12-α-12α και να διαταχθεί η διόρθωση της κατά τα ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία που τηρούνται στο Κτηματολογικά Γραφείο Τυρνάβου ώστε το εν λόγω εδαφικό τμήμα να αποσπασθεί από το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ … 33 046/0/0 και να προσαρτηθεί στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ … 33 008/0/0, και ως προς το τμήμα αυτό να αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας, κατά ποσοστό 100%, ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ., με τίτλο κτήσης για μεν τμήμα 4.000 τ.μ. το υπ’ αριθ. …/3-1-1985 συμβόλαιο πώλησης του Συμβολαιογράφου … Σ. Τ., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Τυρνάβου, στον τόμο … και υπό αύξοντα αριθμό 32 και για τμήμα 2.026,07 τ.μ. την έκτακτη χρησικτησία. Επίσης, να διορθωθεί σχετικός το στοιχείο του εμβαδού του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ … 33 046/0/0, ώστε να αφαιρεθεί από το αναγραφόμενο εμβαδόν το τμήμα εμβαδού 2.840,11 τ.μ. που αντιστοιχεί στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …33008/0/0″.
Το Εφετείο, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές του, απέρριψε την έφεση του εναγομένου – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο είχε κάνει δεκτή την αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί, τους οποίους προέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέφερε με τους λόγους εφέσεως του, περί ιδίας κυριότητας των επιδίκων ακινήτων συνιστούν ενστάσεις, τις οποίες έκρινε απορριπτέες, διότι δεν αποδείχθηκαν και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, μετά από και συμπλήρωση των οικείων αιτιολογιών (αρθρ. 534 Κ.Πολ.Δικ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την διάταξη του αριθμού 13 του όρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, ως προς τον προταθέντα από το αναιρεσείον-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρισμό περί αποκτήσεως από αυτό της κυριότητας του επιδίκου, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κων/λεως της 20ης Ιουνίου/2ας Ιουλίου 1881, τον οποίο, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο αφενός έκρινε ότι συνιστά ένσταση και αφετέρου τον έκρινε αναπόδεικτο και απορριπτέο και, στη συνέχεια, έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, καθόσον τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως των επικαλουμένων γεγονότων ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, τις έφερε το ενιστάμενο-αναιρεσείον και όχι ο αναιρεσίβλητος-ενάγων. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος.
Τέλος με τον πρώτο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον, αποδίδει στη προσβαλλόμενη την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1α και 19 του Κ.Πολ.Δ, συνιστάμενη στο ότι παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (ν, 20 παρ, 6, πανδ, (5,3), ν. 27 Πανδ. (18,1) Β 38 και 48 πανδ. (41,3), ν 5 Πανδ. (41,8), ν 3 Πανδ, (41,10),. 8 παρ, 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ, 7 (Βασ. 50.14), ν. 2 παρ. 2 πανδ. (41.4), v. 6 πανδ. (44.3), v. 76 παρ, 1 πανδ. (18.1) καιν. 7 παρ. 3 πανδ, (23.3)) που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3 του οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7ης Ραμαζάν 1724, της από 20Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881 Σύμβασης της Κων/λης, που κυρώθηκε με το ν. ΠΛΖ/1882, του Ν. ΔΞΗ/1912, και το άρθρο 21 του ΝΔ 29-4-/16-3-1926, οι οποίες έπρεπε να εφαρμοστούν. Όπως όμως προκύπτει από τις παραδοχές της παραπάνω απόφασης το επίδικο είχε ανέκαθεν αγροτικό χαρακτήρα, υπέκειτο σε ιδιωτική εξουσίαση και περιλαμβάνονταν στους τίτλους κτήσης του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι το νέμονταν με διάνοια κυρίου ασκώντας επ’αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις και, ως εκ τούτου, το Εφετείο ορθά δεν εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη υπόθεση, καθόσον η εφαρμογή τους προϋποθέτει παραδοχή ότι τα επίδικα αποτελούσαν δημόσιο κτήμα, την οποία όμως το Εφετείο δεν εξέφερε (ΑΠ 27/2019).
Συνεπώς, και ο λόγος αυτός της αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, με τον οποίο το αναιρεσείον, υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει ν’ απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του, που προέβαλε με τις προτάσεις του, σε βάρος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), τα οποία όμως πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα κατά τα άρθρα 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-5-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθ. 574/2020απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου εις βάρος του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουλίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΔΠΘ 4070/2024, Φορολογικές διαφορές – Λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων – Διαδικασία περαίωσης/αυτοελέγχου του ν. 3296/2004
Επόμενο άρθρο Πότε υφίσταται άφεση χρέους – Παραδείγματα