Αριθμός 941/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πάτρας, που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Παπαγεωργίου.
Της αναιρεσιβλήτου: Ο. Π. συζύγου Χ. Γ., κατοίκου Π. Ε. Α.. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Βγενόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-7-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 811/2014 μη οριστική, 148/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 126/2020 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-4-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται: “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του Α.Κ. συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση των οποίων ιδρύει τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 397/2019, ΑΠ 1135/2018). Εξάλλου, ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2696/1999 (Α’ 57), ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι: “Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή” και στο άρθρο 19 παρ. 1-3 ότι: “1. O οδηγός οδικού οχήματος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. 2. O οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, … 3. Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του … όταν το οδόστρωμα είναι ολισθηρό…”. Με τις παραπάνω διατάξεις ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες, προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 1048/2017). Και ναι μεν η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 309/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, σχετικά με τις συνθήκες του ένδικου ατυχήματος και τη συνυπαιτιότητα των διαδίκων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 5/10/2010 και περί ώρα 9η πρωινή η ενάγουσα, οδηγώντας το υπ` αριθμ. κυκλοφορίας ΑΧΤ—– Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της, εκινείτο επί της κεντρικής δημοτικής οδού στην περιοχή Ρωμανός Αχαΐας, η οποία συνδέει την περιοχή αυτή με την περιοχή Ελεκίστρα Αχαΐας με κατεύθυνση από Πανόραμα Ελεκίστρας, μέσω Ρωμανού, προς Πάτρα. Κατά τον κρίσιμο χρόνο (5η/10/2010) η επιφάνεια της ανωτέρω οδού ήταν ολισθηρή, λόγω της επί πολλές ημέρες συνεχούς διαρροής υδάτων από αγωγό του δικτύου ύδρευσης της περιοχής, Πανοράματος Ελεκίστρας, αρμοδιότητας του εναγομένου για το οποίο (γεγονός της διαρροής υδάτων) οι περίοικοι από καιρό είχαν ειδοποιήσει το εναγόμενο, αφού ανήκει στη δικαιοδοσία του η εποπτεία, συντήρηση και επισκευή του δικτύου ύδρευσης της προαναφερόμενης περιοχής, όμως αυτό εκώφευε. Η ενάγουσα κινούμενη με το αυτοκίνητό της επί της κεντρικής δημοτικής οδού στην περιοχή Ρωμανός Αχαΐας, με κατεύθυνση προς Πάτρα και φθάνοντας λίγο πριν από το εξοχικό κέντρο “Ζάστοβα”, σημείο όπου η οδός είναι κατωφερής και παρουσιάζει μικρή κλίση προς τα κάτω και το οδόστρωμα ήταν ολισθηρό από διαρροή υδάτων διερχόμενου αγωγού εγγύς και υψηλότερα του προαναφερομένου σημείου, το αυτοκίνητό της εξετράπη από την ομαλή πορεία του προς τα δεξιά, η ίδια απώλεσε τον έλεγχό του και τούτο προσέκρουσε με σφοδρότητα σε τσιμεντένια κολόνα παρακείμενου κτίσματος με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές υλικές ζημίες στο αυτοκίνητό της και η ίδια να τραυματιστεί. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, … το ένδικο ατύχημα και οι επελθούσες συνέπειές του οφείλονται σε συντρέχουσα υπαιτιότητα (αμελή συμπεριφορά) των προστηθέντων υπαλλήλων του εναγομένου και της ενάγουσας οδηγού. Ειδικότερα, οι προστηθέντες υπάλληλοι του εναγομένου, οι οποίοι, με βάση την κείμενη νομοθεσία, είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον της συντήρησης και αποκατάστασης των βλαβών του δικτύου ύδρευσης της προαναφερόμενης περιοχής, αρμοδιότητάς του (εναγομένου), μολονότι είχαν ειδοποιηθεί επανειλημμένως από περίοικους, σε πρότερο χρόνο εκείνον του ενδίκου ατυχήματος, για διαρροή υδάτων από αγωγό ύδρευσης στην περιοχή Πανοράματος Ελεκίστρας, τα οποία (ύδατα) διέτρεχαν κατά μήκος την κεντρική δημοτική οδό στην περιοχή Ρωμανού Αχαΐας, έμειναν αδιάφοροι στο καθήκον τους και δεν έσπευσαν αμέσως να αποκαταστήσουν τη βλάβη όπως όφειλαν και μπορούσαν να πράξουν, ώστε να είχε εξαλειφθεί η διαρροή υδάτων από τον αγωγό και συνακόλουθα ο κίνδυνος να καταστεί το οδόστρωμα ολισθηρό, ο οποίος (κίνδυνος) τελικά δεν αποφεύχθηκε, αφού, όπως αποδείχθηκε, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του εναγόμενου αδιαφόρησαν και αποκατέστησαν τη βλάβη με μεγάλη βραδύτητα και δη λίγες ώρες μετά το συμβάν, συντελώντας με την προεκτεθείσα αμελή συμπεριφορά τους στο να καταστεί το οδόστρωμα της παραπάνω οδού ολισθηρό και επικίνδυνο για τους διερχόμενους οδηγούς, η ολισθηρότητα του οποίου υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και τις επελθούσες ζημίες της ενάγουσας. Από την άλλη πλευρά η ενάγουσα δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει υπό τις αυτές περιστάσεις η μέση συνετή οδηγός. Πιο συγκεκριμένα δεν οδηγούσε με σύνεση-και διαρκώς τεταμένη την προσοχή της λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη της τις κατά τον κρίσιμο χρόνο επικρατούσες συνθήκες και ιδίως τη διαμόρφωση και κατάσταση της οδού στο σημείο του ατυχήματος η οποία είναι κατωφερής και παρουσιάζει μικρή κλίση προς τα κάτω και η επιφάνειά της ήταν ολισθηρή, ούτε είχε ρυθμίσει αναλόγως την ταχύτητα του αυτοκινήτου της, ενόψει της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, λόγω της επί πολλές ημέρες συνεχούς διαρροής υδάτων από αγωγό του δικτύου ύδρευσης της περιοχής, για την οποία, όπως η ίδια ομολογεί με την αγωγή της, γνώριζε από καιρό, αφού διέρχονταν καθημερινά με το αυτοκίνητό της από το συγκεκριμένο σημείο, για να μεταβεί στην εργασία της, όπως επίσης γνώριζε και για την ολιγωρία των αρμοδίων οργάνων του εναγόμενου να αποκαταστήσουν τη συγκεκριμένη βλάβη (διαρροή), με αποτέλεσμα, λόγω της υψηλής ταχύτητας του αυτοκινήτου της, όπως προκύπτει από την έκταση των υλικών ζημιών του αλλά και τη βαρύτητα των τραυμάτων της ιδίας, την οποία (ταχύτητα) δεν είχε ρυθμίσει αναλόγως ενόψει της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, το αυτοκίνητό της να εκτραπεί της πορείας του προς τα δεξιά, η ίδια να απωλέσει τον έλεγχό του και στη συνέχεια αυτό να προσκρούσει με σφοδρότητα σε τσιμεντένια κολόνα παρακείμενου κτίσματος, συμβάλλοντας και αυτή με την προεκτεθείσα αμελή συμπεριφορά της στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και τις επελθούσες ζημίες της [άρθρα 12 παρ. 1 και 19 παρ.1 και 3 Ν2696/1999 (Κ.Ο.Κ.)]. Το Δικαστήριο συγκρίνοντας τις παραλείψεις αμφοτέρων των εμπλεκομένων στο ένδικο ατύχημα, ήτοι των προστηθέντων οργάνων (υπαλλήλων) του εναγομένου και της ενάγουσας, κρίνει ότι καθεμία πλευρά συντέλεσε στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος σε ποσοστό 70% και 30% αντιστοίχως. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την συνεκκαλούμενη απόφασή του (811/2014) κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας δεχόμενο ως εν μέρει βάσιμη κατ` ουσίαν τη νομίμως προβληθείσα από το εναγόμενο ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και την επέλευση του τραυματισμού της (άρθρο 300 ΑΚ) καταλογίζοντάς της συντρέχον πταίσμα στην πρόκλησή του σε ποσοστό 30% ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε…”. Με τις κρίσεις του αυτές, περί συνυπαιτιότητας τόσο των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας Δημοτικής Επιχείρησης όσο και της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά, στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300, 330, 914 ΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1-3 του ΚΟΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, τη συνυπαιτιότητα των διαδίκων και την αιτιώδη συνάφεια της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της αμελούς συμπεριφοράς τόσο των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας όσο και της αναιρεσείουσας, οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου, και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της άνω συμπεριφοράς τους και της πρόκλησης του ατυχήματος και δικαιολογούν την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας για αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσίβλητης στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, δεδομένου ότι η άνω αμελής συμπεριφορά των υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, εξαιτίας της οποίας το οδόστρωμα της παραπάνω οδού κατέστη ολισθηρό και επικίνδυνο για τους διερχόμενους οδηγούς, συνιστά παρανομία και, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης, η εκτροπή του αυτοκινήτου της αναιρεσίβλητης οφείλεται κυρίως στην ολισθηρότητα του οδοστρώματος. Εξάλλου, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον περιέλαβε σ` αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων για να αιτιολογηθεί η συντρέχουσα υπαιτιότητα των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της άνω υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς τους και της επελθούσας ζημίας. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν, με επάρκεια, το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη αναφέρει, με σαφήνεια και πληρότητα α) ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της αναιρεσείουσας, μολονότι είχαν ειδοποιηθεί επανειλημμένως από περιοίκους, σε πρότερο χρόνο εκείνον του ενδίκου ατυχήματος, για διαρροή υδάτων από αγωγό ύδρευσης στην περιοχή Πανοράματος Ελεκίστρας, τα οποία (ύδατα) διέτρεχαν κατά μήκος την κεντρική δημοτική οδό στην περιοχή Ρωμανού Αχαΐας, έμειναν αδιάφοροι στο καθήκον τους και δεν έσπευσαν αμέσως να αποκαταστήσουν τη βλάβη όπως όφειλαν και μπορούσαν να πράξουν, ώστε να είχε εξαλειφθεί η διαρροή υδάτων από τον αγωγό και συνακόλουθα ο κίνδυνος να καταστεί το οδόστρωμα ολισθηρό, β) ότι με την αμελή αυτή συμπεριφορά τους συνετέλεσαν στο να καταστεί το οδόστρωμα της παραπάνω οδού ολισθηρό και επικίνδυνο για τους διερχόμενους οδηγούς, και γ) ότι η ολισθηρότητα του οδοστρώματος υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, πέραν της συνυπαιτιότητας της αναιρεσίβλητης οδηγού του αυτοκινήτου. Επομένως, ο πρώτος, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αφενός μεν προβάλλει αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, αφετέρου δε προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τέτοια δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρία ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν μπορεί να προσδιοριστεί, το ύψος δε του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, την ηλικία του παθόντος, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού τυχόν συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης (ΑΠ 1424/2022, ΑΠ 874/2021, ΑΠ 599/2018, ΑΠ 91/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την σωματική βλάβη και την κατ’ άρθρο 931 ΑΚ απαίτηση της αναιρεσίβλητης, δέχθηκε τα εξής: ” Πέραν αυτών, αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά το ένδικο ατύχημα η ενάγουσα διακομίστηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών όπου, αφού αρχικά εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία, ακολούθως εισήχθη στην Παθολογική κλινική πάσχουσα από συντριπτικό ενδαρθρικό κάταγμα δεξιού ισχίου, κατάγματα πλευρών αριστερού ημιθωρακίου, θλάση σπληνός και ήπατος και θλαστικό τραύμα δεξιάς υπογονάτιας χώρας. Την ίδια ημέρα (5/10/2010) υποβλήθηκε σε επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής για την αποκατάσταση του ισχίου και παρέμεινε για νοσηλεία. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της παρουσίασε εκτεταμένο υποκάψιο αιμάτωμα σπληνός που αντιμετωπίσθηκε συντηρητικά, καθώς και υποτροπιάζοντα αιμοθώρακα αριστερού ημιθωρακίου που αντιμετωπίσθηκε με τοποθέτηση παροχέτευσης και οξυγονοθεραπεία, ενώ έλαβε 12ήμερη αντιβιοτική αγωγή και υποβλήθηκε σε μετάγγιση αίματος. Εξήλθε του νοσοκομείου στις 2/11/2010 με βακτηρίες και της συνεστήθη αποχή από την εργασία της για τρεις (3) μήνες αρχομένης από 2/11/2010… Πέραν όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά τη διενέργεια της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την συνεκκαλούμενη (811/2014) απόφασή του για να διαπιστωθεί η έκταση και η βαρύτητα της σωματικής βλάβης της ενάγουσας, η μονιμότητα ή μη αυτής σε σχέση με τη λειτουργικότητα και κινητικότητα του δεξιού κάτω άκρου της λόγω της επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε, καθώς και εάν έχει αποθεραπευτεί πλήρως, σε αρνητική δε περίπτωση να προσδιοριστούν οι συνέπειες που η βλάβη αυτή έχει επιφέρει και θα έχει στην επαγγελματική και κοινωνική ζωή της ενάγουσας, ο διορισθείς από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονας, Ιατρός Χειρουργός ορθοπαιδικός, Ι. Γ., κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 4-6-2015 την έκθεσή του με την οποία γνωμοδότησε τα εξής “…Η ασθενής υποβλήθηκε σε αντικατάσταση της άρθρωσης του δεξιού ισχίου με πρόθεση (τεχνητή άρθρωση) με αποτέλεσμα η βλάβη να χαρακτηρίζεται μόνιμη. Η αντικατάσταση με πρόθεση καθιστά αδύνατη την πλήρη αποκατάσταση, αφού η ασθενής, αντί για τη δική της άρθρωση, θα φέρει την τεχνητή άρθρωση, επιπλέον η ηλικία της καθιστά πολύ πιθανή την ανάγκη για αντικατάσταση της πρόθεσης με νέα χειρουργική επέμβαση, πολύ πιο δύσκολη από την αρχική επέμβαση. Οι πιθανές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στην επαγγελματική ζωή της ασθενούς η αρθροπλαστική ισχίου είναι ο μερικός περιορισμός της κινητικότητας, αφού θα αδυνατεί να ανταποκριθεί στην σωματική κόπωση που υποβάλλεται ένας ιατρός τόσο κατά τη διάρκεια μιας 24ωρης εφημερίας, όσο και κατά τις καθημερινές δραστηριότητές του, ενώ όσον αφορά την κοινωνική ζωή της ασθενούς είναι πιθανή η μη δυνατότητα έντονης άσκησης, (μακρά πορεία, ορειβασία κ.λ.π.)”. Ενόψει των ανωτέρω, γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, η προαναφερθείσα σωματική βλάβη που η ενάγουσα υπέστη λόγω του ενδίκου ατυχήματος κρίνεται μόνιμη και μη αναστρέψιμη και θα επηρεάσει δυσμενώς την επαγγελματική και οικονομική της εξέλιξη, καθώς και την κοινωνική της υπόσταση ως Ιατρού (Διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής του Γ. Ν. Π. Π. «Κ.”) του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), καθότι θα περιοριστεί μερικώς η κινητικότητά της και συνακολούθως και η ικανότητά της να ασκεί στο μέλλον τα καθήκοντά της ως Ιατρού που απαιτούν καθημερινά αλλά και επί εικοσιτετράωρου βάσεως (κατά τη διάρκεια των εφημεριών) παρατεταμένη ορθοστασία και βάδιση, ενώ ενδέχεται στο μέλλον να υποβληθεί και σε νέα χειρουργική επέμβαση για την αντικατάσταση της πρόθεσης (τεχνητής άρθρωσης) που φέρει στο δεξί ισχίο. Τούτων δοθέντων, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της ενάγουσας κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος (54 ετών), το λειτούργημα το οποίο αυτή ασκεί και τη θέση που κατέχει, το είδος και το βαθμό της αναπηρίας της, τις επιπτώσεις αυτής στην επαγγελματική και οικονομική της εξέλιξη, καθώς και στην κοινωνική της υπόσταση και την συνυπαιτιότητά της στην επέλευση της βλάβης αυτής της υγείας της, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε αυτήν (ενάγουσα) ως ιδιαίτερη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ. Μετά ταύτα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη (148/2017) απόφασή του αναγνώρισε ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το ποσό των 10.000 ευρώ εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης της ενάγουσας και να απορριφθεί ο αντίστοιχος λόγος της έφεσης του εναγομένου με τον οποίο υποστηρίζει ότι έπρεπε να απορριφθεί το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο στο σύνολο του …”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία η προαναφερθείσα σωματική βλάβη, που η αναιρεσίβλητη υπέστη λόγω του ενδίκου ατυχήματος, είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη και θα επηρεάσει δυσμενώς την επαγγελματική και οικονομική της εξέλιξη, καθώς και την κοινωνική της υπόσταση ως ιατρού, πληρούν το πραγματικό της άνω διάταξης και δικαιολογούν την επιδίκαση ενός εύλογου χρηματικού ποσού στην αναιρεσίβλητη λόγω της άνω αναπηρίας της. Εξάλλου, από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα προκύπτει ότι αυτή έχει νόμιμη βάση, διότι περιέχει σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που το Εφετείο έκρινε ότι αποδείχθηκαν στον ουσιαστικό κανόνα δικαίου του άρθρου 931 ΑΚ, που εφάρμοσε. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν, με επάρκεια, το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη αναφέρει, με σαφήνεια και πληρότητα: α) ότι η αναιρεσίβλητη υπέστη συντριπτικό ενδαρθρικό κάταγμα δεξιού ισχίου, κατάγματα πλευρών αριστερού ημιθωρακίου, θλάση σπληνός και ήπατος και θλαστικό τραύμα δεξιάς υπογονάτιας χώρας, β) ότι υποβλήθηκε σε επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής για την αποκατάσταση του ισχίου και δη ότι υποβλήθηκε σε αντικατάσταση της άρθρωσης του δεξιού ισχίου με πρόθεση (τεχνητή άρθρωση), η οποία (αντικατάσταση με πρόθεση) καθιστά αδύνατη την πλήρη αποκατάσταση, αφού η αναιρεσίβλητη, αντί για τη δική της άρθρωση, θα φέρει την τεχνητή άρθρωση, και γ) ότι η σωματική αυτή βλάβη που υπέστη η αναιρεσίβλητη λόγω του ενδίκου ατυχήματος είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη, και θα επηρεάσει δυσμενώς την επαγγελματική και οικονομική της εξέλιξη, καθώς και την κοινωνική της υπόσταση ως ιατρού, διότι θα περιοριστεί μερικώς η κινητικότητά της και συνακόλουθα και η ικανότητά της να ασκεί στο μέλλον τα καθήκοντά της ως ιατρού που απαιτούν καθημερινά αλλά και επί εικοσιτετράωρου βάσεως (κατά τη διάρκεια των εφημεριών) παρατεταμένη ορθοστασία και βάδιση, ενώ ενδέχεται στο μέλλον να υποβληθεί και σε νέα χειρουργική επέμβαση για την αντικατάσταση της πρόθεσης (τεχνητής άρθρωσης) που φέρει στο δεξί ισχίο. Η κρίση αυτή του Εφετείου στηρίζεται στην βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής στο μέλλον της αναιρεσίβλητης, αν και για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης του άρθρου 931 ΑΚ ο νόμος αρκείται και στην απλή δυνατότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας στο μέλλον του παθόντος κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Οι παραδοχές αυτές είναι αρκετές για την υπαγωγή στο πραγματικό του άρθρου 931 ΑΚ και δεν χρειαζόταν η αναφορά επί πλέον αιτιολογιών για την ορθή εφαρμογή του, ως προς το είδος της αναπηρίας, η οποία κατά το Εφετείο έχει επίδραση σωματική, ενώ δεν απαιτείται να συγκεκριμενοποιείται με ακρίβεια ο προσδιορισμός του ποσοστού της, λόγω της φύσεως της ζημίας και του μελλοντικού χαρακτήρα της, αλλά αρκεί να είναι βέβαιη με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επομένως, ο δεύτερος, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αφενός μεν προβάλλει αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ, αφετέρου δε προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, που είναι διάσπαρτες στον άνω λόγο της αίτησης αναίρεσης, πλήττουν, με επίφαση την παράβαση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, την αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) επί της ουσίας κρίση του Εφετείου, καθόσον αναφέρονται στην από το Εφετείο εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την μονιμότητα της βλάβης που υπέστη η αναιρεσίβλητη και την επίδρασή της στην επαγγελματική και οικονομική της εξέλιξη, καθώς και την κοινωνική της υπόσταση ως ιατρού, περαιτέρω δε στην ανάλυση και στάθμισή τους, και συνεπώς είναι απαράδεκτες. Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ “…σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του Δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ` αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα, που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμός 1 και 19 ΚΠολΔ (ολΑΠ. 9/2015, ΑΠ 273/2022, ΑΠ 321/2021, ΑΠ 12/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχετικά με το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της αναιρεσίβλητης, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή της, δέχθηκε τα εξής: “Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, του βαθμού συνυπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων του εναγομένου στην πρόκληση του ατυχήματος, του βαθμού συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος και στην επέλευση των σωματικών βλαβών της, του είδους, της έκτασης και της βαρύτητας των σωματικών βλαβών της υγείας της, του τρόπου αντιμετώπισής τους (συντηρητικά και με χειρουργική επέμβαση), της μόνιμης αναπηρίας της, της ηλικίας της (54 ετών), του σωματικού άλγους και της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη συνεπεία αυτών, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο μετά τη στάθμιση των ανωτέρω προσδιοριστικών κατά το νόμο στοιχείων (άρθρο 932 ΑΚ). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη (148/2017) οριστική απόφασή του αναγνώρισε ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 9.000 ευρώ δεν εκτίμησε ορθώς τα κατά το νόμο στοιχεία και τις αποδείξεις και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης της ενάγουσας και να απορριφθεί ο αντίστοιχος λόγος της έφεσης του εναγομένου με τον οποίο υποστηρίζει ότι έπρεπε να απορριφθεί το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο στο σύνολό του ως αβάσιμο … “. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο και καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση της αναιρεσίβλητης, λόγω ηθικής βλάβης, στο προαναφερθέν ποσό των 20.000 ευρώ, αφού εκτίμησε τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά, ήτοι τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό συνυπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας και της αναιρεσίβλητης στην πρόκληση του ατυχήματος και στην επέλευση των σωματικών βλαβών της, το είδος, την έκταση και τη βαρύτητα των σωματικών βλαβών της, τον τρόπο αντιμετώπισής τους (συντηρητικά και με χειρουργική επέμβαση), τη μόνιμη αναπηρία της, την ηλικία της (54 ετών), το σωματικό άλγος και την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη συνεπεία αυτών, καθώς και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών και την κοινωνική κατάσταση της αναιρεσίβλητης, δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπερβαίνει καταφανώς τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως, ο τρίτος και τελευταίος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε εν προκειμένω η προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέρος του για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αόριστος διότι δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αποφάσεως, δηλαδή δεν προσδιορίζεται, ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 ΚΠολΔ). Τέλος, η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις και διατυπώνει σχετικό αίτημα (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Απριλίου 2021 αίτηση της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης – Αποχέτευσης Πάτρας (ΔΕΥΑΠ), για αναίρεση της με αριθ. 126/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 941 / 2023 Τραυματισμός λόγω ολισθηρού οδοστρώματος, το οποίο προκλήθηκε από διαρροή νερού από αγωγό ύδρευσης – Αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης
Πηγή :