ΑΠΟΦΑΣΗ
Miron κατά Ρουμανίας της 05.11.2024 (αριθμ. προσφ. 37324/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στις 19 Δεκεμβρίου 2012 παραπέμφθηκε σε δίκη η προσφεύγουσα και τέσσερις άλλοι δημοσίοι υπάλληλοι του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού του Υπουργείου Εσωτερικών, με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της κατάχρησης εξουσίας και τελικά καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλακή με αναστολή.
Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για το δίκαιο χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας, ισχυρισθείσα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την καταδίκασε δεν είχε συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία απευθείας ούτε από τους μάρτυρες ούτε από τους συγκατηγορουμένους της.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστές που εκδίκασαν και στα δύο επίπεδα της δικαιοδοσίας (πρωτόδικα και στο Εφετείο) είχαν συλλέξει αυτεπαγγέλτως στοιχεία απευθείας από τους συγκατηγορουμένους και έναν ιδιαίτερα σημαντικό μάρτυρα, η δε χρήση από τα δικαστήρια των ηχογραφημένων καταθέσεων των άλλων μαρτύρων στη λήψη των αποφάσεών τους ήταν συμβατά με τις απαιτήσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και δεν είχε θίξει την ουσία του δικαιώματος αυτού. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα της ηχητικής καταγραφής επιπροσθέτως της γραπτής καταγραφής των εν λόγω άλλων μαρτυρικών καταθέσεων είχε, στην προκειμένη περίπτωση, μπορέσει να παράσχει μια πρόσθετη εγγύηση.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Adriana – Laura Miron, είναι Ρουμάνα υπήκοος, η οποία γεννήθηκε το 1977 και ζει στο Βουκουρέστι.
Στις 19 Δεκεμβρίου 2012 η εισαγγελία του περιφερειακού δικαστηρίου του Βουκουρεστίου παρέπεμψε σε δίκη την προσφεύγουσα και τέσσερις άλλους δημοσίους υπαλλήλους του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού του Υπουργείου Εσωτερικών («DGRU»), με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της κατάχρησης εξουσίας. Κατηγορήθηκαν ότι προσέλαβαν τον D.R.C. παράνομα και ότι τον πλήρωσαν για πλαστή εργασία. Ο D.R.C. παραπέμφθηκε επίσης σε δίκη με την κατηγορία της συνδρομής και υποκίνησης των αδικημάτων αυτών.
Με απόφαση της 4 Ιουνίου 2013 το Περιφερειακό Δικαστήριο του Βουκουρεστίου έκανε δεκτή την αίτηση ενός από τους συναδέλφους και συγκατηγορουμένους της προσφεύγουσας (N.G.) και ενός άλλου συγκατηγορουμένου της να δικαστούν στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας που διέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το δικαστήριο καταδίκασε αυτούς τους δύο συγκατηγορούμενους σε μικρές ποινές φυλάκισης. Στη συνέχεια κατέθεσαν ως μάρτυρες στην ποινική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας.
Κατά τη διάρκεια τριών ακροάσεων που άρχισαν στις 19 Φεβρουαρίου 2014, το Περιφερειακό Δικαστήριο, που συνεδρίασε σε μονομελές σχηματισμό, συνέλεξε καταθέσεις από την προσφεύγουσα και τους δύο εναπομείναντες συγκατηγορούμενους. Ο D.R.C. επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός. Το δικαστήριο άκουσε επίσης την κατάθεση ενός από τους επτά μάρτυρες που είχαν καταθέσει προηγουμένως κατά τη διάρκεια της έρευνας, και συγκεκριμένα του Υπουργού Εξωτερικών, του οποίου η υπογραφή είχε πλαστογραφηθεί.
Σε ακρόαση στις 30 Απριλίου 2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να δηλώσουν αν αμφισβητούν τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί κατά την ποινική έρευνα. Η προσφεύγουσα δεν τα αμφισβήτησε, αλλά δήλωσε ότι είχε αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια των καταθέσεων των συγκατηγορουμένων της και ότι επιθυμούσε να εξετάσει τους μάρτυρες που είχαν προηγουμένως καταθέσει κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Ζήτησε τα γραπτά έγγραφα και οι αρχειοθετημένες βιντεοσκοπήσεις των εισόδων του κτιρίου DGRU να γίνουν δεκτές ως αποδεικτικά στοιχεία και να εξεταστεί ένας μάρτυρας, και συγκεκριμένα ο αναπληρωτής διευθυντής Οικονομικών του Υπουργείου. Το γραφείο του εισαγγελέα, από την πλευρά του, ζήτησε οι δύο πρώην συνάδελφοί της που είχαν καταδικαστεί στο παρελθόν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Τα εν λόγω αιτήματα έγιναν δεκτά.
Στις 14 Μαΐου 2014, παρουσία δικηγόρου που επέλεξε η προσφεύγουσα, το Επαρχιακό Δικαστήριο, που συνεδρίασε σε μονομελή σύνθεση, συνέλεξε καταθέσεις από πέντε από τους επτά μάρτυρες που είχαν καταθέσει προηγουμένως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ένας πρόσθετος μάρτυρας, για λογαριασμό της υπεράσπισης, κατέθεσε με τη σειρά του κατά την επόμενη ακροαματική διαδικασία στις 25 Ιουνίου 2014, ενώπιον διαφορετικού μονομελούς δικαστή. Από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014 έως το τέλος της πρωτοβάθμιας διαδικασίας το Περιφερειακό Δικαστήριο, με νέο μονομελή δικαστή, τον Μ.Μ.Ο, ανέβαλε δύο φορές τη συζήτηση για να μπορέσει η προσφεύγουσα να διευκρινίσει ένα νέο αίτημα για αποδεικτικά στοιχεία και να αλλάξει δικηγόρο.
Κατά τη συνεδρίαση της 26 Νοεμβρίου 2014, μέσω του νέου δικηγόρου που είχε επιλέξει, η προσφεύγουσα κατέθεσε νέο αίτημα για την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση δύο νέων μαρτύρων. Το δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση όσον αφορά τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και εν μέρει την απέρριψε όσον αφορά τους δύο μάρτυρες, με την αιτιολογία ότι η εξέταση του ενός από τους μάρτυρες αυτούς δεν ήταν απαραίτητη για να αποφανθεί το δικαστήριο σχετικά με τη νομιμότητα της πρόσληψης, και ότι δεν υπήρχε ανάγκη ο άλλος μάρτυρας να καταθέσει, διότι ήταν ο προσωπάρχης του Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος είχε ήδη καταθέσει. Το δικαστήριο εξέτασε τις μαρτυρικές καταθέσεις των δύο πρώην συναδέλφων (συμπεριλαμβανομένου του N.G.) που είχαν προηγουμένως καταδικαστεί. Ο N.G. παρέσχε λεπτομερή περιγραφή των οδηγιών που είχε δώσει η προσφεύγουσα και τον τρόπο με τον οποίο είχε οργανωθεί η πρόσληψη. Το δικαστήριο επίσης εξέτασε την κατάθεση του έβδομου και τελευταίου από τους μάρτυρες που είχαν καταθέσει προηγουμένως κατά τη διάρκεια της έρευνας, ήτοι του συζύγου της άλλης πρώην συναδέλφου της προσφεύγουσας που είχε καταθέσει μαζί με τον N.G. Πραγματοποιήθηκε ηχογράφηση της κατάθεσης των μαρτύρων, καθώς το δικαστήριο είχε ενημερώσει τα μέρη. Στις 21 Ιανουαρίου 2015, κατά τη διάρκεια προφορικής αγόρευσης, η προσφεύγουσα επανέλαβε το προηγούμενο αίτημά της για κατάθεση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ως ήδη εξετασθέν και ως μη έχουσα νέους λόγους.
Με απόφαση της 24 Φεβρουαρίου 2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο καταδίκασε την προσφεύγουσα σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή, για πλαστογραφία και κατάχρηση εξουσίας, στηρίζοντας την απόφασή του στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Αναφέρθηκε πολλές φορές στην κατάθεση του N.G. (συναδέλφου και συγκατηγορούμενου) και στα αποδεικτικά στοιχεία. Το δικαστήριο βασίστηκε επίσης στις καταθέσεις άλλων συγκατηγορουμένων και στην κατάθεση που έδωσε ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος δεν είχε υπογράψει το μνημόνιο ή τη διαταγή που είχε οδηγήσει στην πρόσληψη, καθώς και στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων.
Τόσο η εισαγγελία όσο και η προσφεύγουσα άσκησαν έφεση κατά της απόφασης της 24 Φεβρουαρίου 2015 στο Εφετείο του Βουκουρεστίου.
Σε ακρόαση στις 4 Δεκεμβρίου 2015, υπό το φως των αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης και παρουσία του δικηγόρου που επέλεξε η προσφεύγουσα, το Εφετείο απέρριψε ως μη σχετικό το αίτημά της να προσκομιστούν έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και να καταθέσουν οι δύο μάρτυρες τους οποίους δεν της είχε επιτραπεί να καλέσει σε πρώτο βαθμό. Η προσφεύγουσα ενώπιον του Εφετείου, επανέφερε τους προηγούμενους ισχυρισμούς της. Ο D.R.C. συνέχισε να ασκεί το δικαίωμά του στη σιωπή. Με οριστική απόφαση που εκδόθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2015 το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεσή της και κάνοντας δεκτή την έφεση της εισαγγελίας, αύξησε την ποινή της σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή. Απαντώντας στο λόγο έφεσης της προσφεύγουσας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο είχαν ληφθεί τα αποδεικτικά στοιχεία, το Εφετείο διαπίστωσε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε συμμορφωθεί με το άρθρο 354 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο απαγορεύει τις μεταβολές στην έδρα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μετά την έναρξη της προφορικής αγόρευσης. Διαπίστωσε επίσης ότι ανεπιφύλακτα η επανάληψη της διαδικασίας λήψης αποδείξεων κάθε φορά που άλλαζε η έδρα της δίκης θα ήταν υπερβολικά διαδικαστική, θα υπερέβαινε σαφώς την πρόθεση του νομοθέτη και θα καθυστερούσε τη διαδικασία χωρίς να συμβάλει στην εξακρίβωση της αλήθειας. Το Εφετείο σημείωσε περαιτέρω ότι η προσφεύγουσα είχε προβάλει το επιχείρημα αυτό μόνο στην έφεση, ενώ θα μπορούσε να είχε ζητήσει να καταθέσουν οι μάρτυρες όταν της είχε προσφερθεί η ευκαιρία, αν θεωρούσε ότι είχε υποστεί ζημία από την άποψη αυτή.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει σε ποιο βαθμό ο μονομελής δικαστής M.M.O., ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση και εξέδωσε την απόφαση που καταδίκασε την προσφεύγουσα σε πρώτο βαθμό, είχε συλλέξει στοιχεία απευθείας από τους συγκατηγορουμένους της και τους μάρτυρες – σε ποιο βαθμό η προσφεύγουσα είχε αμφισβητήσει την αξιοπιστία τους – και, τέλος, ποια μέτρα είχαν ληφθεί, τόσο από τον δικαστή M.M.O. όσο και στη συνέχεια από το Εφετείο, όσον αφορά την προσέγγιση της προσφεύγουσας στη διαδικασία.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο δικαστής M.M.O., ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση σε μια περίοδο όταν η προδικασία βρισκόταν σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, είχε συλλέξει στοιχεία απευθείας από τρεις μάρτυρες, δηλαδή τους δύο πρώην συναδέλφους της προσφεύγουσας που είχαν καταδικαστεί στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένου του N.G., και ενός τρίτου ατόμου. Επιπλέον, το Εφετείο στην παρούσα υπόθεση συνέλεξε στοιχεία απευθείας από την προσφεύγουσα και τους συγκατηγορουμένους της. Ο λόγος για τον οποίο δεν είχε λάβει τις καταθέσεις του D.R.C. ήταν επειδή επιθυμούσε να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα δικαστήρια που ασχολήθηκαν με την παρούσα υπόθεση είχαν βασίσει τις αποφάσεις τους στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Το σκεπτικό που παρατίθεται στις αποφάσεις αυτές, ωστόσο, έδειξε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είχαν σημαντική βαρύτητα, δεδομένου ότι το υπό εξέταση θέμα αφορούσε τη διαδικασία πρόσληψης σε συνδυασμό με νομοθετικές και κανονιστικές υποχρεώσεις. Τα έγγραφα αυτά συμπληρώθηκαν από καταθέσεις μαρτύρων, ιδίως του N.G., ο οποίος είχε καταθέσει απευθείας στο δικαστή M.M.O. Αρκετά συγκλίνουσες ενδείξεις υποδείκνυαν τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε στη δίκη η λεπτομερής κατάθεση του N.G., τον οποίο η προσφεύγουσα επέβλεπε και είχε αναθέσει να συντάξει τα έγγραφα και να οργανώσει την επίμαχη πρόσληψη. Από τις εγχώριες αποφάσεις προέκυψε ότι η άλλη μαρτυρία, η οποία δεν είχε εξεταστεί απευθείας από το δικαστή M.M.O. σε πρώτο βαθμό ή στη συνέχεια από το Εφετείο, είχε μόνο μια πολύ περιορισμένη – αν όχι οριακή – συμβολή στο σκεπτικό των δικαστηρίων που είχαν καταδικάσει την προσφεύγουσα.
Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι, μολονότι η προσφεύγουσα είχε ζητήσει, στην αρχή της δίκης, να θέσει ερωτήσεις στους μάρτυρες και στους συγκατηγορουμένους της – και είχε λάβει την άδεια να το πράξει και είχε έτσι τη δυνατότητα να τους εξετάσει ελεύθερα και με τη βοήθεια του δικηγόρου επιλογής της – δεν είχε υποβάλει κανένα τέτοιο αίτημα όταν ο δικαστής M.M.O. ανέλαβε την υπόθεση.
Επιπλέον, ενώ ο δικαστής M.M.O. είχε αναβάλει δύο φορές την ακροαματική διαδικασία για να της επιτρέψει να διευκρινίσει το αίτημά της για αποδεικτικά στοιχεία και να αλλάξει δικηγόρο, η προσφεύγουσα όμως δεν είχε κάνει καμία αναφορά στις μεταγενέστερες αιτήσεις της για να εξετάσει τους μάρτυρες που είχαν προηγουμένως εξεταστεί – ούτε καν τον μάρτυρα υπεράσπισης – και τους συγκατηγορούμενους της. Είχε απλώς ζητήσει να προσκομιστούν έγγραφα και να καταθέσουν δύο νέοι μάρτυρες, κάτι που είχε απορριφθεί με αιτιολογημένο τρόπο. Ομοίως, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε σε κανένα σημείο διευκρινίσει ποιος μάρτυρας ή μάρτυρες θα ήθελε να καταθέσουν εκ νέου ενώπιον του δικαστή M.M.O. ή ποιες πτυχές θα ήθελε να διευκρινιστούν. Επιπλέον, δεν είχε ζητήσει από το Εφετείο να λάβει εκ νέου καταθέσεις από τους εν λόγω μάρτυρες – είχε απλώς επαναλάβει τα ίδια αιτήματα σχετικά με την κλήση νέων μαρτύρων. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η προσέγγιση της διαδικασίας που ακολούθησε η προσφεύγουσα, η οποία είχε πολλές ευκαιρίες να ζητήσει να καταθέσουν εκ νέου οι μάρτυρες, ήταν υποκινούμενη από πραγματική αμφιβολία ως προς την αξιοπιστία εκείνων που είχαν ήδη καταθέσει στην αρχική διαδικασία, δηλαδή πριν ο δικαστής M.M.O. αναλάβει την υπόθεση.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, και δεδομένης της προσέγγισης της προσφεύγουσας στη διαδικασία και τα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν από τους δικαστές που εκδίκασαν και στα δύο δικαιοδοτικά επίπεδα – οι οποίοι αυτεπαγγέλτως είχαν συλλέξει στοιχεία απευθείας από τους συγκατηγορούμενους και ένα ιδιαίτερα σημαντικό μάρτυρα, δηλαδή τον N.G. -, η χρήση από τα δικαστήρια της μαγνητοφώνησης άλλων μαρτυριών κατά τη λήψη των αποφάσεών τους ήταν συμβατή με τις απαιτήσεις του δικαιώματος της προσφεύγουσας σε δίκαιη δίκη και δεν είχε θίξει την ουσία του δικαιώματος αυτού. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα του ηχητικού μαγνητοφωνημένου υλικού επιπλέον της γραπτής καταγραφής των εν λόγω άλλων μαρτυρικών καταθέσεων, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν σε θέση να παράσχει μια πρόσθετη εγγύηση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.