ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
7 Νοεμβρίου 2024 ( * )
«Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2004/80/ΕΚ – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Εθνικά συστήματα αποζημίωσης για θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων – Έγκλημα ανθρωποκτονίας – Αποζημίωση για τα στενά μέλη της οικογένειας του θανόντος προσώπου – Έννοια των «θυμάτων» – «διαδοχικό» σύστημα αποζημίωσης σύμφωνα με τη σειρά κληρονομιάς – Εθνικοί κανονισμοί που αποκλείουν την καταβολή αποζημίωσης σε άλλα μέλη της οικογένειας του θανόντος παρουσία τέκνων και επιζώντος συζύγου – Γονείς, αδελφοί και αδελφές του ο θανών – «Δίκαιη και κατάλληλη» αποζημίωση »
Στην υπόθεση C‑126/23 [Burdene] ( 1 ),
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που κατατέθηκε από το Tribunale Ordinario di Venezia (τακτικό δικαστήριο της Βενετίας, Ιταλία), με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2023, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της διαδικασίας
UD,
QO,
ΔΕΙΤΕ,
LO,
ΟΤΙ
κατά
Presidenza del Consiglio dei Ministry,
Υπουργός Εσωτερικών,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τον κ. Ι. Γιαρουκαΐτη, Πρόεδρο του Δ’ Τμήματος, Πρόεδρο του Ε’ Τμήματος, Μ.Μ. Δ. Γρατσιάς και Ε. Ρίγκαν (εισηγητής), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: κ. J. Richard de la Tour,
υπάλληλος: M. C. Di Bella, διαχειριστής,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της ακρόασης της 21ης Φεβρουαρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν:
– για QO και UD, από τον M e G. Sicchiero, avvocato,
– για LO και VU, από την κα MG Bergamo, F. Sicchiero και G. Sicchiero, δικηγόρους,
– για την CA, από τους Mes E. Pertile και G. Sicchiero, δικηγόρους,
– για την Ιταλική Κυβέρνηση, από την κ. G. Palmieri, ως αντιπρόσωπο, επικουρούμενη από τον Μ.Μ. E. De Bonis, S. Fiorentino και G. Palatiello, δικηγόροι του Stato,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την κα E. Montaguti και την κα S. Noë, που ενεργούν ως εκπρόσωποι,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα στα συμπεράσματά του κατά την ακρόαση της 8ης Μαΐου 2024,
επιστρέφει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων (ΕΕ 2004, L 261, σ. 15), καθώς και των άρθρων 20 και 21, άρθρο 33 παράγραφος 1 και άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2 Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαμάχης μεταξύ των γονέων, της αδελφής και των παιδιών του θύματος ανθρωποκτονίας και του Presidenza del Consiglio dei Ministri (Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλία) και του Ministryo dell’ Interno (Υπουργείο το Εσωτερικό, Ιταλία) σχετικά με αποζημίωση από το Ιταλικό Δημόσιο, λόγω αφερεγγυότητας του δημιουργού αυτής της ανθρωποκτονίας, για τη ζημία που υπέστησαν ως αποτέλεσμα αυτής.
Το νομικό πλαίσιο
δίκαιο της Ένωσης
Απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ
3 Σύμφωνα με το άρθρο 1 της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (ΕΕ 2001, L 82, σ. 1), με τίτλο «Ορισμοί»:
«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης πλαισίου, εννοούμε:
α) «θύμα»: το φυσικό πρόσωπο που έχει υποστεί βλάβη, συμπεριλαμβανομένης της βλάβης της σωματικής ή ψυχικής του ακεραιότητας, ηθικής οδύνης ή υλικής απώλειας, που προκλήθηκε άμεσα από πράξεις ή παραλείψεις που αντιβαίνουν στην ποινική νομοθεσία ενός κράτους μέλους·
[…] »
Οδηγία 2004/80
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 10 της οδηγίας 2004/80 έχουν ως εξής:
«(5) Στις 15 Μαρτίου 2001, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ […]. Με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η απόφαση επιτρέπει στα άτομα να ζητούν αποζημίωση, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, από τον δράστη του αδικήματος του οποίου υπήρξαν θύματα.
[…]
(10) Τα θύματα αδικημάτων συχνά αποτυγχάνουν να λάβουν αποζημίωση από τον δράστη του αδικήματος του οποίου υπήρξαν θύματα, είτε επειδή ο τελευταίος δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για να συμμορφωθεί με δικαστική απόφαση που χορηγεί αποζημίωση στο θύμα, είτε επειδή δεν μπορεί να εντοπιστούν ή να διωχθούν. »
5 Το άρθρο 12, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εθνικά συστήματα αποζημίωσης», ορίζει:
«1. Οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση σε αποζημίωση σε διασυνοριακές καταστάσεις που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία λειτουργούν βάσει των καθεστώτων που ισχύουν στα κράτη μέλη για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται στην επικράτειά τους αντίστοιχα.
2. Όλα τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές τους διατάξεις προβλέπουν την ύπαρξη συστήματος αποζημίωσης για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται στην αντίστοιχη επικράτειά τους, το οποίο εγγυάται δίκαιη και κατάλληλη αποζημίωση στα θύματα. »
6 Στο κεφάλαιο III της εν λόγω οδηγίας, που τιτλοφορείται «Εκτελεστικές διατάξεις», το άρθρο 17 αυτής, με τίτλο «Πιο ευνοϊκές διατάξεις», προβλέπει:
«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, στο βαθμό που οι διατάξεις αυτές είναι συμβατές με την παρούσα οδηγία:
α) να υιοθετήσει ή να διατηρήσει ευνοϊκότερες διατάξεις, προς το συμφέρον των θυμάτων αδικημάτων ή οποιουδήποτε άλλου ατόμου που θίγεται από αδίκημα·
(β) να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις για την αποζημίωση των θυμάτων αδικημάτων που διαπράττονται εκτός της επικράτειάς τους ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου θίγεται από τέτοια αδικήματα, με την επιφύλαξη πιθανών όρων που τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν για τον σκοπό αυτό. »
Οδηγία 2012/29/ΕΕ
7 Άρθρο 2 της οδηγίας 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 315, σελ. 57), προβλέπει:
«1 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
α) «θύμα»:
θ) κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει υποστεί βλάβη, συμπεριλαμβανομένης της βλάβης στη σωματική, ψυχική ή συναισθηματική ακεραιότητα ή υλική απώλεια, η οποία προκλήθηκε άμεσα από ποινικό αδίκημα·
(ii) μέλη της οικογένειας ενός ατόμου του οποίου ο θάνατος είναι άμεσο αποτέλεσμα ποινικού αδικήματος και τα οποία έχουν υποστεί βλάβη ως αποτέλεσμα του θανάτου αυτού του ατόμου·
β) «μέλος της οικογένειας»: ο σύζυγος, το άτομο που έχει οικεία, σταθερή και συνεχή σχέση με το θύμα και ζει σε νοικοκυριό μαζί του, οι ευθύγραμμοι συγγενείς, τα αδέρφια και τα πρόσωπα που βαρύνουν το θύμα?
[…]
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν διαδικασίες:
α) με στόχο τον περιορισμό του αριθμού των μελών της οικογένειας που ενδέχεται να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης· Και
β) όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο ii), με στόχο να καθοριστεί ποια μέλη της οικογένειας έχουν προτεραιότητα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. »
ιταλικό δίκαιο
8 Άρθρο 11 του legge n. 122 – Disposizioni per l’adempimento degli obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia all’Unione europea – Legge europea 2015-2016 (νόμος αριθ. Νόμος 2015-2016), της 7ης Ιουλίου 2016 (GURI αρ . 158, της 8ης Ιουλίου 2016, σελ. 1), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 167 της 20ής Νοεμβρίου 2017 και το άρθρο 1 , παράγραφοι 593 έως. 596, του νόμου αριθ. 145 της 30ής Δεκεμβρίου 2018 ( στο εξής : νόμος αριθ .
«1. Με την επιφύλαξη των μέτρων υπέρ των θυμάτων αδικημάτων που αναφέρονται σε άλλες ευνοϊκότερες νομοθετικές διατάξεις, το θύμα εκ προθέσεως αδικήματος που διαπράχθηκε με βία κατά του προσώπου του, και σε κάθε περίπτωση του αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 603α του Κ.Ν. codice penale [(ποινικός κώδικας)], με εξαίρεση τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 581 και 582, εκτός από την περίπτωση επιβαρυντικών περιστάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 583 του Ποινικού Κώδικα, έχει δικαίωμα αποζημίωσης που καταβάλλεται από το Δημόσιο.
2. Η αποζημίωση για εγκλήματα ανθρωποκτονίας, σεξουαλικής κακοποίησης ή πολύ σοβαρής επίθεσης και κακοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 583, δεύτερο εδάφιο, του Ποινικού Κώδικα, […] χορηγείται στο θύμα ή στους δικαιούχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2α. , ακολουθώντας την κλίμακα που καθορίζεται με το διάταγμα της παραγράφου 3. Για αδικήματα εκτός των προαναφερθέντων, χορηγείται αποζημίωση για την απόδοση ιατρικών εξόδων και εξόδων βοήθειας.
2 δις. Εάν το θύμα πεθάνει ως αποτέλεσμα του εγκλήματος, χορηγείται αποζημίωση στον επιζώντα σύζυγο και τα παιδιά. ή, ελλείψει συζύγου και παιδιών, στον πατέρα και τη μητέρα· ή, ελλείψει του πατέρα ή της μητέρας, στους συγκατοικούντες αδελφούς και αδελφές για τους οποίους ευθύνεται το θύμα τη στιγμή που διαπράχθηκε το αδίκημα. […]
2 τερ. Εάν δικαιούνται αποζημίωση περισσότεροι δικαιούχοι, αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τα μερίδια που προβλέπονται από τις διατάξεις του δεύτερου βιβλίου, τίτλος ΙΙ, του αστικού κώδικα [(αστικός κώδικας)].
3. Τα ποσά της αποζημίωσης καθορίζονται με διάταγμα του Ministro dell’interno [(Υπουργός Εσωτερικών, Ιταλία)] και του Ministro della giustizia [(Υπουργός Δικαιοσύνης, Ιταλία)], σε συνεννόηση με το Ministro dell. economia e delle finanze [(Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία)], η οποία θα εκδοθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, εντός των ορίων των κονδυλίων που διατίθενται στο [Fondo of rotation for solarity alle vittime dei reati di tipo mafioso, delle richieste estorsive, dell’usura e dei reati intenzionali violenti (Ταμείο εργασίας για την αλληλεγγύη προς τα θύματα πράξεων τύπου μαφίας, πράξεων εκβιασμού, τοκογλυφίας και εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων, Ιταλία, εφεξής «Ταμείο Αλληλεγγύης »)] που αναφέρεται στο άρθρο 14, ώστε να διασφαλίζεται μεγαλύτερη αποζημίωση στα θύματα σεξουαλικής επίθεσης και ανθρωποκτονίας και, ειδικότερα, στα παιδιά του θύματος σε περίπτωση ανθρωποκτονίας που διαπράττεται από τον σύζυγο, ακόμη και σε χωρισμό ή διαζύγιο, ή από άτομο που είναι ή έχει συνδεθεί συναισθηματικά με το θύμα. »
9 Εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του νόμου αριθ . για θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων), της 22ας Νοεμβρίου 2019 (GURI αρ. 18 , της 23ης Ιανουαρίου 2020, σελ. 9, εφεξής το «υπουργικό εκτελεστικό διάταγμα»), προβλέπει:
«σε περίπτωση ανθρωποκτονίας που διαπράχθηκε από τον σύζυγο, ακόμη και χωρισμένο ή διαζευγμένο, ή από άτομο που συνδέεται ή έχει συνδεθεί συναισθηματικά με το θύμα: πάγιο ποσό 60.000 ευρώ αποκλειστικά υπέρ των παιδιών του θύματος».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Στις 18 Σεπτεμβρίου 2018, το Tribunale di Padova (δικαστήριο της Πάντοβα, Ιταλία) καταδίκασε τον δράστη της ανθρωποκτονίας του πρώην συντρόφου του, που διαπράχθηκε στην Ιταλία, σε φυλάκιση 30 ετών και διέταξε να καταβάλει προσωρινή αποζημίωση στα μέλη της οικογένειας του θύματος που έχουν γίνει πολιτικοί διάδικοι. Έτσι κατανεμήθηκαν 400.000 ευρώ σε καθένα από τα δύο παιδιά της, 120.000 ευρώ στον πατέρα, τη μητέρα και την αδερφή της καθώς και 30.000 ευρώ στον επιζώντα σύζυγό της, από τον οποίο ήταν χωρισμένη, αλλά δεν χώρισε.
11 Σύμφωνα με τους εθνικούς κανονισμούς, δεδομένου ότι ο δράστης της ανθρωποκτονίας δεν είχε ούτε περιουσιακά στοιχεία ούτε εισόδημα και είχε γίνει δεκτός σε δωρεάν νομική συνδρομή, το ιταλικό κράτος κατέβαλε, σε καθένα από τα δύο παιδιά μόνο, αποζημίωση ύψους 20.000 ευρώ το καθένα, ενώ στον χωρισμένο σύζυγο επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους 16.666,66 ευρώ.
12 Την 1η Φεβρουαρίου 2022 , οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, δηλαδή οι γονείς, η αδελφή και τα παιδιά του θύματος, θεώρησαν ότι ο νόμος αριθ . σε θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων, άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale Ordinario di Venezia (τακτικό δικαστήριο της Βενετίας, Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
13 Τα αιτήματά τους αποσκοπούν, μετά την εφαρμογή της υπουργικής εκτελεστικής απόφασης για την παρανομία της, να παρακρατηθούν, να καθοριστούν τα ποσά που θα τους καταβληθούν ως αποζημίωση, λόγω του βαθμού σχέσης τους με το θύμα της ανθρωποκτονίας, σε μια « δίκαιο και πρόσφορο» τρόπο, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, λαμβανομένου υπόψη – μείον έκπτωση, όσον αφορά τα παιδιά αυτού του θύματος, το ποσό που τους έχει ήδη καταβληθεί – του μέτρου τη ζημία που διαπιστώθηκε με την απόφαση που καταδικάζει τον δημιουργό αυτής της ανθρωποκτονίας, ακόμη και αν το Ταμείο Αλληλεγγύης δεν διαθέτει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους. Επικουρικώς, οι εν λόγω προσφεύγοντες ζητούν να υποχρεωθεί η Προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών, που εκπροσωπεί το ιταλικό κράτος, να καταβάλει τα ίδια ποσά ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης εφαρμογής της οδηγίας 2004/80, ιδίως το άρθρο του 12.
14 Πρώτον, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι ο περιορισμός που θεσπίζει το άρθρο 11, παράγραφος 2α, του νόμου 122/2016 , το οποίο προβλέπει την αναγνώριση αποζημίωσης στους γονείς του θύματος μόνο σε περίπτωση απουσίας επιζώντος συζύγου και τέκνων και στους αδελφούς και οι αδελφές μόνο ελλείψει προσώπων που ανήκουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες, θα παραβίαζαν την υποχρέωση παροχής αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2004/80, όπως ορίζει, μεταξύ των τραυματιών στους οποίους το δικαίωμα αποζημίωσης είναι αφηρημένα. αναγνωρίζονται, όσοι πρέπει να αποζημιωθούν συγκεκριμένα με αυθαίρετο τρόπο, χωρίς αναφορά σε δίκαια και κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση κριτήρια. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση, θα είχε χορηγηθεί αποζημίωση και στον επιζώντα σύζυγο του θύματος της ανθρωποκτονίας από τον οποίο είχε χωριστεί από το 2006, σχεδόν έντεκα χρόνια πριν τον θάνατό του. Το δικαίωμα στην αποζημίωση θα αναγνωριστεί έτσι, παρόλο που ο συναισθηματικός δεσμός έχει σαφώς αποδυναμωθεί σε σημείο να είναι σχεδόν ανύπαρκτος.
15 Δεύτερον, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι το ποσό των 20.000 ευρώ που χορηγήθηκε στα παιδιά του θύματος ανθρωποκτονίας δυνάμει του υπουργικού διατάγματος εκτέλεσης, που αντιστοιχεί στο 5 % του προσωρινού ποσού που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση, δεν φαίνεται να μην σύμφωνα με όσα καθορίστηκαν από το Δικαστήριο στην παράγραφο 69 της απόφασης της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑129/19, EU:C:2020:566), σύμφωνα με την οποία η κατ’ αποκοπή αποζημίωση χορηγείται βάσει εθνικού Το σύστημα αποζημίωσης για θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων πρέπει, για να χαρακτηριστεί ως «δίκαιο και κατάλληλο», κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/80, να αποτελεί συνεισφορά επαρκή για την αποζημίωση της υλικής και ηθικής ζημίας που υπέστησαν.
16 Τρίτον, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι η εθνική νομοθεσία είναι επίσης παράνομη, καθόσον εξαρτά την καταβολή αποζημίωσης από την προϋπόθεση ότι το κράτος έχει δεσμεύσει τα κεφάλαια που επιτρέπουν τη χορήγηση αποζημίωσης, πράγμα που αντίκειται στην αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2004. /80.
17 Οι ιταλικές αρχές υπογραμμίζουν ότι ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης για την κατάσταση των τέκνων πραγματοποιήθηκε με αυστηρή τήρηση των ισχυουσών διατάξεων, λαμβανομένων υπόψη των μέσων διαβίωσης του επιζώντος συζύγου. Υπενθυμίζουν επίσης ότι το Δικαστήριο, αφού ανέφερε, στην παράγραφο 58 της απόφασης της 16ης Ιουλίου 2020, η Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑129/19, EU:C:2020:566), ότι τα κράτη μέλη έχουν «α ευρύ περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/80, θεώρησε, στις σκέψεις 65 και 69 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η παρούσα διάταξη δεν αντιτίθεται στην κατ’ αποκοπή αποζημίωση για θύματα, αλλά απαιτεί μόνο αυτή η αποζημίωση να είναι «δίκαιη και κατάλληλη», πράγμα που σημαίνει ότι αντιπροσωπεύει επαρκή συνεισφορά στην αποκατάσταση της υλικής και ηθικής ζημίας που υπέστη το θύμα.
18 Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο της αγωγής αποζημιώσεως ενώπιόν του, βάσει της εσφαλμένης μεταφοράς της οδηγίας 2004/80 στο εσωτερικό δίκαιο, είναι αναγκαίο, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί αν οι εθνικοί κανονισμοί, όπως εκφράζονται στο Το άρθρο 11 παράγραφοι 2α, 2β και 3 του νόμου αριθ. 122/2016 είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης.
19 Αυτό το δικαστήριο σημειώνει ότι αυτός ο εθνικός κανονισμός, ο οποίος εξαρτά, ακόμη και όταν μια τελεσίδικη απόφαση θεσπίζει, υπέρ ορισμένων μελών της οικογένειας, δικαίωμα αποζημίωσης για τη ζημιά τους και το ύψος της, την καταβολή αποζημίωσης, σε αυτό που αφορά τους γονείς του θύματος του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, στην απουσία επιζώντος συζύγου και τέκνων αυτού του θύματος και, όσον αφορά την αδελφή ή τον αδελφό του θύματος, στην απουσία του πατέρα και της μητέρας, και εφόσον συζούσαν με το θύμα και ήταν εξαρτώμενα από αυτόν τη στιγμή που διαπράχθηκε το αδίκημα, αγνοεί τη μη χρηματική πτυχή της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τη βίαιη απώλεια του θύματος.
20 Επιπλέον, όσον αφορά τον επιζώντα σύζυγο και τα τέκνα, το δικαστήριο αυτό παρατηρεί ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος της ζημίας που υπέστη. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα δοθεί σημασία στο γεγονός ότι ο επιζών σύζυγος είχε χωριστεί από το θύμα για ορισμένο χρονικό διάστημα, παρά μόνο η διανομή της αποζημίωσης βάσει των διατάξεων περί κληρονομιάς, με την επιφύλαξη επαρκούς παροχής του Ταμείου Αλληλεγγύης. Η σοβαρότητα των συνεπειών της γιαπράξης
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale Ordinario di Venezia (τακτικό δικαστήριο της Βενετίας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Έχοντας υπόψη τη διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 2α του [νόμου αριθ . η σύζυγος και τα παιδιά του θύματος, ακόμη και όταν μια τελεσίδικη απόφαση θεμελιώνει, επίσης υπέρ τους, δικαίωμα αποζημίωσης για ζημίες, το ύψος της οποίας καθορίζει, ότι κατηγορεί τον δράστη του αδικήματος:
αν το γεγονός της καταβολής της προβλεπόμενης αποζημίωσης υπέρ πατέρα και μητέρας και αδελφής θύματος εκ προθέσεως βίαιου εγκλήματος εξαρτάται από την απουσία τέκνων και συζύγου του τελευταίου (όσον αφορά τον πατέρα και τη μητέρα) και η απουσία του πατέρα και της μητέρας (σε περίπτωση αδελφών ή αδελφών), όπως προβλέπεται, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, το άρθρο 11, παράγραφος 2 bis, του [Ν. 122/2016 ], είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 ) της Οδηγίας 2004/80 καθώς και των άρθρων 20 (ισότητα) και 21 (μη διάκριση), άρθρο 33 παράγραφος 1 (προστασία της οικογένειας) και άρθρο 47 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης , καθώς και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.
2) Έχοντας υπόψη τον περιορισμό στην καταβολή αποζημίωσης:
εάν η αποζημίωση για την καταβολή της οποίας επισυνάπτεται, η επιφύλαξη που ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 του [Νόμου αριθ . η διάταξη που απαιτεί από το ιταλικό κράτος να διατηρεί επαρκώς συγκεκριμένα ποσά για να επιτρέψει αποζημίωση, ακόμη και αν προσδιορίζεται σε στατιστική βάση και τα οποία αποδεικνύονται εν πάση περιπτώσει συγκεκριμένα επαρκή για να επιτρέψουν την αποζημίωση στους κατόχους δικαιωμάτων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, μπορεί να θεωρηθεί ως «δίκαιη και κατάλληλη αποζημίωση για θύματα» κατά τη μεταφορά του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/80.
Επί της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και του παραδεκτού των ερωτημάτων
22 Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων, με την αιτιολογία ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά κατάσταση που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/80. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν εξέτασε το καθεστώς των «θυμάτων», κατά την έννοια της οδηγίας 2004/80, των προσφευγόντων της κύριας δίκης. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της οδηγίας, η έννοια των «θυμάτων» θα πρέπει να νοείται ως υποδηλώνοντας μόνο το άτομο που βλάπτεται άμεσα από εκ προθέσεως βίαιο έγκλημα. Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, στο μέτρο που επεκτείνει την έννοια των «θυμάτων» σε ορισμένα μέλη της οικογένειας κοντά στο θύμα ανθρωποκτονίας, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.
23 Εξάλλου, η ιταλική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρούν ότι το δεύτερο ερώτημα είναι απαράδεκτο. Πράγματι, η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να εξακριβωθεί εάν η προϋπόθεση σχετικά με την οικονομική ικανότητα του Ταμείου Αλληλεγγύης που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο είχε αντίκτυπο στον καθορισμό των ποσών αποζημίωσης που καθορίστηκαν κατ’ αποκοπή από αυτό. . Επιπλέον, εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε, εν προκειμένω, στα παιδιά του θύματος της ανθρωποκτονίας είναι ανεπαρκές, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο για να υποστηρίξει την εκτίμηση αυτή ούτε ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του σημείου αυτού.
24 Όσον αφορά, πρώτον, τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να απαντά στα προδικαστικά ερωτήματα, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει πράξεις που λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα, τα όργανα ή τους οργανισμούς της την Ένωση.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι τα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2004/80, ιδίως του άρθρου 12, παράγραφος 2, αυτής, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά.
26 Όσον αφορά, δεύτερον, το παραδεκτό των ερωτημάτων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που θέτει ο εθνικός δικαστής στο κανονιστικό και πραγματικό πλαίσιο που ορίζει με το δικό του ευθύνη, και την ακρίβεια της οποίας δεν εναπόκειται να επαληθεύσει το Δικαστήριο, επωφελούνται από τεκμήριο συνάφειας. Η απόρριψη από το Δικαστήριο αίτησης που υποβάλλεται από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνο εάν προκύπτει σαφώς ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα ή τον σκοπό της διαφοράς στην κύρια δίκη, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που απαιτούνται για να απαντήσει χρήσιμα στα ερωτήματα που του τέθηκαν (απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Sozialministeriumservice , C-116 /23, EU:C:2024:292, σημείο 29 και υπόθεση παρατιθέμενος νόμος).
27 Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, αρκεί να σημειωθεί ότι το ζήτημα αν, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, η έννοια των «θυμάτων» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, πρέπει να μπορεί να περιλαμβάνει Τα στενά μέλη της οικογένειας του ατόμου που πέθανε ως αποτέλεσμα βίαιης εκ προθέσεως εγκληματικότητας σχετίζεται με την ουσία της ερώτησης και όχι με το παραδεκτό της.
28 Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονισμό κράτος μέλος που προβλέπει ότι η αποζημίωση που χορηγείται από το τελευταίο στο θύμα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων καταβάλλεται σε αυτό εντός των ορίων ενός ανώτατου ορίου που προκύπτει από τον προϋπολογισμό που διατίθεται από το εν λόγω κράτος μέλος σε ειδικό ταμείο που έχει συσταθεί για το σκοπό αυτό.
29 Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε από τη διάταξη περί παραπομπής ούτε από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι αυτό το ανώτατο όριο θα είχε οποιαδήποτε επίπτωση στο ποσό της αποζημιώσεως που επιδικάστηκε, στην κύρια δίκη, από το ιταλικό κράτος. Επιπλέον, εάν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 20 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε, στην απόφαση αυτή, ότι το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε, στην προκειμένη περίπτωση, στα τέκνα του θανόντος δεν επαρκεί, σύμφωνα με αυτό, για συνιστά «δίκαιη και κατάλληλη» αποζημίωση, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, δεν απευθύνθηκε στο Δικαστήριο, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, κανένα ερώτημα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του θέματος. Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό δεν παρείχε κανένα στοιχείο του εθνικού δικαίου που να επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση των μεθόδων λειτουργίας του ειδικού ταμείου που προβλέπεται σε αυτό.
30 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το δεύτερο ερώτημα είναι υποθετικό και, επομένως, απαράδεκτο.
31 Επομένως, πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο στο πρώτο ερώτημα.
Στην πρώτη ερώτηση
32 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει καθεστώς αποζημίωσης για εκ προθέσεως βίαιο έγκλημα, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, δικαίωμα αποζημίωσης των γονέων του θανόντος για την απουσία επιζώντος συζύγου και τέκνων του τελευταίου και των αδελφών και αδελφών του τελευταίου απουσία των εν λόγω γονέων.
33 Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, όλα τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές τους διατάξεις προβλέπουν την ύπαρξη συστήματος αποζημίωσης για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται στην αντίστοιχη επικράτειά τους. που εγγυάται δίκαιη και κατάλληλη αποζημίωση για αυτά τα θύματα.
34 Όπως προκύπτει από την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑129/19, EU:C:2020:566, παράγραφοι 41 έως 45 και 52), η διάταξη αυτή επιβάλλει συνεπώς σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να υιοθετήσει ένα σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα οποιουδήποτε αδικήματος που σχετίζεται με σκόπιμα βίαια εγκλήματα που διαπράττονται στην επικράτειά του, είτε αυτά τα θύματα βρίσκονται σε διασυνοριακή κατάσταση είτε όχι, ώστε τα κράτη μέλη να μπορούν να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την πρόσβαση σε αποζημίωση η τελευταία κατάσταση, όπως απορρέει από την εν λόγω οδηγία, στο βαθμό που, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 αυτής, οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση σε αποζημίωση σε διασυνοριακή κατάσταση «λειτουργούν βάσει των ισχυόντων καθεστώτων στα κράτη μέλη για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται στην επικράτειά τους».
35 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, είναι αναγκαίο, καταρχάς, να καθοριστεί αν, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, τα «θύματα» εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων προς όφελος των οποίων τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίσουν, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2004/80, ένα εθνικό σύστημα αποζημίωσης, περιλαμβάνει, εκτός από το άτομο που πέθανε ως αποτέλεσμα αυτού του εγκλήματος, μέλη της οικογένειας του στενού του περιβάλλοντος, όπως οι γονείς του καθώς και τα αδέρφια και οι αδελφές του. Εάν ναι, εάν ένα εθνικό σύστημα «διαδοχικής» αποζημίωσης σύμφωνα με τη σειρά κληρονομιάς, όπως αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο 32 της παρούσας απόφασης, μπορεί να θεωρηθεί ότι εγγυάται σε αυτά τα θύματα «δίκαιη και κατάλληλη» αποζημίωση, κατά την έννοια της παρούσας διάταξης .
36 Όσον αφορά, πρώτον, την έννοια των «θυμάτων», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, ούτε η εν λόγω διάταξη ούτε η εν λόγω οδηγία περιέχουν ορισμό της έννοιας αυτής και η εν λόγω διάταξη δεν παραπέμπει στις εθνικές νομοθεσίες. Όσον αφορά το νόημα που πρέπει να διατηρηθεί από αυτήν, η εν λόγω έννοια, η οποία αποσκοπεί στον προσδιορισμό των δικαιούχων των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης για θύματα εκ προθέσεως εγκληματικών πράξεων, πρέπει να θεωρείται ως αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα στο έδαφος της το τελευταίο σύμφωνα με τη συνήθη έννοια του εν λόγω όρου στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκονται από τους κανονισμούς των οποίων αποτελεί μέρος και του πλαισίου στο οποίο χρησιμοποιείται (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, KRI , C‑323/22, EU:C:2023:641, παράγραφος 46 και παρατιθέμενη νομολογία).
37 Όσον αφορά, πρώτον, τη συνήθη έννοια του όρου «θύματα» στην καθημερινή γλώσσα, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό ότι αναφέρεται τόσο σε άτομα που έχουν υποβληθεί και οι ίδιοι σε σκόπιμη εγκληματικότητα βίαιη, υπό την ιδιότητά τους ως άμεσα θύματα, παρά τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται κοντά τους όταν υφίστανται, με τη σειρά τους, τις συνέπειες αυτού του εγκλήματος, υπό την ιδιότητά τους ως έμμεσα θύματα.
38 Δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί στο να εγγυηθεί στον πολίτη της Ένωσης το δικαίωμα σε δίκαιη αποζημίωση και ανάλογη της ζημίας που υφίσταται στο επικράτεια του κράτους μέλους όπου βρίσκεται, απαιτώντας από κάθε κράτος μέλος να θεσπίσει ένα σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα για οποιοδήποτε αδίκημα που σχετίζεται με εκ προθέσεως βίαιο έγκλημα που διαπράχθηκε στο έδαφός του (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ιταλία , C‑601/14, EU:C:2016:759, παράγραφος 45).
39 Μολονότι τα κράτη μέλη έχουν, κατ’ αρχήν, την αρμοδιότητα να προσδιορίζουν το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του εκ προθέσεως βίαιου εγκλήματος στο εσωτερικό τους δίκαιο, αυτή η αρμοδιότητα δεν τα εξουσιοδοτεί ωστόσο να περιορίσουν, με ποινή στέρησης του άρθρου 12 παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 του χρήσιμου αποτελέσματός του, το πεδίο εφαρμογής του συστήματος αποζημίωσης θυμάτων, το οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να υιοθετήσουν σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, σε ορισμένα μόνο από τα αδικήματα που καλύπτονται από αυτή την έννοια (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ιταλίας , C‑601/14, EU:C:2016:759, παράγραφος 46).
40 Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, αν η έννοια των «θυμάτων», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, έπρεπε να ερμηνευθεί, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, ότι εμπίπτει αποκλειστικά στο πεδίο εφαρμογής του εφαρμογή ratione personae αυτής της διάταξης είναι τα άμεσα θύματα εκ προθέσεως βίαιου εγκλήματος, τα αδικήματα που σχετίζονται με αυτό το έγκλημα που οδήγησαν στο θάνατο του ατόμου που έχει υποβληθεί σε αυτό δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ratione materiae της εν λόγω διάταξης, αγνόηση του στόχου του.
41 Πράγματι, σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 που συνιστά η Ιταλική Κυβέρνηση, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, το οικείο κράτος μέλος δεν θα υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση σε σχέση με το εθνικό καθεστώς αποζημίωσης ότι αυτή η διάταξη απαιτεί να διαπιστώνει, δεδομένου ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το μόνο «θύμα» βίαιου εγκλήματος εκ προθέσεως έχει πεθάνει, κανένα άλλο πρόσωπο, όπως, ιδίως, ο επιζών σύζυγος ή τα παιδιά, δεν θα πρέπει, καταρχήν, να είναι αποζημιωθεί με την ίδια ιδιότητα.
42 Μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 από το μεγαλύτερο μέρος του χρήσιμου αποτελέσματός του, δεδομένου ότι θα απαιτούσε από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν εθνικό σύστημα αποζημίωσης για το βίαιο εκ προθέσεως έγκλημα μόνο όταν το πρόσωπο που υπέστη αυτό το έγκλημα επιζεί από τα τραύματά του, αλλά όχι όταν αυτό το άτομο πεθάνει ως αποτέλεσμα αυτών.
43 Ως προς αυτό, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων [COM(2002) 562 τελικό] (ΕΕ 2003, C 45 E, σ. 69), η οποία αποσκοπούσε όχι μόνο στη διευκόλυνση πρόσβαση σε αποζημίωση σε περιπτώσεις όπου το αδίκημα διαπράχθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό όπου διαμένει το θύμα, αλλά και για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων αποζημίωσης για τα θύματα εγκληματικών πράξεων, που προβλέπονται ρητά στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β), το μέρος της οδηγίας που θεσπίζει αυτά τα ελάχιστα πρότυπα, την υποχρέωση των κρατών μελών να αποζημιώνουν τους «στενούς συγγενείς» καθώς και τα «εξαρτώμενα» των θυμάτων που πέθαναν ως αποτέλεσμα των τραυματισμών τους.
44 Μολονότι μια τέτοια διευκρίνιση δεν εμφανίζεται στην οδηγία 2004/80, είναι σαφές, ωστόσο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την παρούσα οδηγία, ιδίως από τη συμβιβαστική πρόταση που υπέβαλε η Προεδρία του Συμβουλίου στις 26 Μαρτίου 2004 (έγγραφο 7752/04) , ότι αυτό οφείλεται στο μόνο γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ακολούθησε την πρόταση σχετικά με αυτόν τον δεύτερο στόχο, που συνίσταται στη θέσπιση ελάχιστων προτύπων όσον αφορά την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Επομένως, η περίσταση αυτή σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θα ήθελε να αποκλείσει πλήρως από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας μέλη της οικογένειας που είναι κοντά στο άτομο που πέθανε λόγω πράξης βίαιης και εκ προθέσεως εγκληματικότητας. οποιαδήποτε προστασία των ατόμων που επηρεάζονται από μια τέτοια πράξη.
45 Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, τρίτον, από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80.
46 Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία 2012/29, η οποία αφορά ιδίως την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ορίζει την έννοια των «θυμάτων», στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α), καθώς περιλαμβάνει, επιπλέον πρόσωπα που έχουν υποστεί άμεσα ζημία που προκλήθηκε από ποινικό αδίκημα, μέλη της οικογένειας ενός ατόμου του οποίου ο θάνατος είναι το άμεσο αποτέλεσμα ενός τέτοιου ποινικού αδικήματος και που έχουν υποστεί ζημία ως αποτέλεσμα του θανάτου αυτού του ατόμου, η έννοια της « μέλη της οικογένειας» αναφέρεται, από την πλευρά της, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου 2, στον σύζυγο, το πρόσωπο που έχει στενή, σταθερή και συνεχή σχέση με το θύμα και ζει σε νοικοκυριό μαζί του, τους γονείς τους, τους αδελφούς και τις αδελφές τους, καθώς και τα άτομα που εξαρτώνται από το θύμα.
47 Σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με την οδηγία 2012/29, όπως αντικατοπτρίζεται στην αιτιολογική έκθεση σχετικά με την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων [COM(2011) 275 τελικό, σελ. 7], αυτός ο ορισμός της έννοιας «θύματα» δικαιολογείται από τη θεώρηση ότι και τα μέλη της οικογένειας υφίστανται βλάβη ως αποτέλεσμα του αδικήματος που διαπράχθηκε και, σε περίπτωση θανάτου του θύματος, θεωρούνται συχνά ως εκπρόσωποι του.
48 Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο ορισμός της έννοιας «θύματα» του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2012/29 φωτίζει το πεδίο εφαρμογής της ίδιας έννοιας, όπως εμφανίζεται στο άρθρο 12 2) της Οδηγίας 2004/80. Πράγματι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στη σελίδα 3 της αιτιολογικής έκθεσης που αναφέρθηκε στο προηγούμενο σημείο, η οδηγία 2012/29 στοχεύει στον ορισμό του «οριζόντιου πλαισίου που επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών όλων των θυμάτων του εγκλήματος». Στο βαθμό που οι οδηγίες 2004/80 και 2012/29 σχετίζονται με την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, έχουν επομένως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2004/80, αλληλοεπικαλυπτόμενα πεδία εφαρμογής.
49 Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η αιτιολογική σκέψη 5 δεν αναφέρεται στην οδηγία 2012/29, η οποία εκδόθηκε μετά την οδηγία 2004/80, αλλά στην απόφαση πλαίσιο 2001/220, η οποία, εάν αντικατασταθεί από την οδηγία 2012/29 , ήταν η πράξη που ίσχυε κατά την έκδοση της Οδηγίας 2004/80. Ωστόσο, το άρθρο 1 στοιχείο α) της εν λόγω απόφασης-πλαισίου ορίζει την έννοια του «θύματος» ως αναφορά μόνο στα άμεσα θύματα ποινικού αδικήματος. Δεδομένου ότι η οδηγία 2012/29 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 82 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία με ειδική πλειοψηφία, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της οδηγίας 2004/80, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 352 ΣΛΕΕ σύμφωνα με τον κανόνα της ομοφωνίας. Η παραπομπή που γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2004/80 στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220 θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι αποκλείει τη λήψη υπόψη μεταγενέστερων νομοθετικών εξελίξεων που την επηρέασαν.
50 Ωστόσο, αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή σύμφωνα με την οποία ο ορισμός της έννοιας «θύμα» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, στοιχείο α΄ , της απόφασης-πλαισίου 2001/220 είναι ήδη αναγκαστικά εξαιρούνται έμμεσα θύματα ποινικού αδικήματος. Πράγματι, μολονότι αυτή η διάταξη οπωσδήποτε απαιτούσε, για να θεωρηθεί ένα άτομο την ιδιότητα του «θύματος» ποινικού αδικήματος, η ζημία που υπέστη το άτομο αυτό να προκληθεί άμεσα από ένα τέτοιο αδίκημα, δεν απαιτεί σε καμία περίπτωση ότι το εν λόγω πρόσωπο υφίσταται άμεσα αυτό το αδίκημα.
51 Αντιθέτως, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των συμπερασμάτων του, το επιχείρημα αυτό, στο μέτρο που λαμβάνεται από τη νομική βάση της οδηγίας 2012/29, δεν ασκεί επιρροή, επομένως, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 48 της παρούσας. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη θέσπιση του γενικού πλαισίου του δικαίου της Ένωσης που εφαρμόζεται στα θύματα εγκληματικών πράξεων.
52 Στο μέτρο αυτό, ο ορισμός της έννοιας «θύμα» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2012/29 πρέπει να ερμηνεύεται ως αποκλειστικός σκοπός της διευκρίνισης του πεδίου εφαρμογής αυτού που αναφέρεται στο άρθρο 1 ( α. ) της απόφασης-πλαισίου 2001/220, στην οποία αναφέρεται η οδηγία 2004/80. Επομένως, ο ορισμός αυτός δεν τροποποιεί το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του «θύματος», όπως εμφανίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.
53 Η ερμηνεία που προκύπτει από τις σκέψεις 38 έως 48 της παρούσας αποφάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, από το άρθρο 17 της οδηγίας 2004/80, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν ευνοϊκότερες διατάξεις όχι μόνο για «θύματα» αδικημάτων, αλλά και για «κάθε άλλο άτομο που επηρεάζεται» από αυτά τα αδικήματα. Πράγματι, αυτή η τελευταία κατηγορία δεν μπορεί να κατανοηθεί ότι αναγκαστικά συγχέεται με τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται κοντά στο άτομο που πέθανε ως αποτέλεσμα πράξης που σχετίζεται με εκ προθέσεως βίαιο έγκλημα, δεδομένου ότι είναι ακριβώς πιθανό να έχουν οι ίδιοι την ιδιότητα των «θυμάτων». καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
54 Το άρθρο 17 της οδηγίας 2004/80, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου III της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις εκτελεστικές διατάξεις, επιτρέπει επομένως στα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το εθνικό τους σύστημα αποζημίωσης για θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων, να επεκτείνουν την κατηγορία των δικαιούχων αυτού. κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας.
55 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έννοια των «θυμάτων», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, προς όφελος των οποίων τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, εθνικό σύστημα αποζημίωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να περιλαμβάνει έμμεσες θύματα μιας πράξης βίαιου εκ προθέσεως εγκλήματος, όπως τα στενά μέλη της οικογένειας του ατόμου που πέθανε ως αποτέλεσμα αυτού του εγκλήματος, όταν υφίστανται, έμμεσα, τις συνέπειες αυτού του εγκλήματος.
56 Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σκόπιμο, δεύτερον, να εξεταστεί αν η εθνική νομοθεσία που, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, καθιστά το δικαίωμα αποζημίωσης των γονέων του ατόμου που πέθανε ως αποτέλεσμα πράξης που εμπίπτει στο βίαιο έγκλημα εκ προθέσεως η απουσία του επιζώντος συζύγου και των παιδιών του τελευταίου και των αδελφών και των αδελφών αυτού του θύματος λόγω απουσίας των εν λόγω γονέων μπορεί να θεωρηθεί ότι εγγυάται στα θύματα αυτά «δίκαιη και κατάλληλη» αποζημίωση, κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας. 2004/80.
57 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχει στα κράτη μέλη η διάταξη αυτή όσον αφορά τόσο τον «δίκαιο και κατάλληλο» χαρακτήρα του ποσού της αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως το βίαιο έγκλημα ως μέθοδος καθορισμού αυτής της αποζημίωσης και, αφετέρου, η ανάγκη διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης, η αποζημίωση που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να αντιστοιχεί στις ζημίες που ενδέχεται να προκληθούν χορηγείται, σε βάρος του δράστη αδικήματος που σχετίζεται με εκ προθέσεως βίαιο έγκλημα, στο θύμα αυτού του αδικήματος. Κατά συνέπεια, αυτή η αποζημίωση δεν πρέπει απαραίτητα να εξασφαλίζει πλήρη αποκατάσταση της υλικής και ηθικής ζημίας που υπέστη αυτό το θύμα (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri , C‑129/19, EU:C : 2020:566, σημεία 58 έως 60).
58 Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται τελικά στον εθνικό δικαστή να διασφαλίσει, υπό το πρίσμα των εθνικών διατάξεων που καθιέρωσαν το οικείο σύστημα αποζημίωσης, ότι το ποσό που διατίθεται σε ένα θύμα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος συνιστά «δίκαιη και κατάλληλη αποζημίωση », κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2004/80 (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Υπουργός , C‑129/19, EU:C:2020:566, παράγραφος 61).
59 Ωστόσο, ένα κράτος μέλος θα υπερέβαινε το περιθώριο εκτίμησης που παρέχει αυτή η διάταξη εάν οι εθνικές του διατάξεις προέβλεπαν αποζημίωση για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων που ήταν καθαρά συμβολικά ή προφανώς ανεπαρκή λόγω της σοβαρότητας των συνεπειών για τα θύματα αυτά. , του αδικήματος που διαπράχθηκε (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri , C‑129/19, EU:C:2020:566, παράγραφος 63).
60 Πράγματι, δεδομένου ότι η αποζημίωση που χορηγείται σε αυτά τα θύματα αντιπροσωπεύει μια συμβολή στην αποκατάσταση της υλικής και ηθικής ζημίας που υπέστησαν, μια τέτοια συνεισφορά μπορεί να θεωρηθεί «δίκαιη και κατάλληλη» μόνο εάν αντισταθμίζει, σε επαρκή βαθμό, την ταλαιπωρία στην οποία εκτέθηκαν (βλ., υπό αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri , C‑129/19, EU:C:2020:566, παράγραφος 64).
61 Κατά συνέπεια, αν και αυτή η συνεισφορά μπορεί να προκύψει από ένα εθνικό καθεστώς που προβλέπει κατ’ αποκοπή αποζημίωση για θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων, η οποία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της βίας που υπέστησαν, η κλίμακα της αποζημίωσης πρέπει ωστόσο να είναι αρκετά λεπτομερής, ώστε να αποτρέπεται η κατ’ αποκοπή αποζημίωση που προβλέπεται για ένα συγκεκριμένο είδος βίας από το να αποδειχθεί, ενόψει των συνθηκών μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, προδήλως ανεπαρκής (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri , C‑129/19, EU:C:2020:566, σημεία 65 και 66).
62 Επομένως, η κατ’ αποκοπή αποζημίωση που επιδικάζεται στο πλαίσιο ενός εθνικού συστήματος αποζημίωσης για θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων πρέπει, για να χαρακτηριστεί ως «δίκαιη και κατάλληλη», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των συνεπειών, για τα θύματα, του αδικήματος που διαπράχθηκε και, ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύουν επαρκή συνεισφορά στην αποζημίωση για την υλική και ηθική ζημία που υπέστη (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση από 16 Ιούλιος 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri , C‑129/19, EU:C:2020:566, παράγραφος 69).
63 Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις σκέψεις, πρέπει να σημειωθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν, ασκώντας το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν, να αποφασίσουν, όπως η Ιταλική Δημοκρατία στην παρούσα υπόθεση, να θεσπίσουν ένα εθνικό σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων. περιορίζει το όφελος αυτού του συστήματος στα στενά μέλη της οικογένειας του θανόντος ατόμου, ενώ επίσης δίνει προτεραιότητα σε ορισμένα από αυτά τα μέλη, όπως ο επιζών σύζυγος και τα παιδιά, σε άλλα μέλη του αυτή η οικογένεια, όπως οι γονείς καθώς και τα αδέρφια και οι αδελφές.
64 Μια τέτοια «διαδοχική» προσέγγιση αντιστοιχεί, εξάλλου, σε εκείνη που αναφέρεται ρητά στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/29, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν διαδικασίες που αποσκοπούν στον περιορισμό του αριθμού των μελών της οικογένειας που ενδέχεται να επωφεληθούν από το δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.
65 Ωστόσο, ένα εθνικό σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων δεν μπορεί, κατ’ εφαρμογή της λογικής της κληρονομικής μεταβίβασης, να αποκλείει αυτόματα ορισμένα μέλη της οικογένειας από το ευεργέτημα οποιασδήποτε αποζημίωσης απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας άλλων μελών της οικογένειας, χωρίς λόγους. εκτός από αυτή τη σειρά ανάθεσης που μπορεί να ληφθεί υπόψη, όπως, ειδικότερα, οι υλικές συνέπειες που προκύπτουν, για αυτά τα μέλη της οικογένειας, από τον θάνατο από ανθρωποκτονία του ενδιαφερομένου ή το γεγονός ότι τα εν λόγω μέλη ήταν εξαρτώμενα από τον αποθανόντα ή συγκατοικούσαν μαζί τους. Ένα τέτοιο εθνικό σύστημα αποζημίωσης, στην πραγματικότητα, δεν λαμβάνει υπόψη, αγνοώντας τις απαιτήσεις που ορίζονται στις σκέψεις 60 και 62 της παρούσας απόφασης, την ταλαιπωρία και τη σοβαρότητα των συνεπειών του αδικήματος γι’ αυτούς και, ως εκ τούτου, δεν συμβάλλει επαρκώς για την αποκατάσταση της υλικής και ηθικής ζημίας τους.
66 Ειδικότερα, το γεγονός της στέρησης, κατ’ αρχήν, οποιασδήποτε αποζημίωσης από ορισμένα μέλη της οικογένειας πρέπει να θεωρείται ασυμβίβαστο με τις απαιτήσεις αυτές όταν, όπως στην κύρια υπόθεση, ένα ποινικό δικαστήριο έχει επιδικάσει σε αυτά τα μέλη της οικογένειας αποζημίωση, εξάλλου μη ευκαταφρόνητη, για τη ζημία υπέστη λόγω του θανάτου του ατόμου που έχει υποβληθεί σε βίαιο έγκλημα εκ προθέσεως, αλλά ο συντάκτης του αδικήματος δεν βρίσκεται σε θέση, λόγω της αφερεγγυότητας του, πληρώσει μόνος του αυτές τις ζημιές.
67 Επομένως, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών του, ένα εθνικό σύστημα αποζημίωσης θυμάτων εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, στο οποίο εκδιώκονται από τα θύματα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η έκταση της ζημίας τους, λόγω προκαθορισμένης σειράς προτεραιότητας μεταξύ των διαφόρων θυμάτων που δικαιούνται να αποζημιωθούν, και με βάση αποκλειστικά τη φύση των οικογενειακών δεσμών, από την οποία Τα τεκμήρια για την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας δεν μπορούν να οδηγήσουν σε «δίκαιη και κατάλληλη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80.
68 Κατά συνέπεια, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει σύστημα αποζημίωσης για εκ προθέσεως βίαιο έγκλημα που υπόκειται, στην υπόθεση ανθρωποκτονίας, δικαίωμα αποζημίωσης των γονέων του θανόντος σε περίπτωση απουσίας επιζώντος συζύγου και τέκνων του τελευταίου και των αδελφών και αδελφών του θανόντος αυτό απουσία των εν λόγω γονέων.
Για τα έξοδα
69 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, χαρακτήρα περιστατικού που υποβλήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πλην αυτών των εν λόγω διαδίκων, δεν μπορούν να επιστραφούν.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:
Το άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων,
πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε κανονισμό κράτους μέλους που προβλέπει σύστημα αποζημίωσης για βίαιο έγκλημα εκ προθέσεως που καθιστά, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, το δικαίωμα αποζημίωσης των γονέων του θανόντος υπό την προϋπόθεση της απουσίας του επιζώντος συζύγου και των τέκνων του τελευταίου και των αδελφών και αδελφών του τελευταίου εν απουσία των εν λόγω γονέων.
Υπογραφές