Αριθμός 385/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Σπυρίδων Κουτσοχρήστο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Τ. του Ι., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κουτσαντώνη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Τ. του Ι., 2) Ε. συζύγου Δ. Τ., κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Μικρό και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/9/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας.
Εκδόθηκε η 104/2015 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/11/2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 104/2015 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 19-9-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 και 566 § 1 ΚΠολΔ) και συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 § 3 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514, 515 § 1 και 516 ΑΚ, προκύπτει ότι η αξίωση του αγοραστή σε περίπτωση υπάρξεως νομικού ελαττώματος να ζητήσει αποζημίωση και πριν ακόμα του αφαιρεθεί με δικαστική απόφαση το πράγμα, καταλύεται, αν ο πωλητής ισχυρισθεί και αποδείξει ότι ο αγοραστής γνώριζε τα ελαττώματα του πράγματος που υπήρχαν κατά το χρόνο της πωλήσεως. Όμως, ο από την πιο πάνω ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 515 § 1 ΑΚ, καθιερούμενος λόγος απαλλαγής του πωλητή από την ευθύνη του για νομικά ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος (τέτοια δε ευθύνη του πωλητή υπάρχει ιδίως στην περίπτωση που κύριος του πράγματος δεν είναι αυτός αλλά τρίτος) αδρανεί, αν οι συμβαλλόμενοι με την επιφύλαξη του άρθρου 518 ΑΚ έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Έτσι, σε περίπτωση πωλήσεως πράγματος, που στο πωλητήριο συμβόλαιο περιέχεται ο όρος ότι το πωλούμενο μεταβιβάζεται “ελεύθερο διεκδικήσεως ή δικαιώματος τρίτου”, ο πωλητής υπέχει υποχρέωση να αποζημιώσει τον αγοραστή για τα νομικά ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος και αν ακόμα ο τελευταίος γνώριζε αυτά. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513, 514 και 516 ΑΚ, προκύπτει ότι η ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα του πωληθέντος διαπλάθεται ως ευθύνη για τη μη εκπλήρωση της παροχής, εντεύθεν δε, έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις των άρθρων 380 και 382 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες ο αγοραστής δικαιούται, εκτός άλλων, να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, ως ζημία δε, που πρέπει κατά τα άρθρα 516 και 382 ΑΚ να αποκατασταθεί, νοείται κάθε προς το χειρότερο μεταβολή της περιουσίας του αγοραστή από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή, η οποία μπορεί να προέρχεται είτε από το τίμημα του πράγματος που καταβλήθηκε, είτε από τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής, από το γεγονός αυτό. Ως εκ τούτου, προκειμένου να χωρίσει η αποκατάσταση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι επήλθε ζημία και ότι αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αθέτηση της συμβάσεως. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, κάθε ζημία (θετική ή αποθετική) που υπέστη ο αγοραστής εξαιτίας της αθετήσεως της προαναφερόμενης υποχρεώσεως του πωλητή, συνίσταται δε ειδικότερα η θετική ζημία του αγοραστή στη διαφορά της περιουσιακής κατάστασής του, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί αν ο πωλητής είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει σ’ αυτόν το πράγμα χωρίς το νομικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας και εκείνης που υπάρχει εξ αιτίας της μη εκπλήρωσης, εν όλω ή εν μέρει, της υποχρεώσεως του πωλητή, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής και επομένως περιλαμβάνει την αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής (οφειλή αξίας), που μπορεί να είναι ανώτερη του καταβληθέντος τιμήματος, καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής (ΑΠ 162/2022, ΑΠ 517/2015, ΑΠ 355/2010, ΑΠ 249/2009, ΑΠ 356/2007, ΑΠ 847/2003). Από την επιτρεπτή κατ’ άρθρον 561 § 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της ως άνω ασκηθείσης από 19-9-2011 αγωγής, προκύπτει ότι με αυτήν ιστορούσαν οι ενάγοντες πως ο εναγόμενος κατά το έτος 1991 πώλησε και παρέδωσε σ’ αυτούς εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρίαν, το λεπτομερώς περιγραφόμενο σ’ αυτήν (την αγωγή) ακίνητο (αγροτεμάχιο), που βρίσκεται στην Εύβοια, αντί αναγραφομένου στο σχετικό συνταχθέν συμβόλαιο τιμήματος 500.000 δραχμών και πραγματικού τιμήματος 2.000.000 δραχμών και παρότι ο εναγόμενος τους διαβεβαίωσε ρητώς με το παραπάνω συμβόλαιο ότι κατέστη κύριος επί του ακινήτου αυτού με τις προϋποθέσεις της τακτικής αλλά και της έκτακτης χρησικτησίας και επί πλέον ότι αυτό είναι απαλλαγμένο από κάθε εν γένει βάρος, εκνίκηση, διεκδίκηση από τρίτους, αμφισβήτηση και από κάθε νομικό ή πραγματικό ελάττωμα, μετά την πώληση και την παράδοση σ’ αυτούς του ανωτέρω ακινήτου, διαπιστώθηκε ότι τούτο δεν ανήκε στον εναγόμενο πωλητή αλλά ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης που ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο και ειδικότερα, αποτελεί τμήμα κληροτεμαχίου της ως άνω περιοχής, ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής Λευκών. Ιστορούσαν ακόμη οι ενάγοντες ότι βάσει της υπ’ αριθμ. 2614/5-9-2002 απόφασης του Νομάρχη Ευβοίας, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Εύβοιας διέταξε την διοικητική αποβολή τους από το παραπάνω αγροτεμάχιο, η οποία μάλιστα στην συνέχεια συντελέσθηκε με το από 18-6-2003 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής κατόπιν κοινοποίησης του υπ’ αριθμ. 28/20-5-2003 εγγράφου του Τμήματος Τοπογραφήσεων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Εύβοιας, με το οποίο το εν λόγω ακίνητο (αγροτεμάχιο) χαρακτηριζόταν ως καταπατηθέν από τους ενάγοντες δημόσιο κτήμα και ισχυριζόμενοι ότι ο εναγόμενος, γνώριζε το ανωτέρω νομικό ελάττωμα και το απέκρυψε από αυτούς (τους ενάγοντες) και ότι αυτός ευθύνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 514 και 516 ΑΚ για νομικά ελαττώματα του ως άνω πωληθέντος ακινήτου και ότι αυτοί (ενάγοντες) δικαιούνται να απαιτήσουν κατά το άρθρο 382 ΑΚ, αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ για την θετική αλλά και την αποθετική ζημία που υπέστησαν, συνιστάμενη και ανερχόμενη σε: α) ποσό 5.869,40 ευρώ, το οποίο οι ίδιοι (ενάγοντες) κατέβαλαν πραγματικά στον εναγόμενο, κατ’ ισομοιρία έκαστος, ως τίμημα για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, β) ποσό 161,40 ευρώ για φόρο μεταβίβασης, φόρο υπερτιμήματος και τέλη μεταγραφής, γ) ποσό 40.250 ευρώ, ως αποθετική ζημία, που απώλεσαν από την μεταπώληση του παραπάνω αγροτεμαχίου αν αυτό δεν είχε νομικό ελάττωμα και ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει εις ολόκληρον σε καθέναν από αυτούς, άλλως διαιρετώς, τα ανωτέρω ποσά των 5.869,40 €, των 161,40 € και των 40.250 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 46.280,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινομένης αγωγής, ενώ ζήτησαν ακόμη να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Μετά την συζήτηση της ως άνω ασκηθείσης αγωγής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 104/2015 τελεσίδικη πλέον απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι το παραπάνω δικαστήριο δέχτηκε αναιρετικώς ανελέγκτως κατ’ άρθρον 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία σχετικό μέρος, τα ακόλουθα: “Με το με αριθμό … συμβόλαιο πώλησης αγροτικού ακινήτου της συμβολαιογράφου Ταμυνέων, Ασπασίας Γ. Φωτιά, ο εναγόμενος πώλησε και μεταβίβασε στους ενάγοντες, κατ’ ίσα μέρη, κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή και ελεύθερο από κάθε εκνίκηση, αξίωση ή διεκδίκηση τρίτου, αμφισβήτηση, φιλονικία, βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση, δουλεία οποιοσδήποτε φύσης, οφειλή φόρων, μίσθωση, κληρονομικό δικαίωμα, απαλλοτρίωση, κάθε δέσμευση ή περιορισμό από το Δασικό και Αγροτικό Κώδικα, το Νόμο 1337/1983 και τις διατάξεις περί Ενεργού Πολεοδομίας και γενικά από κάθε νομικό ελάττωμα, ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση “…” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας … του πρώην Δήμου ….του Υποθηκοφυλακείου Αυλώνος, εμβαδού έντεκα χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα εννέα και εβδομήντα (11.579,70) τ.μ., που αναφέρεται και περιγράφεται με λεπτομέρεια με τα αριθμητικά στοιχεία … στο από μηνός Απριλίου έτους 1991 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Χ. Γ.. Α., στο οποίο (σχεδιάγραμμα) αναγράφεται υπεύθυνα από τον συντάξαντα μηχανικό, βάσει του Ν. 651/1977, ότι το ως άνω αγροτεμάχιο βρίσκεται εκτός ορίων οικισμού και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και το οποίο (σχεδιάγραμμα) προσαρτάται στο ως άνω συμβόλαιο, αντί τιμήματος 500.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλαν οι ενάγοντες στον εναγόμενο ήδη κατά την υπογραφή του παραπάνω συμβολαίου, ενώπιον της συντάξασας αυτό συμβολαιογράφου. Το ανωτέρω συμβόλαιο μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Αυλώνος Καρυστίας (τόμος …, αρ. …). Κατά το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα, το ως άνω αγροτεμάχιο συνορεύει νοτιοδυτικά επί πλευράς τεθλασμένης 1-2-3-4-5 μήκους μέτρων συνολικά ογδόντα και πενήντα εκατοστών του μέτρου (80,50) με αλώνι ιδιοκτησίας Π. Κ., βορειοδυτικά επί πλευράς τεθλασμένης 5-6-7-8-9-10 μήκους μέτρων συνολικά ενενήντα ένα και πενήντα εκατοστών του μέτρου (91,50) με ιδιοκτησία Α. Κ., βόρεια επί πλευράς τεθλασμένης 10-11-12-13 μήκους μέτρων συνολικά εκατόν δύο (102) με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Ρ., ανατολικά επί πλευράς 13-14 μήκους μέτρων πενήντα ένα (51) με ιδιοκτησία Σ. Κ. και νότια επί πλευράς τεθλασμένης 14-15-16-17-18-19-1 μήκους μέτρων συνολικά εκατόν δέκα τεσσάρων (114) με ιδιοκτησία Π. Κ.. Εντούτοις, το ανωτέρω αγροτεμάχιο εμβαδού 11.579,70 τ.μ. δεν ανήκε στον εναγόμενο αλλά αυτό, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης εμβαδού 24.490 τ.μ. αποτελεί κτήμα του Ελληνικού Δημοσίου και, συγκεκριμένα, τμήμα του με αριθμό … κληροτεμαχίου της ένδικης περιοχής, ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής Λευκών. Ειδικότερα, δυνάμει της με αριθμό 2614/01/05-09-2002 απόφασης του Νομάρχη Εύβοιας, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ευβοίας διέταξε τη διοικητική αποβολή των εναγόντων διότι το ως άνω αγροτεμάχιο προερχόταν από το με αριθμό … διαθέσιμο αγροτεμάχιο του αγροκτήματος της Ιεράς Μονής Λευκών συνολικής έκτασης 112.625 στρεμμάτων στη θέση “…” του Δημοτικού Διαμερίσματος … Στη συνέχεια, κοινοποιήθηκε στη Γραμματεία εποικισμού της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης το με αριθμό 28/20-05-2003 έγγραφο του Τμήματος Τοπογραφήσεων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας με το οποίο το ως άνω αγροτεμάχιο χαρακτηρίσθηκε ως καταπατηθέν από τους ενάγοντες δημόσιο κτήμα και ακολούθησε η διοικητική αποβολή των εναγόντων από αυτό, η οποία συντελέσθηκε με το από 18/06/2003 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής. Ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του, ισχυρίζεται ότι το επίδικο νέμονταν και κατείχαν συνεχώς και αδιαλείπτως, ήδη πριν από το έτος 1935, ο παππούς του και απώτερος δικαιοπάροχός του Β. Μ., από το έτος 1935 που πέθανε ο τελευταίος έως το έτος 1960 η μητέρα του και άμεση δικαιοπάροχός του Μ. σύζυγος Ι. Τ. θυγ. Β. και Σ. Μ. και από το έτος 1960 οπότε η τελευταία του το μεταβίβασε με άγραφη παραχώρηση ο ίδιος, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ασκώντας πράξεις νομής και έτσι έγινε κύριος αυτού με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, μέχρι και το χρόνο μεταβίβασης αυτού στους ενάγοντες. Σε ό,τι αφορά μεν τον ισχυρισμό του περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με τις προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας αυτός είναι απορριπτέος διότι δεν αποδεικνύει ότι είχε νόμιμο τίτλο (δεν αναφέρει εάν άσκησε αναγνωριστική αγωγή και ότι μετέγραψε τη σχετική δικαστική απόφαση), ενώ σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με τις προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται δεδομένου ότι δεν αποδεικνύει χρησικτησία του απώτερου δικαιοπαρόχου του σε βάρος της Ιεράς Μονής Λευκών, η οποία να είχε συμπληρωθεί πριν από την 11/09/1915, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και, επομένως, εφόσον ο παππούς του εναγομένου δεν είχε καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11/09/1915 δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, που ανήκε στην ως άνω Ιερά Μονή με έκτακτη χρησικτησία, αφού τα ακίνητα των Ιερών Μονών προστατεύονται όπως τα ακίνητα του Δημοσίου. Άλλωστε, ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του, δεν αμφισβητεί ειδικά ότι το ακίνητο ανήκε στην Ιερά Μονή Λευκών, συναγόμενης εξ αυτού ομολογίας (άρθρο 261 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ο εναγόμενος δεν απέκτησε κυριότητα επί του ενδίκου ακινήτου, το οποίο, κατά το χρόνο μεταβίβασής του στους ενάγοντες δυνάμει του με αριθμό … συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αλιβερίου Ασπασίας Γ. Φωτιά – Γιαννοπούλου, βαρυνόταν με νομικό ελάττωμα, καθ’ ότι ανήκε στην κυριότητα της Ιεράς Μονής Λευκών. Συνακόλουθα, αφού ο εναγόμενος – πωλητής δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει στους ενάγοντες πράγμα ελεύθερο από νομικά ελαττώματα, επέχει ευθύνη αντικειμενική (δηλαδή ανεξάρτητα από το αν γνώριζε ή αγνοούσε, έστω και ανυπαίτια, το ελάττωμα…για μη εκπλήρωση και, επομένως, οι ενάγοντες – αγοραστές δικαιούνται να ζητήσουν αποζημίωση για την ως άνω μη εκπλήρωση. Το ανωτέρω ακίνητο βρίσκεται στη Θέση “…” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας … του πρώην Δήμου …, απέχει από τη θάλασσα περίπου 2 χιλιόμετρα, η δε αξία του ανέρχεται στα 3.500 ευρώ ανά στρέμμα (βλ. τη σχετική βεβαίωση – εκτίμηση του μεσιτικού γραφείου Α. Κ.. Π. με έδρα το …. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, στα πλαίσια της ως άνω σύμβασης πώλησης κατέβαλαν τα εξής ποσά: α) ποσό 500.000 δραχμών ή 1.467,35 ευρώ, το οποίο οι ίδιοι κατέβαλαν στον ενάγοντα, κατ’ ισομοιρίαν έκαστος, ως τίμημα για την αγορά του επιδίκου αγροτεμαχίου, το οποίο αναγράφηκε στο με αριθμό … συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αλιβερίου Ασπασίας Γ. Φωτιά – Γιαννοπούλου, β) ποσό 400.000 δραχμών ή 1.173,88 ευρώ, το οποίο οι ίδιοι κατέβαλαν στον ενάγοντα, κατ’ ισομοιρία έκαστος, ως τίμημα για την αγορά του επιδίκου αγροτεμαχίου, το οποίο συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε εκτός συμβολαίου σε τέσσερις (4) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 100.000 δρχ. ή 293,47 ευρώ, όπως ο εναγόμενος συνομολογεί με τις προτάσεις του, ως προς δε τα πραγματικά περιστατικά, δημιουργείται πλήρης απόδειξη από την ως άνω δικαστική ομολογία (άρθρα 261 και 352 του ΚΠολΔ), ο δε ισχυρισμός των εναγόντων ότι το συμφωνηθέν και καταβληθέν εκτός συμβολαίου τίμημα ανήλθε στο ποσό των 1.500.000 δραχμών από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε, η δε κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων κρίνεται μη πειστική, δεδομένου ότι η ίδια δεν ήταν παρούσα κατά τη διαδικασία σύναψης του συμβολαίου, κατέθεσε δε πως ό,τι γνωρίζει το γνωρίζει από όσα της έχουν αναφέρει οι ενάγοντες-γονείς της, γ) ποσό 48.955 (46.350 + 2.605 = 48.955) δραχμών ή 143,66 ευρώ, το οποίο οι ίδιοι κατέβαλαν, κατ’ ισομοιρία έκαστος, για φόρο μεταβίβασης και φόρο υπερτιμήματος, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι κατέβαλαν κάποιο ποσό για τέλη μεταγραφής. Επιπλέον, εξαιτίας της αθέτησης της προαναφερόμενης υποχρέωσης του πωλητή, οι ενάγοντες υπέστησαν αποθετική ζημία ύψους 40.528 ευρώ (3.500 X 11.579,70 = 40.528 και όχι 40.250 ευρώ, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στις προτάσεις), ποσό το οποίο θα κέρδιζαν από μεταπώληση του επίδικου αγροτεμαχίου αν αυτό δεν είχε νομικό ελάττωμα. Κατόπιν των ανωτέρω, ή κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 21.656,44 ευρώ (1.467,35 + 1.173,88 + 143,66 + 40.528 = 43.312,89 : 2 = 21.656,44), ως αποζημίωσή τους, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής τους, μέχρι την εξόφληση”. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε, παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 7/2006). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 7/2006). Η ανεπάρκεια εξάλλου των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για την θεμελίωση τους, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται αναιρετικά με τον λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για την θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για την θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ως προς την διαπίστωση νομικής, δήθεν, αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης. Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν, κατ’ αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 8 ή αναλόγως 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 192/2016). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας, ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 480/2010). Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν την ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 721/2017, ΑΠ 192/2016). Με την κρινομένη αίτησή του ο αναιρεσείων μέμφεται το προαναφερθέν δικαστήριο για την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, απορρέουσα πλημμέλεια και συγκεκριμένα: Με τον πρώτον αναιρετικό λόγο ισχυρίζεται ότι το παραπάνω δικαστήριο εσφαλμένως εφήρμοσε τις ουσιαστικής φύσεως διατάξεις των άρθρων 514, 516 και 298 ΑΚ και επιδίκασε στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους και αποθετική ζημία κατά τα προδιαληφθέντα, με τον δεύτερον αναιρετικό λόγο ισχυρίζεται (ο αναιρεσείων) ότι το παραπάνω δικαστήριο εσφαλμένως εφήρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 514, 516, 297 και 298 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως χρόνος υπολογισμού της αξίας του παραπάνω ακινήτου όχι αυτός της ασκήσεως της ένδικης αγωγής, αλλά ο χρόνος της αποβολής τους από το εν λόγω ακίνητο και με τον τέταρτο αναιρετικό λόγο ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικής φύσεως διατάξεων των άρθρων 514, 516 και 298 ΑΚ, “το ποσό που θεωρήθηκε ως θετική ζημία των εναγόντων, ήτοι οι δαπάνες αγοράς του (τίμημα κλπ) και επιδικάσθηκε σ’ αυτούς, πέρα από την αξία του ακινήτου (και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι σύννομα επιδικάσθηκε το τελευταίο αυτό χρηματικό ποσό), έπρεπε να αφαιρεθεί από την επικαλούμενη από τους ενάγοντες συνολική ζημία τους, εφόσον το ποσό αυτό περιλαμβάνεται στο επιδικασθέν σ’ αυτούς ως διαφυγόν κέρδος, συνιστάμενο στην αξία του επιδίκου ακινήτου”, όπως επί λέξει αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Εξάλλου με τον τρίτο αναιρετικό λόγο εκθέτει ο αναιρεσείων ότι “δεν αναφέρεται στην αγωγή ποια ήταν η αξία του ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο” της αποβολής τους από το ακίνητο και αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ορθό νοηματικό της περιεχόμενο την από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη, η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή (ή στην ένσταση) πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για την θεμελίωση τους, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται αναιρετικά με τον λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Με τις προδιαληφθείσες παραδοχές και ειδικότερα, κρίνοντας το προαναφερθέν δικαστήριο ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων πωλητής, εφόσον δεν εκπλήρωσε την αναληφθείσα εκ μέρους του υποχρέωση να μεταβιβάσει στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους του παραπάνω ακίνητο ελεύθερο από νομικά ελαττώματα, έχει ευθύνη να αποζημιώσει τους τελευταίους, για την προαναφερθείσα θετική ζημία που υπέστησαν, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 514, 516, 297 και 298 ΑΚ, επιδίκασε σ’ αυτούς τα ως άνω αναλυτικώς αναφερόμενα επί μέρους χρηματικά ποσά, ενώ όσον αφορά την προκληθείσα θετική ζημία των αναιρεσιβλήτων – αγοραστών, ορθά εκτιμήθηκε κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής κατά τα αναφερόμενα στην παραπάνω σχετική νομική σκέψη, ενώ βέβαια ορθά προσδιορίσθηκε στην ασκηθείσα αγωγή η αξία του αυτού ως άνω ακινήτου κατά τον χρόνο της άσκησης αυτής. Κατά συνέπειαν οι προαναφερθεντες αναιρετικοί λόγοι που αφορούν την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι αλλά και τον χρόνο εκτίμησης αυτής, είναι αβάσιμοι. Όσον αφορά όμως το επιδικασθέν στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους χρηματικό ποσόν των 40.528 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος, που αυτοί θα απεκόμιζαν από την μεταπώληση του επίδικου αγροτεμαχίου, αν αυτό δεν είχε νομικό ελάττωμα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 514, 516 και 298 ΑΚ, αφού η αποθετική ζημία δεν αποκαθίσταται στην περίπτωση όπως αυτή, σύμφωνα με την προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη και ως εκ τούτου ο προαναφερθείς από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ λόγος είναι βάσιμος και συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το παραπάνω σχετικό μέρος αυτής. Περαιτέρω κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 14/2022). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων υπέβαλε πρωτοδίκως την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, ισχυριζόμενος με τις από 24-1-2013 έγγραφες προτάσεις του, που κατατέθηκαν στην γραμματεία του ως άνω δικαστηρίου στις 31-1-2013, ότι “παρέλειψαν – αδράνησαν οι αντίδικοι να ασκήσουν το δικαίωμά των επί μακρό χρονικό διάστημα ήτοι εννέα (9) ολόκληρα έτη…η αδράνεια αυτή των αντιδίκων μου δημιούργησε εύλογη πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν θα ασκηθεί…”, όπως επί λέξει αναγράφεται σ’ αυτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του με προφορική δήλωσή του, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση (104/6-3-2014) πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω δικαστηρίου υπέβαλε την “ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος” όπως επίσης επί λέξει αναφέρεται σ’ αυτά, την οποίαν όμως απέρριψε το δικαστήριο ως μη νόμιμη, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι “…μόνη η αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του δεν αρκεί για τη θεμελίωση της προβαλλόμενης ένστασης, ακόμη κι αν τα εκτιθέμενα περιστατικά θεωρηθούν αληθή”. Με την κρίση του αυτή το προαναφερθέν δικαστήριο, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού μόνο η επικαλούμενη μακροχρόνια αδράνεια στην άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος, δεν αρκεί για την θεμελίωση κατά νόμο καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός του, ώστε να εμπίπτει στην θεσπιζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ απαγόρευση και ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ήταν μη νόμιμος. Επομένως, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η ως άνω υπ’ αριθμ. 104/2015 προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που επιδίκασε στους ενάγοντες το προαναφερθέν χρηματικό ποσόν των 40.528 ευρώ και ακολούθως, για το ενιαίο της εκτέλεσης, δεδομένου ότι δεν απολείπεται άλλο ζήτημα για διευκρίνιση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικαστεί από το παρόν δικαστήριο κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, η ως άνω ασκηθείσα αγωγή, να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες το χρηματικό ποσό των 1.392,44 (1.467,35 + 1.173,88 + 143,66 = 2.784,89 : 2 = 1.392,44) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής τους, μέχρι την εξόφληση και επί πλέον να καταδικαστεί ο αναιρεσείων σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων όλων των βαθμών κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος που αυτοί υπέβαλαν με τις ενώπιον του Αρείου Πάγου από 11-1-2022 έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 106, 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 104/2015 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό αυτής της απόφασης.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 19-9-2011 (αριθμός κατάθεσης: 315/23-9-2011) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον κάθε ενάγοντα το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (1.392,44 €), νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής τους μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Μαρτίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΙσόβια και 15 χρόνια φυλάκιση στους δολοφόνους εγκύου