Αριθμός 979/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Δ. του Ε., κατοίκου …, 2) Σ. συζ. Γ. Δ., 3) Ε. Δ. του Γ., κατοίκου … και 4) Δ. Δ. του Γ., κατοίκου …, εκ των οποίων οι 1ος, 3ος και 4η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Νικολιδάκη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι η Σ. συζ. Γ. Δ. (2η) απεβίωσε στις 22-5-2020 και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι και μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της 1ος, 3ος και 4η των αναιρεσειόντων, εκπροσωπούμενοι από τον ίδιο.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “Ε. Α. Α. «Ε. και ήδη «E. Α. Μ. Α. Ε.”, που εδρεύει στη …και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “Α. Α. Α. Α.”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ντανάκα, που δήλωσε στο ακροατήριο την ως άνω μεταβολή της αναιρεσίβλητης. Κοινοποιουμένη η αναίρεση στην: Μ. Α. του Γ., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πολυχρόνη Καρσαμπά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-2-2015 αγωγή των ήδη 1ου, 3ου και 4ης των αναιρεσειόντων και της ήδη αποβιωσάσης Σ. συζ. Γ. Δ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο και με τις κατατεθείσες από 28-5-2015 προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση της προς κοινοποίηση η αναίρεση. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 776/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6384/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-11-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης και της προς κοινοποίηση η αναίρεση την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 82 Κ.Πολ.Δ., ορίζεται ότι “όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που επιτρέπονται στη δίκη προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει υποχρέωση να δεχθεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του… Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση”. Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. “οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμα και όταν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. “ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, σε περίπτωση δε πρόσθετης παρέμβασης έχει δικαίωμα να προτείνει την έλλειψη της κλήτευσης και ο διάδικος για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση”. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του” και του άρθρου 558 Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι “η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους”, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν απευθύνεται κατ’ αρχάς η αναίρεση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός εάν κατά τη δίκη εκείνη ανέλαβε το δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος, ή εάν η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Ο προσθέτως παρεμβάς όμως πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης, που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας περιέχουν οι προαναφερόμενες διατάξεις, διαφορετικά δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, το οποίο, ως αναφερόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 576 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) από τον Άρειο Πάγο ( ΑΠ 749/2020, ΑΠ 1295/2019, ΑΠ 808/2017, ΑΠ 711/2017, ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1033/2014, ΑΠ 569/2013, ΑΠ 412/2008). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της προκείμενης δίκης προκύπτει ότι τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε από τη Μ. Α. του Γ., πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης κοινοποιήθηκε προς την ανωτέρω προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, παρέστη νόμιμα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της και κατέθεσε νόμιμα στις 12-10-2022, το από 05-10-2022 υπόμνημά της, με το οποίο ζητεί την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Επομένως, η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, είναι, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, παραδεκτή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ.1 στοιχ. α’ και 290 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη, συνδυαζόμενες και προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 Α.Κ., προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής, με επίδοση δικογράφου, ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως ρητώς με δήλωση των κληρονόμων του θανόντος στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, ακόμα και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, είτε με την επίδοση ιδιαιτέρου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση, αλλά και σιωπηρώς με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 895/2020, ΑΠ 1257/2019, ΑΠ 392/2019, ΑΠ 1045/2017, ΑΠ 711/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικότερα: 1) το υπ’ αριθμ. πρωτ… απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που έχει συνταχθεί από τη ληξίαρχο του Δήμου.., 2) το υπ’ αριθμ. ….πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου.., 3) το υπ’ αριθμ. 190/06-11-2020 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, 4) το υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου…, περί μη αποποίησης κληρονομιάς, 5) το υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου ….., περί δημοσίευσης της από 05-02-2020 διαθήκης και μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης εκτός από την ανωτέρω και 6) το υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη κατάθεσης αγωγής αμφισβήτησης κληρονομικού δικαιώματος, προκύπτει ότι στις 21-05-2020, δηλαδή μετά την άσκηση, της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, στις 21-11-2019, απεβίωσε στον Πειραιά, η δεύτερη αναιρεσείουσα Σ. συζ. Γ. Δ. το γένοςΔ.Π, κάτοικος εν ζωή.., η οποία κατέλειπε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, όσον αφορά την ένδικη αξίωσή της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, εξ αιτίας του θανάτου της θυγατέρας της Ά.Χ. Δ., την οποία (αξίωση) είχε ασκήσει προ του θανάτου της, με την ένδικη από 18-02-2015 αγωγή της, τους πλησιέστερους συγγενείς της, ήτοι το σύζυγό της – πρώτο των αναιρεσειόντων και τα δύο τέκνα της – τρίτο και τέταρτη των αναιρεσειόντων, οι οποίοι με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, γνωστοποίησαν στην αναιρεσίβλητη το γεγονός του θανάτου της προαναφερομένης δεύτερης αναιρεσείουσας και ταυτόχρονα δήλωσαν ότι συνεχίζουν εκουσίως στο όνομά τους τη βιαίως διακοπείσα δίκη, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά τους, η οποία ουδόλως αμφισβητείται από τη αναιρεσίβλητη και, συνεπώς, παραδεκτώς χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης ως προς αυτούς και με την ανωτέρω ιδιότητά τους.
Η κρινόμενη από 20-11-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/21-11-2019 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6384/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (και ειδικότερα διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού, άρθρα 591 παρ. 1, 614 αριθμ. 1, 6 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νόμότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. α’ Π.Δ. 237/1986 “Κωδικοποίηση των διατάξεων του Ν. 489/1976 (ΦΕΚ Α’331/76) περί υποχρεωτικής Ασφαλίσεως της εξ’ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Δ. 264/1991, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις της Οδηγίας 84/5 ΕΟΚ (Ε.Ε.) για την προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών-μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων], “η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών, έναντι των μελών της οικογένειας του ασφαλισμένου οδηγού, ή, κάθε άλλου προσώπου, του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσμό συγγενείας”. Ακολούθως, με το άρθρο 7 του Π.Δ. 237/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ. 264/1991, ορίζεται ότι “δεν θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 § 1 και του άρθρου 6 § 2: α) Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε την ζημία, β) κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης, γ) εκείνος ο οποίος έχει καταρτίσει μετά του ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση, δ) οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρείας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η ως άνω ασφάλιση γίνεται για να καλύψει την αστική ευθύνη των ασφαλισμένων προσώπων έναντι των τρίτων που ζημιώνονται και ότι τα πρόσωπα, τα οποία ο νόμος θεωρεί τρίτους, έχουν αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή, εφόσον, όμως, έναντι αυτών ο ασφαλισμένος έχει υποχρέωση αποζημίωσης, την οποία ακριβώς καλύπτει η σύμβαση ασφάλισης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, στην περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Ενόψει αυτών, βασική προϋπόθεση για τη θεμελίωση από την οικογένεια του θύματος αξίωσης χρηματικής ικανοποίησής της, λόγω ψυχικής οδύνης, είναι η έναντι του τελευταίου (θύματος) τέλεση αδικοπραξίας. Ως αδικοπραξία δε στην περίπτωση αυτή δεν νοείται μόνο αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., αλλά και κάθε περίπτωση που θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης, με βάση διατάξεις ειδικών νόμων, όπως είναι και ο ν. ΓπΝ/1911. Επομένως, η οικογένεια του θύματος μπορεί να αξιώσει από την ασφαλιστική εταιρία χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, εφόσον πληρούται το πραγματικό μιας, με την παραπάνω έννοια, αδικοπραξίας σε βάρος του θύματος από πρόσωπο του οποίου, κατά τα ανωτέρω, έχει ασφαλιστεί η έναντι τρίτων αστική ευθύνη του.
Συνεπώς, εάν το τελευταίο τούτο πρόσωπο είναι το ίδιο το θύμα, δεν πληρούται το πραγματικό της, με την έννοια που αναφέρθηκε, αδικοπραξίας σε βάρος του, με αποτέλεσμα να μην ιδρύεται δικαίωμα αποζημιώσεως και, εντεύθεν, υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας για την κάλυψη αυτής (ΑΠ 461/2017, ΑΠ 1104/2015, ΑΠ 427/2014). Περαιτέρω, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 7 του Π.Δ. 237/1986, όπως ισχύει και μετά την ως άνω αντικατάστασή της, ο οδηγός του ασφαλισμένου ζημιογόνου αυτοκινήτου, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης ( όπως είναι, κατά το ως άνω άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Δ. 237/1986, ο κύριος, ο κάτοχος, ο προστηθείς για την οδήγηση και ο υπεύθυνος του ασφαλισμένου αυτοκινήτου), εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση, αλλά και ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ως ιδιοκτήτης, δεν θεωρούνται τρίτοι, εάν ασκούν αξιώσεις με την ίδια ιδιότητα, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως προαναφέρθηκε, ώστε και αυτών δεν καλύπτεται με την ίδια σύμβαση, η ζημία τους.
Συνεπώς, δεν υπάρχει υποχρέωση της ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο εταιρείας για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση και των συγγενών των ιδίων πιο πάνω προσώπων, που δεν θεωρούνται τρίτοι, για τον τραυματισμό ή τη θανάτωση των τελευταίων, αφού τέτοια αξίωση δεν παρέχεται στα ίδια αυτά πρόσωπα, που δεν θεωρούνται τρίτοι (ΑΠ 1104/2015, ΑΠ 427/2014). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, “πράγματα” είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό μέσο (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αμυντικό μέσο (ένσταση, αντένσταση) και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης (Ολ. ΑΠ 4/2022, Ολ. ΑΠ 25/2003, Ολ. ΑΠ 3/1997, Ολ. ΑΠ 11/1996). “Πράγματα”, κατά την έννοια της άνω διάταξης αποτελούν και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς (Ολ. ΑΠ 4/2022), δηλαδή που επαναφέρουν προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό και όχι άρνηση της αγωγής ή της ένστασης, ήτοι περιέχουν παράπονα κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος, ή έγινε δεκτός αυτοτελής ισχυρισμός του αντιδίκου του (ΑΠ 743/2022, ΑΠ 775/2022, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 935/2022, ΑΠ 1187/2021, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 88/2011). Αντιθέτως, δεν αποτελούν “πράγματα” κατά την πιο πάνω έννοια και, συνεπώς, δεν ιδρύεται ο από την παραπάνω διάταξη λόγος αναίρεσης, αν δεν ληφθούν υπόψη, οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού οι τελευταίοι αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (Ολ. ΑΠ 469/1984, ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 141/2017), ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, έστω και αν τα ανωτέρω αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι, αλυσιτελείς, ή αβάσιμοι ισχυρισμοί, που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό και δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 999/2022, ΑΠ 231/2021, ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 71/2019, ΑΠ 11/2017). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα”, με την παραπάνω έννοια, τα οριζόμενα στο άρθρο 339 ΚΠολΔ και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά, η μη λήψη υπόψη των οποίων ή του περιεχομένου τους, καθώς και η αξιολόγησή τους από το δικαστήριο, δεν ιδρύει τον ανωτέρω από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης (ΑΠ 740/2022, ΑΠ 76/2022, ΑΠ 834/2022, ΑΠ 1509/2021, ΑΠ 237/2019, ΑΠ 261/2016, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 10/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 2019/2007). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ρητά για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 25/2003, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 172/2020, ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), ή όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 7/2020, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421 – 425/2009), ή στην περίπτωση που το δικαστήριο τον απέρριψε ακόμη και σιωπηρώς, όταν είναι φανερό από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης ότι όντως τον απέρριψε (ΑΠ 98/2020, ΑΠ 7/2020, ΑΠ 74/2019, ΑΠ 656/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 6384/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι το Δικαστήριο αυτό δέχθηκε ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, που αναφέρει, τα ακόλουθα : “Περί την 05:15′-05:20′ ώρα της 14.9.2014 ο Δ. Β. του Κ., κάτοικος …, οδηγώντας το υπ’ αριθ. Κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο με ταχύτητα 120 χ/ω, κινούνταν στη Νέα Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας (ΝΕΟΑΛ), στο ύψος της Λυκόβρυσης, με κατεύθυνση προς Πειραιά, όταν ένα επιβατικό αυτοκίνητο μαύρου χρώματος, το οποίο κινούνταν πίσω του με την ίδια κατεύθυνση, τον προσπέρασε, έχοντας αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα, ήτοι μεγαλύτερη των 180 χ/ω, χωρίς ο Δ.. Β. να μπορέσει να συγκρατήσει τον κατασκευαστή του τελευταίου οχήματος, ούτε τον αριθμό των επιβατών του και τη θέση που είχαν οι επιβάτες, λόγω της μεγάλης ταχύτητάς του και της νύχτας που επικρατούσε. Στη συνέχεια, ο Δ.. Β. εισήλθε με το όχημά του στην Αττική Οδό από τα διόδια της Μεταμόρφωσης και κινήθηκε σ’ αυτήν με κατεύθυνση προς Ελευσίνα, χρησιμοποιώντας τη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας από τις τρεις που διαθέτει το ανωτέρω ρεύμα κυκλοφορίας και με την ταχύτητα που προαναφέρθηκε. Πλησιάζοντας την υπό στοιχεία Ε 7,7 χιλιομετρική θέση της Αττικής Οδού, αντιλήφθηκε ότι μπροστά του και δεξιά ως προς την πορεία του υπήρχε ένα σύννεφο σκόνης-καπνού και στο οδόστρωμα διασκορπισμένα πλαστικά εξαρτήματα αυτοκινήτου, ενώ υπήρχαν και άλλα αυτοκίνητα, σταθμευμένα δεξιά του οδοστρώματος και έχοντας θέσει σε λειτουργία τα φώτα συναγερμού (αλάρμ). Για το λόγο αυτόν, αφού αντιλήφθηκε ότι είχε λάβει χώρα τροχαίο ατύχημα, μείωσε την ταχύτητα του αυτοκινήτου που οδηγούσε και στάθμευσε αυτό πλησίον των άλλων οχημάτων που είχαν σταθμεύσει για τον ίδιο λόγο. Όταν εξήλθε από το όχημά του και πλησίασε τον ανωτέρω χώρο είδε ένα επιβατικό αυτοκίνητο μαύρου χρώματος, δηλαδή εκείνο που τον είχε προσπεράσει προηγουμένως στη ΝΕΟΑΛ και λίγο πριν κινούνταν πλέον στην αριστερή λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας που ακολουθούσε ο ίδιος, να έχει υποστεί πλήρη καταστροφή, από τη σφοδρή πρόσκρουσή του στα ευρισκόμενα δεξιά του οδοστρώματος μεταλλικά προστατευτικά στηθαία (μπάρες) και κατόπιν σε τσιμεντένια πλάκα ύψους 0,12 μ., μήκους 2,5 μ. και πλάτους 2,05 μ., να βρίσκεται στην παραπάνω κατάσταση και σε θέση παράλληλη προς την κατεύθυνση που ακολουθούσε, μέσα σε φρεάτιο (κανάλι) συσσώρευσης-απορροής υδάτων βάθους 1 μ. και λίγα μέτρα μπροστά από αυτό τα σώματα δύο προσώπων, ήτοι του Χ. Α. του Γ., ηλικίας 27 ετών (γενν. την 14.4.1987), αδελφού της προσθέτως παρεμβαίνουσας και μόνης κληρονόμου αυτού (οι λοιποί καλούμενοι ως κληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομιά του), και της Ά.-Χ. Δ., θυγατέρας των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφής των λοιπών (εναγόντων), (ήδη αναιρεσειόντων) ηλικίας 22 ετών (γενν. την 19.12.1992), που επέβαιναν προηγουμένως στο άνω επιβατικό αυτοκίνητο, έχοντας καταλάβει τη θέση του οδηγού το ένα πρόσωπο και τη θέση του συνοδηγού το άλλο, τα οποία (πρόσωπα) είχαν ήδη αποβιώσει εντός του άνω αυτοκινήτου -και πριν από την έξοδο (εκτόξευση) των σωμάτων τους από το χώρο της εμπρόσθιας δεξιάς πόρτας του αυτοκινήτου- λόγω των τραυμάτων που υπέστησαν κατά την προαναφερόμενη σφοδρότατη πρόσκρουση του αυτοκινήτου. Το όχημα αυτό, ασφαλισμένο για τις προκαλούμενες από την κυκλοφορία του σε τρίτους -υπό την ανωτέρω εκτεθείσα στην οικεία νομική σκέψη έννοια αυτών- ζημίες στην εναγόμενη (ήδη αναιρεσίβλητη) ασφαλιστική εταιρία, ήταν το επιβατικό αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας…., εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου 3.35, κυλινδρισμού κινητήρα 2978 CC, πρώτης κυκλοφορίας κατά το έτος 2007, ιδιοκτησίας του Χ. Α. του Γ., ηλικίας 27 ετών, κατόχου της υπ’ αριθ. … άδειας οδήγησης, που εκδόθηκε την 30.9.2010 και έληγε την 30.9.2015. Στην παραπάνω χιλιομετρική θέση το οδόστρωμα της Αττικής Οδού, η οποία έχει χαρακτηριστεί αυτοκινητόδρομος, με κατεύθυνση προς Ελευσίνα, έχει πλάτος 10,5 μ., διαθέτει 3 λωρίδες κυκλοφορίας, διακρινόμενες με 2 διακεκομμένες λευκές διαγραμμίσεις, μια λωρίδα έκτακτης ανάγκης (ΑΕΑ) πλάτους 3 μ, ευρισκόμενη δεξιά του οδοστρώματος, διακρινόμενη από το τελευταίο με μια συνεχόμενη λευκή διαγράμμιση, και δεξιά και πέραν αυτής τσιμεντένιο ρείθρο απορροής υδάτων βροχής, το οποίο καταλήγει στο προαναφερόμενο φρεάτιο που βρέθηκε το αυτοκίνητο, μετά την ανωτέρω πρόσκρουση αυτού αρχικά στα ευρισκόμενα δεξιά του οδοστρώματος και πέραν και κατά μήκος (παραλλήλως) προς το ανωτέρω τσιμεντένιο ρείθρο μεταλλικά προστατευτικά στηθαία (μπάρες) και κατόπιν στην ανωτέρω τσιμεντένια πλάκα, με τη σημείωση ότι το ανωτέρω φρεάτιο βρίσκεται σε χωμάτινο πρανές πλάτους 9 μ., που βρίσκεται με τη σειρά του δεξιά και παραλλήλως προς το ανωτέρω τσιμεντένιο ρείθρο. Κατά το χρόνο της ένδικης πρόσκρουσης, δηλαδή κατά την 05.22′ ώρα της 14.9.2014 και στον παραπάνω χώρο το ασφάλτινο οδόστρωμα της Αττικής Οδού ήταν σε ξηρά κατάσταση, ευθύ και οριζόντιο. Υπήρχε σκοτάδι λόγω της νύχτας, αλλά με επαρκή τεχνητό φωτισμό, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αραιή και των πεζών ανύπαρκτη. Επικρατούσε καλοκαιρία, η ορατότητα των οδηγών-χρηστών της οδού δεν περιοριζόταν από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια και η ανώτατη επιτρεπόμενη ταχύτητα είχε οριστεί με ρυθμιστική πινακίδα στα 120 χ/ω. Ο συντάκτης της από 14.9.2014 έκθεσης αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος Υ/Α Ι. Π., που υπηρετούσε στο Τμήμα Τροχαίας Αττικής οδού, στην έκθεση αυτή αναφέρει ως οδηγό του ανωτέρω αυτοκινήτου, κατά το χρόνο της πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος, τον επιβαίνοντα στο αυτοκίνητο και ιδιοκτήτη αυτού και θανατωθέντα κατά το ένδικο ατύχημα Χ. Α. του Γ.. Την, επίσης, επιβαίνουσα στο άνω αυτοκίνητο και θανατωθείσα κατά το ένδικο ατύχημα Ά.-Χ. Δ., την αναφέρει ως συνοδηγό κατά τον παραπάνω χρόνο, δηλαδή καθισμένη στο εμπρόσθιο κάθισμα και δεξιά του οδηγού. Ωστόσο, ούτε ο ανωτέρω οδηγός του οχήματος, που το προσπέρασε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν τα θανατωθέντα ως άνω δύο πρόσωπα, αναφέρει ποιο από τα δύο ήταν οδηγός, ούτε από άλλο αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. φωτογραφικό υλικό από τις κάμερες κυκλοφορίας της Αττικής Οδού) προκύπτει ποιο, από τα δύο επιβαίνοντα, πρόσωπο οδηγούσε το άνω αυτοκίνητο κατά την πρόκληση του ατυχήματος. Η ανωτέρω δε έξοδος των σωμάτων των δύο επιβαινόντων προσώπων από το αυτοκίνητο κατά την πρόσκρουση αυτού δημιουργεί εμπόδια για τη διαπίστωση και τον εντοπισμό του προσώπου που το οδηγούσε κατά την πρόκληση του ατυχήματος. Για τους παραπάνω λόγους, ο ανωτέρω συντάκτης της εκθέσεως αυτοψίας στο πεδίο 17 αυτής αναφέρει ότι στην άποψή του για το πρόσωπο που οδηγούσε το ζημιογόνο όχημα κατέληξε από το ότι στο πατάκι (μικρό χαλί-τάπητας) του συνοδηγού βρέθηκαν τα υποδήματα της Ά.-Χ. Δ.. Περαιτέρω, από την ανωτέρω έκθεση αυτοψίας, το από 14.9.2014 πρόχειρο σχεδιάγραμμα που τη συνοδεύει, όλες τις προαναφερόμενες τεχνικές εκθέσεις και πραγματογνωμοσύνες και όλα χωρίς εξαίρεση τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτουν τα εξής για τις συνθήκες που έλαβε χώρα το εξεταζόμενο ατύχημα και για το πρόσωπο που οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο: Και τα τέσσερα ελαστικά επίσωτρα του αυτοκινήτου ήταν φθαρμένα και σε κακή κατάσταση με τέτοιο τρόπο, που δεν παρείχαν αξιοπιστία για την οδική ασφάλεια αυτού, κυρίως λόγω της γήρανσής τους, εφόσον το εμπρόσθιο αριστερό κατασκευάστηκε την 11η εβδομάδα του έτους 2009, ενώ τα υπόλοιπα τρία, στα οποία περιλαμβάνεται και το οπίσθιο αριστερό, κατασκευάστηκαν την 20η εβδομάδα του έτους 2007, δεδομένου ότι από την κοινή πείρα συνάγεται ότι τα ελαστικά επίσωτρα των αυτοκινήτων πρέπει να αντικαθίστανται ανά 3-4 περίπου έτη. Αφού το ανωτέρω όχημα του Χ. Α. του Γ., ο οποίος κατείχε νόμιμη και ισχύουσα άδεια οδήγησης αυτού και ήταν έμπειρος οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων από το έτος 2010 (βλ. την ανωτέρω άδεια οδήγησης αυτού), με μόνους επιβάτες τον ίδιο και την Ά.-Χ. Δ. του Γ., με την οποία συνδεόταν από το έτος 2011 περίπου, οπότε άρχισαν να συζούν, και η οποία κατείχε την ισχύουσα κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος υπ’ αριθ. … άδεια οδήγησης επιβατικού αυτοκινήτου από τις 10.5.2011, που συμπίπτει με το χρόνο έναρξης του δεσμού της με τον πρώτο, ο οποίος της είχε παραχωρήσει από τότε ένα άλλο επιβατικό αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του επίσης, τύπου Toyota Yaris, που οδηγούσε συνήθως εκείνη, όπως οδηγούσε, αρκετές φορές, και το ανωτέρω ζημιογόνο όχημα [βλ. τις από 24.12.2014 ένορκες εξετάσεις των γονέων του Χ. Α. σε συνδυασμό με το από 7.2.2012 Δελτίο Τροχαίου Ατυχήματος του Τμήματος Τροχαίας Αιγάλεω, από τα οποία προκύπτει ότι η Ά.-Χ. Δ. οδηγούσε επιβατικά αυτοκίνητα, στα οποία περιλαμβάνονται τα ανωτέρω δύο αυτοκίνητα ιδιοκτησίας του πρώτου προσώπου αλλά και το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο που ανήκε στην ιδιοκτησία της μητέρας της και με το οποίο είχε προκαλέσει η ίδια (Ά.-Χ. Δ.) το περιγραφόμενο στο ανωτέρω από 7.2.2012 Δελτίο τροχαίο ατύχημα, με αποτέλεσμα να αναιρούνται οι καταθέσεις των γονέων της τελευταίας (βλ. από 18.12.2014 ένορκες εξετάσεις) ότι η ανωτέρω θυγατέρα τους δεν οδηγούσε γενικώς αυτοκίνητο, παρά το ότι είχε τέτοια δυνατότητα λόγω της ύπαρξης της ανωτέρω άδειας οδήγησης], είχε προσπεράσει το αυτοκίνητο του Δ.. Β. στη ΝΕΟΑΛ έχοντας αναπτύξει την προαναφερόμενη υπερβολική ταχύτητα των 180 χ/ω τουλάχιστον και εισήλθε στην Αττική Οδό, χρησιμοποιώντας τα διόδια της Μεταμόρφωσης και πλησίαζε, με κατεύθυνση προς Ελευσίνα την ανωτέρω χιλιομετρική θέση Ε 7-7, έχοντας καταλάβει την αριστερή λωρίδα του ανωτέρω ρεύματος κυκλοφορίας και έχοντας αναπτύξει πλέον ταχύτητα τουλάχιστον 198 χ/ω, αιφνιδίως και χωρίς να ανακόψει την ανωτέρω υπερβολική του ταχύτητα, εκτράπηκε της πορείας του δεξιά και αφού κινήθηκε με πλάγια ολίσθηση σε συνολική απόσταση 129,20 μέτρων, διασχίζοντας ακυβέρνητο και πλαγίως τη μεσαία και δεξιά λωρίδα του ρεύματος πορείας που ακολουθούσε, εξήλθε του οδοστρώματος και προσέκρουσε με σφοδρότητα και με μεγάλη δύναμη κατά την εμπρόσθια επιφάνεια αυτού αρχικά στα ευρισκόμενα εκτός του οδοστρώματος και δεξιά αυτού προστατευτικά μεταλλικά στηθαία, καταστρέφοντας 14 ορθοστάτες έμπιξης και στρεβλώνοντας 15 παρεμβλήματα. Στη συνέχεια, το ανωτέρω όχημα, συνεχίζοντας την ανεξέλεγκτη πορεία του, δεδομένου και ότι κατά την ανωτέρω σφοδρή, αιφνίδια και βίαιη πρώτη πρόσκρουση στα μεταλλικά στηθαία, οι προαναφερόμενοι δύο επιβάτες αυτού, που δεν έκαναν χρήση των ζωνών ασφαλείας (μάλιστα στο σημείο του κλείστρου της ζώνης οδηγού υπήρχε ανεξάρτητο κλείστρο, ώστε να αποφεύγεται η ενοχλητική ηχητική ειδοποίηση για τη χρήση της και να μην ενοχλείται το πρόσωπο που οδηγεί το αυτοκίνητο), επιστρέφοντας στην κατοικία τους από γαμήλια δεξίωση, κατά την οποία είχαν καταναλώσει και οι δύο μεγάλη ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών (βλ. από 29.10.2014 εργαστηριακές εκθέσεις τοξικολογικής εξέτασης κατά τις οποίες στο αίμα του πτώματος του Χ.Α. διαπιστώθηκε παρουσία οινοπνεύματος σε ποσοστό 1,93%ο και στο αίμα του πτώματος της Ά.-Χ. Δ. διαπιστώθηκε παρουσία οινοπνεύματος σε ποσοστό 1,74%ο), θανατώθηκαν ακαριαία, λόγω των σοβαρών και βαρύτατων θλαστικών κακώσεων που υπέστησαν [και ειδικότερα ο πρώτος (Χ. Α.) υπέστη πολλαπλές εκδορές, εκχυμώσεις, εκτεταμένες τραυματικές διασχίσεις προσώπου, σώματος, άνω και κάτω άκρων, κάταγμα δεξιάς πηχεοκαρπικής, δύο επιπλεγμένα κατάγματα αριστεράς κνήμης, επιπλεγμένο κάταγμα αριστερού μηρού, διάσπαρτες αιμορραγικές διηθήσεις μαλακών μορίων κεφαλής, κατάγματα σπλαχνικού κρανίου (άνω γνάθου-ρινός), ρωγμώδες κάταγμα προσθίου κρανιακού βόθρου, κάταγμα 3ου αυχενικού σπονδύλου, καθολική υπαραχνοειδή αιμορραγία τραυματικής αιτιολογίας, πολλαπλά κατάγματα οδόντων, κάταγμα δεξιά κλείδας, κάταγμα σώματος στέρνου, πολλαπλά κατάγματα πλευρών αριστερά, θλάσεις και ρήξεις πνευμόνων, αιμοθώρακας άμφω, τραυματικές ρήξεις σπληνός, περινεφρικό αιμάτωμα αριστερά και διάσταση οστών στην περιοχή της ηβικής σύμφυσης και η Ά.Χ. Δ. υπέστη πολλαπλές εκδορές, εκχυμώσεις, εκτεταμένες τραυματικές διασχίσεις προσώπου, σώματος, άνω και κάτω άκρων, πλήρη τραυματικό ακρωτηριασμό δεξιού κάτω άκρου με κολόβωμα στη μεσότητα του συστοίχου μηρού, μερικό τραυματικό ακρωτηριασμό αριστερού κάτω άκρου στο ύψος του κάτω τριτημορίου του αριστερού μηρού, διάσπαρτα επιπλεγμένα κατάγματα άνω και κάτω άκρων, κάταγμα δεξιού λιθοειδούς οστού, αιμορραγικές διηθήσεις άκρων, μαλακών μορίων ινιακής χώρας, καθολική υπαραχνοειδή αμορραγία τραυματικής αιτιολογίας, αιμορραγικές διηθήσεις χειλέων στόματος, πολλαπλά κατάγματα πλευρών αριστερά, κάταγμα δεξιάς κλείδας, θλάσεις και ρήξεις πνευμόνων άμφω, αιμοθώρακα άμφω, τραυματικές διασχίσεις ήπατος, σπληνός, εμφάνιση αίματος στους νεφρούς, διατομή οστών στην περιοχή της ηβικής σύμφυσης….], εξακολούθησε να κινείται με πλάγια ολίσθηση και αφού προσέκρουσε στην προαναφερόμενη και ευρισκόμενη εκτός του οδοστρώματος και εντός του χωμάτινου πρανούς τσιμεντένια πλάκα, ανατράπηκε εντός του αγωγού απορροής υδάτων, όπου ακινητοποιήθηκε σε παράλληλη θέση προς τον άξονα της Αττικής Οδού με κατεύθυνση αυτή που ακολουθούσε, δηλαδή προς Ελευσίνα, ενώ τα νεκρά ήδη σώματα των επιβαινόντων, εξήλθαν με δύναμη από την εμπρόσθια δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου, που είχε καταστραφεί -όπως και όλο το όχημα- και είχε αποσπαστεί σχεδόν από αυτό και κατέπεσαν μπροστά από το αυτοκίνητο στο χωμάτινο έρεισμα και μάλιστα το σώμα του Χ. Α. σε απόσταση 2 μέτρων από το αυτοκίνητο και το σώμα της Ά.-Χ. Δ. σε απόσταση 5 μέτρων από αυτό, δηλαδή 3 μ. μακρύτερα από το σώμα του πρώτου επιβαίνοντος. Το αποκομμένο, κατά τα ανωτέρω, μέλος του σώματος της δεύτερης επιβαίνουσας, είχε εξέλθει ήδη από το αυτοκίνητο, αφού βρέθηκε πίσω από την τελική θέση και κατάληξη του αυτοκινήτου και, συνεπώς, πίσω και από τα δύο σώματα των επιβαινόντων. Η αιφνιδιαστική εκτροπή του ανωτέρω αυτοκινήτου προς τα δεξιά και η απώλεια του ελέγχου αυτού από το πρόσωπο εκ των άνω δύο επιβαινόντων, που το οδηγούσε με το περαιτέρω τραγικό αποτέλεσμα, οφείλεται στη ρήξη (σκάσιμο) του αριστερού οπίσθιου ελαστικού επισώτρου του, η οποία (ρήξη) οφείλεται στη φθορά αυτού και στην παράλειψη του ιδιοκτήτη του να το αντικαταστήσει το αργότερο έως το έτος 2011, δεδομένου ότι είχε κατασκευαστεί κατά το έτος 2007, συνοδευόμενη (η ρήξη του επισώτρου) από την υπερβολική ταχύτητα με την οποία κινούνταν κατά το χρόνο προκλήσεως του ατυχήματος, αλλά και από τη μειωμένη αντίληψη και από την έλλειψη δυνατότητας του προσώπου που το οδηγούσε να ελέγχει το όχημα, λόγω της προηγούμενης υπερβολικής χρήσεως οινοπνευματωδών ποτών, και να καταφύγει σε κατάλληλο αποφευκτικό ελιγμό αποτροπής του θανατηφόρου τραυματισμού των επιβαινόντων, αφού παρεχόταν τέτοια δυνατότητα λόγω των επικρατουσών υπόλοιπων καλών οδικών συνθηκών (δηλαδή, ξερή κατάσταση του οδοστρώματος, αραιή κυκλοφορία οχημάτων και ανύπαρκτη κυκλοφορία πεζών, καλοκαιρία, οριζόντιο και ευθύ οδόστρωμα, ορατότητα με επαρκή τεχνητό φωτισμό, μη εμποδιζόμενη από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια), η δε πλάγια προς τα δεξιά ολίσθηση αυτού οφείλεται στην απώλεια του αέρα του επισώτρου και στην εξακολούθηση της κίνησής του με τη ζάντα (κυκλική μεταλλική στεφάνη, στην οποία προσαρτάται το ελαστικό τροχοφόρου οχήματος) σε απόσταση 129,20 μ. Προκειμένου να απαντηθεί κατά την προανάκριση το ερώτημα για το πρόσωπο που οδηγούσε το ανωτέρω όχημα, επειδή και τα δύο σώματα των επιβαινόντων βρέθηκαν εκτός αυτού κατά την πρόκληση του ατυχήματος και επειδή στον εσωτερικό χώρο του υπήρχαν πολλά σημεία με αίμα και σωματικούς ιστούς των επιβαινόντων, το ανωτέρω Τμήμα Τροχαίας Αττικής Οδού ζήτησε από τη Δ/νση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας να διενεργήσει έλεγχο για την ύπαρξη γενετικού υλικού και τη συλλογή αυτού για διενέργεια εργαστηριακής εξέτασης προς εξαγωγή γενετικού τύπου STR, καθώς και συγκριτικές εξετάσεις. Μετά τη συλλογή 31 πειστηρίων, που πραγματοποιήθηκε από αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της ανωτέρω υπηρεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας, ήτοι 15 πειστηρίων με την ένδειξη ιστοτεμάχια ή πιθανά ιστοτεμάχια και 16 πειστηρίων, που συγκεντρώθηκαν με τη μέθοδο σάρωσης με βαμβακοφόρο στειλεό, από το εσωτερικό του ΙΧΕ αυτοκινήτου, διενεργήθηκε εργαστηριακή εξέταση από την υπηρετούσα στο ανωτέρω τμήμα Υπαστυνόμο Α’-Βιοχημικό Σ. Γ., η οποία συνέταξε την ανωτέρω από 21.10.2014 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, από την οποία προκύπτει ότι από τα 31 συλλεγέντα εργαστηριακά πειστήρια ελήφθησαν αντίστοιχα δείγματα. Από την εργαστηριακή έρευνα των υπ’ αριθ. δειγμάτων 16 έως και 31, των οποίων η συλλογή έγινε με βαμβακοφόρο στειλεό, προέκυψε ότι το υπ’ αριθ. 30, που βρέθηκε στην οροφή του αυτοκινήτου πάνω από το κάθισμα της θέσης του συνοδηγού, προερχόταν από αίμα, που ανήκε στην Ά. – Χ. Δ.. Τα υπ’ αριθ. 25 και 27 δείγματα δεν ήταν δυνατό να αναλυθούν για τον προσδιορισμό κάποιου γενετικού τύπου STR. Η ανάλυση DNA 26 δειγμάτων με αριθμούς 1 έως 6, 8 έως 23, 26, 28, 29, 30 και 31, εκ των οποίων αυτά με αριθμούς 16, 17, 18, 25 και 26, τα οποία προέρχονται από τα εργαστηριακά πειστήρια που ελήφθησαν αντίστοιχα με σαρώσεις από βαμβακοφόρο στειλεό από το τιμόνι του ζημιογόνου οχήματος και από τα εκατέρωθεν αυτού τηλεχειριστήρια (δείγμα 16), από διάσπαρτες σκουρόχρωμες κηλίδες, που βρέθηκαν στο ανωτέρω τιμόνι (δείγμα 17), από τις περιμετρικές ακμές (άκρες) του αλεξηλίου της θέσης οδηγού του οχήματος (δείγμα 18), από την περιβάλλουσα επιφάνεια του διακόπτη με την ένδειξη “start-stop” που βρίσκεται πλησίον του τιμονιού του ανωτέρω οχήματος (δείγμα 25) και από την περιμετρική επιφάνεια του μοχλού αλλαγής ταχύτητας του άνω οχήματος (δείγμα 26), δηλαδή 25 δειγμάτων από τα 31 στα οποία πραγματοποιήθηκε η εργαστηριακή έρευνα, ανέδειξε ότι προέρχονται από το σώμα της επιβαίνουσας σ’ αυτό Ά.-Χ. Δ.. Από την ανάλυση του δείγματος 7, προερχόμενου από αντίστοιχο πειστήριο, που βρέθηκε πίσω από το κάθισμα της θέσης του οδηγού σε τμήμα υφάσματος μετά ιστοτεμαχίου, διαπιστώθηκε ότι αυτό προέρχεται από το σώμα του άλλου επιβαίνοντος Χ. Α.. Τέλος, η εργαστηριακή εξέταση ανέδειξε ότι στα δείγματα με αριθμούς 20, 22 και 24, προερχόμενα από τα πειστήρια που βρέθηκαν στο προσκέφαλο οδηγού, στη ζώνη ασφαλείας οδηγού και τα κλειδιά της μίζας του αυτοκινήτου (ηλεκτρικού μηχανισμού, που θέτει σε λειτουργία τον κινητήρα του αυτοκινήτου) εμφανίζονται αντίστοιχοι γενετικοί τύποι STR που δηλώνουν παρουσία γενετικών στοιχείων περισσοτέρων του ενός προσώπων (μίγματα). Στα εν λόγω μίγματα διαπιστώθηκε ότι εμπεριέχονται ο γενετικός τύπος της Ά.Χ. Δ., καθώς και γενετικά στοιχεία του Χ. Α.. Από όλα ανεξαιρέτως τα ανωτέρω δεδομένα που προκύπτουν από το σύνολο των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνονται τα πορίσματα όλων των ανωτέρω εκθέσεων των προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις σε ζητήματα της τέχνης και της επιστήμης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τη συμβολή και αρωγή των οποίων στην εξεταζόμενη υπόθεση θεωρεί σημαντική το παρόν Δικαστήριο, και από τα οποία (διδάγματα της κοινής πείρας) συνάγεται μεταξύ άλλων και ότι οι γυναίκες οδηγοί αποφεύγουν να οδηγούν φορώντας ψηλοτάκουνα υποδήματα, που εμποδίζουν το χειρισμό των οργάνων του αυτοκινήτου (πεντάλ) και για το λόγο αυτόν όταν οδηγούν τα αντικαθιστούν με υποδήματα που διαθέτουν σχεδόν επίπεδη σόλα ή -αν η παραπάνω λύση δεν είναι εφικτή- προτιμούν να οδηγούν χωρίς υποδήματα (βλ. και 5η σελίδα της ιατρικής Γνωμοδότησης του ιατροδικαστή Γ.Λ), αποδεικνύεται ότι οδηγός του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαιναν τα ανωτέρω δύο θανατωθέντα πρόσωπα, κατά το χρόνο πρόκλησης του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, ήταν η Ά.-Χ. Δ. και ότι συνοδηγός αυτού ήταν ο Χ. Α., ο οποίος δεν προκύπτει ότι είχε εμπλακεί έως τότε με την ιδιότητα του οδηγού επιβατικού ή φορτηγού αυτοκινήτου ή με άλλη ιδιότητα σε άλλο τροχαίο ατύχημα. Στο παραπάνω πόρισμα το Δικαστήριο καταλήγει από τα εξής: α) στα παραπάνω υπ’ αριθ. 16, 17, 18, 25 και 26 εργαστηριακά δείγματα, τα οποία προέρχονται από τα εργαστηριακά πειστήρια που ελήφθησαν αντίστοιχα με σαρώσεις από βαμβακοφόρο στειλεό από το τιμόνι του ζημιογόνου οχήματος και από τα εκατέρωθεν αυτού τηλεχειριστήρια (δείγμα 16), από διάσπαρτες σκουρόχρωμες κηλίδες, που βρέθηκαν στο ανωτέρω τιμόνι (δείγμα 17), από τις περιμετρικές ακμές (άκρες) του αλεξηλίου της θέσης οδηγού του οχήματος (δείγμα 18), από την περιβάλλουσα επιφάνεια του διακόπτη με την ένδειξη “start-stop” που βρίσκεται πλησίον του τιμονιού του ανωτέρω οχήματος (δείγμα 25) και από την περιμετρική επιφάνεια του μοχλού αλλαγής ταχύτητας του άνω οχήματος (δείγμα 26), δηλαδή από περιοχές του αυτοκινήτου με τις οποίες μόνο ο οδηγός αυτού έρχεται σε άμεση επαφή, μέσω των χεριών αυτού, βρέθηκε γενετικό υλικό που ανήκει αποκλειστικά στην Ά. Χ. Δ., με τη σημείωση ότι η συλλογή των αντίστοιχων με τα ανωτέρω δείγματα πειστηρίων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο της σάρωσης με βαμβακοφόρο στειλεό, δηλαδή με συλλογή επιθηλιακών κυττάρων, τα οποία εγκαταλείπονται και εναποτίθενται στα ανωτέρω όργανα οδήγησης και τα λοιπά κατά τα ανωτέρω σημεία του αυτοκινήτου μόνο από τον οδηγό αυτού και ότι τα δείγματα σάρωσης κρίνονται ως τα πλέον αξιόπιστα, καθώς η συλλογή τους προέρχεται μόνο από την επαφή του προσώπου με τις επιφάνειες στα οποία βρέθηκαν τα αντίστοιχα πειστήρια και οδηγεί τον ερευνητή των συνθηκών του τροχαίου ατυχήματος στο ασφαλές και αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι τελευταίος χρήστης αυτών (οργάνων οδήγησης του αυτοκινήτου κλπ) υπήρξε το πρόσωπο στο οποίο ανήκουν τα δείγματα (βλ. και από 19.5.2015 σχολιασμό του ιατροδικαστή Σ.. Μ. και την από 20.6.2015 ιατρική γνωμοδότηση του ιατροδικαστή Γ.. Λ.), β) η Ά.-Χ. Δ. είχε οδηγήσει και άλλες φορές το ζημιογόνο αυτοκίνητο, είχε καταναλώσει μικρότερη ποσότητα αλκοολούχων ποτών, με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι για το λόγο αυτόν συμφωνήθηκε μεταξύ αυτής και του συντρόφου της να οδηγήσει το εν λόγω όχημα για την επιστροφή τους στην κοινή κατοικία τους, λόγω της μικρότερης επίδρασης της αλκοόλης στο αίμα της, γ) η Ά. -Χ. Δ. είχε εμπλακεί προηγουμένως και σε άλλο παρόμοιο με το εξεταζόμενο τροχαίο ατύχημα, δηλαδή με εκτροπή του οδηγούμενου από την ίδια οχήματος σε παρακείμενο της οδού, που κινούνταν, κατάστημα- πρατήριο εμπορίας καυσίμων (βλ. προαναφερόμενο από 7.2.2012 δελτίο τροχαίου ατυχήματος), δ) και οι δύο επιβαίνοντες στο ανωτέρω όχημα υπέστησαν κατά την πρόσκρουση αυτού στα προστατευτικά στηθαία, μεταξύ των άλλων σωματικών βλαβών, κακώσεις και κατάγματα στα πόδια τους, με σημαντικότερα όμως αυτά που υπέστη η Ά.-Χ. Δ., η οποία υπέστη πλήρη τραυματικό ακρωτηριασμό του δεξιού της ποδιού με κολόβωμα (δηλαδή απομένον τμήμα μέλους μετά από ακρωτηριασμό) στη μεσότητα του συστοίχου μηρού. Το αποτέλεσμα αυτό συνδέεται με την ανωτέρω κρίση περί του προσώπου που οδηγούσε το ζημιογόνο όχημα, κατά την πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, εφόσον το δεξιό πόδι του οδηγού (και στην προκείμενη περίπτωση της Ά.Χ. Δ.) εγκλωβίζεται- ενσφηνώνεται μεταξύ του ποδομοχλού (πεντάλ) των φρένων και του καθίσματος και λόγω της, οφειλόμενης στη στρέβλωση των μερών του αυτοκινήτου, σύσφιξης αυτού, αποκόπτεται-ακρωτηριάζεται στο ανωτέρω σημείο της σύσφιξης (βλ. και από 2.6.2015 ιατροδικαστική γνωμοδότηση του ιατροδικαστή Γ. Λ.) και ε) ο μεγαλύτερος αριθμός των πειστηρίων, που συγκεντρώθηκαν από τον εσωτερικό χώρο του αυτοκινήτου, προκειμένου να ανιχνευθεί αν περιέχουν γενετικό υλικό, προέρχεται από το σώμα της Ά.-Χ. Δ.. Και το περιστατικό συνάδει με την προαναφερόμενη κρίση περί του προσώπου που οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο, κατά τη στιγμή της πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος, δεδομένου ότι και οι δύο επιβαίνοντες δεν χρησιμοποιούσαν τις προστατευτικές ζώνες ασφαλείας, με αποτέλεσμα τη μετακίνηση (περιδίνηση-στροβιλισμό) των σωμάτων τους εντός του εσωτερικού χώρου του αυτοκινήτου κατά το χρόνο από τη βίαιη πρόσκρουση του τελευταίου στα μεταλλικά προστατευτικά στηθαία έως την τελική του κατάληξη με ανατροπή στο παρακείμενο φρεάτιο απορροής υδάτων και τη βίαιη έξοδο (εκτόξευση) των σωμάτων των επιβαινόντων από την ανοιγμένη, λόγω της ανωτέρω σύγκρουσης, εμπρόσθια δεξιά πόρτα του οχήματος. Ωστόσο, πρώτο εξήλθε το σώμα του Χ. Α., που μετακινήθηκε εντός του αυτοκινήτου για λίγο χρόνο, λόγω της παράλειψης χρήσεως της προστατευτικής ζώνης και της έλλειψης συγκράτησης αυτού με άλλο τρόπο και για το λόγο αυτό βρέθηκαν ελάχιστα πειστήρια με γενετικό υλικό προερχόμενο από τον ίδιο και το σώμα του βρέθηκε σε απόσταση μόνο 2 μέτρων από το αυτοκίνητο. Αντίθετα, το σώμα της Ά.Χ. Δ., που απέμεινε μετά τον ακρωτηριασμό του δεξιού της ποδιού μέσα στο αυτοκίνητο, καθυστέρησε να εξέλθει και μετακινήθηκε για περισσότερο χρόνο εντός αυτού, τόσο λόγω του προαναφερόμενου εγκλωβισμού του δεξιού της ποδιού, όσο και λόγω της συγκράτησης αυτού (σώματος) με τα χέρια της που κρατούσαν το τιμόνι, αλλά και του εμποδίου από το σώμα του Χ. Α. (μέχρι να εξέλθει), που βρισκόταν μεταξύ αυτής και της πόρτας από την οποία εξήλθαν νεκροί και οι δύο επιβαίνοντες.
Για τους λόγους αυτούς, ο μεγαλύτερος αριθμός των πειστηρίων από τα οποία συγκεντρώθηκαν τα αντίστοιχα δείγματα με το δικό της γενετικό υλικό ανήκουν στην Ά.Χ. Δ. και το σώμα της βρέθηκε σε μεγαλύτερη απόσταση από το αυτοκίνητο, από εκείνη που βρέθηκε το σώμα του Χ. Α, δεδομένου ότι το σώμα της δέχθηκε μεγαλύτερη δύναμη-πίεση που αποδεσμεύτηκε με την έξοδό της από το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Η ανωτέρω άποψη δεν αναιρείται από το ότι στο ευρισκόμενο στη θέση του οδηγού πατάκι (μικρό χαλί) βρέθηκαν κατά την αυτοψία που διενήργησαν τα αστυνομικά όργανα, τα υποδήματα της Ά.Χ. Δ., εφόσον, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το Δικαστήριο ως αποδειχθέντα, η παραπάνω θέση των υποδημάτων της, δεν συνδέεται με τη θέση που βρισκόταν η ίδια κατά το χρόνο του ατυχήματος. Επομένως, η θανατωθείσα κατά το ένδικο ατύχημα Ά.-Χ. Δ., ως οδηγός του προκαλέσαντος, κατά την κυκλοφορία του, οχήματος το θάνατο αυτής, δεν έχει την ιδιότητα του τρίτου κατά την έννοια των διατάξεων που αναλύθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, με αποτέλεσμα να μη θεωρούνται τρίτοι και οι ενάγοντες συγγενείς της και να μη θεμελιώνεται υποχρέωση της ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο εναγόμενης εταιρίας για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση αυτών λόγω ψυχικής οδύνης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη αγωγή παρίσταται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε όμοια, ότι οδηγός του άνω ΙΧΕ αυτοκινήτου ήταν, κατά την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, η συγγενής των εναγόντων Ά.-Χ. Δ., και απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αν και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση (ΚΠολΔ 534), δεν έσφαλε, κατ’ αποτέλεσμα, περί την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Επομένως, οι δύο λόγοι της υπό κρίση έφεσης και όλες οι αιτιάσεις αυτών, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, όπως και η έφεση στο σύνολό της”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 30-06-2016 έφεση των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. 776/2016 πρωτόδικης οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 18-02-2015 αγωγή των αναιρεσειόντων, [με την οποία ζήτησαν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης, την οποία υπέστησαν από το θανάσιμο τραυματισμό της Ά.Χ. Δ., θυγατέρας των δύο πρώτων και αδελφής του τρίτου και της τέταρτης των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά το περιγραφόμενο αυτοκινητικό ατύχημα, οφειλόμενο σε αποκλειστική υπαιτιότητα του Χ. Α., οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε η άνω θανούσα συγγενής τους, ως συνοδηγός και το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την προς τρίτους αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία], δεχόμενο το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως και το άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, ήταν η άνω θανούσα συγγενής των εναγόντων – εκκαλούντων και ήδη αναιρεσείοντων, Ά. – Χ. Δ. και όχι ο Χ. Α. και ότι, ως εκ τούτου, οι ενάγοντες – αναιρεσείοντες δεν δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης. Ήδη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους και συγκεκριμένα τις παραγράφους του με στοιχεία (α), (γ), (δ), (ε), (στ) και (ζ), καθώς και το έβδομο σκέλος του ιδίου πρώτου λόγου της έφεσής τους, με τα οποία ισχυρίστηκαν: Α) Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, ότι : Η σκέψη της εκκαλουμένης απόφασης περί του ότι επειδή το βιολογικό υλικό που βρέθηκε στα όργανα, ήτοι στο τιμόνι, το λεβιέ ταχυτήτων και στα τηλεχειριστήρια εκατέρωθεν του τιμονιού του ζημιογόνου αυτοκινήτου αντιστοιχεί στην Ά. – Χ. Δ., ενώ αντίθετα δεν ταυτίζεται με το βιολογικό υλικό του Χ. Α., το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το ανωτέρω αυτοκίνητο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, οδηγείτο από την Ά. – Χ. Δ., καθόσον τα άνω όργανα χειρίζεται αποκλειστικά ο οδηγός του αυτοκινήτου, τυγχάνει εσφαλμένη, αν ληφθούν υπόψη οι κατωτέρω λόγοι: (α) από το επικληθέν και προσκομισθέν εκ μέρους τους (αναιρεσειόντων) υπ’ αριθμ. …/18-09-2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, το οποίο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη η εκκαλουμένη απόφαση, προκύπτει ότι, κατά την εξερεύνηση, που πραγματοποιήθηκε στις 17-07-2014 στο ζημιογόνο αυτοκίνητο, δεν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα κατάλληλα για παραβολή και κατόπιν αυτού η σκέψη της εκκαλουμένης απόφασης ότι επειδή το βιολογικό υλικό που βρέθηκε στα άνω όργανα, ήτοι στο τιμόνι, το λεβιέ ταχυτήτων και στα τηλεχειριστήρια εκατέρωθεν του τιμονιού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, αντιστοιχεί στην Ά. Χ. Δ., οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ανωτέρω αυτοκίνητο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, οδηγείτο από την Ά. Χ. Δ., τυγχάνει εσφαλμένη, πέραν των άλλων, για το λόγο ότι το ανωτέρω βιολογικό υλικό δεν αποτελεί δακτυλικά αποτυπώματα κατάλληλα για παραβολή, για να οδηγήσει στα πλέον ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το ποιος οδηγούσε, αλλά, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ../21-10-2014 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Υπαστυνόμου Α’ – Βιοχημικού Σ. Γ. και την από 25-04-2014 έκθεση του τεχνικού συμβούλου τους (αναιρεσειόντων) Δ.. Μ. τεχνολογίας και Γενετικής, Γ. Φ., αποτελούν ιστοτεμάχια και δείγματα σάρωσης με βαμβακοφόρο στειλεό, εκ των οποίων τα περισσότερα ανήκουν στη διαμελισθείσα συγγενή τους και ελάχιστα ανήκουν στον Χ. Α., ως εκ τούτου δε, τα ανωτέρω βιολογικά στοιχεία από μόνα τους, δεν μπορούν οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα σχετικά για το ποιος οδηγούσε, κατά το χρόνο του ατυχήματος, το ζημιογόνο αυτοκίνητο, (γ) η από 30-1-2015 ιατροδικαστική έκθεση του τεχνικού συμβούλου, ιατροδικαστή, Σ. Μ. της οικογένειας του θανόντος Χ. Α. και η ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατάθεσή του, για λογαριασμό της αντιδίκου τους ασφαλιστικής εταιρείας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, με τις οποίες υποστηρίζει ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο αυτοκίνητο οδηγούσε η Ά. Χ. Δ., για το λόγο ότι βρέθηκε βιολογικό υλικό της περιμετρικά του βολάν, του λεβιέ ταχυτήτων και στα χειριστήρια εκατέρωθεν του βολάν, τυγχάνουν ανεπίδεκτες δικαστικής εκτίμησης, αν ληφθεί υπόψη ότι ο ανωτέρω ιατροδικαστής, αφενός μεν, ως εκ της ανωτέρω ειδικότητάς του, δεν νομιμοποιείται να αποφαίνεται για την υπόθεση, η οποία ανάγεται σε ειδικότητα Μοριακού Βιολόγου – Γενετιστή και, αφετέρου, δεν κάνει λόγο στην ανωτέρω ιατροδικαστική του έκθεση για τα ειδικότερα αναφερόμενα ζητήματα σχετικά με τα ανευρεθέντα βιολογικά στοιχεία στο ζημιογόνο όχημα και, κατόπιν αυτού, η ανωτέρω ιατροδικαστική έκθεσή του και η, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατάθεσή του, δεν παράγουν έννομες συνέπειες για ασφαλή κρίση επί της παρούσας υπόθεσης, (δ) το γεγονός ότι από την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής της Ά. – Χ. Δ. προκύπτει ότι υπέστη κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, πέραν των άλλων κακώσεων, πλήρη ακρωτηριασμό του δεξιού κάτω άκρου και μερικό τραυματικό ακρωτηριασμό του αριστερού κάτω άκρου, ότι από την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής του Χ. Α. προκύπτει ότι πέραν των σωματικών κακώσεων, που υπέστη κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, δεν υπέστη ακρωτηριασμούς και ότι από την έκθεση αυτοψίας προκύπτει ότι βρέθηκαν κηλίδες αίματος διάσπαρτες εντός του οχήματος και βιολογικό υλικό της Ά. – Χ. Δ. στα αναφερόμενα σημεία του αυτοκινήτου και βιολογικό υλικό του Χ. Α. μόνο στο κάθισμα του οδηγού, στα κλειδιά που βρέθηκαν στη μίζα και πλησίον του τιμονιού, σημαίνει ότι οι ανωτέρω θανόντες δεν φορούσαν ζώνες ασφαλείας και για αυτό το λόγο εκτινάχθηκαν εκτός του αυτοκινήτου, ότι επειδή ακριβώς ο Χ. Α. βρισκόταν στη θέση του οδηγού και συγκρατιόταν από το τιμόνι του αυτοκινήτου, αφενός μεν δεν διαμελίστηκε και αφετέρου δεν άφησε βιολογικό υλικό σε άλλα σημεία του αυτοκινήτου και ότι επειδή ακριβώς η Ά. – Χ. Δ. δεν συγκρατιόταν στο κάθισμα του συνοδηγού, εκτινάχθηκε το σώμα της από τη θέση της, περιστράφηκε εντός του αυτοκινήτου, διαμελίστηκε και προσέκρουσε στα σημεία, όπου βρέθηκε βιολογικό της υλικό, (ε) από το συμπέρασμα της επικληθείσας και προσκομισθείσας από 25-4-2015 έκθεσης του τεχνικού συμβούλου τους Δρ. Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής Γ. Φ., προκύπτουν τα παρακάτω: η εκτεταμένη διασπορά ιστοτεμαχίων και βιολογικού υλικού της Ά. – Χ. Δ. σε όλο το εσωτερικό του αυτοκινήτου δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση την εξαγωγή συμπεράσματος για τη θέση που κατείχε τη στιγμή του ατυχήματος, αντίθετα η αυστηρά εντοπισμένη ανίχνευση γενετικού υλικού του Χ. Α. στον περιβάλλοντα χώρο του οδηγού, σε συνδυασμό με τη μη ανίχνευσή του σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του αυτοκινήτου, καταδεικνύει ότι κατείχε τη θέση του οδηγού, ότι η μη ανίχνευσή του σε άλλα σημεία του αυτοκινήτου, με τα οποία έρχεται σε επαφή ο οδηγός, οφείλεται στη μεγάλη ποσότητα βιολογικού υλικού της Ά. – Χ. Δ., που εναποτέθηκε στα σημεία αυτά από τη διασπορά ιστοτεμαχίων και βιολογικού της υλικού, η οποία πιθανότατα παρεμποδίζει την ανίχνευση του γενετικού υλικού του Χ. Α., ότι στα σημεία που ανιχνεύθηκε ο Χ. Α. (προσκέφαλο οδηγού, ζώνη ασφαλείας οδηγού και κλειδιά στη μίζα) υπάρχει ταυτόχρονη ανίχνευση γενετικού υλικού της Ά. – Χ. Δ., που εμφανίζεται ως κύριος δότης, ενώ ο Χ. Α. παραμένει δευτερεύων δότης, σημαίνει πως στα σημεία αυτά υπάρχει εναπόθεση μεγάλης ποσότητας υλικού της Ά. – Χ. Δ., αλλά η αναλογία των δύο γενετικών υλικών ξεπερνάει το 1:10 και για το λόγο αυτό ανιχνεύονται και τα δύο άτομα, ενώ εκτός τούτων ο ανωτέρω τεχνικός τους σύμβουλος ανέλυσε κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατάθεσή του, την ανωτέρω έκθεσή του, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι εφόσον ο Χ. Α. ήταν ο χρήστης του ανωτέρω αυτοκινήτου υπήρχε βιολογικό του υλικό στο τιμόνι, στο λεβιέ ταχυτήτων και στο κάθισμα του οδηγού, το οποίο υπερκαλύφθηκε από την εναπόθεση μεγάλης ποσότητας βιολογικού υλικού της Ά. – Χ. Δ., η οποία σαν είδος έκρηξης διασκορπίστηκε και προσέκρουσε σε πολλά σημεία του εσωτερικού του αυτοκινήτου και ότι δεν έχει καμία αμφιβολία περί του ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου ο Χ. Α. και ότι η Ά. – Χ. Δ. καθόταν στο κάθισμα του συνοδηγού, (στ) ο ισχυρισμός του τεχνικού συμβούλου της οικογένειας του θανόντος Χ. Α. ότι χωρίς καμία αμφιβολία οδηγός του εν λόγω οχήματος, κατά τη στιγμή του ατυχήματος, ήταν η Ά. – Χ. Δ., τυγχάνει αβάσιμος αν λάβουμε υπόψη ότι ο ανωτέρω τεχνικός σύμβουλος αυθαίρετα, αναιτιολόγητα και αναρμόδια χαρακτηρίζει τα εργαστηριακά πειστήρια, ως δείγματα επιθηλιακών κυττάρων, χωρίς να προκύπτει κάτι τέτοιο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ενώ από την τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου τους και την κατάθεσή του, αποδείχθηκε ότι είναι ως επί το πλείστον ιστοτεμάχια κ.λ.π. μοριακά στοιχεία και κατόπιν τούτου τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον τεχνικό σύμβουλο της οικογένειας του θανόντος Χ. Α., ο οποίος, ως ιατροδικαστής, δεν διαθέτει γνώσεις μοριακής βιολογίας και γενετικής, στερούνται οποιασδήποτε βασιμότητας και (ζ) το γεγονός ότι κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου οι ανωτέρω τεχνικοί σύμβουλοι ότι στην πλάτη του συνοδηγού βρέθηκε κόκκινο ύφασμα της Ά. – Χ. Δ., αποτελεί πρόσθετη εγγύηση περί του ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος καθόταν η Ά. – Χ. Δ. στη θέση του συνοδηγού και όχι στη θέση του οδηγού, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Και Β) με το έβδομο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, ότι : επειδή τα μέλη της οικογένειας του θανόντος Χ. Α. αναλογίστηκαν ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου ετύγχανε ο ανωτέρω συγγενής τους και όχι η Ά. – Χ. Δ., αφενός, δεν άσκησαν αγωγή εναντίον των αναιρεσειόντων για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και, αφετέρου, οι γονείς και ο αδελφός του θανόντος Χ. Α. αποποιήθηκαν την κληρονομιά του, γιατί φοβήθηκαν την άσκηση αναγωγής κατ’ αυτών από την αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, για το λόγο ότι βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, ενώ η κληρονόμος αδελφή του άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και εναντίον τους (αναιρεσειόντων). Ο ερευνώμενος αυτός πρώτος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος καθόσον: α) οι ανωτέρω εκτιθέμενοι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων δεν συνιστούν “πράγματα”, κατά την προαναφερθείσα έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθμός 8 Κ.Πολ.Δ., ώστε να δύναται να ιδρυθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης, έστω και εάν προτάθηκαν με λόγο έφεσης, ήτοι δεν περιέχουν αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά συνιστούν μη έχοντα αυτοτέλεια πραγματικά επιχειρήματα και συμπεράσματα αυτών που αντλούνται, από την εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα από τα αναφερόμενα στα ανωτέρω, πέμπτο και έβδομο, σκέλη του πρώτου λόγου της έφεσής τους, αποδεικτικά μέσα, για την υποστήριξη των απόψεών τους και της προβληθείσας από αυτούς εκδοχής ότι οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ο Χ. Α. και όχι η συγγενής τους Ά. Χ. Δ., β) όλες οι ανωτέρω προβαλλόμενες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ανάγονται στην πραγματικότητα, όχι στη μη λήψη υπόψη “πραγμάτων” κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθμός 8 Κ.Πολ.Δ, αλλά στην εσφαλμένη, κατά τη γνώμη τους, αποδεικτική αξιολόγηση των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων από το Εφετείο και αποτελούν ουσιαστικές, εκ μέρους τους, προσεγγίσεις, που εκτιμούν διαφορετικά το περιεχόμενο των αποδεικτικών αυτών μέσων, οι οποίες όμως δεν ιδρύουν τον προκείμενο αναιρετικό λόγο και γ) υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτόν, πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης και η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, καθόσον από το προεκτιθέμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ανωτέρω ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων και τους απέρριψε σαφώς, καταλήγοντας σε αντίθετο πόρισμα από αυτό που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ως ορθό.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 1/1999). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 85/2020, ΑΠ 38/2020).
Συνεπώς, κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, επομένως, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 59/2020). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ. ΑΠ 15/2006, ΑΠ 78/2020, 38/2020, ΑΠ 638/2019, ΑΠ 98/2017).
Συνεπώς, ως αιτιολογία που συγκροτεί τη νόμιμη βάση της απόφασης, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει τον προαναφερόμενο αναιρετικό λόγο, νοείται η παραδοχή ή άρνηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το πραγματικό μέρος της οικείας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, και όχι οι σκέψεις, κρίσεις ή τα επιχειρήματα, με τα οποία το δικαστήριο αιτιολογεί γιατί πείθεται ή δεν πείθεται ως προς τη συνδρομή των εν λόγω περιστατικών. Επομένως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης και δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ. ΑΠ 1/2020). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 53/2021, ΑΠ 414/2019). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 797/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 565/2018, ΑΠ 813/2017). Για να είναι ορισμένος ο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, πλην άλλων, η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών ( ΑΠ 2/2022, ΑΠ 1314/2022, ΑΠ 182/2021). Με τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο (άρθρο 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ) δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 53/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 849/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ., προβλεπόμενη αναιρετική πλημμέλεια, επειδή, όπως ισχυρίζονται, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ασαφείς, ελλιπείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δη περί του ποιος οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, και, τούτο διότι, δεν διευκρινίζεται εάν η θανούσα συγγενής τους έφερε μαζί της, κατά το χρόνο του ατυχήματος και δεύτερο ζευγάρι υποδημάτων, πέραν των ανευρεθέντων στο πατάκι του συνοδηγού, ή εάν αυτή οδηγούσε ξυπόλητη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, ούτε και από το περιεχόμενο του λόγου αυτού, προκύπτει το πραγματικό της. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του, όσον αφορά το ανωτέρω κρίσιμο ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα περί του ποιος οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο κατά το χρόνο του ατυχήματος, διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του αιτιολογίες πλήρεις, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις, λογικά κενά ή ενδοιαστικές κρίσεις, καταλήγοντας με βάση τις αιτιολογίες αυτές στο προεκτιθέμενο σαφές και πλήρες αποδεικτικό του πόρισμα ότι οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά το χρόνο πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος ήταν η συγγενής των αναιρεσειόντων Ά. – Χ. Δ. και όχι ο Χ. Α. και συνεπώς, η θανατωθείσα κατά το ένδικο ατύχημα ανωτέρω συγγενής των αναιρεσειόντων, ως οδηγός του προκαλέσαντος αυτοκινήτου, κατά την κυκλοφορία του, το θάνατο αυτής, δεν έχει την ιδιότητα του τρίτου, κατά την έννοια των διατάξεων που αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα οικεία νομική σκέψη, με αποτέλεσμα να μη θεωρούνται τρίτοι και οι ενάγοντες – αναιρεσείοντες συγγενείς της και να μη θεμελιώνεται υποχρέωση της ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, για χρηματική ικανοποίηση αυτών, λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, όσον αφορά το γεγονός ότι κατά την αυτοψία που διενήργησαν τα αστυνομικά όργανα, τα υποδήματα της Ά.-Χ. Δ. βρέθηκαν στο ευρισκόμενο στη θέση του οδηγού πατάκι (μικρό χαλί) του ζημιογόνου αυτοκινήτου, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολόγησε, σαφώς και επαρκώς ότι, εφόσον, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες παραδοχές του, οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά το χρόνο πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος ήταν η άνω συγγενής των αναιρεσειόντων Ά. – Χ. Δ., η παραπάνω θέση των υποδημάτων αυτής, δεν συνδέεται με τη θέση που βρισκόταν η ίδια κατά το χρόνο του ατυχήματος. Οι αιτιολογίες δε αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή ή μη των ανωτέρω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών για την πληρότητα του αποδεικτικού του πορίσματος και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Πέραν όλων των προεκτεθέντων, ο εξεταζόμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος, είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος και για το λόγο ότι όλες οι ανωτέρω περιεχόμενες σ’ αυτόν αιτιάσεις ανάγονται στην εκτενέστερη ανάπτυξη και ανάλυση των αποδείξεων και στην πληρέστερη, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, είναι σαφές και πλήρες, με τις αιτιάσεις δε αυτές, και υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσης τους στο άρθρο 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται απαραδέκτως η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της και κατέθεσε προτάσεις, καθώς και της προς κοινοποίηση η αναίρεση (προσθέτως παρεμβαίνουσα στον πρώτο και δεύτερο βαθμό), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της και κατέθεσε υπόμνημα, κατά το επίσης νόμιμο και βάσιμο αίτημά της, (άρθρα 176, 182, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Απορρίπτει την από 20-11-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../21-11-2019 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6384/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
-Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο.
-Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ και της προς κοινοποίηση η αναίρεση, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2023.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 979 / 2023 Θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα. Η θέση του οδηγού και η αποζημίωση για ψυχική οδύνη
Πηγή :