Αγωγή αποζημίωσης κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, με την οποία ζητείται αποκατάσταση υλικής ζημίας λόγω διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και παράλειψης άρσης αυτής κατόπιν έκδοσης δικαστικής απόφασης και αποκατάσταση ηθικής βλάβης. Απαραδέκτως στρέφεται η αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου και κατά του Δήμου Βόλου, αλλά παραδεκτώς κατά της Περιφέρειας Θεσσαλίας – Δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Εφόσον διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους επί μακρό χρονικό διάστημα, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς τη συνταγματική προστασία της.
Η υποχρέωση της Διοίκησης προς άρση του διατηρούμενου πέραν του εύλογου χρόνου ρυμοτομικού βάρους ανακύπτει μόνον κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου, δεδομένου ότι, η υποβολή της αίτησης αυτής αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ενόψει της οποίας κρίνεται η πάροδος του εύλογου χρόνου. Η δικαστική απόφαση με την οποία ακυρώνεται η εκ μέρους της Διοίκησης ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της εν λόγω αίτησης, διαγιγνώσκει με δύναμη δεδικασμένου ότι, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής, η περαιτέρω διατήρηση του περιορισμού, που νομίμως καταρχήν έχει επιβληθεί σε ακίνητο, δεν είναι πλέον νόμιμη. Την κρίση, δε, περί του κατά πόσον ο χρόνος διατήρησης του πολεοδομικού βάρους υπερβαίνει τον εύλογο, εκφέρουν, καταρχήν, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων ο ιδιοκτήτης έχει τη δυνατότητα να προσφύγει ζητώντας την αποδέσμευση της ιδιοκτησίας του και εφόσον προηγουμένως έχει απευθύνει αίτηση προς άρση της δέσμευσης στη Διοίκηση. Αν η προσφυγή του ιδιοκτήτη του ακινήτου γίνει δεκτή, η Διοίκηση οφείλει, κατ’ αρχήν, να προβεί στην άρση της απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους, οπότε ο ιδιοκτήτης ανακτά όλο το εύρος των δικαιωμάτων του επί του ακινήτου, χωρίς, βεβαίως, να αποκλείεται η επαναδέσμευσή του, στην οποία η Διοίκηση δικαιούται να προβεί υπό προϋποθέσεις. Οι ενάγοντες, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν ζημία εξαιτίας της παράνομης διατήρησης επί σειρά ετών (από το 1968) ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επί ακινήτου τους και της παράλειψης της Διοίκησης να ολοκληρώσει τη διαδικασία άρσης αυτής, σε συμμόρφωση και με την 248/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία είχε ακυρώσει την απόρριψη από τη Διοίκηση της από 2005 αίτησης των εναγόντων και είχε διαγνώσει με δύναμη δεδικασμένου ότι, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής, η περαιτέρω διατήρηση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης δεν ήταν πλέον νόμιμη. Κρίση ότι το χρονικό διάστημα των δεκατεσσάρων ετών, που μεσολάβησε από την υποβολή της πρώτης αίτησης των εναγόντων (2005) έως την άρση της ένδικης απαλλοτρίωσης (2019), υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας άρσης της απαλλοτρίωσης και, ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται ευθύνη της εναγόμενης Περιφέρειας προς αποζημίωση. Περαιτέρω κρίση ότι στο πλαίσιο συμμόρφωσης προς την ίδια ως άνω απόφαση, τα αρμόδια όργανα της εναγομένης όφειλαν, ενόψει κατάθεσης και νέων αιτήσεων εκ μέρους των εναγόντων (2017), να προβούν στην τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου και στην εκ νέου ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος του ακινήτου τους είτε με νέα επιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, είτε με τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως οικοδομήσιμου χώρου. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι η εναγόμενη Περιφέρεια προέβη στην αυτοδίκαιη ανάκληση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης καθιστώντας το ένδικο ακίνητο εκ νέου χώρο οικοδομήσιμο κατά το έτος 2019, ήτοι μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από την προμνησθείσα δικαστική απόφαση και δύο ετών από την κατάθεση των νέων αιτήσεων των εναγόντων, κρίνει ότι η εναγόμενη παρέλειψε να ρυθμίσει το πολεοδομικό καθεστώς του ένδικου ακινήτου εντός της κατά το άρθρο 32 παρ. 13 του ν. 4067/2012 εννεάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας – Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Απορρίπτει την αποθετική ζημία ως αναπόδεικτη. Επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. |
Πηγή :