ΣτΕ Γ΄ 7μ. 1845/2024
Πρόεδρος: Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Β. Γκέρτσος, Πάρεδρος ΣτΕ
Παραπέμπεται στην Ολομέλεια η συνταγματικότητα διατάξεων του νέου νόμου (ν. 4957/2022) για την ακαδημαϊκή αναγνώριση από τον ΔΟΑΤΑΠ αλλοδαπών τίτλων σπουδών.
Το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1845/2024 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης παρέπεμψε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα της συνταγματικότητας διατάξεων του ν. 4957/2022, με τις οποίες μεταβλήθηκε το πλαίσιο ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών της αλλοδαπής που ίσχυε με τον ν. 3328/2005.
Α) Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του ν. 4957/2022, με τις οποίες θεσπίζεται διαδικασία ακαδημαϊκής αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων σπουδών και ορίζονται τα αρμόδια για τη διενέργεια των σχετικών κρίσεων όργανα, δεν συνιστούν ρυθμίσεις πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού που συνίσταται στην ανεύρεση της εγγενούς αξίας των τίτλων αυτών και την ουσιαστική σύγκρισή τους με τους αντίστοιχους τίτλους σπουδών που απονέμονται από τα ελληνικά ΑΕΙ. Και τούτο, διότι τα όργανα του ΔΟΑΤΑΠ στα οποία ανατίθεται η αρμοδιότητα αυτή δεν έχουν, προδήλως, το απαιτούμενο για κάθε υποβαλλόμενο τίτλο σπουδών επιστημονικό υπόβαθρο προκειμένου να εκφέρουν τις αναγκαίες για την αναγνώριση αυτή επιστημονικές και τεχνικές κρίσεις· να αποφανθούν, δηλαδή, σχετικά α) με τις ουσιαστικές διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των αλλοδαπών τίτλων σπουδών με τους αντίστοιχους («συγκρίσιμους» προς αυτούς) ημεδαπούς τίτλους, β) με τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω διαφορές δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από γνώσεις και δεξιότητες που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο των αλλοδαπών προγραμμάτων σπουδών, γ) με το αν είναι δυνατή η κάλυψη των διαφορών αυτών από την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων και δ) με την επιλογή των κατάλληλων αντισταθμιστικών μέτρων (γραπτή εξέταση μαθημάτων, διπλωματική εργασία πρακτική εξάσκηση ή συνδυασμός αυτών). Ο Πρόεδρος, λόγω της δυνατότητάς του να αποφαίνεται μόνος επί παντός τίτλου πρώτου κύκλου σπουδών που υποβάλλεται προς αναγνώριση, ενώ ο ίδιος έχει εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία στα γνωστικά αντικείμενα του δικού του μόνον επιστημονικού κλάδου· οι αξιολογητές, λόγω των μειωμένων προσόντων, προς απόδειξη της επιστημονικής τους εξειδίκευσης για την ουσιαστική επεξεργασία αιτήσεων ακαδημαϊκής αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων· το Δ.Σ., ενόψει της σύνθεσής του – 4 μέλη Καθηγητές Πανεπιστημίου χωρίς καθορισμό της επιστημονικής τους εξειδίκευσης και 3 μέλη «υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη αυξημένων προσόντων δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα» ή «πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με αυξημένα ειδικά προσόντα». Ως εκ τούτου, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, οι διατάξεις των άρθρων 303 παρ. 2, περ. β΄, υποπερ. ββ΄ και παρ. 3, 309 παρ. 2, 310 παρ. 4 και 311 παρ. 1 – 3 του ν. 4957/2022 που θεσπίζουν τις ανωτέρω ρυθμίσεις έρχονται σε αντίθεση προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ.
Β) Επίσης, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι οι παράγραφοι 3 και 8 του άρθρου 311 παραβιάζουν το άρθρο 16 του Συντάγματος· η πρώτη, κατά το μέρος που παρέχει το δικαίωμα στους παραπεμπόμενους προς εξέταση από το ΔΟΑΤΑΠ να επιλέγουν ελευθέρως το Τμήμα ΑΕΙ της ημεδαπής στο οποίο επιθυμούν να εξεταστούν και η δεύτερη, κατά το μέρος που επιβάλλει στα ΑΕΙ η εν λόγω εξέταση να γίνεται «σε αριθμό τουλάχιστον ίσο με το δέκα τοις εκατό (10%) των εισακτέων στα αντίστοιχα Τμήματα κατά το συγκεκριμένο ακαδημαϊκό έτος» και, μάλιστα, σε περίπτωση παράλειψης της υποχρεώσεως τους αυτής, με την απειλή επιβολής σε βάρος των αρμοδίων οργάνων ποινικής και πειθαρχικής κύρωσης λόγω παράβασης καθήκοντος. Τούτο δε, διότι η εν λόγω συνταγματική διάταξη (άρθρο 16) δεν επιβάλλει μόνον στον κοινό νομοθέτη, κατά τη θέσπιση των σχετικών διατάξεων, η αξιολόγηση των αλλοδαπών τίτλων σπουδών να γίνεται από πρόσωπα αρκούντως εξειδικευμένα στα γνωστικά αντικείμενα των εν λόγω τίτλων, αλλά επιβάλλει, επίσης, σ’ αυτόν να προβλέπει στο νόμο, όπως εν προκειμένω, ανώτατο όριο για τις καθ’ έκαστο ακαδημαϊκό έτος επιτρεπόμενες παραπομπές ενδιαφερομένων προς εξέταση, το οποίο, όμως, ευλόγως, χάριν της προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας και του σεβασμού της πλήρους αυτοδιοικήσεως των ΑΕΙ, δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 10% επί των κατά το ίδιο ακαδημαϊκό έτος εισαγομένων σε κάθε σχολή ή τμήμα ΑΕΙ (πρβλ. ΣτΕ 1251/2015 Ολομ.). Εν προκειμένω, αντιθέτως, η συνδυασμένη εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων [ελεύθερη επιλογή Τμήματος ΑΕΙ από τους παραπεμπόμενους προς εξέταση από το ΔΟΑΤΑΠ – υποχρέωση του ΑΕΙ να δεχθεί προς εξέταση αριθμό παραπεμπομένων τουλάχιστον ίσο με το δέκα τοις εκατό (10%) των εισακτέων], οδηγεί ουσιαστικώς σε υποχρέωση εξέτασης απεριόριστου δυνητικά αριθμού παραπεμπομένων προς εξέταση σε συγκεκριμένο ΑΕΙ, χωρίς να επιτρέπεται στα όργανα αυτού να εκτιμήσουν αν και σε ποιο βαθμό επιτρέπουν οι λειτουργικές δυνατότητες του ΑΕΙ τη διενέργεια εξετάσεων εντός συγκεκριμένου ορίου, απειλούμενα, άλλως, με επιβολή πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων για διάπραξη του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος. Κατά την μειοψηφούσα γνώμη, οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 16 του Συντάγματος, διότι εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (αποφυγή υπέρμετρης καθυστέρησης της διαδικασίας ακαδημαϊκής αναγνώρισης και συσσώρευσης μεγάλου αριθμού εξεταζομένων σε μια εξεταστική περίοδο), ενώ, κατά την αληθή έννοια της σχετικής διάταξης, η υποχρέωση αυτή των ΑΕΙ αφορά ποσοστό “μέχρι” το 10% των εισακτέων.