Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το προαναφερθέν Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Προκειμένου δε περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………..), το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελένης Μαρίας – Παπαπετροπούλου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., ενεργούσας ατομικά και ως έχουσας την επιμέλεια του ανήλικου ………., κατοίκου ομοίως και 2) …………, ενεργούντος ως έχοντος την επιμέλεια του ανήλικου . …………., κατοίκου ομοίως, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κούτση (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΟΙ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ – ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος, την από 11.3.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2020 αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε επί της αγωγής αυτής την υπ΄αρ. 226/2022 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει το εναγόμενο με την κρινόμενη από 19.6.2023 έφεσή του κατά των εναγόντων – εφεσίβλητων, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./19.6.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./12.7.2023, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 3.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης από το πινάκιο, η δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ως άνω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 226/20.1.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, το εκκαλούν Ελληνικό δημόσιο δεν υποχρεούται στην κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του καν. δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10,15 παρ.3,17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του ν. ΔΞΗ’/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1133/2020, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1443/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ. 340/2024, Μον.Εφ.Πειρ. 626/2023, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., Α.Π 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ.ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον, ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους -Οθωμανούς και Έλληνες- την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3-2-1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 73/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 ό.π.).
Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, συνάγεται ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση, είναι, ο μεταβιβάσας να ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Ο ιδιώτης, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11.9.1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του Ν.Δ 22.4/16-5-1926 και 4 του Ν.Δ 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 παρ. α και β και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώµατος στα κτηµατολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηµατολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγµατικό δικαιούχο, µπορεί, όποιος έχει έννοµο συµφέρον, στρεφόµενος κατά του αναγραφόµενου στο κτηµατολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε µεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόµενου µε την ανακριβή εγγραφή δικαιώµατος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο (Μονοµελούς ή Πολυµελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηµατολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιµος δε χρόνος για την ύπαρξη εµπράγµατου δικαιώµατος, που προσβάλλεται µε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του κτηµατολογίου σε µία περιοχή, όπως καθορίζεται µε σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ, και όχι αυτό της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες – ήδη εφεσίβλητοι εξέθεταν στην ως άνω από 11.3.2020 (με αρ. κατάθ. ……/2020) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της (με το οποίο παραδεκτά παραιτήθηκαν, καθώς το εναγόμενο δεν πρόβαλε αντίρρηση επ΄ αυτού, από το δικόγραφο της προηγουμένως ασκηθείσας με αρ. κατάθ. …………/2018 αγωγής τους, η οποία συζητήθηκε στις 21.10.2019 από το ως άνω Δικαστήριο, αλλά δεν εκδόθηκε απόφαση επ΄αυτής, ενώ η με αρ. κατάθ. …./2015 προγενέστερη, επίσης, αγωγή της ενάγουσας και του ήδη αποβιώσαντα αδερφού της ……….. κατά του εναγόμενου, απορρίφθηκε ως αόριστη, δυνάµει της υπ΄αρ. 3954/2018 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου και δεν έχουν ασκηθεί κατ΄ αυτής ένδικα µέσα), ότι η δικαιοπάροχός τους, ………….., που απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη στις 15.9.2014, ήταν αποκλειστική και πλήρης κυρία του επίδικου ακινήτου (αγροτεμαχίου), που βρίσκεται στη θέση «…» της χερσονήσου «….» ή «….» της περιφέρειας Αμπελακίων (ήδη Δήμου) Σαλαμίνας, έκτασης, κατά τον τίτλο κτήσης του 280 τ.μ. και 282 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στο οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ……….., όπως περαιτέρω αυτό περιγράφεται κατά θέση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, η κυριότητα του εν λόγω ακινήτου περιήλθε στην ανωτέρω δικαιοπάροχό τους µε παράγωγο τρόπο από εξ αδιαθέτου κληρονομία της μητέρας της ……… το γένος …….., δυνάµει της µε αρ. ………../2005 συµβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονοµίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και αδιάκοπης σειράς, πριν την ως άνω αποδοχή, των αναφερόμενων επίσης στην αγωγή τίτλων, άλλως δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωµαϊκού δικαίου, κατόπιν προσµέτρησης του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της. Ότι, οι τελευταίοι, όπως αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή, και κατόπιν η ίδια, διακατείχαν αυτό ως τµήµα μείζονος ακινήτου και ασκούσαν επ’ αυτού τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις νομής, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισµό του (καλλιέργεια, βόσκηση ζώων κ.α.) με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ήδη προ του έτους 1850 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως, έως το χρόνο της έναρξης της κτηματογράφησης στην περιοχή. Ότι, η ……., μετά τον θάνατό της, κατέλειπε ως πλησιέστερους συγγενείς, τα τέκνα της, πρώτη ενάγουσα και ……, που την κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου κατά το ήμισυ έκαστος με τη με αρ. ……../2015 πράξη αποδοχής κληρονομίας της αναφερόμενης στην αγωγή συμβολαιογράφου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο Σαλαμίνας. Ότι, ο ανωτέρω …….. απεβίωσε το έτος 2019, την επιμέλεια δε του τέκνου του, ………, ανέλαβαν οι ενάγοντες δυνάμει της με αρ. 28/2020 δικαστικής απόφασης. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηµατογράφησης της περιοχής, το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε εσφαλµένα στο οικείο Κτηµατολογικό Γραφείο Σαλαµίνας υπό τον προαναφερθέντα ΚΑΕΚ, ως ιδιοκτησία του εναγοµένου Ελληνικού Δηµοσίου. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωριστεί η πλήρης και αποκλειστική κυριότητα αρχικά της ……… και εν συνεχεία της πρώτης ενάγουσας και του ανήλικου .. …… (σε ποσοστό 50% έκαστου) στο επίδικο ακίνητο, να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμά τους στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου.
Το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε επί της αγωγής αυτής, την υπ΄αρ. 226/2022 οριστική απόφασή του (τακτική διαδικασία), με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, καθώς τηρήθηκε η απαιτούμενη από τον νόμο προδικασία, κι εμπροθέσμως ασκηθείσα, ακολούθως την έκρινε ορισμένη και νομικά βάσιμη, πλην του αιτήµατος να αναγνωριστεί η συγκυριότητα των εναγόντων λόγω κληρονοµικής διαδοχής, το οποίο απέρριψε ως νομικά αβάσιµο και ως εκ τούτου απορριπτέο, δοθέντος ότι, κατά τα διαλαµβανόµενα στο αγωγικό δικόγραφο, κατά την ηµεροµηνία δηµοσίευσης της απόφασης του ΟΚΧΕ περί έναρξης του κτηµατολογίου αναφορικά µε την οικεία κτηµατική περιφέρεια και δη στις 13.1.2006, η δικαιοπάροχος των εναγόντων, ήτοι η κληρονοµούµενη από αυτούς …………., ήταν εν ζωή, απεβίωσε δε µεταγενέστερα του εν λόγω χρονικού σηµείου και συγκεκριµένα στις 15.9.2014. Στη συνέχεια, έκανε δεκτή την αγωγή κατά το μέρος που είχε κριθεί νόμιμη, και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η ………. ήταν, κατά τον χρόνο των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, κυρία του επίδικου ακινήτου µε ΚΑΕΚ ………., διέταξε δε επίσης τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας ως προς το ανωτέρω ακίνητο, ώστε να αναγραφεί η ανωτέρω …………ως αποκλειστική κυρία αυτού με τίτλο κτήσης τη µε αρ. …./2005 συµβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονοµίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τομ. … με α.α. ….). Τέλος, επέβαλε, τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δηµοσίου, μειωμένη κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην εκκαλουμένη.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται το εναγόμενο – εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η αγωγή των αντιδίκων του και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου- εκκαλούντος, που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, ο οποίος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, το επίδικο ακίνητο περιήλθε στη δικαιοπάροχο των εναγόντων ….. …, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, όχι ως μέρος ευρύτερης έκτασης, αλλά αυτοτελώς ως διακριτό ακίνητο και όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, είδος, έκταση, όρια και όμορους ιδιοκτήτες, χωρίς να ενδιαφέρει αν σε παρελθόντα χρόνο στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων αυτό είχε περιέλθει ως τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης και επομένως δεν απαιτείται η λεπτομερής περιγραφή του επιδίκου εντός της μείζονος έκτασης, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο – εκκαλούν (βλ. και Μον.Εφ.Πειρ. 669/2023 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ.). Εκτός αυτού, αναφέρεται στην αγωγή το ΚΑΕΚ (Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου) που έχει λάβει το επίδικο ακίνητο κατά την κτηματογράφησή του, που είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2664/1998), έτσι ώστε να μην υφίσταται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 462/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αναφέρονται στην αγωγή συγκεκριμένες πράξεις νομής, τις οποίες ασκούσαν η ως άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτής, επί του επίδικου (καλλιέργεια αμπελιών, βοσκή ζώων, καταμέτρηση κ.α.) ενώ, στην κτήση με κληρονομική διαδοχή, δεν απαιτείται να αναγράφεται στην αγωγή ο τόμος και αριθμός μεταγραφής της πράξης αποδοχής κληρονομίας από τους κληρονόμους (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ’, ημίτομος Α΄, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2007, σελ. 614, άρθρο 1094).
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι [μεταξύ των οποίων και τα ταυτάριθμα πρακτικά με την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 3459/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στα οποία (πρακτικά) περιέχονται οι ένορκες καταθέσεις των εκεί αναφερόμενων μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεµάχιο που βρίσκεται στη θέση «……..» της χερσονήσου «…….» ή «………» της κτηµατικής περιφέρειας Αµπελακίων Σαλαµίνας, κατά τους τίτλους κτήσης, και Σεληνίων Σαλαµίνας, κατά το Κτηµατολόγιο, του ήδη Δήµου Σαλαµίνας, έκτασης 280 τ.µ. κατά τον τίτλο κτήσης και 282 τ.µ. κατά τη µέτρηση του Κτηµατολογίου, στα βιβλία του οποίου έχει λάβει ΚΑΕΚ ………… Το παραπάνω αγροτεµάχιο αποτυπώνεται µε τον αριθµό τρία (3) του Ητα (Η) Οικοδοµικού Τετραγώνου στο από Ιούλιο του 1961 σχεδιάγραµµα του µηχανικού ………., που έχει προσαρτηθεί στο µε αριθµό ………/1961 συµβόλαιο του συµβολαιογράφου Πειραιά ……… και συνορεύει γύρω γύρω Βόρεια µε το µε αριθµό ένα (1) αγροτεµάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράµµατος σε πλευρά µέτρων 20, Ανατολικά µε το µε αριθµό τέσσερα (4) αγροτεµάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράµµατος σε πλευρά µέτρων 14, Νότια µε το µε αριθµό πέντε (5) αγροτεµάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράµµατος σε πλευρά µέτρων 20 και Δυτικά µε ιδιωτικό οδό σε πρόσωπο µέτρων 14. Η …………, δικαιοπάροχος των εναγόντων, κατέστη κυρία του εν λόγω ακινήτου δυνάµει της υπ’ αρ. …./1.3.2005 πράξης αποδοχής κληρονοµίας της Συµβολαιογράφου Πειραιώς ……, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακειου Σαλαµίνας (τόµ. …. µε α.α. ….), από εξ αδιαθέτου κληρονομία της μητέρας της … ………., που απεβίωσε στις 18.6.2004 χωρίς να αφήσει διαθήκη, η οποία είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου δυνάµει του υπ΄ αρ. ……./27.1.1972 πωλητηρίου συµβολαίου του τότε Συµβολαιογράφου Πειραιώς ……., που είχε επίσης μεταγραφεί νόμιμα στα ως άνω βιβλία µεταγραφών (τόµ. … µε α.α. …..), λόγω αγοράς από την ……….. Η τελευταία είχε αποκτήσει την κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, ως τµήµα µείζονος ακινήτου έκτασης 95.987 τ.µ., λόγω αγοράς, δυνάµει του υπ΄αρ. ……./15.6.1961 συµβολαίου αγοραπωλησίας του τότε Συµβολαιογράφου Αθηνών ………., νόμιμα µεταγεγραµµένου στα ίδια βιβλία µεταγραφών (τόµ. … µε α.α. ….) από τους: Α) ………….., Β) ………… Γ) …………, Δ) ……….., Ε) …………. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι απώτατοι συννοµείς της ως άνω µείζονος έκτασης των 95.987 τ.µ. (η οποία αποτελούσε τμήμα ακόμη μεγαλύτερης έκτασης 111.987 τ.μ.), ήδη προ του έτους 1850, ήταν ο …………, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και ο ……. κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι ενεργούσαν επ’ αυτού υλικές πράξεις, που προσιδίαζαν στη φύση του, όπως καλλιέργεια, ξύλευση, βόσκηση ζώων, επίβλεψη, προστασία κ.α., µε καλή πίστη και διάνοια συγκυριών. Ο τελευταίος απεβίωσε και κληρονοµήθηκε από τους δύο υιούς του, ….. και ……….., οι οποίοι νόµιµα υπεισήλθαν στην κληρονοµία. Το έτος 1899 πέθανε ο ως άνω ……….. και κληρονοµήθηκε κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί της µείζονος έκτασης, από τον υιό του ……….., ο οποίος νόµιµα υπεισήλθε στην κληρονοµία του πατέρα του. Ο …….., στη συνέχεια, αγόρασε και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της µείζονος έκτασης από τους προαναφερόµενους κληρονόµους του ………., δυνάµει του υπ’ αρ. ……../17.3.1908 συµβολαίου του συµβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαµίνας, ……….. (νόμιμα µεταγεγραµµένου στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαµίνας στον τόµ. … µε α.α. ….), οπότε και παραδόθηκε η νοµή του σε αυτόν. Έτσι, ο ως άνω …………., ο οποίος πέθανε στις 22.5.1932, από τον χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η µείζων έκταση, τµήµα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής µε διάνοια κυρίου και καλή πίστη, πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι καλλιεργούσε αµπέλια στο οµαλό µέρος αυτής και χρησιµοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τµήµα της όλης έκτασης. Σημειωτέον ότι, στην κυριότητα του ….. αρχικά ανήκε η προαναφερθείσα µεγαλύτερη έκταση, 111.987 τ.µ., από την οποία αυτός µεταβίβασε τµήµα 16.000 τ.µ. λόγω πώλησης στον ………, το έτος 1925, οπότε απέµεινε το ακίνητο των 95.987 τ.µ., το οποίο οι διάδοχοί του πώλησαν κατά τα προαναφερθέντα, το έτος 1961, στην ως άνω …… – .. Η έκταση των 95.987 τ.µ. συνόρευε: Ανατολικά µε κτήµα κληρονόµων …, Δυτικά µε κληρονόµους …., … και αγνώστους, Βόρεια µε θάλασσα (κόλπο Αµπελακίων) και αγνώστους και Νότια µε θάλασσα Σεληνίων. Ο ανωτέρω αποβιώσας, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ………., κληρονοµήθηκε από τη σύζυγό του …. και τα δέκα τέκνα του ………….. τον υιό του ………που απεβίωσε το έτος 1951, τον υιό του ………, που απεβίωσε το έτος 1958, τη θυγατέρα του ……….., που απεβίωσε το έτος 1960 και τον υιό του ………., που απεβίωσε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόµησαν, η µεν σύζυγος του ……., σε ποσοστό 450/1800 εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των προαναφερθέντων τέκνων του, σε ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου, της παραπάνω έκτασης, υπεισερχόμενοι νόμιμα στην κληρονοµία. Η ως άνω …………, απεβίωσε το έτος 1937, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε από τα ανωτέρω δέκα τέκνα της, κατ’ ισοµοιρία, ήτοι σε ποσοστό 45/1800 εξ αδιαιρέτου από έκαστο, που υπεισήλθαν νόμιμα στην κληρονομία, οπότε η µερίδα έκαστου εξ αυτών επί της ως άνω µείζονος έκτασης, ανήλθε σε ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου. Το έτος 1952 απεβίωσε ο ………, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του …….. και τα τέκνα του ………….. Ο τελευταίος, απεβίωσε το έτος 1954, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε από τη µητέρα του ……….. και τα αδέρφια του …………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία τόσο ………., όσο και του …….., δυνάµει των υπ΄αρ. ……. και ……./1961 πράξεων αποδοχής κληρονομίας του τότε Συµβολαιογράφου Αθηνών ………, που µεταγράφηκαν νόµιµα. Ακόμη, τον αποβιώσαντα το έτος 1951, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ……….., κληρονόµησαν η σύζυγός του ………… και τα τέκνα του ………….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία, δυνάµει της υπ΄αρ. ………/1961 πράξης του ίδιου Συµβολαιογράφου, που µεταγράφηκε νόμιμα. Τον αποβιώσαντα, χωρίς να αφήσει διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958 ………., κληρονόµησαν η σύζυγός του …… κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και κατά το άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου, οι αδελφοί του ……………, τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ………: ……….. και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……..: ……….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία του ως άνω αποβιώσαντος, δυνάµει της υπ΄αρ. ………/1961 πράξης του ίδιου Συµβολαιογράφου, που µεταγράφηκε νόμιμα. Την αποβιώσασα το έτος 1960 …. σύζυγο ……….., κληρονόµησαν ο σύζυγος της ……….. κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της ……………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία µε την υπ΄αρ. ………../1961 πράξη του ίδιου Συµβολαιογράφου, που µεταγράφηκε νόμιμα. Την εν λόγω έκταση των 95.987 τ.µ. νέµονταν όλοι οι παραπάνω συγκληρονόµοι, οι οποίοι, µε καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν τις ως άνω αναφερθείσες πράξεις φυσικής εξουσίασης µε διάνοια συγκυρίων, έως και τη µεταβίβασή της, λόγω πώλησης, στην προαναφερθείσα ……….., δυνάµει του ανωτέρω επίσης αναφερθέντος υπ’αρ. …………/1961 συµβολαίου του τότε Συµβολαιογράφου Αθηνών ……….. Έκτοτε, και η ως άνω απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων νεμόταν συνεχώς και αδιαλείπτως το επίδικο µε διάνοια κυρίας και καλή πίστη. Ειδικότερα, μετά την απόκτηση της εν λόγω έκτασης, η …….. προέβη σε κατάτµηση της όλης έκτασης σε αγροτεµάχια, δηµιουργήσασα εν τοις πράγµασι ρυµοτοµία αυτής, µε οικοδοµικά τετράγωνα αγροτεµαχίων και ιδιωτικούς δρόµους, που εµφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραµµα του Μηχανικού ……….. Τα αγροτεµάχια αυτά µεταπωλούσε, µετά την κατάτµηση, σε τρίτους, µία εκ των οποίων, όσον αφορά στο επίδικο ακίνητο, ήταν και η προαναφερθείσα δικαιοπάροχος των εναγόντων ………… Οι αποκτήσαντες δε τα αγροτεμάχια, προέβησαν σε καταµετρήσεις τους, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και πολλών δένδρων σε αυτά και ανέγερση αυθαιρέτων κτισµάτων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα οποία συνδέθηκαν με τα δίκτυα παροχών κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λπ.), ασκώντας περαιτέρω µε καλή πίστη και διάνοια κυρίου διάφορες πράξεις νομής (συντήρηση, καθαρισµό κ.α.). Περί το έτος 1963 εγέρθη αµφισβήτηση για το δικαίωµα κυριότητας της ………. επί του ακινήτου των 95.987 τ.µ. Ειδικότερα, η Κοινότητα Σεληνίων άσκησε την από 5.8.1963 αγωγή εναντίον της ανωτέρω, ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία ενός τµήµατος 15 στρεµµάτων και 600 µέτρων και να της αποδοθεί αυτό. Ωστόσο, η αγωγή αυτή ουδέποτε συζητήθηκε. Ακολούθως, η τότε Κοινότητα Αµπελακίων άσκησε την από 30.12.1964 αγωγή κατά της ………, ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (με αρ. έκθ. κατάθ. ……./30.12.1964), µε την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόµενου τµήµατος, εµβαδού 90 στρεµµάτων περίπου, ευρισκόµενου στη θέση «……..», το οποίο με βάση τα διαλαµβανόµενα στην ως άνω αγωγή, είχε καταλάβει, χωρίς νόµιµο δικαίωµα, η εκεί εναγόµενη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νοµή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε µε τον υπ’αρ. ……../1970 (εξώδικο) συµβιβασµό, ενώπιον του Συµβολαιογράφου Πειραιώς ………, ο οποίος εγκρίθηκε µε την υπ΄αρ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συµβουλίου και την υπ΄αρ. 17802/1969 απόφαση της Νοµαρχίας Πειραιώς. Με βάση τον ανωτέρω συµβιβασµό, η Κοινότητα Αµπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωµα της ως άνω, από 30.12.1964, αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε ……… ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τµηµατικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι, ήδη πριν από το έτος 1850, τη νοµή στο ακίνητο εµβαδού 95.987 τ.µ., ασκούσαν οι προαναφερόµενοι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και ότι ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Οπότε, κατά την κρίσιµη ηµεροµηνία της 11ης.9.1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων, ……….., είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού µε πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία έναντι του εναγοµένου Ελληνικού Δηµοσίου, κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωµαϊκού δικαίου, μέχρι την ηµεροµηνία αυτή, είχε συµπληρώσει, µε προσµέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άµεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχτηκε στη νοµή, 30ετή καλόπιστη νοµή επ’ αυτού. Ακολούθως, οι καθολικοί διάδοχοι του τελευταίου – κληρονόµοι του, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοι αυτών, όπως επίσης αναφέρονται ανωτέρω, απέκτησαν µε παράγωγο τρόπο την έκταση των 95.987 τ.µ. από τον κύριο αυτής ……… και ακολούθως µεταβίβασαν αυτή κατά πλήρη κυριότητα, λόγω πώλησης, στην ……. (ειδική διάδοχος). Δεν τίθεται δε ζήτημα απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου, όπως το τελευταίο υποστηρίζει στην έφεσή του, καθώς αυτό ισχύει μετά το έτος 1915. Τα ανωτέρω δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο έχει καταχωρηθεί ως τµήµα του δηµόσιου κτήµατος µε ΑΒΚ …….., αφού η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δηµόσια κτήµατα ή τις δασικές εκτάσεις δεν µπορεί να αναιρέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, αποδειχθείσα νοµή των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων επ’ αυτού. Επίσης, παρά τα όσα ισχυρίζεται περί του αντιθέτου το εναγόµενο στον δεύτερο λόγο της έφεσής του, η 30ετής καλόπιστη νοµή του …………., δεν αναιρείται από το από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραµµα των τοπογράφων της Κτηµατικής Υπηρεσίας Πειραιώς ……. και ………., στο οποίο (ο …………) φέρεται να κατέχει µόλις από το έτος 1928 µία έκταση εµβαδού µόνο 3.860 στρεµµάτων, καταχωρηθείσα µε αύξοντα αριθµό 7. Σημειωτέον δε ότι, η Επιτροπή επί των διαφιλονικουµένων δασών στη Σαλαµίνα µε την υπ΄αρ. 305/24.1.1845 απόφασή της, η οποία έχει ισχύ νόμου, αναγνώρισε τα δάση ως ιδιωτικά, εκτός από εκείνα που ανήκαν στην διαλελυµένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς και εκείνα που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δηµοσίων κτηµάτων και στα οποία δεν ανήκε το ανωτέρω ακίνητο των 111.987 τ.µ. Επομένως, εφόσον, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων απώλεσαν την νοµή του επιδίκου ακινήτου σε οποιοδήποτε χρόνο µετά την 11η.9.1915 και μέχρι τον χρόνο της έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιµη η προταθείσα από το εναγόµενο, την οποία επαναλαμβάνει στον ως άνω λόγο (δεύτερο) της έφεσής του, ένσταση ιδίας κυριότητας, λόγω τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, για το χρονικό διάστηµα µετά το 1915. Δεν προέκυψαν σαφείς πράξεις νομής εκ μέρους του εναγόμενου επί της επίμαχης έκτασης, τα δε επικαλούμενα από το τελευταίο στον ίδιο λόγο της έφεσης, από 7.4.1940 πρωτόκολλα αποζημίωσης με τα οποία προσδιορίστηκε το μίσθωμα που έπρεπε να καταβληθεί στο Δημόσιο από τους αγρότες της περιοχής για τη φερόμενη εκ μέρους τους ως κατεχόμενη αυθαίρετα έκταση, ακυρώθηκαν, μετά από ασκηθείσες από τους τελευταίους ανακοπές, με τις υπ΄αρ. 19-38/1970 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, ενώ το Δημόσιο δεν εξέδωσε πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σχετικά με την κατοχή της εν λόγω ευρύτερης έκτασης. Ενισχυτικό της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου, ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ουδέποτε απώλεσαν τη νοµή, αποτελεί και το γεγονός ότι, σύµφωνα µε την υπ΄αρ. 349/175/16.2.1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονοµικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Δ’ 45/25.2.1972), κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιµένος Πειραιώς, η οποία απαλλοτρίωση αφορούσε, µεταξύ άλλων, και το επίδικο, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία απαλλοτριώσεων), που καθόρισε προσωρινή τιµή µονάδος και στην οποία αναφέρεται ως φερόµενη δικαιούχος αποζηµίωσης η ……… (άμεση δικαιοπάροχος της ………. – δικαιοπαρόχου των εναγόντων). Ακόμη, και στην περίληψη µεταγραφής στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαµίνας της υπ΄αρ. Ε4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονοµικών και Εµπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ΄ 114/24.5.1975), µε την οποία ανακλήθηκε η ως άνω αναγκαστική απαλλοτρίωση, επίσης αναφέρεται η ……… Λαµβανοµένου δε υπόψη ότι µία έκταση κηρύσσεται απαλλοτριωτέα µόνο αν ανήκει σε τρίτο και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δηµοσίου (εναγόμενου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, δεν μπορεί να είχε περιέλθει στη νοµή ή την κυριότητα του εναγόμενου- εκκαλούντος, όπως το τελευταίο αβάσιμα ισχυρίζεται. Εξάλλου, με τον δεύτερο επίσης λόγο της έφεσης το εναγόµενο Ελληνικό Δηµόσιο υποστηρίζει, επαναλαµβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισµούς του, ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου το οποίο αποτελεί τμήμα του υπ΄αρ. ΑΒΚ …… δηµόσιου κτήµατος και δασική έκταση, περιήλθε σε αυτό: α) µε τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, β) άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του από 29.11.1836 β.δ., γ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 3/15.12.1833 β.δ. ως λιβάδι ή βοσκότοπος, δ) άλλως µε τακτική και έκτακτη χρησικτησία και ε) άλλως κατά τις διατάξεις του από 10.7.1837 β.δ. ως αδέσποτο κατά το χρόνο εκείνο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση. Οι ισχυρισµοί αυτοί όμως, και συνεπώς ο ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέοι για τους εξής λόγους: ο πρώτος ως µη νόµιµος, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για ακίνητα, όπως το επίδικο, τα οποία ευρίσκονται εντός της Αττικής, δεν δύναται να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στο Ελληνικό Δηµόσιο «δικαιώµατι πολέµου», αφού η Αττική δεν είχε κατακτηθεί διά των όπλων αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δε δεύτερος, τρίτος και πέμπτος εκ των ως άνω ισχυρισμών, πέραν του ότι αλυσιτελώς προβάλλονται, καθώς, όπως επίσης εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ακόμη κι αν θεωρηθεί το επίδικο δημόσιο κτήμα και δασική έκταση ή αδέσποτο, δεν αναιρείται η δυνατότητα κτήσης κυριότητας επ΄ αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθέντος του χρόνου αυτής έως το έτος 1915, όπως συνέβη εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω, καθώς και του τέταρτου (ο οποίος απαντήθηκε παραπάνω), των προαναφερθέντων ισχυρισμών του εναγόμενου- εκκαλούντος, αφού, από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό και τα όσα αναλυτικά εκτέθηκαν, δεν προέκυψε ότι το επίδικο ανήκε κάποτε σε Οθωµανούς ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ηµεροµηνία της 3/15.12.1833 ή ότι ήταν αδέσποτο. Όσον αφορά δε στο εάν το επίδικο υπάγεται στα διοικητικά όρια της τέως Κοινότητας Αµπελακίων (όπως αναφέρεται στον τίτλο κτήσης των εναγόντων) ή της τέως Κοινότητας Σεληνίων (όπως αναφέρεται στο κτηµατολογικό φύλλο του ακινήτου), σχετίζεται, όσον αφορά στην ένδικη υπόθεση, µόνο µε το ζήτηµα της ταύτισης του επιδίκου γεωτεµαχίου µε ΚΑΕΚ …………. και του κτηθέντος από τη δικαιοπάροχο των εναγόντων ακινήτου µε βάση το προαναφερόµενο συµβόλαιο. Μόνο επ΄αυτού του ζητήµατος εκτείνεται η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου, όπως ορθά αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι στο να αποφανθεί περί της ταύτισης αυτής ή όχι, καθώς η όποια κρίση περί του εάν το επίδικο υπάγεται στα διοικητικά όρια της µίας ή της άλλης τέως Κοινότητας (και ήδη Δηµοτικών Κοινοτήτων της Δηµοτικής Ενότητας Αµπελακίων του Δήµου Σαλαµίνας) δεν ασκεί οποιαδήποτε άλλη επιρροή και δεν δεσµεύει τη Διοίκηση. Ειδικότερα, επί του κρισίµου για την παρούσα δίκη ζητήµατος, το Δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται ταύτιση µεταξύ του επίδικου – περιγραφόµενου στην αγωγή και στο προαναφερθέν συµβόλαιο ακινήτου και του γεωτεµαχίου µε ΚΑΕΚ ……….., που φέρεται να υπάγεται στα διοικητικά όρια της ήδη Δηµοτικής Ενότητας Σεληνίων, στο κτηµατολογικό φύλλο του οποίου οι ενάγοντες ζητούν να καταχωρηθεί ως δικαιούχος η δικαιοπάροχός τους. Η ταύτιση, άλλωστε, αυτή δεν αμφισβητείται ειδικά από το εναγόμενο.
Περαιτέρω, η κτηματική περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση ως υπαγόμενο στα όρια της τέως Κοινότητας Σεληνίων, στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με τον ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε ήδη και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου η 13.1.2006 (υπ΄αρ. 354/4.1.2006 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 19/Β/13.1.2006). Ωστόσο, επειδή κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε ως ανήκον στο εναγόμενο – εκκαλούν, καταχωρήθηκε ανακριβώς και πρέπει, αφού αναγνωριστεί ότι, αποκλειστική κυρία αυτού, κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, ήταν η ως άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων …….., ήδη αποβιώσασα κατά τα προεκτεθέντα, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής ώστε να αναγραφεί αυτή ως κυρία του επίδικου ακινήτου, με τίτλο κτήσης τη µε αρ. ………/2005 συµβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονοµίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τόμ. …. με α.α. ….). Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος και τελευταίος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη εις βάρος του τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, χωρίς να υφίσταται σχετικό αίτημά της στην αγωγή, καθώς το αίτημα αυτό μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις, όπως συνέβη στην ένδικη περίπτωση που, τέτοιο αίτημα, περιλαμβάνεται στις πρωτόδικες προτάσεις των εναγόντων, οι οποίες κατατέθηκαν πριν τη συζήτηση της ένδικης αγωγής (Β. Βαθρακοίλη ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 191 παρ.3).
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και ως ουσιαστικά βάσιμη, διέταξε δε ακολούθως, κατά τα προεκτεθέντα, τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, να απορριφθεί κατ΄ ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, θα επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/8.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.1.1993), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του Ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄ αρ. 226/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Νοεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ