Δικαστήριο της Αυστρίας εξέτασε το κατά πόσον η χρήση μαγνητοφώνου αποτέλεσε οικιακή δραστηριότητα ή μπορούσε να βασιστεί στο έννομο συμφέρον
Η σχέση του ζευγαριού περνούσε παρατεταμένη κρίση και ο σύζυγος αντιλαμβανόταν ότι όσο τα επεισόδια εντείνονταν και αυξάνονταν, τόσο πιο κοντά βρίσκονταν στο διαζύγιο. Θεωρούσε πως την ευθύνη για τον κλονισμό της σχέσης τους την είχε αποκλειστικά η σύζυγός του. Του μιλούσε άσχημα, του φώναζε, τον ειρωνευόταν, τον προσέβαλε· μέχρι και στα παιδιά τους η συμπεριφορά της ήταν άσχημη.
Ο σύζυγος ήθελε να κρατήσει αποδείξεις για όσα βίωνε, γνωρίζοντας ότι πλησιάζει η ώρα που θα χρειαστεί να εξηγήσει στο δικαστήριο του κατ’ αντιδικία διαζυγίου το ποιος προκάλεσε την κρίση και τον κλονισμό. Για το λόγο αυτό, τον Οκτώβριο του 2019 άρχισε να ηχογραφεί τη σύζυγό του, μια πρακτική που συνέχισε μέχρι και τον Ιούλιο του 2020, όταν και προσέφυγε στο δικαστήριο.
Σύμφωνα με την κατάθεσή του, η ηχογράφηση γινόταν κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι και ξεκινούσε ο καυγάς. Στην αρχή το μαγνητόφωνο ήταν κρυμμένο, κάποια στιγμή όμως η σύζυγός του κατάλαβε πως την ηχογραφούσε, χωρίς αυτό να τον κάνει να διακόψει τις ηχογραφήσεις.
Η σύζυγος προσέφυγε στην αρχή προστασίας δεδομένων της Αυστρίας DSB και ζήτησε να διαπιστωθεί η παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της μέσα από τις ηχογραφήσεις αυτές. Η καταγγελία απορρίφθηκε και η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Αυστρίας Bundesverwaltungsgericht (BVwG).
Το δικαστήριο εξέτασε δύο ζητήματα: το κατά πόσον η συγκεκριμένη πρακτική του συζύγου αποτελούσε επεξεργασία που πραγματοποιείτο στο πλαίσιο δραστηριότητας αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής και το κατά πόσον η επεξεργασία αυτή πραγματοποιήθηκε με νομική θεμελίωση στο άρθρο 6 ΓΚΠΔ.
Ως προς την οικιακή εξαίρεση
Το BVwG έκρινε πως η ηχογράφηση των τσακωμών, ως εκ τούτου η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της συζύγου, πραγματοποιήθηκε εντός πεδίου εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων και εκτός οικιακής εξαίρεσης, διευκρινίζοντας μάλιστα πως αυτό που εξετάζεται είναι η ηχογράφηση και όχι η επακολουθήσασα προσκόμιση στο δικαστήριο.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, κρίσιμος παράγοντας για την ένταξη μιας πράξης επεξεργασίας στην οικιακή εξαίρεση είναι η πραγματοποίησή της στο πλαίσιο της ιδιωτικής και προσωπικής σφαίρας ενός προσώπου. Το κριτήριο αυτό, κατά το δικαστήριο, συνδέεται άμεσα με τον σκοπό της επεξεργασίας.
Στην επίδικη περίπτωση, οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν εντός οικογενειακού περιβάλλοντος, ο σκοπός όμως ήταν εξαρχής η διατήρηση αποδείξεων για την προσκόμιση αποδεικτικών μέσων ενώπιον δικαστηρίου, όπως άλλωστε βεβαίωσε ανεπιφύλακτα ο ίδιος ο σύζυγος.
Μια τέτοια πρακτική υπερέβαινε την προσωπική και οικογενειακή σφαίρα, ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να καλύπτεται από την εξαίρεση της οικιακής δραστηριότητας. Σύμφωνα με το δικαστήριο, η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της συζύγου θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των απαιτήσεων νομιμότητας του ΓΚΠΔ, πρωτίστως της αρχής της νομιμότητας και των νομίμων βάσεων του άρθρου 6 ΓΚΠΔ.
Ως προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος
Το δικαστήριο αναγνώρισε εξαρχής πως η μοναδική νομική βάση που μπορεί να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το έννομο συμφέρον του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ. Το έννομο συμφέρον αυτό, όπως έχει παγίως ερμηνευτεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϋποθέτει τη σωρευτική πλήρωση τριων κριτηρίων.
Κριτήριο α΄: Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος
Επικαλούμενο το ΔΕΕ, το BVwG υπενθύμισε πως «υπάρχει ένα ευρύ φάσμα συμφερόντων τα οποία μπορούν, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν ως έννομα» (C‑26/22 και C‑64/22, SCHUFA Holding, σκ. 76). Η άσκηση και υποστήριξη νομικών αξιώσεων αποτελούν χωρίς αμφιβολία έννομο συμφέρον, ενώ άλλωστε όπως παγίως έχει κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας, οι σύζυγοι έχουν το έννομο συμφέρον να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους με τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων μέσω ιδιωτικού ερευνητή που παρακολουθεί το άλλο μέρος, με τις επιφυλάξεις της αναλογικότητας. Στην επίδικη περίπτωση, μολονότι η συλλογή των δεδομένων δεν έγινε από ντετέκτιβ, αλλά από τον ίδιο τον σύζυγο, η ανάγκη άσκησης αξιώσεων στο δικαστήριο του διαζυγίου μπορεί να θεωρηθεί έννομο συμφέρον.
Κριτήριο β΄: Η αναγκαιότητα εν όψει του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος
Ως προς το κριτήριο της αναγκαιότητας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει ότι: «ως προς την προϋπόθεση της αναγκαιότητας της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου έννομου συμφέροντος, απαιτείται από το αιτούν δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι το έννομο συμφέρον το οποίο επιδιώκεται με την επεξεργασία των δεδομένων δεν είναι ευλόγως δυνατόν να πραγματωθεί κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με άλλα μέσα που να θίγουν λιγότερο τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, ιδίως τα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη» (C‑26/22 και C‑64/22, SCHUFA Holding, σκ. 77).
Το BVwG επικαλέστηκε και πάλι την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας, το οποίο έχει κρίνει ότι μορφές παρακολούθησης όπως η εγκατάσταση κρυμμένων καμερών ή η τοποθέτηση κρυμμένων μαγνητοφώνων και κρυφών συσκευών παρακολούθησης κινήσεων δεν μπορούν να γίνονται ποτέ επιτρεπτές. Οι πρακτικές αυτές, σε αντίθεση με την εμπλοκή ενός ιδιωτικού ερευνητή, αποτελούν δυσανάλογη επέμβαση στα δικαιώματα του παρακολουθούμενου.
Οι ενέργειες του συζύγου εν προκειμένω, ωστόσο, ομοιάζουν περισσότερο με την περιορισμένης έντασης επέμβαση του ιδιωτικού ερευνητή και όχι με τις ως άνω απαγορευμένες μορφές παρακολούθησης. Ο σύζυγος δεν κατέγραφε σε διαρκή βάση τη σύζυγό του, αλλά επιλεκτικά, μόνο όταν έκρινε πως επίκειται κλιμάκωση της έντασης. Περαιτέρω, οι ηχογραφήσεις δεν είχαν αρχίσει παρά μόνο όταν ο σύζυγος είναι αντιληφθεί πως ο γάμος του καταρρέει.
Παράλληλα, ο σύζυγος δεν είχε κανέναν άλλο τρόπο να αποδείξει τα όσα θα ισχυριζόταν στη δίκη του διαζυγίου. Σε αντίθεση με άλλες υποθέσεις που εξετάστηκαν στο παρελθόν από τα αυστριακά δικαστήρια και κρίθηκε πως η συλλογή δεδομένων μέσω παρακολούθησης δεν ήταν αναγκαία, αφού υπήρχαν μάρτυρες, στην περίπτωση αυτή κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να ισχύσει. Οι εκφράσεις και οι συμπεριφορές ενός ανθρώπου είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση δε είναι προφανές πως κανείς μάρτυρας δεν θα μπορούσε να βεβαιώσει το τι λέγεται μέσα σε ένα σπίτι. Σύμφωνα με το δικαστήριο, τα εναλλακτικά και ηπιότερα μέσα θα πρέπει να είναι «εξίσου αποτελεσματικά» με τα πιο παρεμβατικά, όπως παγίως έχει κρίνει το ΔΕΕ, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση δύσκολα θα μπορούσε να υπάρχει εξίσου αποτελεσματική απόδειξη σε σχέση με τις ηχογραφήσεις.
Κατά συνέπεια, η επίμαχη επεξεργασία ήταν απολύτως αναγκαία, κατάλληλη και συναφής προς το επιδιωκόμενο έννομο συμφέρον.
Κριτήριο γ΄: Η στάθμιση των συμφερόντων και δικαιωμάτων
Η επεξεργασία κόπηκε στο κριτήριο αυτό, με το δικαστήριο να διαπιστώνει πως, παρά την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και την αναγκαιότητα των ηχογραφήσεων, τα δικαιώματα, τα συμφέροντα και οι ελευθερίες της συζύγου υπερείχαν.
Το BVwG παρατήρησε αρχικώς πως η θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων αποτελεί ένα δικαίωμα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά προτεραιότητα, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι ο ενωσιακός νομοθέτης το έχει εντάξει στις περιπτώσεις που αίρουν την απαγόρευση επεξεργασίας ακόμη και των ευαίσθητων δεδομένων. Δεν είναι όμως όλες οι περιπτώσεις ίδιες, ούτε και δικαιολογεί η υποστήριξη των νομικών αξιώσεων την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς προϋποθέσεις.
Το δικαστήριο παρατήρησε πως είναι εντελώς διαφορετικές οι σταθμίσεις όταν η παρακολούθηση ή ηχογράφηση ενός συζύγου γίνεται σε ένα πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας από ότι όταν αυτό που επιδιώκεται να αποδειχθεί είναι η κακή συμπεριφορά και οι άσχημοι τρόποι του προσώπου αυτού.
Στην επίδικη περίπτωση, το δικαίωμα της συζύγου στην προστασία των προσωπικών δεδομένων της κρίθηκε ότι υπερέχει το δικαιώματος του συζύγου της να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του ενώπιον δικαστηρίου, δεδομένου ότι τα ζητήματα που θα ετίθεντο εκεί ήταν πρωτίστως οικονομικής φύσης. Η σύζυγος είχε το δικαίωμα να απολαύει την ιδιωτικότητά της εντός της κατοικίας της, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να στερηθεί ακόμη και αν από κάποια στιγμή και έπειτα οι ηχογραφήσεις γίνονταν σε γνώση της.
Εν τέλει, το δικαστήριο έκρινε πως η ηχογράφηση της συζύγου αποτέλεσε μια επεξεργασία χωρίς νομική βάση.