ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 491/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την ………… για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Των εκκαλουσών-εφεσιβλήτων : 1) ………, 2) ……… ……….. 3) ………… οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Χρήστου Σαλάτα.
Των εφεσιβλήτων : 1) Της εδρεύουσας στον …. (……….. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» (Α.Φ.Μ ……..), και τον διακριτικό τίτλο «……», νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) ……… 3) …………. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Ευάγγελου Καλαμπαλίκη, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Β. Των εκκαλούντων : 1) Της εδρεύουσας στον …. (……..), ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…..» (Α.Φ.Μ ………), νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) ………….., οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω.
Οι ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2-6-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../5-6-2020) αγωγή τους, η οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή. Η αγωγή συζητήθηκε στις 29-10-2020. Με την υπ’αριθμ. …../7-6-2022 (αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./14-6-2022) Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, που γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρθηκε η αγωγή προς επανασυζήτηση, κατά τη δικάσιμο της 19-9-2022.
Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 544/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο και έγινε κατά τα λοιπά δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Οι ενάγουσες με την από 28-3-2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../28-3-2023), υπό στοιχ. Α΄έφεσή τους και οι δύο πρώτοι εναγόμενοι με την από 17-3-2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/…./29-3-2023) υπό στοιχ. Β΄έφεσή τους, προσέβαλαν την παραπάνω απόφαση. Οι εφέσεις αυτές προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων-εναγόντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων-εφεσιβλήτων-εκκαλούντων δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) : 1) Η από 28-3-2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/28-3-2023), υπό στοιχ. Α΄έφεση των εναγόντων και η από 17-3-2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/29-3-2023) υπό στοιχ. Β΄έφεση της πρώτης και του δεύτερου εναγόμενου, ως μερικώς ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 544/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε ως προς τον τρίτο εναγόμενο και κατά τα λοιπά έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν η από 2-6-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./5-6-2020) αγωγή, περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, οι οποίες πρέπει, να συνεκδικαστούν, αφού πλήττουν την ίδια απόφαση και με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 του ΚΠολΔ. Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ)] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς
Οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους, ότι ο ……….., σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εξ αυτών, είχε προσληφθεί ως νυχτοφύλακας, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος ενώ συνδιοίκησή της ασκούσε ουσιαστικά εν τοις πράγμασι και ο τρίτος εναγόμενος, και ότι στις 17-6-2019, μεταμεσονύκτια ώρα, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, και, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, έλαβε χώρα ληστεία στις εγκαταστάσεις της εργοδότριάς του, από δράστες, οι οποίοι κατάφεραν και στον ίδιο χτυπήματα, συνεπεία των οποίων επήλθε λίγο αργότερα ο θάνατός του. Ότι το ατύχημα αυτό οφείλεται σε υπαιτιότητα των εναγομένων, οι οποίοι παρέλειψαν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για την αποφυγή του. Ακολούθως, επικαλούμενες τον στενότατο συγγενικό δεσμό, που τις συνέδεε με τον αποβιώσαντα, και κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού και τροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό εν μέρει σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου και με τις προτάσεις τους, ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον σε καθεμία από αυτές το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν εις ολόκληρον σε καθεμία από τις πρώτη και τρίτη, το ποσό των 230.000 ευρώ και στη δεύτερη, η οποία κλήθηκε από τον πατέρα της προς βοήθεια και ήταν εκείνη που τον αντίκρισε χτυπημένο και δεμένο στον χώρο εργασίας του, των 280.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη, επιφυλασσόμενες για το επιπλέον ποσό των 45 ευρώ, προς υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως παθητικώς ανομιμοποίητη ως προς τον τρίτο εναγόμενο και έγινε δεκτή κατά τα λοιπά, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκαν οι πρώτη και δεύτερος εναγόμενος να καταβάλουν εις ολόκληρον σε κάθε ενάγουσα το ποσό των 20.000 ευρώ, και αναγνωρίστηκε ότι οφείλουν στην πρώτη το επιπλέον ποσό των 10.000 ευρώ, ομοίως εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη τους, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκαν στους ηττηθέντες εναγομένους μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, που προσδιορίστηκε στο ποσό των 2.100 ευρώ.
Ως νομιμοποίηση των διαδίκων -(ενεργητική και παθητική)- νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης (ΑΠ 1873/2022, ΑΠ 395/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της (ΑΠ 102/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1431/2022, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 102/2022 ό.π). Εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος, νομιμοποιείται κατ’αρχήν ως ενάγων (ΑΠ 1431/2022, ΑΠ 102/2022 ό.π, ΑΠ 380/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων-που ερευνάται άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 1873/2022, ό.π, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 380/2017, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του (ΑΠ 1873/2022, ΑΠ 395/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς οι ελλείψεις, τότε απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας του δικογράφου της [ΑΠ 761/2020, ΑΠ 77/2016, ΕφΑθ (Μον)2962/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], όπως επίσης και όταν οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν ένα τέτοιο σύνδεσμο ενάγοντος και εναγομένου. Ο ισχυρισμός δε περί έλλειψης νομιμοποίησης χαρακτηρίζεται ως δικονομικός και δη ως μη αυτοτελής ισχυρισμός (ΑΠ 395/2022 ό.π). Αν, αντιθέτως, οι αγωγικοί ισχυρισμοί αιτιολογούν μεν τον ως άνω σύνδεσμο αλλά αποδεικνύεται η αναλήθειά τους, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη, για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος ή της επίδικης υποχρέωσης. Στην περίπτωση αυτή η από μέρους του εναγόμενου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1873/2022, ΑΠ 395/2022 ό.π).
Στην κρινόμενη περίπτωση, οι ενάγουσες εξέθεσαν στην αγωγή τους ότι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της πρώτης εναγομένης, από το 2016 και μέχρι και τον χρόνο άσκησής της, ήταν ο δεύτερος εναγόμενος και ότι ο τρίτος, υπήρξε πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπός της μέχρι τότε (2016) και για πλέον των δύο δεκαετιών, αλλά εξακολουθούσε να ασκεί εν τοις πράγμασι μέχρι το ένδικο ατύχημα συνδιοίκηση με τον υιό του, δεύτερο εναγόμενο και ότι αμφότεροι δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας που θα είχαν αποτρέψει την επέλευση του επίδικου ατυχήματος. Επομένως, με τα όσα επικαλούνται αποδίδουν στον τρίτο εναγόμενο την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, και συνδέουν το ένδικο ατύχημα με υπαίτια παράλειψή του, στοιχεία που αρκούσαν για την παθητική νομιμοποίησή του. Επομένως, εκτίθεντο τα αναγκαία και επαρκή στοιχεία για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος των εναγουσών έναντι όλων των εναγομένων και η εκκαλουμένη, κρίνοντας ότι η αγωγή ήταν παθητικώς ανομιμοποίητη, ως προς τον τρίτο εναγόμενο, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο συναφής πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τη σχετική διάταξή της, να κρατηθεί η αγωγή, ως προς αυτόν, και εφόσον είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 71, 299, 330, 648 επ, 662, 914, 926, 932, 481 επ, 346 εδ.α΄του ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ, να δικασθεί και κατ’ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του AK, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία είναι : α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία ή αναλόγως ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 889/2022, ΑΠ 163/2022, ΑΠ 811/2021, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 46/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Υπαιτιότητα εξάλλου είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία (ΑΠ 163/2022, ό.π, ΑΠ 551/2020, ΕφΑθ 480/2023, ΕφΑθ 5151/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και ως αναγκαία προϋπόθεση για τη γένεση ευθύνης πληρούται αν στο πρόσωπο του υπαιτίου υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά) [ΕφΑθ 480/2023, ΕφΑθ 5151/2022, ό.π ΕφΠειρ (Μον) 127/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας-που αποτελεί ταυτόχρονα και μορφή παρανομίας (ΑΠ 1007/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)-υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς προσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος και έτσι αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει (ΑΠ 811/2021 ό.π, ΑΠ 263/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η περίπτωση δε του δόλου (προθέσεως) συντρέχει είτε με τη μορφή του άμεσου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, καθώς και όταν δεν επιδιώκει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, προβλέπει, όμως, αυτό ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του και παρά ταύτα δεν αφίσταται, είτε με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του και το αποδέχεται [ΑΠ 1312/2018, ΑΠ 683/2013 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Μον) 127/2022 ό.π]. Πταίσμα του εργοδότη στην επέλευση εργατικού ατυχήματος θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 του ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με το χώρο της, καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια τη βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, αδικοπραξία [ΑΠ 1616/2022, ΑΠ 160/2021, ΕφΑΘ (Μον) 3315/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εξάλλου, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 55/2023, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 889/2022, ΑΠ 811/2021, ΑΠ 367/2020 ό.π). Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο ζημιογόνο αποτέλεσμα συντέλεσε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και τρίτου προσώπου, εκτός αν η παρεμβολή του τρίτου οφείλεται σε εντελώς εξαιρετικά και απρόβλεπτα γεγονότα, οπότε και μόνο επέρχεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Άλλωστε, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ακριβέστερης έννοιας του αιτιώδους συνδέσμου, με βάση τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, από τις πολλές αιτίες που συνέβαλαν στην επέλευση της ζημίας, ξεχωρίζει εκείνη, η οποία θεωρείται ως κρίσιμη ή πρόσφορη. Πρόσφορη θεωρείται η αιτία τότε μόνο όταν είχε γενικά τη τάση και ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη κοινή ανθρώπινη πείρα, να προκαλέσει τη ζημία. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων, ενώ δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 55/2023 ο.π, ΑΠ 268/2021, δημ. TNΠ «NOMOΣ”. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς το οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως, αν συνέβαλαν και άλλοι όροι αμέσως ή εμμέσως (ΑΠ 889/2022 ο.π). Η ύπαρξη δε της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το άρθρο 300 του ΑΚ (ΑΠ 163/2022, ΑΠ 551/2020 ό.π). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εξαιτίας αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής : α) τα πραγματικά περιστατικά που, κατά το νόμο, θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, β) η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν την τυχόν (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, και γ) τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 1381/2022, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 55/2023, ό.π, ΑΠ 29/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως η περιουσιακή κατάσταση και η κοινωνική θέση των διαδίκων κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος, δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής [ΑΠ 829/2021, ΑΠ 543/2009, ΕφΠειρ 489/2016, ΕφΠειρ (Μον) 352/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].
Οι εκκαλούντες -εναγόμενοι με τον ένατο λόγο της υπό στοιχ. Β΄ έφεσής τους πλήττουν την εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι η αγωγή, με το παραπάνω περιεχόμενο, είναι ορισμένη ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, λόγω της ελλιπούς αναγραφής των θεμελιωτικών αυτής πραγματικών περιστατικών και, ειδικότερα, της υπαιτιότητάς τους (δόλου ή αμέλειας), των συγκεκριμένων συνθηκών τέλεσης της ληστείας, των περιστατικών αυτής, της θέσης του θύματος, αν αυτό αντέδρασε, πώς και από ποιόν κτυπήθηκε και πώς ο ξυλοδαρμός κατέληξε στον θάνατό του από ισχαιμία του μυοκαρδίου, του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της υποτιθέμενες παράνομης συμπεριφοράς τους και του επελθόντος αποτελέσματος, των στοιχείων που αξιολογούνται για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, δηλαδή ο βαθμός της αμέλειας, η κοινωνική και οικονομική θέση του θύματος, των εναγουσών αλλά και των ιδίων (εναγομένων), και του αντικειμένου της εργασίας του θανόντος εργαζομένου, καθώς και σε τί συνίστατο η συνδιοίκηση της πρώτης εναγομένης, εκ μέρους του δευτέρου και τρίτου. Από την επισκόπηση, ωστόσο, του δικογράφου αυτής, προκύπτει ότι σε αυτό γίνεται επίκληση των απαραίτητων για την πληρότητά της στοιχείων, δηλαδή εξειδικεύονται οι παράνομες κατ’αποτέλεσμα παραλείψεις του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, η υπαιτιότητά τους, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς τους και του θανάτου του συγγενούς τους και η ηθική τους βλάβη, ενώ δεν ήταν αναγκαίος ο καθορισμός του βαθμού του πταίσματος των εναγομένων, οι συμπαραμαρτούσες συνθήκες του ατυχήματος και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, αφού τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία αλλά μπορούν να προκύψουν από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Ο ν. 3850/2010 (Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων), ο οποίος εφαρμόζεται, εφόσον δεν ορίζεται αλλιώς, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα (άρθρο 2 παρ.1), έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία, περιέχοντας, προς τον σκοπό αυτό, γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, την εξάλειψη των συντελεστών κινδύνου των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, την ενημέρωση, τη διαβούλευση, την ισόρροπη συμμετοχή, την κατάρτιση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, καθώς και τους κανόνες για την εφαρμογή των γενικών αυτών αρχών (άρθρο 1). Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.1 του ίδιου νόμου, ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων, και σύμφωνα με την παρ. 6 περ. δ΄του ίδιου άρθρου υποχρεούται να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους. Επιπλέον, κατά το άρθρο 47 παρ. 1, «ο εργοδότης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους στην επιχείρηση να λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες όσον αφορά:….β) τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία, καθώς και τα μέτρα και τις δραστηριότητες προστασίας και πρόληψης που αφορούν είτε την επιχείρηση εν γένει, είτε κάθε είδος θέσης εργασίας ή/και καθηκόντων» και, τέλος, κατά το επόμενο, άρθρο 48, «1. Ο εργοδότης εξασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδίως υπό μορφή πληροφοριών και οδηγιών επ` ευκαιρία: α) της πρόσληψης του, β) τυχόν μετάθεσης ή αλλαγής καθηκόντων, γ) εισαγωγής ή αλλαγής εξοπλισμού εργασίας και δ) εισαγωγής νέας τεχνολογίας που αφορά ειδικά τη θέση εργασίας ή τα καθήκοντα του. 2. Η εκπαίδευση αυτή πρέπει: α) να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των κινδύνων και στην εμφάνιση νέων κινδύνων και β) αν χρειάζεται, να επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα». Επίσης, στο άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2518/1997, ως ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούνται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, οι οποίες παρέχουν σε τρίτους μία ή περισσότερες από τις εκεί περιγραφόμενες υπηρεσίες, όπως η επιτήρηση ή φύλαξη κινητών ή ακινήτων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων (περ.α), προσωπικό δε ασφαλείας για την εφαρμογή των διατάξεών του, νοείται το προσωπικό, στο οποίο ανατίθεται η άσκηση οποιασδήποτε από τις μνημονευόμενες δραστηριότητες (παρ.2), ενώ ρητώς επίσης ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παρ. 2,5 και 6, εφαρμόζονται και για το προσωπικό οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων ή του προσωπικού της. Επομένως, και για την τελευταία αυτή περίπτωση, απαιτείται κατοχή σχετικής αδείας από τον εργαζόμενο, ο οποίος δεν θα πρέπει να εμπίπτει στις απαγορεύσεις του άρθρου 2, εκπαίδευσή του, ανάλογα με τα καθήκοντα που θα του ανατίθεντο, και εφοδιασμός του με αλεξίσφαιρο γιλέκο(άρθρο 4 παρ. 2 σε συνδυασμό με παρ. 1 περ. δ, θ.).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …….. και ……….., αντίστοιχα, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την αρχικώς ορισθείσα για τη συζήτησή της δικάσιμο της 29-10-2020, οι οποίες περιέχονται στα αντίστοιχα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τους εναγόμενους-εκκαλούντες-εφεσίβλητους -19 συνολικά- και τις ενάγουσες-εκκαλούσες-εφεσίβλητες- 5 συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), τις υπ’αριθμ. .. και …/29-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’αρθρο 421 του ΚΠολΔ- κλήτευση των εναγουσών (σχετ. οι υπ’αριθμ. …. και …. Δ/23-10-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………) καθώς και τις υπ’αριθμ. …/26-10-2020 και ……./3-11-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και ………, αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …. …., οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγουσών, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατά τα άνω, κλήτευση των εναγομένων (υπ’αριθμ. .. Α, … Α και …/20-10-2020 και …, … και … Α/29-10-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη εναγομένη, ανώνυμη εταιρεία μεταφορών, ιδρύθηκε το έτος 1984 από τον τρίτο εναγόμενο ο οποίος και τη διοικούσε μέχρι το έτος 2016, οπότε -και συγκεκριμένα από τις 31-8-2016 (ανακοίνωση υπ’αριθμ. πρωτ. …../31-8-2016 του Τμήματος Μητρώου του Γενικού Εμπορικού Μητρώου)- Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του τριμελούς διοικητικού της συμβουλίου, με πενταετή θητεία, ορίστηκε ο δεύτερος εναγόμενος, υιός του, επιφορτισμένος, κατά το άρθρο 21 του καταστατικού, με την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Παρά την τυπική, όμως, αποχώρησή του, ο τρίτος εναγόμενος, ηλικίας τότε 71 ετών, εξακολουθούσε να συμμετέχει ενεργά στη λειτουργία της επιχείρησης, παρά τη δήλωση του ανηψιού του …….. περί αποχώρησής του από τη διοίκηση της εταιρείας και τη σχετική άρνηση των εναγομένων με τις πρωτόδικες προτάσεις τους. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας απόδειξης, σύζυγος της τρίτης ενάγουσας, που τον γνώριζε από το έτος 1994 και ήταν εκείνος που είχε μεσολαβήσει για την μετέπειτα πρόσληψη του πεθερού του …….. από την πρώτη εναγομένη, εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου, βεβαίωσε πειστικά ότι μόνον ο τρίτος εναγόμενος είχε διαρκή παρουσία στην έδρα της εταιρείας, χρησιμοποιώντας το ένα από τα τρία γραφεία της, σε αντίθεση με τον δεύτερο που δεν εμφανιζόταν, έχοντας μάλιστα προβεί σε άλλες επαγγελματικές επιλογές, διότι δεν ήταν αρμονική η συνεργασία πατέρα και υιού, και ότι αυτός μετέβη στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε ο θανών. Επιπλέον, ο αλλοδαπός εργαζόμενος, όταν δέχθηκε επίθεση από ληστές στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, κάλεσε τον τρίτο και όχι τον δεύτερο εναγόμενο στο τηλέφωνο για να ζητήσει βοήθεια. Πλέον αυτών, παρ’ότι η ιδιότητα του δεύτερου εναγομένου το επέτασσε, ο ίδιος δεν εξετάστηκε από προανακριτικούς υπαλλήλους ούτε υπάρχει στη δικογραφία ανακριτική του κατάθεση, στο πλαίσιο της ανάκρισης που διενεργήθηκε, αντιθέτως ο τρίτος εναγόμενος εξετάστηκε συνολικά τέσσερις (4) φορές και παρέδωσε το σύστημα καταγραφής για να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου και παρείχε πληροφορίες για τα αντικείμενα που είχαν αφαιρεθεί από την επιχείρηση. Αλλά και η μάρτυρας ανταπόδειξης, ……….., βοηθός λογιστή στην εταιρεία από πολλών ετών, βεβαίωσε ότι οι συνεντεύξεις για πρόσληψη προσωπικού γίνονταν από τον τρίτο εναγόμενο καθώς και την ανάμιξή στη διοίκηση της εταιρείας και μετά την τυπική αποχώρησή του.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης βρίσκονται εντός οικοπέδου στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της οδού ………., όπου λειτουργούσε παλαιότερα λατομείο. Πλησίον αυτού σε μικρή απόσταση, υπάρχουν πολυκατοικίες που κατοικούνται, η ανατολική και νότια πλευρά του περικλείεται από βράχους, στη βορειοδυτική πλευρά του, δεξιά της κύριας εισόδου, βρίσκονται τα γραφεία της εταιρείας, και συγκεκριμένα στεγασμένος πλινθόκτιστος και ενισχυμένος με σιδηροκατασκευή χώρος τριών (3) δωματίων με τουαλέτα, σε απόσταση περί τα σαράντα (40) μέτρα από την κεντρική είσοδο, ενώ στις υπόλοιπες πλευρές του, περιμετρικά, έχουν τοποθετηθεί κοντεϊνερ και λαμαρίνες μεγάλου ύψους, απ’όπου είναι αδύνατη η προσπέλαση. Περίφραξη δεν υφίσταται στην εξωτερική είσοδο της επιχείρησης, που βρίσκεται στο τέρμα της οδού Επαμεινώνδα, παρά μόνον σιδερένια μπάρα που ασφαλίζει. Εντός του οικοπέδου, στον προαύλιο χώρο, που εκτείνεται αριστερά της εξωτερικής εισόδου, σταθμεύουν τα οχήματα της επιχείρησης μετά την εκφόρτωση των εμπορευμάτων στους προορισμούς τους και, επομένως τα εκεί ευρισκόμενα κοντεϊνερ είναι κενά φορτίου. Η επιστροφή των φορτηγών της εταιρείας μετά την παράδοση εμπορευμάτων, λαμβάνει χώρα και μετά την αποχώρηση των εργαζομένων τις καθημερινές περί ώρα 18.00, όπως και κατά τη διάρκεια της νύκτας. Έτσι, προς διευκόλυνση της κίνησης των οδηγών των φορτηγών εντός του προαύλιου χώρου των εγκαταστάσεων της πρώτης εναγομένης αλλά και για λόγους ασφαλείας, καθώς ο τρίτος εναγόμενος είχε διαπιστώσει στο παρελθόν κλοπή πετρελαίου από τα σταθμευμένα φορτηγά, τοποθετήθηκε εντός του οικοπέδου σύστημα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, αποτελούμενο από ψηφιακό καταγραφέα, σκληρό δίσκο, πέντε (5) κάμερες με υπέρυθρες ακτίνες για βραδυνή όραση και οθόνη (monitor). Η οθόνη του «monitor» ήταν τοποθετημένη στο γραφείο που χρησιμοποιούσε ο θανών εργαζόμενος, γεγονός που επιβεβαιώνεται πλήρως από την κατάθεση της βοηθού λογιστού της πρώτης εναγομένης, ……. Το ότι δεν έχει καταγραφεί αυτή στην από 5-7-2019 έκθεση αυτοψίας και κατάσχεσης των προανακριτικών υπαλλήλων της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, που διενήργησαν αυτοψία στον χώρο, δεν ανατρέπει την παραδοχή αυτή, και η εξήγηση γι’αυτή την έλλειψη είναι ότι επρόκειτο ουσιαστικά για μία οθόνη και οι προανακριτικοί υπάλληλοι, κατέγραψαν μόνον την ύπαρξη ηλεκτρονικού υπολογιστή και όχι και των οθονών που βρίσκονταν εντός του γραφείου, ως μεμονωμένου εξοπλισμού. Άλλωστε, στην έκθεση αυτή δεν έχει καταγραφεί ούτε και η οθόνη εκείνη που αποδεδειγμένα υπήρχε εντός του γραφείου και αποτυπώνεται στην ενσωματωμένη σε αυτήν υπ’αριθμ. ……JPG φωτογραφία. Περαιτέρω, οι κάμερες, σύμφωνα με το από 29-6-2020 έγγραφο της εταιρείας συστημάτων ασφαλείας «………», τοποθετήθηκαν από την τελευταία στις 11-3-2015, στον χώρο των γραφείων και τον προαύλιο χώρο και, συγκεκριμένα, η πρώτη προς την πλευρά της οδού ..-…., καλύπτοντας την εξωτερική κύρια είσοδο, η δεύτερη σε σημείο που κάλυπτε τον χώρο δεξιά της εισόδου, το κοντεϊνερ με τα εργαλεία και ένα μέρος της πλατείας, η τρίτη, τα γραφεία και συνεργεία, καθώς και την είσοδο προς τα γραφεία, και η τέταρτη και η πέμπτη την πλατεία. Εντός του δεξιού γραφείου μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο του κτίσματος, όπου υπήρχαν δύο γραφεία, ηλεκτρονικός υπολογιστής και εκτυπωτής, είχε τοποθετηθεί, όπως προεκτέθηκε, το «monitor», στο οποίο μεταδίδοντο σε πραγματικό χρόνο οι εικόνες λήψης από τις κάμερες. Όταν στο οπτικό πεδίο των καμερών αυτών εμφανιζόταν κάτι ή κάποιος να κινείται, ενεργοποιείτο το σύστημα παρακολούθησης και αποτυπωνόταν στην οθόνη μικρή προειδοποιητική κίτρινη ένδειξη ανθρώπινης μορφής, με συνοδεία ήχου, που αρχικά ήταν στιγμιαίος και στη συνέχεια όσο το αντικείμενο πλησίαζε προς το σημείο της εκάστοτε κάμερας, γινόταν παρατεταμένος.
Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο προαναφερθείς ….., σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγουσών, κάτοχος ήδη σχετικής άδειας εργασίας αλλοδαπού από χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπ’αριθμ. ……), συνήψε στις 10-4-2000 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την πρώτη εναγομένη και, δυνάμει αυτής προσέφερε σε αυτήν τις υπηρεσίες του ως νυκτοφύλακας, με καθημερινή απασχόληση και ωράριο εργασίας από τις 22.00 έως τις 06.00 και μικτές αποδοχές ύψους 845 ευρώ μηνιαίως, έως τις 17-6-2019, που έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατό του. Με την ιδιότητα αυτή δηλώθηκε και στην από 18-6-2019 αναγγελία εργατικού ατυχήματος της εργοδότριάς του προς το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Στα καθήκοντά του ενέπιπτε ο επιτόπιος έλεγχος των οχημάτων που επιχειρούσαν να εισέλθουν στις εγκαταστάσεις της εργοδότριάς του, το άνοιγμα της κεντρικής εισόδου για την στάθμευσή τους εκεί, η παραλαβή από τους οδηγούς των σχετικών παραστατικών εγγράφων (τιμολογίων, φορτωτικών) και των κλειδιών των οχημάτων, οπότε εξερχόταν του στεγασμένου χώρου, όπου και επέστρεφε μετά την συγκεκριμένη εργασία, τοποθετώντας τα παραληφθέντα έγγραφα και κλειδιά των φορτηγών σε συγκεκριμένη θέση εντός του γραφείου που βρισκόταν και η οθόνη από τις κάμερες ασφαλείας. Εκεί παρέμενε καθ’όλη τη διάρκεια της νύκτας, έχοντας οπτική επαφή της εξωτερικής εισόδου από τα παράθυρα του συγκεκριμένου γραφείου, που βρίσκονταν στην εμπρόσθια και την πλαϊνή δεξιά πλευρά του κτίσματος (με μέτωπο προς το κτίσμα). Παράλληλα, σε τακτά χρονικά διαστήματα, και συγκεκριμένα ανά 1-1.30 ώρα διενεργούσε εξωτερικό έλεγχο, εντός του προαυλίου χώρου αλλά και των φορτηγών, για την περίπτωση που κάποιος οδηγός είχε ξεχάσει για παράδειγμα την τάπα του καυσίμου ανοικτή. Εκείνη την ημέρα, και περί ώρα 02.40 βρέθηκε στον χώρο αυτόν από τη δεύτερη εναγομένη και τον σύζυγο της τρίτης, η οποία έσπευσε στο σημείο, μετά από τηλεφωνική κλήση του για βοήθεια περί ώρα 2.14 στην οποία της ανέφερε με δυσκολία ότι δύο κλέφτες είχαν εισέλθει στην εταιρεία, τον είχαν χτυπήσει άσχημα και τον είχαν δέσει. Εισερχόμενη, τον αντίκρυσε να κάθεται σε καρέκλα, αιμόφυρτο, χωρίς της αισθήσεις του, έχοντας το δεξί του χέρι δεμένο σε αυτήν και με σοβαρά τραύματα στην πίσω πλευρά του κεφαλιού του. Ειδοποίησε την Αστυνομία και ο τραυματισθείς μεταφέρθηκε με σταθμό του Ε.Κ.Α.Β στο Γενικό Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Σύμφωνα με την συνταχθείσα συναφώς υπ’αριθμ. …./27-8-2019 ιατροδικαστική Έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής, του ιατροδικαστή …………, ο θάνατός του επήλθε συνεπεία ισχαιμίας του μυοκαρδίου επί εδάφους πολλαπλών κακώσεων κεφαλής, συνεπεία ξυλοδαρμού. Επίσης, από τη διενεργηθείσα αυτοψία διαπιστώθηκε ότι εσωτερικά της κεντρικής πόρτας εισόδου του κτίσματος των γραφείων, υπήρχαν αποκολλημένα τεμάχια πάνελ αλουμινίου που έφεραν ίχνη αποκολλημένων εντυπωμάτων, η θύρα του γραφείου που βρισκόταν ο θανών ήταν ανασφάλιστη, και εντός αυτού υπήρχαν δύο (2) γραφεία, καρέκλα κινητό τηλέφωνο και ηλεκτρονικός υπολογιστής καθώς και φακός στο δάπεδο, ενώ η θύρα παρακείμενου γραφείου, που βρέθηκε κλειδωμένη, είχε τέτοια ίχνη στο ύψος της κλειδαριάς. Από την παρατήρηση των ευρημάτων από το σύστημα παρακολούθησης της πρώτης εναγομένης προέκυψε ότι στις 00:07:43 της 17-6-2019 αυτοκίνητο σκούρου χρώματος διήλθε από την οδό ……., έξω ακριβώς από την είσοδο της εταιρείας, με κατεύθυνση από την οδό …… και συνέχισε την κίνησή του στην οδό ……… Την 01:39:13 δύο άγνωστοι κατ’αρχήν άνδρες προσέγγισαν την εξωτερική είσοδο κινούμενοι στην οδό …….., αντίθετα με την προηγούμενη κίνηση του αυτοκινήτου. Μετά από λίγο, περί ώρα 02:01:45 δύο άνδρες φαίνονται να κινούνται στον προαύλιο χώρο της εταιρείας, εξερχόμενοι από αυτήν, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, κρατώντας στα χέρια τους κάποια αντικείμενα. Στη συνέχεια, αυτοί κινήθηκαν πεζοί προς την οδό ….., επιστρέφοντας προς το σημείο όπου είχε κατευθυνθεί προηγουμένως το προαναφερθέν όχημα. Αμέσως μετά, όπως προκύπτει από κάμερες ασφαλείας καταστημάτων και οικιών πλησίον της εταιρείας, εμφανίζεται αυτοκίνητο, προσομοιάζον με το παραπάνω (σχήμα, χρώμα, τύπος και λοιπά χαρακτηριστικά), να απομακρύνεται από την περιοχή από τις οδούς …. και …. και έπειτα να κινείται επί της οδού …. με κατεύθυνση προς την οδό ………… Παράλληλα, οι κάμερες της εταιρείας, έχουν καταγράψει περί ώρα 02:05:16 το ίδιο όχημα κινούμενο επί της οδού …., με αντίθετη κατεύθυνση, να σταματά λίγα μέτρα μετά την κεντρική είσοδο της εταιρείας, αμέσως μετά ένα από τα δύο άτομα που είχαν προηγουμένως καταγραφεί, να βγαίνει από τη θέση του συνοδηγού, να τρέχει προς την εταιρεία, να εισέρχεται εντός αυτής, να παραμένει για λίγα λεπτά και εξερχόμενο να τρέχει προς την έξοδο και το αυτοκίνητο. Όπως δε διαπιστώθηκε οι δράστες αφαίρεσαν από την επιχείρηση ένα αερόκλειδο και έναν τροχό. Από τις παραπάνω αλλά και άλλες καταγραφές από κάμερες που ήταν τοποθετημένες σε πιθανές οδούς προσέγγισης και διαφυγής των δραστών, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα των αστυνομικών αρχών, ταυτοποιήθηκαν οι δράστες της ληστείας. Πρόκειται για τον …… και τον …………, πρώην εργαζόμενο της πρώτης εναγομένης και ιδιοκτήτη του Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου που έχει καταγραφεί στις κάμερες (BMW μοντέλο 316, χρώματος μώβ). Η ληστεία, την οποία αμφότεροι οι δράστες, που είχαν ποινικό παρελθόν (ναρκωτικά, κλοπές και, επιπλέον, ο πρώτος και ληστείες) προσχεδίασαν, έγινε με πρωτοβουλία του ………, κατά τους ισχυρισμούς του οποίου η εργοδότριά του του όφειλε χρήματα (300-350 ευρώ). Οι ίδιοι άλλωστε από την πρώτη στιγμή παραδέχθηκαν την είσοδό τους στα γραφεία της εταιρείας με σκοπό την αφαίρεση εργαλείων και έχουν ήδη καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας, κατά συναυτουργία (υπ’αριθμ. 201/2020 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά). Από όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι : 1) Η ιδιότητα ή μη του θανόντος εργαζομένου ως προσωπικού ιδιωτικής επιχείρησης, επιφορτισμένου με τη φύλαξη ή και την προστασία προσώπων ή και αγαθών, εγκαταστάσεων, ουδεμία επίδραση ασκεί, διότι σε κάθε περίπτωση, επιβαλλόταν η εκπαίδευσή του σε θέματα ασφαλείας-είτε με βάση τις γενικές διατάξεις του ν. 3850/2010 είτε τις ειδικές του ν. 2518/1997- και η εξασφάλιση της υγείας και της ζωής του, ενώ η μη χρήση αλεξίσφαιρου γιλέκου, όπως και η μη κατοχή σχετικής άδειας, που επιβαλλόταν για την περίπτωση που του είχαν πράγματι ανατεθεί τέτοια καθήκοντα, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, για να μπορεί να καταλογιστεί η σχετική παράλειψη στον ή τους εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης. 2) Το σύστημα κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης τοποθετήθηκε για λόγους ασφαλείας, αλλά και για να είναι σε θέση ο αρμόδιος υπάλληλος της επιχείρησης και εν προκειμένω ο θανών, να αντιλαμβάνεται μέσω του «monitor», την άφιξη των φορτηγών της, ώστε να ανοίγει τη μπάρα και να μεταβαίνει στο σημείο, προκειμένου να διενεργήσει έλεγχο και να παραλάβει τα σχετικά παραστατικά. Σημειώνεται, ότι ο έλεγχος αυτός δεν αφορούσε το περιεχόμενο των παραστατικών, παρά μόνον των τυπικών στοιχείων τους, και η αρμοδιότητά του περιοριζόταν στο να τα παραλάβει και τοποθετήσει σε συγκεκριμένο χώρο. Έτσι εξηγείται και η χρήση φακού εκ μέρους του που βρέθηκε στο δάπεδο του γραφείου που χρησιμοποιούσε. Ο φακός χρησιμοποιείτο επίσης και για τον επιτόπιο έλεγχο των φορτηγών, καθώς παρά την ύπαρξη προβολέων φωτισμού στον προαύλιο χώρο-δύο κατά την μαρτυρία της ……….. και ένας με βάση τις προσκομιζόμενες από τους εναγόμενους φωτογραφίες- και στην κύρια είσοδο και πλησίον του κτίσματος-τρεις, ένας μεγαλύτερος και δύο μικρότεροι, κατά τη μαρτυρία της ανωτέρω και ένας μικρός, πλησίον του κτίσματος, με βάση τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες-αυτός σε κάθε περίπτωση δεν φωτιζόταν πλήρως. Με το δεδομένο αυτό δεν θα ήταν λογικό να μην έχει προηγηθεί και προηγήθηκε πράγματι στοιχειώδης έστω εκπαίδευση του θανόντος, στον οποίο είχε επισημανθεί ότι σε περίπτωση που αντιλαμβανόταν οτιδήποτε ή οποιονδήποτε του κινούσε υποψίες εντός του χώρου των εγκαταστάσεων ή πλησίον αυτού, θα έπρεπε να ειδοποιήσει τον εκπρόσωπο της εταιρείας ή τις αστυνομικές αρχές. Δεν θα ήταν δυνατόν η εταιρεία να προβεί στη σχετική δαπάνη τοποθέτησης συστήματος παρακολούθησης και να μην μεριμνήσει ταυτόχρονα να εκπαιδεύσει στοιχειωδώς τον νυχτοφύλακα στη χρήση του. Άλλωστε η απλή παρακολούθηση του «monitor», χωρίς χρήση και όλων των παρεχόμενων δυνατοτήτων, όπως η μεγένθυνση εικόνας από συγκεκριμένη κάμερα, δεν απαιτούσε υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδικευμένες γνώσεις. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίνοντας αντίθετα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ορθώς διατείνονται οι εναγόμενοι με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, πλην όμως η κρίση αυτή δεν είναι ικανή να επιστηρίξει διαφορετικό αιτιολογικό, όπως θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να αποβαίνει αλυσιτελής. 3) Οι κάμερες δεν κάλυπταν όλο τον εξωτερικό χώρο της επιχείρησης ούτε η υπάρχουσα φυσική ή τεχνητή περίφραξη, με εξαίρεση την κύρια είσοδο, ήταν πλήρης, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Έτσι, οι δράστες δεν εισήλθαν από την είσοδο αυτή και δεν έχουν καταγραφεί από τις κάμερες ασφαλείας, γεγονός που ο εξ αυτών ….. γνώριζε και δήλωσε μάλιστα εξεταζόμενος προανακριτικά. Μάλιστα, δεν έχει καταγραφεί ούτε η είσοδος αλλά ούτε και η έξοδός τους από τον στεγασμένο χώρο των γραφείων, πράγμα που σημαίνει ότι η κάμερα ασφαλείας δεν κάλυπτε τον χώρο αυτό και όλη τη διαδρομή που ακολούθησαν εισερχόμενοι σε αυτόν. 4) Η εξωτερική θύρα του ισόγειου κτίσματος των γραφείων δεν ήταν ανθεκτική και έτσι τμήματά της αποκολλήθηκαν όταν ο …………. την κτύπησε με δύναμη με τα πόδια του. Επιπλέον, δεν υπήρχαν προστατευτικά ούτε και περιμετρικά στα παράθυρά του. 5) Ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε το αντικείμενο της εργασίας του θανόντος και επομένως, ανεξαρτήτως της πραγματικής ή μη παρουσίας του στην επιχείρηση, όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει ότι η λήψη στοιχειωδών μέτρων ασφαλείας ήταν αναγκαία ώστε να μην εκτεθεί οποιοσδήποτε εργαζόμενος σε προβλέψιμο κίνδυνο, κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Η εμφάνιση κακοποιών στις εγκαταστάσεις της, και μάλιστα κατά τη διάρκεια της νύκτας, για κλοπή εργαλείων, φορτηγών, καυσίμων ή και τυχόν χρημάτων αποτελούσε, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, υπαρκτό και προβλέψιμο κίνδυνο, όπως υπαρκτό ήταν και το ενδεχόμενο βιαιπραγίας στον θανόντα εργαζόμενο, προκειμένου να καμφθεί η πιθανή ή πραγματική αντίστασή του, όπως συνέβη και στο συγκεκριμένο περιστατικό. Τα μέτρα αυτά που, τόσο αυτός όσο και ο τρίτος εναγομένος όφειλαν, ως μέσοι συνετοί επιχειρηματίες, και μπορούσαν με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, να έχουν λάβει για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, με βάση τη διαμόρφωση του χώρου και το είδος της δραστηριότητάς της, και αποδεδειγμένα δεν έλαβαν ήταν : α) η πλήρης κάλυψη με σύστημα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, ολόκληρου του χώρου των εγκαταστάσεων ώστε να δύναται ο εργαζόμενος νυχτοφύλακας να αντιληφθεί την παρουσία αγνώστων εντός αυτού σε οποιοδήποτε σημείο, και να κινητοποιηθεί άμεσα, β) η τοποθέτηση συστήματος συναγερμού στο κτίσμα των γραφείων, η θέα του οποίου θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τους επίδοξους κλέφτες και θα οδηγούσε σε άμεση ειδοποίηση των εκπροσώπων της εταιρείας αλλά και της τοπικής αστυνομικής αρχής, που θα μπορούσε με τη σειρά της να επέμβει άμεσα, δεδομένου μάλιστα ότι ούτε τα παράθυρα περιμετρικά δεν ήταν ασφαλισμένα ούτε η κεντρική είσοδος ανθεκτική, ώστε να είναι δυσχερής η παραβίασή της, αντιθέτως μάλιστα όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε, αυτή ήταν ιδιαιτέρως ευχερής. Το δε επιχείρημα των εναγομένων ότι λόγω της φύσεως της εργασίας του θανόντος και των συχνών εξόδων του από το κτίσμα, η τοποθέτηση συναγερμού θα δημιουργούσε πρακτικά προβλήματα, δεν ευσταθεί, καθώς σε αυτή την περίπτωση, αυτός, η μοναδική ενέργεια που θα έπρεπε να κάνει κάθε φορά που εξερχόταν του κτίσματος, πράγμα που δεν αποδείχθηκε ότι συνέβαινε ασταμάτητα κατά τη διάρκεια της εργασίας του, θα ήταν να πληκτρολογεί, κατά την έξοδο και είσοδό του στο κτίσμα, τον κωδικό του συναγερμού. Τα αυτά, επομένως, δεχόμενη και η εκκαλουμένη ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γ) Η πλήρης κάλυψη του εξωτερικού χώρου με προβολείς ή άλλα μέσα φωτισμού, ώστε και το στοιχείο αυτό να λειτουργεί αποτρεπτικά για επίδοξους εισβολείς, δ) Η περίφραξη επίσης δεν ήταν πλήρης. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν αλλά και από τις ένορκες βεβαιώσεις του ……. και του …….., ανηψιού και γαμβρού-συζύγου της δεύτερης ενάγουσας-αντίστοιχα, του θανόντος, παρά τα στοιχεία υπερβολής που διακρίνονται σε αυτές, όπως τα αλλεπάλληλα παράπονα εκ μέρους του θανόντος προς τον …… που δεν εισακούονταν. Δεν θα ήταν λογικό ένας εργαζόμενος, έχοντας εκφράσει κατ’επανάληψη φόβο για τις συνθήκες εργασίας του, όπως βεβαίωσαν οι ανωτέρω, να απευθύνει παράπονα στον εργοδότη του επί τόσα χρόνια, ο τελευταίος να μην προβαίνει σε καμία ενέργεια και εκείνος να εξακολουθεί να παραμένει στη θέση του. Κρίνοντας όμοια, επομένως, η εκκαλουμένη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, και πρέπει οι περί του αντιθέτου τέταρτος και πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. 6) Ο τρίτος εναγόμενος κατά τον χρόνο του ατυχήματος ασκούσε εν τοις πράγμασι διοίκηση της πρώτης εναγομένης, επομένως, ευθύνεται και αυτός για τις παραλείψεις αυτές, οι οποίες συνεπάγονται αντικειμενική ευθύνη αυτής, κατ’άρθρο 71 του ΑΚ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο κρίνει ότι πέραν της εγκληματικής συμπεριφοράς των προαναφερθέντων δραστών, στον τραυματισμό του ………, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της εργασίας του, και τον συνεπεία αυτού θάνατό του, συνετέλεσαν αιτιωδώς και οι υπαίτιες παραλείψεις του δεύτερου και τρίτου εναγομένου, οι οποίες σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανές, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρουν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανεξαρτήτως του ότι το ζημιογόνο αποτέλεσμα προκάλεσε προεχόντως η εγκληματική δραστηριότητα τρίτων. Τα αυτά, επομένως, δεχόμενο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αν και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που διορθώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο περί του αντιθέτου έκτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο θανών αιφνιδιάστηκε πλήρως από την παρουσία των δραστών ακριβώς έξω από τον στεγασμένο χώρο, καθώς δεν τους είχε αντιληφθεί προηγουμένως. Το ενδεχόμενο να κοιμόταν πρέπει να αποκλειστεί, αφού αντιλήφθηκε τους δράστες ήδη από τη στιγμή που διήλθαν έξω από το ένα από τα παράθυρα του γραφείου που βρισκόταν, γεγονός που υποδηλώνει ότι όχι μόνον ήταν ξύπνιος αλλά βρισκόταν σε εγρήγορση και είχε τεταμένη την προσοχή του. Το ότι δεν τους αντιλήφθηκε προηγουμένως, είτε από το «monitor» είτε από τα παράθυρα του γραφείου, δεδομένων όλων όσων προαναφέρθηκαν, δεν μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του, αφού η στιγμιαία διέλευση των δραστών αρχικά έξω από την επιχείρηση, έστω και τη συγκεκριμένη ώρα, μπορεί πράγματι να διέλαθε της προσοχής του για οποιοδήποτε λόγο (ολιγόλεπτη απουσία του, στρέψιμο του βλέμματός του στιγμιαία σε άλλο σημείο), που δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αμέλειά του. Επιπλέον, και η ηχητική προειδοποίηση από τη διέλευσή τους ήταν στιγμιαία, εφόσον οι δράστες απομακρύνθηκαν από το οπτικό πεδίο της κάμερας, που κάλυπτε την είσοδο και, επομένως, ο ίδιος ευλόγως δεν αξιολόγησε την ένδειξη αυτή, αν βρισκόταν στο γραφείο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι είχε απενεργοποιήσει την ειδοποίηση αυτή, όπως καθ’υπόθεση κατέθεσε η μάρτυρας ανταπόδειξης. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, ο θανών να κινητοποιήθηκε πράγματι από την οπτική και ηχητική ένδειξη του «monitor» αλλά να μην έκρινε σκόπιμο να ειδοποιήσει κάποιον, αφού οι ενδείξεις αυτές ήταν στιγμιαίες, και γι’αυτό να πλησίασε στο παράθυρο ή να έστρεψε το βλέμμα του προς τα εκεί, μήπως δηλαδή αντιληφθεί την παρουσία κάποιου. Αυτό αποτελεί μία λογική εξήγηση και για το γεγονός ότι αντιλήφθηκε τους δράστες να διέρχονται έξω από το παράθυρο. Ούτε, επίσης, κρίνει το Δικαστήριο ότι το κλείδωμα της εσωτερικής πόρτας του γραφείου μπορεί να θεωρηθεί ως επιβεβλημένη, με βάση τον τρόπο ενέργειας ενός μέσου συνετού εργαζομένου υπό τις ίδιες συνθήκες, ώστε η παράληψή του να το πράξει να στοιχειοθετεί αμέλειά του. Έτσι, ουδεμία αμέλεια στην πρόκληση του ατυχήματος δεν βαρύνει τον ίδιο τον θανόντα, ο οποίος, για τους λόγους που εκτέθηκαν δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους δράστες να εισέρχονται τις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης και όταν αντιλήφθηκε την παρουσία τους δεν μπορούσε να προβεί σε καμία αποτελεσματική ενέργεια για να τους αποτρέψει ούτε να ειδοποιήσει εγκαίρως τις Αρχές ή την εργοδότριά του. Επομένως, ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του θανόντος, που επαναφέρουν με τον έβδομο λόγο της έφεσής τους, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, αποδείχθηκε, ότι ο θανών κατά τον χρόνο του ατυχήματος διήνυε το εξηκοστό όγδοο (68ο) έτος της ηλικίας του (έτος γεννήσεως 1951), η πρώτη ενάγουσα ήταν ηλικίας 67 ετών, η δεύτερη ενάγουσα 34 και η τρίτη 41 ετών (ημερομηνία γεννήσεως 29-9-1952, 19-2-1985 και 30-1-1978, αντίστοιχα). Τα παραπάνω πρόσωπα, περιλαμβάνονται στην κατ’άρθρο 932 εδ.γ΄του ΑΚ οικογένεια του θανόντος, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 69/2017, ΑΠ 602/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ανεξαρτήτως του εάν το αλβανικό δίκαιο, δηλαδή το δίκαιο της ιθαγένειας του θανόντος αλλά και των εναγουσών περιέχει διαφορετική ρύθμιση (ΟλΑΠ 10/2011, ΕλλΔνη 2011.710), και συνδέονταν με αυτόν με στενούς δεσμούς στοργής και αγάπης. Ο αιφνίδιος θάνατός του τους προκάλεσε θλίψη και στενοχωρία, προς απάμβλυνση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση του εργαζομένου, την ηλικία του, την αμέλεια του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, σε συνδυασμό με τον στενό συγγενικό και συναισθηματικό δεσμό των εναγουσών-εκκαλουσών με αυτόν, καθώς και την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση, ως άνεργης της πρώτης, νυμφευμένων των λοιπών και μάλιστα η δεύτερη με ιατρό ουρολόγο, χωρίς να προκύπτουν άλλα στοιχεία για την οικονομική τους κατάσταση, όπως και την οικονομική κατάσταση των εναγομένων, εκ των οποίων η πρώτη, η οποία αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση, δήλωσε κατά τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021, (καθαρά) κέρδη ύψους 80.321, 38.076, 39.811, 10.717 και 24.438 ευρώ αντίστοιχα, και ο δεύτερος και τρίτος, δήλωσαν για το φορολογικό έτος 2019, εισόδημα ύψους 8.163 και 24.384 ευρώ, ανέρχεται στο ποσό των 30.044 ευρώ, όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα και των 20.044 ευρώ, σε καθεμία από τις δεύτερη και τρίτη και, λόγω της γενομένης εκ μέρους τους επιφύλαξης, το ποσό των 30.000 και των 20.00 ευρώ, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 917/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») χωρίς να υπάρχει λόγος διαφοροποίησης ως προς τη δεύτερη ενάγουσα, που κλήθηκε από τον εργαζόμενο πατέρα της για βοήθεια και τον αντίκρυσε σοβαρά τραυματισμένο, διότι το στοιχείο αυτό δεν ήταν ικανό, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, να της προκαλέσει υπέρτερο ψυχικό πόνο. Συνεπώς, επιδικάζοντάς τους το πρωτόδικο Δικαστήριο το ίδιο ποσό, αν και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθούν ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης και ο όγδοος λόγος της υπό στοιχ. β΄έφεσης, ως αβάσιμοι. Απορριπτέος, τέλος, ως αβάσιμος τυγχάνει και ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, περί αντιφατικής αιτιολογίας, αφού το διατακτικό της εκκαλουμένης είναι κατ’αποτέλεσμα ορθό και η αιτιολογία της, συμπληρώνεται και αντικαταθίσταται εν μέρει, από την αιτιολογία της παρούσας, κατά τα προεκτεθέντα.
Κατόπιν αυτών, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχ. Β΄έφεση και να γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Α΄έφεση, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης [ΕφΑθ (Μον) 146/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], κατά το άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.288). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση η από 2-6-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../5-6-2020) αγωγή, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν επιπλέον εις ολόκληρον στην πρώτη το ποσό των 10.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, παράρτημα Ι Β του άρθρου 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-3-2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/28-3-2023), υπό στοιχ. Α΄έφεση των εναγουσών και την από 17-3-2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../29-3-2023) υπό στοιχ. Β΄έφεση της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων, κατά της υπ’αριθμ. 544/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την υπό στοιχ. Β΄έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την υπό στοιχ. Α΄έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ την από 2-6-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./5-6-2020) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και αναγνωρίζει ότι οφείλουν επιπλέον εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων-εκκαλούντων-εφεσίβλητων, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών-εκκαλουσών-εφεσιβλήτων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των (τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 8-9-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ