Αριθμός: 180/2023
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούσας : ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αθηνά Σταμελάκη,
Εφεσίβλητων: 1) …………… 2) ………. 3) ………… οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ματθαίο Βαραγγούλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των εφεσίβλητων την από 22.9.2014 (με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ. …../2014) αγωγή κατά των εφεσίβλητων, η οποία παραπέμφθηκε με την 3555/2017 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, επικυρωθείσα με την 200/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά για να συζητηθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως καθ’ ύλην αρμόδιου. Το τελευταίο Δικαστήριο εξέδωσε δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, την 1931/2021 οριστική απόφαση του, με την οποία απέρριψετην αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 5.11.2021, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά αυθημερόν, με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την ίδια ημέρα, με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε η 3.3.2022, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται από το πινάκιο μετ’ αναβολή προς συζήτηση από την αρχική δικάσιμο της 3.3.2022, κατ’ άρθρο 226 παρ.4 σε συνδυασμό με το άρθρο 498 παρ.2 ΚΠολΔ, η από 5.11.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση ………. κατά …………. προς εξαφάνιση της εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία 1931/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων απέρριψε την από 22.9.2014 (με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: ………./2014) αγωγή της νυν εκκαλούσας κατά των νυν εφεσίβλητων. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε επιμελεία των εναγόμενων στην αντίκλητο πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας, ……. στις 7.10.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. …….’/7.10.2021 έκθεσης επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών . ………..), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 5.11.2021, ήτοι εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών που προβλέπει ο νόμος για κατοίκους εξωτερικού. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ασκηθέντος ένδικου μέσου έχει κατατεθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.γ’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ………. e- Παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. τα συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e-Παράβολου και από 5.11.2021 απόδειξη εξόφλησης e- Παράβολου της Τράπεζας Πειραιώς).
Η νυν εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την ως άνω από 22.9.2014 αγωγή της κατά των εφεσίβλητων, όπως παραδεκτά διόρθωσε το δικόγραφο αυτής με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ και υποστήριξε ότι στις 21.2.1995, απεβίωσε στις Η.Π.Α. ο ……. ……….., πατέρας αυτής και των δύο πρώτων εναγόμενων, κάτοικος εν ζωή Κερατσινίου Αττικής, επί της οδού …………, ο οποίος κατέλιπε την από 10.1.1995 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 470/5.7.1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι με την παραπάνω διαθήκη ο αποβιώσας κατέστησε μόνη κληρονόμο του στο σύνολο της περιουσίας του την εν ζωή σύζυγό του και μητέρα της ίδιας (ενάγουσας) και των δύο πρώτων εναγόμενων, ……….. Ότι με τη διαθήκη του αυτή ο αποβιώσας προσέβαλε το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα της, η οποία ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου κληρονομικής της μερίδας, δηλαδή σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομιαίας περιουσίας του, δεδομένου ότι αυτή (ενάγουσα), τα αδέλφια της και η μητέρα της ήταν οι μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του. Ότι στην κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος πατέρα της περιλαμβάνονταν: Α) τα λεπτομερώς περιγραφόμενα κατά θέση, όρια και έκταση στο αγωγικό δικόγραφο ακίνητα και συγκεκριμένα: α) η με στοιχεία Ι-1 αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία (κατάστημα) του ισογείου ορόφου της ευρισκόμενης στη θέση «…..» του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας Αττικής, επί της οδού …………, διώροφης οικοδομής, αξίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου 34.884.000 δραχμών, β) το ½ εξ αδιαιρέτου κυριότητας του με στοιχεία Α-1 διαμερίσματος του Α’ ορόφου (το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ανήκε στην ανωτέρω σύζυγο του κληρονομούμενου) της ευρισκόμενης στη θέση «……» του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας Αττικής, επί της οδού ……….. οικοδομής, αξίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου 14.314.000 δραχμών, γ) το ½ εξ αδιαιρέτου επί ποσοστού 600/1000 κυριότητας του οικοπέδου, όπου βρίσκεται η αμέσως προηγούμενη οικοδομή, που αντιστοιχεί στο δικαίωμα υψούν των μελλοντικών Β’, Γ’ και Δ’ ορόφων της οικοδομής (το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ανήκε στη σύζυγο του κληρονομούμενου) αξίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου 7.896.252 δραχμών, Β) ένα επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου 3181, μοντέλο του έτους 1989, αξίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου 5.500.000 δραχμών και Γ) το ποσό των 10.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο συναλλακτικής ισοτιμίας της Τράπεζας της Ελλάδος αντιστοιχούσε κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου στο ποσό των 2.326.000 δραχμών, κατατεθειμένο σε κοινό λογαριασμό αυτού και της συζύγου του σε τράπεζα της Αμερικής, το οποίο αποτελούσε μέρος εκ του συνολικού ποσού των 40.000 δολαρίων που ήταν κατατεθειμένο στον λογαριασμό, εκ του οποίου ποσό 20.000 δολαρίων ανήκε στον αποβιώσαντα και από αυτό ποσό μικρότερο των 10.000 δολαρίων δαπανήθηκε για την πληρωμή των οφειλών προς την εφορία, για φόρο κληρονομίας και για τα έξοδα κηδείας του, μοναδικά χρέη της κληρονομίας. Ότι η συνολική καθαρή αξία τα κληρονομιαίας περιουσίας κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου ανερχόταν στο ποσό των 64.920.252 δραχμών ήτοι 190.521,64 ευρώ και, ως εκ τούτου, η αξία της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των (64.920.252 x 1/8=) 8.115.031,5 δραχμών ήτοι (190.521,64 ευρώ x 1/8=) 23.815,06 ευρώ, άλλως ότι το σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας ήταν 67.246.252 δραχμές ήτοι 197.347,768 ευρώ με παθητικό 2.326.000 δραχμών ήτοι 6.826,18 ευρώ. Ότι η ………… με την υπ’ αριθ. ………/1996 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ………., νομίμως μεταγραφείσα, αποδέχθηκε την κληρονομία του αποβιώσαντος συζύγου της και με τον τρόπο αυτό κατέστη κυρία των ανωτέρω αναφερόμενων ακινήτων, από την αρχή δε νεμόταν αυτά ως κληρονόμος, αντιποιούμενη εν γνώσει της το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας. Ότι η ….. . με το υπ’ αριθ. 9107/2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, νομίμως καταχωρισμένο στο οικείο κτηματολογικό γραφείο, μεταβίβασε λόγω πώλησης στον τρίτο εναγόμενο το ανωτέρω αναφερόμενο Α-1 διαμέρισμα έναντι του ποσού των 157.400,16 ευρώ, το οποίο παρακράτησε, ενώ το εν λόγω διαμέρισμα η ίδια (………) το εκμίσθωνε στον ως άνω αγοραστή από τον Σεπτέμβριο του έτους 2004 μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2007, με μίσθωμα 1.200 ευρώ τον μήνα, έχοντας εισπράξει ως μισθώματα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των 40.800 ευρώ. Ότι η ίδια νομέας της κληρονομίας ……., με το υπ’ αριθ. ………/2013 συμβόλαιο της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου, νομίμως καταχωρισμένο στο οικείο κτηματολογικό γραφείο, μεταβίβασε λόγω πώλησης στους πρώτο και δεύτερη των εναγόμενων, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, το ως άνω Ι-1 κατάστημα, έναντι του τιμήματος των 80.000 ευρώ, ενώ το εν λόγω κατάστημα η ίδια προηγουμένως το εκμίσθωνε αδιαλείπτως από τον Αύγουστο του έτους 2003 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2013 στους μετέπειτα αγοραστές, ενώ στη συνέχεια εξακολούθησαν να το εκμισθώνουν οι αγοραστές με μηνιαίο μίσθωμα 1.220 ευρώ, αυτοί, δε, οι οποίοι είναι κακόπιστοι, παρακρατούν τα μισθώματα της τελευταίας πενταετίας, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 73.200 ευρώ, έχοντας καταστεί πλουσιότεροι κατά το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Ότι η πώληση του καταστήματος στους δύο πρώτους των εναγόμενων είναι άκυρη λόγω εικονικότητας ως προς το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, δεδομένου ότι δεν υπήρχε λόγος η μητέρα της και νομέας της κληρονομίας να εκποιήσει το ανωτέρω περιουσιακό της στοιχείο ενώ ήταν ετοιμοθάνατη, εξάλλου δε αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι αγοραστές, πρώτος και δεύτερη των εναγόμενων κατέβαλαν το τίμημα της πώλησης πολλές μέρες πριν τη μεταβίβαση, γνωρίζοντας έτσι κι αλλιώς ότι η μητέρα τους είχε ήδη συντάξει διαθήκη, με την οποία τους καθιστούσε μόνους κληρονόμους της κι ως εκ τούτου το τίμημα θα επέστρεφε μετά βεβαιότητας πάλι στους ίδιους. Ότι στο εν λόγω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Ι-1 καταστήματος γινόταν αναφορά στην εγγραφείσα σε βάρος της μητέρας της και των δύο πρώτων των εναγόμενων από 29.6.2004 αγωγή της και σε κάθε περίπτωση, σε αυτό γινόταν αναφορά ότι η μητέρα της είχε προσβάλει το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της, ως εκ τούτου κατά το ποσοστό αυτό δεν είχε δικαίωμα να μεταβιβάσει τις οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι σχετικές δε μεταβιβάσεις για τον λόγο αυτό είναι απολύτως άκυρες. Ότι η μητέρα της απεβίωσε στις 21.2.2013, καταλείποντας την από 20.11.2007 διαθήκη της, με την οποία εγκαθιστούσε μόνους κληρονόμους της τους πρώτη και δεύτερη των εναγόμενων, στην ίδια δε κατέλιπε μόνο το ποσό των 1.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο και αυτό δεν ανήκε στην κληρονομία της μητέρας της γιατί η ίδια της το είχε δανείσει. Ότι η μητέρα της, νομέας της κληρονομίας μέχρι τον θάνατό της, μεταβίβασε μέρος της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατέρα της, άλλως ποσοστό αυτής ως ενεργητικό και παθητικό, στους δύο πρώτους των εναγόμενων, που ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι της, εν γνώσει ότι ήταν βεβαρυμένο με το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί πλουσιότερη κατέχοντας τα αντικείμενα της κληρονομίας ως κληρονόμος, αντιποιούμενη το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας, ακολούθως δε μετά τον θάνατό της, τα κληρονομιαία αντικείμενα και συγκεκριμένα το κατάστημα, το αντικατάλλαγμα από την πώληση του Α-1 διαμερίσματος και των μελλοντικών ορόφων και του αυτοκινήτου καθώς και το ποσό των 10.000 δολαρίων συνέχισαν να παρακρατούν οι δύο πρώτοι των εναγόμενων ως κληρονόμοι, αντιποιούμενοι εν γνώσει τους και αυτοί το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας, κληρονομώντας και τα ωφελήματα της κληρονομίας, ήτοι το ποσό των 9.150 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα της από το ποσό των εισπραχθέντων μισθωμάτων από την εκμίσθωση του καταστήματος, έχοντας και αυτοί καταστεί πλουσιότεροι σε βάρος της. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη την ιδιότητα των δύο πρώτων εναγόμενων ως κληρονόμων της νομέως της κληρονομίας μητέρας τους, οι οποίοι παρακρατούν την κληρονομία, άλλως ως αγοραστών μέρους της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατέρα τους (άρθρο 1882 ΑΚ), άλλως ευθυνόμενων με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση αδυναμίας απόδοσης των κληρονομιαίων αντικειμένων, κυρίως του Α-1 διαμερίσματος μετά του δικαιώματος υψούν, που έχει ήδη εκποιηθεί στον τρίτο εναγόμενο, καθώς και του αυτοκινήτου, πλέον των ωφελημάτων από την εκμετάλλευση του κληρονομιαίου ακινήτου την τελευταία πενταετία, καθόσον έχουν καταστεί πλουσιότεροι σε βάρος της, σφετεριζόμενοι εν γνώσει τους το νόμιμο κληρονομικό της δικαίωμα, η ενάγουσα, κατόπιν παραίτησης από το δικόγραφο της από 29.6.2004 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου: …../2004), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αγωγής της κατά της μητέρας της και των δύο πρώτων εναγόμενων, με αποτέλεσμα αυτή να θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα (άρθρα 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ, όπως τα πρώτο και τρίτο ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον ν. 4335/2015), ζητούσε: 1) να αναγνωριστεί ότι είναι αναγκαία κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα της κατά ποσοστό 1/8 επί του συνόλου της καταλιπόμενης κατά τον χρόνο θανάτου του, κληρονομίας αυτού, 2) να αναγνωριστεί ότι οι με αριθμούς …../2007 και …/2013 συμβολαιογραφικές πράξεις πώλησης των κληρονομιαίων ακινήτων της συμβολαιογράφου Πειραιά ……………. είναι άκυρες κατά το ποσοστό που θίγουν τη νόμιμη μοίρα της, 3) να αναγνωριστεί ότι οι πρώτος και δεύτερη των εναγόμενων υποχρεούνται να της αποδώσουν ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας του αποβιώσαντος ……….. και συγκεκριμένα: α) το 1/8 εξ αδιαιρέτου του Ι-1 καταστήματος, άλλως, εάν δεν είναι εφικτή η αυτούσια απόδοσή του, να υποχρεωθούν καθένας από αυτούς εις ολόκληρον στο 1/8 του αντικαταλλάγματος (αγοραίας αξίας αυτού) που ανέρχεται κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου στο ποσό των (102.374,17 x 1/8=) 12.796,77 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 29.6.2004 αγωγής της, που ισοδυναμεί με όχληση, άλλως από την 28.1.2013, οπότε και πραγματοποιήθηκε η παράνομη εκποίηση προς τους δύο πρώτους εναγόμενους, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, β) το 1/8 του ½ εξ αδιαιρέτου του Α-1 διαμερίσματος και των μελλοντικών Β’, Γ’ και Δ’ ορόφων, άλλως, εάν δεν είναι εφικτή η αυτούσια απόδοσή του, να υποχρεωθούν να της καταβάλουν καθένας εις ολόκληρο, το 1/8 επί του αντικαταλλάγματός του, που ανέρχεται στο ποσό των (157.400,16: 2= 78.700,08 x 1/8=) 9.837,51 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 29.6.2004 αγωγής της που ισοδυναμεί με όχληση, άλλως από τις 2.8.2007, οπότε και πραγματοποιήθηκε η παράνομη εκποίηση προς τον τρίτο εναγόμενο, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, γ) το 1/8 του επιβατικού οχήματος μάρκας BMW, άλλως εάν δεν είναι εφικτή η αυτούσια απόδοσή του λόγω εκποίησης αυτού, να υποχρεωθούν να της καταβάλουν, καθένας σε ολόκληρο, το 1/8 του αντικαταλλάγματος αυτού, που ανερχόταν τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου στο ποσό των (16.140,86 x 1/8=) 2.017,60 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 29.6.2004 αγωγής που ισοδυναμεί με όχληση, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, δ) το 1/8 των μετρητών χρημάτων που κατείχε ο αποβιώσας πατέρας της κατά τον χρόνο του θανάτου του, ποσού (2.326.000 δραχμών x 1/8, άλλως 6.826,118 ευρώ x 1/8=) 853 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 29.6.2004 αγωγής που ισοδυναμεί με όχληση, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, 3) να υποχρεωθούν οι πρώτος και δεύτερη των εναγόμενων να της αποδώσουν τα ωφελήματα, δηλαδή τα μισθώματα από την εκμίσθωση του Ι-1 καταστήματος κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 2014 (χρόνος άσκησης της αγωγής) και συγκεκριμένα το ποσό των (73.200 ευρώ x 1/8=) 9.150 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 29.6.2004 αγωγής που ισοδυναμεί με όχληση, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, 4) επικουρικά, σε περίπτωση αδυναμίας των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων να προβούν στην αυτούσια απόδοση των κληρονομιαίων αντικειμένων, να υποχρεωθούν αυτοί να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 33.818,473 ευρώ, που αντιστοιχεί στον πλουτισμό που σώζεται κατά την επίδοση της αγωγής στα χέρια τους επί του συνόλου της αξίας της περιουσίας μετά των δαπανών της, πλέον των ωφελημάτων από την εκμετάλλευση του κληρονομιαίου ακινήτου, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 29.6.2004 αγωγής που ισοδυναμεί με όχληση, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και 5) να υποχρεωθεί ο τρίτος των εναγόμενων να της καταβάλει, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ, το ποσό των 19.675 ευρώ, το οποίο αναλογεί στο ποσό της νόμιμης μοίρας της επί του αποκτηθέντος από αυτόν κληρονομιαίου ακινήτου, κατά το οποίο αυτή ζημιώθηκε από την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του, που συνίσταται σε βαριά αμέλεια, με τον νόμιμο τόκο από τις 2.8.2007, οπότε και πραγματοποιήθηκε η παράνομη εκποίηση, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 3555/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο να τη δικάσει και την παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του καθ’ ύλην κατά την κρίση του αρμόδιου Δικαστηρίου, ήτοι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά της αμέσως πιο πάνω απόφασης οι εναγόμενοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά την από 21.12.2017 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. δικογράφου ………/2017) έφεση, με την οποία παραπονούνταν ότι εσφαλμένα το εκδόσαν την απόφαση Δικαστήριο έκρινε, αφενός ότι καθ’ ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής Δικαστήριο ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, αφετέρου ότι θεμελιωνόταν διεθνής δικαιοδοσία του να δικάσει αυτή. Με την 200/2019 απόφασή του το Μονομελές Εφετείο Πειραιά απέρριψε την έφεση κατ’ ουσίαν, κρίνοντας τον πρώτο λόγο απορριπτέο ως απαράδεκτο κατ’ άρθρο 47 ΚΠολΔ καθώς δεν επιτρέπεται προσβολή παραπεμπτικής απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου με ένδικο μέσο με επίκληση του ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου από εκείνο στο οποίο παραπέμφθηκε και τον δεύτερο λόγο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, καθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν προχώρησε σε κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης, αλλά παρέπεμψε αυτήν στο αρμόδιο δικαστήριο. Κατόπιν αυτού, η ενάγουσα επανέφερε με κλήση της την αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το Δικαστήριο αυτό, με την νυν εκκαλούμενη απόφαση αφού δέχθηκε ότι η παραπεμπτική απόφαση κατέστη τελεσίδικη και ως εκ τούτου τυγχάνει υποχρεωτική και δεσμευτική ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, διέλαβε ότι στο αγωγικό δικόγραφο σωρεύονται αντικειμενικά και υποκειμενικά, περισσότερες αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας και συγκεκριμένα, κατά των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων αγωγή περί κλήρου, θεμελιούμενη κυρίως στο άρθρο 1781 του ΑΚ, επικουρικά στο άρθρο 1782 και επικουρικότερα στο άρθρο 1783 του ίδιου Κώδικα, στην οποία περιλαμβάνεται εκ περισσού το, κατ’ ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο, αίτημα περί αναγνώρισης του ανίσχυρου των εκποιητικών δικαιοπραξιών, συνεπεία πώλησης, αναφορικά με το Ι-1 κατάστημα και το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου του Α-1 διαμερίσματος και του δικαιώματος υψούν των μελλοντικών (Β), (Γ) και (Δ) ορόφων κατά το μέρος που προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας, καθώς και η παρεπόμενου, σε σχέση με την προηγούμενη (αγωγή), χαρακτήρα αγωγή απόδοσης ωφελημάτων από κακόπιστους νομείς κληρονομίας, καθόσον η ύπαρξη της περί κλήρου αξίωσης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της τελευταίας, και κατά του τρίτου των εναγόμενων αγωγή αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 914 του ΑΚ. Αναφορικά με τους δύο πρώτους εναγόμενους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η τελεσίδικη παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δημιουργεί δεδικασμένο, δεσμευτικό για εκείνο, μόνο ως προς τη συγκεκριμένη διαδικαστική προϋπόθεση που κρίθηκε από αυτό, δηλαδή την καθ’ ύλη αρμοδιότητα, στην οποία αναφέρεται το διατακτικό της 3555/2017 απόφασης και όχι ως προς άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις και δη ως προς την πλεονεκτική κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αναφορικά με το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας, καθόσον οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης κρίνονται αυτοτελώς και δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις, ακόμη κι αυτές που κρίθηκαν πλεονεκτικά. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό των δύο πρώτων εναγόμενων περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού αναφορικά με τις στρεφόμενες κατά των ιδίων αγωγές περί κλήρου και απόδοσης ωφελημάτων, τον οποίο και προέβαλαν με τις προτάσεις τους. Με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι κατ’ άρθρο 3 παρ.1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (άρθρα 22-26 ΚΠολΔ) ή ειδική (άρθρα 27-40 ΚΠολΔ) βάση, ιδίως δε ότι η διεθνής δικαιοδοσία επί των ένδικων αγωγών περί κλήρου και απόδοσης ωφελημάτων θεμελιώνεται στην αποκλειστική δωσιδικία της, κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, κατοικίας ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης αυτής, διαμονής αυτού (άρθρα 3, 4 και 30 του ΚΠολΔ), από την εκτίμηση δε των αποδείξεων προέκυψε κατά την κρίση του παραπάνω Δικαστηρίου ότι ο κληρονομούμενος ………. είχε τη μόνιμη κατοικία του στο Σικάγο Ιλλινόις Η.Π.Α., οπότε κατά πλειοψηφία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή κατά των δύο πρώτων εναγόμενων ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας, ως υπαγόμενη στην αποκλειστική δωσιδικία της κατοικίας του κληρονομούμενου κατά τον χρόνο του θανάτου του, δηλαδή σε δικαστήριο των Η.Π.Α. Σε ό,τι δε αφορά τη σωρευόμενη κατά του τρίτου των εναγόμενων αγωγή αδικοπραξίας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την απέρριψε ομόφωνα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον στο αγωγικό δικόγραφο δεν εκτίθεται το σύνολο των κατά τα άρθρα 914 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ πραγματικών περιστατικών για την κατά νόμο θεμελίωση αυτής κατά του τρίτου των εναγόμενων, και ειδικότερα ότι δεν εκτίθεται σε τι συνίσταται η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ανωτέρω διαδίκου καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος της τελευταίας με τη ζημία της ενάγουσας, ώστε να θεμελιώνεται η αξίωση αποζημίωσης αυτής λόγω αδικοπραξίας, δοθέντος ότι τα επικαλούμενα από την ενάγουσα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, και δη ότι ο τρίτος των εναγόμενων απέκτησε, λόγω πώλησης, από τη νομέα της κληρονομίας …………, η οποία αντιποιείτο το κληρονομικό της δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα, το Α-1 διαμέρισμα και τους μελλοντικούς (Β), (Γ) και (Δ) ορόφους, αυτοτελώς κρινόμενα, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη του τρίτου των εναγομένων. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων στην ενάγουσα και όρισε αυτά στο ποσό των 1.100 ευρώ. Με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα-ενάγουσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και με πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκε η αγωγή της και ζητεί γι’ αυτό να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της και να επιβληθεί η δικαστική της δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας στους εφεσίβλητους- εναγόμενους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι η τελευταία κατοικία του κληρονομούμενου ήταν στις Η.Π.Α. και όχι στην Ελλάδα, ενώ η αλήθεια είναι ότι στις Η.Π.Α. όπου απεβίωσε ο …….. βρισκόταν απλώς ο τόπος της προσωρινής του διαμονής λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και δεδομένου ότι αυτός είχε κοινωνική ασφάλιση μόνο στις Η.Π.Α., μετέβη εκεί από την Ελλάδα, όπου η μόνιμη κατοικία του ήταν στο Κερατσίνι, λίγο πριν αποβιώσει, για να νοσηλευθεί. Επίσης υποστηρίζει ότι η εκκαλούμενη έσφαλε διότι δεν έλαβε υπόψη της ότι έχει ήδη εκδοθεί η 3555/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έκρινε τελεσίδικα μετά την έκδοση της 200/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά ότι έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα ελληνικά δικαστήρια για τη διάγνωση της εν λόγω διαφοράς, κρίση η οποία καλύπτεται πλέον με ισχύ δεδικασμένου. Ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο ήταν υποχρεωμένο πρώτα να εξετάσει την απαιτούμενη διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως και στη συνέχεια να προχωρήσει στην κρίση, εάν έχει και καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Ότι η κρίση αυτή του δικαστηρίου κάθε άλλο παρά πλεονεκτική είναι και εσφαλμένως χαρακτηρίζεται ως τέτοια από την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν έλαβε υπόψη της ότι σιωπηρά τη δέχτηκε και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ανεξάρτητα των προβληθέντων λόγων έφεσης από τους αντιδίκους της ενάγουσας, είχε πάντα τη δυνατότητα να την εξετάσει αυτεπάγγελτα ως διαδικαστική προϋπόθεση και πριν την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης ως απαράδεκτης λόγω του άρθρου 47 του ΚΠολΔ. Αναφορικά με το προβαλλόμενο από την εκκαλούσα ζήτημα της ύπαρξης δεδικασμένου ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να δικάσουν τις σωρευόμενες στο ένδικο δικόγραφο κληρονομικού δικαίου αγωγές της ενάγουσας κατά των δύο πρώτων εναγόμενων, επειδή το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά που με την 3555/2017 απόφασή του που παρέπεμψε στο καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά την ένδικη αγωγή, διέλαβε κρίση ότι έχουν τα ελληνικά δικαστήρια τέτοια δικαιοδοσία χωρίς, όμως, να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, σημειώνεται ότι ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν γεννάται τέτοιο δεδικασμένο. Μάλιστα και το Μονομελές Εφετείο Πειραιά που έκρινε την από 22.12.2017 έφεση κατά της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την 200/2019 απόφασή του απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης των τότε εκκαλούντων και νυν εφεσίβλητων ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το αμέσως παραπάνω Δικαστήριο είχε απορρίψει την υποβληθείσα από αυτούς ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε προχωρήσει σε κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης, αλλά είχε παραπέμψει αυτή στο αρμόδιο Δικαστήριο, οπότε το Μονομελές Εφετείο Πειραιά δεν έλαβε θέση υπέρ της ύπαρξης διεθνούς δικαιοδοσίας παρά τα όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Ορθά δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ότι από την ανωτέρω 3555/2017 τελεσίδικη παραπεμπτική απόφαση δημιουργείται δεδικασμένο, δεσμευτικό για το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης μετά από παραπομπή δικαστήριο, μόνο για τη συγκεκριμένη διαδικαστική προϋπόθεση επί της οποίας έκρινε το παραπέμψαν την υπόθεση δικαστήριο, δηλαδή την καθ’ ύλη αρμοδιότητα, στην οποία αναφέρεται το διατακτικό της εν λόγω απόφασης και όχι ως προς άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις και δη ως προς την πλεονεκτική κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αναφορικά με το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας, καθόσον οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης κρίνονται αυτοτελώς και δεν καλύπτονται άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις, ακόμα και αυτές που κρίθηκαν πλεονεκτικά (βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, 2005, τ. ΙΙ, αριθ. 39επ., σελ. 695επ., Κονδύλη, Το δεδικασμένο, σελ. 345-348, ομοίως Χ. Ευθυμίου σε Χ. Απαλαγάκη- Στ. Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ 1, έκδοση 2022, σελ. 1170, παρ.4), το ζήτημα δε της διεθνούς δικαιοδοσίας κρίνεται από το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο (πρβλ. ΑΠ 944/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον παρίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την Ελληνική Πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία και δη αρμοδιότητα κάποιου ελληνικού δικαστηρίου (ΑΠ 1987/1988 ΕλλΔνη 31,791). Η προϋπόθεση αυτή απαιτείται και για Έλληνα, ήτοι θεμελιώνεται δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, αν υπάρχει αρμοδιότητα κατά τόπον ελληνικού δικαστηρίου, αν δηλαδή ο εναγόμενος έχει κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα ή συντρέχει κάποια ειδική δωσιδικία. Αν δεν υπάρχει αυτή η προϋπόθεση ο ημεδαπός δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, μολονότι έχει την ελληνική ιθαγένεια Εξάλλου κατά το άρθρο 30 παρ. 1 ΚΠολΔ διαφορές, που αφορούν μεταξύ άλλων την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος ή διανομή κληρονομιάς, απαιτήσεις του κληρονόμου εναντίον του νομέα ή κατόχου της κληρονομιάς ή απαιτήσεις από νόμιμη μοίρα υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε, είχε την κατοικία του και αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του. Από τη ρητή διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 30, που ιδρύει αποκλειστική δωσιδικία και είναι ειδικότερη σε σχέση με τις μνημονευόμενες σε αυτό κληρονομικές διαφορές, και υπερισχύει κάθε άλλης δικαιοδοσίας, ήτοι έναντι της διατάξεως του άρθρου 29 ΚΠολΔ, που θεμελιώνει ειδική αποκλειστική επίσης δωσιδικία για εμπράγματες και άλλες διαφορές που αφορούν ακίνητα, έναντι της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας ή της έδρας του εναγομένου και έναντι της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας της περιουσίας που καθιερώνει το άρθρο 40 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι, αν ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και ελλείψει κατοικίας τη διαμονή του στην αλλοδαπή, δεν υφίσταται συνδετικό στοιχείο, που να θεμελιώνει δωσιδικία της κληρονομίας ημεδαπού δικαστηρίου για την επίλυση των μνημονευομένων στο άρθρο 30 ΚΠολΔ διαφορών, αδιαφόρως αν πρόκειται για κληρονομιά Έλληνα υπηκόου και ανεξαρτήτως αν ο εναγόμενος έχει την κατοικία ή έδρα στην ημεδαπή ή αν υπάρχει κληρονομιαίο στοιχείο, ακίνητο η κινητό, στην Ελλάδα, (βλ. ΑΠ 388/2015, ΧρΙΔ 2015, σελ. 531, ΑΠ 2154/2013 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 123/2000 ΝοΒ 49, σελ. 230, ΑΠ 583/1995 ΕλλΔνη 1996, σελ. 330, προς την ίδια κατεύθυνση σύμφωνα με το παράδειγμα που δίνει, φαίνεται να κινείται η ΑΠ 2046/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ομοίως οι ΕφΑθ 1609/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 1467, ΕφΑθ 8439/1993, ΝοΒ 1994, σελ. 1006, ΕφΠατρ 689/1990, ΑχΝομ 1991, σελ. 341, 342, ΕφΑθ 7541/1985, ΕλλΔνη 1986, σελ. 318, 320, ΕφΑθ 6678/1982, ΝοΒ 1982, σελ. 1289, έτσι ο Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ.72, παρ.8, η Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Πετροπούλου σε Χ. Απαλαγάκη ΚΠολΔ 1 Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η έκδοση, σελ. 124, παρ.5, αντίθετες η ΑΠ 775/2013 στην areiospagos.gr, η ΑΠ 400/2009, στην ΕΠολΔ 2010, σελ. 47, με αντίθετες παρατηρήσεις του Ευαγ. Βασιλακάκη στις σελ. 48επ., με την ίδια σύνθεση η ΑΠ 1730/2009, ΧρΙΔ 2010, σελ. 713, η ΑΠ 1246/1996, ΕλλΔνη 1997, σελ. 1794).
Εν προκειμένω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, ………., φίλης και κουμπάρας της ενάγουσας και του ………….., συζύγου της δεύτερης εναγόμενης, οι οποίοι εξετάσθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στο οποίο είχε αρχικά εισαχθεί η υπόθεση και όπως οι καταθέσεις αυτές περιέχονται στα υπ’ αριθ. 3555/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παραπάνω Δικαστηρίου, από τις παραδεκτώς ληφθείσες στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δίκης επιμελεία της εκκαλούσας ενώπιον της δικηγόρου …….., ΑΜ/ΔΣΠ ……. με αριθμούς πρωτ.: ……… από 27.10.2022 ένορκες βεβαιώσεις του ……… και της ……….., φίλων της εκκαλούσας κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης προ δύο εργάσιμων ημερών κλήτευσης των εφεσίβλητων μέσω του αντίκλητου πληρεξούσιου δικηγόρου τους, ……….. σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 422 παρ1 και 143 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. ………/21.10.2022 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……… με την από 20.10.2022 κλήση γνωστοποίησης μαρτύρων), απορριπτομένου του αιτήματος των δύο πρώτων εφεσίβλητων να μη ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση της . ……… κατ’ άρθρο 399 ΚΠολΔ, διότι τα όσα καταθέτει αναφορικά με τη γνωριμία της με τον ……… έλαβαν χώρα το έτος 1980, οπότε η μάρτυρας ήταν μόλις 13 ετών και λόγω ανηλικότητας δεν είχε την ωριμότητα, ούτε το αισθητήριο αν ο πατέρας των παραπάνω διαδίκων κατοικούσε στην Ελλάδα ή τον επισκεπτόταν περιοδικά, πληροφορία όμως που δεν είναι δυσνόητη για να μην μπορεί να την αντιληφθεί έφηβη ηλικίας 13 ετών, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι παραπάνω εφεσίβλητοι στις προτάσεις τους, από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ δε αυτών και όσα έγγραφα προσκομίζονται στην αγγλική γλώσσα συνοδευόμενα από επίσημη επικυρωμένη μετάφραση στην ελληνική κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ, λαμβανομένων υπόψη και όσων ξενόγλωσσων εγγράφων δεν συνοδεύονται από επίσημη επικυρωμένη μετάφραση ως μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1511/2009, ΕΠολΔ 2010, σελ. 740) και εκτιμώμενων ως δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1627/2010, ΕλλΔνη 2011, σελ. 431, Π. Ρεντούλη σε Απαλαγάκη-Σταματόπουλο, ο Νέος ΚΠολΔ 1, σελ. 1431) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κληρονομούμενος … ….., γεννημένος στην Ελλάδα το έτος 1929, μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στο Σικάγο των Η.Π.Α. μαζί με τη σύζυγό του, …. … και τις δύο ανήλικες θυγατέρες του (ενάγουσα και δεύτερη εναγόμενη), προκειμένου να εργασθεί, ήδη από το έτος 1963. Το έτος 1966 γεννήθηκε στο Σικάγο των Η.Π.Α., το τρίτο τέκνο του ζεύγους, …. …. Στις 28.1.1969 ο …….. απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα και ένα μήνα αργότερα την ίδια υπηκοότητα έλαβε και η σύζυγός του [βλ. τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα με αριθμούς … και …. Πιστοποιητικά Πολιτογράφησης από την Πολιτεία Ιλλινόις Η.Π.Α., τα οποία προσκομίζονται στην αγγλική γλώσσα, με σχετική επισημείωση της Σφραγίδας της Σύμβασης της Χάγης του 5.10.1961 (apostile) και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα]. Αυτός συνέχισε να ζει στο Σικάγο με την οικογένειά του, δηλαδή με τη σύζυγό του και τα τρία τους τέκνα, την ενάγουσα και τους δύο πρώτους εναγόμενους και όπως τα τέκνα του εξακολουθούν και σήμερα να είναι κάτοικοι Η.Π.Α., εργαζόταν δε ως ιδιωτικός υπάλληλος σε εργοστάσιο και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 συνταξιοδοτήθηκε, λαμβάνοντας σύνταξη από τις Η.Π.Α. Δεν αποδείχθηκε ότι ο ………. επέστρεψε στην Ελλάδα το έτος 1980 για να εγκατασταθεί εδώ μόνιμα με τη σύζυγό του, όπως υποστήριξε η ενάγουσα, δεδομένου ότι το μικρότερο τέκνο του ήταν μόλις 14 ετών και φοιτούσε σε τεχνικό γυμνάσιο στις Η.Π.Α., αλλά η εγκατάσταση του ζεύγους στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Κερατσίνι, όπου έμεναν και οι γονείς του κληρονομούμενου έγινε κάπου μεταξύ των ετών 1984-1985. Αρχικά διέμεναν στην οδό …….., όπου βρισκόταν η κατοικία των γονέων του …….. και μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής της κατοικίας τους έμειναν στο διπλανό οίκημα στην οδό …….. στο Κερατσίνι. Για το γεγονός ότι ο ανωτέρω κληρονομούμενος για ένα διάστημα είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα κατέθεσαν όχι μόνο η κουμπάρα της εκκαλούσας ……., μάρτυρας στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και οι ενόρκως βεβαιώσαντες …….. και …….., γνωστοί του θανόντος, αλλά και ο γαμπρός του ……., ο οποίος εξετασθείς ως μάρτυρας από τους εναγόμενους στις 21.10.2016 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ανέφερε σχετικά «Ήρθε στην Ελλάδα ο πεθερός μου για 4 χρόνια. Δεν θυμάμαι πότε ή πότε γύρισε πίσω. Όταν αρρώστησε ήρθε Αμερική». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ……… το έτος 1992 προσβλήθηκε από καρκίνο στις φωνητικές χορδές και αναγκάστηκε να επιστρέψει στις Η.Π.Α. για να υποβληθεί σε εγχείρηση και να παρακολουθείται από εξειδικευμένους θεράποντες ιατρούς, καθώς εκεί ήταν ασφαλισμένος, έχοντας κάρτα κοινωνικής ασφάλισης και κάρτα υγείας, ως επί σειρά ετών εργαζόμενος στις Η.Π.Α. Η ίδια η εκκαλούσα αναφέρει στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της ότι ο πατέρας της δεν νοσηλεύτηκε στην Ελλάδα, διότι, όταν αμερικανός πολίτης νοσήσει σε ξένη χώρα μπορεί να νοσηλευτεί ή να επισκεφθεί γιατρούς μόνο τις πρώτες 90 ημέρες που λείπει από την Αμερική και στην περίπτωση αυτή πράγματι το αμερικανικό κράτος καλύπτει όλα τα έξοδα, όταν όμως περάσει έστω και μία μέρα μετά τις 90 ημέρες, τότε το αμερικανικό κράτος δεν καλύπτει ούτε ένα σεντ, γιατί θεωρείται ότι ο αμερικανός πολίτης έφυγε οριστικά από το αμερικανικό κράτος. Περαιτέρω, παρά τα όσα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-ενάγουσα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ……… μετά το σοβαρό πρόβλημα υγείας που εμφάνισε και την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε, επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να συνεχίσει να κατοικεί μόνιμα στην οικία του στο Κερατσίνι, αλλά λόγω ακριβώς των σοβαρού αυτού προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε, αποφάσισε να επιστρέψει στις Η.Π.Α., όπου θα μπορούσε να παρακολουθείται τακτικά από εξειδικευμένους ιατρούς, έχοντας τη σχετική ασφαλιστική κάλυψη. Το γεγονός ότι η ενόρκως βεβαιώσασα ……. τον είδε στην Ελλάδα, κατόπιν της επέμβασης τραχειοστομίας, δεν σημαίνει ότι ο …….. είχε λάβει την απόφαση να παραμείνει μόνιμα στην Ελλάδα και όχι στα πλαίσια πραγματοποίησης ταξιδίου επίσκεψης στη χώρα όπου αυτός διατηρούσε και περιουσία, δεδομένου μάλιστα ότι η ανωτέρω μάρτυρας αναφέρει ότι εκείνος ξαναγύρισε στις Η.Π.Α. για να υποβληθεί σε πειραματική επέμβαση που έφερε τα χαρακτηριστικά μόνιμης εμφύτευσης ακτινοβολίας. Ενδεικτικό της απόφασής του να εγκατασταθεί στις Η.Π.Α. είναι ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. πρωτ. ……/11-12-1995 βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά για το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του κληρονομούμενου με αριθμό κυκλοφορίας ……. Ε.Ι.Χ., που αυτός χρησιμοποιούσε στην Ελλάδα, είχαν πληρωθεί τα τέλη κυκλοφορίας από τον ίδιο για τα έτη 1990, 1991 και 1992, ενώ οφείλονταν τα τέλη για τα επόμενα έτη, τα οποία πληρώθηκαν από τη σύζυγο του θανόντος το έτος 1995, όταν εκείνη ζήτησε να αλλάξει η άδεια κυκλοφορίας στο όνομά της, ενώ παράλληλα το έτος 1993 εκδόθηκε στο Σικάγο των Η.Π.Α. η με αριθμό …………. άδεια οδήγησης Πολιτείας Ιλλινόις Η.Π.Α. του …….., δηλαδή δύο έτη πριν τον θάνατό του αυτός ενδιαφέρθηκε να εκδοθεί στο όνομά του αμερικανική άδεια οδήγησης, στην οποία αναγράφεται ως τόπος κατοικίας αυτού το Σικάγο Ιλλινόις Η.Π.Α., ……….. Αν ο κληρονομούμενος διέμενε προσωρινά στις Η.Π.Α. μόνο για να υποβληθεί σε εγχείρηση, δεν υπήρχε ανάγκη να εκδώσει εκεί στο όνομά του άδεια οδήγησης, ενώ θα πλήρωνε τα τέλη κυκλοφορίας για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε στην Ελλάδα. Περαιτέρω κι ενώ η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν ο ανωτέρω συνέταξε την από 10.1.1995 ιδιόγραφη διαθήκη του, στην οποία ως τόπος σύνταξης αναγράφεται το CHICAGO, των Η.Π.Α. Εντέλει, ο ……… απεβίωσε από καρδιακή ανακοπή λόγω καρκινογόνου νοσήματος- Αναράρκα, στις 21.2.1995, στο Έβανστον της Κομητείας Κουκ στο Ιλλινόις των Η.Π.Α. και σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 258 της 22.2.1995 Πιστοποιητικό Θανάτου του που υπογράφει ο Ληξίαρχος Κομητείας Κουκ της Πολιτείας Ιλλινόις, η κατοικία του εν ζωή ήταν το Σικάγο Η.Π.Α. Το ίδιο βεβαιώνεται, δηλαδή ότι τόπος κατοικίας του θανόντος ήταν το Σικάγο Η.Π.Α., στην υπ’ αριθ. ……../4.10.1995 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ……. που εκδόθηκε από το Ειδικό Ληξιαρχείο Αθηνών. Ακόμη, επισημαίνεται ότι κατά την κήρυξη κυρίας της από 10.1.1995 ιδιόγραφης διαθήκης του …….. με αιτούσα τη σύζυγό του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη συνεδρίασή του στις 5.7.1995, δηλαδή πλησιόχρονα στον θάνατο του κληρονομούμενου αναφέρεται η σύζυγός του ως κάτοικος Σικάγο, το δε ζευγάρι μέχρι τον θάνατο του …….. παρέμεινε μαζί. Επίσης στην υπ’ αριθ. ………/96 Δήλωση Φόρου Κληρονομίας της συζύγου του θανόντος ……… προς τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κεφαλαίου Πειραιώς, αυτή δηλώνει ως διεύθυνση κατοικίας του κληρονομούμενου το Σικάγο Η.Π.Α. Το γεγονός ότι ως διεύθυνση της ίδιας της ………. στην εν λόγω δήλωση αναγράφεται η ………. στο Κερατσίνι δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς την τελευταία κοινή κατοικία του ζεύγους, λαμβανομένου υπόψη ότι ο γαμπρός του θανόντος στην ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ανέφερε για τον χρόνο μετά τον θάνατο του ……. ….. ότι η πεθερά του γύρισε στην Ελλάδα γιατί ήταν άρρωστη η δική της πεθερά. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ίδια η ενάγουσα, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής υπέβαλε προς τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού για το μερίδιο της νόμιμης μοίρας της Δήλωση φόρου κληρονομίας, στην οποία η ίδια δηλώνει διεύθυνση τελευταίας κατοικίας του κληρονομούμενου την οδό ………. στο Κερατσίνι δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, καθώς η δήλωση αυτή προέρχεται από την ίδια την ενάγουσα και εκφράζει τη διατυπούμενη και στην αγωγή θέση της ότι ο θανών πατέρας της είχε τελευταία κατοικία πριν τον θάνατό του στην Ελλάδα. Σε αντίθετη κρίση αναφορικά με την κατοικία του κληρονομούμενου δεν μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο ούτε από το γεγονός ότι η ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη του …….. δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, στο οποίο λογικά δηλώθηκε ως κατοικία αυτού το Κερατσίνι Αττικής (βλ. άρθρο 1774 ΑΚ), ούτε από την αντίστοιχη σημείωση στο με αριθμό ……/24.10.2016 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Πειραιά αναφορικά με τις αποποιήσεις της κληρονομίας αυτού, ούτε από τη με αριθμό ……./11.12.1995 βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά αναφορικά με τα τέλη κυκλοφορίας του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου του κληρονομούμενου, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της συζύγου του και στην οποία αναγράφεται ως τόπος κατοικίας αυτού το Κερατσίνι Αττικής (οδός ……..), ούτε δε και από το με αριθμό πρωτ.: ……../26.9.2014 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Πειραιά, στο οποίο αναγράφεται ως τόπος κατοικίας το Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού …….., δεδομένου ότι η κατοικία σε αυτά τα έγγραφα σημειώθηκε κατόπιν δήλωσης από τρίτους, προκύπτει δε από την κοινή εμπειρία ότι για υποθέσεις που αφορούν κατοίκους αλλοδαπής, οι οποίοι όμως διαθέτουν ακίνητη περιουσία στην ημεδαπή, δηλώνεται συχνά, αντίθετα με την πραγματικότητα, ως τόπος κατοικίας αυτών η τελευταία, για λόγους διευκόλυνσης ως προς τη συγκέντρωση πιστοποιητικών στην ημεδαπή (βλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αριθ. ……/19.5.1980 σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών και κανονισμό πολυκατοικίας του συμβ/φου Πειραιώς …….. που αφορά στην οικοδομή επί της οδού ………. στο Κερατσίνι και όπου ο ……… με τη σύζυγό του φέρονται ως κάτοικοι Κερατσινίου, οδός ………, παρότι δεν είχαν εγκατασταθεί ακόμη στην Ελλάδα, αφού το ηλικίας 14 ετών τέκνο τους ……… ήταν ακόμη μαθητής Γυμνασίου στις Η.Π.Α. και τον οποίο δεν είχαν αφήσει μόνο του εκεί, όπως τούτο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους). Εν κατακλείδι αποδεικνύεται ότι για ικανό χρονικό διάστημα και δη από το έτος 1993 μέχρι τον θάνατό του στις 21.2.1995, ο ……….. είχε τη μόνιμη κατοικία του μαζί με τη σύζυγό του στο Σικάγο Η.Π.Α., καθώς εκεί μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της ιατροφαρμακευτικής του περίθαλψης λόγω του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε. Μετά τον θάνατο του συζύγου της η ……… επέστρεψε για ένα διάστημα στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε κινητή και ακίνητη περιουσία, για να επανεγκατασταθεί κι αυτή στη συνέχεια μόνιμα στις Η.Π.Α. τουλάχιστον από το έτος 2004 μέχρι τον θάνατό της το έτος 2013. Ενόψει των ανωτέρω η τελευταία κατοικία του κληρονομούμενου ήταν στις Η.Π.Α. και κατόπιν αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ με τις αιτιολογίες της παρούσας ως προς το ακριβές χρονικό διάστημα που ο κληρονομούμενος είχε μόνιμη κατοικία στις Η.Π.Α., πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία έκρινε ότι επειδή ο κληρονομούμενος ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, δεν υφίσταται, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, συνδετικό στοιχείο ιδρύον δωσιδικία των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης κατά των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων, αφού οι κατά αυτών σωρευόμενες αγωγές περί κλήρου και απόδοσης ωφελημάτων, με τις οποίες κατάγεται προς διάγνωση το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας, υπάγονται στην αποκλειστική δωσιδικία της κατοικίας του κληρονομούμενου κατά τον χρόνο του θανάτου του, δηλαδή σε δικαστήριο των Η.Π.Α. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά του τρίτου εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επειδή κατά το σκεπτικό της δεν εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο το σύνολο των πραγματικών περιστατικών του άρθρου 914 ΑΚ και κυρίως σε τι συνίσταται η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του τρίτου εναγόμενου και ποιος ο αιτιώδης σύνδεσμος με τη ζημία που υπέστη εκείνη (η ενάγουσα). Ότι εν προκειμένω η μητέρα της, ………. ως νομέας της κληρονομίας του κληρονομούμενου πατέρα της ενάγουσας, πώλησε στον τρίτο των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων, το Α-1 διαμέρισμα έναντι πραγματικού τιμήματος 70.000.000 δραχμών, άλλως 206.000 ευρώ, αλλά ανεγράφη το τίμημα των 157.400 ευρώ. Ότι εν γνώσει του ο αγοραστής και τρίτος των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων προέβη με την εν λόγω σύμβαση στη μείωση της περιουσιακής κατάστασης της ενάγουσας και στην προσβολή της νόμιμης μοίρας της, εφόσον στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο προσαρτήθηκε κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, στο οποίο εμφαινόταν η εγερθείσα διεκδικητική αγωγή της, πέρα από την προσωπική γνώση που είχε ως οικογενειακός φίλος όλων των διαδίκων και γείτονάς τους από τα παιδικά τους χρόνια. Ότι αυτός δηλαδή επέλεξε να προβεί στην ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας, αν και γνώριζε ότι τοιουτοτρόπως βλάπτει την ενάγουσα και την περιουσία της κατά το θιγόμενο ποσοστό της νόμιμης μοίρας της. Ότι ο τρίτος εναγόμενος-εφεσίβλητος είχε πληροφορηθεί από την ίδια, ως παιδικοί φίλοι που ήταν, ότι έχει προσβληθεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της και ότι η μητέρα της με τα αδέλφια της το αντιποιείται σε βάρος της και παρόλα αυτά εκείνος προέβη στην αγορά και κατέβαλε το σύνολο του αναγραφέντος τιμήματος της πώλησης στον λογαριασμό της μητέρας της, ……….. στο Σικάγο των Η.Π.Α. Ότι η εκκαλούσα αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια την επιγενόμενη δικαιοπραξία πώλησης, διότι ο τρίτος των εναγόμενων-εφεσίβλητων, παρόλο που γνώριζε τόσο από την ίδια, όσο και από την εγγραφείσα στο Υποθηκοφυλακείο αγωγή περί κλήρου κατά της μητέρας της το έτος 2004, ότι εκείνη διεκδικούσε το προσβληθέν ποσοστό της νόμιμης μοίρας της, δεν την ενημέρωσε ποτέ για την απόκτηση του ισογείου καταστήματος, διότι στην πραγματικότητα σκευωρούσε μαζί με τους δύο πρώτους εναγόμενους σε βάρος της, ικανοποιώντας το δικό του ατομικό συμφέρον, αφού ήθελε να αποκτήσει διακαώς το εν λόγω ακίνητο, που και η ίδια η ενάγουσα ήθελε να αποκτήσει. Ότι τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται με τον πλέον αφοπλιστικό τρόπο αφού και μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο τρίτος των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων απέκτησε με αγορά και το διαμέρισμα με στοιχεία Α-1 (εννοεί το Ι-1 κατάστημα) το οποίο μίσθωνε από τους δύο πρώτους εναγόμενους πάλι χωρίς να ενημερώσει την εκκαλούσα και χωρίς να τον ενδιαφέρει εάν προσβάλλεται το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της με το με αριθμό ………/8-6-2017 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας συμβ/φου Πειραιά και με τον ίδιο δικηγόρο να εκπροσωπεί τους δύο πρώτους εναγόμενους. Ότι συνεπώς ο τρίτος των εναγόμενων αγοράζει, τελών σε κακή πίστη ως προς την προσβολή του ποσοστού της νόμιμης μοίρας της, διακατέχεται από δόλο και αποδέχεται την προσβολή της νόμιμης μοίρας της, άρα ενήργησε υπαίτια και την ζημίωσε εν γνώσει του περιουσιακά κατά το ποσό που έθιξε την νόμιμη μοίρα της και ότι εξ αυτού του λόγου υποχρεούται να την αποζημιώσει τουλάχιστον κατά το ποσό που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα της. Ωστόσο, τα παραπάνω εκτιθέμενα στο εφετήριο σε βάρος του τρίτου εναγόμενου δεν περιέχονται στην αγωγή της εκκαλούσας. Αναφορικά με τον τρίτο εναγόμενο, στο από 22.9.2014 αγωγικό δικόγραφο η ενάγουσα εκθέτει ότι η μητέρα της και πρώην νομέας της κληρονομίας δια του πρώτου εναγόμενου, τον οποίο ρητά εξουσιοδότησε με ειδικό πληρεξούσιο, πώλησε μέρος των κληρονομιαίων ακινήτων στον (κακόπιστο) τρίτο των εναγόμενων, υιό των από το έτος 1980 γειτόνων τους, στους οποίους είχαν μεταβιβάσει οι γονείς της το όμορο με την ιδιοκτησία τους ισόγειο κατάστημα και οι οποίοι ήταν οικογενειακοί τους φίλοι και ειδικότερα με το με αριθμό ………../2.8.2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιά ………….., η μητέρα της, αφού πρώτα είχε προβεί σε τροποποίηση της σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών, μεταβίβασε σε αυτόν το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, επιφάνειας 162 τ.μ., μετά του δικαιώματος υψούν μελλοντικών ορόφων, με ποσοστό συνιδιοκτησίας 800/1000 εξ αδιαιρέτου επί της ……….., όπως το αγοραπωλητήριο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά και ότι έλαβε ως οικονομικό αντάλλαγμα τον Σεπτέμβριο του 2007 το ποσό των 157.400,16 ευρώ, το οποίο παρακράτησε εξ ολοκλήρου η ίδια και ουδέν ποσό έλαβε η ενάγουσα από το τίμημα αυτό. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί ο τρίτος εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 19.675 ευρώ λόγω αποζημίωσης βάσει του άρθρου 914 ΑΚ, επειδή με την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του, που συνίσταται σε βαριά αμέλεια, τη ζημίωσε κατά το ποσό αυτό που αναλογεί στο ποσό της νόμιμης μοίρας της επί του αποκτηθέντος από εκείνον κληρονομιαίου ακινήτου, νομιμοτόκως από τις 2.8.2007, οπότε και έλαβε χώρα η παράνομη εκποίηση, άλλως και όλως επικουρικώς από την επίδοση της παρούσας αγωγής. Με τα διαλαμβανόμενα όμως αυτά στοιχεία της αγωγής (και όχι με βάση όσα αναφέρει εκ των υστέρων η εκκαλούσα στο εφετήριο) η αγωγή κατά του τρίτου εναγόμενου με βάση την αδικοπραξία τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθώς δεν εκτίθεται το σύνολο των απαιτούμενων κατά τα άρθρα 914 του ΑΚ και 216 του ΚΠολΔ, πραγματικών περιστατικών για την κατά νόμο θεμελίωση κατά του τρίτου εναγόμενου και ειδικότερα δεν εκτίθεται σε τι συνίσταται η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ανωτέρω διαδίκου, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος της τελευταίας με τη ζημία της ενάγουσας, ώστε να θεμελιώνεται αξίωση αυτής λόγω αδικοπραξίας, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα από την ενάγουσα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, και δη ότι ο τρίτος των εναγόμενων απέκτησε, λόγω πώλησης από τη νομέα της κληρονομίας ………, η οποία αντιποιείτο το κληρονομικό της δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα της, το Α-1 διαμέρισμα και τους μελλοντικούς (Β), (Γ) και (Δ) ορόφους, ενεργώντας αυτός κακόπιστα ή με βαριά αμέλεια, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίστατο η κακοπιστία ή βαριά του αμέλεια, αυτοτελώς κρινόμενα δεν αρκούν για να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη του. Ομοίως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, ο δε δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του.
Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση κατά πλημμελή εφαρμογή του νόμου την καταδίκασε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αντιδίκων της, τα οποία όλως εσφαλμένως όρισε στο ποσό των 1.100 ευρώ. Ότι ειδικότερα στο άρθρο 179 παρ.2 του ΚΠολΔ προβλέπεται ότι σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, το δικαστήριο δύναται να συμψηφίσει όλα τα δικαστικά έξοδα ή ένα μέρος τους. Ότι στην υπό κρίση υπόθεση η απόδειξη του ισχυρισμού των δύο πρώτων εναγόμενων που συνιστά και απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων αδιαμφισβήτητα έχει προκαλέσει τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες, δεδομένου ότι ήδη υφίσταται μια δικαστική διάγνωση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έκρινε ότι έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα ελληνικά δικαστήρια και επιπλέον μια επόμενου βαθμού (ανώτερου δικαστηρίου) δικαστική διάγνωση που αυτεπάγγελτα κι εάν δεν το έκανε, όφειλε σε κάθε περίπτωση να διαγνώσει- ως αυστηρή και προαπαιτούμενη, την παραπάνω διαδικαστική προϋπόθεση και σιωπηρά, κατά την ορθότερη εκτίμηση έκρινε επίσης, ότι έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα ελληνικά δικαστήρια. Ότι συνεπώς επί μιας αγωγής που προκλήθηκε αποκλειστικά από τις άδικες πράξεις των εναγόμενων-εφεσίβλητων, η οποία έχει κατατεθεί από το έτος 2014, έχει ζητηθεί αναβολή γι’ αυτή από τους ίδιους τους εναγόμενους-εφεσίβλητους, εκδόθηκε επ’ αυτής παραπεμπτική απόφαση, επί της οποίας ασκήθηκε έφεση από τους ίδιους τους εναγόμενους-εφεσίβλητους και εν συνεχεία με έξοδα της ενάγουσας κατατέθηκε και επιδόθηκε νέα κλήση για να εισαχθεί η υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά που την απορρίπτει για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, που κατ’ ορθότερη εκτίμηση έχει ήδη κριθεί δεσμευτικά για το δικάσαν Δικαστήριο είναι τουλάχιστον ανεπιεικής αν όχι προκλητική του αισθήματος δικαίου η επιβολή στην εκκαλούσα-ενάγουσα των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων, οπότε και για τον λόγο αυτό η εκκαλούμενη πρέπει να εξαφανιστεί. Επί του λόγου αυτού, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι δεν υφίσταται δεδικασμένο ως προς το θέμα της διεθνούς δικαιοδοσίας για την ένδικη αγωγή κατά των δύο πρώτων εναγόμενων από την 3555/2017 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ούτε το Μονομελές Εφετείο Πειραιά με την 200/2019 οριστική απόφασή του έκρινε κάτι τέτοιο σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, παρά τα όσα υποστηρίζει στον σχετικό λόγο έφεσης η εκκαλούσα. Εντούτοις, η νομολογία του Αρείου Πάγου επί του ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων όταν εισάγεται ενώπιον τους κληρονομική διαφορά με κληρονομούμενο πρόσωπο που κατά τον χρόνο θανάτου του είχε την κατοικία του στην αλλοδαπή και μεταξύ των στοιχείων της κληρονομίας του περιλαμβάνεται ακίνητο στην Ελλάδα υπήρξε κυμαινόμενη ως προς την εφαρμογή του άρθρου 30 ΚΠολΔ (αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομίας) ή την κατ’ εξαίρεση εφαρμογή του άρθρου 29 ΚΠολΔ (αποκλειστική δωσιδικία του ακινήτου) (βλ. για το θέμα αυτό τις παρατηρήσεις του Ευάγγελου Βασιλακάκη, κάτω από την ΑΠ 400/2009, ΕΠολΔ 2010, σελ. 48), οπότε ως προς το αίτημα επιδίκασης των δικαστικών εξόδων των δύο πρώτων εναγόμενων κατά της ενάγουσας συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 179 ΚΠολΔ και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά κρίνοντας, έπρεπε να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα των δύο πρώτων εναγόμενων και της ενάγουσας μεταξύ τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν για τη διεθνή δικαιοδοσία και μόνο το μέρος των δικαστικών εξόδων που αναλογούσε στον τρίτο εναγόμενο έπρεπε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας κατά την έκβαση της δίκης ενάγουσας. Κρίνοντας διαφορετικά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, οπότε πρέπει να γίνει δεκτός στην ουσία του ο τρίτος λόγος έφεσης και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη μόνο ως προς τη διάταξη περί επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης σε βάρος της ενάγουσας. Συνακόλουθα, αφού κρατηθεί και δικαστεί η από 22.9.2014 αγωγή κατά το αίτημα αυτής περί επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγόμενων μεταξύ τους κατά τα προεκτεθέντα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγόμενου σε βάρος της ηττηθείσας ενάγουσας. Επίσης, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο πρώτων εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ τους ομοίως λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν για τη διεθνή δικαιοδοσία κατά τα άρθρα 183 και 179 ΚΠολΔ, ενώ τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας θα επιβληθούν κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της κατά την έκβαση της δίκης και όπως η δικαστική δαπάνη του τρίτου εναγόμενου-τρίτου εφεσίβλητου ορίζεται συνολικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο διατακτικό της παρούσας στο ποσό των 750 ευρώ (350 ευρώ για τον πρώτο βαθμό και 400 ευρώ για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας). Τέλος, το κατατεθέν για την άσκηση του ένδικου μέσου e-παράβολο πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα, δεδομένου ότι έγινε εν μέρει δεκτή η έφεσή της κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο κατ’ ουσίαν σε αυτή.
Δέχεται κατ’ ουσίαν τον τρίτο λόγο έφεσης.
Εξαφανίζει την 1931/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) ως προς τη διάταξη επιδίκασης δικαστικών εξόδων.
Κρατεί και δικάζει την από 22.9.2014 (με Γ.Α.Κ. …./2014 και αριθμό κατάθεσης …/2014) αγωγή ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγόμενων-εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγόμενου-εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-ενάγουσας και ορίζει αυτά στο συνολικό ποσό των επτακοσίων (750) ευρώ, ήτοι τριακόσια πενήντα (350) ευρώ για τον πρώτο βαθμό και τετρακόσια (400) ευρώ για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ……….. e- Παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 2 Φεβρουαρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 29 Μαρτίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ