ΑΠΟΦΑΣΗ
Kumari κατά Ολλανδίας (προσφ. αριθ. 44051/20) και Martinez Alvarado κατά Ολλανδίας (προσφ. αριθ. 4470/21) της 10.12.2024
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το Δικαστήριο διευκρίνισε τις κατευθυντήριες αρχές σχετικά με το τι συνιστά «οικογενειακή ζωή» μεταξύ ενηλίκων. Σύμφωνα με αυτές η οικογενειακή ζωή σύμφωνα με το άρθρο 8 περιορίζεται στον πυρήνα της οικογένειας και ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει οικογενειακή ζωή μεταξύ γονέων και ενήλικων παιδιών ή ενήλικων αδελφών, εκτός εάν μπορούσαν να αποδείξουν «πρόσθετα στοιχεία εξάρτησης, που συνεπάγονται περισσότερους από τους συνήθεις συναισθηματικούς δεσμούς».
Διευκρίνισε ότι τα κριτήρια εξάρτησης του Δικαστηρίου απαιτούσαν εξατομικευμένη εξέταση της επίμαχης σχέσης και άλλων σχετικών περιστάσεων. Τα πρόσθετα στοιχεία θα μπορούσαν να σχετίζονται με την υγεία, την οικονομική ή υλική εξάρτηση και συχνά θα ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού των στοιχείων αυτών.
Στην πρώτη προσφυγή η προσφεύγουσα είχε επικαλεστεί ότι εξαρτιόταν από τον υιό της κυρίως εξαιτίας θεμάτων υγείας που συνήθως συνδέονται με την τρίτη ηλικία. Κατά το ΕΔΔΑ αυτά δεν ήταν τόσο σοβαρά ώστε να υφίσταται ανάγκη συνεχούς φροντίδας και υποστήριξης και έκρινε ότι δεν υπήρχαν λόγοι για τους οποίους δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την ιατρική φροντίδα και υποστήριξη που είχε στη διάθεσή της στην Ινδία.
Έτσι διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι εξαρτιόταν από τον υιό της που είχε ολλανδική υπηκοότητα, η δε η σχέση τους δεν αποτελούσε «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια της Σύμβασης. Το Δικαστήριο κήρυξε, κατά πλειοψηφία, την προσφυγή ως απαράδεκτη.
Στη δεύτερη προσφυγή ο κ. Martinez Alvarado, που έπασχε από διανοητική αναπηρία, και πιο συγκεκριμένα λειτουργούσε σαν ανήλικο παιδί, είχε αποδείξει πειστικά ότι στηριζόταν πλήρως στην φροντίδα και στην υποστήριξη στην καθημερινή του ζωή των τεσσάρων αδελφών του, οι οποίες ζούσαν στην Ολλανδία. Οι γονείς του τον φρόντιζαν στο Περού μέχρι το θάνατό τους το 2015, όποτε και μετακόμισε στην Ολλανδία μετά από προτροπή της μεγαλύτερης αδελφής του. Η σχέση τους ισοδυναμούσε με «οικογενειακή ζωή» σύμφωνα με τη Σύμβαση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εθνικές αρχές έσφαλαν όταν εστίασαν κυρίως στο γεγονός ότι οι αδελφές του δεν συμμετείχαν στην καθημερινή του φροντίδα πριν από τον θάνατο των γονέων τους. Ούτε είχε αποδειχθεί ότι υπήρχαν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για τα άτομα με νοητική αναπηρία στο Περού, τα οποία φροντίζονται από συγγενείς. Ως εκ τούτου, είχαν πραγματοποιήσει την ανάλυσή τους κατά τρόπο ο οποίος δεν ήταν σύμφωνος με τις αρχές που περιγράφονται στη Σύμβαση και διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα στην πρώτη υπόθεση, Usha Kumari, είναι Ινδή υπήκοος που γεννήθηκε το 1964 και ζει στο Patna (Ινδία).
Το 2015 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση προσωρινής διαμονής στην Ολλανδία προκειμένου να μπορέσει να ζήσει με το υιό της, ο οποίος είναι κατοικεί επι πολλά χρόνια στην Ολλανδία και είναι Ολλανδός πολίτης. Υποστήριξε ότι ο υιός της και η συζυγός του χρειάζονταν την υποστήριξή της για να αντιμετωπίσουν τον πρόσφατο θάνατο της πρόωρα γεννημένης κόρης τους.
Στη συνέχεια πρόσθεσε στην εσωτερική διαδικασία ότι η υγεία της επιδεινωνόταν και ότι εξαρτιόταν από τον υιό της. Κατέθεσε γνωματεύσεις γιατρών που πιστοποιούσαν την κακή κατάσταση της υγείας της, οι οποίες περιελάμβανε υπέρταση, οστεοαρθρίτιδα, κατάθλιψη και μειωμένη όραση.
Ο προσφεύγων στη δεύτερη υπόθεση, Wilder Liborio Martinez Alvarado, είναι υπήκοος του Περού, ο οποίος γεννήθηκε το 1978. Έχει διανοητική αναπηρία, πράγμα που σημαίνει ότι λειτουργεί στο επίπεδο ενός 8χρονου παιδιού, και τον φροντίζουν στην Ολλανδία οι τέσσερις αδελφές του, οι οποίες είναι επί μακρόν κάτοικοι και υπήκοοι της Ολλανδίας.
Στο Περού τον φρόντιζαν οι γονείς του μέχρι τον θάνατό τους το 2015, μετά τον οποίο μεταφέρθηκε στην Ολλανδία από τη μεγαλύτερη αδελφή του. Έκανε αίτηση για άδεια παραμονής το 2017, υποστηρίζοντας ότι ήταν πλήρως εξαρτώμενος από τις αδελφές του για την καθημερινή του φροντίδα.
Και στις δύο περιπτώσεις οι μεταναστευτικές αρχές και τελικά τα δικαστήρια απέρριψαν τις αιτήσεις. Οι αρχές, ουσιαστικά, δεν πείστηκαν ότι υπήρχαν πρόσθετοι παράγοντες εξάρτησης, πέραν των συνήθων συναισθηματικών δεσμών, μεταξύ των προσφευγόντων, οι οποίοι είναι ενήλικες, και του υιού/των αδελφών τους. Ως εκ τούτου, έκριναν ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η σχέση τους ισοδυναμούσε με «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Και στις δύο υποθέσεις το Δικαστήριο διευκρίνισε τις κατευθυντήριες αρχές του σχετικά με το τι συνιστά «οικογενειακή ζωή». Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η οικογενειακή ζωή σύμφωνα με το άρθρο 8 περιορίζεται κανονικά στον πυρήνα της οικογένειας και ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει οικογενειακή ζωή μεταξύ γονέων και ενήλικων παιδιών ή ενήλικων αδελφών, εκτός εάν μπορούσαν να αποδείξουν «πρόσθετα στοιχεία εξάρτησης, που συνεπάγονται περισσότερους από τους συνήθεις συναισθηματικούς δεσμούς».
Τα πρόσθετα στοιχεία εξάρτησης θα ήταν συχνά το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, για παράδειγμα π.χ. σε σχέση με την υγεία, την οικονομική ή την υλική εξάρτηση. Το Δικαστήριο έδωσε παραδείγματα νομολογίας προς περαιτέρω διευκρίνιση.
Τα κριτήρια εξάρτησης του Δικαστηρίου απαιτούσαν, επομένως, εξατομικευμένη εξέταση της επίμαχης σχέσης και των λοιπών σχετικών περιστάσεων.
Η αξιολόγηση του κατά πόσον μια σχέση μεταξύ ενήλικων μελών της οικογένειας συνιστά «οικογενειακή ζωή» θα πρέπει να βασίζεται στην κατάσταση μέχρι τη στιγμή που η αίτηση οικογενειακής επανένωσης κατέστη οριστική.
Υπόθεση Kumari
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις της σχέσης της προσφεύγουσας με τον υιό της δεν είχαν αποδείξει οποιαδήποτε τέτοια πρόσθετη εξάρτηση κατά τον σχετικό χρόνο.
Όσον αφορά τον υιό της προσφεύγουσας, δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η διαταραχή μετατραυματικού στρες μετά το θάνατο της κόρης του ήταν τόσο σοβαρή ώστε να τον καταστήσει ανήμπορο. Πράγματι, εργάζονταν σταθερά για πολλά χρόνια στην Ολλανδία και ήταν σε θέση να λειτουργήσει στην καθημερινή του ζωή – μαζί με τη σύζυγο και τους υιούς του – και σε περιόδους που η μητέρα του δεν τον επισκεπτόταν προσωρινά στην Ολλανδία.
Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε ανάγκη από συνεχή φροντίδα και υποστήριξη από τον υιό της. Η υποτιθέμενη εξάρτησή της προερχόταν από διάφορα προβλήματα υγείας που σχετίζονταν με το γήρας. Δεν υπήρχαν λόγοι για τους οποίους δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την ιατρική περίθαλψη στην Ινδία και με την υποστήριξη της κόρης της, την οικονόμο, τους γείτονες και φίλους. Ο υιός της θα μπορούσε να συνεχίσει να παρέχει οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχέση της προσφεύγουσας με τον υιό της δεν αποτελούσε «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια του άρθρου 8, και απέρριψε την προσφυγή της ως απαράδεκτη.
Υπόθεση Martinez Alvarado
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ωστόσο, ότι η σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και των αδελφών του αποτελούσε «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια της Σύμβασης κατά τον σχετικό χρόνο.
Ειδικότερα, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι η αναπηρία του τον είχε καταστήσει ανήμπορο στο βαθμό που αναγκάστηκε να βασίζεται στη φροντίδα και την υποστήριξη των αδελφών του στην καθημερινή του ζωή από τον θάνατο των γονέων του το 2015. Το Δικαστήριο δεν είδε κανέναν λόγο για τον οποίο οι εγχώριες αρχές να έχουν εστιάσει πρωτίστως την «οικογενειακή τους ζωή» στο γεγονός ότι οι αδελφές του δεν συμμετείχαν στην καθημερινή του φροντίδα πριν από το 2015.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποχρεωθεί βάσει του άρθρου 8 να αποδείξει την αποκλειστική εξάρτησή του από τις αδελφές του. Σημείωσε επίσης ότι είχε τεκμηριώσει ότι ο ίδιος αδελφός του, ο οποίος ζούσε στο Περού, δεν μπορούσε να παράσχει τέτοια φροντίδα, καθώς ταξίδευε συχνά για λόγους εργασίας. Η Κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, δεν είχε αποδείξει πειστικά ότι υπήρχαν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για άτομα με νοητική αναπηρία στο Περού, τα οποία τείνουν να φροντίζονται από την οικογένειά τους.
Τέλος, το Δικαστήριο τόνισε ότι, όπως υποστηρίχθηκε στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας, η αντίληψη του προσφεύγοντος ήταν πολύ περιορισμένη, ότι ο στενός οικογενειακός του κύκλος αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου του και ότι για τους ανθρώπους εκτός αυτού του κύκλου η επικοινωνία του ήταν συχνά ακατανόητη.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «πρόσθετα στοιχεία εξάρτησης, εκτός από τους συνήθεις συναισθηματικούς δεσμούς» είχαν αποδειχθεί ότι υπήρχαν στην περίπτωση του προσφεύγοντος και κήρυξε την καταγγελία του παραδεκτή.
Εν συνεχεία επισήμανε ότι η αξιολόγηση της υπόθεσης από τις εθνικές αρχές περιορίστηκε στην ανάλυση του κατά πόσον το άρθρο 8 ήταν εφαρμοστέο (δηλαδή, κατά πόσον υπήρχε οικογενειακή ζωή μεταξύ του προσφεύγοντος και των αδελφών του για τους σκοπούς της Σύμβασης). Η ανάλυση αυτή δεν είχε πραγματοποιηθεί κατά τρόπο που να συνάδει με τις αρχές που περιγράφονται στη Σύμβαση και τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά παράβαση του άρθρου 8.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα και το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε συνεπώς λόγος να επιδικάσει δίκαιη ικανοποίηση.